Η όποια ενεργειακή πολιτική της ΕΕ απαγορεύει τις επενδύσεις σε τεχνολογίες, λόγω ιδεολογικών απόψεων, οδηγείται αναπόφευκτα σε παταγώδη αποτυχία. Ειδικά εάν αγνοεί την ενεργειακή ασφάλεια. Το πλήγμα που δέχεται η Ευρώπη στον τομέα της ενέργειας δεν προκαλείται από αστοχίες των αγορών ή ελλείψεις εναλλακτικών επιλογών, αλλά λόγω πολιτικών πιέσεων και επιβολής πρακτικά αφόρητων μέτρων, με πρόφαση την μετάβαση σε μία ενεργειακή πολιτική μηδενικών ρύπων.
Αν και οι ανανεώσιμες πηγές αποτελούν έναν θετικό παράγοντα στο ενεργειακό μείγμα, τα πλεονεκτήματά τους εξανεμίζονται όταν καταλαμβάνουν την αποκλειστικότητα στην παραγωγή ενέργειας. ΚΙ αυτό, λόγω του ότι παραμένουν ευμετάβλητες και δεν προσφέρουν δυνατότητα συνεχούς λειτουργίας, υποφέροντας από μεγάλες διακυμάνσεις. Οι πολιτικοί στην Ευρώπη έχουν επιβάλλει ένα ασταθές ενεργειακό μείγμα, θέτοντας εκτός των δικτύων παροχής τεχνολογίες που αποδίδουν σχεδόν κατά 100% σε χρόνο λειτουργίας. Το αποτέλεσμα είναι η εκτίναξη του κόστους για τους καταναλωτές και η δημιουργία θανάσιμων απειλών για την ενεργειακή ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου. Στα πλαίσια αυτά, τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα (CO2) έχουν αυξηθεί κατά 1.000% από το 2017 και μόνον κατά την διάρκεια του 2021 η αύξηση φθάνει το 200%!
Στα τέλη του δευτέρου δεκαημέρου του Οκτωβρίου η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προέβη με στόμφο σε δύο δηλώσεις. Η πρώτη εστιάστηκε σε μία ισχυρή παρέμβαση στην αγορά ενέργειας. Με τη δεύτερη, στο συνέδριο ενεργειακής ασφάλειας της Βαλτικής πρότεινε την αύξηση των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μείγμα στο 45% έως το 2030, προσθέτοντας πως δεν υπάρχει ενεργειακή κρίση, αλλά κρίση των ορυκτών καυσίμων!
Λόγια χωρίς αντίκρισμα
Όμως, οι δηλώσεις της δεν απαντούν σε δύο βασικά προβλήματα. Το πρώτο αφορά την απίστευτη παρέμβαση των πολιτικών σε τεράστια κλίμακα σε θέματα ενεργειακής ασφάλειας, με καταστροφικές συνέπειες. Το δεύτερο αφορά το γεγονός ότι η μαζική αύξηση των ανανεώσιμων πηγών δεν τερματίζει τον κίνδυνο εξάρτησης από την Ρωσία, ή άλλους προμηθευτές στον τομέα της ενέργειας.
Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη αποτελεί ίσως το χειρότερο δείγμα παρεμβατικής πολιτικής. Η αύξηση των παρεμβάσεων δεν πρόκειται να επιλύσει τα προβλήματα που προκαλεί ο συγκεκριμένος πολιτικός σχεδιασμός. Η αύξηση στις περισσότερες χώρες σε δυσθεώρητα επίπεδα του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, συνοδεύεται από το γεγονός ότι έχει καταστήσει ευμετάβλητη και ευαίσθητη σε διακοπές. Αποδεικνύεται πως οι ιδεολογικές εμμονές δεν έχουν σχέση με την ενεργειακή ασφάλεια.
Με βάση τα δεδομένα της παραγωγής ενέργειας στην Γερμανία αποδεικνύεται πως οι πολιτικοί της ψεύδονται ασύστολα, από την στιγμή που το 2021 το μερίδιο της ηλιακής και αιολικής ενέργειας στην τελική κατανάλωση (συμπεριλαμβάνει θέρμανση, βιομηχανική χρήση και κίνηση) καταλαμβάνει μόλις το 6,7%. Παρά το γεγονός ότι η ηλιακή και η αιολική ενέργεια εισφέρουν στην ίδια περίοδο το 29% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, η τελική κατανάλωση δεν υπερβαίνει το 20%, λόγω έλλειψης μονάδων αποθήκευσης. Ακόμα και εάν η Γερμανία διπλασιάσει άμεσα τις εγκαταστάσεις ανανεώσιμων πηγών, δεν πρόκειται με κανένα τρόπο να εξασφαλίσει την ενεργειακή της αυτάρκεια.
Ασύλληπτες χρεώσεις
Στην ΕΕ το 70-75% του συνολικού ποσού των τιμολογίων κατανάλωσης ενέργειας που καλείται να εξοφλήσει ο καταναλωτής, περιλαμβάνει ρυθμιζόμενες χρεώσεις, εισφορές και φόρους του δημοσίου. Η αποκαλούμενη νέα ελεύθερη αγορά ενέργειας, το κόστος εκπομπής ρύπων που εκτοξεύεται σε βάρος των πολιτών, ο περιορισμός των αδειοδοτήσεων και η μορφή του ενεργειακού μείγματος, επιβάλλονται με πολιτικές και όχι ορθολογικές αποφάσεις.
Στην Γερμανία μόλις το 24% του συνολικού ποσού του τιμολογίου, αποτελεί το κόστος που ορίζει ο πάροχος. Το υπόλοιπο επιμερίζεται σε κόστος δικτύου (24%), πρόσθετο φόρο ανανεώσιμων (20%), φόρο προστιθέμενης αξίας (16%), φόρο ηλεκτρικής ενέργειας (6%), εισφορά υποστήριξης (5%), εισφορά κάλυψης εξωχώριων κινδύνων (0,03%), πρόσθετο συνδυασμένο φόρο θέρμανσης και μονάδων παραγωγής (0,08%) και αντισταθμιστική εισφορά κόστους πίστωσης βιομηχανίας για χρεώσεις δικτύου (1,3%). Κατά τα άλλα, το πρόβλημα κατά την πρόεδρο της Κομισιόν πηγάζει από την επικίνδυνη κρίση που σοβεί στην αγορά ορυκτών καυσίμων!
Το πλέον οξύμωρο, πάντως, είναι το γεγονός ότι οι πολιτικοί της Ευρώπης υποστηρίζουν ανερυθρίαστα πως οι αγορές έχουν φιλελευθεροποιηθεί. Από την άλλη πλευρά, όμως, επιβάλλουν τεχνολογίες που επιλέγουν στο ενεργειακό μείγμα, μονοπωλούν και περιορίζουν τις αδειοδοτήσεις, απαγορεύουν τις επενδύσεις σε συγκεκριμένες τεχνολογίες ή αποβάλλουν άλλες και αυξάνουν συνεχώς τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων, περιορίζοντας δραματικά την προσφορά ενέργειας.
Άστοχες παρεμβάσεις
Οι παρεμβάσεις κατά της πυρηνικής ενέργειας και η μαζική στροφή στο φυσικό αέριο και τον λιγνίτη, με χειρότερο παράδειγμα την Γερμανία, συνδυάζεται με την απαγόρευση της ανάπτυξης εγχώριων πηγών φυσικού αερίου με την μέθοδο της υδραυλικής θραύσης (fracking). Οι παρεμβάσεις, επίσης, επιβάλλουν αναστολή λειτουργίας των υδατοδεξαμενών που τροφοδοτούν τις υδροηλεκτρικές μονάδες, οι οποίες αποτελούν ζωτική πηγή παραγωγής και μάλιστα με μηδενική σχεδόν εκπομπή ρύπων. Παρεμβατικά μέτρα επιβάλλονται, επίσης, για την αύξηση των εισφορών στην χειρότερη περίοδο, όπως και για την αύξηση της φορολογίας των πραγματικά αποδοτικών πηγών. Προκύπτει, επίσης, και ζήτημα διακοπής του προγράμματος των αγωγών, που επρόκειτο να υπερδιπλασιάσει τις διασυνδέσεις με την Γαλλία.
Οι πολιτικές ηγεσίες απαγορεύουν τις εξορύξεις λίθιου, μίας ζωτικής πρώτης ύλης για τις ανανεώσιμες πηγές, αλλά από την άλλη πλευρά φροντίζουν για την οικονομική καταπόνηση των πολιτών με πρόσθετους φόρους, ρυθμιζόμενες χρεώσεις και εισφορές που δεν σχετίζονται με κανένα τρόπο με την κατανάλωση. Στην πραγματικότητα η παρεμβατική πολιτική στην ενέργεια, επιβαρύνει τους Ευρωπαίους με διπλάσιο κόστος σε σχέση με τους Αμερικανούς, όχι μόνον στα τιμολόγια, αλλά και στην αγορά φυσικού αερίου.
Παράλληλα ο επίτροπος Μετάβασης στην Καθαρή Ενέργεια, Frans Timmermans, οι σύμβουλοί του και ο χορός των πολιτικών που τον ακολουθεί, εμφανίζονται να αγνοούν ότι απαιτείται δείκτης EROI (Energy Return On Energy Invested). Δηλαδή, η απόδοση ενέργειας προς την εισφερόμενη για την παραγωγή να είναι μεγαλύτερη του 7, ώστε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι σύγχρονες κοινωνίες.
Οι ηλιακοί συλλέκτες και η βιομάζα, ακόμα και με αποθήκευση ενέργειας έχουν δείκτη 4, οι ανεμογεννήτριες έχουν 16 και με αποθήκευση 4, ενώ οι συγκεντρωτικοί ηλιακοί με κάτοπτρα ή ανακλαστήρες έχουν δείκτη 19 και με αποθήκευση 9. Στο άλλο άκρο το φυσικό αέριο έχει δείκτη 28 που τον διατηρεί στην αποθήκευση, ενώ η πυρηνική ενέργεια έχει δείκτη 75, τον οποίο επίσης διατηρεί και στην αποθήκευση.
Πηγή: slpress.gr