«Πάνω από 25.000 κεραυνοί »έπεσαν» σε διάστημα 12 ωρών, πρόσφατα, στη Βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα 17.000 από αυτούς έπληξαν την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία! Η Βόρεια Ελλάδα ένιωσε για τα καλά την απότομη αλλαγή του καιρού, μέσα στο καλοκαίρι…», είπαν τα δελτία καιρού.
Αυτό δεν είναι τίποτε όμως μπροστά στις «25 χιλιάδες» νομοσχέδια, νόμους, παλαιές και ερχόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, ισχύουσες φορολογικές επιβαρύνσεις, περικοπές συντάξεων, επιδόματα για κλάματα…
Μερικοί βέβαια στις αστραπές γελάνε κιόλας, νομίζοντας ότι τους βγάζουν φωτογραφία. Άλλοι θαυμάζουν το εκπληκτικό θέαμα του σχιζομένου ουρανού…
Κανένας όμως δε χαίρεται για την οικονομική πορεία της ελληνικής οικογένειας, της νεολαίας, της κοινωνίας και της πατρίδας…
Μαύρισαν οι ψυχές, οι αυλές, οι γειτονιές, τα σπίτια…
«Γιατί μαυρίζει ο ουρανός, κι ας είναι καλοκαίρι;..», λέει ένα κυπριακό τραγούδι, για τον Αττίλα και την επιδρομή των Τούρκων στο νησί μας το 1974…
Στην περίπτωσή μας όμως έχουμε άλλου είδους επιδρομή… Λαίλαπα μειώσεων… Φοροεπιδρομή, Καταιγίδα περικοπών…
Μόλις ανοίξει ο παραμικρός διάλογος για τα οικονομικά, όλοι εκφράζουν την απελπισία τους, την πικρή γεύση του ψέματος, τη δυσάρεστη έκπληξη της απρόοπτης περικοπής, τον απαράδεκτο σχολιασμό που συνοδεύει τη μετάβαση από τα 751 στο 384 €, την αδιόρθωτη ανεργία και τη συναφή απόγνωση…
Κυρίως αυτό γίνεται χειροπιαστό… μόλις αρχίσουν και μιλάνε οι νέοι…:
«Μια δουλειά δεν υπάρχει, τι να κάνω, πως θα ανοίξω οικογένεια, πότε θα γίνω μάνα; (Όταν είναι η νέα, που μιλάει, και η ηλικία προχωράει απελπισμένα, μετράει απειλητικά και ο χρόνος)… Έχω βουλιάξει, είμαι 32 με πτυχίο και δεν έχω φύγει ακόμη από το σπίτι… Πάει, έτσι θα μείνω… Ευτυχώς που υπάρχει και η σύνταξη του πατέρα… Μου δίνει κάτι ψηλά που και που, για να βγαίνω έξω… Όπου και να ρώτησα για δουλειά, <μηδέν εις το πηλίκον>… Έχω στείλει το βιογραφικό μου παντού… Μόνο με «βύσμα» μπορεί να γίνει κάτι… Αυτοί γνωρίζονται μεταξύ τους… Πρέπει να βρούμε να μιλήσουμε σε κάποιον. Δε θέλω να φύγω από την Ελλάδα…»
«Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά, πικρής αναδουλειάς χειροπιαστό σκοτάδι, και μέσα στην οικογενειακή φωλιά (ας μας συγχωρέσει ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης για την παραλλαγή) το φοβισμένο χέρι του γονιού τρεμάμενο το άδειο πορτοφόλι αναδεύει και ελάχιστα ευρώπουλα μαζεύει».
Και συνεχίζεται «ο δωδεκάλογος του φτωχού και του ανέργου:
«Μου κόψαν απροειδοποίητα το επίδομα σίτισης… Έστω 130 €… Έπαιρνα τα βασικά από το Super Market… Χρωστώ και το ρεύμα… Είπαν θα κάνει black out η ΔΕΗ στους κακοπληρωτές… Πήγα και στο Νοσοκομείο για φάρμακα, με το νόμο Σαμαρά για τους ανασφάλιστους, δεν μου έδωσαν… Τα παιδιά μου έχουν μπουχτίσει στα μακαρόνια και στα όσπρια που μας δίνουν από την Εκκλησία με ελάχιστο λάδι… Στερούνται βασικών βιταμινών και τροφών. Φρούτα δεν παίρνουμε. Κρέας έχουμε πολύ καιρό να φάμε. Δεν βγαίνουμε από το σπίτι. Δεν έχουμε χρήματα να πάμε πουθενά. Τώρα θα αρχίσουν και τα σχολεία… Πως θα τα ξεκινήσω; Η κυρία των Αγγλικών μας είπε να πάρουμε αυτά τα βιβλία… Με τι λεφτά; Ο μεγαλύτερος θέλει φροντιστήριο τώρα… Όλο με τα πόδια κυκλοφορούμε, για οικονομία… Οι παππούδες δεν έχουν για να γυρίσουν οι ίδιοι καλά καλά… Ντρέπομαι κιόλας να τους ζητάω συνεχώς… Παρακαλώ το Θεό να μη πεθάνουν τώρα… Από την άλλη μεριά ακούω για κάτι μισθούς και συντάξεις επωνύμων, ανθρώπων της νυχτερινής ζωής, πολιτικών και παρατρεχάμενων, υψηλόβαθμων στελεχών εταιρειών… και κυριολεκτικά συγχύζομαι και αγανακτώ… Εκείνο δε που με λιώνει και με σβήνει κυριολεκτικά, είναι που δεν μιλάει κανένας. Δεν ξεσηκώνεται κανένας. Τα λέμε μεταξύ μας και δεν κάνουμε τίποτε…»
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε και τον Κωστή Παλαμά στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» (Μόνο η ποίηση μας έμεινε, για να εκφραστούμε και να μιλήσουμε για τη ζοφερότητα της καταστάσεως):
«Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάϊσσες φυτρωμένα με γητειές•…
θα σε κλαίν’ τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
……………………………
Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός…»
Δηλαδή, τώρα μόνο ο Θεός! Η επιστήμη σηκώνει ψηλά τα χέρια… Η κοινωνιολογία και η ψυχολογία αδυνατούν να δώσουν λύση… Τα παρηγορητικά λόγια των ποιμένων και τα συσσίτια της Εκκλησίας αρχίζουν να λιγοστεύουν κι αυτά…
Είναι πολύ παράξενο το φαινόμενο… Διότι με τόσα πολιτικά και οικονομικά ψέματα και ανακολουθίες στα προγράμματα και αντιφάσεις και υποσχέσεις αυτοανατρεπόμενες και μέτρα απάνθρωπα και πολυετή μνημόνια, ένας τόσο έξυπνος και ηρωϊκός λαός, ο ελληνικός, να μένει απαθής και ηττοπαθής, «να τον τηγανίζουν κι αυτός να σφυρίζει ανέμελα», όντως είναι ακατανόητο… Κάτι δεν πάει καλά…
Κάτι δεν κάνουμε καλά και κάποιο κρίμα μας βαραίνει…
Δεν εξηγείται αλλιώς…
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας