1. Eνα μεγάλο άπαρτο κάστρο που ορθονόταν φραγμός στο στρατό μας, για αν μπει στα Γιάννενα, ήταν το Μπιζάνι. Δύο ολόκληρους μήνες πάλαιψαν σώμα με σώμα οι φαντάροι μας πάνω στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου, ώσπου επιτέλους να πέσει το οχυρό.
Ξεφυλλίζοντας τα’ απομνημονεύματα των αγωνιστών των βαλκανικών πολέμων, δεν ξέρει κανείς ποιο να πρωτοθαυμάσει. Αντιπροσωπευτικά, ας σταθούμε σε ένα
Ο Ανθυπολοχαγός Σπύρος Κάλλαρης νοσηλεύεται σε κάποιο ορεινό νοσοκομείο. Όταν μαθαίνει ότι ο λόχος του μπήκε στη μάχη, αν και με πυρετό, ζητάει την άδεια από το γιατρό να πάει στο λόχο του. Κι επειδή εκείνος δεν του τη δίνει, την παίρνει από τον πατέρα του, τον αρχηγό της Μεραρχίας! Στις 5 Δεκεμβρίου 1912 σκοτώθηκε ο λοχαγός κι ανέλαβε τη διοίκηση του λόχου ο Σπύρος Κάλλαρης. Αψηφώντας τα βόλια τραβάει μπροστά. Ακολουθούν οι στρατιώτες. Μα σε μια από τις πολλές μάχες, το εχθρικό βόλι τον αφήνει κάτω νεκρό. Η θλιβερή είδηση φτάνει στο Μέραρχο πατέρα του. Ρωτάει τότε:
-Τον έχετε εδώ;
Ο επιτελάρχης τον οδηγεί εκεί που βρισκόταν το σώμα του παιδιού του. Μπροστά στον ήρωα ο στρατηγός, γεμάτος συγκίνηση, βγάζει το πηλίκιό του. Το ίδιο κάνουν οι αξιωματικοί κι οι στρατιώτες γύρω του. Μετά έσκυψε ο πατέρας και φίλησε το μέτωπο του αγαπημένου του παιδιού.
-Η μέρα αυτή, παιδί μου, είπε με σπασμένη φωνή μπρος στο νεκρό, είναι ημέρα ευτυχίας για το στρατηγό και δυστυχώς για τον πατέρα. Ανθυπολοχαγέ Κάλλαρη, έκαμες λαμπρά το καθήκον σου. Εύγε! Αιωνία σου η μνήμη!
Γύρισε μετά στον λοχαγό
–Φροντίστε, σας παρακαλώ, για την κηδεία του παιδιού μου.
Κι ύστερα, στον δεκανέα
–Φέρε το άλογό μου! Και οι κύριοι αξιωματικοί, παρακαλώ, επί των ίππων!
Όλή εκείνη την ημέρα ο στρατηγός Κάλλαρης διηύθυνε μια από τις πιο αιματηρές μάχες, που είχε γίνει μέχρι τότε. Και μόνο, αργά το βράδυ, αφού είχε κοπάσει η μάχη, μπήκε στη σκηνή του, έσφιξε το μέτωπο με τις παλάμες του κι ως πατέρας πια ξέσπασε σ’ ένα δυνατό κλάμα για το παιδί του. Αφού όμως πριν είχε βρει το κουράγιο να κάμη το καθήκον του ως Έλληνας στρατιώτης!