Στις αρχές του 2015, οι πληροφορίες για τις πετρελαιοπηγές και τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις που έλεγχε το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία και το Ιράκ ήταν συγκεχυμένες. Παρόλα αυτά, ήταν γνωστό ότι κατείχε έξι από τα δέκα κοιτάσματα πετρελαίου της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων πετρελαϊκών εγκαταστάσεων του Omar, ενώ στο βορειο-κεντρικό Ιράκ έλεγχε τουλάχιστον τέσσερα μικρά κοιτάσματα πετρελαίου, όπως το Qayyarah, το Ajeel και το Hamrin (δυτικά των κουρδικών επαρχιών).
Σύμφωνα με τους Financial Times, από αυτές τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις πουλούσε κατά μέσο όρο περίπου 80.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα στην περιφερειακή μαύρη αγορά ενέργειας, κερδίζοντας αρκετά εκατομμύρια δολάρια.
Κάποιες ποσότητες πωλούνταν προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες πετρελαίου σε τοπικό επίπεδο, κάποιες άλλες πωλούνταν στο συριακό καθεστώς, ενώ ένα μέρος μεταφέρονταν στις γειτονικές χώρες μέσω δικτύων λαθρεμπορίου.
Ως γνωστόν, επί εποχής Saddam Hussein είχαν επιβληθεί κυρώσεις στις πωλήσεις του ιρακινού πετρελαίου, γεγονός που προκάλεσε τη δημιουργία παράνομων δικτύων διακίνησης προς την Τουρκία, τη Συρία και το Ιράν.
Αυτή την υποδομή της παράνομης διακίνησης πετρελαίου εκμεταλλεύθηκε και χρησιμοποίησε με τον καλύτερο τρόπο το Ισλαμικό Κράτος, γεγονός που το ανέδειξε ως «την πλουσιότερη και οικονομικά ανεξάρτητη τρομοκρατική οργάνωση σε παγκόσμιο επίπεδο».
Πέρα από τη διάλυση του Ισλαμικού Κράτους, από τις 23 Αυγούστου 201μ, η έναρξη της διεξαγωγής της πολυεθνικής αεροπορικής επιχείρησης «Εγγενής Αποφασιστικότητα» (Operation Inherent Resolve) είχε και ως στόχο να αποτρέψει τον έλεγχο των συριακών και ιρακινών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων από τους τζιχαντιστές. Για παράδειγμα, στα μέσα Οκτωβρίου 201μ, η πολυεθνική δύναμη, που μέχρι τότε είχε διεξάγει περισσότερες από 500 εξόδους στο Ιράκ και τη Συρία, στοχοποίησε και κατέστρεψε κοντά στην πόλη Shadadi (ανατολική Συρία) αρκετές δεξαμενές πετρελαίου και λιπαντικών, μηχανήματα παραγωγής και επεξεργασίας πετρελαίου, καθώς και την υποδομή διακίνησης που χρησιμοποιούσε το Ισλαμικό Κράτος.
Μια εβδομάδα αργότερα, πραγματοποιήθηκαν δύο αεροπορικές επιδρομές ανατολικά της συριακής πόλης Deir ar-Zour, που κατέστρεψαν εγκαταστάσεις και δεξαμενές αποθήκευσης πετρελαίου του Ισλαμικού Κράτους, μειώνοντας παράλληλα την ικανότητα παραγωγής πετρελαίου του συγκεκριμένου συγκροτήματος. Επίσης, την τελευταία ημέρα του 201μ, δύο αεροπορικοί βομβαρδισμοί κοντά στη συριακή πόλη al-Hasakah είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή τεσσάρων πύργων γεώτρησης πετρελαίου, ενώ στις 5 Ιανουαρίου 2015, μαχητικά αεροσκάφη της πολυεθνικής δύναμης κατέστρεψαν κοντά στη Deir ar-Zour έξι αντλίες και έναν αγωγό πετρελαίου που έλεγχε το Ισλαμικό Κράτος.
Το πετρέλαιο συνιστά σημαντική πηγή εσόδων και το Ισλαμικό Κράτος το χρησιμοποιεί για τη χρηματοδότηση του αγώνα του. Αν και ένας σημαντικός αριθμός των αεροπορικών επιδρομών της πολυεθνικής δύναμης έχουν ως στόχο αφενός την προστασία των πετρελαϊκών υποδομών του Ιράκ και της Συρίας, αφετέρου την καταστροφή όσων πετρελαϊκών υποδομών καταλαμβάνουν οι τζιχαντιστές, εντούτοις το Ισλαμικό Κράτος καταφέρνει σε ικανοποιητικό βαθμό να αποκομίζει σημαντικά έσοδα από το πετρέλαιο.
Το δεύτερο εξάμηνο του 201μ, οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους συνέχισαν να καταλαμβάνουν περιοχές πετρελαϊκών εγκαταστάσεων τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ. Για παράδειγμα, στις 30 Οκτωβρίου 201μ, ανακοίνωσαν ότι κατέλαβαν τους σημαντικούς τομείς φυσικού αερίου al-Shaer και Jahar της συριακής επαρχίας Homs.
Μια ημέρα αργότερα, ο γενικός γραμματέας του Εθνικού Συνασπισμού της Συριακής Επανάστασης και των Αντικαθεστωτικών ∆υνάμεων, Nasir al-Hariri, προειδοποίησε: «Το Ισλαμικό Κράτος ελέγχει τώρα τις περισσότερες πηγές φυσικού αερίου, πετρελαίου, ηλεκτρικής ενέργειας και νερού της βόρειας και ανατολικής Συρίας" Ο έλεγχος του πλούτου από το Ισλαμικό Κράτος αυξάνει και τη λαϊκή υποστήριξη υπέρ της οργάνωσης"».
Βέβαια, εξαιτίας της παρατεταμένης συγκρουσιακής κατάστασης και της έλλειψης εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού, άρχισε να μειώνεται δραστικά τόσο η ικανότητα εκμετάλλευσης των πηγών ενέργειας από τους τζιχαντιστές, όσο και τα έσοδά τους από τις πωλήσεις πετρελαίου. Για το λόγο αυτό, αμέσως μετά τις επιχειρήσεις του Ιουνίου 201μ στο κεντρικό και βόρειο Ιράκ, το Ισλαμικό Κράτος αναζήτησε μέσα από τζιχαντιστικές ιστοσελίδες ειδικούς εμπειρογνώμονες, που θα του έλυναν τα προβλήματα λειτουργίας των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων που κατέλαβε.
Εκτός από τις αεροπορικές επιδρομές και την έλλειψη εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού, τα έσοδα από τις πηγές ενέργειας άρχισαν να μειώνονται και εξαιτίας της ραγδαίας πτώσης της παγκόσμιας τιμής του πετρελαίου. Μια εμπιστευτική έκθεση, που συνέταξε τον Οκτώβριο του 201μ η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών της Γερμανίας (Bundesnachrichtendienst - BND), κατέληγε στο συμπέρασμα:
«Η οργάνωση κερδίζει πλέον πολύ λιγότερα από την πώληση πετρελαίου, καθώς στη μαύρη αγορά το ένα βαρέλι πωλείται μόνο 25 δολάρια, πολύ λιγότερα από τα 80 δολάρια της (τότε) παγκόσμιας τιμής του πετρελαίου" Το Ισλαμικό Κράτος παράγει περίπου 28.000 βαρέλια πετρελαίου ανά ημέρα, εκ των οποίων μπορεί να εξάγει μόνο τα 10.000 βαρέλια, κυρίως εξαιτίας των αεροπορικών επιδρομών και της έλλειψης εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού. Κατά συνέπεια, τα ετήσια έσοδά του από το πετρέλαιο ανέρχονται περίπου στα 100 εκατ. δολάρια. ∆ηλαδή, πολύ λιγότερα από το ένα δισ. δολάρια, που ήταν η αρχική εκτίμηση της Κεντρικής ∆ιοίκησης των Ηνωμένων Πολιτειών"».
Παρά την παρατεταμένη βία και αστάθεια, η ιρακινή οικονομία χαρακτηρίζεται ως πολλά υποσχόμενη χάριν των τεράστιων πετρελαϊκών της κοιτασμάτων και του αυξανόμενου ενδιαφέροντος των ξένων εταιριών.
Το γεγονός αυτό εξηγεί και την σχεδόν άμεση ανταπόκριση για τη σύσταση και την εκστρατεία της πολυεθνικής δύναμης κατά του Ισλαμικού Κράτους. Να σημειωθεί ότι παρά την υφιστάμενη απειλή των τζιχαντιστών, το Νοέμβριο του 201, παρήγαγε κατά μέσον όρο 3,μ εκατ. βαρέλια ανά ημέρα (3,3 εκατ. βαρέλια/ημέρα τον Οκτώβριο του 201μ), που καθιστούσαν το Ιράκ ως τη δεύτερη μεγαλύτερη χώρα παραγωγής πετρελαίου στον ΟΠΕΚ, μετά τη Σαουδική Αραβία. Αυτή η αύξηση της παραγωγής πετρελαίου οφειλόταν στις αυξημένες επενδύσεις κυρίως δυτικών πετρελαϊκών εταιριών, συμπεριλαμβανομένων της Exxon Mobil, της BP, της Shell και της Total, καθώς στους υψηλής δυνατότητας εξοπλισμούς γεώτρησης των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι δεν ήταν διαθέσιμοι τα προηγούμενα χρόνια.
Αν και η διεθνής τιμή του πετρελαίου παρουσίασε απότομη πτώση το δεύτερο εξάμηνο του 201μ και παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα στις αρχές του 2015, οι διεθνείς
εταιρίες εκτιμούν ότι το Ιράκ παρουσιάζει τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον, εξαιτίας της ύπαρξης των γιγαντιαίων αποθεμάτων και της χαμηλής τιμής εξόρυξης (περίπου 5 δολάρια το βαρέλι). Μάλιστα, οι εκτιμήσεις αυτές αναφέρουν ότι αν επενδυθούν 620 δισ. δολάρια στην ιρακινή πετρελαϊκή βιομηχανία, τότε μέχρι το 2030 θα προκύψει συνολική παραγωγή πετρελαίου της τάξης των έξι τρισ. Δολαρίων (υπολογιζόμενη με 100 δολάρια/βαρέλι).
Πηγἠ: GeoStrategy