Πανοσιολογιώτατε Ἀρχιερατικὲ Ἐπίτροπε Θέρμου πάτερ Θεόκλητε, ἐκπρόσωπε τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας κ. Κοσμᾶ, Ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μυρτιᾶς, πάτερ Ἰωσήφ, Σεβαστοὶ Πατέρες, Κύριε Δήμαρχε Θέρμου, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές,
Κατ᾽ ἀρχὴν θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω τὸν Σεβασμιώτατο καὶ τοὺς διοργανωτὲς γιὰ τὴν τιμητικὴ πρόσκληση καὶ νὰ εὐχηθῶ καλὴ ἐπιτυχία στὶς ἐκδηλώσεις πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἐδῶ στὴν πατρίδα του.
Εἶσθε ἀξιέπαινοι, οἱ διοργανωτές, διότι τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατροκοσμᾶ, ποὺ προβάλλετε, μᾶς χρειάζεται ἰδιαιτέρως σήμερα.
Καὶ γιὰ νὰ εἰσέλθω στὸ θέμα μου.
Τί θὰ ἔλεγε, ἄραγε, σήμερα ὁ ἅγιός μας, ὁ Πατροκοσμᾶς, ἂν τὸν εἴχαμε μπροστά μας –καὶ μποροῦμε βέβαια νὰ τὸν ἔχουμε πάντοτε πνευματικὰ μπροστά μας– τί θὰ ἔλεγε στὴ σημερινὴ δύσκολη ἀπὸ κάθε ἄποψη συγκυρία μας, ἐθνική, κοινωνική, ἐκκλησιαστική;
Τί θὰ ἔλεγε αὐτός, ποὺ κατάφερε –μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ μας– νὰ μεταμορφώσει τόσους καὶ τόσους ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν ἀγριέψει ἀπὸ τὴν ἀμάθεια, καὶ νὰ βγάλει παλληκάρια καὶ ἥρωες, ποὺ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια θὰ πότιζαν μὲ τὸ αἷμα τους τὸ δένδρο τῆς λευτεριᾶς κατὰ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐθνική μας παλιγγενεσία;
Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τί θὰ τοῦ λέγαμε ἐμεῖς μὲ πόνο ψυχῆς σὰν σὲ πατέρα καὶ ἀδελφό;
Νὰ μερικὰ ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ νομίζω ὅτι θὰ τοῦ λέγαμε:
Ἔλα, ἅγιέ μας, μὲ τὸ τριμμένο ράσο, τὸν σταυρὸ καὶ τὸ κομποσχοίνι στὰ τίμια ροζιασμένα χέρια σου, μὲ τὴν εὐωδιὰ τοῦ λιβανιοῦ καὶ τὸν βουνίσιο ἀέρα, ποὺ ἀνέπνεες καθὼς ὄργωνες ἀκούραστα τὴν ἀγαπημένη σου καὶ ἀγαπημένη μας Ἑλλάδα, νὰ μᾶς μιλήσεις καὶ πάλι ἥσυχα καὶ ἀποφασιστι-κὰ γιὰ τὰ μεγάλα καὶ τὰ τίμια τοῦ Γένους μας, ποὺ σὰν νὰ τ᾽ ἀπολησμο-νήσαμε.
Ἔλα εὐθὺς κι ἀσυμβίβαστος, μὲ γλῶσσα ἀληθινή, μακριὰ ἀπὸ τὰ ψέματα –ἔστω καὶ τά «κατὰ συνθήκην»– τοὺς καθωσπρεπισμοὺς καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία.
Ἔλα νὰ μᾶς διδάξεις πρῶτα-πρῶτα τὴν σωστὴ ἀξιολόγηση τῶν πραγμάτων. Νὰ βροντοφωνάξεις καὶ πάλι: «Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν καὶ σᾶς παραγγέλλω: κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβη κάτω κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνέβη ἀπάνω κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση καθὼς μέλλει νὰ χαλάση σήμερον αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλη τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἂς σᾶς τὸ καύσουν, ἂς σᾶς τὸ τηγανίσουν, τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν μὴ σᾶς μέλη, δῶστε τα, δέν εἶναι ἐδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται. Ἐτοῦτα τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέση, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἔξω ἂν τύχη καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε νὰ μὴν τύχη καὶ τὰ χάσετε»[1] .
Ἔλα, γιατὶ σήμερα τρεφόμαστε μὲ τηλεοπτικὰ σκουπίδια, μ᾽ αὐτὰ ταΐ-ζουμε τὸν λαό μας καὶ τὴν νεολαία μας. Αὐτὴ μάλιστα τὴ δηλητηριάζουμε κυρίως μὲ τὰ σχολικὰ βιβλία καὶ ἰδιαίτερα τὰ λεγόμενα βιβλία γλώσσας. Ἔλα νὰ τὰ πετάξεις στὰ σκουπίδια καὶ νὰ φτιάξεις ἀληθινὰ σχολεῖα, ὅπως τότε, ὅπου θὰ διδάσκεται Χριστὸς καὶ Ἑλλάδα.
Ἔλα νὰ μᾶς βγάλεις ἀπὸ τὴν εἰκονικὴ πραγματικότητα, στὴν ὁποία ἔχει βυθισθεῖ κυρίως ἡ νεολαία μας. Ἀντὶ νὰ ἐπικοινωνοῦμε προσωπικά, κάνουν τὰ παιδιά μας ἀπρόσωπες φιλίες μέσῳ διαδικτύου καὶ ἔχουμε φί-λους, ὑποτίθεται, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς, ἐνῶ πολλὲς φορὲς ἀγνοοῦμε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ποὺ μένει στὸ ἀπέναντί μας διαμέρισμα στὴν πολυκατοικία.
Ἐδῶ ἔχουν ἐφαρμογὴ τὰ λόγια σου: «Μέ λέγει ὁ Χριστός μου νὰ ζητήσω, θέλω, μὲ λέγει, νὰ ζητήσης πράγματα ἀληθινά, νὰ ζητήσης ἕνα πρᾶγμα, ὁ-ποὺ νὰ εἶναι τιμιώτερον ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ὄχι νὰ ζητήσης σκούμ-πουρα, ἀράχνη, κουρνιακτόν. Ποῖον εἶναι τὸ πρᾶγμα τὸ ἀληθινόν, ὁποὺ εἶ-ναι τιμιώτερον ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον; Μὲ λέγει ὁ Χριστὸς μου: νὰ ζητήσης τοὺς ἀδελφούς σου καὶ τὲς ἀδελφές σου νὰ δεθῆτε μὲ τὴν ἀγάπην, νὰ σᾶς βάλω εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαίρεσθε πάντοτε καὶ νὰ μὴ σᾶς βάλω εἰς τὴν Κόλασιν νὰ καίεσθε πάντοτε»[2] . Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο στὴν ἴδια διδαχή: «Καὶ τώρα μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ, δὲν ἔχω μήτε σακκούλα, μήτε κασέλα, μήτε σπίτι, μήτε ἄλλο ράσο ἀπὸ αὐτὸ ὁποὺ φορῶ. Ἀλλὰ ἀκόμη παρακαλῶ τὸν Κύριόν μου μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου νὰ μὲ ἀξιώση νὰ μὴν ἀποκτήσω σακκούλα, διατί, ὡσὰν κάμω ἀρχὴν νὰ παίρνω ἄσπρα [χρήματα], εὐθὺς ἔχασα τοὺς ἀδελφούς μου καὶ δὲν ἠμπορῶ καὶ τὰ δύο· ἢ τὸν Θεὸν ἢ τὸν Διάβολον»[3] .
Ἔλα νὰ μᾶς διδάξεις ὅτι δὲν εἶναι γιὰ μᾶς τὸ μοντέλο τῶν δῆθεν πολυπολιτισμικῶν (multy culti), πολυεθνικῶν, πολυθρησκευτικῶν κοινωνιῶν, ποὺ πονηρὰ προωθεῖ σήμερα παγκοσμίως, καὶ στὴν πατρίδα μας, ἡ λεγομένη Νέα Ἐποχὴ μέσῳ τῆς διαβόητης Νέας Τάξεως Πραγμάτων καὶ τῆς Παγκοσμιοποίησης.
Ὁ Ὀρθόδοξος Ἕλληνας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἄριζος καὶ ἀνέστιος σὲ μιὰ ἀπρόσωπη καὶ διαλυμένη κοινωνία. Τρέφεται ἀπὸ τὸ κοινοτικὸ πνεῦμα, τό «ἐμεῖς» τοῦ Μακρυγιάννη.
Ἔλα νὰ μᾶς διδάξεις ὅτι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς μᾶς ἔκανε ἐλεύθερους καὶ ὑπεύθυνους ἀνθρώπους καὶ ὄχι ἕνα «ζαλισμένο κοπάδι» ἀγχωμένων καταναλωτῶν, ποὺ συνεχῶς εἶναι στὸ τρέξιμο, χωρὶς ποτὲ νὰ προλαβαίνουν. Μᾶς ἔκανε γιὰ νὰ ἀναπνέουμε τὸν καθαρὸν ἀέρα τῶν βουνῶν καὶ ὄχι νὰ φυτοζωοῦμε μέσα σὲ πολυκατοικίες – κλουβιά.
Μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀφύσικη ἀλλὰ καί –κυρίως– ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία ζωή, λόγῳ τῆς ἀτομοκεντρικότητός μας, χάσαμε καὶ τὴν φυσιολογικὴ αἴσθηση τῶν πραγμάτων, ποὺ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι παλαιότερα. Χάθηκε ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν τόπο. Ποῦ εἶναι ἡ αἴσθηση ποὺ ἐξέφραζε παλαιότερα ὁ λαός μας μέσα ἀπὸ τὰ δημοτικά μας τραγούδια γιά «τὰ ἔρημα τὰ ξένα»; Προσπαθοῦν οἱ ἐθνομηδενιστὲς καὶ διεθνιστούληδες νὰ μᾶς κάνουν ἀπάτρηδες σὰν κι αὐτούς.
Ἔλα νὰ μᾶς ταρακουνήσεις, νὰ ξυπνήσουμε καὶ νὰ πάρουμε σήμερα (ἢ μᾶλλον «ἐχθές», κατὰ τὴν προσφυῆ ἔκφραση), νὰ πάρουμε ριζικὰ μέτρα γιὰ νὰ σταματήσει ἡ ἐθνολογικὴ ἀλλοίωση καὶ ἡ προϊοῦσα ἰσλαμοποίηση τῆς Ἑλλάδος τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων, μέσῳ τῆς ἀθρόας καὶ σχεδιασμένης λαθρομετανάστευσης. Ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ νὰ σταματήσεις τοὺς τότε βίαιους ἐξισλαμισμοὺς καὶ σήμερα τὸ Ψευτορωμέϊκο χτίζει τζαμιὰ στοὺς ἀπρόσκλητους λαθροεισβολεῖς, δῆθεν «πρόσφυγες»!
Ἔλα νὰ μᾶς θυμίσεις τὸν τίμιο γάμο, τὴν ὑπευθυνότητα καὶ χριστιανικὴ ἀγάπη τῶν συζύγων, ποὺ δὲν θὰ διαλύσουν στὴν πρώτη δυσκολία τὸ σπιτικό τους –ὅπως καταντήσαμε σήμερα– μὲ τοὺς μισοὺς καὶ περισσότερους γάμους νὰ καταλήγουν στὸ διαζύγιο!
Ἔλα νὰ συνεφέρεις τὸν σαρκολάτρη, ἀτομιστὴ καὶ φυγόπονο ἄνθρωπο τοῦ σήμερα –ἰδιαίτερα τὶς γυναῖκες– ποὺ σκοτώνουν τὰ ἴδια τους τὰ παιδιὰ μὲ τὶς ἐκτρώσεις, γιὰ νὰ μὴν τοὺς χαλάσουν τὰ παιδιὰ τὴν καλοπέραση...
Ἡ Ἑλλάδα τῶν ἡρώων καὶ τῶν ἁγίων εἶναι δυστυχῶς σήμερα στὴν Εὐρώπη πρώτη στὶς ἐκτρώσεις! Οἱ Ἕλληνες σήμερα δὲν κάνουν παιδιά. Αὐτὰ τὰ λίγα, ποὺ θὰ ἔκαναν, τὰ σκοτώνουν μὲ τὶς ἐκτρώσεις, πρὶν γεννηθοῦν. Οἱ νέοι μας, λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ξενητεύονται, ἐνῶ ἡ Ἑλλάδα γεμίζει ἀπὸ ἀπρόσκλητους ἀλλόφυλους καὶ ἀλλόθρησκους λαθραίους μετανάστες. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἑλληνικὴ ἱστορία κινδυνεύει ἡ ἴδια ἡ δυνατότητα βιολογικῆς συνέχειας τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς!
Ἔλα, ἅγιε, νὰ μᾶς ὁρμηνέψεις νὰ διώξουμε τὴν ξεδιαντροπιὰ καὶ νὰ βάλουμε καὶ πάλι στὴ ζωή μας τὴ σεμνότητα, τὸν σεβασμό, τὴν αἴσθηση τοῦ καθήκοντος καὶ τὴν ὑπομονή.
Ἐμεῖς, οἱ μεγαλύτεροι κυρίως, χαλάσαμε μὲ τὴν ἀδιάκριτη δῆθεν ἀγάπη μας καὶ τὰ ταλαίπωρα παιδιά μας. Τοὺς διδάξαμε ἐμπράκτως νὰ ἀπαιτοῦν τὰ πάντα, «ἐδῶ καὶ τώρα», εὔκολα, γρήγορα, χωρὶς κόπο καὶ μὲ περίσσεια θρασύτητα.
Τὰ χαμένα παιδιά μας, ἡ «γενιὰ τῆς ἀδιαφορίας» εἶναι ἀπόδειξη καὶ τῆς δικῆς μας ἀστοχίας καὶ ἀποτυχίας. Ἀλλὰ ἡ κατάσταση δὲν θὰ διορθωθεῖ ὅσο τοὺς χαϊδεύουμε τὰ αὐτιά, δῆθεν ἀπὸ ἀγάπη...
Ἂς δοῦμε πῶς παιδαγωγοῦσαν τὰ παιδιά τους οἱ ἅγιες καὶ ἡρωΐδες μητέρες τοῦ παρελθόντος (ὄχι πρὶν ἀπὸ πεντακόσια χρόνια, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ δύο μόλις γενιές).
Ἂς θυμηθοῦμε τὴ μάνα τοῦ Ἁγίου νεομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου, ποὺ ὅταν γύρισε στὸ πατρικό του σπίτι τουρκεμένος, τοῦ ἔκλεισε ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνίδα μάνα του τὴν πόρτα καὶ τοῦ εἶπε αὐστηρά (λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἀγάπης!): ἐγὼ δὲν ἐγέννησα προδότη!
Ἂς δοῦμε, πῶς παιδαγωγοῦσε τὸν λαοφιλέστατο ἅγιό μας Παΐσιο, τὸν Ἁγιορείτη, ἡ ἁγιασμένη μητέρα του Εὐλογία. «Παιδί μου», τοῦ ἔλεγε, «μήπως ἔφταιξες ἐσὺ καὶ δὲν σὲ παίζουν τὰ παιδιά;».
Ἂς ἀκούσουμε, τὶ ἔχει νὰ μᾶς πεῖ ὁ ἄλλος μεγάλος ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης: «Τά παιδιά», γράφει, «μέ τούς συνεχεῖς ἐπαίνους δέν οἰκοδομοῦνται. Γίνoνται ἐγωιστές καί κενόδοξοι. Θά θέλουν σ᾽ ὅλη τους τή ζωή νά τούς ἐπαινοῦν ὅλοι διαρκῶς, ἔστω κι ἄν τούς λένε ψέ-ματα. Δυστυχῶς, σήμερα μάθανε ὅλοι νά λένε καί ψέματα καί τά δέχονται οἱ κενόδοξοι. Εἶναι ἡ τροφή τους. “Πές το, κι ἄς εἶναι ψέμα, κι ἄς εἶναι εἰρω-νεία”, λένε. Ὁ Θεός αὐτό δέν τό θέλει. Ὁ Θεός θέλει τήν ἀλήθεια. Δυστυ-χῶς, αὐτό δέν τό καταλαβαίνουν ὅλοι καί κάνουν τό ἐντελῶς ἀντίθετο.
» Τά παιδιά, ὅταν τά ἐπαινεῖς συνεχῶς, χωρίς διάκριση, τά πειράζει ὁ ἀντίθετος [ὁ διάβολος]. Τούς ξεσηκώνει τό μύλο τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί, συνηθισμένα ἀπό μικρά στούς ἐπαίνους ἀπό γονεῖς καί δασκάλους, προχωροῦν ἴσως στά γράμματα, ἀλλά τί τό ὄφελος; Στή ζωή θά βγοῦν ἐγωιστές καί ὄχι χριστιανοί. Οἱ ἐγωιστές δέν μποροῦν νά εἶναι ποτέ χριστιανοί. Οἱ ἐγωιστές θέλουν διαρκῶς ὅλοι νά τούς ἐπαινοῦν, ὅλοι νά τούς ἀγαπᾶνε, ὅλοι νά λένε καλά γι᾽ αὐτούς, πράγμα πού ὁ Θεός μας, ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ Χριστός μας δέν τό θέλει.
»Ἡ θρησκεία μας δέν θέλει αὐτό τόν τρόπο, αὐτή τήν ἀγωγή. Ἀντίθετα, θέλει τά παιδιά ἀπό μικρά νά μαθαίνουν στήν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χρι-στοῦ τονίζει ὅτι, ἅμα ἐπαινεῖς ἕναν ἄνθρωπο, τόν κάνεις ἐγωιστή. Ὁ ἐγωι-στής εἶναι ὁ μπερδεμένος, ὁ ὁδηγούμενος ὑπό τοῦ διαβόλου καί τοῦ κακοῦ πνεύματος. Ἔτσι μεγαλώνοντας μέσα τόν ἐγωισμό, ἡ πρώτη του δουλειά εἶναι ν᾽ ἀρνεῖται τόν Θεό καί νά εἶναι ἕνας ἐγωιστής ἀπροσάρμοστος μέσα στήν κοινωνία»[4] .
Ποῦ εἶναι ὁ μεγάλος μας Μακρυγιάννης, ποὺ γράφει ὅτι ἡ μητέρα του τοῦ ἔλεγε, γιὰ νὰ τὸν διδάξει: «Παιδί μου, ἐγὼ δὲν ἔχω ψωμὶ νὰ σοῦ δώσω. Κάνε τρεῖς μετάνοιες στὸν ἅγιό σου, νὰ σοῦ δώσει!».
Γιατί μετὰ ἀποροῦμε, ποὺ μὲ τὴν ἐσφαλμένη ἀγωγή μας συντελέσαμε ὥστε τὰ παιδιὰ νὰ τὰ σιχαθοῦν ὅλα καὶ νὰ πάσχουν ἤδη στὸ Δημοτικὸ ἀπὸ κατάθλιψη;
Ἔλα, ἅγιε, νὰ μᾶς βοηθήσεις νά «ξεβολευτοῦμε». Νὰ ἀφήσουμε τήν «ἡσυχία τοῦ καναπέ», τὴν λογικὴ τοῦ «ἔλα μωρὲ τώρα! Ἐγὼ θὰ διορθώσω τὴν κατάσταση; Ἐγὼ θὰ βγάλω τὸ φίδι ἀπ᾽ τὴν τρύπα;»
Ἔλα νὰ μᾶς διδάξεις ἀγωνιστικότητα καὶ πνεῦμα θυσίας. Ὅπως ἐσύ, ποὺ ἄφησες τὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ σου, γιατὶ σ᾽ ἔτρωγε –καθὼς τὸ ὁμολογεῖς– σὰν τὸ σαράκι τὸ ξύλο ὁ γλυκύτατος ἐκεῖνος λόγος τοῦ Χριστοῦ μας: «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»[5] . Μὲ ἄλλα λόγια, ὅποιος ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὸν ἑαυτούλη του, δὲν εἶναι χριστιανός. Ὁ Χριστός μας, ὅταν δεῖ σ᾽ ἐμᾶς πνεῦμα θυσίας, αὐταπάρνηση, φιλότιμο, «συγκινεῖται», καθὼς γράφει καὶ ὁ ἅγιος Παΐσιος, καὶ μᾶς δίνει πλούσια τὴν χάρη του.
Μὴν ποῦμε «ἡ ὑπόθεση εἶναι χαμένη, δὲν γίνεται τίποτε». Ὄχι! Ὅλα μποροῦμε νὰ τὰ πετύχουμε καὶ ὅλα τὰ στραβὰ νὰ τὰ ἀλλάξουμε μὲ τὴ χάρη ὅμως τοῦ Χριστοῦ μας, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»[6] .
Καὶ γιὰ νὰ πᾶμε καὶ σὲ ἄλλα κρίσιμα θέματα τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, ὅπου ἡ ἐπικρατοῦσα σύγχυση μᾶς ἀποπροσανατολίζει.
Ἔλα, ἅγιε, νὰ μᾶς διδάξεις τὴν πραγματική, τὴν κατὰ Θεόν, ἀγάπη, ἡ ὁποία πηγαίνει μαζὶ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας καὶ γι᾽ αὐτό, κατὰ τὸν οὐρανοβάμονα ἀπόστολο Παῦλο, «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς»[7] .
Ἔλα νὰ μᾶς βοηθήσεις νὰ ξεχωρίσουμε τὴν πραγματικὴ ἀγάπη (δῶρο καὶ καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν ψεύτικη, τήν «ξύκικη», ὅπως τὴν ἔλεγες. Ἰδιαίτερα στὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθείας, στὰ θέματα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἑτεροθρήσκους.
Ἔλα νὰ διαλύσεις τὶς ψεύτικες καὶ κούφιες «ἀγαπολογίες τῶν σαλονιῶν», ποὺ προσπαθοῦν νὰ διαχωρίσουν τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ χαϊδεύουν τὰ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εὑρίσκονται σὲ λάθος δρόμο, λέγοντάς τους ὅτι, τάχα, βαδίζουν σωστὰ καὶ ὅτι, δῆθεν, εἴμαστε ὅλοι τό ἴδιο (Ὀρθόδοξοι, παπικοί, προτεστάντες, μονοφυσίτες, μωαμεθανοί, ἰνδουιστές, βουδδιστές) καὶ ὅτι, τάχα, ὅλοι στὸν ἴδιο Θεὸ πιστεύομε!
Ἔλα νὰ πεῖς στοὺς ἀγαπολόγους ἐκκλησιαστικούς μας ταγοὺς καὶ ἀλλοιωμένους στὸ φρόνημα καθηγητάδες: «Ἐγὼ ἀδελφοί μου, ἐπαιδεύθηκα εἰς τὴν σπουδὴν σαράντα καὶ πενῆντα χρόνους, ἐδιάβασα πολλὰ καὶ διάφορα βιβλία καὶ περὶ Ἑβραίων καὶ περὶ Ἑλλήνων [ἐννοεῖ εἰδωλολατρῶν] καὶ περὶ ἄλλων ἀσεβῶν καὶ αἱρετικῶν, ἐρεύνησα τὰ βάθη τῆς σοφίας καὶ ηὗρα ὅτι οἱ ἄλλες πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, μόνον ἡ ἐδική μας, ἡ χριστιανικὴ εἶναι ὀρθόδοξος, ἀληθινὴ καὶ ἁγία. Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, ὁποὺ εὑρέθητε χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι καὶ νὰ κλαίετε καὶ νὰ θρηνῆτε τοὺς ἀπίστους καὶ αἱρετικοὺς ὁποὺ εὑρίσκονται εἰς τὸ σκότος. Διὰ αὐτοὺς ἔγινεν ἡ Κόλασις, αὐτὴ εἶναι ἡ καθολικὴ πατρίδα τους. Χιλιάδες καλὰ νὰ κάμουν, χωρὶς τὸ ἅγιον βάπτισμα τίποτες δὲν ὠφελοῦνται. Ἐτούτην τὴν ζωὴν ἂς τὴν χαροῦν μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά τους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην τὴν οὐράνιον, ἂς μὴν ἐλπίζουν τίποτες. Ἡ ἄλλη εἶναι ἐμᾶς τῶν χριστιανῶν, τῶν βαπτισμένων, τῶν μυρω-μένων, τῶν ἐξομολογουμένων, τῶν μεταλαβημένων, ἐμᾶς τῶν ταλαιπωρη-μένων, τῶν πεινασμένων, τῶν διψασμένων, τῶν στενοχωρημένων, τῶν ὑβρισμένων, τῶν δαρμένων, τῶν φυλακωμένων καὶ ὅσοι τὰ παθαίνουν αὐτὰ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἐκείνων εἶναι βέβαια ἡ ἄλλη ζωή, ὁ Παράδεισος καὶ καλότυχοι ἐκεῖνοι ὁποὺ τραβοῦν ἐδῶ θλῖψες καὶ βάσανα καὶ ταλαίπωροι ἐκεῖνοι ὁποὺ ἔχουν ὅλα τὰ χουζούρια καὶ τὲς ἀνάπαυσες καὶ τρῶν καὶ πίνουν ξέγνοιαστοι»[8] .
Ἔλα νὰ πεῖς σ᾽ αὐτοὺς ποὺ κάνουν τεμενάδες στὸν πάπα. «Τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε, διότι αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία». Καὶ ὅτι ὁ Φράγκος –τοὐλάχιστον σὲ ἐπίπεδο ἡγεσίας– δὲν ἀλλάζει. Μακάρι νὰ ἄλλαζε!
Πολὺ μᾶς λείπει σήμερα ἡ εὐθύτητα καὶ ἡ ντομπροσύνη τῶν παλαιῶν ἐκείνων ἁγίων καὶ σοφῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, πού, γιὰ νὰ βοηθήσουν καὶ τὸ ὀρθόδοξο λογικὸ ποίμνιο καὶ τοὺς πλανωμένους ἀδελφούς μας, ἔλεγαν τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ οὒ οὔ, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας[9] .
Σήμερα ἡ γλῶσσα τῆς ἀλήθειας συκοφαντεῖται ἀπὸ τὸν νέο φασισμό, ποὺ λέγεται «πολιτικὴ ὀρθότητα». Συκοφαντεῖται ὡς φανατισμὸς καί «ρητορικὴ μίσους»!
Χρειαζόμαστε λοιπὸν θαρραλέους ἡγέτες καὶ ὄχι μουδιασμένους καὶ ψοφοδεεῖς νενέκους, οἱ ὁποῖοι ἡγέτες, ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκονται, εἴτε στὸν ἐκκλησιαστικό, εἴτε στὸν πολιτικό, κοινωνικὸ ἢ ὅποιον ἄλλο χῶρο εὐθύνης, θὰ θέλουν καὶ θὰ μποροῦν –μὲ τὴ βοήθεια πάντοτε τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς κυρίας μας Θεοτόκου, προμάχου καὶ ὑπερμάχου στρατηγοῦ τοῦ εὐσεβοῦς μας Γένους, καὶ τῶν ἁγίων– νὰ ὑψώνουν τὸ ἀνάστημά τους καὶ νὰ λένε:
Ὄχι κύριοι, δὲν θὰ σᾶς ἀφήσουμε νὰ καταργήσετε τὴν Κυριακὴ ἀργία, ἕνα θεσμὸ ἡλικίας 17 αἰώνων, ἀπὸ τὰ χρόνια ἤδη τοῦ ἁγίου μας αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου! Πόσους ἀγῶνες δὲν ἔδωσε ὁ ἅγιός μας γιὰ τὴν τήρηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς, λέγοντας ὅτι τὸ κέρδος, ὅπου γίνεται τὴν Κυριακήν, εἶναι κατηραμένον. Αὐτὸς ὁ ἀγῶνας του γιὰ τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς ἐξώργισε τοὺς Ἑβραίους, ποὺ ζημιώνονταν οἰκονομικὰ ἀπὸ τὴν μετακίνηση τοῦ παζαριοῦ τὸ Σάββατο καὶ δωροδόκησαν τὸν Κοὺρτ πασᾶ νὰ κρεμάσει τὸν ἅγιο.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ἡγέτες ποὺ νὰ ὑψώνουν τὸ ἀνάστημά τους καὶ νὰ λένε: Ὄχι, δὲν θὰ σᾶς ἀφήσουμε νὰ τὰ ξεπουλήσετε καὶ νὰ τὰ ξεθεμελιώσετε ὅλα πρὸς χάριν τῶν ξένων καὶ ντόπιων ἀφεντικῶν σας!
Ἐδῶ εἶναι Ἑλλάδα, χώρα ἡρώων καὶ μαρτύρων, ἡ ὁποία ἐμεγαλύνθη στὴν Ἱστορία της χάρη στὰ ΟΧΙ τῶν ἡγετῶν καὶ τοῦ λαοῦ της καὶ ὄχι χάρη στὶς κωλοτοῦμπες καὶ ὀσφυοκαμψίες, οἱ ὁποῖες κατήντησαν τὸ ἀγαπημένο σπὸρ αὐτῶν ποὺ μᾶς κυβερνοῦν.
Ἔλα, ἅγιέ μας, καθὼς ἡ σημερινὴ κρίση προτύπων, ἀξιῶν, ἡγετῶν καὶ προσανατολισμοῦ συνεχῶς ἐντείνεται, ἔλα νὰ παρηγορήσεις καὶ νὰ ἐμψυχώσεις τὸν λαό μας.
Ἔλα νὰ μᾶς διδάξεις τὴν λεβεντιά, τὴν παλληκαριὰ καὶ τὴν ἀφοβία, ὅπως ἐδίδασκες τότε τὴν ἀγαπημένη σου κλεφτουριὰ τῆς ἡρωικῆς ἀντίστα-σης στὸν κατακτητή. Σ᾽ αὐτὰ τὰ παλληκάρια, ποὺ ἔπιναν νερὸ στὸ ὄνομά σου καὶ ἔδιναν τὴ ζωή τους γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν πατρίδα μὲ τὸ ὄνομά σου στὰ χείλη τους. «Τὰ παλληκάρια τὰ καλὰ μόν᾽ τὸν Θεὸ φοβοῦνται [σέβονται]», λέγει ἕνα κλέφτικο τραγούδι. Σήμερα γίναμε ψοφοδεεῖς δοῦλοι ἀνθρώπων καὶ παθῶν, ἐπειδὴ πάψαμε νὰ εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μας.
Μήπως, ὅμως, σὲ κουράσαμε, ἅγιέ μας, μὲ τὰ συνεχῆ παρακάλια μας;
Ὅμως, εἴμαστε σίγουροι, ὅτι ἡ πατρικὴ καὶ ἀδελφική σου καρδιά, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ μας, ἐὰν τότε δὲν κουραζόταν μιὰ φορά, τώρα χίλιες φορὲς δὲν κουράζεται, καθὼς (χωρὶς νὰ περιορίζεσαι πλέον ἀπὸ τὸ ὑλικὸ αὐτὸ σῶμα, τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο), τρέχεις παντοῦ καὶ βοηθᾶς μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μας ὅσους μὲ πίστη σὲ ἐπικαλοῦνται.
Πρέσβευε, λοιπόν, καὶ γιὰ μᾶς ἅγιε ἰσαπόστολε καὶ ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ σὲ ἀγαποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας. Γιὰ τὴν πατρίδα μας, ποὺ καὶ σήμερα κινδυνεύει καὶ ἴσως περισσότερο ἀπὸ τότε. Σίγουρα ὁ Χριστός μας μὲ τὶς δικές σου πρεσβεῖες, τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ ἀλλάξει μὲ τὴν παντοδυναμία του, καὶ σίγουρα θὰ τὸ κάνει, ὅπως λέγεις καὶ σὺ καὶ ὁ ἅγιος Παΐσιος καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἅγιοι στὶς προφητεῖες σας γιὰ τὴν Πόλη, τὴν Κωνσταντινούπολη. Περιμένει, ὅμως, ὁ Χριστός μας νὰ δεῖ καὶ τὴ δική μας διόρθωση, ἀλλαγὴ καὶ μετάνοια. Νὰ γίνουμε πιὸ συνειδητοὶ Χριστιανοὶ καὶ καλύτεροι Ἕλληνες πατριῶτες.
Γι᾽ αὐτὴν τὴν καλὴ ἀλλαγὴ καὶ διόρθωση ἂς ἀγωνισθοῦμε καὶ μεῖς μὲ φιλότιμο καὶ αἰσιοδοξία (αἰσιοδοξία, ἀφοῦ ἡ τελικὴ νίκη εἶναι τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεπῶς καὶ ὅλων ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν) καὶ τότε σίγουρα τὸ ποθούμενο –ὅπως ἔλεγες καὶ σύ, ἅγιέ μας– θὰ ἔλθει. Τὸ ποθούμενο σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα: Καὶ γιὰ τὸν καθένα μας προσωπικά, ὡς πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ γιὰ τὴν κοινωνία, νὰ σταθεῖ καὶ πάλι στὰ πόδια της καὶ γιὰ τὴν ἀγαπημένη μας πατρίδα! Ἀμήν. Γένοιτο!
[1] . Ἰωάννου Μενούνου (ἐπιμέλεια), Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές (καὶ Βιογραφία), ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα, χ.χρ., Διδαχὴ Γ´, σ. 240.
[2] . Μενούνου, ἔνθ᾽ ἀνωτ., Διδαχὴ Α1, σσ. 118-119.
[3] . Μενούνου, ἔνθ᾽ ἀνωτ., Διδαχὴ Α1, σ. 118
[4] . Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καὶ Λόγοι, ἔκδ. Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2015, ΙΓ´ ἔκδοση ἐπαυξημένη, σσ. 479-480.
[5] . Α´ Κορ. 10, 24.
[6] . Φιλιπ. 4, 13.
[7] . Α´ Κορ. 13, 5
[8] . Μενούνου, ἔνθ᾽ ἀνωτ., Διδαχὴ Α2, σσ. 175-176.
[9] . Πρβλ. Ματθ. 5, 37.
Πηγή: (Ὁμιλία στὸ πλαίσιο τῶν ἑορτῶν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ ὀργανώνει ὁ Δῆμος Θέρμου, Θέρμον Αἰτωλίας, Κυριακὴ 21 Αὐγούστου 2016), Ακτίνες