Τό σύγχρονο ποδόσφαιρο ουδεμία σχέσει έχει μ΄ εκείνο τό αγνό άθλημα πού οί παλαιότεροι γνωρίσαμε. Τότε πού παίζανε οι ομάδες ποδόσφαιρο γιά μιά μπύρα, γιά ένα λουκούμι, καί γιά την τιμή τής φανέλας.
Τότε, οί περισσότεροι από εκείνους πού το παρακολουθούσαν δικαίως λεγόσαντε φίλαθλοι. Σήμερα, μέ τίς καταστροφές, τίς μαχαιριές, τίς φωτιές, τίς αισχρολογίες, καί τα πονηρά στοιχήματα μόνο "φίλαθλοι" δέν μπορούν νά λέγονται.
Από την άλλη πλευρά τώρα, οί εκάστοτε κυβερνήτες, είτε πολιτικοί είτε χουντικοί, συνήθεια έχουνε να κρατούνε τίς μάζες τού λαού αποχαυνωμένες σε ποδόσφαιρα καί "αγώνες" ώστε να μή σκέπτονται τήν καθημερινότητα καί να μή καταφεύγουν σε ξεσηκωμούς καί επαναστάσεις!
Είναι λοιπόν, ή δέν είναι, το ποδόσφαιρο "όπιο τού λαού" ;
Καί τί σχέσει έχουν οί Εθνικές ομάδες όταν οί παίκτες όλων αυτών είναι ξένοι; Γιά ποιά "Εθνική Ελλάδος" μιλάμε όταν οί περισσότεροι ανήκουν σε άλλες χώρες ;
Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα ( ; ) συναρπαστικό. Επαληθεύεται αυτό από το πλήθος που παρακολουθεί τους αγώνες εθνικούς και διεθνείς. Ως ομαδικό άθλημα σαφώς υπερτερεί από την αντισφαίριση επί εδάφους, άθλημα που επιχειρούν να καθιερώσουν ευρύτερα οι οικονομικά ισχυροί χωρίς όμως επιτυχία.
Μεγάλωσα απέναντι από ποδοσφαιρικό γήπεδο επαρχιακής πόλης. Εκείνα τα πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά έτη όλα ήταν δύσκολα αλλά συνάμα συναρπαστικά. Παιδιά εμείς μοιραζόμασταν το ίδιο γήπεδο, στο οποίο κατά Κυριακή αγωνιζόταν η τοπική ομάδα. Παρακολουθούσαμε τις προπονήσεις της με προπονητή κάποιον που προσφερόταν εθελοντικά να εξασκεί τους παίκτες. Κι εκείνοι φορούσαν τις στολές τους αφήνοντας κατά γης τα ρούχα τους.
Μην είχαν τάχα κάτι στις τσέπες τους, για να το κλέψουν; Κι όταν νικούσαν τους αντιπάλους ένα πιάτο φαγητού ή ένα γλύκισμα ήταν η αμοιβή τους. Γι’ αυτό όμως κατέβαλλαν όλες τους τις δυνάμεις, όπως και εμείς οι μικροί αντιμετωπίζοντας, στην έδρα μας πάντοτε, τους συνομηλίκους μας των άλλων γειτονιών.
Υπήρχε όμως κάτι που δεν μου άρεσε στην όλη ατμόσφαιρα...
Ήταν ο φανατισμός. Αυτός μετέτρεπε τάχιστα τους φιλάθλους σε τυφλωμένους οπαδούς. Ποια ή διάκριση; Ο φίλαθλος απολαμβάνει το θέαμα, χειροκροτεί κάθε καλή ενέργεια και, στο τέλος, εκείνον που στέφεται νικητής του αγώνα.
Ο οπαδός υποφέρει, καθώς διακαής πόθος του είναι να νικήσει η ομάδα του και μόνο. Τί κι αν είναι κατώτερη; Πρέπει να νικήσει. Πώς;
Με αντιαθλητικό παιχνίδι, με ψυχολογικό επηρεασμό των αντιπάλων και των διαιτητών, με δωροδοκία τέλος, αν ο αγώνας είναι βαθμολογικά κρίσιμος.
Αυτά τα χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου σε συνδυασμό με την προϊούσα εμπορευματοποίηση των πάντων μετέτρεψαν το ποδόσφαιρο από ερασιτεχνικό σε επαγγελματικό!
Όμως σε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, η οποία οργανώνεται από ιδιώτες, εμφιλοχωρεί το πάθος του κέρδους. Ίσως κατά καιρούς να εμφανίστηκαν «Μαικήνες» του ποδοσφαίρου, οι οποίοι φάνηκαν να στηρίζουν οικονομικά κάποιες ομάδες.
Ας μην αμφιβάλλουμε για το ότι τα κέρδη τους υπήρξαν πολλαπλάσια της προσφοράς τους, έμμεσα πλην σαφώς κέρδη.
Ο διοικών μεγάλη ποδοσφαιρική ομάδα αποκτά πολιτική δύναμη, δύναμη που απορρέει από το πλήθος των τυφλωμένων οπαδών της, αυτών που θεοποιούν την ομάδα τους και αναγράφουν επιβεβαιωτικά συνθήματα στους τοίχους, που τη συνοδεύουν σε κάθε εκτός έδρας αναμέτρηση, που αγοράζουν, ακόμη και με στερήσεις, τα εισιτήρια όλων των αγώνων της χρονιάς προκαταβολικά!
Αυτοί είναι που δημιουργούν πολεμική ατμόσφαιρα στο στάδιο ώρες πριν από την έναρξη τους αγώνα, που μεθούν και προκαλούν τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, που συμπλέκονται μαζί τους, παρά τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, που καταστρέφουν τα πάντα σε περίπτωση ατυχούς αποτελέσματος του αγώνα εντός και εκτός γηπέδου.
Αυτοί αποτελούν τα τάγματα εφόδου, για τα οποία ουδείς πολιτικός τολμά να εκφέρει κρίση! Τι κρίση να εκφέρει, αφού οι ψήφοι των εμπαθών είναι πολύτιμες!
Πώς να εναντιωθεί στη δύναμή τους και να ψηφίσει κατά της παραγραφής χρεών της ομάδας – λατρείας πλήθους οπαδών. Της ομάδας εμπορικής επιχείρησης, η οποία δαπανά υπέρογκα ποσά για την αγορά ποδοσφαιριστών διεθνούς κλάσεως και ικανότατου χρυσοπληρωμένου προπονητού.
Ο οπαδός δεν θέτει στον εαυτό του το ερώτημα: Θα βγάλει ο πατέρας μου εργαζόμενος όλη του τη ζωή, όσα το είδωλό μου απολαμβάνει σε ένα μήνα; Πώς να πάψει το Κράτος να προστατεύει με άνδρες των σωμάτων ασφαλείας ιδιωτικές συναθροίσεις; Πώς να υπολογίσει επακριβώς τις φθορές σε δημόσια περιουσία; Μπορεί να μη συμφωνούν ούτε και στα αμυντικά ζητήματα στη Βουλή, στα ποδοσφαιρικά κατά κανόνα ομονοούν. Και ενώ έντονη είναι η επιχείρηση εθνικού αποχρωματισμού των λαών, εντείνονται όμως περιέργως οι διεθνείς αναμετρήσεις μεταξύ χωρών.
Σ’ εκείνες των ομάδων έχουμε αναμετρήσεις χρυσοπληρωμένων μισθοφόρων, στις άλλες όμως των εθνικών ομάδων διακυβεύεται, όπως πιστεύεται, το εθνικό γόητρο. Άλλωστε οι οπαδοί είναι πλέον σχεδόν οι μόνοι που ξεχύνονται με το εθνικό μας σύμβολο στους δρόμους μετά από κάθε επιτυχία της ομάδας μας!
Τότε και μόνον τότε κάποιοι δηλητηριασμένοι και δηλητηριώδεις διεθνιστές βρίσκουν αφορμή να χλευάσουν και να ειρωνευτούν αυτούς και τη σημαία μας!
Κατά την περίοδο της πλαστής ευμάρειάς μας διαθέσαμε και εμείς σημαντικά ποσά για την ανάδειξη του αθλήματος. Καταφέραμε μάλιστα να κατακτήσουμε και ευρωπαϊκό τίτλο! Κατακτήσαμε και άλλους τίτλους όπως σε διεθνείς διαγωνισμούς μαθηματικών, φυσικής και αστρονομίας. Αυτοί όμως ουδόλως προβλήθηκαν! Ήταν χωρίς νόημα για την εθνική μας υπερηφάνεια!
Το ποδόσφαιρο και η καλαθοσφαίριση αντιπροσωπεύουν τον νέο ελληνισμό. Για μικρό διάστημα επεκταθήκαμε και σε άλλα αθλήματα, όπως στίβου και άρσης βαρών, καθώς μας επέτρεπε ο αλόγιστος δανεισμός να σπαταλούμε για ειδικά σκευάσματα, ως τότε κτήμα μόνο των οικονομικά ισχυρών χωρών.
Έσβησαν τα φώτα των αγώνων και απομείναμε τώρα άνεργοι και πεινασμένοι, γι’ αυτό και αποστέλλουμε στα πέρατα της γης τους επιστήμονές μας, που μόχθησαν για τις σπουδές τους οι γονείς και δαπάνησε το Κράτος μας.
Το άκρως θλιβερό πάντως είναι η συμμετοχή στον άνισο ανταγωνισμό, που μόνο ευγενής άμιλλα δεν είναι, χωρών που οι λαοί τους πεινούν.
Πόσο έχασε ο Μαντέλα, που είχε καταστεί παγκόσμιο ίνδαλμα αγωνιστού για τα δίκαια του λαού του, όταν, ως πρόεδρος πλέον της χώρας του, εισήλθε στον πειρασμό να διοργανώσει και στη χώρα του διεθνείς αγώνες. Και ο κατήφορος συνεχίζεται.
Ήρθε και η σειρά της Βραζιλίας, χώρας που η γη ανήκει σε πολύ λίγους μεγαλοκτηματίες και οι πολλοί εξαναγκάζονται σε εσωτερική μετανάστευση για ένα μεροκάματο. Χώρας, όπου οι άπληστοι του κεφαλαίου πειραματίζονται σε αχανείς εκτάσεις με καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων φυτών, με τα οποία, ισχυρίζονται, ότι θα λύσουν το πρόβλημα της πείνας!
Χώρας, όπου το ποδόσφαιρο έχει θεοποιηθεί με την ανάδειξη από τις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων σπουδαίων ποδοσφαριστών, που διέπρεψαν ως μισθοφόροι σε ομάδες όχι και τόσο πλουσίων χωρών, όπως η Ισπανία. Βέβαια θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί: Και ποιο άλλο όνειρο μπορεί να έχει ο σύγχρονος Βραζιλιάνος από του να δει τον γυιό του διάσημο ποδοσφαιριστή και την κόρη του βασίλισσα στο καρναβάλι του Ρίο;
Ο Μαρξ είχε τονίσει ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Από τότε που οι κοινωνικές εξελίξεις επέφεραν τον μετριασμό της επιρροής της θρησκευτικής πίστης στις δυτικές κοινωνίες, ανεπτυγμένες και υπανάπτυκτες οικονομικά, υπερεπλεόνασαν τα πάσης φύσεως ναρκωτικά και όχι μόνο εκείνα, που συνήθως έτσι αποκαλούνται, φυτικά ή χημικά σκευάσματα.
Το ποδόσφαιρο κατέχει κυρίαρχη θέση μεταξύ αυτών. Και συμβαίνουν αυτά, επειδή οι θρησκευτικοί ηγέτες «μοχθούν» καθημερινά να μη διαψευσθεί ο Μαρξ!
Απόστολος Παπαδημητρίου
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»