«Σκοτῶστε μας καί γράψετε κι’ ἐμᾶς τόν σκοτωμόν μας.
Μά τοῦτοι οὗλ’ οἱ σκοτωμοί, ἔν οὗλοι γιά κακόν σας».
(Βασίλης Μιχαηλίδης)
Σαράντα χρόνια πέρασαν ἀπό τήν 20ή Ἰουλίου 1974, τήν θλιβερή ἡμέρα πού τό βάρβαρο πόδι τοῦ «Ἀττίλα» πάτησε τά ἁγιασμένα χώματα τῆς Κύπρου καί αἱματοκύλησε τό ὄμορφοἙλληνικό νησί, ἐξαἰτίας τῶν ὑποχθονίων σχεδίων τῶν μισελλήνων ξένων δυνάμεων, ἀλλά καί τῶν λαθῶν τῶν ἡμετέρων, ὅπως εἶναι ἡ διχόνοια, πού πάντοτε ὡδήγησε τό Ἔθνος μας σέ ὀδυνηρές περιπέτειες.
Ἔσφαξαν, κρέμασαν, βίασαν, σκότωσαν μέ ὅποιο ἄλλο τρόπο, καί ὡδήγησαν στήν σκλαβιά τούς ἀδελφούς μας Κυπρίους τοῦ βορείου τμήματος τῆς νήσου. Ἔκαναν πρόσφυγες τούς σεμνούς καί τίμιους ἀδελφούς μας, πού ἐπί αἰῶνες κατοικοῦσαν τό πανέμορφο νησί. Ἀπολογισμός... 200.000 πρόσφυγες, 4.000 νεκροί, 1619 ἀγνοούμενοι.
Ρήμαξαν τίς Ἐκκλησιές καί ξεθεμέλιωσαν Προσκυνήματα, ἔκαψαν Μοναστήρια καί μετέτρεψαν Ἁγιάσματα, σέ σταύλους, ἀποθῆκες, κέντρα διασκεδάσεως καί ἁμαρτίας, ἀκόμη καί σέ δημόσια οὐρητήρια.
Σαράντα χρόνια μετά, παραμένει σκλαβωμένο τό ὡραιότερο μέρος τῆς μεγαλονήσου Κύπρου καί οὐδεμία δικαίωση ἐπῆλθε γιά τά φοβερά ἐγκλήματα, τά ὁποῖα ἔλαβαν χώρα εἰς βάρος τῶν Ἑλλήνων Κυπρίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, καί δή εἰς βάρος τοῦ ἀμάχου πληθυσμοῦ τῶν ἡλικιωμένων, τῶν γυναικῶν καί τῶν μικρῶν παιδιῶν. Ὅλα διεπράχθησαν μέ αἰσχίστης μορφῆς βαρβαρότητα, τῇ ἀνοχῇ τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, οἱ ὁποῖες ἐκώφευσαν, ἤ μᾶλλον ὑπέθαλψαν τό μεγίστης αἰσχύνης, γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, φρικῶδες ἔγκλημα πού συνετελέσθη στό νησί τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα.
Φρικωδέστερο ὅλων εἶναι τό ἔγκλημα τῶν ἀγνοουμένων, οἱ ὁποῖοι ὡδηγήθηκαν σέ τόπους ἀγνώστους, χωρίς ποτέ νά πληροφορηθῇ κάποιος γιά τήν τύχη τους. Ἔφυγαν οἱ γονεῖς τους μέ τόν ἀβάσταχτο πόνο καί καϋμό, κρατῶντας στό στῆθος τους τήν φωτογραφία τῶν παιδιῶν τους. Ζοῦν ἀκόμη μέ τήν ἀγωνία οἱ γυναῖκες, τά παιδιά τους καί τά ἀδέλφια τους.
Σαράντα χρόνια μετά τήν Τουρκική εἰσβολή, φέρομε στό νοῦ μας, τούς ἥρωες τοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνος τοῦ 1955-1959. Νοερά βρισκόμαστε μαζί μέ τούς Κυπρίους ἀδελφούς μας στό βουνό τοῦ Μαχαιρᾶ καί δάκρυ τιμῆς προσφέρομε στόν σταυραετό τῆς λευτεριᾶς, τόν λεβεντόψυχο, τόν «ὡς χρυσόν ἐν χωνευτηρίῳ» δοκιμασθέντα, τόν ἡλιοπρόσωπο, τόν μάρτυρα Γρηγόρη Αὐξεντίου, καί ἀκοῦμε τήν μάνα τοῦ ἥρωα νά λέγῃ στό παιδί της:
«Ξύπνα Γληόρη μου νά δῇς πού κόντεψεν ἡ νίκη...»
Καί μέ τήν περηφάνεια ἡρωίδος μάνας Ἑλληνίδος, νά καυχᾶται γιά τόν λεβέντη γυιό της:
«Χαλάλιν τῆς πατρίδος μου ὁ γυιός μου, ἡ ζωή του,
τζι’ ἀφοῦ ἔν παραδόθηκεν
τζι’ ἔμεινεν τζιαί σκοτώθηκεν,
ἄς ἔσιῃ τήν εὐτζιήν μου».
Σαράντα χρόνια μετά τήν τραγωδία τοῦ 1974, προσκυνοῦμε στά «Φυλακισμένα Μνήματα» τά ἅγια χώματα, πού κλείνουν μέσα τους τά ἱερά καί περήφανα κόκκαλα τῶν παλληκαριῶν τῆς Ε.Ο.Κ.Α., πού ἀγωνίστηκαν ἐνάντια στήν Ἀγγλική τυραννία, καί τούς βλέπομε μέ τῆς ψυχῆς μας τά μάτια, μέ πρῶτο τό παλληκάρι μέ τό ἀγέρωχο παράστημα, τόν ἥρωα μαθητή, τόν ὀλίγα μέν ἔτη ζήσαντα, τήν δέ Κύπρον καί τόν κόσμον ὅλον, ἡρωισμῷ πλουτήσαντα, τόν Παλληκαρίδη δηλαδή, τόν δεκαοχτάχρονο Εὐαγόρα... τούς βλέπομε λοιπόν,
«Νά χαιρετοῦν τόν ἥλιο καί τήν ξαστεριά,
νά χαιρετοῦν τήν ἄνοιξη καί τήν ἐλευτεριά,
μέσα ἀπό τῆς ἀγχόνης τό βαρύ σχοινί,
μέσα ἀπό τοῦ θανάτου τήν καταπακτή».
Καί παρακάτω, βαδίζοντας στά χνάρια ἐκείνων, ἀναπαύονται ἥσυχα, γαλήνια, μέ μιά κραυγαλέα σιωπή, τά παλληκάρια πού ἔπεσαν τό 1974, ὑψώνοντας στήν Μακεδονίτισσα τύμβο ἀγάπης γιά τήν Πατρίδα καί στήνοντας τρόπαια προσφορᾶς καί θυσίας γιά τήν λευτεριά τῆς Κύπρου.
Παρηγοριά μας τοῦ Κύπριου ποιητή τά λόγια:
«Ἤτουν βουλή ’πού τόν Θεόν γιά νά γενῇ κι’ ἐγίνην...
Σκοτῶστε μας καί γράψετε κι’ ἐμᾶς τόν σκοτωμόν μας.
Μά τοῦτοι οὗλ’ οἱ σκοτωμοί, ἔν οὗλοι γιά κακόν σας».
Σαράντα χρόνια μετά, μέ πόνο ψυχῆς καί δάκρυα στά μάτια, ἀσπαζόμαστε τίς πλάκες τῶν μαρτυρικῶν τάφων καί μνημείων, τούς σταυρούς, τά ἰκριώματα καί τίς ἀγχόνες τῶν πολλῶν καί δόξῃ ἠγλαϊσμένων, τῶν εὐκλεῶν ἡρώων τῆς Κύπρου μας, μεταξύ τῶν ὁποίων σήμερον χαίρονται πολλά Πατρινόπουλα καί Ἀχαιῶν ἀγωνιστῶν πληθύς. Τούς τάφους αὐτῶν γονυπετεῖς προσκυνοῦμε καί τούς ἀγωνιστάς μακαρίζομε. Κατασπαζόμεθα τά ἡρωικά παιδιά μας, τόν ὑπολοχαγό Νικόλα Κατούντα, τόν ἡρωικό δεκανέα Χρῖστο Γρίβα, τόν Χρῖστο Γκαβό, τόν Κωνσταντῖνο Ἀντωνόπουλο, τόν Γιώργη Μαρτζάκλη, τόν Ἀλέξη Χριστόπουλο καί ὅσους ἄλλους, πού τά ἀδέλφια τους στήν Πάτρα, περήφανα τούς κλαῖνε ἤ τούς καρτεροῦν μέ πόνο, ἐπαναλαμβάνοντας μέ σεμνή ὑπερηφάνεια:
«Πάντοτε νά τόν καρτερῇς ἐκεῖνον πού σοῦ λείπει».
Ἀπό τόν Ναό τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου τῶν Πατρῶν καί ἐνώπιον τῆς ἁγίας του Κάρας καί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Μαρτυρίου του, ἐμεῖς οἱ Πατρινοί τοῦ σήμερα, διαβεβαιοῦμε τούς ἀδελφούς μας Κυπρίους, ὅτι ὁ ἴδιος παλμός ὑπάρχει στίς καρδιές μας μέ ἐκεῖνον πού δονοῦσε τίς καρδιές τῶν νέων, πού τό 1955 ξεχύθηκαν στούς δρόμους τῆς Ἀχαϊκῆς πρωτευούσης σάν ἕνα ποτάμι λευτεριᾶς, διατρανώνοντας τήν Ἑλληνικότητα τῆς Κύπρου καί τήν ἀπόφασή τους νά θυσιασθοῦν γιά τήν ἐλευθερία της.
Ποιός μπορεῖ νά λησμονήσῃ τίς παλλαϊκές συγκεντρώσεις, μέ ἐπικεφαλῆς τήν ἡγεσία τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας καί πρωτοπόρα τά νειάτα τῶν Πατρῶν, πού μέ ἐθνικό παλμό καί σφρίγος ἀγωνιστικό ἔδωσαν μαρτυρία ὑπέρ τῶν δικαίων τῆς Κύπρου μας;
Τόν παρελθόντα Ὀκτώβριο, κατόπιν αἰτήματος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου, συνωδεύσαμε τήν χαριτόβρυτο Κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στήν Κύπρο, ὅπου πλήθη Λαοῦ, μέ ἐπικεφαλῆς τήν Ἐκκλησιαστική καί Πολιτική Ἡγεσία, ὑπεδέχθησαν τόν Πρωτόκλητο Ἀπόστολο τοῦ Κυρίου.
Ἐκεῖ μᾶς ἐδόθη ἡ εὐκαιρία, νά διακηρύξωμε τήν διαρκῆ ὑποστήριξη τοῦ Πατραϊκοῦ Λαοῦ πρός τούς Κυπρίους ἀδελφούς μας, τήν ἀγάπη μας γιά τήν Κύπρο καί τήν συμπαράστασή μας στόν ἱερό ἀγῶνα γιά τήν ἐπανένωσή της καί τήν ἀπελευθέρωση τοῦ σκλαβωμένου τμήματός της.
Μᾶς ἐδόθη ἐπίσης ἡ εὐκαιρία νά περπατήσωμε στόν κατεχόμενο καί αἱματοβαμμένο τόπο, νά δοῦμε τίς ρημαγμένες Ἐκκλησιές καί τά κατεστραμμένα Ἱερά Θυσιαστήρια. Νά προσκυνήσωμε, κάτω ἀπό τό ἄγρυπνο βλέμμα τοῦ Τούρκου κατακτητή, στό σκλαβωμένο Μοναστήρι τοῦ Πρωτοκλήτου τῶν Ἀποστόλων, στήν μαρτυρική «Χερσόνησο τῶν Ἁγίων», στήν Καρπασία, καί νά συνομιλήσωμε μέ τόν ἥρωα Παπα-Ζαχαρία καί τούς ἐναπομείναντες ἐγκλωβισμένους, πού ἀρνοῦνται πεισματικά νά ἐγκαταλείψουν τόν δικό τους ἁγιασμένο τόπο. Ἀλήθεια, τούς θαυμάζει κανείς, γιατί δέν ἀνταλλάσσουν τό σέβας τους στά ἱερά καί τά ὅσια καί τήν ἀγάπη τους στήν Πατρίδα ἀντί πινακίου φακῆς.
Ἐμεῖς σήμερα ἀπό τήν Πάτρα, διακηρύττομε ὅτι ἀποτελεῖ ἐντροπή γιά τόν κόσμο (δέν θά εἴπω τόν πολιτισμένο) ἡ μή ἐπίλυση τοῦ χρονίζοντος, ὡς μή ὤφελεν, προβλήματος τῆς Κύπρου, πού προβάλλει ὡς ἐπικίνδυνο μελάνωμα στό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητος.
Δέν ἦτο ποτέ δυνατόν νά φαντασθῇ κανείς, ὅτι ἐνῷ ἔχομε περάσει στήν δεύτερη δεκαετία τοῦ 21ου αἰῶνος, θά ἐφαρμόζωνται ἀκόμη τακτικές ἀδικίας καί βαρβαρότητος εἰς βάρος ἑνός πολιτισμένου Λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἰς οὐδέν ἔπταισεν, ὥστε νά ὑφίσταται μυρίας ταλαιπωρίας καί πολυώδυνα βάσανα.
Ἀδελφοί μας Κύπριοι, ὅσοι κοσμεῖτε μέ τήν ὡραία παρουσία σας τήν πόλη τοῦ Πρωτοκλήτου, καί οἱ ἐν τῇ μαρτυρικῇ Κύπρῳ ζῶντες καί πεισματικῶς καί ἑλληνοπρεπῶς ἀγωνιζόμενοι γιά τά δίκαια τῆς Πατρίδος σας, τῆς Κύπρου μας, καί ὅσοι εἰς ὅποιο μέρος τῆς γῆς εὑρίσκεσθε, μᾶς συγκινεῖτε μέ τήν προσήλωσή σας στά ἅγια τοῦ Γένους μας καί τῆς ἐνδόξου Φυλῆς μας.
Ὁ ἀγώνας σας θά ἐπιφέρῃ καρπούς, ἀφοῦ ποτίζετε μέ συνέπεια τό δένδρο πού εὐσκιόφυλλο θά δροσίσῃ τά παιδιά σας, στά ὁποῖα παραδίδετε τήν ἱερά παρακαταθήκη καί σκυτάλη τῶν ἱερῶν ἀγώνων. Θαυμάζομε τήν γεμάτη ἡρωισμό καρδιά σας καί ἑνώνομε τά δάκρυά μας καί τίς προσευχές μας μέ τά δικά σας πονεμένα δάκρυα καί τίς θερμές πρός τόν Θεόν εὐχές καί λιτές σας, γιά τήν λευτεριά τῆς κατεχομένης Κύπρου, γιά τήν δικαία ἐπίλυση τοῦ Κυπριακοῦ ζητήματος.
Στό διάβα τῶν αἰώνων τό Γένος μας πολλά ὑπέστη, ὅμως ποτέ δέν ἐλύγισε. Αὐτή ἡ ἀλήθεια ἔγινε τραγούδι καί ἀπάντηση στούς βαρβάρους, πού κατά καιρούς ἠθέλησαν νά συλήσουν τά ὅσια καί ἱερά μας:
«Τήν Ρωμηοσύνη μήν τήν κλαῖς,
ἐκεῖ πού πάει νά σκύψῃ,
μέ τό σουγιά στό κόκκαλο,
μέ τό λουρί στό σβέρκο,
νά τη πετιέται ἀπό ’ξαρχῆς
κι’ ἀντριεύει καί θεριεύει
καί καμακώνει τό θεριό
μέ τό καμάκι τοῦ ἥλιου»
(Γιάννης Ρίτσος)
Ἐξ ἄλλου εἶναι νωπή καί θά παραμένῃ πάντοτε ἐπίκαιρη ἡ φωνή τοῦ ἀοιδίμου ἐθνομάρτυρος Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ (†1821), πού ἔρχεται ἀπό τό βάθος τοῦ χρόνου, ποιητικά διασκευασμένη ἀπό τόν ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη:
«Ἡ Ρωμηοσύνη ἔν φυλή συνότζιαιρη τοῦ κόσμου.
Κανένας δέν εὑρέθηκε γιά νά τήν ἰξιλείψῃ.
Κανένας γιατί σιέπει την πού τἄψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμηοσύνη ἔν νά χαθῇ ὅντας ὁ κόσμος λείψῃ.
Σφάξε μας οὕλους κι’ ἄς γενῇ τό γαῖμαν μας αὐλάκιν,
κάμε τόν κόσμον μακελλειόν καί τούς Ρωμηούς τραούλλια,
ἀμμά ’ξερε πώς ἴλαντρον ὄντας κοπῇ καβάκιν
τριγύρω του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Τό ’νίν ἀντάν νά τρώ’ τήν γῆν, τρώει τήν γῆν θαρκέται,
μά πάντα κεῖνον τρώεται καί κεῖνον καταλυέται».
Πηγή: http://i-m-patron.gr