Μέρα μέ τή μέρα ὁ τόπος μας βουλιάζει ὁλοένα καί πιό βαθιά μέσα στήν ἀπόγνωση. Κυβερνήσεις ἀνεβοκατεβαίνουν, φέρνοντας ὅλες τους ἀνεξαιρέτως ὅλο καί πιό κοντά τήν ἐκποίηση τῆς χώρας, τόν ὄλεθρο τῶν μικρομεσαίων τάξεων, τή δημογραφική ἐρήμωση, τήν ἐκχώρηση τῆς ἐθνικῆς μας κυριαρχίας σέ ξένα ἀφεντικά. Καί συνεχίζοντας βέβαια μεθοδικά τό πάλαι ποτέ βασικό ἔργο τους, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πνευματική διάλυση καί ποδηγέτηση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, μέσα ἀπό τό ἐπί δεκαετίες συστηματικό ξεχαρβάλωμα τῶν ἀξιῶν του, τῆς πίστης του, τῆς γλώσσας καί τῆς παιδείας του. Ἑνός λαοῦ πού περνᾶ τραγικές στιγμές, ὄχι μόνο λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, ἀλλά πρωτίστως ἐπειδή χωρίς πλέον ἱστορική μνήμη, ἐθνικά ἀπονευρωμένος καί θρησκευτικά ἀποχρωματισμένος, ἔχει χάσει πιά σέ μεγάλο βαθμό τά πνευματικά του ἀντισώματα, αὐτά πού τοῦ ἐπέτρεπαν νά ἐπιβιώνει καί νά ἀναγεννιέται καί σέ οἰκονομικά ἤ πολιτικά πολύ χειρότερους ἀπό τόν σημερινό καιρούς. Κι ἔχει ἀπομείνει χαμένος μέσα στίς αὐταπάτες τῶν «ἐκσυγχρονιστικῶν» του εἰδώλων καί τῆς εὐδαιμονιστικῆς του πλάνης, ἀποστερημένος ἀπό τά πιό ζωτικά στοιχεῖα τῆς ἴδιας του τῆς ταυτότητας, σέ πλήρη ἀποστασία ἀπό τόν Θεό, παραζαλισμένος κι ἀλλοπρόσαλλος, ἐθισμένος πλέον στό νά καταπίνει ἀμάσητα τόσα καί τόσα νεοταξίτικα «προοδευτικά» σκουπίδια, συνηθισμένος καί στό νά προδίδεται κατ᾽ ἐπανάληψη ἀπό τούς κυβερνῶντες του (καθώς διαπράττει συνεχῶς τό ἴδιο τραγικό λάθος, πεποιθώς ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία), βουλιάζοντας καθημερινά στήν ἀνοησία, τήν ἀσυναρτησία καί τή χυδαιότητα.
Ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές, εἶναι φανερό πώς ἡ κατάσταση ἀνθρωπίνως δέν εἶναι ἀναστρέψιμη πιά. Βρισκόμαστε πραγματικά στό μακράν χειρότερο σημεῖο τῆς μακραίωνης ἱστορίας μας, στό ἔσχατο σημεῖο τῆς πνευματικῆς παρακμῆς μας. Καί αὐτό εἶναι ξεκάθαρο πώς δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει, παρά μόνο μέ κάποιο μεγάλο θαῦμα. Κάποια μεγάλη ἄνωθεν παρέμβαση, πού θά ἀνακόψει τήν ἐλεύθερη πτώση μας στήν ἄβυσσο, πού θά σταματήσει αὐτή τήν τραγική πορεία τοῦ λαοῦ μας πρός τό ἱστορικό του Τέλος. Ζητεῖται ἐπειγόντως ἕνα θαῦμα λοιπόν...
Αὐτό τό θαῦμα ὅμως δέν εἶναι τόσο ἁπλό νά γίνει. Ὄχι ἀσφαλῶς γιατί δέν μπορεῖ νά γίνει, οὔτε ἐπειδή δέν τό θέλει ὁ Θεός. Ἄλλος εἶναι ὁ λόγος –καί αὐτόν τόν φανερώνει πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἐκεῖνο τό περιστατικό ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ὅπου ἐμφανίζεται ὁ Χριστός νά ἐπισκέπτεται τή Ναζαρέτ γιά νά κηρύξει. Οἱ συντοπίτες του δέν τόν ἀποδέχτηκαν, τόν ἀντιμετώπισαν μέ ἐχθρική δυσπιστία καί γι᾽ αὐτό, ὅπως τονίζει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (6.56), δέν μπόρεσε ἐκεῖ νά κάνει κανένα μεγάλο θαῦμα, ἐκτός ἀπό τή θεραπεία ἐλάχιστων ἀρρώστων καί ἔφυγε στενοχωρημένος: «καί οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν ποιῆσαι, εἰ μή ὀλίγοις ἀῤῥώστοις ἐπιθείς τάς χεῖρας ἐθεράπευσε. καί ἐθαύμαζε διά τήν ἀπιστίαν αὐτῶν».
Καί αὐτό τό εὔγλωττο συμβάν δέν σημαίνει βέβαια πώς ὁ Χριστός δέν εἶχε πραγματικά τή δύναμη νά θαυματουργήσει (γιατί φυσικά ὡς Θεός μποροῦσε –καί μπορεῖ– νά κάνει τά πάντα). Ἀποδεικνύει ὅμως μέ τόν πιό ξεκάθαρο τρόπο ὅτι τό θαῦμα, γιά νά συντελεστεῖ, ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο τή θεία ἐνέργεια, ἀλλά καί τήν ἀνθρώπινη συναίνεση, δηλαδή τήν πίστη καί τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ἄν ὁ Θεός θαυματουργοῦσε χωρίς αὐτά, θά παραβίαζε πολύ ἁπλά τήν ἐλευθερία του –κι ἔτσι, ἐνῶ τόν ἔπλασε γιά νά ἔχει τό αὐτεξούσιον καί ἐθελότρεπτον, τότε οὐσιαστικά θά τόν κατέστρεφε.
Σέ αὐτό λοιπόν τό σημεῖο βρισκόμαστε σήμερα. Τό θαῦμα, πού θά σώσει τόν λαό μας, μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ, ἀλλά μόνο μέ τή δική του συνέργεια. Δέν θά μᾶς σώσουν ἀπό μόνες τους οὔτε οἱ προφητεῖες τῶν ἁγίων (ἄδηλο καί κρύφιο τό πότε καί τό πῶς ἀκριβῶς θά ἐκπληρωθοῦν), οὔτε ἡ ἁγιασμένη γῆ μας (μιά γῆ γεμάτη κόκαλα ἁγίων καί ποτισμένη μέ τό αἷμα χιλιάδων μαρτύρων καί ἡρώων, πού ὅμως πλέον ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς τή βρωμίζουμε καί τήν προδίδουμε καθημερινά), οὔτε καί τό ὅτι ὑπήρξαμε περιούσιος λαός ἐπί αἰῶνες (γιατί οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά ἀλλάζουν καί, πέραν τῆς ἀγάπης Του, ὑπάρχει καί τό ἐνδεχόμενο τῆς ὀργῆς Του −εἶναι ἄλλωστε ἤδη ἄξιον ἀπορίας ποιά ἀπερινόητη μεγαλοθυμία Του μᾶς κρατάει ἀκόμα καί δέν μᾶς ἔχει ἤδη καταποντίσει ὁριστικά μές στ᾽ ἀποκαΐδια τῆς ἀθλιότητάς μας). Τό πιό βασικό ἀπ᾽ ὅλα εἶναι νά ἀναρωτηθοῦμε ἄν μᾶς ἀξίζει νά σωθοῦμε, σέ αὐτές τίς ἐσχατιές τῆς πνευματικῆς παρακμῆς πού ἔχουμε καταντήσει, καί φυσικά ἄν θέλουμε νά σωθοῦμε. Ἡ ἀπάντηση καί στά δύο αὐτά ἐρωτήματα εἶναι μία καί μόνη. Καί λέγεται μετάνοια. Μετάνοια εἰλικρινής, ὁλοκληρωτική καί ἔμπρακτη. Αὐτή θά εἶναι ἡ δική μας συνέργεια καί συμμετοχή.
Καί φυσικά νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι μετάνοια δέν σημαίνει οὔτε παθητικότητα, οὔτε ἀδράνεια ὅσον ἀφορᾶ τίς ἐν τῷ κόσμῳ δραστηριότητές μας. Ὁ Θεός δέν μᾶς θέλει παθητικούς, νά τά περιμένουμε ὅλα ἄνωθεν –καί αὐτό πού ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι (γιά τό «σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει») ἰσχύει ἀπολύτως καί γιά μᾶς. Θά πολεμήσουμε λοιπόν καί μέσα στόν κόσμο, συμμετέχοντας σέ ὅποιες κοινωνικές, πολιτικές ἤ ἄλλες δράσεις μποροῦμε, γιατί ἁπλούστατα εἶναι τέτοια ἡ λαίλαπα πού ἔρχεται (καί εἰλικρινά ἡ οἰκονομική κατάρρευση εἶναι τό τελευταῖο πού ἐννοῶ), πού κανείς δέν ἔχει πλέον τό δικαίωμα νά παραμένει ἀδρανής. Ὅλες ὅμως οἱ πράξεις μας, γιά νά ἔχουν ἀποτέλεσμα, μπορεῖ νά γίνουν μόνο σύν Θεῷ. Μόνο μέ τό αὐτεπίγνωτον τῆς ἀθλιότητάς μας, μόνο μέ τήν ὁριστική ταφή τοῦ ἐλεεινοῦ πτώματός μας μέσα μας, μόνο μέ τό αὐθεντικό κλάμα τῆς εἰλικρινοῦς ἐπιστροφῆς μας, μόνο μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ἐλέους Του. Μόνο ἔτσι μποροῦμε νά προχωρήσουμε πιά. Σέ κάθε ἄλλη περίπτωση, οἱ καιροί μας τελειώνουν πλέον κάπου ἐδῶ. Καί ὅ,τι ἐπί αἰῶνες χτίσαμε, χάνεται σέ λίγο ὁριστικά μαζί μας μές στά συντρίμμια.
Ἑλλάδα 2015. Τά μαῦρα σύννεφα πυκνώνουν συνεχῶς πάνω ἀπό τήν καταρρέουσα χώρα, κάνοντας ὁλοένα καί πιό ὁρατά τά σημεῖα τῶν καιρῶν. Μέρες ζοφερές καί ταραγμένες ἀνοίγονται μπροστά μας, μέ μιά καί μόνη ἐλπίδα νά ἀχνοφέγγει μές στόν ὀρυμαγδό. Ὁ ἔχων νοῦν ψηφισάτω...
Πηγή: (Ἄρθρο τοῦ Νεκταρίου Δαπέργολα, Δρ. Ἱστορίας, ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Παρακαταθήκη», τεῦχος 104)