Ἂν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτείνη τὴν λευτεριὰ ὁπού θὰ γευόμαστε, θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήση εἰς τοὺς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θὰ εἰπῆ πατρίδα, τί θὰ εἰπῆ θρησκεία, τί θὰ εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετὴ καὶ τιμιότη. Αὐτὰ λείπουν ἂπ ὅλους ἐμᾶς, στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικούς. Τῆς προσόδες τῆς πατρίδας τῆς κλέβομεν, ἀπὸ ὑποστατικὰ δὲν τῆς ἀφήσαμεν τίποτας, σὲ πηρεσίαν νὰ μποῦμεν, ἕνα βάνομεν εἰς τὸ ταμεῖον, δέκα κλέβομεν. Ἀγοράζομεν προσόδες, τῆς τρῶμεν ὅλες. Χρωστοῦν εἰς τὸ Ταμεῖον δεκοχτῶ κατομμύρια ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος· ὁ Μιχαλάκης Γιατρὸς πεντακόσες χιλιάδες, ὁ Τζοῦχλος τρακόσες, ὁ Γιωργάκης Νοταρᾶς τρακόσες πενήντα – ὅλο τέτοιγοι χρωστοῦνε αὐτά. Ὁ κεντρικὸς ταμίας ὁ Φίτζιος – τρακόσες πενήντα του λείπουν ἀπὸ τὸ ταμεῖον· κι ἀκόμα δὲν κυτάχτηκαν πόσα θὰ λείψουν ἀκόμα. Τὸ ἴδιο ντογάνες κι ἄλλα. Τέτοιοι μπαίνουν εἰς τὰ πράματα καὶ τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο εἶναι ὁ τίμιος ἄνθρωπος νὰ κάνη τὰ χρέη τοῦ πατριωτικῶς. Οἱ ἀγωνισταὶ οἱ περισσότεροι καὶ οἱ χῆρες κι ἀρφανὰ δυστυχοῦν. Πολυτέλεια καὶ φαντασία – γεμίσαμεν πλῆθος πιανοφόρτια καὶ κιθάρες. Οἱ δανεισταὶ μᾶς ζητοῦν τὰ χρήματά τους, λεπτὸ δὲν τοὺς δίνομεν ἀπὸ – κάνουν ἐπέβασιν εἰς τὰ πράματά μας. Καὶ ποτὲς δὲν βρίσκομεν ἴσιον δρόμον. Πῶς θὰ σωθοῦμεν ἐμεῖς μ αὐτὰ καὶ νὰ σκηματιστοῦμεν εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ κόσμου ὡς ἄνθρωποι; Ὁ Θεὸς ἂς κάμη τὸ ἔλεός του νὰ μᾶς γλυτώση ἀπὸ τὸν μεγάλον γκρεμνὸν ὁπού τρέχομεν νὰ τζακιστοῦμεν.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό