Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, γνωρίσαμε διεθνώς απεχθείς και απάνθρωπες δικτατορίες, τόσο “αριστερού” όσο και “δεξιού” τύπου. Κοινό χαρακτηριστικό αμφοτέρων, η αυτοανακήρυξή τους σε φορείς της μιας, αποκλειστικής και αδιαμφισβήτητης πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αλήθειας όσο και, συχνά, η αυτοπροβολή τους ως μοχλών εκπλήρωσης ενός αντιστοίχου ιστορικού πεπρωμένου, περιβεβλημένων την αχλύ ενός μυστικιστικής -ή και σχεδόν μεταφυσικής- αναφοράς μεγαλείου. Εργαλείο δε αυτοδικαίωσής τους, η -με κάθε μέσο προπαγάνδας- συστηματική εμπέδωση της βεβαιότητας περί της εκ μέρους τους σύλληψης και κραταιάς κατοχής του όλου, του απολύτου, επί τη βάσει ενός συγκεκριμένου όσο και λεπτομερούς πλέγματος ιδεών, αξιών, προταγμάτων και προτύπων που κατέτειναν στον ακριβή προσδιορισμό μίας συγκεκριμένης κοσμοαντίληψης κατά τρόπο θετικό (ήτοι ουχί απο-θετικό) όσο και αναμφίβολα, από αξιολογικής απόψεως, απολύτως αρνητικό, ήτοι σε βαθμό κατά της ανθρωπότητας εγκληματικό.
Σήμερα πάλι, διεθνώς και δη στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, βιώνουμε την εμπειρία ενός νέου τύπου δικτατορίας, της δικτατορίας του «μεσαίου χώρου», της δικτατορίας της πολιτικής ορθότητας. Καινοφανές χαρακτηριστικό αυτής και βασικό σημείο ιδεολογικής διαφοροποίησής της έναντι των ως άνω ιστορικών προγόνων της η -με κάθε μέσο προπαγάνδας- συστηματική εμπέδωση της βεβαιότητας, ότι ουδέν απόλυτο υπάρχει ή και δύναται να υπάρχει, ότι το αληθές ουδόλως αναφέρεται σε ένα αντικειμενικό, αιώνιο και αναλλοίωτο μέγεθος, ότι, ως εκ τούτου, η διαδρομή του ανθρώπου σε αυτόν τον κόσμο ουδεμία σχέση έχει με τον αγώνα και την πάλη για την ψηλάφησή του, ότι ουδεμία αλήθεια αναμένει την αποκάλυψή της, ότι, κατά συνέπειαν, τα πάντα είναι σχετικά. Ως εκ τούτου, κατ’ αυτήν, ένα μόνον είναι απόλυτο (!), οριστικό, βέβαιο και αδιαμφισβήτητο: η σχετικοποίηση των πάντων, δηλαδή η απολυτοποίηση του τίποτα ή, άλλως, το μηδέν ως αρχή και τέλος ή, μάλλον, το μηδέν ως το άπαν, άρα δε ούτε καν ως αρχή ή ως τέλος. Άλλωστε, τί θα πει αρχή και, ιδίως, τέλος; Κατά τις εν λόγω κυρίαρχες σήμερα πολιτικά και επικοινωνιακά αντιλήψεις, δεν υπάρχει προορισμός, δεν υπάρχει σκοπός, ήτοι τέλος για την ανθρώπινη ύπαρξη, εξ ου και προβάλλει όχι απλώς αδιάφορη αλλά και απολύτως αδιανόητη η προοπτική ή πιθανότητα «τελείωσης».
Η κοινή ανθρώπινη εμπειρία, στο πλαίσιο -έστω- του «κοινού» δυτικού πολιτισμού, δεν ήταν, άραγε, ικανή να μας παραδώσει αποθησαυρίσματα σοφίας, κοινώς αποδεκτά κάτοπτρα αλήθειας, κριτήρια και μέτρα στοιχειώδους διάκρισης του αγαθού; Αλλά μάλλον ήδη φαίνεται να αποστερούμαστε σταδιακώς και αυτής ακόμη της ανάγκης διάκρισης του αγαθού, παραιτούμενοι ολίγον κατ’ ολίγον και από τον αγώνα διάσωσής της, δηλαδή διάσωσης της ανθρωπιάς του ανθρώπου. Ουδεμία σχεδόν πνευματική κατάκτηση μοιάζει να αναγνωρίζεται ως τέτοια, ώστε, ως εκ τούτου, ο σύγχρονος άνθρωπος να αδυνατεί να δρέψει καρπούς από την σπορά μακρόσυρτων αιώνων, αμφισβητώντας απολύτως -καίτοι κοινωνεί την εμπειρία της πραγματικότητας- την επάρκειά του να συλλάβει, να επαληθεύσει εμπειρικά όσο και να αποπειραθεί να διατυπώσει -έστω στο πλαίσιο μίας δυναμικής προοπτικής- γενικά όσο και απολύτως στοιχειώδη κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν την αποκάλυψη και την έστω κατά προσέγγισιν οριοθέτηση του κάλλους και της ασχήμιας.
Και τούτο, διότι η εν λόγω βιωματική και νοητική διαδρομή κατά λογική αναγκαιότητα προϋποθέτει αλλά και επάγεται αφ’ ενός μεντην αντίστοιχη θέση όρων – ορίων αφ’ ετέρου δε την ανάληψη ευθυνών, άγει δε, περαιτέρω, στην αυτεξέταση και την λογοδοσία. Ώστε, κατ’ αποτέλεσμα, ένας νέος τύπος ανθρώπου να κατασκευάζεται: χωρίς παρελθόν, χωρίς μνήμη, χωρίς σωρευμένη κοινή εμπειρία ψηλάφησης του αληθούς, η οποία και να δύναται να άγει σε στοιχειώδη διάκριση αρετής και κακίας, πλην ίσως της αναφερομένης στην κοινώς -ακόμη- παραδεδεγμένη αξία της ανθρώπινης ζωής ∙ ένας άνθρωπος, που έρχεται από το πουθενά και πηγαίνει στο τίποτα, σαν νεοφερμένος σ’ αυτήν την Γή, βέβαιος ων, ότι δεν του μένει παρά να ανακαλύψει από την αρχή τα πάντα στο υπαρκτικό πεδίο, μη εμπιστευόμενος κανέναν και τίποτα, ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό, τον Χρόνο και την διαδρομή του σ’ αυτόν, η οποία και κληροδότησε στο Σήμερα ακριβούς και πολυτίμητους καρπούς μόχθου, πόνου και σοφίας αλλά και αποτυπώματα – σφραγίδες, που κομίζουν και επιθέτουν οι μεγάλες χαρές στην ζωή του ανθρώπου.
Στο πλαίσιο της σύγχρονης δικτατορίας της πολιτικής ορθότητας, το απόλυτο είναι, ωστόσο, και πάλι εμφατικά παρόν: εκφράζεται και επιβάλλεται ως μηδενιστικός μονόλογος, ως ασφυκτική μονοτροπία του τίποτα, κυριαρχώντας και πάλι, όχι με θετική αλλά με απο-θετική αυτή την φορά χροιά, ήτοι όχι ως δέσμη θέσεων που υποτίθεται, ότι απηχεί κάποιο «αξιακό» φορτίο, το οποίο και προκρίνει είτε ένας εμφανής δήθεν υπέρτερος νούς είτε η -γνήσια ή κατασκευασμένη- κοινή εμπειρία, αλλά ως απόλυτη σχεδόν απο-δέσμευση από αυτές, όχι ως πλήρωση αλλά ως έλλειψη, ως κενόν όλον. Και όλα τούτα, εν όψει ακριβώς της απόλυτης πρόταξης της ανάγκης να περιορισθεί κατά το δυνατόν περισσότερο ή και, εί δυνατόν, να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο κοινωνικού ελέγχου της ατομικής θέασης, αντίληψης και βίωσης της πραγματικότητας, εν ονόματι ενός εμμονικώς λατρευομένου ατομοκεντρικού ψυχολογικού και αισθητηριακού εμπειρισμού, που αποτελεί και το θεμέλιο της σύγχρονης σχετικοποίησης των πάντων, δηλαδή της απολυτοποίησης του «εγώ».
Και ένα απολυτοποιημένο «εγώ» απορρίπτει με απόλυτη αντιστοίχως βεβαιότητα οποιονδήποτε άξονα αναφοράς της ανθρώπινης ύπαρξης, ο οποίος να το υπερβαίνει, αυτοεγκλωβιζόμενο σε μια αυτοαναφορική -και, συνεπώς, μονοσήμαντα και αποκλειστικά περιστροφική- πορεία όσο και αυτοαποκλειόμενο από την πάλη για την ψηλάφηση του αληθούς, του αιωνίου, αναλλοίωτου και μηδέποτε θνήσκοντος, που δίνει νόημα στην ζωή του και της χαρίζει μια κατ’ αρχάς κρυμμένη όσο και κατά κανόνα σιωπηλή ομορφιά, αποτρέπει δε την θεώρηση του ανθρώπου ως ενός απλώς προηγμένου -τρόπον τινά- όσο και οπωσδήποτε ομφαλοσκοπούντος θηλαστικού. Ιδίως στην Ευρώπη, η ως άνω ολοκληρωτική -και συνεπώς σκοταδιστική- λογική εμπεδώνεται εν ονόματι της ιδέας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και με πολιορκητικό κριό την φέρουσα μηδενιστικό ιδεολογικό πρόσημο νομοθετική παραγωγή της πανίσχυρης όσο και αφανούς γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Ο εν λόγω μηδενισμός εμφανίζεται ιδίως υπό τον μανδύα της απόλυτης ουδετερότητας, των ίσων αποστάσεων έναντι παντός, κατά λόγον όντος ή και μη. Η “διαφωτισμένη” Ευρώπη έρχεται και πάλι να επιβεβαιώσει τον κατά τον διακεκριμένο ιστορικό, Μάρκ Μαζάουερ, χαρακτηρισμό της ως “Σκοτεινής ηπείρου”…