Κάποια στιγμὴ ἡ Ἱστορία σταμάτησε μπροστά σου Εὐρώπη. Ἄστραψε ἡ ἀστραπή της στὸν κατασκότεινο οὐρανό σου, σὲ φώτισε. Κι ἤσουν πιὸ σκοτεινὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Φτωχή, γυμνὴ σχεδὸν ρακένδυτη κι ἀκάθαρτη, στὸ αἷμα τῶν εἰδώλων βουτηγμένη. Ἤσουν τυφλή, κι ἐκείνη τὴν στιγμὴ σὲ φίλησε στὰ μάτια. Κι ἄνοιξαν! Τὴν εἶδες! Τὴν Ἱστορία!
Τὸν εἶδες!
Ἦταν Αὐτός! Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ Ἱστορία τοῦ κόσμου ὅλου. Αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς Ἱστορίας. Αὑτὸς ποὺ εἶναι ὁ Κυβερνήτης τῆς Ἱστορίας. Αὐτὸς ποὺ πρόσμενες ἀπρόσμενα κι ὄριστα ποθοῦσες. Πῶς ἔλαμπε! Καὶ πόσο ντράπηκες μπροστά Του! Μὰ Ἐκεῖνος δὲν σὲ ντράπηκε, δὲν ἀηδίασε τὴν ζοφερὴ μορφή σου. Ἄνοιξε εὐθὺς τὶς φλέβες Του, πῆρε νὰ πλένει τὴν βρωμιά σου μὲ τὸ Αἷμα Του.Ἔλαμψες. Σὲ ἔντυσε βασίλισσα.
Σὲ τίμησε καὶ Τὸν προσκύνησες. Σὲ δόξασε, καὶ τὸν ἀγάπησες μὲ πάθος. Κι ἀπέδειξες σὲ Κολοσσαῖα, σὲ βουνὰ καὶ θάλασσες, σὲ κατακόμβες καὶ σπηλιὲς τῆς γῆς τὴν φλογερὴ ἀγάπη σου γι᾽ Αὐτόν. «Ποῦ εἶναι τὰ λιοντάρια;», φώναζες, ὅταν οἱ ὄχλοι μανιασμένοι οὔρλιαζαν διψώντας αἷμα. Πάλεψες μὲ τίγρεις καὶ λιοντάρια, μὲ λεοπαρδάλεις καὶ φίδια, μὲ ταύρους κι ὅλα τὰ θεριά. Ἀνέβηκες σὲ σχάρες πυρωμένες, κόχλασες μὲς σὲ καζάνια φοβερά, σ᾽ ἔκαψαν σὲ στύλους ἀλειμμένους μὲ πίσσα.
Νίκησες!
Νίκησε Αὐτὸς ποὺ ἦταν ἡ ἀγάπη σου, ἡ δόξα σου, τὸ φῶς τῆς ἄλλοτε πικρῆς καὶ σκοτεινῆς ζωῆς σου.
Ἅπλωσες τότε τὸ φῶς Του ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη τῶν χωρῶν σου καὶ πέρα ἀκόμη ἀπ᾽ αὐτές. Ἔλαμψαν οἱ ὁλόλαμπροι ναοί Του σὲ πόλεις, κάμπους καὶ βουνὰ καὶ σὲ ἀπόμερα χωριά.
Ὢ Εὐρώπη!
Ποιός θὰ σοῦ θυμίσει τὴν ἱστορία σου; Αὐτὸ ποὺ εἶχες κι ἔχασες καὶ πρέπει πάλι νὰ κερδίσεις…
Ποιός θὰ θυμίσει στὴν Εὐρώπη τὴν ἱστορία της, τὶς ρίζες της, τὸ χτές; Τότε ποὺ κραύγασε μὲ ἀγωνία, πόνο καὶ λαχτάρα φλογερὴ στὸν φλογερὸ Ἀπόστολο: «διαβάς… βοήθησον ἡμῖν»…
Κι ἐκεῖνος ἄκουσε τὴν φωνή της κι ἔκανε τὸ μεγάλο ἅλμα! Ἀνήσυχος ὅρμησε σὰν λιοντάρι γιὰ νὰ καταστρέψει τὸ σατανικὸ βασίλειο καὶ νὰ ὁδηγήσει στὸν Χριστὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν Εὐρώπη, ὅλη τὴν οἰκουμένη! Πάτησε τότε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ πόδι του στὴν θρυλικὴ Μακεδονία, τὴν δόξα τῆς Ἑλλάδος, τὴν ἄκρη, τὴν πύλη τῆς Εὐρώπης.
Ποιός θὰ θυμίσει στὴν Εὐρώπη;…
Πῶς ἔγινε, ἀλήθεια, κι ἄλλαξε ἡ τιμημένη τ᾽ οὐρανοῦ; Ἔβγαλε τὸν Σταυρὸ ἀπ᾽ τὴν καρδιά της, τὸν ἔραψε στὴν πλάτη της, ἔκανε τὸ ματωμένο σύμβολο τῆς ἐλευθερίας αἱμοβόρο ὅπλο τυραννίας, ρήμαξε χῶρες καὶ λαούς, κι αὐτὴ τὴν Βασιλεύουσα τῆς γῆς.
Ἄλλαξε ἡ Εὐρώπη τὴν ἀγάπη της. Ζήλεψε τοῦ κόσμου τὴν δόξα, τὰ πρωτεῖα, τὰ πλούτη, τὶς τιμές.
Κι αὐτὴ ποὺ ἦταν ἥλιος ἀγάπης καὶ χαρᾶς, ἔγινε τυραννία τῶν ψυχῶν· ἡ ἄλλοτε κοινωνία τῆς ἐλευθερίας ἔγινε ἱεροεξεταστικὴ δουλεία τῶν πνευμάτων. Κι ἡ ἀποστασία της πῆρε κατήφορο φρικτὸ καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχει…
Σήμερα πιὰ κατάντησε στὸ μίσος. Ἡ Εὐρώπη τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης μίσησε τὸν Χριστό. Μισεῖ τὸ φῶς, μισεῖ τὴν ἀλήθεια, μισεῖ τὴν ἀγάπη, μισεῖ τὴν ζωή. Ἕνα «θεὸ» πιὰ ἔχει καὶ λατρεύει καὶ προσκυνᾶ: τὸ χρῆμα! Γι᾽αὐτὸ καὶ πίνει τῶν λαῶν τὸ αἷμα ἀχόρταγη. Ἀπομυζᾶ τόν κόπο καὶ τὸν ἱδρώτα τῆς Ἀσίας, τῆς Ἀφρικῆς, αὐτῶν τῶν, κατὰ τὴν γνώμη της, «παιδιῶν ἑνὸς κατώτερου Θεοῦ». Πεντέξι αἰῶνες τώρα τοὺς ἔστειψε. Καὶ λίγα μόλις χρόνια πρὶν αἱματοκύλισε ὅλη τὴν γῆ, τὴν ἔσπειρε μὲ κόκκαλα παιδιῶν, τὴν πότισε μὲ αἷμα ἀθῶο.
Εὐρώπη, ποῦ κατάντησες!
Ποιός θὰ σοῦ θυμίσει, Εὐρώπη;
Ποιὸς θὰ θυμίσει στὴν Εὐρώπη!…
Πηγή: Περιοδικό «Ο Σωτήρ»