Καθώς οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και τα Προεδρικά Διατάγματα υποκαθιστούν στις μέρες μας τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον κοινοβουλευτισμό, θα ήταν σκόπιμο να επαναφέρουμε στη μνήμη μας την κατάληξη ανάλογων πρακτικών από το όχι πολύ μακρινό ευρωπαϊκό παρελθόν.
Στη Γερμανία της περιόδου 1930-1933, όταν η κατακερματισμένη σύνθεση του Κοινοβουλίου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που τόσο προσφιλές σύστημα αναφοράς έχει γίνει τελευταία στη χώρα μας, καθιστούσε απαγορευτική την υπερψήφιση των νόμων που εισηγούνταν οι ασταθείς κυβερνήσεις συνασπισμού, η Καγκελαρία εγκαινίασε την πρακτική της καταφυγής σε προεδρικά διατάγματα με άμεση ισχύ νόμου αναθέτοντας ουσιαστικά το έργο της διακυβέρνησης στον πρόεδρο Χίντεμπουργκ και παρακάμπτοντας την κοινοβουλευτική διαδικασία.
Το σχετικό άρθρο 48 του γερμανικού Συντάγματος, που είχε προβλεφθεί για την άμεση αντίδραση σε ενδεχόμενες κρίσιμες και έκτακτες περιστάσεις απειλητικές για το έθνος, έγινε το μέσο για την αυταρχική άσκηση της εξουσίας, απαλλαγμένης από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Η επίκλησή του αναδείχθηκε στην κύρια νομοθετική πρακτική από την άνοιξη του 1930 μέχρι την, υπενθυμίζουμε νόμιμη, άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία τον Ιανουάριο 1933 οπότε και καταργήθηκε κάθε πρόσχημα δημοκρατικού πολιτεύματος. Προηγουμένως, η νοθευμένη και προσχηματική λειτουργία του Ράιχσταγκ υπό καθεστώς προεδρικών διαταγμάτων είχε αποστερήσει από την κοινοβουλευτική δημοκρατία τα τελευταία ψήγματα κύρους και νομιμοποίησης που διέθετε ακόμη σε μια κοινωνία εξαντλημένη και απελπισμένη από την αδυναμία αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης του 1929/30.
Η κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική Δεξιά είχε επιδιώξει και επιτύχει την ουσιαστική ακύρωση του Κοινοβουλίου και τη μετάβαση στο προεδρικό σύστημα προκειμένου να συντρίψει το κοινωνικό κράτος της Βαϊμάρης. Το αποτέλεσμα όμως ήταν η απομάκρυνση των πολιτών από μια αδρανοποιημένη και απαξιωμένη δημοκρατία και η αντίστοιχη προσχώρησή τους στο δυναμικό, ανερχόμενο και διεκδικητικό ακροδεξιό ναζιστικό κίνημα. Η πρακτική της παράκαμψης των εθνικών κοινοβουλίων δεν αποτελεί γερμανική επινόηση. Ανάλογες δικλείδες προβλέπονταν, και αξιοποιήθηκαν επίσης στο έπακρο την ίδια περίοδο και υπό την πίεση πάλι της οξείας οικονομικής ύφεσης, από το γαλλικό Σύνταγμα της Γ΄ Δημοκρατίας.
Και στη γαλλική περίπτωση τα προεδρικά διατάγματα σήμαιναν την απεγνωσμένη προσπάθεια των επισφαλών κυβερνήσεων συνεργασίας να αποφύγουν ακόμη μια καταψήφιση της κυβέρνησης και την προσφυγή στις κάλπες, που πάντα όμως ερχόταν αλλά σε μια ατμόσφαιρα σήψης και περιφρόνησης για ένα σύστημα που αδυνατούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η πολιτική κρίση μετατράπηκε σε ευθεία αμφισβήτηση του κοινοβουλευτισμού με μόνα ωφελημένα τα ακροδεξιά κινήματα που δημαγωγούσαν ανοιχτά υπέρ μιας αυταρχικής λύσης. Τελικά, η επίπλαστη αυτή πολιτική σταθερότητα, τόσο στη Γερμανία όσο και στη Γαλλία, δεν ξεγέλασε κανέναν.
Αντίθετα, υπέσκαψε ολέθρια τα θεμέλια της δημοκρατίας και η κατάρρευση αποδείχθηκε αναπόφευκτη συμπαρασύροντας στη βαρβαρότητα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ολόκληρο το ευρωπαϊκό αξιακό σύστημα.
Το μάλλον ξεχασμένο δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να ασκείται καθ’ολοκληρία, αλλιώς οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι ανυπολόγιστοι.
Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών