Μεταξύ του 1922 και σήμερα το ελληνικό κράτος έχει λειτουργήσει ως ο ιδανικός αυτόχειρας σε μία δέσμη ζητημάτων που άπτονται των εθνικών του συμφερόντων. Πουθενά αλλού όμως δεν έχει απογυμνωθεί τόσο η ανεπάρκεια και η υποχωρητικότητα των πολιτικών που έχουν εφαρμοσθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις όσο στην περίπτωση της Θράκης.
Μάλιστα, όσο τείνουμε να προσφωνούμε το φαινόμενο με τον όρο «Θρακικό» τόσο το αυτονομούμε στη συνείδησή μας ως κάτι το οποίο είναι «διεκδικήσιμο». Η εξελικτική πορεία των λαθών που έχουν συντελεστεί στο διάβα της σύγχρονής μας ιστορίας ενέχει μία τραγικότητα η οποία όμως με τα κατάλληλα μέτρα ακόμα και τώρα είναι δυνατόν να αναστραφεί.
Το πρώτο (και διαχρονικό) λάθος έγκειται στην αδικαιολόγητη παρουσία του τουρκικού προξενείου στην περιοχή. Στα σύγχρονα έθνη – κράτη «λαός» είναι αυτός που δύναται χωρίς κανένα περιορισμό να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα και να συν – αποφασίζει για τη μοίρα του έθνους. Οι μουσουλμάνοι της Θράκης χαίρουν όλων αυτών των δικαιωμάτων αφού είναι Έλληνες πολίτες και καμμία διάκριση δεν υφίσταται μεταξύ αυτών και των χριστιανών Ελλήνων πολιτών. Έλληνες χριστιανοί και Έλληνες μουσουλμάνοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Αιτήματα ειδικής μεταχείρισης λοιπόν, λειτουργούν προς την κατεύθυνση της αυτονόμησης πέραν των προβλεπόμενων από το νόμο διατάξεων περί τοπικής αυτοδιοίκησης και στρέφονται κατά της εθνικής κυριαρχίας. Έτσι, ουδεμία παρέμβαση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή και ουδεμία ανάμειξη της Τουρκίας στα θέματα των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης δεν νοείται.
Το δεύτερο λάθος συνετελέσθη όταν το ήμισυ των χριστιανών προσφύγων απεχώρησε από τη Θράκη αντί να καατσκευασθούν για αυτούς νέες εστίες από το Ελληνικό Κράτος. Η μεγαλύτερη παρουσία Χριστιανών στην περιοχή θα καταδείκνυε το κοινό στοιχείο που θα ένωνε τους πληθυσμούς της περιοχής, ήτοι την Ελληνικότητα. Αντίθετα, όταν αφήνεται εις το διηνεκές μία περιοχή να εμφορείται από διακριτά χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με τη γεωγραφική εγγύτητα στην Τουρκία είναι και πιο εύκολο να δημιουργήσει μία νέα ταυτότητα.
Το τρίτο λάθος που διαπράχθηκε ήταν η εσφαλμένη αντίληψη από τις ελληνικές κυβερνήσεις ότι δήθεν έπρεπε να υπάρξει διάκριση εντός του ελληνικού μουσουλμανικού πληθυσμού ανάλογη με τους εσωτερικούς διαχωρισμούς στην Τουρκία. Επιχειρήθηκε εκ μέρους των Ελληνικών Κυβερνήσεων δηλαδή η ενίσχυση του «Κεμαλικού Πνεύματος» εντός του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης έναντι του Ισλαμιστικού – Θεοκρατικού ρεύματος στα πλαίσια των «καλών διακρατικών σχέσεων με την Τουρκία» αφού προκρίθηκε ότι ο Κεμαλικός παράγων στην γείτονα είναι πιο «ορθολογικός και νεωτερικός».
Δεν είμαι από τους θιασώτες εκείνους που υποστηρίζουν ότι με την απαρχή των βίαιων γεγονότων που συνέβησαν στην Πόλη θα έπρεπε η Ελληνική Κυβέρνηση να προχωρήσει σε άμεσα αντίποινα. Όμως δεν μπορεί να παραγνωρισθεί ότι το τέταρτο λάθος των Ελληνικών Κυβερνήσεων (που συνδέεται με το τρίτο) ήταν η επίσημη ανοχή στις συντονισμένες προσπάθειες του Τουρκικού Κράτους σε αγαστή συνεργασία με το Τουρκικό Προξενείο να εκτουρκίσουν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Ο εκτουρκισμός των μουσουλμάνων της Θράκης εκκινά αμέσως μετά τη σύναψη της συνθήκης της Λωζάννης όπου εκδιώκονται παλαιομουσουλμάνοι για να ευνοηθεί όπως πρανεφέρθη η «κεμαλική συνιστώσα».
Το χαρακτηριστικότερο εκ των τερατουργημάτων όμως αποτελεί η αντιμετώπιση από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις των Πομάκων και των Ρωμά. Στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής υστερίας οι Πομάκοι θεωρήθηκαν εν δυνάμει Βούλγαροι και επειδή η Τουρκία ήταν μαζί με τη χώρα μας μέλη του ΝΑΤΟ θεωρήθηκε προτιμότερο να ενταχθούν στην τουρκική σφαίρα επιρροής αφού η Βουλγαρία αποτελούσε εκείνη την εποχή δήθεν ισχυρότερο κίνδυνο. Η λανθασμένη εκείνη λογική οδήγησε στην υπογραφή των αυτοκτονικών μορφωτικών πρωτοκόλλων του 1951 και του 1968 με τα οποία διεπράχθη εκτουρκισμός των Πομάκων από το ίδιο το Ελληνικό Κράτος!
Ούτε οι Ρωμά βέβαια δεν γλύτωσαν από την «ελληνοτουρκική φιλία». Έτσι, το πάγιο αίτημα της Τουρκίας για γλωσσικό εκτουρκισμό έγινε επί της ουσίας δεκτό κατά τη δεκαετία του 1950 όταν Τούρκοι δάσκαλοι εγκαταστάθηκαν στην Θράκη για να διδάξουν στα μειονοτικά σχολεία. Τα αλλεπάλληλα αιτήματα των Πομάκων για Ελληνική δημόσια παιδεία προσέκρουαν πάντα στο αδιάφορο και φοβικό Ελληνικό Κράτος. Αντίθετα, ο τουρκικός μηχανισμός λειτουργούσε με αποτελεσματικότητα αφού κατασκεύαζε νέες πολιτισμικές οντότητες εντός των πεδινών χωριών μέσω των μικτών οικισμών. Η τουρκική πολιτική στην περιοχή λειτουργούσε με τρομοκρατικό τρόπο: επέβαλλε εμμέσως την αποποίηση της ταυτότητας του Πομάκου και του Ρωμά έναντι της τουρκικής, για να ανέλθει κάποιος κοινωνικο – οικονομικά. Όσοι δε από τους πρώτους τολμούσαν να διατηρήσουν την ιδιοπροσωπεία τους τέθηκαν στο περιθώριο.
Από τη δεκαετία του 1990 και εντεύθεν, η τουρκική πολιτική όχι μόνον δεν υποχώρησε αλλά εντάθηκε. Η δε Ελληνική πολιτεία ήδη από τη δεκαετία του 1980 είχε προσχωρήσει στη λογική του «πολιτικού κόστους». Το τουρκικό προξενείο πλέον προσκαλείτο επισήμως να παρευρίσκεται σε δημόσιες εκδηλώσεις από τους ίδιους τους Έλληνες δημοτικούς και περιφερειακούς άρχοντες την ίδια στιγμή που συνέχιζε τη διαδικασία εκτουρκισμού. Μία από τις πλέον προσφιλείς μεθόδους του ήταν (και εξακολουθεί να είναι) η χρηματική αρωγή στους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς ούτως ώστε να εγκαταστήσουν στις οικίες τους δορυφορικά πιάτα μέσω των οποίων η τουρκική γλώσσα και ιδεολογία προπαγανδίζονται σε καθημερινή βάση. Οι τουρκόφωνες εφημερίδες δίχως καμία πρόφαση προπαγάνδιζαν το σύνθημα «όποιος δηλώνει Πομάκος ή Ρωμά θα…εκχριστιανισθεί». Οι δε πρόσφατες εκλογές μας δείχνουν ότι τα φαινόμενα απόσχισης εντείνονται.
Κατά αυτόν τον τρόπο, τα όσα συμβαίνουν στη Θράκη πρέπει να τα εξετάσει κανείς κάτω από το πρίσμα της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής. Το Ελληνικό Κράτος από τις διαπραγματεύσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου - Κεμάλ και επέκεινα υιοθέτησε το καλούμενο «αποτρεπτικό» δόγμα με διάφορες διακυμάνσεις. Οι μικρές αλλαγές που έχουν επιχειρηθεί στο διάβα του χρόνου όπως η πιθανή αποδοχή της Τουρκίας εκ μέρους της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να πιστοποιηθεί στη χώρα μας ο ρόλος του σταθεροποιητή στον Νοτιοανατολικό τομέα φυσικά και δεν καταδεικνύουν οργανωτικό συντονισμό και προσαρμοστικότητα εν αναλογία των διεθνών εξελίξεων.
Υπό αυτήν την έννοια, θα έπρεπε να είχε προβληματίσει χρόνια τώρα τους ιθύνοντες στο Υπουργείο Εξωτερικών η απαρχή ενός διαλυτικού φαινομένου. Και αυτό δεν είναι άλλο από την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου. Η εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης σε μικρές πληθυσμιακές ομάδες εντός των εθνικών κρατών δημιούργησε ένα προηγούμενο. Παρόμοιες υπεραπλουστεύσεις δεν χωρούν στο Ουκρανικό ζήτημα, αλλά πάντως, την αρχή της αυτοδιάθεσης επικαλούνται εκείνοι που θέλουν να αποσχισθούν. Με επιφύλαξη, ο αναλυτής πρέπει να το κατατάξει ως ένα δεύτερο ορόσημο. Κοινή συνισταμένη και των δύο δε, αποτελεί η προϋπόθεση εξωτερικής επέμβασης από ένα ισχυρότερο κράτος.
Το νεορεαλιστικό υπόδειγμα δεν υπόκειται σε ιδεολογήματα ουτοπιστικά. Περιγράφει ότι τα έθνη - κράτη, οι ανεξάρτητες οντότητες δηλαδή, έχουν συμφέροντα, έχουν αξιώσεις. Έθνη που δεν διεκδικούν τίποτα λοιπόν όπως το δικό μας αναπόδραστα θα περιφεριοποιηθούν, ήτοι οι επιλογές τους δεν θα συναρτώνται μόνον από τις μεγάλες δυνάμεις αλλά και από χώρες οι οποίες είναι περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία.
Η Ελλάδα εάν θέλει να επιβιώσει ως δρώντας που έχει ανεξαρτησία στις επιλογές του οφείλει να οργανώσει μια πολύ σημαντική task force αποκλειστικά ελληνικής εποπτείας, με την αξιοποίηση Ελλήνων και ξένων έμπειρων ειδικών για την οργάνωση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας ή την πλήρη αναδιοργάνωση της ΕΥΠ και των υπηρεσιών ασφαλείας των Ενόπλων Δυνάμεων. Ετσι ώστε να δοθούν εγγυημένες λύσεις στη δραστηριότητα ξένων μυστικών υπηρεσιών, ειδικά της Τουρκίας στη Θράκη, αλλά και σε ολόκληρη την Επικράτεια. Οι Πομάκοι και οι Ρωμά πρέπει να επιδοτηθούν με τη δημιουργία σχολείων που θα διδάσκουν καθαρά την ελληνική γλώσσα. Η Θράκη μας καλεί και δεν χωρά άλλη αναβολή. Ας το καταλάβουμε.
Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά