Τα τελευταία γεγονότα στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κυπριακής Δημοκρατίας εκ μέρους της Τουρκίας απετέλεσαν το έρεισμα για την ομιλία μου αυτή, βασιζόμενη στο Θετικό Διεθνές Δίκαιο και ιδιαίτερα στο Δίκαιο της θάλασσας.
Οι γνωστές τουρκικές ενέργειες μίας απροκάλυπτης παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ αυτής, δεν έχει προηγούμενο και αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την ιμπεριαλιστική και επεκτατική πολιτική της Τουρκίας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση της Ελλάδος αφού οι πάντες γνωρίζουν ότι ναι μεν πρόκειται για δύο ανεξάρτητα κράτη, πλην όμως λόγω της κοινής εθνικής καταγωγής και ιστορίας των δύο κρατών, κάθε τουρκική επιθετική ενέργεια προς το ένα εκ των δύο αυτών ανεξαρτήτων κρατών συνιστά εκ των πραγμάτων μία επιθετική ενέργεια και εναντίον του άλλου.
Επίσημο από πλευράς Διεθνούς Δικαίου νόμιμο και ανεξάρτητο κράτος αναγνωρισμένο από όλα τα κράτη, – και τον οργανισμό Ηνωμένων Εθνών – με εξαίρεση την Τουρκία, αποτελεί η Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας ένα μεγάλο μέρος της βρίσκεται υπό την τουρκική κατοχή μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η οποία βρήκε έρεισμα στο καθοδηγηθέν και εκτελεσθέν τον ίδιο χρόνο, πραξικόπημα στην Κύπρο από την ελληνική χούντα.
Με βάση τις συμφωνίες του 1959 και 1960 του Λονδίνου και της Ζυρίχης δημιουργήθηκε μεν ένα και μοναδικό ανεξάρτητο κυπριακό κράτος με Εγγυήτριες Δυνάμεις την Ελλάδα , τη Μεγάλη Βρετανία και την Τουρκία, στην πραγματικότητα όμως μετά την τουρκική εισβολή εν τοις πράγμασι, έπαυσε να συγκαταλέγεται η Τουρκία ως Εγγυήτρια Δύναμη.
H αναγνώριση της Τουρκίας ως Εγγυήτριας Δύναμης θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί ευθύς εξ αρχής κατά την διάρκεια των σχετικών διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία του κράτους αυτού, πλήν όμως όπως απεδείχθη δεν έγινε τούτο δυνατό λόγω της γνωστής Βρετανικής πολιτικής ‘’του διαίρει και βασίλευε’’. Η κατοχή υπό την Τουρκία του 37 % του κυπριακού εδάφους, του μεγάλου αυτού κυπριακού τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα από απόψεως Διεθνούς Δικαίου, διότι πρόκειται για κατεχόμενο στρατιωτικά έδαφος από την Τουρκία, αναπόσπαστου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ενός ανεξαρτήτου κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών. Είναι δε γενική αρχή του Διεθνούς Δικαίου ότι η στρατιωτική κατοχή δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Τόυτο άλλωστε συμπεριλαμβάνεται σε πληθώρα σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης στα πλαίσια αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Διεθνές Δίκαιο άλλωστε αποκλείει τον επιτιθέμενο κατακτητή από την κτήση οποιουδήποτε δικαιώματος όπως επίσης οποιασδήποτε διεθνής αναγνώρισης της νομιμότητας της συνεχιζομένης κατοχής και της δυνατότητας απόκτησης εξουσίας επί του κατεχομένου εδάφους. Εξάλλου και στην περίπτωση ακόμα μίας νομίμου κατοχής εδάφους, η πράξη της κατοχής δεν μεταβάλλει την κυριαρχία επί του κατεχομένου αυτού εδάφους αλλά ούτε και επί των συνόρων του. Ακόμη δε, δεν εμποδίζει η κατοχή αυτή, την εφαρμογή της νομοθεσίας του κατεχόμενου κράτους, όπως τούτο ρητώς ανάφέρεται και από τον κανονισμό της Χάγης του 1907. Επομένως το ψευδοκράτος των τουρκοκυπρίων από πλευράς Διεθνούς Δικαίου δεν έχει καμία υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας εχούσης νόμιμη κρατική υπόσταση για ολόκληρη την Κυπριακή Δημοκρατία.
Καμία πράξη του κατέχοντος κράτους δεν μπορεί να θίξει την κυριαρχία ή τα κυριαρχικά δικαιώματα του κατεχόμενου κράτους, επιπλέον δε, είναι επιβεβλημένος ο σεβασμός της Κυπριακής Δημοκρατίας στην άσκηση της κυριαρχίας της.
Η τουρκική εισβολή του 1974 στο κυπριακό κράτος και η στην πράξη καταγγελία εκ μέρους της Τουρκίας των σχετικών με την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας Συνθηκών του 1959 και 1960 είχε σαν αποτέλεσμα όπως αναφέραμε προηγουμένως να αποστερηθεί η Τουρκία την ιδιότητα της Εγγυήτριας Δύναμης του κυπριακού κράτους. Έτσι απέμειναν ως εγγυήτριες δυνάμεις αυτού, μόνο η Ελλάδα και η Μεγάλη Βρετανία οι οποίες και είναι υποχρεωμένες αρχικά με πολιτικά και διπλωματικά μέτρα να προστατεύουν το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος και ενδεχομένως να προχωρούν ακόμη και σε λήψη στρατιωτικών μέτρων για την αντιμετώπιση απειλών πολλώ μάλλον παραβιάσεων, σε βάρος του κυπριακού κράτους σύμφωνα άλλωστε με το Διεθνές Δίκαιο, τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, στα πλαίσια όμως της αρχής της αναλογικότητος (proportionality).
Οι τουρκικές δραστηριότητες στη ζώνη αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν αποτελούν μόνο κατάφορη παραβίαση των αποκλειστικών κυριαρχικών δικαιωμάτων του κυπριακού κράτους αλλά συγχρόνως αποβλέπουν στον εκφοβισμό της Ελλάδος και της Κύπρου για μια Συμφωνία οριοθέτησης της ΑΟΖ των δύο κρατών στην περιοχή αυτή της Ανατολικής Μεσογείου, που με βάση την αρχή της ‘’ίσης απόστασης’’ θα έχει σαν αποτέλεσμα την δημιουργία κοινών συνόρων μήκους περί τα 24 νμ ΑΟΖ, εφόσον όμως ληφθούν υπόψη, σαν σημεία βάσεως στην χάραξη οι ακτές της Κρήτης, της Καρπάθου και της Δωδεκανήσου (Ρόδου, Καστελλορίζου, Στρογγύλης) και Κύπρου. Επίσης με εφαρμογή της αρχής της ‘’ίσης απόστασης’’ θα υπάρξουν βέβαια και ευρεία κοινά σύνορα ΑΟΖ Ελλάδος-Αιγύπτου εφόσον η Αίγυπτος δεχθεί τα νησιά Καστελλορίζου και Στρογγυλής ως σημεία βάσεως στην χάραξη της οριοθετικής γραμμής. Διαφορετικά η Αίγυπτος θα έχει στη περιοχή αυτή και κοινά σύνορα με την Τουρκία και δεν θα υπάρχει κοινή οριοθετική γραμμή Ελλάδος-Κύπρου, βασικό στόχο της τουρκικής πολιτικής.
Το ότι η Τουρκία δεν είναι μέρος στη Σύμβαση Δικαίου Θαλάσσης των Ηνωμένων Εθνών του 1982 δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση της να σέβεται την Σύμβαση αυτή αφού πλέον όλοι οι κανόνες της Σύμβασης αυτής αποτελούν Διεθνές Εθιμικό Δίκαιο υποχρεωτικής εφαρμογής για όλα τα κράτη.
Η αλλαγή του καθεστώτος της Αιγύπτου δημιούργησε ένταση στις σχέσεις Τουρκίας-Αιγύπτου καθόσον η Τουρκία ήτο υπέρμαχος του προηγούμενου καθεστώτος της χώρας αυτής του τέως Προέδρου Μόσρι. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε την Ελλάδα και την Κύπρο σε σύσφιξη των σχέσεων τους με την Αίγυπτο με αντάλλαγμα βέβαια την προώθηση των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων της Αιγύπτου στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από την άλλη πλευρά η αναθέρμανση των σχέσεων Ελλάδος-Ισραήλ και Κύπρου-Ισραήλ ειδικά ως προς την Κύπρο μετά την επιτυχή οριοθέτηση της ΑΟΖ με το Ισραήλ ενός λίαν ισχυρού κράτους στην περιοχή αυτή, συντέλεσαν στην δημιουργία δύο ισχυρών τριγώνων Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου και Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής λόγω των μεγάλων ενδιαφερόντων τους στην περιοχή αυτή ιδιαίτερα λόγω της απειλής των Τζιχαντιστών κρατούν κατά κάποιο τρόπο ίσες αποστάσεις στην όλη κατάσταση, προσπαθώντας να πετύχουν παρά τις έντονες τουρκικές απειλές και παραβιάσεις, την συνέχιση του ενδοκυπριακού διαλόγου. Όπως και να έχει η όλη κατάσταση η θέση της Ελλάδος πρέπει πάντα να έχει ως στόχο την υπεράσπιση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας με παράλληλο αναζήτηση δημιουργίας και άλλων συμμαχιών για προστασία της Ελλάδας και της Κύπρου από τις τουρκικές απειλές. Η υποστήριξη εκ μέρους ορισμένων κύκλων ότι χάνει η Τουρκία τα ερείσματα της δεν ευσταθεί, η γεωγραφική της θέση εξακολουθεί να είναι σημαντική. Ὀπως και να έχει το όλον θέμα, καλό θα είναι η Ελλάδα ως Εγγυήτρια Δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας να ετοιμάζεται και για παν ενδεχόμενο.
Ο πλούτος των υδρογονανθράκων της Κυπριακής Δημοκρατίας ανήκει σε όλους τους νόμιμους κυπρίους πολίτες. Η υλοποίηση του δόγματος αυτού πρέπει να λάβει χώρα μόνο μετά από μια διευθέτηση της έκρυθμης κατάστασης στην Μεγαλόνησο, και γενικά του Κυπριακού.
Μια κοινή προσφυγή της Ελλάδος και της Τουρκίας στη Χάγη ή στο Αμβούργο, έδρες των γνωστών δύο Διεθνών Δικαστηρίων, μετά από μία από κοινού με την Τουρκία υπογραφή και κύρωση από τα αντίστοιχα κοινοβούλια ενός συνυποσχετικού, αφού η Τουρκία δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητα στα Δικαστήρια αυτά, εν αντιθέσει με την Ελλάδα, για ενασχόληση τους με τη γνωστή νομική ελληνοτουρκική διαφορἀ, ενδεχομένως να οδηγούσε σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι τα Δικαστήρια αυτά δικάζουν πλέον όχι μόνο με νομικά κριτήρια αλλά και με πολιτικά.
Εν πάσι περιπτώσει τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος πρέπει να συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε την πιστή εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς πρακτικής για την επίλυση εκκρεμών θεμάτων αναφορικά με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους με παράλληλο όμως εφαρμογή προσωρινών λύσεων στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου δείχνοντας πάντα την αποφασιστικότητα μας να προασπίσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα
Μία τυχών δε εκμετάλλευση εκ μέρους των κομμάτων των εθνικών θεμάτων, για την προώθηση κομματικών στόχων θα ήτο ό,τι χειρότερο. Η μικρασιατική καταστροφή δεν είναι πολύ μακράν!! Αυτό καλό είναι να το θυμούμεθα όλοι μας. Η ελληνική πολιτική ιστορία έχει πολλά τέτοια παραδείγματα, αυτό καλό θα ήταν να μην το ξεχνάμε. Για τα εθνικά θέματα πρέπει να υπάρχει σύμπνοια μεταξύ όλων των κομμάτων και όλων των πολιτικών παρατάξεων χωρίς καμία εξαίρεση.
Ελπίζουμε οι διαπραγματεύσεις μας με την Αίγυπτο θα αποδώσουν καρπούς και θα υπάρξουν έτσι κοινά σύνορα της Ελλάδος όχι μόνο με την Αίγυπτο αλλά και με την Κύπρο (υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ). Λαμβάνοντας βέβαια πάντοτε υπόψη μας και τα πλήρη δικαιώματα των ελληνικών νήσων για όλες τις θαλάσσιες ζώνες στην περιοχή αυτή της Ανατολικής Μεσογείου ιδίως δε τα δικαιώματα του Καστελλορίζου και της συστάδος των μικρών νήσων αυτού. Ο ελληνικός κορμός δεν μπορεί να διασπαστεί !! Η διενέργεια όμως των απαραιτήτων διαπραγματεύσεων της Ελλάδος ιδίως με την Αίγυπτο, προϋποθέτουν την ύπαρξη όχι μόνο ικανοτάτων διπλωματών αλλά και ικανών ειδικών για θέματα οριοθετήσεως θαλασσίων ζωνών. Την στιγμή όμως αυτή έπαψαν να υπάρχουν τέτοιοι ειδικοί στο ΥΠΕΞ αφού άλλοι απεβίωσαν, άλλοι συνταξιοδοτήθησαν πρόσφατα και άλλοι έχουν μετατεθεί σε άλλες υπηρεσίες ασχολούμενοι με αλλότρια.
* Ο Δρ. Εμμανουήλ Γούναρης είναι Διεθνολόγος, Εμπειρογνώμονας του Δικαίου Θαλάσσης, τέως Πρεσβευτής, Σύμβουλος στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Πηγή: http://mignatiou.com