Ο άνθρωπος που υπέμεινε καρτερικά τα βασανιστήρια στις τουρκικές φυλακές των Αδάνων και ξεψύχησε μια μέρα αφότου πάτησε το πόδι του στο ελεύθερο κομμάτι της πατρίδας μας, το 1974.
Γεννήθηκε στο Κάρμι, τον Οκτώβρη του 1927.
Άνθρωπος πράος, ολιγομίλητος και ολιγογέλαστος. Η καλοσύνη του εκφραζόταν από τα μικρά, γλυκά και συμπαθητικά μάτια του.
Ακόμα και το περπάτημά του συνταίριαζε με τον όλο χαρακτήρα του. Αργό και σταθερό και ποτέ δεν μπορούσε κάποιος να αντιληφθεί πότε βιαζόταν και πότε όχι. Ήταν πολύ φιλήσυχος και άκακος άνθρωπος και η όλη όψη και συμπεριφορά του δε σου άφηνε καμία αμφιβολία γι’ αυτό.
Ήταν η προσωποποίηση του κλασικού βιοπαλαιστή που πάλευε υπομονετικά, αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα, για να συντηρήσει την οικογένειά του, τη σύζυγό του Καλομοίρα και τις δύο του κόρες, Σωτηρούλα και Κάλια.
Είχε το καφενείο του απέναντι από το Δημαρχείο της πόλης μας, εκεί δίπλα από το παλιό ταχυδρομείο. Ήταν ο «καφετζής» της μικρής εκείνης περιοχής και εκτός από τους θαμώνες που σύχναζαν εκεί, εξυπηρετούσε και τους μαγαζάτορες, που είχαν τριγύρω τα καταστήματά τους.
Κοντά στο μεσημέρι και το απόγευμα ετοίμαζε σουβλάκια, εκεί έξω από το καφενείο του, για να τα βγάλει πέρα για τη συντήρηση της οικογένειάς του. Τελευταία είχε κτίσει το σπίτι του στην πάνω Κερύνεια, παράπλευρα στο νέο δρόμο προς τη Λευκωσία και σίγουρα θα είχε περισσότερη ανάγκη για δουλειά.
Η γυναίκα του ήταν πάντα στο πλευρό του και βοηθούσε στην όλη προσπάθεια. Φαινόντουσαν και ήταν πραγματικά ευτυχισμένη οικογένεια. Η γυναίκα του ήταν το ίδιο φιλήσυχη και καλοσυνάτη λες και ήταν αδέλφια δίδυμα με το Δημήτρη.
Στις 20 του Ιούλη, όταν ξέσπασε η λαίλαπα της τουρκικής εισβολής, ο Δημήτρης με την οικογένειά του, όπως πολλοί Κερυνειώτες, βρέθηκαν στο Μπέλλαπαϊς, για να «σωθούν» από τους βομβαρδισμούς των τουρκικών αεροπλάνων και από το φόβο μήπως πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Εγκλωβίστηκαν τελικά και αυτοί μαζί μας στο Μπέλλαπαϊς και πορευτήκαμε μαζί το δρόμο προς τις τουρκικές φυλακές των Αδάνων και Αντιγιαμάν. Η γυναίκα και τα παιδιά του έμειναν όπως όλοι οι άμαχοι στο χωριό κι έγιναν όλοι ένα με τους μόνιμους κατοίκους του Μπέλλαπαϊς αναμένοντας με αγωνία να μάθουν για την τύχη των δικών τους που τους πήραν οι Τούρκοι κι έφυγαν.
Ο Δημήτρης Στρατής μαζί με όλους μας άκουγε τα διάφορα που λέγονταν μεταξύ μας και κουνούσε πότε – πότε το κεφάλι του συλλογισμένος, σκεφτικός κι αμίλητος.
Πέρασε κι αυτός το Γολγοθά μέσα στα όσα διαδραματίστηκαν στις τουρκικές φυλακές. Αλλά για το Δημήτρη η μοίρα επεφύλασσε τα χειρότερα.
Βρεθήκαμε μαζί στον ίδιο θάλαμο στις φυλακές των Αδάνων. Μας κούρεψαν, μας πήραν τα δακτυλικά αποτυπώματα και τα λοιπά στοιχεία μας και, αφού μας φωτογράφισαν με ένα νούμερο στο στήθος, ετοίμασαν τις ομάδες ανά είκοσι για μεταφορά μας στα ανακριτήρια της στρατονομίας.
Από εδώ και μπρος αρχίζει το ιδιαίτερο μαρτύριο για το Δημήτρη.
Βρεθήκαμε μαζί στην ίδια εικοσάδα. Μας «φόρτωσαν» στις λεγόμενες «κλούβες», αυτοκίνητα της Στρατονομίας και μας μετέφεραν στα ανακριτήρια. Μας έβαλαν σε διάφορα κελιά, σε μικρές ομάδες των 3-4 ατόμων, τα οποία ήταν αρκετά κοντά στα δωμάτια των ανακρίσεων.
Λειτουργούσαν ταυτόχρονα 2-3 ανακριτήρια.
Ο Δημήτρης βρισκόταν με μερικούς άλλους σε διπλανό κελί. Μας φώναζαν το όνομά μας και, αφού σηκωνόμαστε από χάμω, μας οδήγησαν σε ένα από τα ανακριτήρια.
Άκουσα που φώναξαν το όνομα του Δημήτρη, πριν φωνάξουν εμένα. Έτσι μπόρεσα να ακούσω μερικές κουβέντες και αντιλήφθηκα το τι περνούσε ο Δημήτρης.
Δεν άκουγα τη φωνή του Δημήτρη, αλλά άκουγα τον ανακριτή που ύψωνε τη φωνή του, φαίνεται πως η πόρτα του ανακριτηρίου ήταν μισάνοικτη. Σε μια περίπτωση άκουσα τον ανακριτή έξαλλο να φωνάζει «Μη μας κοροϊδεύεις, δεν ξέρεις τι ήταν η ΕΟΚΑ Β’;» μετά ακούστηκαν ξυλοδαρμοί και φωνές ακατανόητες.
Ενώ συνεχιζόταν η ανάκριση του Δημήτρη, φώναξαν το όνομά μου και με οδήγησαν σε άλλο ανακριτήριο και δεν άκουσα τη συνέχεια.
Γύρω στις 1-2 το μεσημέρι είχε τελειώσει η ανάκριση όλης της ομάδας και μας συγκέντρωσαν στην είσοδο του κτηρίου της στρατονομίας. Πρόσεξα ότι ο Δημήτρης δεν ήταν μαζί μας. Τον έφεραν εκεί λίγο μετά. Ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω και, κρατούσε το πουκάμισό του μαζεμένο στην αγκαλιά του ενός χεριού. Φορούσε τα σάνδαλά του. Φαινόταν τρομοκρατημένος και ήταν ξεκάθαρο ότι πέρασε δύσκολες στιγμές.
Σε μια στιγμή ήλθε ένας Τούρκος λοχαγός και αφού κάτι είπε σε ένα άλλο αξιωματικό, αγριοκοίταξε το Δημήτρη, τον πλησίασε, κάτι του είπε στα τούρκικα και έσβησε το τσιγάρο που κρατούσε στο στήθος του. Ο Δημήτρης χλόμιασε, κοίταξε τον Τούρκο αξιωματικό και χωρίς να πει κάτι έσκυψε το κεφάλι του.
Η ομάδα έφυγε για τις φυλακές των Αδάνων χωρίς το Δημήτρη. Διερωτόμαστε τι είχε απογίνει.
Ήταν μεσάνυκτα, τρεις μέρες μετά την ανάκριση. Ανοίγει η σιδερόπορτα του θαλάμου και μπαίνει ένας μόνιμος λοχίας μαζί μ’ ένα στρατιώτη. Μαζί του ο Δημήτρης Στρατής που ήταν ακόμη ημίγυμνος. Στο χέρι του αυτή τη φορά κρατούσε μια γκρίζα κουβέρτα που η άκρη της σερνόταν στο έδαφος. Έμοιαζε με το Χριστό που βαδίζει προς το Γολγοθά με το χιτώνα Του, κατάκοπος κι εξαντλημένος. Φαινόταν έτοιμος να σωριαστεί χάμω στο έδαφος. Όλοι κοιτάζαμε έκπληκτοι και ξαφνιασμένοι. Ο Τούρκος λοχίας ρώτησε στη γλώσσα του, αν γνωρίζει κανείς από μας τουρκικά.
Πετάχτηκε ο γνωστός μας Ανδρέας Σεκκίδης (Αλήτης) που είπε πως κάτι ξέρει… και του ζήτησε να πει στο Δημήτρη να μη φοβάται και δε θα τον ξανακτυπήσουν και να πέσει να κοιμηθεί. Η πόρτα έκλεισε και αμέσως σηκωθήκαμε όλοι και μαζευτήκαμε γύρω από το Δημήτρη, για να τον βοηθήσουμε και να μάθουμε τι έγινε. Μας είπε ότι τον κτυπούσαν στο σώμα από τη μέση και κάτω και του ζητούσαν πληροφορίες ακόμα και για την ΕΟΚΑ Β’, τον είχαν κλεισμένο μέσα σ’ ένα πολύ βρώμικο αποχωρητήριο, γεμάτο ακαθαρσίες. Εκινείτο με πολλή δυσκολία και μας είπε ότι πονεί πολύ το σώμα του από τη λεκάνη μέχρι κάτω. Κοιτάξαμε τα πόδια του κάτω στα δάκτυλα (ήταν ξυπόλυτος) και προσέξαμε ότι είχαν μελανιάσει σε μεγάλο βαθμό.
Του βγάλαμε το παντελόνι, για να δούμε μέχρι πού φτάνει το μελάνιασμα. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό. Από τη μέση του κορμιού του μέχρι τα νύχια των ποδιών του ήταν ολόμαυρος από τον ξυλοδαρμό, που υπέστη. Δεν υπήρχε ούτε μια ίντσα καθαρή, που να φαινόταν το φυσιολογικό χρώμα του δέρματος. Το μελάνιασμα από τη μέση μέχρι τα νύχια ήταν καθολικό. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Μείναμε όλοι άφωνοι και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο χωρίς να πούμε το παραμικρό. Του φορέσαμε το παντελόνι και τον αφήσαμε να ησυχάσει.
Μετά από μερικές μέρες, πριν χαράξει το φως της ημέρας μάς έβαλαν μέσα στα λεωφορεία και μετά από δέκα περίπου ώρες ταξίδι, φτάσαμε στις φυλακές του Αντιγιαμάν.
Ήταν πιο σύγχρονες από εκείνες των Αδάνων. Οι διαδικασίες εκεί ήταν διαφορετικές. Το φαγητό μεταφερόταν από τους αιχμαλώτους με χύτρες και με τη συνοδεία Τούρκων στρατιωτών. Δύο αιχμάλωτοι και δύο Τούρκοι στρατιώτες για κάθε θάλαμο. Ο Δημήτρης δεν ήξερα πού βρισκόταν ή αν ζούσε.
Στη διαδρομή μεταφοράς του φαγητού με τις χύτρες έπεφτε αρκετό ξύλο από τους ένοπλους στρατιώτες που μας συνόδευαν.
Σε μια από τις διαδρομές που μετείχα και εγώ, συναντήσαμε μια άλλη ομάδα από τέσσερις αιχμαλώτους που κρατούσαν τις χύτρες και κατευθύνονταν προς την αντίθετη πορεία.
Ο ένας από αυτούς ήταν ο Δημήτρης, που έσερνε τα πόδια του και δεχόταν κι αυτός τα κτυπήματα των στρατιωτών. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας και συνεχίσαμε την πορεία μας. Ήταν η τελευταία φορά που είδα το Δημήτρη ζωντανό.
Δεν συναντηθήκαμε ποτέ πια.
Όταν συμφωνήθηκε και εφαρμόστηκε η ανταλλαγή αιχμαλώτων, μας απελευθέρωναν κατά μεγάλες ομάδες.
Δύο ημέρες μετά την απελευθέρωση της δικής μου ομάδας άκουσα από το ραδιόφωνο για το θάνατο του Δημήτρη, που τον είχαν μεταφέρει στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αμέσως μετά την απελευθέρωσή του.
Άντεξε καρτερικά μέχρι που πάτησε τα χώματα της πατρικής του γης και άφησε την τελευταία του πνοή λίγες ώρες μετά την απελευθέρωσή του.
Αιωνία του η μνήμη.
Πηγή: Κύπρος Αναδρομές και Γεγονότα, Αβέρωφ