Το διεθνές ενεργειακό περιβάλλον στηρίζεται σήμερα στο φυσικό αέριο και η θάλασσα είναι ο βασικός γεωγραφικός χώρος που κρύβονται μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου. Αυτό επιβάλει να θεωρήσουμε την Ελλάδα ως μια σημαντική οικονομική μεσογειακή δύναμη για τις επόμενες δεκαετίες. Κατ’ επέκταση, οι έρευνες για το φυσικό αέριο δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, όπως και για το αργό πετρέλαιο στην δυτική Ελλάδα, πρέπει να υποστηριχθούν ενεργά. Το φυσικό αέριο που είναι θαμμένο κάτω από εκατοντάδες ή χιλιάδες μέτρα του βυθού της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, δεν είναι η μόνη έκφραση της παρουσίας φυσικού αερίου στην περιοχή.
Τα ηφαίστεια λάσπης και οι υδρίτες αποτελούν μορφές φυσικού αερίου που παρουσιάζονται στην επιφάνεια του βυθού, είτε λόγω της απελευθέρωσης μεθανίου στην επιφάνεια του βυθού, ή λόγω της κατακράτησης μεθανίου μέσα σε πάγο στα ρηχότερα (επιφανειακά) στρώματα του βυθού. Αυτές οι τρεις εκφράσεις παρουσίας φυσικού αερίου ενδιαφέρουν μακροπρόθεσμα τη διεθνή βιομηχανία, και θα έπρεπε να είναι από σήμερα μέρος της διαπραγματευτικής φαρέτρας της Ελλάδας.
Βόρεια της Κρήτης, το Αιγαίο δεν παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά. Είναι μια τεράστια υποθαλάσσια έκταση που οι κορυφές της εμφανίζονται επάνω από το νερό και διαμορφώνουν τα περίφημα νησιά μας. Είναι κυρτή και ρηχή, διότι η μεγάλη θερμότητα στις ρίζες της την σπρώχνει προς τα επάνω ελευθερώνοντας επιφανειακές ηφαιστειακές δραστηριότητες στις κεντρικότερες περιοχές.
Στα περιθώρια, όπως στον Πρίνο και ανατολικότερα, η επίδραση της θερμότητα δεν έχει καταστρέψει την οργανική ύλη, βασική προϋπόθεση για την γένεση και διατήρηση κοιτασμάτων. Υπάρχουν βέβαια μερικές στενές τάφροι μεγάλου βάθους στα νότια με υποθετικές δυνατότητες και αντιοικονομικές πιθανότητες.
Το διεθνές πρόσφατο ενδιαφέρον για την Ελληνική ΑΟΖ νοτίως της Κρήτης, για την ΑΟΖ της Λιβύης (νοτίως της μέσης γραμμής) όπως και ανατολικότερα για τις ΑΟΖ της Αίγυπτου και Κύπρου, σχετίζεται μεταξύ άλλων, με τις ομοιότητες των υποθαλάσσιων γεωλογικών δομών των τεσσάρων ΑΟΖ. Αυτό σημαίνει ότι οι γεωτρήσεις στην ελληνική ΑΟΖ θα επιτρέψουν να αξιολογηθεί το ποσοστό αντικατάστασης των εισαγωγών από εγχώρια παραγωγή, αλλά και να μετατεθεί πιο δυτικά το γεωγραφικό όρια ύπαρξης κοιτασμάτων φυσικού αερίου της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Είναι ένα επιπλέον κίνητρο για την δραστηριοποίηση του εθνικού επενδυτικού τομέα, διότι η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου απαιτεί πάντοτε κατασκευή υποδομών παραγωγής και μεταφοράς με μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κέρδη προστιθέμενα σε αυτά από την μεταφορά φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου ή διύλισης εισαγόμενου αργού.
Καθώς η Ελλάδα είναι πιθανό να γίνει ο κοινός αποδέκτης διακομιζόμενου φυσικού αερίου και αγωνίζεται κάνοντας βήματα για την διατήρηση των θαλασσίων κυριαρχικών της δικαιωμάτων, η Τουρκία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος θα αγωνιστούν για την κυριαρχία στην παροχή ενός ολοένα πλουσιότερου μείγματος φυσικού αερίου προς τις ευρωπαϊκές αγορές (εικόνα από δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΔΕΥ, 2019).
Η Αίγυπτος είναι σήμερα ο ρυθμιστής που εισάγει και εξάγει φυσικό αέριο, κτίζει υποδομές, οργανώνει έρευνα και γεωτρήσεις, νέους γύρους εξερεύνησης και εμπορικούς διαγωνισμούς, ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό άκρο της λεκάνης του Ηρόδοτου και στα επαναπροσδιορισμένα όρια με την Ελλάδα νοτίως της Ρόδου και ανατολικά της Κύπρου.
Την ίδια στιγμή, Ισραήλ, Ελλάδα και Κύπρος συμφώνησαν στο νέο αγωγό φυσικού αερίου Eastmed από το Ισραήλ στην Ελλάδα μέσω Κύπρου. Σε αντίβαρο, η αντιστροφή του φυσικού αερίου μέσω της γραμμής Askhelon-El-Arish από το Ισραήλ στην Αίγυπτο θα μπορούσε να είναι άλλο βήμα για μεγάλες πωλήσεις φυσικού αερίου μέσω νέων αγωγών στο μέλλον.
Παράλληλα, εξετάζονται σενάρια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από φυσικό αέριο και εξαγωγή προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Αν και αυτή η προοπτική δεν έχει προβληθεί ή δεν είναι ακόμη ιδιαίτερα κατανοητή, αποτελεί μια βιομηχανική πρακτική που εφαρμόζεται για δεκαετίες, ιδιαίτερα από εταιρείες παραγωγούς ή χώρες που δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να επενδύσουν στον τομέα της μεταφοράς με αγωγούς και εγκαταστάσεις υγροποίησης / επαναεροποίησης επειδή αυτές οι εγκαταστάσεις δημιουργούν πρόσθετο κόστος και επιβραδύνσεις.
Ποιος θα αντέλεγε ότι οι εκτιμώμενοι πόροι φυσικού αερίου από 30 Ελληνικές περιοχές δυτικά, νοτιοδυτικά και νότια της Κρήτης και από το Ιόνιο Πέλαγος, που αντιπροσωπεύουν δυνητικά κοιτάσματα κυμαινόμενα μεταξύ 70 και 90 Tcf (τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια, δηλαδή μεταξύ 12 και 15 Bboe (δισεκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου), δεν θα μπορούσαν να αυξήσουν τις δυνατότητες των αποθεμάτων φυσικού αερίου στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, να ωθήσουν τα όρια των πηγών φυσικού αερίου πιο δυτικά, και να καταστήσουν την Ελλάδα παραγωγό και όχι μόνο διακομιστή.
Παρόλα αυτά, στις 13 Συμβάσεις Παραχωρήσεων στην Ελλάδα, η Γαλλική Τοτάλ αποχώρησε ήδη από 1 στις 3 θαλάσσιες παραχωρήσεις που συμμετείχε, και από δημοσιεύσεις του τύπου φαίνεται ότι η Ισπανική Ρεπσόλ αποχωρεί από 2 χερσαίες παραχωρήσεις όπου συμμετέχει και τα ΕΛΠΕ επανεξετάζουν τις παραχωρήσεις τους. Συχνά το Covid καλείται να παίξει το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος για αυτήν την έξοδο, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός απουσίας αναγκαίας υποστήριξης όπως συμβαίνει με την πράσινη ενέργεια.
Η εξάρτηση της κοινωνία από του υδρογονάνθρακες δεν σχετίζεται μόνο με τις μεταφορές οι οποίες καταναλώνουν το 65 % της παγκόσμιας παραγωγής αλλά και με ένα ευρύ πλέγμα παραγώγων του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αναγκαίων για την γεωργία, την κτηνοτροφία, την φαρμακοβιομηχανία, τα συστήματα υγείας, την πετροχημεία, τις βιομηχανικές κατασκευές, την βιοτεχνία, αλλά και την τέχνη και την παιδεία.
Χώρες με υψηλή βιομηχανική δραστηριότητα, στην Ευρώπη, Αμερική, και ιδιαίτερα Ασία που παρουσιάζει μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης, εκτός από τις επενδύσεις σε κλασσικές εναλλακτικές πηγές ενέργειας, συνεχίζουν να καταναλώνουν και να επενδύουν στην καύση του γαιάνθρακα σε καινούργιες μονάδες με οικονομικότερους καταλύτες επεκτείνοντας στο χρονικό όριο απελευθέρωσης από την καύση του γαιάνθρακα το 2038 ή ακόμα στο 2050.
Η επείγουσα απομάκρυνση από τον λιγνίτη στην Ελλάδα, δεν διορθώνει την μείωση βιομηχανικής δραστηριότητας ούτε της τάσης μείωσης του πληθυσμού στη χώρα διότι η καύση του λιγνίτη συμβάλει μόνο με 10% στις ανάγκες ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Η Ελλάδα θα υπερβεί κατά πολύ το μέχρι σήμερα ποσοστό του 65% ενεργειακής εξάρτησης από εισαγωγές φυσικού αερίου, για να καλύψει τις ανάγκες ηλεκτροπαραγωγής και αυτό θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στο οικονομικό ισοζύγιο της χώρας.
Ένα μέρος του λιγνίτη, θα πρέπει να παραμείνει διαθέσιμο για αξιοποίηση μέσα στην χώρα για την παραγωγή προϊόντων όπως του άνθρακα υψηλής τεχνολογίας, του υδρογόνου αλλά και των χουμικών παραγώγων για την γεωργία. Οι φαιάνθρακες, δηλαδή ο ελληνικός λιγνίτης, είναι η μορφή επιφανειακών γαιανθράκων με υψηλά ποσοστά υγρασίας και μειωμένη θερμική απόδοση.
Σχηματίστηκαν μόνο μερικά εκατομμύρια χρόνια πριν και παραμένουν επιφανειακοί, συγκριτικά με τα εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια ηλικίας των προηγουμένων που βρίσκονται σε μεγάλα βάθη. Η σχετική πλαστικότητα του λιγνίτη επιτρέπει μια πιο εύκολη επεξεργασία του άνθρακα και των άλλων χρήσιμων συστατικών με αποτέλεσμα να παρουσιάζει πλεονεκτήματα στην εφαρμογή μοντέρνων τεχνολογιών.
Μια δεύτερη χρησιμότητα αφορά τις πωλήσεις ή εξαγωγές και βέβαια η τρίτη εφαρμογή συνίσταται στον ρόλο ασφαλιστικής δικλίδας σε περίπτωση ανεπάρκειας ηλεκτρικής ενέργειας λόγω αντικυκλονικών συνθηκών, απουσίας ηλιοφάνειας, ψύχους ή ανόδου τις τιμής του φυσικού αερίου. Αν και ο λιγνίτης συμβάλει σήμερα, με 10 στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας παραδείγματα δεν λείψανε στην αρχή το 2021 φωνάζοντάς τον σε βοήθεια επειγόντως.
*Λίγα λόγια για τον Δρ. Γιάννη Μπασιά, τέως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΔΕΥ
Διαθέτει περισσότερα από 30 χρόνια διεθνούς επαγγελματικής εμπειρίας στη αξιολόγηση κοιτασμάτων, τα τεχνικά έργα, τη δημιουργία πετρελαϊκού χαρτοφυλακίου και την διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Georex και εργάστηκε σε θέματα υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Δυτική Αφρική, την Μαυριτανία, το Κανάλι της Μοζαμβίκης, το κεντρικό-νότιο Ατλαντικό.
Αρχικά, ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εργαστήριο Γεωλογίας του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Κατέχει διδακτορικό τίτλο στη γεωλογία (Παρίσι, 1984), πτυχίο Γεωλογίας από το ΚΠΑ (1979), δίπλωμα οικονομικών (Παρίσι, 1994) και δίπλωμα διοίκησης επιχειρήσεων από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Παρισιού (1989).
Είναι συγγραφέας ή συνεργάτης σε περισσότερες από 30 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά ή βιομηχανικά περιοδικά και συν-εκδότης 3 εκθέσεων θαλάσσιων αποστολών στον Ινδικό Ωκεανό.
Πηγή: defence-point.gr