Η Αλβανία, ένα απομονωμένο κράτος και ένας λαός μετέωρος, που ζει κάτω από αυταρχικά καθεστώτα και παραπαίει μεταξύ διάφορων «προστατών», φαίνεται να κυλάει προς το τελευταίο σκαλοπάτι του άκρατου εθνικισμού, που μέσα από ιστορικές παραχαράξεις προσπαθεί να αποκτήσει πολιτιστική-ιστορική ταυτότητα, ανακαλύπτοντας σε αυτή την κρίσιμη στιγμή εχθρούς παντού, προκειμένου να επιβιώσει πάνω σε μύθους.
Από την εποχή της πτώσης του καθεστώτος Χότζα-Αλία, οι διάδοχοί τους πολιτικοί επανέφεραν μιαν αστήρικτη θεωρία περί Μεγάλης Αλβανίας, διεκδικώντας εδάφη από γειτονικά κράτη δυναμώνοντας τον εσωτερικό τους εθνικισμό με μύθους.
ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ περιοχή, από τον 7ο μέχρι το 12ο αιώνα, υπήρχαν τα βιλαέτια (ομάδες κατοίκων που τους συνέδεε μόνο η θρησκεία) και όπως γράφει ο αυτοκρατορικός διπλωμάτης Γ. Γκεόργκ, «δεν υπήρχε καμιά οργανική σύνδεση ούτε οποιαδήποτε επικοινωνία ανάμεσα στις επαρχίες. Η περιοχή ήταν διαιρεμένη διοικητικά σε τέσσερα βιλαέτια, τα οποία συνιστούσαν de facto αυτόνομες μονάδες. Για να μετακινηθούν από το ένα βιλαέτι στο άλλο απαιτούνταν ειδική άδεια».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 αναπτύχθηκε ένα εθνικιστικό κίνημα, από μια μικρή ομάδα διανοουμένων που ζούσαν στο εξωτερικό, με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου έθνους για να διεκδικήσουν την παρουσία τους στην περιοχή. Οι Μεγάλες Δυνάμεις το 1870 συγκάλεσαν συνέδριο στο Βερολίνο, με σκοπό το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ των νέων-δημιουργούμενων κρατών. Η απόφαση του Βερολίνου δεν αναγνώρισε ότι υπάρχει Αλβανία και ο Γερμανός καγκελάριος Μπίσμαρκ ανήγγειλε ότι η Αλβανία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια γεωγραφική έκφραση.
ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗ την εποχή το κύριο μέλημα των Αλβανών ήταν η δημιουργία πολιτιστικής ιστορικής ταυτότητας, δημιουργώντας το δικό τους μύθο για το παρελθόν και ότι ήταν ένα ξεχωριστό έθνος. Η δημιουργία του παρελθόντος είναι αναπόσπαστο κομμάτι κάθε διαδικασίας που μετατρέπει έναν λαό σε έθνος.
Για τους Αλβανούς εθνικιστές η κατασκευή του παρελθόντος ήταν σημαντικό στοιχείο γα να δώσει στους κατοίκους της περιοχής την αίσθηση ότι όλοι μοιράζονταν κοινή ιστορία. Πιο σημαντικό όμως, ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του γνωστού συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ, να τους πείσουν ότι «αυτοί είχαν μια λαμπρή ιστορία και πως οι εθνικές συμφορές δεν ήταν λόγος για να τους κάνει να απομακρυνθούν από την πατρώα γη, αλλά αντιθέτως να τους φέρει πιο κοντά σε αυτή».
Αυτό έγινε το καίριο στοιχείο για το αλβανικό εθνικιστικό κίνημα, το οποίο βρέθηκε απροετοίμαστο να υλοποιήσει μόνο του το βασικό προπαγανδιστικό πλάνο. Ζήτησε τη βοήθεια των Νεότουρκων και των Σέρβων εθνικιστών, οι οποίοι δεν αρνούνταν την ύπαρξη του αλβανικού έθνους, αλλά έφταναν στα άκρα, όπως στην περίπτωση ενός προπαγανδιστικού βιβλίου που δημοσιεύθηκε στη Γαλλία και τη Γερμανία από τον πρώην Σέρβο πρωθυπουργό Βλάνταν, που ανέφερε ότι είναι από τους πρώτους λαούς που κατοίκησαν στην περιοχή, την εποχή που οι άνθρωποι είχαν ακόμη ουρές.
Η ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΗ γραμμή ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία ήταν συχνά θολή και δύσκολα ορατή. Ο Ναούμ Βεκιλάρτζι, ο πρώτος θεωρητικός του αλβανικού εθνικισμού, κωδικοποίησε τις αντιφάσεις και παραχαράξεις σε βιώσιμα γλωσσικά και ιστορικά στοιχεία.
Η καταγωγή της εθνογένεσης είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Αλβανούς εθνικιστές συγγραφείς. Πρώτον, οι πρόγονοι ήταν οι μυθικοί Πελασγοί. Αλλά σταδιακά, ενώ ωρίμαζε το αλβανικό εθνικιστικό κίνημα, η ρομαντική πελασγική θεωρία, όπως και άλλες, αντικαταστάθηκαν από τη θεωρία της ιλλυρικής προέλευσης, που ήταν περισσότερο πειστική γιατί είχε τη στήριξη πολλών λογίων (αγνοώντας τις αρχαίες ελληνικές αναφορές). Η θεωρία της ιλλυρικής προέλευσης έγινε σύντομα ένας από τους κύριους πυλώνες του αλβανικού εθνικισμού εξαιτίας της σημασίας του ως τεκμήριο της αλβανικής ιστορικής συνέχειας στο Κόσοβο.
ΠΡΩΤΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ήρωας έγινε ο Σκεντέρμπεης (Γεώργιος Καστριώτης, από Έλληνα πατέρα και Σέρβα μητέρα), παρά το γεγονός ότι η δράση του δεν αφορούσε όλους τους Αλβανούς. Δεν περιλαμβάνονταν ούτε το Κόσοβο ούτε τα περισσότερα μέρη του Νότου. Μια προσπάθεια που είχε κάνει το 1455 να καταλάβει την οθωμανική πόλη του Μπερατίου, απέτυχε. Επομένως, ο μύθος του εθνικού ήρωα χρειαζόταν κάποια αναπροσαρμογή. Δεν μπορούσαν να έχουν έναν ήρωα ο οποίος για ένα τέταρτο του αιώνα ήταν ορκισμένος εχθρός των Οθωμανών. Συνεπώς έπρεπε το αφήγημα να αλλάξει και ο Σκεντέρμπεης να συμβολίζει την ύπατη θυσία των Αλβανών στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν την Ευρώπη από τις ασιατικές ορδές.
Οι εθνικιστές θεώρησαν τις θρησκευτικές διαιρέσεις ως παράγοντα διχόνοιας, αλλά και ως όχημα ξένων επιρροών. Αυτό εξηγεί τον ιδιαίτερο κοσμικό χαρακτήρα του αλβανικού εθνικισμού, που προσομοιάζει με δυτικοευρωπαϊκό εθνικισμό παρά με αλβανικό, γι’ αυτό ο Πάσχος Βάζα επινόησε τον όρο «αλβανισμός», υποστηρίζοντας ότι η «αληθινή θρησκεία του Αλβανού είναι ο αλβανισμός». Το δόγμα αυτό έδωσε τη δυνατότητα να αντιμετωπιστεί ο προβληματισμός για τη δημιουργία του εθνικού μύθου της εθνικής συνοχής, της ομογενοποίησης της αλβανικής κοινωνίας, ανεξαρτήτως του θρησκευτικού δόγματος που τους χώριζε σε χριστιανικά, μουσουλμανικά, προτεσταντικά, καθολικά βιλαέτια.
Το δόγμα αυτό αξιοποίησαν οι πολιτικοί ηγέτες για τη νομιμοποίηση της πολιτικής τους. Για παράδειγμα, ο Αχμέτ Ζόγου και ο Χότζα, οι οποίοι προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εφαρμόσουν αυτό το δόγμα για τη Μεγάλη Αλβανία.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ, με την υποκίνηση της Αυστρίας και της Ιταλίας, αποφάσισαν την ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (29 Ιουλίου 1913). Η διάσκεψη αυτή όρισε μια διεθνή επιτροπή για τον καθορισμό των συνόρων της Αλβανίας. Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17-12-1913) διαχώρισε τη χώρα σε δυο ζώνες, άφηνε τη νότια στην Ελλάδα, τη βόρεια στο νεοσύστατο κράτος και διέτασσε τα ελληνικά στρατεύματα να αποχωρήσουν από το έδαφος των περιφερειών που προσαρτούσε η Αλβανία.
Η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου, με εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων, όρισε κυβερνήτη της Αλβανίας τον Γερμανό πρίγκιπα Γουλιέλμο του Βιντ. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν κατάφερε να επιβάλει την εξουσία του και κάλεσε την κυβέρνηση του Γιώργου Ζωγράφου σε διαπραγματεύσεις, των οποίων προϊόν ήταν το πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17-5-1914).
Το πρωτόκολλο αυτό προέβλεπε ότι οι περιοχές που είχαν καταλάβει τα βορειοηπειρωτικά στρατεύματα θα αποτελούσαν μεν τμήμα του αλβανικού κράτους, αλλά θα είχαν ευρύτατα προνόμια αυτονομίας. Στο τέλος του πολέμου το 1919, με τη συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι αναγνωρίσθηκε η ελληνικότητα του Αργυροκάστρου και της Κορυτσάς.
Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ πρωθυπουργός της Αλβανίας αλλά και ο προηγούμενος ακλουθούν τη γραμμή του Τούρκου προέδρου Ερντογάν. Πρόσφατα έκαναν δηλώσεις που αμφισβητούσαν τα ελληνικά σύνορα, αγνοώντας τις συμφωνίες φιλίας που υπογράφτηκαν διαχρονικά μεταξύ των δυο χωρών. Ο δε Μπερίσα ήταν αυτός που είχε υπογράψει το τελευταίο σύμφωνο φιλίας δηλώνοντας τον Μάρτιο του 2008 ότι: «Το σύμφωνο φιλίας (μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας) προσδιορίζει ξεκάθαρα την αναγνώριση και το σεβασμό των συνόρων μεταξύ των δυο χωρών. Σε αυτό το πλαίσιο καμιά από τις δυο χώρες δεν έχει διεκδικήσεις σε βάρος της άλλης. Αυτό είναι οριστικό».
Τι έγινε και άλλαξε τώρα άποψη;
Πηγή: (Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής), Ελεύθερος Τύπος