Ιδρύθηκε το 1945, είναι δικαστικό όργανο του ΟΗΕ και συγκροτείται από 15 δικαστές που εκλέγονται για 9 έτη από τον oργανισμό
Το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης (International Court of Justice - ICJ), όπως είναι η επίσημη ονομασία του (στην κοινή γλώσσα, Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης - ΔΔΧ), είναι δικαστικό όργανο του ΟΗΕ, με έδρα την ολλανδική πόλη Χάγη, έλκοντας από αυτήν το κοινό όνομά του.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης διαδέχθηκε το Διαρκές Διεθνές Δικαστήριο, που ήταν το προηγούμενο νομικό διεθνές δικαιοδοτικό όργανο μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1945).
Το πρώτο αυτό διεθνές νομικό όργανο ήταν ανεξάρτητο από την Κοινωνία των Εθνών - ΚτΕ, προκάτοχο οργανισμό του ΟΗΕ, σε αντίθεση με το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το δικαστήριο αυτό με την ίδρυση του ΟΗΕ καταργήθηκε.
Η δημιουργία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης προβλεπόταν στα πέντε άρθρα (92-96) του Κεφαλαίου ΙΔ’ του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που υπεγράφη στις 26 Ιουνίου 1945 στο Σαν Φρανσίσκο των Ην. Πολιτειών, μετά το τέλος του πολέμου.
Κίνητρο και πρόθεση ήταν η παραπομπή «διαφορών» μεταξύ κρατών σε ένα όργανο με καθολική αποδοχή από τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ (ανάλογης αποδοχής με τον μητρικό οργανισμό), προκειμένου να αποφευχθούν πολεμικά επεισόδια και συρράξεις στο μέλλον. Επικρατούσα βούληση ήταν η άμεση δημιουργία του, καθώς στο σχετικό ιδρυτικό συνημμένο προτάθηκε και ψηφίσθηκε τότε (1945) και το καταστατικό του ΔΔΧ, που αποτελείται από 70 άρθρα.
Θα πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν αποτελεί αυτοτελή οργανισμό, αλλά νομικό βραχίονα του ΟΗΕ. Είναι το κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών, με το καταστατικό του να αποτελεί παράρτημα του καταστατικού του διεθνούς οργανισμού.
Το ΔΔΧ εκδίδει δικαστικές αποφάσεις ή γνωμοδοτήσεις. Οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές, ενώ οι γνωμοδοτήσεις προαιρετικές. Προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μπορούν να πραγματοποιήσουν μόνο κράτη. Δεν μπορούν να προσφύγουν στο ΔΔΧ ιδιώτες ή άλλοι οργανισμοί (εκτός του ΟΗΕ).
Ειδικότερα, από τα θεσμοθετημένα όργανα του ΟΗΕ, μόνο το Συμβούλιο Ασφαλείας (Σ.Α.) έχει το δικαίωμα να παραπέμψει οποιαδήποτε νομική διαφορά μεταξύ εθνών στο ΔΔΧ, προκειμένου το δικαστήριο να εκδώσει απόφαση. Γνωμοδότηση μπορούν να ζητήσουν το Συμβούλιο Ασφαλείας και η Γενική Συνέλευση (Γ.Σ.) για διάφορα νομικά ζητήματα. Το ίδιο δικαίωμα έχουν και άλλες διεθνείς οργανώσεις του ΟΗΕ, αλλά μόνον για θέματα αρμοδιότητάς τους και μόνον έπειτα από έγκριση της Γ.Σ.
Οι αποφάσεις του ΔΔΧ δεσμεύουν νομικά, αλλά και πολιτικά τη διεθνή κοινότητα κατά το όλον (αορίστως) και θεωρούνται υποχρεωτικής εφαρμογής, στον βαθμό που οι εκάστοτε αντίδικες χώρες αποδέχονται τη δικαιοδοσία του συγκεκριμένου διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου, το οποίο δεν διαθέτει εφαρμοστικό των αποφάσεών του βραχίονα (π.χ. Διεθνής Αστυνομία). Ούτε ο περιβάλλων οργανισμός (ΟΗΕ) διαθέτει ανάλογους εφαρμοστικούς μηχανισμούς, παρά μόνον ειρηνευτικές δυνάμεις μεταξύ αντιπαρατιθέμενων πλευρών.
Παρά την αδυναμία, οι αποφάσεις του ΔΔΧ παράγουν ισχυρά πολιτικά αποτελέσματα και η βαρύτητα των αποφάσεων του δικαστηρίου επηρεάζει τη στάση κυβερνήσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, όποια ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει ή αποτολμήσει προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης για ζήτημα θαλάσσιας κυριαρχίας θα πρέπει να είναι έτοιμη να εξηγήσει στον λαό ύστερα από αρνητική απόφαση του δικαστηρίου τι δεν έκανε καλά και απώλεσε εθνικό έδαφος.
Κάθε προσφυγή κράτους στο ΔΔΧ κατά τρίτης χώρας προϋποθέτει την κατάθεση του λεγόμενου «συνυποσχετικού» και από τις δύο πλευρές, στο οποίο διατυπώνονται αυστηρά το πλαίσιο και τα όρια της υπό εξέταση διαφοράς και υπογράφεται σε υψηλότατο επίπεδο από αρμόδια υπηρεσιακά κλιμάκια.
Αυτός είναι ο λόγος που, σύμφωνα με ακαδημαϊκούς αναλυτές, Ελλάδα και Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να βρεθούν αντιμέτωπες ενώπιον του φοβερού βήματος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, καθόσον είναι αδύνατον -ή εξαιρετικά δύσκολο- οι δύο πλευρές να συμφωνήσουν σε κοινό πλαίσιο περί της πραγματικής διαφοράς που τις χωρίζει...
Ανανέωση
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Διεθνές Δικαστήριο συγκροτείται από 15 δικαστές που εκλέγονται για 9 έτη από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (σε ξεχωριστές συνεδριάσεις και ψηφοφορίες). Κάθε 3 έτη ανανεώνεται το 1/3 του αριθμού των δικαστών. Θεωρητικά, οι δικαστές εκλέγονται με βάση δηλωθέντα προσόντα και όχι την εθνικότητά τους. Αποκλείεται η εκλογή δύο δικαστών από το ίδιο έθνος (κράτος).
Ωστόσο, η διαδικασία εκλογής ελέγχεται από διάφορα λόμπι ή υπερεθνικά σύνολα (λέσχες, ενώσεις κ.λπ.). Οι δικαστές έχουν επαγγελματικό ασυμβίβαστο και δεν μπορούν να ασκούν άλλη επαγγελματική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με την κρατούσα εθιμική παράδοση, καταβάλλεται προσπάθεια ώστε στο δικαστήριο να αντιπροσωπεύονται τα κυριότερα νομικά συστήματα του κόσμου (Αγγλικό Δίκαιο, Ευρωπαϊκό Δίκαιο κ.λπ.).
Για να εισέλθει ένα θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη να συμφωνούν για την παραπομπή της διαφοράς τους σε αυτό. Οι εκδιδόμενες αποφάσεις λαμβάνονται μυστικά και κατά πλειοψηφία, και είναι υποχρεωτικές, ενώ, αντίθετα, οι γνωμοδοτήσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Ολες οι χώρες που έχουν συνυπογράψει το καταστατικό του δικαστηρίου μπορούν να παραπέμψουν σε αυτό οποιαδήποτε υπόθεση.
Μπορούν επίσης να προσφύγουν και χώρες που δεν έχουν προσυπογράψει το καταστατικό του δικαστηρίου, αλλά, σύμφωνα πάντα με όρους που έχει καθορίσει, κατά περίπτωση, το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να λάβει αποφάσεις για διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία του ή για διαφορές που τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν ρητά δηλώσει (με το συνυποσχετικό που έχουν υπογράψει), οι δικαστές οφείλουν να λάβουν υπ' όψιν τους συγκεκριμένους διεθνείς κανόνες.
Η κρίση του «Σισμίκ» τον Μάρτιο του 1987
Λόγω της τουρκικής άρνησης να επιλύσει το θέμα με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, η εκκρεμότητα συνεχίστηκε. Τον Μάρτιο του 1987, η διαμάχη μετεξελίχθηκε σε κρίση, φτάνοντας στα όρια ένοπλης αντιπαράθεσης, όταν το τουρκικό πλοίο «Σισμίκ 1», συνοδευόμενο από τουρκικά πολεμικά σκάφη, ξεκίνησε για να πραγματοποιήσει έρευνες έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη ελληνικών νησιών. Η κρίση εκτονώθηκε με ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των τότε ηγετών (Α. Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ), οπότε η Ελλάδα επαναδιατύπωσε τη θέση της για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, της μόνης διαφοράς ανάμεσα στις δύο χώρες. Στη θέση αυτή επιμένει μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, το ζήτημα έγκειται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε δύο συγκεκριμένα γεωγραφικά σημεία.
Α) Στη θαλάσσια προέκταση της συνοριακής γραμμής στη Θράκη.
Β) Στα πλησίον της τουρκικής ακτής ευρισκόμενα νησιά του βόρειου και του κεντρικού Αιγαίου, και στα Δωδεκάνησα.
Η αρχική ελληνική θέση δεν αφορούσε ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Η Τουρκία επιχειρεί από τότε να θέσει ζήτημα για ολόκληρη την ελληνική υφαλοκρηπίδα, είχε όμως αρχικά παραχωρήσει άδειες διεξαγωγής πετρελαϊκών ερευνών σε τουρκικές επιχειρήσεις μόνο για τα δύο προαναφερθέντα γεωγραφικά σημεία.
Επιπλέον, όπως σαφώς προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τη σχετική νομολογία (Σύμβαση της Γενεύης - 1958, Σύμβαση των Ην. Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας - 1982, απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας στη Βόρεια Θάλασσα - 1969), τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, παρά τους περί του αντιθέτου νομικά αβάσιμους ισχυρισμούς της Τουρκίας. (Η Τουρκία, πάντως, μέχρι σήμερα δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση του 1982, οπότε δεν δεσμεύεται από αυτήν.) Ως προς την επίλυση της διαφοράς, η Τουρκία επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας (equity).
Σύμφωνα με την Ελλάδα, για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εφαρμόζεται το Διεθνές Δίκαιο (συμβατικό και εθιμικό), στο πλαίσιο του οποίου ο κανόνας της μέσης γραμμής αποτελεί την επικρατούσα αρχή του δικαίου της οριοθέτησης. Αυτό, όμως, δεν βεβαιώνεται πάντα από τη διεθνή πρακτική, όπως κατέδειξαν η διαμάχη Κολομβίας - Νικαράγουας (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης - 2012) και η διένεξη Γαλλίας - Καναδά (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης - 1992).
Η υφαλοκρηπίδα και η αρχή της μέσης γραμμής
Η ελληνοτουρκική διαφορά, όπως τη διατυπώνει η Αθήνα, αφορά μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μεταξύ των δύο χωρών. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, αντιμετωπίζοντας την ελληνική νησιωτική περιοχή του Αιγαίου ως αδιάσπαστη συνέχεια της ηπειρωτικής χώρας.
Η Τουρκία υποστηρίζει, όπως αποδείχθηκε και από τα τουρκολιβυκά μνημόνια, ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί «ειδική περίπτωση», που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής και πρέπει να εξετασθεί με ειδικότερα κριτήρια.
Η ελληνοτουρκική διαμάχη για το ζήτημα αυτό ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1973, ενώ στην Αθήνα επικρατούσε στρατιωτικό καθεστώς. Υστερα από δημόσια δήλωση του επικεφαλής του στρατιωτικού καθεστώτος Γ. Παπαδόπουλου «περί ύπαρξης κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο και εξόρυξης αυτών», η τουρκική κυβέρνηση προχώρησε σε παραχώρηση άδειας διεξαγωγής ερευνών για πετρέλαιο σε υποθαλάσσιες περιοχές κοντά σε ελληνικά νησιά.
Σε δύο περιπτώσεις, το 1974 και το 1976, η Αγκυρα πραγματοποίησε σεισμικές έρευνες στο Αιγαίο με ωκεανογραφικό σκάφος. Η Ελλάδα αντέδρασε, θεώρησε τη διαμάχη νομική και ζήτησε την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Ηταν η πρώτη φορά που η Αθήνα πρότεινε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ως το διεθνές όργανο που θα μπορούσε να αποφανθεί για τα όρια Ελλάδας και Τουρκίας στη θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου...
Η Τουρκία τότε απέρριψε ρητά την ελληνική πρόταση.
Τι προβλέπουν οι συνθήκες
Εθνικά χωρικά ύδατα
Το μέγεθος της επέκτασης της εθνικής κυριαρχίας, διαχρονικά, καθορίζεται από τα Ηνωμένα Εθνη. Από το 1936, η έκταση των χωρικών υδάτων διευρύνθηκε στα 6 ναυτικά μίλια, κάτι το οποίο υιοθέτησε και η Ελλάδα. Το 1994 -και σύμφωνα με απόφαση των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας-, το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων ορίστηκε στα 12 ναυτικά μίλια. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν έχει προβεί στην ενεργοποίηση αυτού του δικαιώματος ούτε στο Αιγαίο ούτε στο Ιόνιο. Από την πλευρά της, η Τουρκία, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης τον Ιούνιο του 1995, έχει επανειλημμένως προειδοποιήσει με το γνωστό «casus belli», θεωρώντας δηλαδή ως αιτία πολέμου την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.
Εθνικός εναέριος χώρος
Η Ελλάδα από το 1931 έχει καθορίσει αιγιαλίτιδα ζώνη εύρους 10 ν.μ. για τους σκοπούς της Αεροπορίας και της αστυνόμευσης αυτής. Η Τουρκία δεν υπέβαλε καμία ένσταση ως προς το εύρος του ελληνικού εναέριου χώρου και επί σειρά δεκαετιών αναγνώριζε και σεβόταν το πλήρες εύρος του. Η Ελλάδα προέβη από τη θεσμοθέτηση του ελληνικού εναέριου χώρου σε κάθε αναγκαία διεθνή γνωστοποίηση του εύρους αυτού [δημοσίευση σε χάρτες CINA, στους χάρτες του ICAO, στο Περιοχικό Σχέδιο Αεροναυτιλίας Ευρώπης, στο Εθνικό Εγχειρίδιο Αεροναυτιλίας (ΑΙΡ)]. Σημειωτέον ότι στη δεύτερη δημοσίευση των αεροναυτικών χαρτών του ICAO, το 1955, συμπεριελήφθησαν και πάλι αεροναυτικοί χάρτες, ελληνικοί αλλά και τουρκικοί, με απεικόνιση των εξωτερικών ορίων του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου (10 ν.μ.).
Τι είναι η υφαλοκρηπίδα
Η υφαλοκρηπίδα αποτελεί τμήμα του παράκτιου βυθού και εκτείνεται πέραν των χωρικών υδάτων. Κατά γενική ομολογία -σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1980-, ως υφαλοκρηπίδα ορίζεται ο βυθός της θάλασσας σε ακτίνα 200 ναυτικών μιλίων από την ακτή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, η ακτίνα αυτή δύναται να είναι μεγαλύτερη και των 200 ναυτικών μιλίων, φθάνοντας τα 350 ναυτικά μίλια. Το παράκτιο κράτος έχει συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας, τα οποία διαφέρουν έναντι των χωρικών υδάτων. Συγκεκριμένα, στο παράκτιο κράτος ανήκουν τα ορυκτά του εδάφους και του υπεδάφους, οι μη ζώντες οργανισμοί του βυθού, καθώς και οι ζώντες οργανισμοί που ανήκουν στα καθιστικά είδη. Αντίθετα, δεν ανήκουν ούτε τα ύδατα ούτε η επιφάνεια της θάλασσας, αλλά ούτε και ο εναέριος χώρος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η υφαλοκρηπίδα υφίσταται για κάθε κράτος αυτοδικαίως και αποκλειστικά. Δηλαδή, ακόμα κι αν το εκάστοτε κράτος δεν ασκεί τα συνεπαγόμενα δικαιώματά του, δεν δικαιούται να το πράξει κανένα άλλο.
Η διαφορά με την Τουρκία
Οπως και στην περίπτωση των χωρικών υδάτων, όταν η υφαλοκρηπίδα ενός κράτους «συναντάται» με την υφαλοκρηπίδα ενός δεύτερου κράτους, τότε θα πρέπει να υπάρξει διακανονισμός μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, ενώ υπάρχει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αλλωστε, η Αγκυρα δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση του ΟΗΕ (1980), αντιδρώντας στη διάταξη, σύμφωνα με την οποία «τα νησιά, οι νησίδες, οι βραχονησίδες, οι σκόπελοι και ανορθωμένοι βράχοι διατηρούν το δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα».
Τι είναι η ΑΟΖ
Σύμφωνα με την ίδια συνθήκη, ΑΟΖ θεωρείται η θαλάσσια έκταση εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας. Η έκταση της ΑΟΖ υπολογίζεται πέραν των χωρικών υδάτων και έως τα 200 ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή, ενώ η δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους αφορά τα ύδατα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (η επιφάνεια αποτελεί διεθνή ύδατα), τον βυθό και το υπέδαφος. Οπως και στις περιπτώσεις των χωρικών υδάτων και της υφαλοκρηπίδας, εφόσον οι ΑΟΖ δύο χωρών αλληλοεφάπτονται, έγκειται στα γειτονικά κράτη να ορίσουν από κοινού θαλάσσια σύνορα.
Διαφορές ΑΟΖ - υφαλοκρηπίδας
Πέραν της διαφορετικής έκτασης των δύο εννοιών (ΑΟΖ έως 200 ναυτικά μίλια - υφαλοκρηπίδα έως 350 ναυτικά μίλα), οι διαφορές συνίστανται και σε ζητήματα κυριαρχίας. Ενδεικτικά, η υφαλοκρηπίδα είναι μόνο ο βυθός και το θαλάσσιο υπέδαφος, ενώ η ΑΟΖ περιλαμβάνει και το τμήμα της θάλασσας έως την επιφάνεια του νερού. Επίσης, η υφαλοκρηπίδα υπάρχει a-priori, χωρίς να χρειάζεται το εκάστοτε κράτος να προχωρήσει στην οριοθέτησή της. Αντίθετα, η ΑΟΖ υφίσταται μόνον εφόσον το εκάστοτε κράτος προχωρήσει στη ανακήρυξή της, βάσει των διεθνών κανόνων και της σύμφωνης γνώμης των γειτονικών κρατών.
Πηγή: Δημοκρατία