Οι προσδοκίες που καλλιεργούνται ανεύθυνα επί χρόνια τώρα για τον ρόλο των ΑΠΕ αποδεικνύονται φρούδες
Εάν κάποιος ψάχνει να ανακαλύψει μια συγκεκριμένη αιτία ή ένα ξεχωριστό λόγο πίσω από την ραγδαία άνοδο των τιμών ολόκληρης της αλυσίδας ενεργειακών πρώτων υλών και προϊόντων τις τελευταίες εβδομάδες μάλλον θα απογοητευθεί.
Μπορεί εμείς στην Ευρώπη να θεωρούμε τους «κακούς» Ρώσους και το δολοπλόκο Κρεμλίνο ως την κυριότερη αιτία για την μη παράδοση επαρκών ποσοτήτων φυσικού αερίου, κάτι που σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές έδρασε καταλυτικά στην εκτόξευση των τιμών φυσικού αερίου, όμως στην διεθνή αγορά αυτό που φαίνεται ότι έπαιξε και παίζει πλέον καθοριστικό λόγο είναι η εκρηκτική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας σε Ασία, Βόρειο Αμερική και Ευρώπη μετά τα εκτεταμένα lockdown και την συνεπακόλουθη αύξηση της ενεργειακής ζήτησης.
Μιλάμε για μια αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2021, που σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του ΔΝΤ, θα τρέξει στο 6,0% και με προοπτική να διατηρηθεί στα υψηλό επίπεδο του 4,9 % το 2022 (σε σύγκριση με 3,4% το 2020). Με την εκτιμώμενη αύξηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη να τρέχει ακόμα υψηλότερα στο 13,2 % σε ετήσια βάση.
Αυτή η απότομη οικονομική ανάκαμψη αναπόφευκτα οδήγησε σε πολύ υψηλότερη ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, που αποτελεί πλέον βασικό καύσιμο στην ηλεκτροπαραγωγή, ιδίως μετά το κλείσιμο πολλών ανθρακικών μονάδων σε Ευρώπη και ΗΠΑ μετά τα μέτρα για απανθρακοποίηση στο πλαίσιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, με αποτέλεσμα οι ηλεκτροπαραγωγοί να έχουν στραφεί μαζικά στο φυσικό αέριο. Παράλληλα οι τιμές των εκπομπών CO2 στην Ευρώπη ξεπέρασαν τα €60/τόνο, δηλ. τριπλασιασμό της τιμής σε λιγότερο από δυο χρόνια, καθιστώντας ακόμα πιο ακριβό το ηλεκτρικό ρεύμα.
Ανάμεσα στους λόγους που οδήγησαν τις τιμές του αερίου στα ύψη είναι η ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση που παρατηρήθηκε τον περσινό χειμώνα, με αποτέλεσμα μέχρι τον Μάιο, πολλές εταιρείες να κάνουν χρήση των αποθεμάτων στις υπόγειες δεξαμενές οι οποίες το καλοκαίρι έπρεπε να αναπληρώσουν τα αποθέματα τους. Αυτό δημιούργησε πρόσθετη ζήτηση με αποτέλεσμα μεγάλοι προμηθευτές όπως η Gazprom και η Equinor να μην είναι σε θέση να ικανοποιήσουν την επιπλέον ζήτηση (δηλ. πέρα από τις συμβολαιοποιημένες ποσότητες).
Ακόμα ένας λόγος που συνέβαλλε στην απότομη άνοδο των τιμών του φ. αερίου ήταν η εμφανής έλλειψη φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην σποτ αγορά που ως γνωστό καλύπτουν έκτακτες ανάγκες, και συνήθως καθορίζουν τις τιμές. Έτσι φθάσαμε σε αστρονομικές ανατιμήσεις της τάξης του 2000% μέσα σε 16 μήνες αφού στο Ολλανδικό TTF gas hub, που αποτελεί το σημείο αναφοράς της Ευρωπαϊκής αγοράς, η τιμή του προθεσμιακού συμβολαίου αερίου από τα €3,6 / MWh που ήταν τον Μάιο του 2020 έφθασε τα € 92,8/MWh την πρώτη Οκτωβρίου εφέτος. Αντίστοιχες είναι οι αυξήσεις στην τιμή των φορτίων LNG αφού από το χαμηλό των $2,0 / MMBtu τον Μάιο του 2020 τα φορτία στην λεκάνη του Ατλαντικού έφθασαν να πωλούνται σήμερα πάνω από τα $ 35/ MMBtu. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν (6/10) περί επάρκειας των ρωσικών αποθεμάτων για κάλυψη των Ευρωπαϊκών αναγκών καθησύχασαν τις αγορές με άμεσο αντίκτυπο μικρή πτώση των τιμών.
Παράλληλα με τα θεμελιώδη της αγοράς που συνδέονται με την οικονομική ανάκαμψη και τα σημεία συμφόρησης (bottlenecks) ως προς την αποθήκευση και διανομή φορτίων φ. αερίου- κάτι που έγινε ιδιαίτερα αισθητό στην ευρωπαϊκή αγορά- η παγκόσμια αγορά έχει να αντιμετωπίσει μια κλιμακούμενη ενεργειακή κρίση στην Κίνα μετά από πρόσφατα blackouts σε τοπικό επίπεδο (τις τελευταίες εβδομάδες επλήγησαν 19 από τις 35 επαρχίες της Κίνας). Μετά δε την απόφαση της κινεζικής πολιτικής ηγεσίας (δια στόματος του υπουργού Ενέργειας Χαν Ζενγκ) να εξασφαλίσει με κάθε κόστος τις απαιτούμενες ενεργειακές προμήθειες η αντίδραση της αγοράς ήταν άμεση οδηγώντας σε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο την τιμή του φ. αερίου. Ένα πολεμικό σκηνικό έχει στηθεί πλέον που προμηνύει σκληρή μάχη μεταξύ Ασίας και των αγορών για την εξομάλυνση προμήθειας φ. αερίου.
Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας στο βόρειο ημισφαίριο, τα μηνύματα από τις αγορές δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά για μια σύντομη αποκλιμάκωση των τιμών. Με το αργό πετρέλαιο να κινείται σταθερά πάνω από τα $82 το βαρέλι για το Brent έχοντας ανατιμηθεί κατά 91.0% από τις αρχές του έτους και με τους περισσότερους αναλυτές να προεξοφλούν ανοδική πορεία το επόμενο διάστημα και φορτία LNG προορισμένα για τις Ασιατικές αγορές να αλλάζουν χέρια στα $40 / MMBtu για παραδώσεις Δεκεμβρίου, ο αντίκτυπος στις Ευρωπαϊκές αγορές αναμένεται να είναι ιδιαίτερα οδυνηρός.
Αυτό το διαπιστώνουμε ήδη από την συνεχιζόμενη άνοδο των τιμών χονδρεμπορικής ηλεκτρισμού στα διάφορα ευρωπαϊκά ενεργειακά χρηματιστήρια συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας όπου την εβδομάδα που πέρασε η Μέση Τιμή Εκκαθάρισης την περασμένη εβδομάδα (26/9 – 3/10) έφθασε τα €153,81/ ΜWh (+€ 14,78 σε σύγκριση με την προ προηγούμενη εβδομάδα) σημειώνοντας νέο ιστορικό ρεκόρ και έχοντας τριπλασιαστεί από τον Ιανουάριο του 2021. Εχθές (8/10) η τιμή στο ΕΧΕ έφθασε σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα, πάνω από τα €200/MWh.
Για αυτό και έχει δίκαιο η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, όταν πριν από λίγες ημέρες (24/9) προειδοποιούσε ότι η ακριβή ενέργεια ήρθε για να μείνει και θα διαρκέσει ενδεχομένως περισσότερο από ότι η πανδημία και θα εξακολουθήσει να ταλαιπωρεί την Ευρώπη ακόμα και όταν θα έχουν εκλείψει τα υπόλοιπα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα. Όπως πλέον υποστηρίζει ένας αυξανόμενος αριθμός αναλυτών οι αυξήσεις αντανακλούν την πλήρη αδυναμία της αγοράς να στραφεί σε φθηνότερες μορφές ενέργειας, με τις προσδοκίες που καλλιεργούνται ανεύθυνα επί χρόνια τώρα για τον ρόλο των ΑΠΕ να αποδεικνύονται φρούδες αφού είναι τεχνικά αδύνατο να αντικαταστήσουν τα απαιτούμενα σταθερά φορτία βάσης που μόνο άνθρακας, φυσικό αέριο και πυρηνική ενέργεια μπορούν να προσφέρουν. Αφού θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ στο ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα τόσο μεγαλύτερα φορτία βάσης απαιτούνται για να καλύψουν την μεταβλητότητα της παραγωγής από ΑΠΕ.
Το πακέτο μέτρων που ανακοίνωσε χθες η ελληνική κυβέρνηση αν και πλήρως επιβεβλημένο θα αποβεί ανεπαρκέστατο αφού παράγοντες του ενεργειακού τομέα εκτιμούν ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον €2.0 – €2.5 δισεκ. μέχρι τον ερχόμενο Μάϊο προκειμένου να αποφευχθεί μεγάλης κλίμακας ενεργειακή φτώχεια.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, η παρούσα φάση υψηλών τιμών φυσικού αερίου και κατ’ επέκταση ηλεκτρισμού, δεν είναι απόλυτα συγκυριακή, αλλά έχει βαθύτερα αίτια την επιχειρούμενη, βίαια, απανθρακοποίηση, κυρίως στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα οι τιμές του ηλεκτρισμού να επιβαρύνονται με ιδιαίτερα υψηλά τέλη δικαιωμάτων ρύπων. Η λογική της Κομισιόν όπως εξειδικεύτηκε πρόσφατα από τον εμπνευστή της, τον Ολλανδό Φρανς Τίμερμανς, είναι η ταχεία μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές, έναντι οποιουδήποτε κόστους, ώστε να μειωθούν κάθετα οι εκπομπές του θερμοκηπίου, αγνοώντας επιδεικτικά το ότι η ΕΕ είναι υπεύθυνη για μόνο το 6.5% των παγκόσμιων εκπομπών, ενώ μεγάλοι ρυπαντές όπως η Κίνα και Ινδία δεν δείχνουν παρόμοια σπουδή.
Σύμφωνα με την τρέχουσα ενεργειακή πολιτική της ΕΕ, σήμερα ο άνθρακας και ο λιγνίτης και αύριο το φυσικό αέριο θα πρέπει να εξοβελιστούν από το ενεργειακό μίγμα της ΕΕ, ει δυνατόν μέχρι το 2030. Η εμμονή στο Green Deal και μάλιστα η επίσπευσή του, όπως φάνηκε από το νέο πακέτο μέτρων (Fit-for-55) που ανακοινώθηκε τον περασμένο Ιούλιο, αναπόφευκτα οδηγεί σε υψηλές τιμές φ.αερίου και ηλεκτρισμού που δυστυχώς θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα με καταστροφικές συνέπειες για χώρες όπως η Ελλάδα που εξαρτώνται σχεδόν απόλυτα από εισαγωγές ενέργειας. Απώτερος στόχος της Κομισιόν είναι με όχημα τις υψηλές ενέργειας η γρήγορη μετάβαση σε «καθαρά καύσιμα» αδιαφορώντας για τους καταναλωτές οποίοι πολύ σύντομα θα αναγκαστούν να μειώσουν στο ελάχιστο τις καταναλώσεις τους ώστε να μην αποκοπούν από τα δίκτυα «κοινής οφέλειας». Έχει καταστεί δε πλέον εμφανές ότι ο σχεδιασμός της ΕΕ για την γρήγορη μετάβαση στις ΑΠΕ οδηγείται στα βράχια αφού δεν υπήρξε πρόβλεψη για εναλλακτικά καύσιμα και αποθήκευση. Τεχνολογίες όπως οι μπαταρίες με υδρογόνο είναι ακόμα σε εμβρυικό επίπεδο και δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες για αποθήκευση σε επίπεδο δικτύου.
Με την πλήρη δαιμονοποίηση του άνθρακα και λιγνίτη,και την πυρηνική ενέργεια υπό διωγμό στην Ευρώπη η μόνη εναλλακτική λύση είναι το φυσικό αέριο. Όμως και το φυσικό αέριο παρά το ότι έχει 50%+ λιγότερες εκπομπές από τον άνθρακα, είναι και αυτό υπό διωγμό αφού από 1/1/2021 η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ), ή EBRD αλλά και η World Bank έχουν σταματήσει κάθε χρηματοδότηση για έργα υποδομών φυσικού αερίου.
Και εύλογα τίθεται το ερώτημα με ποιο εναλλακτικό καύσιμο μπορούμε να καλύψουμε τα φορτία βάσης καθώς οδεύουμε προς την ενεργειακή μετάβαση. Έτσι, αποτελεί μέγιστη πλάνη εάν κάποιοι προπαγανδίζουν ότι είναι δυνατή η ενεργειακή μετάβαση τις επόμενες δεκαετίες χωρίς το φυσικό αέριο. Κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα που εάν οι ιθύνοντες είχαν κοινό νου και δεν διακατέχοντο από περιβαλλοντικές ιδεοληψίες θα είχαν προ πολλού προχωρήσει στην αξιοποίηση των σημαντικών εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που διαθέτει η χώρα.
Σήμερα η Ελλάδα (στοιχεία 2020) εισάγει το 78% της ενέργειας που καταναλώνει (πετρέλαιο, φ. αέριο και ηλεκτρισμό) και είναι ουσιαστικά ενεργειακά αθωράκιστη, αφού δεν διαθέτει καν επαρκείς αποθηκευτικούς χώρους για φ. αέριο. Η αξιοποίηση του υπόγειου κοιτάσματος στη Ν. Καβάλα είναι ακόμα στα χαρτιά παρά το γεγονός ότι έχει περάσει μια 10ετία στην αποκλειστική κυριότητα του Ελληνικού δημοσίου.
Πηγή: newsbreak.gr