Ἡ Ἑλλάδα τὰ τελευταῖα χρόνια διέρχεται μεγάλη οἰκονομικὴ κρίση. Ὅμως, ὁσοδήποτε μεγάλη κι ἂν εἶναι αὐτὴ καὶ ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων, οἱ Ἕλληνες δὲν πρέπει ποτὲ νὰ λησμονοῦμε ὅτι εἴμαστε «ἀπίστευτα πλούσιοι»!
Αὐτὴ εἶναι χαρακτηριστικὴ φράση τῆς δημοσιογράφου Μπίργκιτ Μπράουνρατ σὲ πρωτοσέλιδο ἄρθρο της τὴν 26η Ἰουνίου στὴ μεγάλης κυκλοφορίας αὐστριακὴ ἐφημερίδα «Kurier», στὸ ὁποῖο «ξετυλίγει» ὅλη τὴν ἀγάπη της γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τὴν τρυφερὴ ἡλικία τῶν 12 χρόνων μέχρι σήμε-ρα.
«Στὰ δώδεκά μου εἶχε ἔλθει ἐπιτέλους ἡ ὥρα ποὺ ἐπιτρεπόταν πλέον νὰ ταξιδέψω γιὰ πρώτη φορὰ μόνη μου στὸ ἀεροπλάνο, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀγωνία μὲ ἔπιασαν πόνοι στὸ στομάχι. Ὅμως ἡ χώρα ὅπου μὲ κατέβασε ἁπαλὰ τὸ ἀεροπλάνο, μοῦ θεράπευσε ἀστραπιαῖα τοὺς πόνους. Ἡ Ἀθήνα καὶ οἱ ἄνθρωποί της, αὐτὸ ἦταν τὸ σκηνικὸ τῶν ὀμορφότερων ὀνείρων μου».
Ἡ δημοσιογράφος σημειώνει ἀκόμη ὅτι ἔτριβε τὰ μάτια της, ὅταν συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε βρεθεῖ πραγματικὰ ἐκεῖ, στὸ ζωντανὸ βιβλίο τῆς ἱστορίας, ποὺ βρίσκεται πάντα στὰ πόδια της σὲ κάθε γωνιὰ καὶ τῆς δείχνει τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀπὸ τὶς Μυκῆνες, τὴν Ἐπίδαυρο μέχρι τὸν Ἰσθμὸ τῆς Κορίνθου, σὰν νὰ ἦταν μιὰ «μηχανὴ τοῦ χρόνου».
Καὶ ρωτάει: «Πόσο πλούσιος εἶναι ἄραγε κάθε ἄνθρωπος, ποὺ μπορεῖ νὰ ζεῖ σὲ αὐτὴ τὴ χώρα, πόσο ἀπίστευτα πλούσιος;» Κι αὐτό, παρόλο πού, ὅπως καὶ ἡ ἴδια διαπιστώνει, «σήμερα οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι φτωχοί, καὶ γίνονται φτωχότεροι. Γίνονται ὅμως μόνον οἰκονομικὰ φτωχότεροι», τονίζει, «γιατὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ Ἑλλάδα καὶ οἱ Ἕλληνες στὴν καρδιά, κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς τὸ ἀφαιρέσει».
Τὰ γράφει αὐτὰ ἡ Μπράουνρατ χωρίς, ὅπως φαίνεται, νὰ ἔχει γνωρίσει τὸν μέγιστο πλοῦτο τῆς Ἑλλάδος, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας.
Ἂς κρατήσουν λοιπὸν οἱ ἄλλοι λαοὶ τὰ εὐρωδολάριά τους. Τὸν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς Ἑλλάδος δὲν θὰ τὸν φθάσουν ποτέ. Δὲν θὰ ἀποκτήσουν ποτὲ τὴ μοναδικὴ ἱστορία της, τὸν κορυφαῖο πολιτισμό της. Μποροῦν ὅμως, ἂν θελήσουν, νὰ χαροῦν κι αὐτοὶ τὸν μέγιστο θησαυρό της: τὴν Ὀρθόδοξη πίστη!
Κι αὐτὸν θὰ θέλαμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ νὰ τοὺς τὸν χαρίσουμε! Χωρὶς μάλιστα ἀνταλλάγματα, ποὺ ἄλλωστε οὔτε καὶ μποροῦν νὰ ὑπάρξουν.
Πηγή: Ο Σωτήρ