«Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίωσε τὸ Γένος μας ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ ἐγίναμεν ὡσὰν θηρία;» (ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς)
Παραφράζοντας κάπως τὴν φράση τοῦ Πατροκοσμᾶ θὰ λέγαμε σήμερα «δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίωσαν τὰ παιδιά μας καὶ ἐγίνανε ὡσὰν θηρία»;
Συνέβη τὸ κακὸ μὲ τὸν σπουδαστὴ ἀπὸ τὴν Κρήτη καί, κατὰ τὰ εἰωθότα, ἔπεσε ἡ νεοελληνικὴ κοινωνία ἀπὸ τὰ σύννεφα, σύμφωνα μὲ τὴν κοινότυπη, τηλεοπτικὴ φρασεολογία. «Μυρίστηκαν αἷμα» οἱ τηλε-ὕαινες καὶ συντηροῦν τὸ γεγονός, μέχρι νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ διαφημιστὲς ὅτι ξεθυμαίνει ἡ τηλεθέαση ἢ νὰ ἐπισκιαστεῖ ἀπὸ ἄλλο αἱματηρὸ συμβάν, ὅπως καὶ συνέβη μὲ τὸ τραγικὸ ἀεροπλάνο.
Κανείς, ὅμως δὲν μπαίνει στὸν κόπο νὰ ἑρμηνεύσει τὰ αἴτια. Γιατί ἀγρίεψαν τὰ παιδιά μας; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς νέους νὰ φέρονται βίαια, χωρὶς ἀγκυλώσεις ἐσωτερικές, ἀνενδοίαστα πρίν, δίχως τύψεις μετά;
Κι ἕνα ἀκόμη ἐρώτημα, ἐπιρρωστικὸ τῶν προηγουμένων: ποῦ ἐντοπίζεται τὸ λάθος ἢ καλύτερα τὸ ἔγκλημα: στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν στὴν οἰκογένεια ἢ στὴν παρεχόμενη στὸ σχολεῖο ἐκπαίδευση; Γιὰ τὴν πολιτεία δὲν ὁμιλῶ. Τοὺς πολιτικούς, ὡς γνωστόν, πλὴν τῶν τιμητικῶν ἐξαιρέσεων, τὶς τελευταῖες δεκαετίες, τὸ ζήτημα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσε δὲν ἦταν πλέον ἂν πρέπει νὰ ἐξαπατήσει κανεὶς ἢ νὰ καταχραστεῖ –τέτοια διλήμματα τὶς μπαζωμένες συνειδήσεις δὲν τὶς ἐνοχλοῦν– ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ κάνουν ἐπιτυχῶς.
«Τίς πταίει», λοιπόν, καὶ ἔγιναν οἱ πολιτεῖες μας λημέρι τῆς βίας καὶ καταντήσαμε «τῶν Εὐρωπαίων περίγελα καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν Παλαμά; (Ἀμαύρωσαν κυριολεκτικὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγάλματος τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ οἱ… κουκουλοφλῶροι. Κάποτε, κάποιοι ἄλλοι νέοι, ἔσπευδαν στὸν ποιητὴ πρὸς παρηγορίαν καὶ παραμυθίαν καὶ ἐκεῖνος τοὺς συμβούλευε «μεθύστε μὲ τ’ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα». Καὶ ἔκρυβαν βαθιὰ στὴν ψυχή τους τὴν ἐθνικὴ προτροπὴ τοῦ πολιοῦ γέροντα καὶ νικοῦσαν ψηλὰ στὶς ἀετοράχες τῆς Πίνδου). Ξαναγράφω: «τίς πταίει;»
Πρῶτον: «Πάρε τὶς λέξεις μου καὶ δῶσ’ μου τὸ χέρι σου», γράφει χαριτωμένα ὁ ποιητικὸς λόγος. «Οἱ νέοι κάνουν διάλογο, ἐπικοινωνοῦν, ἀλλὰ μὲ λόγια τοῦ ἀέρα. Τοὺς δώσαμε τὸν λόγο, χωρὶς νὰ τοὺς δώσουμε τὶς λέξεις», ἔλεγε σοφὸς καθηγητής. Ὅταν δὲν συνομιλεῖς, δὲν συν-ζητᾶς, τότε ἀναλαμβάνουν τὰ χέρια ἢ οἱ ὕβρεις νὰ λύσουν τὶς διαφορές. Καταφεύγουν οἱ νέοι -καὶ ὄχι μόνο- σὲ πράξεις βίας, οἱ ὁποῖες θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποφευχθοῦν μόνο μὲ τὸν λόγο. Ὑπάρχουν πολλοὶ λόγοι γιὰ τὴν γλωσσικὴ ἀποπτώχευση, ἡ ὁποία ἐπιτείνει τὸν σχολικὸ ἐκφοβισμό. (bulling).
Ἔχουμε ἀναφερθεῖ πολλὲς φορὲς στὰ ἐπικίνδυνα βιβλία Γλώσσας, ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς Ἐκπαίδευσης, τὰ ὁποῖα συντελοῦν μὲ τὸ περιεχόμενό τους, στὴν περιρρέουσα ἀμάθεια. Ὑπάρχουν ὅμως, καὶ κείμενα ποὺ ἀπροκάλυπτα «διδάσκουν» τὴν βία. Στὸ βιβλίο Γλώσσας τῆς Ε´ Δημοτικοῦ, γ´ τεῦχος συναντοῦμε κείμενο μὲ τίτλο «Καὶ τὰ παιδιὰ ἀθλοῦνται» (σελ. 67) ὅπου διαβάζουμε:
«…Στὴν ὁμάδα τοῦ Γκοφρουὰ τὰ πράγματα ἦταν πιὸ εὔκολα, γιατί ὁ Ἒντ μοίρασε ἕνα σωρὸ γροθιὲς στὶς μύτες καὶ οἱ παῖκτες πήρανε τὶς θέσεις τους χωρὶς πολλὲς διαμαρτυρίες…. Εἶναι βλέπετε πολὺ δυνατὰ τὰ χτυπήματα τοῦ Ἔντ… Ὁ Γκοφρουὰ ὅμως εἶπε: “Δὲν εἶστε ἐντάξει μᾶς ἔχει στραβώσει ὁ ἥλιος…”. Ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα πῶς ἂν τὸν ἐνοχλοῦσε ὁ ἥλιος, δὲν εἶχε παρὰ νὰ κλείσει τὰ μάτια… Πιαστήκαμε στὸ ξύλο… Ἔ, παιδιά! φώναξε ὁ Ἀλσὲρτ ἀπ’ τὸ τέρμα του. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδωσε σημασία. Ἐγὼ συνέχιζα νὰ παίζω ξύλο μὲ τὸν Γκοφρουά, τοῦ εἶχα σκίσει τὸ φανελάκι του, ποὺ ἦταν ὁλοκαίνουργιο κι εἶχε κόκκινο χρῶμα… αὐτὸς μοῦ ἔδινε κλοτσιὲς στὸ καλάμι… Ὁ Ρούφους κυνηγοῦσε τὸν Ἀνιάν… Ὁ Ἒντ ἄρχισε νὰ μοιράζει γροθιὲς στὶς μύτες ποὺ βρίσκονταν πιὸ κοντά του, δηλαδὴ στοὺς συμπαῖκτες του. Ὅλοι φωνάζανε, τρέχανε. Διασκεδάζαμε πολύ, ἦταν ἀπίθανο!…».
Αὐτὰ σὲ 10χρονα παιδιά. Οἱ μπουνιὲς καὶ οἱ κλοτσιὲς εἶναι ἀπίθανο, πολὺ διασκεδαστικὸ πράγμα! Τὸ μήνυμα σαφές: προχωρῆστε ἔτσι καὶ στὴν ζωή σας, ἡ βία εἶναι ἐκτονωτικὴ διασκέδαση. Homo homini lupus (Ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἄνθρωπο, λύκος). Καὶ βέβαια ὁ χῶρος ὅπου τὰ παιδιὰ πραγματώνουν τὶς «παιδαγωγικότατες» αὐτὲς συμβουλὲς εἶναι τὸ γήπεδο.
Δεύτερον: Ἡ καταστρεπτικὴ ἐπίδραση τῆς εἰκόνας, τῆς τηλεόρασης, τοῦ διαδικτύου, μάστιγες τῆς ἐποχῆς μας. Γι’ αὐτὴν τὴν ἐπιβλαβῆ ἔκθεση εὐθύνονται κυρίως οἱ γονεῖς, ποὺ πολλὲς φορὲς κληροδοτοῦν τὴν προσωπική τους ἐξάρτηση καὶ στὰ παιδιά. Ἡ τωρινὴ τηλεόραση -μεῖγμα λάσπης, σπέρματος καὶ αἵματος- κονιορτοποιεῖ προσωπικότητες καὶ ἐξαθλιώνει ψυχικὰ μικροὺς καὶ μεγάλους.
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀπαιτεῖται μία μικρὴ ἀναδρομὴ καὶ ἐξήγηση. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὅταν ἄνοιξαν οἱ πρῶτοι κινηματογράφοι γιὰ τὸ κοινὸ στὶς ΗΠΑ, ἀπὸ τὶς πρῶτες σκηνὲς ποὺ προβλήθηκαν ἦταν ἡ διαδρομὴ ἑνὸς τραίνου. Ἡ λήψη τῆς σκηνῆς ἔγινε ἀπὸ κάμερα ποὺ βρισκόταν πάνω στὶς γραμμὲς τοῦ τραίνου καὶ μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἁμαξοστοιχία, ποὺ ἐκινεῖτο πρὸς τὴν κάμερα. Ἡ ἀντίδραση τοῦ κοινοῦ ἦταν ἀναμενόμενη: προσπάθησε νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὸ τραῖνο τρέχοντας πανικόβλητο πρὸς τὶς ἐξόδους. Ἀπὸ τότε πέρασαν 120 χρόνια καὶ σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ θεατὴς ἔμαθε νὰ ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ θέαμα, νὰ παρακολουθεῖ ἀπαθὴς τὶς ἀναθυμιάσεις.
Τί σημαίνει ὅμως γιὰ τὸν ἀνθρώπινο ψυχισμὸ αὐτὴ ἡ ἀποστασιοποίηση; Θεάματα ὅλων τῶν εἰδῶν παρελαύνουν μπροστά μας. Φόνοι, ἐγκλήματα εἰδεχθῆ (περίπου 10.000 φόνους ἐτησίως παρακολουθεῖ ἕνα μέσο ἀμερικανάκι. «Ἂν θέλεις νὰ δεῖς τὴν Ἑλλάδα τοῦ μέλλοντος ἐπισκέψου τὴν σημερινὴ Ἀμερικὴ», λέει ἕνα εὐφυὲς ρητό), ἀδικίες, μαγεῖες, πράξεις ποὺ ἡ ἠθικὴ καὶ ἡ συνείδηση ἀποστρέφονται. Στὴν πραγματικὴ ὅμως, ζωή, ἕνας ἠθικὸς ἄνθρωπος, ὅταν βλέπει τὸ κακό, ἐπιζητεῖ τὴν θεραπεία του. Μὲ τὴν μεσολάβηση τῆς ὀθόνης αὐτὸ ἀκυρώνεται. Οὔτε νὰ ταΐσεις ἕνα παιδί, ποὺ πεθαίνει τῆς πείνας, μπορεῖς οὔτε νὰ βοηθήσεις ἕναν ἀθῶο. Τὰ μικρὰ παιδιά, βέβαια, διασκεδάζουν «σκοτώνοντας» ἀντιπάλους στὰ ἠλεκτρονικά τους παιχνίδια καὶ εἰσπνέουν ἀποσβολωμένα παντοειδεῖς ἀκαθαρσίες (φόνοι, μαγεῖες, καρυκευμένες πορνογραφίες καὶ λοιπὲς διαστροφές). Μοιραία, λοιπόν, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ σκλήρυνση τοῦ ἀνθρώπου μπροστὰ στὴν ὀθόνη, ἡ ἀποκοίμιση τῶν ἠθικῶν του ἀνακλαστικῶν. Ἡ δὲ παρακολούθηση τοῦ κοπροθεάματος συνυφαίνεται μὲ ἕναν ἀναπαυτικὸ καναπὲ καὶ μίαν ἄνετη καθιστικὴ στάση. Τὸ ὑπονοούμενο εἶναι σαφές: τὸ θέμα εἶναι πλαστὸ καὶ ψυχαγωγικὸ καὶ παρακολουθῆστε το χωρὶς ἄγχος. Γι’ αὐτὸ ὁ ὠχαδερφισμός, ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸν πλησίον. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἀθῶα θύματα αὐτῆς τῆς φρίκης, τὰ παιδιά, ἐθισμένα στὴν τηλεοπτικὴ βία, τὴν μιμοῦνται, διασκεδάζουν μὲ μπουνιὲς καὶ κλοτσιές. Τὰ ὅρια μεταξὺ εἰκόνας καὶ ζωῆς τους εἶναι δυσδιάκριτα.
Τρίτον: Τὰ παιδιὰ δὲν παίζουν κι αὐτὸ «ἀνεπαισθήτως» τὰ ἐξοργίζει. Παραπέμπω ὅμως σ’ ἕνα θαυμάσιο κείμενο τοῦ δασκάλου μας Σ. Καργάκου, ἀπὸ ἄρθρο του στὶς 24-1-2014 στὴν «ΕΣΤΙΑ».
«Ὁ φιλόσοφος Ἀναξαγόρας ὁ Κλαζομένιος, ὁ δάσκαλος τοῦ Περικλῆ, ὁ καλούμενος ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του “Νοῦς”, διότι ἔθετε τὸν νοῦν ἄξονα τῶν πάντων, διωγμένος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κατέφυγε στὴ Λάμψακο, ἀποικία τῶν Φωκαέων στὸν Ἑλλήσποντο. Οἱ “ἐν τέλει” τῆς πόλεως, δηλαδὴ οἱ ἄρχοντες τῆς Λαμψάκου τὸ θεώρησαν μεγάλη τιμὴ ποὺ ἕνας τέτοιος σοφὸς πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ περάσει τὰ στερνὰ τοῦ βίου του στὴ δική τους γῆ. Κι ἔκαναν τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν. Τὸν ἐρώτησαν κάποτε ποιὰ θὰ ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη -ἴσως ἡ τελευταία του- ἐπιθυμία ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἱκανοποιήσουν.
Καὶ ὁ φιλόσοφος τοὺς ἀποκρίθηκε: “Τοὺς παῖδας ἐν ᾧ ἂν ἀποθάνω μηνὶ κατ᾽ ἔτος παίζειν συγχωρεῖν” (= Ν᾽ ἀφήνετε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν κάθε χρόνο τὸ μήνα ποὺ θὰ πεθάνω). Οἱ Λαμψακινοὶ τήρησαν τὴν ὑπόσχεσή τους ἐπὶ αἰῶνες. Ὅπως διαβάζουμε σὲ κείμενο τοῦ 3ου μ.Χ., δηλαδὴ σὲ κείμενο ποὺ γράφτηκε 600 καὶ πλέον χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀναξαγόρα, “ἐφυλάττετο τὸ ἔθος καὶ νῦν”. Διότι εἶχαν κατανοήσει πὼς ὅταν τὸ παιδὶ δὲν παίξει, δὲν “παιδιαρίσει”, θὰ ἀρχίσει νὰ παιδιαρίζει, ὅταν θὰ πρέπει ν᾽ ἀρχίσει τὸ ὡρίμασμά του…». Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο…
Η εικόνα είναι από το τὸ βιβλίο Γλώσσας τῆς Ε´ Δημοτικοῦ, γ´ τεῦχος που συναντούμε το κείμενο «Καὶ τὰ παιδιὰ ἀθλοῦνται» (σελ. 67)
Πηγή: Χριστιανική Βιβλιογραφία , Αβέρωφ