Το κείµενο που ακολουθεί είναι αποσπάσµατα από µιά µετάφραση που έκανε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος σε κάποιες επιστολές ενός ρωµαίου Συγκλητικού (Μενένιος Απιος) προς έναν ανθύπατο που είχε αναλάβει τη διοίκηση κάποιας περιοχής στην Αχαία (Ατίλιος Νάβιος). Οι επιστολές µεταφέρουν στο νέο ανθύπατο τη γνώση που είχε αποκτήσει ο ρωµαίος Συγκλητικός από την επαφή του µε τους έλληνες για αρκετά χρόνια. Αν και φαινοµενικά µεγάλο, είναι δραµατικά επίκαιρο και διαβάζεται µε δέος.
…Κερδίσαµε, αγαπηµένε Ατίλιε, τον κόσµο µε τις λεγεώνες µας, αλλά θα µπορέσωµε να τον κρατήσωµε µονάχα µε την πολιτική τάξη που θα του προσφέρωµε. Διώξαµε τον πόλεµο στις παρυφές της γης. Από τον Περσικό κόλπο ως τη Μαυριτανία, από τη γη των Αιθιόπων ως την Καληδονία αδιατάρακτη βασιλεύει η ρωµαϊκή ειρήνη. Δύσκολο φαίνεται να εξηγήσει κανείς, πως µια πόλη έφτασε να κυβερνά την οικουµένη. Μέσα στους λόγους όµως που θα αναφέρονταν για µια τέτοια εξήγηση, θα έπρεπε να ήταν πρώτος ετούτος: καταλάβαµε καθαρά και έγκαιρα πως υποτάσσοντας τους λαούς, αναλαµβάνοµε µιαν ευθύνη για την ευηµερία τους.
Τούτη η συνείδηση της ευθύνης διακρίνει τους βαρβάρους κατακτητές από τους κοσµοκράτορες. Μονάχα ο Αλέξανδρος πριν από µας είχε τη συνείδηση τούτης της ευθύνης. Ευτυχώς για τη δόξα της Ρώµης πέθανε νέος, γιατί αλλιώς θα ήτανε οι έλληνες σήµερα οι άρχοντες του κόσµου. Αλλοίµονο στους λαούς όταν τις προσπάθειές τους τις ενσαρκώνουν µονάχα σε µονωµένα άτοµα που περνούν και όχι σε ανθρώπινες κοινότητες, σε θεσµούς, που αντέχουν στη ροή των πραγµάτων και σηκώνουν άνετα τον όγκο των πολύχρονωνέργων.
Έχοµε τη σοφία να µη θέλωµε να είµαστε δυσβάσταχτοι εκµεταλλευτές των λαών που υποτάχτηκαν στην εξουσία µας. Καταλάβαµε πως µια τέτοια εκµετάλλευση καταντάει ζηµιά και ανησυχία δαπανηρή, όταν ξεπερνάει το πρεπούµενο µέτρο. Και µάλιστα όσο πιο εκτείνεται η εξουσία, όσο πιο αραιώνουν οι φρουρές και αυξαίνει η δυσαναλογία του αριθµού των αρχόντων και των αρχοµένων, τόσο η εκµετάλλευση πρέπει να γίνεται πιο ανεπαίσθητη, ένας ελαφρύς τόκος που οι λαοί µας πληρώνουν για την τάξη και την ειρήνη που τους εξασφαλίζοµε.
Αλλά δε φτάνει να τους χαρίζωµε ειρήνη και τάξη, γιατί αυτά είναι αρνητικά στοιχεία, είναι όροι, δεν αποτελούν την ουσία της ευδαιµονίας των ανθρώπων. Πρέπει να προάγωµε την υλική ευηµερία των λαών µας. Πρέπει µε την υπερέχουσα τεχνική µας να τους κατασκευάζωµε υδραγωγεία και αιωνόβιους δρόµους, λιµάνια, γιοφύρια και άλλα έργα που κάνουν τη ζωή των ανθρώπων πιο άνετη και πιο εύκολη. Θα έπρεπε ακόµη και της φιλοσοφίας και της ποίησης τα δώρα να σκορπούσαµε στις χώρες που κυβερνούµε. Το µέγα όµως τούτο έργο είµαστε άξιοι να το κάνωµε µόνο στις δυτικές επαρχίες, γιατί εκεί πουβρίσκεσαι εσύ, οι έλληνες το επιτελούν ακόµη σήµερα καλλίτερα από µας. Ας επαναλάβωµεκαι εµείς τη δυσάρεστην οµολογία του Οράτιου Φλάκκου: Graecia capta, ferum victorem cepit, et artes Intulit agresti Latio.
… O έλληνας είναι πιο εγωιστής από µας και συνεπώς και από όλα τα έθνη του κόσµου. Το άτοµό του είναι «πάντων χρηµάτων µέτρον» κατά το ρητό του Πρωταγόρα. Αδέσµευτο, αυθαίρετο, και ατίθασο, αλλά και αληθινά ελεύθερο ορθώνεται το εγώ των ελλήνων. Χάρις σε αυτό σκεφθήκανε πηγαία, πρώτοι αυτοί, όσα εµείς αναγκαζόµαστε σήµερα να σκεφθούµε σύµφωνα µε τη σκέψη τους. Χάρις σε αυτό βλέπουν µε τα µάτια τους και όχι µε τα µάτια εκείνων που είδαν πριν απ’ αυτούς. Χάρις σε αυτό η σχέση τους µε το σύµπαν, µε τα πράγµατα και τους ανθρώπους δεν µπαγιατεύει, αλλά είναι πάντα νέα, δροσερή και το κάθετι, χάρις σε αυτό το εγώ, αντιχτυπάει σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή τους. Είναι όµως και του καλού και του κακού πηγή τούτο το χάρισµα. Το ίδιο «εγώ» που οικοδοµεί τα ιδανικά πολιτικά συστήµατα, αυτό διαλύει και τις πραγµατικές πολιτείες των Ανθρώπων.
Και ήρθανε οι καιροί όπου ο ελληνικός εγωισµός ξέχασε την τέχνη που οικοδοµεί τους ιδανικούς κόσµους, αλλά δεν ξέχασε την τέχνη που γκρεµίζει τις πραγµατικές πολιτείες. Και εµείς τους συναντήσαµε, καλέ Ατίλιε, σε τέτοιους καιρούς και γι’ αυτό η κρίση µας γι’ αυτούς συµβαίνει να είναι τόσο αυστηρή, που κάποτε καταντάει άδικη.
Αλλά και πώς να µην είναι; H µοίρα µας έταξε νοµοθέτες του κόσµου και το ελληνικό άτοµο περιφρονεί το νόµο. Δεν παραδέχεται άλλη κρίση δικαίου παρά την ατοµική του, που δυστυχώς στηρίζεται σε ατοµικά κριτήρια. Απορείς πώς η πατρίδα των πιο µεγάλων νοµοθετών έχει τόση λίγη πίστη στο νόµο. Και όµως από τέτοιες αντιθέσεις πλέκεται η ψυχή των ανθρώπων και η πορεία της ζωής των. Σπάνια οι έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήµασι». Πείθονται µόνο στα ρήµατα τα δικά τους και ή αλλάζουν τους νόµους κάθε λίγο, ανάλογα µε τα κέφια της στιγµής ή όταν δεν µπορούν να τους αλλάξουν, τους αντιµετωπίζουν σαν εχθρικές δυνάµεις και τότε µεταχειρίζονται εναντίον τους ή τη βία ή το δόλο. A! τόσο τη χαίρεται ο έλληνας την εύστροφη καταδολίευσή τους, τους σοφιστικούς διαλογισµούς που µεταβάλλουν τους νόµους σε ράκη!
O έλληνας έχει πιο αδύνατη µνήµη από µας έχει λιγότερη συνέχεια στον πολιτικό του βίο.
Είναι ανυπόµονος και κάθε λίγο, µόλις δυσκολέψουν κάπως τα πράγµατα, αποφασίζει ριζικές µεταρρυθµίσεις. Θες να σαγηνέψης την εκκλησία του δήµου σε µια πόλη ελληνική; Πες τους: «Σας υπόσχοµαι αλλαγή». Πες τους: «Θα θεσπίσω νέους νόµους». Αυτό αρκεί. µε αυτό χορταίνει η ανυποµονησία του, το αψίκορο πάθος του. Τι φαεινές συλλήψεις θα βρης µέσα σε αυτά τα ελληνικά δηµιουργήµατα της ιδιοτροπίας της στιγµής! Εµείς δειλά-δειλά και µόνο µε το χέρι του πραίτορα τολµήσαµε, διολισθαίνοντας µέσα στους αιώνες, να ξεφύγωµε από τους άκαµπτους κλοιούς της Δωδεκαδέλτου µας, και πάλι διατηρώντας όλους τους τύπους, όλα τα εξωτερικά περιβλήµατα. Τούτη η υποκρισία των µορφών, όταν η ουσία αλλάζει, δείχνει πόση είναι η ταπεινοφροσύνη µας µπρος σε κάθε τι που είναι θεσµός και έθος και παράδοση, πόσο το παρελθόν και η συνέχεια του βαραίνουν στην πορεία µας και πόσο δίκαια αντέχοµε αιώνες εκεί που οι έλληνες εκάµφθηκαν σε
δεκαετηρίδες.
…Οι έλληνες λίγα πράγµατα σέβονται και σπάνια όλοι τους τα ίδια. Και προς καλού και προς κακού στέκουν απάνω από τα πράγµατα. Για να κρίνουν αν ένας νόµος είναι δίκαιος, θα τον µετρήσουν µε το µέτρο της προσωπικής των περίπτωσης, ακόµα και όταν υπεύθυνα τον κρίνουν στην εκκλησία ή στο δικαστήριο. O έλληνας ζητεί από το νόµο δικαιοσύνη για τη δική του προσωπική περίπτωση. Αν τύχη και ο νόµος, δίκαιος στην ολότητά του, και δεν ταιριάζει σε λίγες περιπτώσεις, όπως η δική του, δεν µπορεί αυτό να το παραδεχτή. Και εν τούτοις τετρακόσια χρόνια τώρα το διακήρυξε ο µεγάλος τους Πλάτων, πως τέτοια είναι η µοίρα και η φύση των νόµων. Πως άλλο νόµος και άλλο δικαιοσύνη. Το διακήρυξε και ο Σταγειρίτης, χωρίζοντας το δίκαιο από το επιεικές. Αλλά δεν τ’ ακούει αυτά ο έλληνας! Δε δέχεται να θυσιάση τη δική του περίπτωση, το δικό του εγώ σ’ ένα νόµο σκόπιµο, και δίκαιο στη γενικότητά του. Έτσι είναι οι πολλοί στις πόλεις που πρόκειται τώρα να διοικήσης, έτσι διαφορετικοί, αν όχι από µας, όµως από τους πατέρες µας, που θεµελίωσαν το µεγαλείο την παλιάς, της αληθινής µας δηµοκρατίας.
…Όσο περνούν οι αιώνες τόσο κι εµείς και οι λαοί που κυβερνούµε γινόµαστε περισσότερο ατοµιστές, ως που µια µέρα να µαραθούµε όλοι µαζί µέσα στη µόνωση των µικρών εαυτών µας. Νοµίζω πως οι έλληνες απάνω στους οποίους εσύ τώρα άρχεις είναι πρωτοπόροι σε αυτόν το θανάσιµο κατήφορο. Δε σου έκανε κιόλας εντύπωση, καλέ µου Νάβιε, η αδιαφορία του έλληνα για το συµπολίτη του; Όχι πως δε θα του δανείσει µια χύτρα να µαγειρέψει, όχι πως αν τύχη µια αρρώστια δε θα τον γιατροπορέψη, όχι πως δεν του αρέσει να ανακατεύεται στις δουλειές του γείτονα, για να του δείξει µάλιστα την αξιοσύνη του και την υπεροχή του. Σε τέτοιες περιπτώσεις βοηθάει ο έλληνας περισσότερο από κάθε άλλον. Βοηθάει πρόθυµα και τον ξένο, µε την ιδέα µάλιστα, που χάρις στους µεγάλους στωϊκούς, πάντα τον κατέχει, µιας πανανθρώπινης κοινωνίας. Του αρέσει να δίνη στον ασθενέστερο, στο αβοήθητο. είναι και αυτό ένας τρόπος υπεροχής. Λέγοντας πως ο έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του, κάτι άλλο θέλω να πω. Αλλά µου πέφτει δύσκολο να στο εξηγήσω. Θα αρχίσω µε παραδείγµατα, που, αν προσέξης, ανάλογα θα δης και εσύ ο ίδιος πολλά µε τα µάτια σου. Ακόµη υπάρχουνε ποιητές πολλοί και τεχνίτες στις µεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασέ τους, καθώς είναι χρέος σου, και πες µου αν άκουσες κανέναν απ’ αυτούς ποτέ να επαινή τον οµότεχνό του. Δε χάνει τον καιρό του σε επαίνους των άλλων ο έλληνας. Δε χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όµως τον ψόγο και γι’ αυτόν βρίσκει πάντα καιρό.
Για την κατανόηση, την αληθινή, αυτήν που βγαίνει από τη συµπάθεια γι’ αυτό που κατανοείς, δε θέλει τίποτα να θυσιάση. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δε τον κινεί για να επαινέση ό,τι αξίζει τον έπαινο. Όχι που δεν θα ήθελε να είναι δίκαιος, αλλά δεν αντιλαµβάνεται καν την αδικία που κάνει στον άλλο. Αλλού κοιτάζει. Θαυµάζει ό,τι είναι ο δικός του κόσµος. Κάθε άλλον τον υποτιµά. Όταν ένας πολίτης άξιος δεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του, λέει ο έλληνας: αφού δεν αναγνωρίζοµαι εγώ ο αξιώτερός του, τι πειράζει αν αυτός δεν αναγνωρίζεται; O εγωκεντρισµός αφαιρεί από τον έλληνα τη δυνατότητα να είναι δίκαιος. Και αυτό εννοούσα λέγοντας πως ο έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίοντου. το πάθος του εγωισµού τον εµποδίζει να ασχολείται µε τον άλλο, να συνεργάζεται µαζί του.
Και φυσικά από την έλλειψη τούτη της αλληλεγγύης µαταιώνονται στις ελληνικές κοινωνίες οι κοινές προσπάθειες. H δράση του έλληνα κατακερµατίζεται σε ατοµικές ενέργειες, που συχνά αλληλοεξουδετερώνονται και συγκρούονται. Κάποτε και τους νεκρούς ακόµα, όπου θάλεγε κανείς πως φθόνος δε χωρεί, τους αφήνουν ατίµητους οι έλληνες, γιατί δε βρίσκουν µέσα τους τη διάθεση να θυσιάσουν κάτι από το νου και την καρδιά τους για ένα τέτοιο έργο δικαιοσύνης. Μόνο ο ηδονισµός του µίσους µπορεί να τους κάνει τυµβωρύχους. Το εγώ -το τροµερό αυτό εγώ- το πάντα γυρισµένο προς τον εαυτό του, για να υψωθή, ταπεινώνει και τους νεκρούς και εκδικείται ακόµη και για την περασµένη του δόξα.
Μόνο όταν δηµιουργηθούν συµφέροντα που συµβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτοµα µαζί, βλέπεις τη συναδέλφωση και την αλληλεγγύη. Πολύ σπάνια για την προάσπιση κοινών ιδανικών. Κοινά ιδανικά σχεδόν δεν υπάρχουν. Στον κάθε έλληνα τα ιδανικά είναι ατοµικά. Γι’ αυτό οι πολιτικές των φατρίες είναι φατρίες συµφερόντων. Και το ιδανικό του κάθε ηγέτη είναι ο εαυτός του.
… Εδώ και δυο βδοµάδες σου έγραφα για το φυγόκεντρον εγωισµό των ελλήνων. Δε θυµάµαι όµως αν σου έγραψα το χειρότερο. Κινηµένος από την ίδια αυτήν εγωπάθεια, τη ρίζα αυτήν κάθε ελληνικού κακού, -ας βοηθήσουν οι θεοί να µη γίνη και των δικών µας δεινών η µολυσµένη πηγή- ο έλληνας δε συχωρνάει στο συµπολίτη του καµµιά προκοπή. Όποιον τον ξεπεράση, ο έλληνας τον φθονεί µε πάθος. Και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεµίση από εκεί που ανέβηκε, θα το κάνη. Μα το πιο σπουδαίο, για να καταλάβης τον έλληνα, είναι να σπουδάσης τον τρόπο µε τον οποίο εκδηλώνει το φθόνο του, τον τρόπο που εφεύρε για να γκρεµίζη καλλίτερα. Είναι ένας τρόπος πιο κοµψός από το δικό µας, γέννηµα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χονροκοµµένη δολοφονία στους διαδρόµους του Παλατιού, αλλά η λεπτοκαµωµένη συκοφαντία, ένα είδος αναίµακτου ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου, που αφήνει του δολοφονηµένου τη σάρκα σχεδόν ανέπαφη, να περιφέρη την ατίµωση και τη γύµνια της στους δρόµους και στις πλατείες.
Γιατί και τη συκοφαντία, αγαπητέ µου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη οι θαυµάσιοι, οι φιλότεχνοι έλληνες, οι πρώτοι δηµιουργοί του καλού και του κακού λόγου. Το να επινοήσης ένα ψέµα για κάποιον και να το διαλαλήσης, αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο. Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει. H τέχνη είναι να συκοφαντής, χωρίς να ενσωµατώνεις πουθενά ολόκληρη τη συκοφαντία, µόνο να την αφήνεις να τη συνάγουν οι άλλοι από τα συµφραζόµενα και έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε όποιον την ακούει. H τέχνη, είναι να βρίσκης το διφορούµενο λόγο, που άµα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες, να µπορής να πης πως τον είπες µε την καλή σηµασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοήση µε την κακή του σηµασία.
Αυτό είναι το αγχέµαχο όπλο µε το οποίο πολεµάει ο έλληνας τον έλληνα, ο ηγέτης τον ηγέτη,
ο φιλόσοφος το φιλόσοφο, ο ποιητής τον ποιητή, αλλά και ο ανάξιος τον άξιο, ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό. Αν και ξένος, θα δοκιµάσης την αιχµή τούτου του όπλου και εσύ όπως τη δοκίµασα και εγώ. Θα απορήσης σε τι κοινωνική περιωπή βάζουν οι έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας, πώς τους φοβούνται οι πολλοί και αγαθοί, πώς τους υπολήπτονται οι χρησιµοθήρες και πώς γλυκοµίλητα τους χαιρετούν όταν τους συναντούν στις στοές και στην αγορά.
… Το ανυπόταχτο σε κάθε πειθαρχία, η περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος, η αρρωστηµένη διόγκωση της ατοµικότητας, σπρώχνουν σχεδόν τον κάθε έλληνα να θεωρή τον εαυτό του πρώτο µέσα στους άλλους. Αδιαφορώντας για όλους και για όλα, παραβλέποντας ό,τι γίνηκε πριν και ό,τι γίνεται γύρω του, αρχίζει κάθε φορά από την αρχή και δεν αµφιβάλλει πως πορεύεται πρώτος στο δρόµο το σωστό. Ταλαιπωρεί από αιώνες την ελληνική ζωή η υπέρµετρη εµπιστοσύνη του έλληνα στην προσωπική του γνώµη και στις προσωπικές του δυνατότητες.
Παρά να υποβάλη τη σκέψη του στη βάσανο µιας οµαδικής συζήτησης, προτιµάει να ριψοκινδυνεύση µε µόνες τις προσωπικές του δυνάµεις. Πρόσεξε τις συσκέψεις των ηγετών των πολιτικών τους µερίδων µε τους δήθεν φίλους των και θα δης ότι οι περισσότερες είναι προσχήµατα. O ηγέτης λέει τη γνώµη του, βελτιώνει τη διατύπωσή της µε τις πολλές επαναλήψεις χωρίς ούτε να περιµένη, ούτε να θέλη καµµίαν αντιγνωµία. Και οι φίλοι του το ξέρουν αυτό καλά και συχνάζουν σε αυτές τις συσκέψεις ή για να µάθουν τα νέα της ηµέρας ή για να βρουν ευκαιρία να κολακεύσουν τον ηγέτη.
Το αποτέλεσµα είναι ότι ο έλληνας πολιτικός ανακυκλώνεται µόνος του µέσα στις δικές του σκέψεις, γιατί πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του ή, το χειρότερο, γιατί η χρησιµοποίηση και των άλλων στην εκτέλεσή του, θα περιώριζε την κυριότητά του απάνω στο έργο. Θα το έκανε, περισότερο τέλειο, αλλά λιγότερο δικό του. Και εκείνο που προέχει για τον έλληνα δεν είναι το πρώτο, αλλά το δεύτερο. Έτσι σε πρώτη µοίρα έρχεται η τιµή του εγώ και σε δεύτερη η αξία του έργου. Αυτή είναι η αδυναµία του πολιτικού ήθους που θα παρατηρήσης στους έλληνες δηµόσιους άνδρες, που κατά τα άλλα και πιο υψηλόφρονες είναι και πιο αδέκαστοι και σχεδόν όλοι πιο φτωχοί από τους σύγχρονους δικούς µας.
Οι παλιοί όµως ρωµαίοι, αυτοί κατείχαν την αρετή της µετριοφροσύνης που απουσιάζει και απουσίασε πάντα από την ελληνική πολιτική ζωή και γι’ αυτό τότε κατορθώσανε, αν και σε τόσα καθυστερηµένοι, να πάρουν την κοσµοκρατορία από τα χέρια των ελλήνων. Γιατί, βλέπεις, τούτη η µοιραία για την τύχη των ελλήνων εγωπάθεια φέρνει και ένα άλλο χειρότερο δεινό: όπου βασιλεύει, τα έργα σχεδιάζονται πάντα µέσα στα στενά όρια της ατοµικότητας, σύντοµα και βιαστικά, για να συντελεσθούν όλα, πριν το πρόσωπο εκλείψη. H πολιτική όµως που θεµελιώνει τις µεγάλες πολιτείες δε σηκώνει ούτε βιασύνη ούτε συντοµία. Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων. Δεν προσδένεται σε άτοµα, αλλά σε οµάδες προσώπων, σε διαδοχικές γενεές. Στην εκτύλιξή της εξαφανίζεται το εφήµερο άτοµο και παίρνουν την πρώτη θέση, διαρκέστερες υποστάσεις, λαοί, οικογένειες, πολιτικές µερίδες ή κοινωνικές τάξεις. Τα εδραία πολιτικά έργα µέσα στην ιστορία είναι υπερπροσωπικά. Και δυστυχώς οι έλληνες µόνο σε προσωπικά έργα επιδίδονται µε ζήλο. Γι’ αυτό ή δε φτάνουν ως την τελείωση ενός άξιου πολιτικού έργου ή όταν φτάσουν, φέρνει µέσα του το έργο τους το ίδιο, το σπέρµα της φθοράς. Και αυτό είναι δίκαιο. Γιατί σκοπός των ελλήνων είναι η πρόσκαιρη λάµψη του πρόσκαιρου ατόµου, όχι η µόνιµη απρόσωπη ευόδωση του έργου του ίδιου.
Έπρεπε εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις να συντρέξουν µε τη µεγαλοφυϊα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα για να αποκτήσουν για λίγα χρόνια οι έλληνες µια κυρίαρχη πολιτική θέση στην οικουµένη. Αλλά και εκεί το έργο, στηριγµένο σ’ ένα πρόσωπο, όχι σε µιαν κοινότητα ανθρώπων, ούτε σε µια πολύχρονη παράδοση, µόλις εξαφανίστηκε ο δηµιουργός, διαλύθηκε µέσα στα χέρια των ίδιων εκείνων ανθρώπων, που, όταν ο Αλέξανδρος ζούσε, στάθηκαν οι απαραίτητοι συντελεστές του. Αλλά το έργο, βλέπεις, δεν ήταν δικό τους. Δεν τους είχε κάνει ο αυταρχικός ηγέτης κοινωνούς στην τιµή του έργου, αλλά θήτες του γιγάντιου εγωισµού του.
… Ποτέ, µα ποτέ δε θέλησα να σου πω, ότι λείπει η πολιτική σκέψη στην Ελλάδα. Απεναντίας πιστεύω πως αφθονεί, περισσότερο µάλιστα από ό,τι φαντάζεται όποιος βλέπει τα πράγµατα απ’ έξω. Μόνο που δεν µας είναι αισθητή η παρουσία της, γιατί οι άνδρες που τη κατέχουν φθείρονται ο ένας από τον άλλο σε µιαν αδιάκοπη, πεισµατική και το πιο συχνά µάταιη σύγκρουση. Αν λείπει κάτι των ελλήνων πολιτικών δεν είναι ούτε η δύναµη της σκέψης, ούτε η αγωνιστική διάθεση. Στο χαρακτήρα, στο ήθος φωλιάζει η αρρώστια. Φωλιάζει στην άρνησή τους να δεχθούν να εξαφανίσουν το άτοµό τους για την ευόδωση ενός οµαδικού έργου.
Δεν κρίνουν ποτέ µε δικαιοσύνη το συναγωνιστή τους και γι’ αυτό δεν υποτάσσονται ποτέ στην υπεροχή του. Δεν έχουν την υποµονή, µέσα στον κύκλο των ισότιµων, να περιµένουν µε την τάξη του κλήρου ή της ηλικίας της σειρά τους. Έτσι διασπαθίζοντας τη δύναµή του και τις αρετές του σε περιττούς αγώνες κατάντησε ο λαός µε την υψηλότερη και την πλουσιώτερη στη θεωρία πολιτική σκέψη, να µείνη τόσο πίσω από µας στις πρακτικές πολιτικές του επιδόσεις. Τα δεινά, όσα υποφέρανε ως τα σήµερα οι έλληνες, µα θαρρώ και όσα θα υποφέρουν στο µέλλον µιαν έχουν κύρια και πρώτη πηγή, την φιλοπρωτία, τη νόµιµη θυγατέρα του τροµερού των εγωισµού. Μου γράφεις πως αυτό συµβαίνει και αλλού και προ παντός σ’ εµάς. H διαφορά, καλέ µου φίλε, έγκειται στο µέτρο και στην ένταση της φιλοπρωτίας. Βέβαια και εµείς σήµερα δεν υστερούµε. Αλλά την εποχή που θεµελιώνονταν το µεγαλείο της Ρώµης δεν είχαν υπερβή οι δικοί µας το πρεπούµενο µέτρο. Υποτάσσονταν στο κοινό νόµο και στους γενικούς σκοπούς της πολιτείας. ενώ οι έλληνες το ξεπέρασαν πριν προφτάσουν να στεριώσουν τη δύναµή τους στην οικουµένη. Όσο όµως αυστηρότερος και αν θέλω να είµαι, καθώς είναι χρέος µου, για µας τους ρωµαίους, δεν ξέρω αν µεταξύ των ρωµαίων, και σήµερα ακόµα, υπάρχουν τόσοι φανατικοί και αδίστακτοι στο κυνήγηµα των τιµών, όσοι υπήρξανε µεταξύ των ελλήνων στους ενδοξώτερούς των αιώνες. Μήπως όµως υπερβάλλω, καλέ µου φίλε; Μήπως βλέπω το θαυµαστό γένος των ελλήνων µε τα µάτια της γεροντικής κακίας; Μα είναι χρόνια τώρα που µε το λυχνάρι και µε του ήλιου το φως διαβάζω Αριστοφάνη, Δηµοσθένη, Ευριπίδη, Θεόφραστο, Επίκουρο, Ζήνωνα, Χρύσιππο και όλο και βεβαιώνοµαι περισσότερο πως δεν είµαι µόνος στον τρόπο που τους κρίνω. Όχι, φίλε µου, δε βλέπω πως είµαι άδικος όταν λέγω πως πρόθεσή τους συνήθως δεν είναι να ξεπεράσουν σε αξιότητα ή και σε καλή φήµη τον αντίπαλό τους, αλλά να τον κατεβάσουν στα µάτια του κόσµου κάτω από τη δική τους θέση, όποια και αν είναι. Την αρχαίαν «ύβριν» των (Σ.Μ. η λέξη στο πρωτότυπο είναι γραµµένη µε ελληνικά στοιχεία) την κατεβάσανε στο χαµηλότερο επίπεδο! Κάποτε µε τούτην την ισοπέδωση προς τα κάτω νοµίζουν πως επαναφέρουν το πολίτευµά τους στην ορθή του βάση. Μάταια ξεχώρισε ο µεγάλος Σταγειρίτης τη «δηµοκρατία» (Σ.Μ. την παρεκβατική δηµοκρατία, δηλ. την οχλοκρατία) από την «πολιτεία» (Σ.Μ. την ορθή δηµοκρατία). H θέλησή τους για ισότητα, άµα την αναλύσης, θα δης ότι δεν απορρέει από την αγάπη της δικαιοσύνης, αλλά από το φθόνο της υπέρτερης αξίας. «Μια που εγώ, λέει ο έλληνας, δεν είµαι άξιος να ανεβώ ψηλότερα από σένα, τότε τουλάχιστον και εσύ να µη ανεβής από µενά ψηλότερα. Συµβιβάζοµαι µε την ισότητα».
Συµβιβάζεται µε την ισότητα ο έλληνας, γιατί τι το άλλο είναι παρά συµβιβασµός να πιστεύης ανοµολόγητα πως αξίζεις την πρώτη θέση και να δέχεσαι µιαν ίση µε των άλλων. Μέσα του λοιπόν δεν αδικεί τόσο ο έλληνας, όσο πλανάται. Γεννήθηκε µε την ψευδαίσθηση της υπεροχής.
Και ύστερα θα συναντήσης και µεταξύ των ελλήνων την άλλη την ψευδαίσθηση που τους κάνει να υπερτιµούνε τη µιαν αρετή που έχουν και να υποτιµούνε τις άλλες που τους λείπουν. Είδα δειλούς που φαντάζονταν πως µπορούν να ξεπεράσουν όλους µονάχα µε την εξυπνάδα τους και ανδρείους που πίστευαν πως φτάνει για να ξεπεράσουν όλους η ανδρεία τους. Είδα έξυπνους που φαντάζονταν πως δε χρειάζεται για να γίνουν πρώτοι ούτε επιστήµη, ούτε αρετή. Είδα κάτι σοφούς που θέλαν να σταθούν απάνω και από τους έξυπνους και από τους ανδρείους µε µόνη την επιστήµη και τη σοφία.
Πόσο αλήθεια άµαθοι της ζωής µπορεί να είναι αυτοί οι αφεντάδες της γνώσης! Τι κακό µας έκανε αυτός ο Πλάτωνας! Πόσους δασκάλους πήρε στο λαιµό του που νοµίσανε πως είναι «άνδρες βασιλικοί»! (Σ.Μ. µε ελληνικά στοιχειά στο πρωτότυπο). Μα είδα τέλος, αγαπητέ µου Νάβιε, και κάτι ενάρετους, που δεν το χώνευαν να µην είναι πρώτοι στην πολιτεία, αφού είταν πρώτοι στην αρετή. Και βέβαια δε στασίαζαν όπως οι βάναυσοικαι οι κακοί, αλλά ή αποσύρονταν σιωπηλοί και απογοητευµένοι στους αγρούς των, αφήνοντας το δήµο στα χέρια των δηµαγωγών και των συκοφαντών, ή δηλητηριάζανε την ίδια τους την αρετή και τους ωραίους της λόγους µε την πίκρα της αποτυχίας των. ωσάν οι ηγεσίες των πολιτειών να µην ήταν µοιραία υποταγµένες στις ιδιοτροπίες της τύχης και του χρόνου και σε λογής άλλους συνδυασµούς δυνάµεων που συνεχώς τις αποµακρύνουν απ’ την ιδεατή τους µορφή και τις παραδίνουν στα χέρια των ανάξιων ή των µέτριων. Τέτοια είναι τα πάθη και οι αδυναµίες που φθείρουν τους ηγέτες των ελληνικών πόλεων.
Όσο για τους οπαδούς των ηγετών αυτών, έχουν και αυτοί την ιδιοτυπία τους στον µακάριον εκείνον τόπο. Είναι οπαδοί, πραγµατικοί οπαδοί, µόνο όσοι χάσαν οριστικά την ελπίδα να γίνουν και αυτοί ηγέτες. Έτσι θα παρατηρήσης πως πιστοί οπαδοί είναι µόνο οι γεροντώτεροι από τον ηγέτη τους. Ελάχιστοι είναι οπαδοί από πίστη ιδεολογική ή από πίστη στον ηγέτη οι πολλοί είναι πειθαναγκασµένοι από τα πράγµατα γιατί ατύχησαν, γιατί βαρέθηκαν ή λιποψύχησαν. Γι’ αυτό είναι και όλοι προσωρινοί, άπιστοι, ενεδρεύοντες οπαδοί, ως που να περάσει η κακή ώρα. Μα και αυτοί που µένουν και όσο µένουν οπαδοί, προσπαθούν συνεχώς να αναποδογυρίσουν την τάξη της ηγεσίας και να διευθύνουν αυτοί από το παρασκήνιο τον ηγέτη. Γι’ αυτό και βλέπεις τόσο συχνά να είναι περιζήτητοι οι µέτριοι ηγέτες, που προσφέρονται ευκολώτερα στην παρασκηνιακήν ηγεσία των οπαδών των. Σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει σηµασία να ξέρης ποιος είναι ο ονοµαστικός ηγέτης µιας πολιτικής µερίδας, αλλά ποιοι εκ του αφανούς τον διευθύνουν. Βλέπεις, είναι µερικοί άνθρωποι που δεν είναι προικισµένοι µε τα χαρίσµατα µε τα οποία αποκτάς τα φαινόµενα της ηγεσίας, αλλά µόνο µε εκείνα που χρειάζονται για την ουσία της, για την άσκηση της εξουσίας. Είναι αναγκασµένοι λοιπόν οι τέτοιοι να περιορισθούν στο ρόλο του υποβολέα και να αφήνουν τους άλλους, που κατέχουν τα φαινόµενα, να χαριεντίζωνται απάνω στη σκηνή.
…Δε σου κρύβω πως µε πείραξε ο λόγος σου, πως δείχνοµαι τάχα κακός και άδικος µε τους έλληνες. Ας αρχίσω λοιπόν σήµερα το γράµµα µου µε έναν έπαινο γι’ αυτούς, για να ξεπλύνω έτσι κάπως τη µοµφή σου. O εγωισµός δεν κάνει τους έλληνες µόνο κακούς πολίτες στην αγορά, τους κάνει και καλούς στρατιώτες στον πόλεµο. Έχουν αιώνων τρόπαια που µέσα στη µνήµη τους γίνονταισα νόµοι άγραφοι και επιβάλλουν την περιφρόνηση της κακουχίας και του κινδύνου. Μη συγχέης τη διάλυση της στρατιωτικής δύναµης, που έχει αφορµή τις εµφύλιες έριδες, µε την ατοµική γενναιότητα καθώς και την πολεµική δεξιοτεχνία των ελλήνων.
Μα και δεν είναι µόνο στον πόλεµο ο έλληνας γενναίος και άξιος µαχητής, αλλά και στην ειρήνη. Ακριβώς γιατί η γενναιότητά του δεν είναι συλλογική, σαν των περισσότερων λαών, αλλά ατοµική, γι’ αυτό δε φοβάται, και εκεί που βρίσκεται µόνος του, να ριψοκινδυνεύη, στην ξενητιά, στο παράτολµο ταξίδι, στην εξερεύνηση του αγνώστου. Γι’ αυτό και τόλµησε τέτοια που εµείς δε θα τολµούσαµε ποτέ και θεµέλιωσε για αιώνες αποικίες έξω από τις στήλες του Ηρακλέους και πέρα, µέσα στα χιόνια της Σκυθίας. και στον καιρό µας ακόµη έλληνες δεν είναι εκείνοι που τόλµησαν να διασχίσουν άγνωστες θάλασσες για να φτάσουν στη χώρα των Ινδών και στις έµπυρες χώρες πιο κάτω από τη γη των Αιθιόπων; Αναρωτιέσαι κάποτε γιατί τα τολµάει αυτά τα παράτολµα ο έλληνας; Επειδή είναι γενναίος ο έλληνας, είναι και παίκτης. Παίζει την περιουσία του τη ζωή του και κάποτε και την τιµή του.
Γεννήθηκε για να σκέπτεται µόνος, για να δρα µόνος, για να µάχεται µόνος και γι’ αυτό δε φοβάται τη µοναξιά. Εµείς αντίθετα είµαστε από τα χρόνια τα παλιά µια υπέροχα οργανωµένη αγέλη. Σκεπτόµαστε µαζί, δρούµε µαζί, µαχόµαστε µαζί και µοιραζόµαστε µαζί την τιµή, τα λάφυρα και τη δόξα. Οι έλληνες δε δέχονται, όσο αφήνεται η φύση τους ελεύθερη, να µοιρασθούν τίποτα µε κανέναν. Το εθνικό τους τραγούδι, αρχίζει µε έναν καυγά, γιατί θελήσανε να κάνουν µοιρασιά ανάµεσα σε άντρες που µοιρασιά δε δέχονται. Και µια που πήρα το δρόµο των επαίνων, άκουσε και τούτο, που δεν είναι και ο µικρότερος. Οι αυστηρές κρίσεις που τώρα βδοµάδες σου γράφω, θαρρείς πως είναι µόνο δικές µου; Τις πιο πολλές τις διδάκτηκα από ένα έλληνα, από τον Επίκτητο. Νέος τον άκουσα να εξηγή το µέγα δράµα του γένους του. Ήσυχα καθαρά, µε την ακριβολογία και τη χάρη που σφράγιζε το λόγο του, µας ετοίµαζε για έναν κόσµο που είχε πια περάσει, για µιαν Ατλαντίδα που είχε κατακαλύψει ο Ωκεανός. Κάποτε κάνοντας την απολογία της πατρίδας του, µας έλεγε: «Δεν είναι τόσο δίκαια τα ανθρώπινα, ώστε µόνο αµαρτήµατα να είναι οι αιτίες των τιµωριών. H Τύχη, η τυφλή θεά, η τελευταία στην οποία θα πάψω να πιστεύω, πρόδωσε συχνά τους έλληνες στο δρόµο τους. Αλλά και αυτοί, πρόσθετε, τη συντρέξανε µε το δικό τους τρόπο». Μη νοµίσης όµως πως µόνο ένας Επίκτητος κατέχει την αρετή του «γνώθι σαυτόν» (Σ.Μ. Στο πρωτότυπο γραµµένο ελληνικά). Σε κάθε κόγχη απάγκια της αγοράς κάθε πόλης, σε κάθε πλάτανο από κάτω της ευλογηµένης ελληνικής γης, θα βρης και έναν έλληνα, αδυσώπητο κριτή του εαυτού του. Και εύκολα θα σου ξανοιχθή και ας είσαι ξένος. Αρκεί εσύ να µην αρχίσης να κακολογής τίποτα το ελληνικό, γιατί τότε µέσα του ξυπνάει µια άλλη αρετή, η περηφάνια.
Ναι, ναι, σε βλέπω να γελάς, Ατίλιε Νάβιε, αυτούς του ταπεινούς κόλακες που σέρνονται στους προθαλάµους µας, γελάς που τους ονοµάζω περήφανους. Και όµως θα αστοχήσης στο έργο σου αν αγνοήσης αυτή την αλήθεια. Πρόσεξε την υπεροψία και τη φιλοτιµία των ελλήνων. Μην πλανάσαι! Έχουν την ευαισθησία των ξεπεσµένων ευγενών. Είναι γκρεµισµένοι κοσµοκράτορες, ποτέ όµως τόσο χαµηλά πεσµένοι, ώστε να ξεχάσουν τι ήτανε. H πολυσύνθετη ψυχή τους χωράει λογής αντιφάσεις και έρχονται ώρες που για πολλούς είναι δίκαιος ο ειρωνικός λόγος του Ιουβενάλιου Graeculus esuriens, in coelum jusseris, ibit [Σ.Μ. «Το λιµασµένο γραικύλο κι’ αν στον ουρανό τον προστάξης (να πάη), θα πάη.»] Αλλοι όµως είναι τούτοι οι γραικύλοι και άλλοι οι έλληνες. Και το πιο περίεργο: οι ίδιοι τούτοι σε άλλες ώρες είναι γραικύλοι και σε άλλες έλληνες (Σ.Μ. ο συγγραφέας παίζει εδώ µε τις λέξεις graeculus και graeci. Στη µετάφραση φυσικά το λογοπαίγνιο χάνεται). Δεν πρέπει ποτέ να δώσης στον έλληνα την εντύπωση ότι του αφαίρεσες την ελευθερία του. Αφησέ τον, όσο µπορείς, να ταράζεται, να θορυβή και να ικανοποιή την πολιτική του µανία, µέσα στη σφαίρα που δεν κινδυνεύουν τα συµφέροντα της αυτοκρατορίας. Εσύ πρέπει να έχης την τέχνη να επεµβαίνης µόνο την τελευταία στιγµή, όταν δεν µπορείς να βάλης τους έλληνες τους ίδιους να αποτρέψουν το δυσάρεστο. Πάντοτε βρίσκονται οι διαφωνούντες µεταξύ των ελλήνων, που θα είναι πρόθυµοι να σε βοηθήσουν είτε θεληµατικά, είτε, συνηθέστερα, αθέλητά τους. Υποβοηθώντας το τυφλό παιχνίδι των φατριών από το παρασκήνιο, χωρίς να προσβάλλης την περηφάνια τους, µπορεί να οδηγήσης τις ελληνικές πόλεις προς το καλό πολύ ευκολώτερα παρά µε τις σοφώτερες διαταγές που θα εξέδιδες, αν είσουνα ανθύπατος στην Ισπανία ή στην Ιλλυρία. Valde aveo scire quid agas. Data Nonis Juniis ex Tusculo.
…Όµως αν θέλης στην Ελλάδα πραγµατικά να επιβάλης µιαν απόφασή σου, όσο σωστή και αν είναι, κοίταξε να µη φανή η πρόθεσή σου. Πρέπει να θυσιάσης την τιµή µιας απόφασης για να την επιβάλης µεταξύ των ελλήνων. Κάλεσε ιδιατέρως έναν έναν τους αρχηγούς των µερίδων, δώσε στον καθένα την ευκαιρία µιας επίπλαστης πρωτοβουλίας. Φυσικά, αν δυστροπούν, να τους τροµάξης. Αλλά και αυτό υπό εχεµύθειαν, χωρίς να αναγκάσης τη φιλοτιµία τους να πάρη τα όπλα. Δώσε τους κάποια περιθώρια έντιµης υποχώρησης, και όταν ακόµα στην πραγµατικότητα διατάσσης. Μην τους πης ότι διατάσσεις, πες τους ότι δεν διατάσσεις, αλλά ότι αν δεν γίνη τούτο και εκείνο, τότε οι ρωµαϊκές λεγεώνες θα αναγκασθούν να µεταθασταθµεύσουν, για λόγους ασφάλειας, σε άλλη επαρχία και τότε µπορεί τίποτε Γέτες ή Κέλτες ή Δακοί να στείλουν τα στίφη τους να δηώσουν τη χώρα και ας αναµετρήσουν οι ίδιοι τις συνέπειες και ας αποφασίσουν. Όλα αυτά δε σου τα λέω για να σε κάνω να περιφρονής τους έλληνες. απεναντίας σου τα λέω για να τους καταλάβης και να τους προσέξης. Ακόµη και σήµερα διατηρούν τα ίχνη µερικών αρετών που µοιάζουν µε τη χόβολη µιας µεγάλης πυράς. Μελετητές της ψυχής των ατόµων και του όχλου, θα τους δης να εκτελούν µερικούς θαυµάσιους ελιγµούς, να χαράζουν πολιτικά σχέδια περίλαµπρα, µε µιαν ευκινησία στη σκέψη και µια γοργότητα στις αντιδράσεις που εµείς εδώ ποτέ δε φτάσαµε. Μόνο που ύστερα θα µελαγχολήσεις βλέποντας πως είναι πια ασήµαντοι οι σκοποί για τους οποίους ξοδεύονται αυτά τα εξαίσια χαρίσµατα.
…Αυτά τα έγραφε πριν από 2000 χρόνια κάποιος ρωµαίος. Αν γράφονταν σήµερα, οι “πολιτικοί άνδρες” θα τα κοιτούσαν µε καχυποψία και θα προσπαθούσαν µε κάθε τρόπο να ξεγυµνώσουν αυτόν που θα τα έλεγε, όχι όµως αυτά τα ίδια. Ζούµε σε µια εποχή που η σήψη και η παρακµή της ελληνικής κοινωνίας είναι τόσο βαθιές όσο και ασυνείδητες. Σηµάδια αυτής της παρακµής συναντά κανείς σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής, και ασφαλώς σε όλους τους χώρους. Δυστυχώς, βλέπω παντού γύρω µου, ακόµα και µέσα µου, πολλά από τα χαρακτηριστικά των ελλήνων που αναφέρει ο συµπαθής (ρωµαίος) Συγκλητικός. Η γκρίνια είτε η αδιαφορία δεν είναι λύσεις, αν και τείνουν να γίνουν της µόδας –ιδιαίτερα στους νεώτερους. Οσο για θετικά σηµάδια, µάλλον υπάρχουν, αλλά είναι εν δυνάµει και υπό προϋποθέσεις ικανά να οδηγήσουν σε κάτι καλύτερο.
Πηγή: (Περιοδικό του ΕΜΠ, “ΠΥΡΦΟΡΟΣ”, τεύχος 19, 1996), Ενωμένη Ρωμηοσύνη