Πρίν ἀπὸ λίγο καιρὸ μιλοῦσα μὲ κάποια παιδιὰ τοῦ Γυμνασίου ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ γνωρίσουν καὶ νὰ μοῦ κάνουν ἐρωτήσεις γιὰ ἕνα βιβλίο μου. Συζητώντας τὰ ρώτησα καὶ ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου ἂν θὰ ἤθελαν νὰ βρεθοῦν σὲ μία “σκουληκότρυπα” καὶ νὰ γυρίσουν πίσω στὸν χρόνο, νὰ γνωρίσουν ἀνθρώπους ποὺ ἔζησαν πρίν ἀπό μας, νὰ δοῦν μὲ τὰ μάτια τους ἕναν κόσμο ποὺ ἔχει πιὰ περάσει, νὰ μάθουν πὼς ἦταν τότε, πὼς ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, πόσο διαφορετικὲς ἦταν οἱ ἐποχές τους ἀπὸ τὴ δίκη μας. Ἡ ἀπάντηση ποὺ πῆρα – ἀπὸ ὅλους ἀνεξαιρετως – ἦταν ἕνα κατηγορηματικὸ ΟΧΙ, ἀντάξιο τῆς ἐπετείου τῆς 28ης Ὀκτωβρίου.
Αὐτὴ ἡ ἄρνηση τῆς μνήμης μὲ ἔβαλε σὲ σκέψεις. Γιατί δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐκδηλώνουν μόνο τὰ παιδιά. Σ’ αὐτά, τουλάχιστον, ἡ ἀνωριμότητα καὶ ἡ νεαρὴ ἡλικία θὰ ἦταν κάποια δικαιολογία. Ἐμεῖς οἱ ἐνήλικες εἴμαστε οἱ πρῶτοι ποὺ σφραγίζουμε τὶς μνῆμες μας. Ἰδίως αὐτὲς ποὺ πονοῦν! Μέχρι ποὺ φτάσαμε στὸ σημεῖο-ποιός, ἐμεῖς, ἡ χώρα μὲ τὴν ἐνδοξότερη ἱστορία τοῦ κόσμου – νὰ σκεφτοῦμε νὰ βγάλουμε τὴν ἱστορία ἀπὸ τὰ σχολειά μας!
Καὶ ἀναρωτιέμαι: ἕνας ἄνθρωπος ποὺ βγάζει τὴν ἱστορία του ἀπὸ τὴ ζωή του, ποὺ ξεχνάει πότε γεννήθηκε, ποιοὺς ἀνθρώπους γνώρισε, ποιοὺς ἀνθρώπους ἀγάπησε, ποιοὺς μίσησε, τί λάθη ἔκανε, τί καλὸ κατάφερε, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τί εἶναι; Φυσικά, θὰ μοῦ πεῖτε, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πάσχει ἀπὸ Ἀλτσχάιμερ. Ἑπομένως ἕνας λαὸς ποὺ ἀρνεῖται νὰ θυμηθεῖ πότε παρουσιάστηκε στὸν κόσμο αὐτόν, πὼς ἔζησε, ποιὲς ἦταν οἱ μικρὲς καὶ οἱ μεγάλες του στιγμές, ποιὰ τὰ λάθη καὶ οἱ ἀποτυχίες του, ποιὲς οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ ἐπιτυχίες του, ποιοὶ ἄλλοι λαοὶ τοῦ συμπαραστάθηκαν, ποιοὶ τὸν πολέμησαν καὶ τὸν ἔβλαψαν, ποὺ εἶναι θαμμένοι οἱ νεκροί του, πῶς γκρεμίστηκαν τὰ κάποτε παντοδύναμα κάστρα του, αὐτὸς ὁ λαός, ἀπὸ τί πάσχει; Ἀπὸ ἐθνικὸ Ἀλτσχάιμερ;
Ἴσως νὰ ἔχω αὐξημένη εὐαισθησία στὸ θέμα, γιατί εἶχα τὸ προνόμιο καὶ τὴν εὐτυχία νὰ μεγαλώσω μὲ ἕναν νονὸ ὁ ὁποῖος ἀφιέρωνε ὧρες στὸ νὰ μοῦ διηγεῖται ἱστορίες γιὰ ἥρωες καὶ πολέμους, στρατηγοὺς καὶ αὐτοκράτορες, γιὰ πολιτεῖες ποὺ χάθηκαν, γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἄφηναν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴ “ζωούλα” τους στὴν ἄκρη μπροστὰ στὸ καλό της πατρίδας μας. Ὅλα αὐτὰ τὰ διηγόταν τόσο παραστατικά, σὰν νὰ μιλοῦσε γιὰ ἀνθρώπους γνωστοὺς κι ἀγαπημένους. Καὶ οἱ ἱστορίες ζωντάνευαν τόσο μέσα στὸ μυαλό μου, ὥστε, γιὰ ἕνα διάστημα εἶχα τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ νονός μου εἶχε πολεμήσει πλάι στὸν Βασίλειο Διγενῆ Ἀκρίτα!
Γιατί τώρα, στὶς μέρες μας, ἐμεῖς οἱ μεγαλύτεροι -μὲ ὅ,τι ἰδιότητα καὶ ἂν ἔχουμε, γονεῖς, παπποῦδες, νονοὶ – ἔχουμε πάψει νὰ συναρπάζουμε τὰ παιδιὰ μὲ ἱστορίες ἀληθινές, ἱστορίες γιὰ ἀνθρώπους ἰδιαίτερους, ἀξιόλογους, ὄμορφους ἀνθρώπους, γενναίους ἀνθρώπους; Γιατί τὰ ἀφήνουμε νὰ πιστεύουν τὶς ἱστορίες τῶν ἄσχημων καὶ τρομαχτικῶν κινούμενων σχεδιῶν, τὶς ψεύτικες ἱστορίες βίαιων “ἡρώων” στὶς ὁποῖες χάνει κανεὶς τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ἀφοῦ, οὐσιαστικά, ὅλοι, ἥρωες καὶ μὴ ἥρωες, εἶναι κακοί; Ἀφήνοντας ἔτσι τὰ παιδιά μας, τὰ ἀφήνουμε, ὄχι μόνο χωρὶς μνήμη, ἄλλα καὶ χωρὶς αἴσθηση τῆς πραγματικότητας, χωρὶς διάκριση τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὸ ψέμα.
Τὴ θλιβερὴ αὐτὴ διαπίστωση – ὅτι δηλαδὴ οἱ λαοὶ χάνουμε σιγά-σιγὰ τὴ μνήμη μας – ἦρθε νὰ μοῦ ἐπιβεβαιώσει μία εἴδηση ποὺ γράφτηκε καὶ σχολιάστηκε στὴ βρετανικὴ Daily Telegraph. Σ’ ἕνα διαμέρισμα, στὴ μικρὴ πόλη Torquay, ζοῦσε μία γριούλα ὁλομόναχη, στὴν ὁποία κάνεις δὲν ἔδινε σημασία. Ἡ μόνη ἀνάμνηση ποὺ εἶχαν ἀπ’ αὐτὴν οἱ γείτονές της ἦταν ὅτι τῆς ἄρεσε νὰ μιλάει γιὰ τὴ γατούλα της. Τὸν περάσμενο Σεπτέμβριο ἡ γριούλα πέθανε ὁλομόναχη, ὅπως εἶχε ζήσει. Καὶ οἱ ὑπάλληλοι τῶν ἁρμόδιων τοπικῶν ἀρχῶν ποὺ μπῆκαν στὸ διαμέρισμά της γιὰ νὰ τακτοποιήσουν τὴν κηδεία της καὶ τὶς ὑποθέσεις τῆς -ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα δικό της – ἔμειναν ἔκπληκτοι βλέποντας τὰ μετάλλια ἀνδρείας τῆς ἄσημης γριούλας καὶ τὰ χαρτιὰ τῆς Γαλλικῆς καὶ Βρετανικῆς κυβέρνησης ποὺ τὰ συνόδευαν!
Ἡ «ἄσημη» γριούλα ἦταν ἡ Eileen Nearne, ἡ ὅποια γεννήθηκε τὸ 1944, σὲ ἡλικία 23 ἐτῶν, ὡς μέλος τῶν Εἰδικῶν Δυνάμεων- τῆς βρετανικῆς ὀργάνωσης ποὺ ἐργαζόταν γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἀντίσταση-εἶχε πέσει μὲ τὸ ἀλεξίπτωτο στὰ κατεχόμενα γαλλικὰ ἐδάφη. Ἐκεῖ, ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ τὸ δίκτυο πληροφοριῶν μέσῳ ἀσύρματου, μὲ τὸ κωδικὸ ὄνομα Agent Rose. Ἀφοῦ ἔστειλε 105 μηνύματα μὲ τὸν ἀσύρματο, τὴ συνέλαβε ἡ Γκεστάπο. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια- τῆς βύθισαν ξανὰ καὶ ξανὰ τὸ κεφάλι σὲ νερὸ καὶ τὴν ἀνέσυραν μισοπνιγμενη- τὴν ἔστειλαν στὸ στρατόπεδο Ravensbruck. Ἐκεῖ εἶδε χιλιάδες συγκρατούμενές της νὰ ἐκτελοῦνται ἢ νὰ πεθαίνουν ἀπὸ κακουχίες, καὶ ἀνάμεσα σ’αὐτὲς ἦταν καὶ ἡ στενότερη φίλη της καὶ συνεργάτις της στὴν Ἀντίσταση. Παρόλα αὐτὰ κατάφερε νὰ δραπετεύσει κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μεταφορᾶς της σ’ἕνα κοντινὸ στρατόπεδο.Ἕνας ἱερεὺς τῆς περιοχῆς τὴν περιμάζεψε καὶ τὴν ἔκρυψε μέχρι ποὺ ἦρθαν τὰ συμμαχικὰ στρατεύματα καὶ τὴν ἔστειλαν πίσω στὸ Λονδινο σὲ πολὺ κακὴ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ κατάσταση.
Ἡ ἱστορία τῆς κρυφῆς αὐτῆς ἡρωίδας προβλημάτισε πολὺ τοὺς γείτονές της, οἱ ὁποῖοι, ὅσο ζοῦσε, ἐλάχιστη σημασία τῆς ἔδιναν. Καὶ πρέπει νὰ προβληματίσει καὶ ἐμᾶς ἀκόμη περισσότερο, γιατί ἐμεῖς – ἰδίως οἱ νεώτεροι- ἔχουμε πολὺ πρόχειρο τὸ χαρακτηρισμὸ “παλιόγερος” καὶ “παλιόγρια” γιὰ τοὺς κρυφοὺς θησαυροὺς ποὺ ζοῦν δίπλα μας, ἀφανεῖς. Καὶ ἀφήνουμε τὶς ἱστορίες τους νὰ ξεχνιοῦνται, χωρὶς κάνεις νὰ ἐνδιαφέρεται νὰ τὶς μάθει.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη