«…Καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν»
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος
Στὸ γόνατο ἀποκεφαλίζουν κόσμο, δὲν ὑπάρχει κτηνωδία ποὺ δὲν διαπράττουν, τρόμος ἐπικρατεῖ στὶς δυτικὲς πόλεις, μήπως ἐμφανισθεῖ κάποια ἀγέλη -ἢ μοναχικὸς λύκος- καὶ ἐπιδοθεῖ σὲ σκοποβολὴ ἐπὶ δικαίων καὶ ἀδίκων, ὅμως σιγοῦν ἰχθυοπρεπῶς οἱ θιγμένοι, ἀπὸ τὴν λαϊκὴ εὐσέβεια, τζιτζιφιόγκοι τοῦ ψευτοπροοδευτισμοῦ.
Δειλὰ καὶ τρομαγμένα ἀνθρωπάκια, ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ Ἰσλάμ, λεονταρισμοὶ καὶ διαβολὲς ὅταν προβάλλεται ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἄθεοι καὶ ἀσεβεῖς ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια τους, παθαίνουν ψύχωση ὅταν βλέπουν ὅτι τοῦτος ὁ κατασυκοφαντημένος καὶ ἐξαπατημένος λαὸς κρύβει, ὅπως ἡ ἀνοιξιάτικη γή τὸν σάπιο σπόρο, τὸ πατροπράδοτο σέβας, τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἁγία Ὀρθοδοξία.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν πάσχω ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ… «ὀνοματοκρυπτισμοῦ», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ πολιὸς καὶ ἀξιοσέβαστος δάσκαλός μας πατὴρ Θεόδωρος Ζήσης, δὲν κρύβω ὀνόματα μιλώντας γενικῶς καὶ ἀσαφῶς, ἀπαριθμῶ:
Κάποιος Ψαριανός, βουλευτής, τοῦ γεμάτου ἀναθυμιάσεις «Ποταμιοῦ» μὲ σκουλαρίκι στὸ αὐτὶ καὶ μὲ μάτι ποὺ γυαλίζει ἀπὸ τὸ μίσος γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἰρωνευόταν, ὁ ἀνεμιαίας συμπεριφορᾶς πολιτικάντης, τὶς χιλιάδες Ἑλλήνων, ποὺ ἔσπευσαν πρὸς προσκύνησιν τῶν ἱερῶν λειψάνων...
τῆς Ἁγίας Βαρβάρας.
(Κρύβουν κάτι τέτοιοι, κάτω ἀπὸ τὸ κέλυφος τοῦ δῆθεν ἀριστεροῦ, τὴν φασιστική τους νοοτροπία. Ἐνῶ ὅλη τους ἡ βιοτή, βρομάει ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, ὅτι εἶναι τυχοδιῶκτες καὶ τίποτε ἄλλο. Ἡ ἴδια θλιβερὴ ἱστορία κάποιων, ποὺ τὰ νιάτα τους, τὰ μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα, τὰ ἀφιέρωσαν στὴν ἐνσάρκωση τῆς μαρξιστικῆς ἰδέας, ἡ ὁποία ἀποδείχθηκε ὄχι ἁπλῶς ἕνα πελώριο φιάσκο, ἀλλὰ τερατογονία. Ὅμως ἀφοῦ «ἄντεξαν στὰ βασανιστήρια, λύγισαν στὶς προσφορές».
Μόλις ἀναρριχήθηκαν, ἐγκαταλείποντας τὸ «ἀδειανὸ πουκάμισο» τῆς ἰδέας, καὶ γεύτηκαν τὰ καλούδια τῆς «μπουρζουαζίας», ρίχτηκαν μὲ μανία στὴν ἀπόλαυσή τους. Ὅπως ἔλεγε καὶ ἕνας ἥρωας τοῦ Κούντερα «ἡ πιὸ θλιβερὴ ἀνακάλυψη τῆς ζωῆς μου ὑπῆρξε ὅτι οἱ διωκόμενοι δὲν εἶναι καλύτεροι ἀπὸ τοὺς διῶκτες». Τὸ μόνο ποὺ διατηροῦν, ὡς ἀναλαμπὴ ἀπὸ τὰ ἀνεόρταστα νιάτα τους, εἶναι ἡ ἐκκλησιομαχία. Μπαζώνουν τὴν συνείδησή τους, ἀποφεύγοντας ἔτσι καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ἔλεγχο γιὰ τὶς ἀσωτεῖες).
Κατὰ πόδας καὶ ὁ ἀρχηγός του, ὁ νεοφανῆς τιποτολόγος τῆς πολιτικῆς Σ. Θεοδωράκης, τὸν ὁποῖο, ὅταν τὸν βλέπουμε νὰ κόπτεται δῆθεν γιὰ τὴν πορεία τῆς χώρας, μᾶς ἔρχεται στὸ νοῦ τὸ γνωστὸ ἀνέκδοτο μὲ τὸ σαλιγκάρι.
Βρέθηκε στὴ σκεπὴ τοῦ ὑψηλότερου μεγάρου τῆς πρωτεύουσας. Πῶς βρέθηκες ἐσὺ ἐδῶ πάνω, τὸ ρωτοῦν. Καὶ ἐκεῖνο ἐξομολογεῖται: Ἕρποντας, γλείφοντας καὶ μὲ τὰ κέρατά μου!
Κάποιοι θὰ ἀντιτείνουν ὅτι τοὺς ψήφισε ὁ λαός. Τοὺς προτείνω νὰ διαβάσουν τὴν ἀειθαλῆ μελέτη τοῦ Εὐάγγελου Λεμπέση μὲ τίτλο «περὶ τῆς τεράστιας σημασίας τῶν βλακῶν ἐν τῷ συγχρόνω βίω».
Ἐπιθυμεῖ, καταπῶς λέει, καὶ τὸν χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους, χωρὶς νὰ πολυκαταλαβαίνει, ὅπως ὑποψιαζόμαστε, τί ἐννοεῖ. Τοῦ ἁπαντὰ ὁ σπουδαῖος Γ. Θεοτοκᾶς:
«Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως παρουσιάζεται στὰ μάτια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, εἶναι θρησκεία ἐθνική, συνυφασμένη ἀξεδιάλυτα μὲ τὰ ἤθη του καὶ τὸν ὁμαδικό του χαρακτήρα, μὲ τὸ κλίμα καὶ μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ τόπου, μὲ τὰ τοπία του, μὲ τὴν οἰκογενειακή του ζωὴ καὶ μὲ τὰ γυρίσματα τῶν ἐποχῶν τῆς χρονιᾶς. Ἡ ὀργάνωσή της εἶναι δημοκρατική, ἡ γλώσσα της θερμή, ἡ ἠθική της ἀνθρώπινη, ταιριαγμένη μὲ τὴν ἑλληνικὴ νοοτροπία, τὰ σύμβολά της οἰκεία καὶ ἀναντικατάστατα στὴ λαϊκὴ συνείδηση. Οἱ μεγάλες ἑορτές της, ὁ Εὐαγγελισμός, τὸ Πάσχα, ὁ Δεκαπενταύγουστος, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὰ Δωδεκάμερα καὶ ἄλλες, εἶναι κάθε χρόνο οἱ μεγάλες μέρες τῆς Ἑλλάδας, οἱ μέρες ὅπου τὸ ἐθνικὸ σύνολο αἰσθάνεται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ὥρα τὴν ἑνότητά του, τὴν ἀλληλεγγύη του, τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη τῶν μελῶν του.
Αὐτὴ ἡ θαλπωρή, αὐτὰ τὰ ζεστὰ πνευματικὰ κύματα ποὺ μεταδίδονται ἀκατάπαυστα, σ’ ὅλην τὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ναοὺς κι ἀπὸ τὶς βυζαντινές τους ἀκολουθίες, ἀποτελοῦν στοιχεῖο συστατικό, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς. Γιὰ τοῦτο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ στὴν Ἑλλάδα χωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας οὔτε καὶ ὑπῆρξε ἐδῶ ποτὲ ἀντικληρικὸ πολιτικὸ κίνημα, ὅπως συνέβη ἀλλοῦ. Ἐπικρίνουμε συχνὰ τὴν Ἐκκλησία -κάποτε μάλιστα μὲ μεγάλη δριμύτητα- ἀλλὰ τὴν ἐπικρίνουμε ἀπὸ μέσα, σὰν μέλη της ποὺ ἀπαιτοῦμε ἀπ’ αὐτὴν νὰ γίνει καλύτερη. Δὲν τὴν πολεμοῦμε σὰν νὰ εἶναι ἕνα ξένο σῶμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ζητοῦμε νὰ χωριστοῦμε».
(«Πνευματικὴ Πορεία», ἔκδ. «ΕΣΤΙΑ», σελ. 134).
Ἐρχόμαστε τώρα σὲ κάτι ἀμαθέστατα, ἀνάγωγα καὶ ἐξαχρειωμένα ἄτομα ποὺ τάχα διασκεδάζουν μὲ τὶς ἀνοησίες τους τὸ φιλοθεάμον κοινό: Τοὺς συντελεστὲς καὶ παρουσιαστὲς τῆς ἐκπομπῆς «Ράδιο Ἀρβύλα» (ἢ «Ράδιο Ξεφτίλα»).
«Ἄνθρωποι παντὸς ἐστερημένοι διανοητικοῦ προτερήματος παρακάθηνται ἐκεῖ, ἔχοντες ἀνήκουστον θράσος ἀμαθείας… ἐξευτελίζουσι δὲ καὶ καταρυπαίνουσι τὸ (τηλεοπτικὸν) βῆμα, φλυαροῦντες ἄνευ αἰσχύνης ὅ,τι καὶ ἂν τοῖς κατεβῆ εἰς τὴν μεστὴν μωρίας κεφαλὴν των», ὅπως ἔγραφε ἐφημερίδα τοῦ 19ου αἱ. γιὰ τοὺς τότε βουλευτές.
Ροκανίδια τοῦ ψευτοπροοδευτισμοῦ καὶ αὐτοί, παρουσίασαν ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς ἁγίας Βαρβάρας νὰ διαλέγεται, μέσω «τρύκ», μαζί τους καὶ νὰ κατακεραυνώνει τοὺς «ἀφελεῖς καὶ θεομπαῖχτες» ποὺ συμμετέχουν σὲ τέτοια πράγματα. Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ξερνοῦν δηλητήρια κατὰ τῆς ἐκκλησίας καὶ ξέρουμε ἀπὸ ποῦ παίρνουν γραμμὴ καὶ πληρώνονται αὐτὰ τὰ ὑποκείμενα.
Ἡ Νέα Ἐποχὴ τὰ προσέχει τὰ τσιράκια της, ἀλλὰ φταῖνε καὶ οἱ ἀνυποψίαστοι ἢ οἱ ὀλιγόφρενοι ποὺ τοὺς παρακολουθοῦν. Τὸ ἐρώτημα ἰσχύει καὶ γι’ αὐτὰ τὰ μειρακιώδη γραΐδια: Γιατί δὲν τολμοῦν νὰ στηλιτεύσουν τὸν λιθοβολισμὸ μίας γυναίκας μουσουλμάνας, γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ μαινόμενο ὄχλο; Ξέρουμε τί θέλουν κάτι τέτοιοι, μᾶς τὸ διδάσκει ὁ… Μακρυγιάννης.
«- Ἦταν ἕνας μπαρμπέρης φίλος τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Πρωτοσύγκελου κι ἀλλουνῶν. Ἐγὼ ‘λεγα νὰ πάγω νὰ σκοτωθῶ μὲ τοὺς ὀχτρούς, αὐτὸς γύρευε νὰ μοῦ γκρεμίσει τὸν βαθμό μου. Τοῦ μίλησα δι’ αὐτό, τοῦ κακοφάνη. Εἶπε ἐνοὺ ἀνηψιού του ποῦ ‘χε εἰς τὸ ψωμὶ καὶ γεμεκλίκια καὶ μᾶς τὰ ‘κοψε. Πῆγα καὶ τὸν ἐπίασα καὶ τὸ ‘δωσα ἕνα ξύλο διὰ πεθαμόν, κι ἂν δὲν πήδαγε ἀπὸ τὸ παλεθύρι κάτου ὁ διοικητής, δὲν ξέρω ἂν ἔμενε ζωντανός».
Ὑπάρχει καὶ ὁ κὺρ-Φίλης, ποὺ ἀναρωτήθηκε «τί δουλειὰ ἔχουν τὰ λείψανα νὰ τριγυρνᾶνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ». Στὴν περίπτωσή του ἰσχύει τὸ ὑπὸ τοῦ Μ. Βασιλείου ρηθὲν «παχεία γαστὴρ οὐ λεπτὸν τίκτει νοῦν». (Ἐκτρέπομαι σὲ βαρεῖς χαρακτηρισμούς, ἀλλὰ ὅταν «πειράζουν πίστη καὶ πατρίδα μου» καπνίζουν τὰ μάτια μου ἀπὸ ὀργή).
Νὰ κλείσω παραπέμποντας στὸν Κολοκοτρώνη. «Λίγο πρὶν τὸν πιάσουν οἱ Βαυαροὶ ὁ Ἄρμανσμπεργκ, θέλοντας νὰ τὸν δοκιμάσει, τοῦ εἶπε:
- Ἔχεις πολλοὺς ἐχθρούς, στρατηγέ;
- Ἔχω, παραδέχτηκε ὁ Κολοκοτρώνης, μὰ δύο ἀπ’ αὐτοὺς στέκονται οἱ χειρότεροι ἀπ’ ὅλους.
- Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ δύο ἐχθροί σου, ρώτησε περίεργα ὁ προϊστάμενος τῶν ἀντιβασιλιάδων.
Ὁ Γέρος τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὁ ἕνας τ’ ὄνομά μου κι ὁ ἄλλος οἱ δουλεψές μου στὸ Γένος».
(Κ. Φωτιάδης, «Κολοκοτρώνης», σελ. 13)
Ἄς μου συγχωρεθεῖ ἡ σύγκριση, ἀλλὰ τὴν ἴδια ἀπάντηση δίνει καὶ ἡ Ἐκκλησία μας στοὺς τωρινοὺς διῶκτες της. «Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά», τραγουδᾶ ὁ Σολωμός.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἥρωες, ὁ ποιητὴς ὑπονοεῖ καὶ «ψάλλει» καὶ γιὰ τὰ κόκαλα, τῶν ἁγίων τῶν Ἑλλήνων, τὰ ἱερά. Κι ἀπὸ ἱερὰ λείψανα βγῆκε ἡ ἐλευθερία μας, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς τὰ προσκυνᾶ.
Πηγή: Ας Μιλήσουμε Επιτέλους