«...δήμος μεν εστίν όταν οι ελεύθεροι κύριοι ώσιν, ολιγαρχία δ’ όταν οι πλούσιοι»
(Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1290b)
«Εσβέσθη ό,τι άγιον, δεσπόζει το χυδαίον
οσμή πτωμάτων έλαβε την θέση των ανθέων.
Αντί θρησκείας ο χρυσός, αντί οικογενείας
της Αφροδίτης ο ναός το αίσχος της νοθείας.
Κι έπεσαν, όλα έπεσαν. Το παν εις τέφραν κείται.
Υψούται μόνον τράπεζαι και μόνον τραπεζίται».
(Το βρήκα στο βιβλίο του Βασιλείου Νικόπουλου, «αγαπημένο μου Σύνταγμα», στην θαυμάσια εισαγωγή που έγραψε ο ομότιμος καθηγητής Μαριανός Καράσης)
Αν δεν το πρόδιδε η καθαρεύουσα γλώσσα, θα πιστεύαμε ότι γράφτηκε στις μέρες μας. Είναι του 1881, το ποίημα γραμμένο από τον Αχιλλέα Παράσχο, τα χρόνια του «λαυρεωτικού» σκανδάλου, όταν τον δύσμοιρο τούτο τόπο κυβερνούσαν ο Δεληγιώργης και ο Βούλγαρης, ο επονομαζόμενος και «Τζουμπές».
Γι’ αυτόν ο δηκτικός Ροϊδης έγραψε το εξής εύστοχο και λίαν επίκαιρο: «Πτυόμενος σπογγίζεται· ουδόλως δε θεωρείται προσβεβλημένος αν οι σύγχρονοι Έλληνες φρονούσι, γράφουσι και κηρύττουσι περί αυτού, ως οι Γάλλοι περί του Μαζαρίνου, ότι γνωρίζει εικοσιτέσσαρας τρόπους να προμηθεύεται χρήματα, εξ ων ο τιμιώτερος είναι η κλοπή».
(«Όνος πολιτικός», «Ασμοδαίος», 29 Ιουνίου 1875, από το βιβλίο «τα ανθελληνικά», εκδ. «Ροές»).
Εκείνη η εποχή με τους φαυλεπίφαυλους και ανίκανους κυβερνήτες, έχει πολλές ομοιότητες με την δική μας, η διαφορά έγκειται στην ιστορική εμπειρία. Τότε διανύαμε, ως λαός, τα πρώτα βήματα του λεγόμενου «ελεύθερου βίου» και βρισκόμαστε στο στάδιο της μαθητείας, ενώ τώρα γίναμε διδάσκαλοι άλλων στο πώς ο κομματισμός καταστρέφει πατρίδες. Όμως τα «πολτικά ήθη» δεν άλλαξαν...
Παράδειγμα οι ανεμιαίας συμπεριφοράς βουλευτές. Όσοι αλλάζουν, ωσάν τα πουκάμισά τους, κόμματα και αρχηγούς, όχι βέβαια από ιδεολογικά ψυχανεμίσματα και συνειδησιακά διλήμματα-αλλά μόνο και μόνο για να πετύχουν την πολυπόθητη επανεκλογή τους.
Βουλευτής: υπάρχει καλύτερο επάγγελμα! εις υγείαν των κορόιδων... Ασυλίες, μισθοί παχυλότατοι, προνόμια πρωτοφανή, πραγματικοί πριγκηπόπαιδες. (Να μην ξεχάσω και το τσούρμο των σφουγγοκωλάριων που τους δορυφορούν). Πίσω, λοιπόν, στην ιστορία...
Το 1874, κυβέρνηση Βούλγαρη που κατέκτησε την Αρχή με εκλογικό πραξικόπημα και τη συντηρούσε με αλλεπάλληλες συνταγματικές εκτροπές, δωροδόκησε βουλευτές και πέτυχε την αποστασία τους με χρηματικά εντάλματα του δημοσίου ταμείου και σωρεία χαριστικών παροχών. Επωφελήθηκαν τότε οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές και έσπευσαν να εκβιάσουν τους υπουργούς για να ικανοποιήσουν τις πιο ανήθικες ρουσφετολογικές αξιώσεις.
Ένας κυβερνητικός βουλευτής έλεγε με καμάρι: «Μέχρι τούδε δεν είχον αισθανθή την μεγαλειότητα του αξιώματός μου. Άλλοτε μετέβαινον μετά δέους παρά τοις υπουργοίς και προσελιπάρουν, ενώ νυν μετεβαίνω αγερώχως, απαιτώ, και άμα εύρω αντίστασιν λαμβάνω τον πίλον μου και χωρίς να αποχαιρετίσω τον υπουργόν, προσποιούμαι ότι αποχωρώ δυσαρεστημένος. Τότε ο υπουργός εγειρόμενος, με πλησιάζει, με θωπεύει και μου λέγει: Αφού το θέλεις θα γίνη. Εν τοις λόγοις του υπουργού απαντώ εγώ: Πρέπει να γίνη σήμερον, άλλως δεν θα προσέλθω εις την Βουλήν. Την φράσιν ταύτην ακούων ο υπουργός τρομάζει, αυθωρεί δε διατάζει και εκτελούνται αι αιτήσεις μου». (Κυρ. Σιμόπουλος, «Σαν Σήμερα», 7 Δεκ 1974, σελ. 2-3).
Τω καιρώ εκείνω οι αποστάτες συγκέντρωναν τη γενική καταφρόνηση. Κινδύνευσε ακόμα και η ζωή τους από τις βίαιες αντιδράσεις των πολιτών. Τον βουλευτή Πειραιώς Παπαγεωργίου, που προσχώρησε το 1875 στο κυβερνητικό στρατόπεδο, αποκαλούσαν Ιούδα Ισκαριώτη και τον διαπόμπευαν στους δρόμους. Διαβάζουμε σε μία εφημερίδα της εποχής το εξής σπαρταριστό επεισόδιο:
«Περί ώραν 4μ.μ. του Σαββάτου, άνθρωπός τις πελιδνήν έχων την όψιν, τας τρίχας ανωρθωμένας, την γλώσσαν έξω του στόματος κρεμαμένην και το στόμα χαίνον και αφρίζον, διέσχιζε δρομαίως τρέχων τας οδούς του Πειραιώς. Φωναί μακρόθεν ερχόμεναι, «είναι λυσσασμένος, είναι λυσσασμένος», παρηκολούθουν τον φεύγοντα... Ιδού τι είχε συμβεί. Ο προδότης εισήλθεν εις το κατάστημα ζητών ν’ αγοράσει άλευρον, ότε εξαίφνης έξωθεν ηκούσθη:
Μη δίνετε αλεύρι στον Ιούδα! Αφήστεν τον να ψοφήσει από την πείνα! Είναι ο προδότης Παπαγεωργίου!
Ο στηλίτης, προδιατεθειμένος ως φαίνεται, να ίδη τοιαύτας υποδοχάς, δεν τα έχασε και απεφάσισε ν’ απαρνηθή εαυτόν.
Δεν είμαι εγώ, ρε παιδιά, ο Παπαγεωργίου. Αφήστε με, ρε παιδιά εμένα με λένε Χατζηκωστή!
Η θέα ανθρώπου απαρνουμένου εαυτόν και αλλάσσοντος όνομα, διότι το ιδικόν του κατέστη αφόρητον εις αυτόν τον ίδιον, εκίνησε εις οίκτον τους διώκτες του και τον άφησαν προς στιγμήν. Επωφεληθείς τότε ετράπη εις φυγήν και ακολουθούμενος υπό των φωνών και των αρών των συρρευσάντων πολιτών, διέσχισε δρομαίως τρέχων τας οδούς. Τι άραγε έγινε; Μήπως απελθών απήγξατο; Δεν το πιστεύομεν!». (εφ. «Νεολόγος», 29 Μαρτίου 1875).
Πέραν της διαπόμπευσης και του... κυνηγητού του «δρομαίως τρέχων» βουλευτού, ενδιαφέρων στο κείμενο, είναι και ο χαρακτηρισμός του ως «Στηλίτη». Καθόλου άσχημη ιδέα και για τους τωρινούς προσκυνημένους που υπογράφουν με χέρια και ποδάρια τα εθνοδολοφονικά Μνημόνια.
Γιατί όμως Στηλίτης; Στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, οι πολίτες που απέφευγαν να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς το δημόσιο χαρακτηρίζονταν «άτιμοι». Και η ατιμία ισοδυναμούσε με ηθική εκμηδένιση παρεμφερή με τον θάνατο. Ο Ανδοκίδης εκθέτει αναλυτικά ποιοι πολίτες και για ποιες πράξεις στιγματίζονταν ως «άτιμοι». Στην ίδια μοίρα «οι αργύριον οφείλοντες τω δημοσίω» και οι καταδικαζόμενοι για δωροδοκία-σ’ αυτήν την περίπτωση η «ατιμία» συνοδεύει όχι μόνο τους δράστες αλλά και τα τέκνα τους, πράγμα που χαλιναγωγούσε τους φαύλους γεννήτορες-οι λιποτάκτες, οι ριψάσπιδες και εκείνοι που κακομεταχειρίζονταν τους γονείς τους. («Περί Μυστηρίων», 73-74).
Όσοι δε αναλάμβαναν δημόσιο αξίωμα, όταν τέλειωνε η θητεία τους, έπρεπε να λογοδοτήσουν για τα πεπραγμένα, κυρίως εκείνοι που διαχειρίζονταν δημόσιο χρήμα. Ήταν η περίφημη «εύθυνα». Και κατά τον Στοβαίο «δει τον αγαθόν άρχοντα παυόμενον της αρχής μη πλουσιώτερον αλλ’ ενδοξότερον γεγονέναι».
Για τους λωποδύτες, τα λαμόγια και τους καταχραστές, πέραν της «ατιμίας», υπήρχε και η εξευτελιστική ποινή της στηλίτευσης. Σε εμφανές σημείο, σε δημόσιο χώρο, αναγράφονταν τα ονόματά τους σε μία στήλη (εξου και στηλιτεύω). Όσοι έβλεπαν τα ονόματά τους στην στήλη αυτοί ονομάζονταν Στηλίτες και καλύτερα... να άνοιγε η γη να τους καταπιεί από την ντροπή...
Στις σύγχρονες... δημοπρασίες, οι «άτιμοι» τιμώνται με αξιώματα, τα αδικήματά τους παραγράφονται, απολαμβάνουν ασυλίες και... ασωτείες. Κάποιοι καμαρώνουν κιόλας, γιατί τα ονόματά τους βρίσκονται στην λίστα της Λαγκάρντ, η οποία παραμένει κλειδαμπαρωμένη σε «υψηλά» συρτάρια...