(Εισαγωγική Σημείωση: Οφείλω θερμές ευχαριστίες στον ιστορικό ερευνητή κύριο Κωνσταντίνο Βλάσση, εκ των συντελεστών του εξαιρετικής ύλης περιοδικού του ειδικού τύπου «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», του οποίου η αμέριστη βοήθεια στη συγγραφή του παρόντος κειμένου υπήρξε πολύτιμη.)
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι:
- να παρουσιάσει κατά τρόπο συνοπτικό τα διαδοχικά στάδια της ανάπτυξης του Ελληνικού Στρατού από μια ισχνή και ανίσχυρη στρατιωτική δύναμη που ήταν κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, στην δύναμη εκείνη που κατόρθωσε να υποστηρίξει με επάρκεια τις εθνικές διεκδικήσεις στην Μακεδονία και την Ήπειρο κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, να βάλει την Ελλάδα στην παράταξη των νικητών του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και στη συνέχεια να διεκδικήσει με αξιώσεις την εθνική ολοκλήρωση στις περιοχές της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης όπου διαβιούσαν υπό συνθήκες καταπίεσης και διωγμού συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί.
- να αναδείξει την γενική οργάνωση των κύριων Μονάδων του Ελληνικού Στρατού που διεξήγαγαν την μάχη, δηλαδή των Ταγμάτων, Συνταγμάτων, Μεραρχιών και Σωμάτων Στρατού, κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
- να καταδείξει ότι ο Ελληνικός Στρατός κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και ειδικότερα κατά την περίοδο που ανέλαβε την διεξαγωγή των μεγάλων επιθετικών επιχειρήσεων προς το Εσκή Σεχήρ, την Κιουτάχεια και το Αφιόν Καραχισάρ, διέθετε ικανοποιητική οργάνωση, ισχυρή συγκρότηση καθώς και τις απαιτούμενες μονάδες για την υποστήριξη των επιθετικών επιχειρήσεων από πλευράς μέσων μάχης και συντηρήσεως, όπως άλλωστε επιβεβαίωσε η έκβαση των επιχειρήσεων.
Ο Ελληνικός Στρατός μέχρι και το 1912
Ο Ελληνικός Στρατός για πολλές δεκαετίες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό, αποτέλεσε τον φτωχό συγγενή του Ελληνικού Κράτους. Μπορεί η Μεγάλη Ιδέα να είχε διακηρυχθεί και να έκαιγε στις καρδιές των Ελλήνων, αλλά η αναγκαία στρατιωτική δύναμη για να την υλοποιήσει δεν υπήρχε και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα σπάνια εκφράστηκε από τις πολιτικές ηγεσίες που κυβέρνησαν την χώρα η απαιτούμενη πολιτική βούληση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην οργάνωση και συγκρότηση ισχυρού Στρατού, τόσο σε επίπεδο ηγεσίας και οργάνωσης, όσο και σε επίπεδο εκπαίδευσης και εξοπλισμού. Κύρια ενασχόληση των τότε πολιτικών κομμάτων και των ηγεσιών τους, ήταν η διαιώνιση και γιγάντωση της πελατειακής μορφής του Κράτους, δηλαδή η μικροπολιτική, ο πολικαντισμός, η πολιτική διαπάλη δια ζητήματα ήσσονος σημασίας, ο πολιτικός βιοπορισμός, η κατάκτηση της εξουσία για λόγους εξουσιαστικούς και πολιτικής φιλοδοξίας , και όταν κάποια στιγμή αναλάμβαναν την κυβερνητική εξουσία η διατήρηση αυτής δια της τακτοποίησης των πολιτικών φίλων και πελατών. Η οργάνωση ενός ισχυρού, κανονικού και μη χρεωκοπημένου Κράτους που θα διαθέτει και έναν κανονικό Ευρωπαϊκό Στρατό, αποτελούσε ένα πολύ δευτερεύον ζήτημα. Άλλωστε την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Χώρας την «είχαν εγγυηθεί οι Προστάτιδες Δυνάμεις»! Μέχρι και το 1912, μετρημένοι στα δάκτυλα της μιας χειρός θα παραμείνουν οι πολιτικοί ηγέτες (Ιωάννης Καποδίστριας, Χαρίλαος Τρικούπης, Γεώργιος Θεοτόκης και Ελευθέριος Βενιζέλος) που διέθεταν όραμα για την ανάπτυξη του Ελληνικού Στρατού σε μια σύγχρονη και αξιόμαχη δύναμη ικανή να εκπληρώσει τις προσδοκίες του έθνους και έλαβαν αποφασιστικά μέτρα για να το επιτύχουν.
Ο κατ’ όνομα Ελληνικός Στρατός της περιόδου 1832-1881 (τον οποίον ο Χαρίλαος Τρικούπης αποκάλεσε «αγέλη»), ήταν πολύ μικρός σε μέγεθος (κατά την περίοδο από το 1864 έως και το 1873 η προβλεπόμενη δύναμη του Στρατού ανερχόταν κατά μέσον όρο σε 12.000 άνδρες περίπου), ανεκπαίδευτος κατά το μάλλον, στερούμενος κεντρικής διοίκησης, επιτελικής υπηρεσίας, ενεργών μεγάλων μονάδων (Μεραρχιών) και ικανού αριθμού εκπαιδευμένων αξιωματικών, καθώς και των υλικών μέσων που θα του επέτρεπαν να αναλάβει την εκτέλεση ακόμη και στοιχειωδών επιχειρησιακών αποστολών. Κύρια ασχολία του ήταν η δίωξη της ληστείας και οι παράτες. Για πρώτη φορά συστήνεται με τον οργανισμό του 1877 Γενικό Επιτελείο και ιδρύονται δύο Μεραρχίες, η Μεραρχία Στερεάς Ελλάδος και η Μεραρχία Πελοποννήσου, που αποτελούνταν από δύο Ταξιαρχίες και αριθμό Συνταγμάτων Πεζικού και Ευζώνων εκάστη Ταξιαρχία. Όμως οι Μεραρχίες θα καταργηθούν το 1878 και στη θέση τους θα συσταθούν 4 Αρχηγεία, τα οποία και αυτά θα καταργηθούν το 1880. Το ίδιο έτος θα καταργηθεί και το Γενικό Επιτελείο και στη θέση του θα συσταθεί το Γραφείο της Επιτελικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Στρατιωτικών. Το 1881 η διοίκηση του Στρατού θα περάσει και πάλι σε τρία Αρχηγεία, των οποίων οι Αρχηγοί ήταν ταυτόχρονα και επιθεωρητές Στρατού. Η «Διεύθυνση της Επιτελικής Υπηρεσίας» του Υπουργείου Στρατιωτικών, όπως ήταν ο επίσημος τίτλος της το 1893, διέθετε ένδεκα τμήματα, αλλά κανένα εξ αυτών δεν φαίνεται να είχε ως αρμοδιότητα την εκπαίδευση, την οργάνωση, τα σχέδια και τις επιχειρήσεις. Τουλάχιστον δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από τις ονομασίες τους.
Μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Χαρίλαο Τρικούπη αρχίζει μία περίοδος κατά την οποία αναλαμβάνονται σοβαρές πρωτοβουλίες και νομοθετούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την οργάνωση αξιόμαχου Στρατού. Ο Τρικούπης αντιλαμβάνεται ότι για τη συγκρότηση αξιόμαχου Στρατού απαιτείται να διαθέτουν οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί ικανοποιητική εκπαίδευση και κατάρτιση, και για αυτόν τον λόγο οι μεταρρυθμίσεις του έχουν σαν στόχο τη συγκρότηση μιας κρίσιμης μάζας επαρκώς εκπαιδευμένων επαγγελματιών αξιωματικών και υπαξιωματικών που θα μπορούσαν να στελεχώσουν έναν ευμεγέθη και αξιόμαχο στρατό. (Βλ. σχετικά: Το Σώμα των Ελλήνων Αξιωματικών έως το 1922 – Μέρος Α’ ). Έτσι:
- Το 1882 ιδρύθηκε η Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών – το περίφημο «Σχολείο Υπαξιωματικών» όπως ονομάστηκε στη συνέχεια – για την παραγωγή αξιωματικών για τα Όπλα του Πεζικού και του Ιππικού και το Οικονομικό Σώμα, δεδομένου ότι από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων εξερχόταν πολύ περιορισμένος αριθμός αξιωματικών, που κατευθυνόταν κυρίως στο Πυροβολικό και το Μηχανικό. Η σχολή δεχόταν κατόπιν εξετάσεων -σε στρατιωτικά και ακαδημαϊκά θέματα- υπαξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει στον Στρατό επί ένα τουλάχιστο έτος και διέθεταν το βαθμό του λοχία, η φοίτηση ήταν τριετής και άνευ διδάκτρων (σε αντίθεση με τη Σχολή Ευελπίδων για την οποία καταβάλλονταν δίδακτρα), ενώ οι εξερχόμενοι ονομάζονταν ανθυπολοχαγοί και κατατάσσονταν στο Πεζικό στο Ιππικό και το Οικονομικό Σώμα. Ο ανώτατος αριθμός των προοριζομένων για το πεζικό και το ιππικό είχε καθοριστεί στους 100, όταν οι εξερχόμενοι από την Σχολή Ευελπίδων ήταν 40. Από τη Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών αποφοίτησαν οι περισσότεροι από τους γνωστούς πολέμαρχους του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
- Το 1888 ιδρύθηκε η «Προπαρασκευαστική Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών» για την εκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών. Σημαίνον στοιχείο της μεγάλης και σημαντικής αυτής μεταρρύθμισης, ήταν ότι η εκπαίδευση των υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών διαρκούσε ένα έτος. Το 1911 καταργήθηκε η σχολή και στη θέση της ιδρύθηκαν οι «Ουλαμοί Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών», η δε εκπαίδευση περιορίστηκε στους 11 μήνες. Ο θεσμός των εφέδρων αξιωματικών, αποτέλεσε τη κύρια δεξαμενή από την οποία προήλθαν οι διοικητές των διμοιριών και των λόχων του στρατού κατά τη μακρά περίοδο των αγώνων του έθνους για την ελευθερία και την εθνική ολοκλήρωση. Η όποια σύγκριση με το σήμερα που η εκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών 4 μήνες, μόνο μελαγχολία μπορεί να προκαλέσει.
- Το 1884 ιδρύθηκε το «Προπαρασκευαστικό Υπαξιωματικών Σχολείο» για τη παραγωγή των Μόνιμων Υπαξιωματικών του στρατού το οποίο λειτούργησε στη Κέρκυρα μέχρι το 1889 οπότε και καταργήθηκε εξ αιτίας της ανωριμότητας του οργανισμού του στρατού να οργανώσει επί σταθερών και ισχυρών βάσεων την εισαγωγή στη σχολή των κατάλληλων υποψήφιων μόνιμων υπαξιωματικών. Η εισαγωγή γινόταν με εξετάσεις, η διάρκεια της εκπαίδευσης ήταν 2 χρόνια, ο αριθμός των μαθητών και των δύο τάξεων έφθανε τους 240 και οι εξερχόμενοι της σχολής ονομάζονταν δεκανείς ή λοχίες. Ήταν η πρώτη σχολή μονίμων υπαξιωματικών του στρατού, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι και σήμερα – αλλά με σημαντικής διάρκειας διακοπές – ως Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών (ΣΜΥ). Οι περίοδοι που διακόπηκε η λειτουργία της σχολής (1889-1924) και (1935-1949), φανερώνει και την απουσία ισχυρού οράματος από την πολιτεία για τη συγκρότηση ενός Σώματος μόνιμων επαγγελματιών υπαξιωματικών, που σε άλλους στρατούς αποτελεί τη ραχοκοκαλιά τους. Δυστυχώς η κατάσταση δεν έχει διορθωθεί μέχρι και σήμερα.
- Μετακλήθηκε Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή για την οργάνωση και την εκπαίδευση του Στρατού.
- Έγινε προμήθεια νέου υλικού, καθιερώθηκε η υποχρεωτική θητεία και συνεστήθη Σώμα Επιμελητείας.
Η προσπάθεια που αναλήφθηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη για την δημιουργία αξιόμαχου Στρατού δεν είχε συνέχεια και ο πόλεμος του 1897 θα αποδείξει ότι ο βασιλιάς ήταν γυμνός. Ο Ελληνικός Στρατός συνέχιζε να στερείται κεντρικής διοίκησης (δηλαδή Αρχηγού Στρατού, ή Γενικού Διοικητή του Στρατού), επιτελικής υπηρεσίας, οργανωμένων από τον καιρό της ειρήνης μεγάλων Μονάδων (Μεραρχιών – Ταξιαρχιών), πολεμικών σχεδίων και οχύρωσης. Η Επιμελητεία δεν είχε οργανωθεί και η Υπηρεσία Μετόπισθεν ήταν ανύπαρκτη. Γυμνάσια δεν εκτελούνταν και η μεθόριος δεν είχε οχυρωθεί. Ο ενεργός Στρατός ήταν μικρής δύναμης λόγω των πολλών απαλλαγών από τη στράτευση που προβλέπονταν από τον νόμο περί στρατολογίας (όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα), η δε εκπαίδευση του ήταν ελλιπής (τα λάθη που οδήγησαν σε συμφορές επαναλαμβάνονται και σήμερα). Υπήρχαν τρία Αρχηγεία, τα οποία συγκρότησαν τρεις Μεραρχίες και ενέταξαν σε αυτές τα υφιστάμενα 10 Συντάγματα Πεζικού, 8 Τάγματα Ευζώνων, 3 Συντάγματα Ιππικού των 4 Ιλών και τα 3 Συντάγματα Πυροβολικού. Ύστερα από έντονες πιέσεις της κυβέρνησης, Αρχηγός του Στρατού Θεσσαλίας θα αναλάβει στις 17/30 Μαρτίου 1897, δηλαδή ένα μήνα πριν την έναρξη του πολέμου, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος. Τα αποτελέσματα εκείνου του Πολέμου είναι γενικώς γνωστά. Ο Ελληνικός Στρατός θα υποστεί συντριπτική ήττα στη Μελούνα, θα εγκαταλείψει τη Θεσσαλία και θα υποχωρήσει στην τοποθεσία των Φαρσάλων όπου θα ηττηθεί και πάλι, με αποτέλεσμα να συμπτυχθεί στον Δομοκό, τον οποίο σύντομα θα εγκαταλείψει. Ο Τουρκικός Στρατός θα φθάσει 4 χιλμ βόρεια της Λαμίας, όπου στις 7 Μαΐου 1897 θα δοθεί και η τελευταία μάχη του πολέμου. Το εκεί υπάρχον σήμερα ταπεινό και παραμελημένο μνημείο (επί της ΕΟ Λαμίας – Δομοκού), θα έπρεπε να μας θυμίζει ποια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα ενός πολέμου στον οποίο θα αναγκαστεί να εισέλθει η χώρα, με τον Στρατό της να μην διαθέτει την απαιτούμενη ενεργό δύναμη, επαρκώς εκπαιδευμένη εφεδρεία, υψηλό επίπεδο πειθαρχίας και ηθικού, άριστη εκπαίδευση, σύγχρονο εξοπλισμό και υψηλές διαθεσιμότητες των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων. Προκειμένου τα Τουρκικά Στρατεύματα να αποχωρήσουν από την Θεσσαλία, η Ελλάδα θα καταβάλει στην Οθωμανική αυτοκρατορία ως αποζημίωση τέσσερα εκατομμύρια λίρες «Τουρκίας» -το οποίο ποσό επειδή δεν το διέθετε το εγγυήθηκαν οι «Δυνάμεις»- και θα εξαναγκαστεί να αποδεχθεί Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο επί των δημοσιονομικών της, ο οποίος θα διατηρηθεί επί ογδόντα και πλέον χρόνια.
Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος αναφερόμενος στον Ελληνικό Στρατό εκείνου του πολέμου, τον αποκαλεί «ένοπλο συρφετό» και γράφει σχετικά: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγόδικων και ζωοκλεπτών…».
Τα αναφερόμενα από τον Θεόδωρο Πάγκαλο ήταν αληθή. Το κυρίαρχο πρόβλημα του Ελληνικού Στρατού καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα δεν ήταν το ότι δεν διέθετε μεγάλο μέγεθος και σύγχρονο οπλισμό, αλλά ότι στερούταν σοβαρής οργάνωσης και πειθαρχίας, η δε εκπαίδευση του ήταν άνευ οποιασδήποτε σοβαρής αξίας. Και αυτό που συνέβαινε τότε, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Ακόμη και σήμερα είναι αδύνατο να αντιληφθούν οι πολλοί, αλλά ειδικά αυτοί που έχουν την ευθύνη της ασφάλειας της Χώρας, ότι η οργάνωση η πειθαρχία και η εκπαίδευση του Στρατού αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που μεταμορφώνουν ένα σύνολο ενόπλων ανδρών σε αξιόμαχο στρατό, ή σε αγέλη.
Είναι προφανές ότι οι μέχρι το 1897 πολιτικές ηγεσίες δεν ήθελαν –ίσως δεν μπορούσαν και μάλλον αδιαφορούσαν- να συνειδητοποιήσουν και να αποδεχθούν ότι ένας στρατός για να μπορέσει να φέρει σε πέρας την αποστολή του σε ένα πόλεμο, θα πρέπει να διαθέτει από τον καιρό της ειρήνης την ηγεσία και το επιτελείο που θα διεξάγει τον πόλεμο, την οργάνωση την σύνθεση και την συγκρότηση με την οποία θα πολεμήσει, μεγάλες μονάδες (Σώματα Στρατού, Μεραρχίες) διά των οποίων θα διεξάγει τις επιχειρήσεις, τα απαιτούμενα οπλικά μέσα, σχέδια επιστράτευσης και επιχειρήσεων, εκπαίδευση, ικανή επάνδρωση, εκπαιδευμένη εφεδρεία και πάνω απ’ όλα πειθαρχία και άριστο ηθικό. Και ακόμη, ότι αυτός που θα είναι ο Αρχιστράτηγος στον πόλεμο δεν μπορεί στην ειρηνική περίοδο να μην διαθέτει εξουσίες και αρμοδιότητες για την προς πόλεμο γενική προετοιμασία του Στρατού. Και αν αυτά φαντάζουν περίεργα για το τότε και είναι αδύνατο να τα δικαιολογήσουμε, θα ήταν χρήσιμο να σκεφτούμε ότι δεν απέχουν και πολύ από το σήμερα, όταν μέχρι και πριν λίγα χρόνια ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (Α/ΓΕΕΘΑ) στερούταν αποφασιστικών αρμοδιοτήτων και εξουσιών, μολονότι υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ήταν ο Αρχιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο πολέμου. (Σ.σ.: Βεβαίως υπήρχε και ο νόμος περί Αρχιστρατήγου, σύμφωνα με τον οποίον η κυβέρνηση μπορούσε να αναθέσει την Αρχιστρατηγία σε κάποιος άλλον ανώτατο ε.ε. αξιωματικό, ή ε.α. που θα ανακαλούσε στην ενέργεια. Δηλαδή κάτι αντίστοιχο με ό,τι συνέβη το 1897 όταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος πιέστηκε από την κυβέρνηση να αναλάβει Αρχηγός του Στρατού Θεσσαλίας).
Και γιατί όλα αυτά; Επειδή η οργάνωση και η συγκρότηση ισχυρών Ένοπλων Δυνάμεων ποτέ δεν αποτέλεσαν άμεση και κύρια προτεραιότητα των τότε, αλλά και των σημερινών, πολιτικών ηγεσιών. Δεν ήταν ζήτημα χρημάτων η υστέρηση του στρατιωτικού οργανισμού της χώρας –σε όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα- σε σύγκριση με των γειτονικών της χωρών μετά των οποίων τα συμφέροντά της συγκρούονταν, όπως θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος. Ποτέ τα χρήματα δεν ήταν αρκετά. Αλλά ο επανεξοπλισμός του Στρατού μετά την ντροπιαστική ήττα του 1897 και η μεγέθυνσή του, καθώς και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι που ακολούθησαν, έλαβαν χώρα υπό συνθήκες αυστηρής επιτροπείας των δημοσιονομικών της χώρας από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Τότε, οι απαιτούμενες πιστώσεις εξευρέθησαν. Τα πάντα είναι δυνατά όταν προτάσσεται το εθνικό και πατριωτικό καθήκον, υπάρχει η συναίσθηση της ευθύνης για την ασφάλεια της Κράτους και επιβάλλεται ισχυρά η πολιτική βούληση της κυβερνητικής εξουσίας για την οργάνωση αξιόμαχων Ενόπλων Δυνάμεων που θα δύνανται να εξασφαλίσουν την εδαφική ακεραιότητα της Χώρας και να προστατεύσουν τα εθνικά δίκαια και συμφέροντα. (Σ.σ.: Δυστυχώς αυτά τα κριτήρια σπανίζουν στην Ελληνική πολιτική ιστορία και απουσιάζουν από την πλήρη εθνικών κινδύνων σημερινή πραγματικότητα).
Μετά την ατιμωτική και καταστρεπτική ήττα της Χώρας κατά τον Ε-Τ πόλεμο του 1897 (σ.σ.: ο εκφραστικός πλούτος την Ελληνικής γλώσσας επέτρεψε να τον αποκαλέσουν «ατυχή» λες και η ταπεινωτική ήττα ήταν αποτέλεσμα ατυχήματος και όχι προδιαγεγραμμένη) αποφασίστηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη να ληφθούν σημαντικά μέτρα για την δημιουργία αξιόμαχου Στρατού. Το 1900 δημιουργήθηκε ο θεσμός της Γενικής Διοικήσεως. Αυτή θα διέθετε το δικό της Γενικό Επιτελείο και θα είχε υπό τη διοίκησή της όλα τα στρατιωτικά σώματα και καταστήματα. Πρώτος Γενικός Διοικητής του Στρατού διορίστηκε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που ήταν ταυτόχρονα και Γενικός Επιθεωρητής του Στρατού, και στον οποίο και παραχωρήθηκε πλήρης και απόλυτη πρωτοβουλία για την εκπαίδευση, την οργάνωση και την προπαρασκευή αξιόμαχου στρατού. Αυτή η μεταρρύθμιση αποτέλεσε ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός, επειδή για πρώτη φορά θεσπίστηκε Κεντρική Διοίκηση του Στρατού, που θα διέθετε ένα οργανωμένο επιτελικό όργανο –το Γενικό Επιτελείο της Γενικής Διοίκησης- και θα ήταν αρμόδια για την οργάνωση των πολεμικών δυνάμεων, την προπαρασκευή της επιστράτευσης και την προς πόλεμο γενική προετοιμασία του Στρατού. Με βάση τον νόμο ΒΧΜ’ της 15ης Ιουλίου 1899 είχε καθοριστεί ότι ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Γενικής Διοίκησης θα ήταν αλλοδαπός αξιωματικός.
Με τον Οργανισμό του 1904 η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές περιφέρειες, κάθε μία εκ των οποίων περιελάμβανε τέσσερα διαμερίσματα. Οι υπόψη περιφέρειες αντιστοιχούσαν στις εξής τρεις Μεραρχίες: Την Ι Λάρισας, την ΙΙ Αθηνών και την ΙΙΙ Μεσολογγίου. Η κάθε Μεραρχία διέθετε δύο Ταξιαρχίες των δύο Συνταγμάτων Πεζικού εκάστη, δύο τάγματα Ευζώνων, ένα Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού και ένα Τάγμα Μηχανικού. Οι ΙΙ και ΙΙΙ Μεραρχίες διέθεταν τα 2ο και 3ο Συντάγματα Ιππικού αντίστοιχα.
Παράλληλα, από την κυβέρνηση Θεοτόκη έγιναν και οι πρώτες σημαντικές παραγγελίες για την προμήθεια σύγχρονου υλικού. Ως τυφέκιο του Ελληνικού Στρατού επιλέχθηκε το Μάνλιχερ (Mannlicher–Schönauer – «Μάνλιχερ-Σενάουερ») που κατασκευαζόταν από την Αυστριακή εταιρεία Steyr-Mannlicher. Όσον αφορά το πυροβολικό, επιλέχθηκαν για μεν το πεδινό πυροβολικό το πυροβόλο Σνάιντερ-Κανέ των 75 χλστ., διά δε το ορειβατικό, το πυροβόλο Σνάιντερ-Δαγκλή των 75 χλστ. Τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων ο Ελληνικός Στρατός διέθετε 115.000 τυφέκια Μάνλιχερ, 144 πεδινά πυροβόλα Σνάιντερ-Κανέ και 36 ορειβατικά πυροβόλα Σνάιντερ-Δαγκλή. Με βάση τον διατιθέμενο αριθμό πυροβόλων συγκροτήθηκαν 4 Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού των 3 Μοιρών των 3 Πυροβολαρχιών εκάστη και 3 Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού των 3 Πυροβολαρχιών.
Ως αποτέλεσμα του κινήματος του Στρατιωτικού Συνδέσμου καταργήθηκαν η Γενική Διοίκηση του Στρατού, το Γενικό Επιτελείο της Γενικής Διοίκησης και το Σώμα των Γενικών Επιτελών. Στη θέση τους ιδρύθηκε η Επιτελική Υπηρεσία Στρατού (ΕΥΣ) υπό το Υπουργείο Στρατιωτικών, οι δε στρατιωτικές δυνάμεις τέθηκαν υπό τη διοίκηση των διοικητών των Μεραρχιών. Ο νέος Οργανισμός του Στρατού που κυρώθηκε με τον υπ’ αριθμό 3556 Νόμο της 11ης Φεβρουαρίου του 1910, προέβλεπε και πάλι τρεις Μεραρχίες των τριών Ταξιαρχιών των τριών Συνταγμάτων Πεζικού εκάστη Ταξιαρχία. Η νέα οργάνωση προέβλεπε δεκαοκτώ Συντάγματα Πεζικού, εννέα Τάγματα Ευζώνων, τρία Συντάγματα Ιππικού, τρία Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού και τρία Τάγματα Ορειβατικού Πυροβολικού. Με τον ίδιο Νόμο προβλεπόταν ότι την αρχηγία του Στρατού και την διεύθυνση των επιχειρήσεων σε περίοδο επιστράτευσης, αναλάμβανε ο αντιστράτηγος πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Όπως γίνεται αντιληπτό, οι σχετικές διατάξεις του Νόμου 3556 για την διοίκηση του Στρατού στην ειρήνη και τον πόλεμο αποτελούσαν μια πολύ σοβαρή οπισθοδρόμηση. Θα αναθεωρηθούν όμως το 1911 με την έκδοση Νόμου, ο οποίος προετοίμαζε την ανάθεση της Αρχηγίας στον Διάδοχο Κωνσταντίνο.
Ο Οργανισμός του 1912 αύξησε τον αριθμό των Στρατιωτικών Περιοχών σε τέσσερις, που αντιστοιχούσαν σε τέσσερις Μεραρχίες, τις Ιη έως IVη, οι οποίες διέθεταν από τρία Συντάγματα Πεζικού. Ο ενεργός Στρατός αποτελούνταν από δώδεκα Συντάγματα Πεζικού, έξι Τάγματα Ευζώνων, μία (1) Ταξιαρχία Ιππικού των δύο Συνταγμάτων των πέντε Ιλών έκαστο Σύνταγμα, τέσσερα Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού εκ των οποίων τα τρία διέθεταν έξι πυροβολαρχίες και το τέταρτο οκτώ, δύο Συντάγματα Ορειβατικού Πυροβολικού των τεσσάρων Πυροβολαρχιών έκαστο και ένα Σύνταγμα Βαρέως Πυροβολικού των τριών Πυροβολαρχιών. Με βάση το σχέδιο επιστρατεύσεως του 1912 προβλεπόταν να συγκροτηθούν σε περίπτωση επιστράτευσης τρεις ακόμη Μεραρχίες -οι V, VI, VII- και δέκα ακόμη Συντάγματα Πεζικού.
Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη του Ελληνικού Στρατού σε σύγχρονη και ισχυρή δύναμη ικανή να υποστηρίξει τα εθνικά συμφέροντα καθυστέρησε πέραν κάθε λογικής. Ύστερα από ελεύθερο βίο 82 ετών το Ελληνικό Κράτος θα κατορθώσει να παρατάξει κατά την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων 115.000 άνδρες, οργανωμένους σε επτά Μεραρχίες Πεζικού, το αντίστοιχό μίας ακόμη Μεραρχίας στην Ήπειρό, μία Ταξιαρχία Ιππικού, 144 πεδινά και 36 ορειβατικά πυροβόλα. Σε πλήρη αντίθεση με την Ελλάδα, η Βουλγαρία που μετρούσε 30 χρόνια ελεύθερου βίου, παρέταξε μια στρατιωτική δύναμη που ανερχόταν σε 300.000 άνδρες -άρτια εξοπλισμένους και εκπαιδευμένους- οργανωμένους σε 11 Μεραρχίες, διπλάσιας και πλέον δύναμης από τις αντίστοιχες Ελληνικές, μία Μεραρχία Ιππικού, μία Ταξιαρχία Ιππικού και 720 πυροβόλα μάχης.
Ο Ελληνικός Στρατός την περίοδο 1912-1918
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1912 – 1918
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
- Πριν την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων ο Ελληνικός Στρατός διέθετε ως ενεργές τις Μεραρχίες Iη Λάρισας, IIη Αθηνών, IIIη Μεσολογγίου και IVη Ναυπλίου και ως επιστρατευόμενες τις Vη, VIη και VIIη Μεραρχίες. Το σχέδιο επιστρατεύσεως του 1912 προέβλεπε τη συγκρότηση δύο Στρατηγείων σε περίπτωση κινητοποίησης, το πρώτο με την επωνυμία Γενικό Στρατηγείο Στρατού Θεσσαλίας και το δεύτερο με την επωνυμία Στρατηγείο Στρατού Ηπείρου. Υπό το Γενικό Στρατηγείο του Στρατού Θεσσαλίας προβλεπόταν η συγκρότηση τριών Στρατηγείων Σωμάτων Στρατού, του Α’ Σώματος Στρατού με τις Μεραρχίες Ι και ΙΙ, του Β’ Σώματος Στρατού με τις Μεραρχίες ΙΙΙ και IV και του Γ’ Σώματος Στρατού με τις Μεραρχίες V και VI. Η VIIη Μεραρχία θα παρέμενε υπό το Γενικό Στρατηγείο. Τελικά και σε όλη την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, τα Στρατηγεία των Σωμάτων Στρατού δεν συγκροτήθηκαν και το Γενικό Στρατηγείο του Στρατού Θεσσαλίας διοίκησε απ’ ευθείας τις Μεραρχίες Ι-VII και την Ταξιαρχία Ιππικού. Για την εκτέλεση όμως συγκεκριμένων αποστολών συγκροτήθηκαν Τμήματα Στρατιάς διοικούμενα από το Γενικό Στρατηγείο. Υπό το Στρατηγείο Στρατού Ηπείρου διατέθηκαν το 15ο Σύνταγμα ΠΖ, 4 Τάγματα Ευζώνων, 1 Τάγμα Εθνοφρουρών, 3 Μοίρες Πυροβολικού και διάφορες μονάδες υποστηρίξεως μάχης και διοικητικής μέριμνας.
- Το Στρατηγείο της Vης Μεραρχίας επιστρατεύθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1912 από την Ιη Μεραρχία στην Λάρισα, τα δε Συντάγματα της στην Πάτρα, Λαμία και Λάρισα.
- Το Στρατηγείο της VIης Μεραρχίας επιστρατεύθηκε στο Ναύπλιο από την IVη Μεραρχία, τα Συντάγματα ΠΖ στο Μεσολόγγι και την Λαμία και τα 8ο και 9ο Τάγματα Ευζώνων του 1ου Συντάγματος Ευζώνων στον Τύρναβο και στα Τρίκαλα αντίστοιχα.
- Το Στρατηγείο της VIIης Μεραρχίας επιστρατεύθηκε από την Ιη Μεραρχία στην Λάρισα και τα Συντάγματα ΠΖ στα Τρίκαλα και την Αθήνα.
- Στις 22 Δεκεμβρίου 1912 οι δυνάμεις που βρίσκονταν στην Ήπειρο, με διαταγή του Αρχηγού Στρατού Ηπείρου, οργανώθηκαν σε Μεραρχία υπό την επωνυμία Μεραρχία Ηπείρου. Στις 11 Ιανουαρίου 1913 η Μεραρχία Ηπείρου μετονομάστηκε σε VIIIη Μεραρχία.
- Η ΙΧη Μεραρχία συγκροτήθηκε στις 19 Μαρτίου 1913, από τμήματα των Αποσπασμάτων Μετσόβου, Αχέροντα και του Σώματος Χειμάρρας.
- Η Χη Μεραρχία συγκροτήθηκε τον Μάρτιο του 1913 και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Ε-Β πολέμου.
- Αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, με Βασιλικό Διάταγμα που εκδόθηκε στις 16/29Αυγούστου 1913, αποφασίστηκε να διατηρηθούν ενεργές και στην ειρήνη όλες οι Μεραρχίες που συγκροτήθηκαν και έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους διαθέτοντας τα Συντάγματα που ήδη τις αποτελούσαν, να συγκροτηθεί η ΧΙ Μεραρχία από τα 27ο και 28ο Συντάγματα Πεζικού και τέλος να οργανωθούν –για πρώτη φορά στον Ελληνικό Στρατό- έξι (6) Σώματα Στρατού υπό τα οποία υπήχθησαν οι Μεραρχίες. Τα Σώματα αυτά ήταν τα ακόλουθα:
1ο ΣΣ με έδρα τη Λάρισα (Ι ΜΠ Λάρισα)
2ο ΣΣ με έδρα την Αθήνα (ΙΙ ΜΠ Αθήνα)
3ο ΣΣ με έδρα τα Ιωάννινα (ΙΙΙ ΜΠ Μεσολόγγι, VIII ΜΠ Κορυτσά, ΙΧ ΜΠ Ιωάννινα)
4ο ΣΣ με έδρα τη Θεσσαλονίκη (IV ΜΠ Θεσσαλονίκη, V ΜΠ Κιλκίς)
5ο ΣΣ με έδρα τη Δράμα (VI ΜΠ Σέρρες, VII Δράμα)
6ο ΣΣ με έδρα την Κοζάνη (Χ ΜΠ Βέροια, ΧΙ ΜΠ Κοζάνη)
- Στις 4/17 Δεκεμβρίου 1913 δημοσιεύτηκε ο Νόμος υπ’ αριθμόν 85, ο οποίος προέβλεπε ότι η συγκρότηση των αναγκαίων στρατιωτικών σχηματισμών θα γινόταν με την έκδοση Βασιλικών Διαταγμάτων και τη διαίρεση της χώρας σε στρατολογικές περιοχές. Επίσης, διά του ιδίου νόμου καταργήθηκε το Γενικό Στρατηγείο των Βαλκανικών Πολέμων και ανασυστάθηκε η Επιτελική Υπηρεσία Στρατού. Ανώτατος Αρχηγός του Στρατού κατά το Σύνταγμα ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, του οποίου όμως η εξουσία δεν ήταν τυπική, αλλά ουσιαστική και δραστήρια λόγω της αίγλης που απολάμβανε ως ο νικητής Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού στην διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
- Για την εκτέλεση του Νόμου υπ’ αριθμόν 85, εκδόθηκε στις 23 Δεκεμβρίου Βασιλικό Διάταγμα διά του οποίου η Χώρα διαιρέθηκε σε πέντε Στρατιωτικές Περιοχές, τις Α’, Β’, Γ’, Δ’ και Ε’, αντίστοιχες των Σωμάτων Στρατού τα οποία θα ήταν υπεύθυνα για την στρατολογία σε κάθε μία εξ αυτών. Με άλλο Βασιλικό Διάταγμα της ίδιας ημερομηνίας, ο Ελληνικός Στρατός συγκροτήθηκε σε πέντε Σώματα Στρατού, δέκα τέσσερις (14) Μεραρχίες ΠΖ και σαράντα δύο (42) Συντάγματα ΠΖ, εκ των οποίων πέντε Ευζώνων και τρία Κρητών. Το κάθε Σώμα Στρατού διέθετε τρεις Μεραρχίες Πεζικού, πλην του Ε’ που είχε δύο, ένα Σύνταγμα Ιππικού, ένα Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού -των τριών Μοιρών, των τριών Πυροβολαρχιών εκάστη- ένα Σύνταγμα Σκαπανέων, καθώς και άλλες μονάδες υποστηρίξεως μάχης και διοικητικής μέριμνας. Επίσης οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη η Μεραρχία Ιππικού με μία μόνο Ταξιαρχία των δύο Συνταγμάτων Ιππικού. Οι Μεραρχίες ΠΖ θα διέθεταν τρία Συντάγματα ΠΖ, μία Μοίρα Ορειβατικού ΠΒ και λοιπές μονάδες υποστηρίξεως μάχης και διοικητικής μέριμνας.
- Ο υφιστάμενος οπλισμός ΠΖ ανερχόταν σε 166.000 τυφέκια και αραβίδες Μάνλιχερ, 44.000 τυφέκια Μάουζερ και Μάνλιχερ Βουλγαρικά προερχόμενα από λάφυρα, 77.000 Γκρα, 240 πολυβόλα Σβαρτζλόζε και 34 Μαξίμ.
- Η Επιτελική Υπηρεσία Στρατού (ΕΥΣ) εκτίμησε ότι με τον υπάρχοντα οπλισμό πεζικού μπορούσε να επιστρατεύσει εκατό σαράντα (140) Τάγματα ΠΖ, εκ των οποίων τα εκατό είκοσι έξι (126) για την συγκρότηση των δεκατεσσάρων (14) Μεραρχιών και πέντε (5) για την ασφάλεια των νησιών Λήμνου, Λέσβου, Χίου και Σάμου.
- Το πυροβολικό διέθετε 168 πεδινά πυροβόλα Σνάιντερ Κανέ των 75 χιλ. και 98 ορειβατικά πυροβόλα Σνάιντερ Δαγκλή των 75 χιλ. Με τα διατιθέμενα πυροβόλα συγκροτήθηκαν τα 5 Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού των Σ.Σ. και με τα 98 ορειβατικά πυροβόλα συγκροτήθηκαν οι 14 Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού, κάποιες όμως με 1 Πυροβολαρχία.
- Με βάση τα συμπεράσματα των Βαλκανικών Πολέμων και την ορεινή μορφολογία της χώρας, αποφασίστηκε ότι ο Στρατός θα έπρεπε να διαθέτει ορεινή συγκρότηση, πράγμα που απαιτούσε την ύπαρξη μεγάλου αριθμού κτηνών και ημιονηγών. Η απόφαση αυτή ήταν σημαντική και ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε τους επόμενους πολέμους, μέχρι και το 1949, διαθέτοντας ορεινή σύνθεση.
- Κατά την επιστράτευση του Ελληνικού Στρατού στις 10/23 Σεπτεμβρίου 1915 -που κηρύχθηκε ως απάντηση στην επιστράτευση της Βουλγαρίας η οποία ήταν έτοιμη να προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων- πέρα από τις προβλεπόμενες Μεραρχίες της αναδιοργάνωσης του 1913, συγκροτήθηκε επιστρατευτικά και η XV Μεραρχία διαθέτοντας τα 43ο, 44ο και 45ο Συντάγματα Πεζικού. Η διοίκηση και οι σχηματισμοί της Μεραρχίας επιστρατεύθηκαν στη Θεσσαλονίκη ενώ τα Συντάγματα ΠΖ στα νησιά του Αιγαίου. Το 43ο Σύνταγμα επιστρατεύθηκε με πυρήνα το Σύνταγμα Λέσβου στη Λέσβο (2 Τάγματα), το 44ο με πυρήνα το Τάγμα Χίου και 3 Λόχους της Λήμνου και το 45ο με πυρήνα το Τάγμα Σάμου. Η XV Μεραρχία μεταφέρθηκε ατμοπλοϊκώς μεταξύ 27-30 Σεπτεμβρίου στην περιοχή Ασβεστοχωρίου, έχοντας το 43ο Σύνταγμα στο χωριό Μπάλαφτσα (σήμερα Κολχικό) και τα 44ο και 45ο Συντάγματα στο Σαριγιάρ (σήμερα Χρυσαυγή). Στα τέλη Οκτωβρίου 1915 το Ε’ Σώμα Στρατού, με τις οργανικές του Μεραρχίες VIII και ΙΧ, μεταφέρθηκε στην Μακεδονία στην περιοχή Ασήρου – Λαγκαδά και η XV Μεραρχία τέθηκε υπό τη διοίκηση του Σώματος αυτού. Στο σχεδιάγραμμα της στρατηγικής συγκέντρωσης του Ελληνικού Στρατού του 1915, φαίνεται ότι οι Μεραρχίες του Ε΄ Σώματος Στρατού βρίσκονταν η μεν VIII στην περιοχή του χωριού Δρυμός, η ΙΧ στην Άσηρο και η XV Μεραρχία στην περιοχή του χωριού Κολχικό, ανατολικά του Λαγκαδά. Επίσης σε άλλη αναφορά καταγράφεται ότι το Ε’ Σ.Σ. τον Απρίλιο/Μάιο του 1916 είχε την XV Μεραρχία νοτιοδυτικά της λίμνης Αχινού στην περιοχή Κρουσόβου (Κερδυλίου) Αηδονοχωρίου Νιγρίτας. Παραμένει άγνωστη η τύχη της υπόψη Μεραρχίας μετά την αποστράτευση του Ελληνικού Στρατού στις 26 Μαΐου/8 Ιουνίου 1916.
- Τον Ιούνιο του 1916 καταγράφεται από την ΔΙΣ ή ύπαρξη μιας ακόμη Μεραρχίας, της XVI, στην Βόρειο Ήπειρο. Η Μεραρχία υπάγεται στο αποστρατευθέν Ε’ Σ.Σ., του οποίου η μεν VIII Μεραρχία βρίσκεται στην Κέρκυρα, ή δε ΙΧ στα Ιωάννινα. Παραμένει άγνωστο πότε συγκροτήθηκε η υπόψη Μεραρχία. Το πιθανότερο όμως είναι να συγκροτήθηκε αμέσως με την κήρυξη της επιστράτευσης προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεταφορά του Ε’ Σ.Σ. στην Μακεδονία. Τον Ιούνιο του 1916 η XVI Μεραρχία είχε το στρατηγείο της στο Αργυρόκαστρο και τα 46ο, 47ο και 48ο Συντάγματα ΠΖ στην Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο και την Πρεμετή αντίστοιχα. Τον Σεπτέμβριο του 1916, μετα την κατάληψη της Β. Ηπείρου από τον Ιταλικό Στρατό, η XVI Μεραρχία αποσύρεται από την Β. Ήπειρο και τον Απρίλιο του 1917 κατά την απόσυρση του Ελληνικού Στρατού στην Πελοπόννησο, το στρατηγείο της μεταφέρεται στον Πύργο.
- Η έναρξη του Μεγάλου Πολέμου βρήκε τον Στρατό στη διαδικασία της αφομοίωσης της νέας οργάνωσης και της ενσωμάτωσης των εκ των πολεμικών επιχειρήσεων συμπερασμάτων. Ο διχασμός όμως του Έθνους και του Κράτους ως αποτέλεσμα της διαφωνίας βασιλιά και πρωθυπουργού αναφορικά με την είσοδο της χώρας στον πόλεμο με το πλευρό της Εγκάρδιας Συνεννόησης, είχε ολέθρια αποτελέσματα στην ενότητα του Στρατού και ειδικότερα του Σώματος των Αξιωματικών, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί η ανάπτυξή του σε σύγχρονες βάσεις, να πέσει το ηθικό και στο τέλος να υπάρξει σοβαρή οπισθοδρόμηση. Η απομάκρυνση του Βασιλιά Κωνσταντίνου από τον θρόνο και η ανάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο στις 11 Ιουνίου 1917, ένωσε πολιτικά το Κράτος και έσωσε τη χώρα από ενδεχόμενη εδαφική συρρίκνωση και την εθνική απαξίωση.
- Η αρχική ονομασία του Σ.Σ Εθνικής Άμυνας ήταν Στρατός Εθνικής Άμυνας. Η συγκρότησή του άρχισε ουσιαστικά στις 17 Αυγούστου 1916, όταν εξερράγη στην Θεσσαλονίκη επαναστατικό στρατιωτικό κίνημα με σκοπό την συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ. Επικεφαλής του κινήματος, που έλαβε την ονομασία «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης», ήταν οι Υποστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, διοικητής της Χ Μεραρχίας, Συνταγματάρχης Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης, διοικητής της ΧΙ Μεραρχίας και ο Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαζαράκης, διοικητής της ΧΙ Μοίρας Ορειβατικού Πυροβολικού.
- Η Μεραρχία Σερρών οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη μεταξύ Σεπτεμβρίου – Νοεμβρίου 1916. Τον αρχικό πυρήνα της Μεραρχίας αποτέλεσαν 2.500 περίπου αξιωματικοί και οπλίτες εκ των 17ου – 18ου Συνταγμάτων ΠΖ και της VI Μοίρας Ορειβατικού ΠΒ της VI Μεραρχίας Σερρών, του 2/21 Συντάγματος Κρητών της VII Μεραρχίας και του 7ου Συντάγματος Πεδινού ΠΒ του Δ’ Σώματος Στρατού. Οι υπόψη Μονάδες, υπό τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Χριστοδούλου, διοικητή της VI Μεραρχίας Σερρών, είχαν διαφύγει της αιχμαλωσίας και της μεταφοράς τους στην Γερμανία (όπως συνέβη με το υπόλοιπο και μεγαλύτερο μέρος του Δ’ Σ.Σ.) και στις 27 Αυγούστου 1916 μεταφέρθηκαν από την Θάσο (όπου είχαν διαφύγει) στην Θεσσαλονίκη και εντάχθηκαν στον Στρατό της Εθνικής Άμυνας.
- Το 1ο Σύνταγμα Σερρών συγκροτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1916 από άνδρες του 17ου Συντάγματος ΠΖ της VI Μεραρχίας και του 2/21 Συντάγματος Κρητών της VII Μεραρχίας.
- Το 2ο Σύνταγμα Σερρών συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1916 από υπολείμματα του 18ου Συντάγματος ΠΖ της πρώην VI Μεραρχίας και από εθελοντές.
- Το 3ο Σύνταγμα Σερρών συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1916 από ένα Τάγμα του 2/21 Συντάγματος Κρητών, από ένα Τάγμα Κρητών και ένα Τάγμα από την Σάμο με Μικρασιάτες.
- Η Μεραρχία Αρχιπελάγους οργανώθηκε στη Μυτιλήνη μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 1916.
- Το 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους συγκροτήθηκε στη Χίο μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 1916.
- Το 5ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους συγκροτήθηκε στη Μυτιλήνη μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 1916.
- Το 6ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους συγκροτήθηκε στη Σάμο μεταξύ 24 Οκτωβρίου 1916 και 31 Μαρτίου 1917.
- Η Μεραρχία Κρήτης συγκροτήθηκε στη Κρήτη μεταξύ Οκτωβρίου 1916 και Απριλίου 1917.
- Τον Οκτώβριο του 1916 με τη κήρυξη της επανάστασης το 1ο Σύνταγμα Κρητών (1ο/14ο Κρητών) της XIV Μεραρχίας που εδρεύει στα Χανιά, μετονομάζεται σε 7ο Σύνταγμα Κρητών.
- Το 8ο Σύνταγμα Κρητών συγκροτήθηκε στο Ρέθυμνο μεταξύ Οκτωβρίου 1916 και Απριλίου 1917.
- Το 9ο Σύνταγμα Κρητών συγκροτήθηκε στο Ηράκλειο μεταξύ 24 Οκτωβρίου 1916 – Μαΐου 1917.
- Η Ι Μεραρχία επιστρατεύθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1917 και η συμπλήρωσή της στην εμπόλεμη σύνθεση έγινε με αξιωματικούς και οπλίτες του Γ’ Σ.Σ. και όχι με επιστράτευση από την στρατολογική περιφέρεια Θεσσαλίας. Η Μεραρχία εξοπλίστηκε με τυφέκια Μάνλιχερ και Λεμπέλ (40 κατά Λόχο για την εκτόξευση οπλοβομβίδων). Το πυροβολικό της αποτελέστηκε από πυροβόλα Σνάιντερ – Δαγκλή. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Νάρες (παλαιά ονομασία της Φιλαδέλφειας Θεσσαλονίκης) για εκπαίδευση υπό την επίβλεψη της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής.
- Το Νοέμβριο του 1917 το 4ο Σύνταγμα ΠΖ συμπληρώθηκε στην πολεμική του σύνθεση από άνδρες της ΧΙ Μεραρχίας του Γ’ Σ.Σ.
- Το Νοέμβριο του 1917 το 5ο Σύνταγμα ΠΖ συμπληρώθηκε στην πολεμική του σύνθεση από άνδρες της ΧΙΙ Μεραρχίας του Γ’ Σ.Σ.
- Το Νοέμβριο του 1917 το 1/30 Σύνταγμα Ευζώνων συμπληρώθηκε στην πολεμική του σύνθεση από άνδρες του 4/41 Συντάγματος Ευζώνων της Χ Μεραρχίας του Γ’ Σ.Σ.
- Η ΙΙ Μεραρχία επιστρατεύθηκε στις 16 Μαρτίου 1918. Μεταφέρθηκε σιδηροδρομικά στην Λάρισα και από εκεί οδικώς μέσω Κοζάνης προς την Φιλαδέλφεια. Στα Πετρανά Κοζάνης τμήμα του 7ου Συντάγματος ΠΖ εκ 237 οπλιτών λιποτάκτησε. Οι λιποτάκτες καταδιώχθηκαν από άνδρες του ιδίου Συντάγματος και το έκτακτο στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο 2 υπαξιωματικούς.
- Η ΧΙΙΙ Μεραρχία επιστρατεύθηκε στα μέσα Ιανουαρίου του 1918, αλλά η επιστράτευσή της παρακωλύθηκε εξ αιτίας φιλοβασιλικών στασιαστικών κινημάτων που κατεστάλησαν διά της βίας. Στην συνέχεια η επιστράτευση εξελίχθηκε ομαλά και η Μεραρχία μεταφέρθηκε σταδιακά, μεταξύ 21/2 και 11/5, στο στρατόπεδο της Φιλαδέλφειας για εκπαίδευση.
- Μέχρι το τέλος Μαΐου του 1918 είχε ολοκληρωθεί η επιστράτευση και η εκπαίδευση των Ι, ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχιών και κατόπιν τούτου το Α΄ Σώμα Στρατού προωθήθηκε σταδιακά στο μέτωπο του Στρυμόνα και τέθηκε υπό τις διαταγές του XVI Βρετανικού Σώματος Στρατού.
- Η ΙΙΙ Μεραρχία επιστρατεύθηκε πρώτη από τις μεραρχίες του Β’ Σ.Σ. και μεταφέρθηκε με πλοία στον Βόλο, από εκεί σιδηροδρομικά στην Λάρισα και στην συνέχεια οδικά προς την Κοζάνη. Στις 6 Ιουνίου εκδηλώθηκε στα Σέρβια στασιαστικό κίνημα στο ΙΙΙ/12 Τάγμα που εξαπλώθηκε σε όλο το Σύνταγμα. Η στάση κατεστάλη με την επέμβαση άλλων μονάδων. Οι πρωταίτιοι παραπέμφθηκαν σε έκτακτο στρατοδικείο στην Κοζάνη και μετά από συνοπτική διαδικασία καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν 5 αξιωματικοί μεταξύ των οποίων και ο διοικητής του Συντάγματος και 80 οπλίτες. Οι περισσότεροι των ανδρών που στασίασαν διατέθηκαν σε άλλες μονάδες. Η ΙΙΙ Μεραρχία παρέμεινε προσωρινά στα Πετρανά Κοζάνης για εκπαίδευση, την συμπλήρωσή της σε υλικά και την εμπέδωση της πειθαρχίας και στην συνέχεια προωθήθηκε βόρεια της Φλώρινας όπου τέθηκε υπό τις διαταγές της Γαλλικής Στρατιάς Ανατολής.
- Η IV Μεραρχία επιστρατεύθηκε στις 2 Μαΐου 1918 και στην συνέχεια μεταφέρθηκε σιδηροδρομικά στην Αθήνα, με πλοία στον Βόλο και σιδηροδρομικά στην Θεσσαλονίκη. Παρέμεινε για εκπαίδευση στην Φιλαδέλφεια περιορισμένο χρόνο και στην συνέχεια προωθήθηκε δυτικά του ποταμού Αξιού, στην διάθεση της 1ης Ομάδας Μεραρχιών.
- Η XIV Μεραρχία επιστρατεύθηκε στις 14 Ιουνίου 1918 και εκ των οργανικών της Συνταγμάτων επιστρατεύθηκαν τα 9ο και 36ο. Το 1/14 Σύνταγμα Κρητών είχε επιστρατευθεί από το 1916 υπό την Μεραρχία Κρήτης. Στην Μεραρχία διατέθηκε ως 3ο Σύνταγμα το 24ο Σύνταγμα της VIII Μεραρχίας που επιστρατεύθηκε στις 20 Ιουλίου. Η μεταφορά της Μεραρχίας στην Φιλαδέλφεια καθυστέρησε και ολοκληρώθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου. Στις 7 Σεπτεμβρίου η Μεραρχία αναχώρησε εσπευσμένα προς το μέτωπο στην διάθεση του XVI Βρετανικού Σ.Σ. χωρίς να παραλάβει καινούργιο οπλισμό. Η μετακίνηση των Μοιρών Ορειβατικού Πυροβολικού της Μεραρχίας προς το μέτωπο καθυστέρησε προκειμένου να ολοκληρωθεί η εκπαίδευσή τους στα πυροβόλα Σνάιντερ Ντυκρέτ 65 χιλ. (Σ.σ.: Είναι η πρώτη αναφορά περί εφοδιασμού Μεραρχίας με τα ορειβατικά πυροβόλα Σνάιντερ Ντυκρέτ 65 χιλ).
- Η ΙΧ Μεραρχία επιστρατεύθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 1918. Παρέμεινε στην περιοχή Ιωαννίνων και ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της υπό την επίβλεψη της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής.
- 24ο Σύνταγμα ΠΖ: Ανήκε στην VIII Μεραρχία (Πρεβέζης) και οργανώθηκε στην πολεμική σύνθεσή του στις 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1918. Την 19η Αυγούστου/1η Σεπτεμβρίου 1918 μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και τέθηκε υπό τη διοίκηση της XIV Μεραρχίας.
- 29Ο Σύνταγμα ΠΖ: Ανήκε στη Χ Μεραρχία και βρισκόταν στο Βόλο. Συγκροτήθηκε στην πολεμική σύνθεσή του στις 10 Νοεμβρίου 1917 από εφέδρους διαφόρων μονάδων του Γ’ Σ.Σ.
- Ο οπλισμός των Ελληνικών Μεραρχιών που συμμετείχαν στον 1ο Π.Π. το 1918
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
(α) Το 1915 παραγγέλθηκαν 160 πολυβόλα Colt από τις ΗΠΑ, αλλά παραλήφθηκε μέρος εξ αυτών.
(β) Πρόκειται μάλλον για πολυβόλα Saint Etienne.
(γ) Οι Μοίρες του Ορειβατικού Πυροβολικού διέθεταν 2 Πυροβολαρχίες των 4 πυροβόλων εκάστη.
- Οι επιστρατεύσεις του 1915 και 1917
Στην επιστράτευση του 1915, κλήθηκαν υπό τα όπλα 24 κλάσεις εφέδρων και συγκροτήθηκαν στην εμπόλεμη σύνθεσή τους οι υπό της αναδιοργανώσεως του Δεκεμβρίου του 1913 προβλεπόμενες 14 Μεραρχίες Πεζικού, καθώς και οι Μη Μεραρχιακές Μονάδες (Μ.Μ.Μ.) των Σωμάτων Στρατού. Επιπλέον συγκροτήθηκαν και οι Μεραρχίες XV και XVI, αποτελούμενες από τα Συντάγματα 43ο έως 48ο. Κατόπιν τούτου επιστρατεύθηκαν συνολικά 48 Συντάγματα ΠΖ, έναντι των 22 Συνταγμάτων που είχαν επιστρατευθεί κατά την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων.
Είναι προφανές ότι το άλμα που επιτελέστηκε σε μία τριετία –τουλάχιστον από αριθμητικής και οργανωτικής απόψεως- ήταν τεράστιο. Βεβαίως κατά την επιστράτευση της μεγάλης αυτής Στρατιάς παρατηρήθηκαν πολλά προβλήματα, τα σημαντικότερα των οποίων ήταν η βραδύτητα στην προσέλευση των κληθέντων εφέδρων, η έλλειψη αξιωματικών και οι δυσκολίες στην επίταξη των αναγκαιούντων κτηνών και λοιπών υλικών για την συγκρότηση των Μονάδων. Η κατάσταση της γενική επιστράτευσης διατηρήθηκε μέχρι και την 26/8 Ιουνίου 1916, οπότε με Βασιλικό Διάταγμα απολύθηκαν 12 ηλικίες.
Ο Εθνικός Διχασμός που ήδη είχε αρχίσει, η «εθελουσία» εγκατάλειψη και παράδοση από την κυβέρνηση στους Γερμανοβουλγάρους του οχυρού Ρούπελ (στις 14 Μαΐου 1916), η κατάληψη «άνευ βολής τυφεκίου» της Ανατολικής Μακεδονίας από τα Βουλγαρικά στρατεύματα και στη συνέχεια η «διατεταγμένη» από την κυβέρνηση της Αθήνας παράδοση των ανδρών και του οπλισμού του Δ’ Σώματος Στρατού στους Γερμανοβουλγάρους, η πολιτική διάσπαση του κράτους με την συγκρότηση επαναστατικής κυβέρνησης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Θεσσαλονίκη, οι φθορές και οι απώλειες του υλικού από την οκτάμηνη επιστράτευση και η μεταφορά –κατ’ απαίτηση της ΑΝΤΑΝΤ- του Στρατού και του οπλισμού στην Πελοπόννησο, είχαν τελικά δυσμενή επίδραση στο ηθικό του Στρατού και στην ενότητα του Σώματος των αξιωματικών. Ο εθνικός διχασμός διέκοψε την ανάπτυξη του Στρατού σε σύγχρονες βάσεις, διασάλευσε την πειθαρχία, έθεσε εκτός του στρατεύματος πολλά και εμπειροπόλεμα στελέχη, επέφερε γενική στασιμότητα και καταβαράθρωσε την μαχητική αξία του των μονάδων που δεν προσχώρησαν στον Στρατό της Εθνικής Αμύνης. Η μετά την επικράτηση του Βενιζέλου επιστράτευση έξι ακόμη Ελληνικών Μεραρχιών, πέραν των τριών του Στρατού της Εθνικής Άμυνας -προκειμένου να λάβουν μέρος στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου- βράδυνε χαρακτηριστικά και αντί να περατωθεί στο τέλος του 1917 -όπως είχε συμφωνηθεί με τους συμμάχους της ΑΝΤΑΝΤ- άρχισε τον Νοέμβριο του 1917 και ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 1918. Τελικά και κατόπιν τρομακτικών δυσχερειών, η Ελλάδα κατόρθωσε να παρατάξει στο Μακεδονικό Μέτωπο μόλις 10 Μεραρχίες και 31 Συντάγματα Πεζικού, έναντι των 16 Μεραρχιών και των 48 Συνταγμάτων που συγκρότησε κατά την επιστράτευση του 1915-1916.
Οι Ελληνικές Μεραρχίες που διατέθηκαν στο Μακεδονικό Μέτωπο τέθηκαν υπό την επιχειρησιακή διοίκηση Συμμαχικών δυνάμεων και ενήργησαν σε δευτερεύοντα μέτωπα. Ένα σημαντικό ζήτημα που χαρακτήριζε τον Ελληνικό Στρατό που έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου και δεν έχει διερευνηθεί ακόμη, είναι ότι αυτός διέθετε ανομοιογενή οπλισμό και ότι μόνο 6 Μεραρχίες εξοπλίστηκαν με Μάνλιχερ, δηλαδή χρησιμοποιήθηκαν 85.000 περίπου Μάνλιχερ. Κατόπιν τούτου δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για την τύχη των υπολοίπων τυφεκίων Μάνλιχερ μέχρι τα 166.000 που υπήρχαν πριν την έναρξη του 1ου Π.Π. Ανάλογα ερωτήματα δημιουργούνται και για την τύχη των πεδινών πυροβόλων Σνάιντερ Κανέ, δεδομένου ότι τα 3 Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού που φαίνεται ότι συγκροτήθηκαν, θα διέθεταν 108 πεδινά πυροβόλα, έναντι των 168 που υπήρχαν στο τέλος των Βαλκανικών Πολέμων.
Ο Ελληνικός Στρατός την περίοδο 1919 -1921
Σημείωση: Η σύνθεση αναφέρεται στο τέλος εκάστης περιόδου
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
- Στις 2 Μαΐου 1919 η Ιη Μεραρχία αποβιβάζεται στην Σμύρνη. Εντός του Μαΐου η Ιη Μεραρχία ενισχύεται στις 5 Μαΐου με το 6ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους που έρχεται από την Μυτιλήνη, στις 10 Μαΐου με το 8ο Σύνταγμα Κρητών από την Αθήνα, στις 18 Μαΐου με το 3ο Σύνταγμα Ιππικού και στις 28 Μαΐου με το 5ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους.
- Στις 2 Ιουνίου φθάνει στην Σμύρνη προερχόμενος από την Βεσσαραβία της Ρουμανίας, ο διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού με τμήμα του επιτελείου του και αναλαμβάνει την διοίκηση των εν Μικρά Ασία Ελληνικών δυνάμεων.
- Στις 18 Ιουνίου το υπόλοιπο της Μεραρχίας Αρχιπελάγους αποβιβάζεται στο Ντικελί.
- Από τις 10 Ιουνίου έως τις 2 Ιουλίου μεταφέρεται στην Μικρά Ασία η ΧΙΙΙ Μεραρχία, προερχομένη εκ της Ρουμανίας.
- Μεταξύ 17 Ιουνίου και 19 Ιουλίου 1919 συγκροτείται η Μεραρχία Σμύρνης από το 8ο Σύνταγμα Κρητών και το 27ο Σύνταγμα Πεζικού που ήδη είχε συγκροτηθεί στην Σμύρνη από τα Ι και ΙΙ Τάγματα Ασφαλείας Θεσσαλονίκης. Στην Θεσσαλονίκη θα συγκροτούνταν επίσης το Στρατηγείο της Μεραρχίας και το 28ο Σύνταγμα ΠΖ. Στις 7 Ιουλίου αποβιβάζονται στην Σμύρνη το 28ο Σύνταγμα το πυροβολικό και οι λοιποί σχηματισμοί της Μεραρχίας Σμύρνης.
- Μεταξύ 25 Ιουνίου και 3 Ιουλίου μεταφέρεται από τη Ρουμανία στη Σμύρνη η ΙΙα Μεραρχία.
- Από 21-26 Νοεμβρίου ανασυγκροτείται στην Θεσσαλονίκη του 30ο Σύνταγμα ΠΖ, μεταφέρεται στην Σμύρνη και διατίθεται στην Μεραρχία Σμύρνης αντί του 8ου Συντάγματος Κρητών, το οποίο μεταφέρεται στην Αθήνα.
- Στις 27 Νοεμβρίου συγκροτείται το Σώμα Στρατού Σμύρνης από τις Μεραρχίες Αρχιπελάγους και Σμύρνης.
- Στις 5 Φεβρουαρίου 1920 αρχίζει η συγκρότηση στη Θεσσαλονίκη της Μεραρχίας Κυδωνιών από το 31ο Σύνταγμα ΠΖ που βρισκόταν σε προκάλυψη στη Δοϊράνη, το 32ο Σύνταγμα ΠΖ της VIII Μεραρχίας που θα μεταφερόταν από τα Ιωάννινα στη Σμύρνη και το Σύνταγμα Φρουράς Σμύρνης που θα μετονομαζόταν σε 33ο Σύνταγμα ΠΖ. Μεταξύ 12 Ιανουαρίου και 10 Φεβρουαρίου 1920, το 31ο Σύνταγμα ΠΖ ανασυγκροτείται στο Κιλκίς και στη Θεσσαλονίκη και μεταφέρεται στη Σμύρνη. Στις 7 Φεβρουαρίου το Σύνταγμα Φρουράς Σμύρνης μετονομάζεται σε 33ο Σύνταγμα ΠΖ.
- Στις 8 Ιουλίου 1920 η Μεραρχία Κρήτης που είχε συγκροτηθεί στη Μαγνησία (Σ.σ. : δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για αυτή την συγκρότηση, δεδομένου ότι στην Αθήνα βρισκόταν η γνωστή από τον Α’ Π.Π. Μεραρχία Κρήτης που είχε συγκροτηθεί μετά το επαναστατικό κίνημα της Θεσσαλονίκης και είχε λάβει μέρος στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου υπό το Σ.Σ. Εθνικής Αμύνης), μετονομάστηκε σε Μεραρχία Μαγνησίας και αποτελέστηκε από το 9ο Σύνταγμα Κρητών, το 16ο Σύνταγμα ΠΖ που είχε συγκροτηθεί στις 20 Ιουνίου στο Παλαιόκαστρο και το 17ο Σύνταγμα ΠΖ, όπως είχε μετονομαστεί το Σύνταγμα Ασφαλείας Σμύρνης (συγκροτήθηκε από το Τάγμα Εθελοντών Ποντίων και τα 1ο – 5ο Μεραρχιακά Τάγματα).
- Από τις 1 έως τις 5 Αυγούστου 1920 μεταφέρεται από την Πάτρα στην Σμύρνη το στρατηγείο του Β’ Σώματος Στρατού.
- Μεταξύ 2-13 Αυγούστου 1920 μεταφέρεται από την Πάτρα στην Σμύρνη η ΙΙΙη Μεραρχία.
- Από τις 14 έως τις 20 Σεπτεμβρίου 1920, η Μεραρχία Κυδωνιών μεταφέρεται στην Παλαιά Ελλάδα για τις ανάγκες φρουράς των εκλογών που έχουν προκηρυχθεί.
- Στις 21 Σεπτεμβρίου αρχίζει η μεταφορά από τον Πειραιά στην Μικρά Ασία της Μεραρχίας Κρήτης, αποτελούμενης από 7ο και 8ο Συντάγματα Κρητών, συνολικής δυνάμεως 52 Αξιωματικών και 379 οπλιτών. Η Μεραρχία μεταφέρθηκε στο Σαλιχλή όπου ενσωματώθηκαν στην δύναμή της οι μονάδες και τα τμήματα της Μεραρχίας Κυδωνιών που είχαν παραμείνει στην Μικρά Ασία.
- Το Σώμα Στρατού Εθνικής Άμυνας (Μεραρχίες Σερρών, Κρήτης, Αρχιπελάγους και XIVη) μετά το τέλος του Α’ Π.Π. παρέμεινε στη Μακεδονία με τις Μεραρχίες Κρήτης και Αρχιπελάγους να αποσπώνται από αυτό και να μεταφέρονται αργότερα στην Μικρά Ασία. Στην δύναμή του εντάσσονται αρχικά η ΙΧ Μεραρχία και στην συνέχεια η Μεραρχία Ξάνθης. Είχε την τιμή να του ανατεθεί η αποστολή για την απελευθέρωση –αρχικά- της Δυτικής Θράκης και αργότερα της Ανατολικής. Κατόπιν τούτου: α) Στις 16 Οκτωβρίου 1919 κατέλαβε την Ξάνθη διά της ΙΧ Μεραρχίας. β) Στις 14 Μαΐου 1920 κατέλαβε τη Κομοτηνή διά της Μεραρχίας Σερρών και την Αλεξανδρούπολη μέχρι Διδυμοτείχου διά της Μεραρχίας Ξάνθης. γ) Στις 16 Μαΐου 1920 κατέλαβε διά της ΙΧ Μεραρχίας τη περιοχή της Ορεστιάδας μέχρι το Καρααγάτς. Στις 3 Ιουνίου 1920 μετονομάστηκε σε Στρατιά Θράκης και από 7-19 Ιουλίου 1920 κατέλαβε την Ανατολική Θράκη διά των Μεραρχιών Σμύρνης, ΙΧ και Ξάνθης.
- Στις 14 Μαρτίου 1920, η Μικτή Ταξιαρχία που είχε συγκροτηθεί στη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο του 1920 εκ των 13ου, 14ου, και 15ου Συνταγμάτων ΠΖ, μετονομάστηκε σε Μεραρχία Ξάνθης και συγκεντρώθηκε στη περιοχή Τοξοτών Ξάνθης, από όπου στις 14 Μαΐου του 1920 μεταφέρθηκε διά θαλάσσης στην Αλεξανδρούπολη και απελευθέρωσε τη περιοχή του σημερινού νομού Έβρου μέχρι το Διδυμότειχο. Στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 1920, έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για τη κατάληψη της Πανόρμου στη Μικρά Ασία. Αφού επανέκαμψε στη Δυτική Θράκη, από τη 1 Ιουλίου 1920 έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για τη κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Παρέμεινε στην Ανατολική Θράκη μέχρι τον Απρίλιο του 1921.
- Η ΙΧη Μεραρχία κατά τον Α’ Π.Π. παρέμεινε στη περιοχή της Φλώρινας και δεν έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για τη διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου. Τον Οκτώβριο του 1919 βρισκόταν στη περιοχή του Παρανεστίου και στις 16 Οκτωβρίου 1919 κατέλαβε τη Ξάνθη. Στις 14 Μαΐου 1920 απελευθέρωσε τη περιοχή του Έβρου βόρεια του Διδυμοτείχου. Στις 7 Ιουλίου 1920 έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για τη κατάληψη της Ανατολικής Θράκης, καταλαμβάνοντας την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησίες. Τον Σεπτέμβριο του 1920 η Μεραρχία μεταφέρθηκε στην Παλαιά Ελλάδα για τις ανάγκες των εκλογών.
- Η XIVη Μεραρχία (οργανική του Β’ Σ.Σ.) μέχρι και τη 12η Απριλίου 1920 είχε την ευθύνη της προκάλυψης των Ελληνογιουγκοσλαυικών συνόρων, υπαγομένη στη Στρατιά Θράκης. Στη συνέχεια ανέλαβε και την προκάλυψη των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων, επεκτείνοντας διαδοχικά την ευθύνη της μέχρι το ύψωμα Κούλα βόρεια της Ξάνθης. Στις 8 Μαΐου 1920 η Μεραρχία τέθηκε υπό τις άμεσες διαταγές του Υπουργείου Στρατιωτικών και υπό την επιχειρησιακή διοίκηση της Στρατιάς Θράκης.
- Η IVη Μεραρχία (οργανική του Β’ Σ.Σ.), μέχρι και τα τέλη Μαρτίου του 1921 παρέμενε στην έδρα της στο Ναύπλιο, διατηρώντας ειρηνική σύνθεση.
- Στις 9 Νοεμβρίου 1920 το εν Σμύρνη Γενικό Στρατηγείο του Ελληνικού Στρατού μετονομάστηκε σε Στρατιά Μικράς Ασίας. Από την ίδια ημέρα η Στρατιά Θράκης έπαυσε να υπάγεται στη Στρατιά Μικρά Ασίας και τέθηκε υπό τη διοίκηση του Υπουργείου Στρατιωτικών.
- Στις 24 Δεκεμβρίου 1920 το Σώμα Στρατού Σμύρνης μετονομάστηκε σε Γ’ Σώμα Στρατού.
- Στις 12 Δεκεμβρίου 1920 η Μεραρχία Σερρών μετονομάστηκε σε VIη Μεραρχία και τα 1ο, 2ο, 3ο Συντάγματα Σερρών μετονομάστηκαν σε 19ο, 20ο και 21ο Συντάγματα ΠΖ αντίστοιχα. Η VIη Μεραρχία μειωμένης δυνάμεως είχε την ευθύνη της προκάλυψης προς Βουλγαρία, από το ύψωμα Κούλα βόρεια της Ξάνθης μέχρι και βόρεια του ποταμού Άρδα.
- Το Δεκέμβριο του 1920 η Μεραρχία Ξάνθης μετονομάστηκε σε ΧΙΙ Μεραρχία.
- Στις 24 Δεκεμβρίου 1920 η Μεραρχία Αρχιπελάγους μετονομάστηκε σε VIIη Μεραρχία ΠΖ, τα δε οργανικά της 4ο, 5ο και 6ο Συντάγματα Αρχιπελάγους, μετονομάστηκαν σε 22ο, 23ο και 37ο Συντάγματα ΠΖ αντίστοιχα.
- Στις 24 Δεκεμβρίου 1920 η Μεραρχία Σμύρνης μετονομάστηκε σε Χη Μεραρχία ΠΖ.
- Την 1η Ιανουαρίου 1921 η Μεραρχία Κρήτης μετονομάστηκε σε Vη Μεραρχία.
- Τον Ιανουάριο του 1921 η Μεραρχία Μαγνησίας μετονομάστηκε σε ΧΙη Μεραρχία ΠΖ.
- Η Μεραρχία Κυδωνιών επανέκαμψε στη Μικρά Ασία μεταξύ 10 και 16 Δεκεμβρίου 1920 οπότε και καταργήθηκε, του στρατηγείου της συγχωνευθέντος με το στρατηγείο της Μεραρχίας Κρήτης. Τα 31ο και 32ο Συντάγματα ΠΖ διαλύθηκαν και οι άνδρες τους μετακινήθηκαν στο 33ο Σύνταγμα ΠΖ που μετονομάστηκε σε Σύνταγμα Κυδωνιών και αποτέλεσε το τρίτο Σύνταγμα της Μεραρχίας Κρήτης μετονομασθέν και πάλι σε 33ο Σύνταγμα ΠΖ.
- Την 1η Ιανουαρίου 1921 τα 7ο και 8ο Συντάγματα Κρητών μετονομάστηκαν σε 43ο και 44ο Συντάγματα ΠΖ, αντίστοιχα.
- Στις 24 Δεκεμβρίου 1920 το 9ο Σύνταγμα Κρητών μετονομάστηκε σε 45ο Σύνταγμα ΠΖ υπό την ΧΙη Μεραρχία.
- Στις 17 Μαρτίου 1921 το 3/40 ΣΕ της ΙΧης Μεραρχίας αποβιβάζεται στα Μουδανιά, προερχόμενο από τον Πειραιά. Το υπόλοιπο της ΙΧης Μεραρχίας θα μεταφερθεί από τις 8 έως 11 Μαΐου από τον Πειραιά στην Σμύρνη.
- Στις 31 Μαρτίου 1921 η IVη Μεραρχία προερχόμενη από το Ναύπλιο, θα αρχίσει να αποβιβάζεται στην Σμύρνη. Η μεταφορά της ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο.
- Από τις 29 Μαΐου μέχρι τις 6 Ιουνίου1921 μεταφέρθηκε στην Σμύρνη προερχόμενη από τις Σαράντα Εκκλησίες της Ανατολικής Θράκης η ΧΙΙη Μεραρχία.
Το Τάγμα Πεζικού
Από το 1912 ο Ελληνικός Στρατός καθιέρωσε από το επίπεδο του Τάγματος μέχρι και αυτό του Σώματος Στρατού την τριαδική σύνθεση. Το Σώμα Στρατού διέθετε ως οργανικές τρεις Μεραρχίες, η Μεραρχία τρία Συντάγματα και το Σύνταγμα τρία Τάγματα Πεζικού. Το Τάγμα Πεζικού διέθετε επιτελείο, τρεις Λόχους Πεζικού (τυφεκιοφόρων) και έναν Λόχο Πολυβόλων. Ο Λόχος Πεζικού διέθετε τέσσερις Διμοιρίες των δύο Ημιδιμοιριών εκάστη, των δύο Ενωμοτιών η κάθε Ημιδιμοιρία. Η Ενωμοτία ήταν το αντίστοιχο της σημερινής Ομάδας Πεζικού. Ο Λόχος πολυβόλων διέθετε τέσσερις Διμοιρίες, κάθε μία εκ των οποίων διέθετε δύο πολυβόλα. Κύριος οπλισμός των Ταγμάτων Πεζικού ήταν το τυφέκιο και η αραβίδα Μάνλιχερ. Κάποια Τάγματα αντί Μάνλιχερ έφεραν τυφέκια Μάουζερ, ή Λεμπέλ. Από το 1917, δηλαδή με την είσοδο της χώρας στον 1ο Π.Π., οι Λόχοι Πεζικού εφοδιάστηκαν με οπλοπολυβόλα και με τυφέκια Λεμπέλ με χοάνη για την εκτόξευση οπλοβομβίδων. Πλέον των παραπάνω, κάθε Τάγμα Πεζικού διέθετε Μεταγωγικά Μάχης, τμήματα αντίστοιχα των σημερινών Λόχων Διοικήσεως για το Τάγμα και Διμοιριών Διοικήσεως για τους Λόχους, δια των οποίων διεξαγόταν η Διοικητική Μέριμνα του Τάγματος και των Λόχων.
ΣΥΝΘΕΣΗ- ΔΥΝΑΜΗ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 19211
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
- Ορισμένα στοιχεία του πίνακα πιθανόν να μην είναι απολύτως ακριβή, επειδή και οι πηγές δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές. Τα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στην δύναμη οπλιτών και κτηνών των Μεταγωγικών Μάχης Επιτελείου Τάγματος και Μεταγωγικών Σώματος του Συντάγματος. Η γενική όμως εικόνα είναι η εξής: Η εκ των πινάκων συνθέσεως προβλεπομένη εμπόλεμη δύναμη των Λόχων ΠΖ ήταν 220 άνδρες, των πολυβολαρχιών 180 περίπου, των Ταγμάτων 970 περίπου και των Συνταγμάτων ΠΖ 3.300 άνδρες περίπου.
- Τα Μεταγωγικά Μάχης Επιτελείου Τάγματος μετέφεραν εφεδρικά πυρομαχικά, εφεδρικές τροφές, υγειονομικό υλικό, τηλεφωνικό υλικό, αποσκευές αξιωματικών και τα αρχεία της μονάδας. Η δύναμη προσωπικού και κτηνών αυτών έχει υπολογιστεί σε συνάρτηση με τις λοιπές γνωστές δυνάμεις.
- Μετά τις τροποποιήσεις των πινάκων συνθέσεως τον Απρίλιο του 1921, η εμπόλεμη δύναμη οπλιτών των Λόχων ΠΖ προβλεπόταν να αποτελείται από 1 επιλοχία, 13 λοχίες, 17 δεκανείς και 185 στρατιώτες και υποδεκανείς. Σύνολο 216 οπλίτες. Επίσης με τις αναφερόμενες τροποποιήσεις καθορίστηκε ότι ο κάθε Λόχος Πεζικού θα διέθετε 184 τυφέκια Μάνλιχερ. Κατόπιν τούτου τα προβλεπόμενα πριν τις τροποποιήσεις του Απριλίου 40 Λεμπέλ σε κάθε Λόχο (10 κατά διμοιρία) για την εκτόξευση οπλοβομβίδων, μειώθηκαν σε 6 –το ανώτερο- κατά Διμοιρία και σε 24 κατά Λόχο.
- Ο οπλισμός του Λόχου Πεζικού μετά τις τροποποιήσεις του Απριλίου αποτελούνταν από:
- 10 πιστόλια
- 5 Αραβίδες Μάνλιχερ
- 184 Τυφέκια Μάνλιχερ Σενάουερ (η VII Μεραρχία διέθετε μόνο τυφέκια Λεμπέλ και η ΙΧ κατά το ήμισυ Μάουζερ)
- 24 τυφέκια Λεμπέλ μετά χοάνης για την εκτόξευση οπλοβομβίδων.
- 8 αυτόματα τυφέκια G.S.R. 1915 (πρόκειται για τα οπλοπολυβόλα Chauchat υποδείγματος 1915).
- Χειροβομβίδες, οπλοβομβίδες. Φ.368/Α/3
- Οπλισμός Διμοιρίας Πεζικού
- Διμοιρίτης: Αραβίδα Μάνλιχερ
- Τυφεκιοφόροι: 39 Μάνλιχερ
- Τυφεκιοφόροι: 6 Λεμπέλ μετά χοάνης για την εκτόξευση οπλοβομβίδων
- Οπλοπολυβολητές: 2 οπλοπολυβόλα (1 ανά ενωμοτία)
- Τα Μεταγωγικά Μάχης του Λόχου μετέφεραν πυρομαχικά οπλοπολυβόλων, φυσίγγια και γυλιούς οπλοπολυβολητών, εφεδρικές τροφές, αποσκευές, αρχεία, μαγειρικά σκεύη και εργαλεία όρχου.
- Τα στοιχεία δύναμης αναφέρονται σε Λόχο πολυβόλων St. Etienne και περιελάμβανε 1 επιλοχία, 6 λοχίες, 18 δεκανείς 147 οπλίτες και 6 μη μαχίμους. Σύνολο 178 οπλίτες. ΔΙΣ, Φ.368/Α/3 Υπήρχαν και πολυβολαρχίες με πολυβόλα Schwartloze των οποίων η δύναμη προσωπικού ήταν ελαφρά μικρότερη. Ο οπλισμός του Λόχου πολυβόλων αποτελούνταν από:
- 121 Αραβίδες Μάνλιχερ για Λόχο πολυβόλων St. Etienne και 89 για Λόχο Schwartloze.
- 49 πιστόλια
- 8 πολυβόλα Σαιντ Ετιέν ή Σβαρτζλόζε
- Η Διμοιρία πολυβόλων διέθετε 2 πολυβόλα (σύνολο πολυβολαρχίας 8).
- Με τα κτήνη μεταφοράς των Β’ Κλιμακίων των Διμοιριών Βολής πολυβόλων μεταφέρονταν 24 φόρτοι πυρομαχικών για τα πολυβόλα St. Etienne και 16 για τα Schwartloze. Κάθε φόρτος μεταφερόταν από 1 ημίονο και αντιστοιχούσε:
- Για τα πολυβόλα St. Etienne: 1.800 φυσίγγια Λεμπέλ D(am) σε ταινίες ανά φόρτο. Ήτοι 43.200 φυσίγγια σε 24 φόρτους. Επομένως 5.400 φυσίγγια ανά πολυβόλο.
- Για δε τα πολυβόλα Schwartloze: 3.000 φυσίγγια ανά φόρτο. Ήτοι 48.000 φυσίγγια σε 16 φόρτους. Επομένως 6.000 φυσίγγια ανά πολυβόλο.
- Μάχιμη Δύναμη Τάγματος Πεζικού
Από τους πίνακες υπολογισμού της μάχιμης δύναμης στις επιχειρήσεις του Μαρτίου, του Ιουλίου και του Αυγούστου 1921, γίνεται φανερό ότι η συνολική δύναμη αξιωματικών και οπλιτών του Τάγματος ΠΖ υπολογιζόταν ως μάχιμη δύναμη και για τις προϊστάμενες των Ταγμάτων διοικήσεις –Συντάγματα, Μεραρχίες, Σώματα Στρατού, Στρατιά- ως μάχιμη δύναμη υπολογιζόταν η συνολική δύναμη αξιωματικών και οπλιτών των Ταγμάτων ΠΖ που διέθεταν.
Στις επιχειρήσεις του Μαρτίου και του Ιουλίου, η συνολική δύναμη των Ταγμάτων ΠΖ αναφέρεται και ως δύναμη τυφεκίων. Αλλά αυτό δεν ήταν απόλυτα ορθό. Το κάθε Τάγμα Πεζικού διέθετε 769 τυφέκια και 133 Αραβίδες περίπου.
Με βάση όμως τα στοιχεία που ήδη έχουν παρουσιαστεί, ως μάχιμη δύναμη θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή που εμπλεκόταν με τον εχθρό διά πυρών, δηλαδή οι υπηρέτες των παρακάτω όπλων:
- 4 Αραβίδες Μάνλιχερ/Λόχο Χ 3 Λόχους = 12 Αραβίδες Μάνλιχερ (12 Διμοιρίτες)
- 39 τυφέκια Μάνλιχερ ή Λέμπελ/Διμοιρία Χ 4 Διμοιρίες Χ 3 Λόχους = 468 τυφέκια Μάνλιχερ ή Λέμπελ (468 τυφεκιοφόροι)
- 6 τυφέκια Λέμπελ κατά Διμοιρία Χ 4 Διμοιρίες Χ 3 Λόχους = 72 τυφέκια Λέμπελ (72 τυφεκιοφόροι)
- 2 οπλοπολυβόλα κατά Διμοιρία Χ 4 Διμοιρίες Χ 3 Λόχους = 24 οπλοπολυβόλα (24 οπλοπολυβολητές)
- 4 Διμοιρίες βολής πολυβόλων (2 πολυβόλα) Χ 14 άνδρες : 8 πολυβόλα (56 πολυβολητές)
- Σύνολο Τάγματος ΠΖ: 632 αξιωματικοί και οπλίτες μαχητές
- Τον Απρίλιο του 1921 η δύναμη του Μικρού Επιτελείου του Συντάγματος ΠΖ μειώθηκε και προσδιορίστηκε σε 1 επιλοχία, 11 λοχίες, 9 δεκανείς, 89 στρατιώτες, 7 μη μάχιμοι. Δηλαδή 117 οπλίτες.
- Τα Μεταγωγικά Σώματος του Συντάγματος, μετέφεραν τρόφιμα και νομή (συνήθως 2 ημερών), υλικά στρατοπεδείας, τα αρχεία και τις αποσκευές των αξιωματικών.
- Τον Απρίλιο του 1921 με τις επελθούσες τροποποιήσεις των πινάκων συνθέσεως, η δύναμη οπλιτών των Συνταγμάτων ΠΖ που διέθεταν πολυβόλα Etienne, προσδιορίστηκε σε 14 επιλοχίες, 161 λοχίες, 254 δεκανείς, 2654 οπλίτες και 132 μη μάχιμους. Σύνολο 3.215 οπλίτες.
- Με τις τροποποιήσεις των πινάκων συνθέσεως τον Απρίλιο του 1921, ο συνολικός αριθμός των κτηνών του Συντάγματος ΠΖ καθορίστηκε σε 584 κτήνη. Επειδή δεν μπορέσαμε να προσδιορίσουμε την νέα κατανομή των 584 κτηνών, θεωρήσαμε ότι ο αριθμός των κελήτων παρέμεινε ο ίδιος και προσδιορίσαμε –κάπως αυθαίρετα- την κατανομή των κτηνών μεταφοράς (ημίονοι) με βάση την προηγούμενη γνωστή κατανομή.
Η Μεραρχία Πεζικού – Χαρακτηριστικά των Ελληνικών Μεραρχιών
Ορεινή σύνθεση
Οι Ελληνικές Μεραρχίες κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία διέθεταν ορεινή σύνθεση, η οποία τις καθιστούσε ικανές να διεξάγουν παρατεταμένες επιχειρήσεις σε ορεινά εδάφη, ή σε εδάφη που στερούνταν παντελώς δρομολογίων. Η ορεινή σύνθεση απαιτούσε την ύπαρξη στην σύνθεση των μονάδων των Μεραρχιών μεγάλου αριθμού ορεινών σχηματισμών -Μεταγωγικών Μάχης και Σώματος- που διέθεταν μεγάλο αριθμό μεταφορικών κτηνών, κυρίως ημίονους και διά των οποίων μετέφεραν το σύνολο του βαρέως οπλισμού τους και όλα τα αναγκαία μέσα για την διεξαγωγή της μάχης (πυρομαχικά, υλικά Μηχανικού, Διαβιβάσεων κ.λ.π.) και συντηρήσεως (αρχεία, αποσκευές, τρόφιμα, νομή, υγειονομικό υλικό, εργαλεία όρχου, μαγειρικά σκεύη, κ.λ.π.). Σημαντικό μειονέκτημα της ορεινής σύνθεσης ήταν ότι απαιτούσε υπερβολικά μεγάλο αριθμό μεταφορικών κτηνών και απορροφούσε σημαντική δύναμη προσωπικού στα τμήματα των Μεταγωγικών Μάχης και Σώματος των διαφόρων μονάδων. Στο σημείο αυτό η σύγκριση μεταξύ πεδινής και ορεινής σύνθεσης απέβαινε σε βάρος της ορεινής. Η Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού των 3 Πυροβολαρχιών με πυροβόλα Σνάιντερ Κανέ των 75 χλστ. (συνολικά 12 πυροβόλα) διέθετε 20 αξιωματικούς, 666 οπλίτες και 575 κτήνη έλξης. Αντίστοιχα η Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού των 2 Πυροβολαρχιών με πυροβόλα Σνάιντερ-Δαγκλή των 75 χλστ. (συνολικά 8 πυροβόλα) διέθετε 19 αξιωματικούς, 646 οπλίτες και 818 κτήνη. Όμως η ορεινή σύνθεση ήταν επιβαλλόμενη εκ των εδαφολογικών συνθηκών της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, περιοχών που στερούνταν σοβαρών συγκοινωνιών και ως εκ τούτου ελάχιστα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν όσον αφορά την μείωση της δύναμης του προσωπικού που υπηρετούσε στα Μεταγωγικά Μάχης και Σώματος των Μονάδων και στις Μοίρες Συζυγαρχιών, καθώς και στον αριθμό των μεταφορικών κτηνών.
Ισχυρό πυροβολικό
Οι Μεραρχίες της Στρατιάς Μικράς Ασίας διέθεταν από δύο Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού των δύο Πυροβολαρχιών, των τεσσάρων πυροβόλων εκάστη, ήτοι στο σύνολο δεκαέξι (16) ορειβατικά πυροβόλα, πλην της ΧΙΙ που διέθετε δώδεκα πυροβόλα. Εκ των διατιθέμενων τον Ιούνιο του 1921 ένδεκα Μεραρχιών οι οκτώ διέθεταν ορειβατικά πυροβόλα Σνάιντερ-Ντυκρέτ των 65 χλστ., οι δε VII, ΙΧ και ΧΙ Μεραρχίες διέθεταν ορειβατικά πυροβόλα Σνάιντερ-Δαγκλής των 75 χλστ. Συνολικά οι ένδεκα Μεραρχίες της ΣΜΑ διέθεταν τον Ιούνιο του 1921 εκατό είκοσι τέσσερα (124) ορειβατικά πυροβόλα Σνάιντερ-Ντυκρέτ των 65 χλστ. και σαράντα οκτώ (48) ορειβατικά πυροβόλα Σνάιντερ-Δαγκλής των 75 χλστ.
Σχετική αδυναμία του Μεραρχιακού πυροβολικού να υποστηρίξει με επάρκεια επιχειρήσεις εναντίον οχυρωμένων τοποθεσιών
Το υπόψη μειονέκτημα ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας των ορειβατικών πυροβόλων του Ελληνικού Στρατού να εκτελέσουν βολή «λίαν καμπύλης τροχιάς» για την προσβολή εχθρικών τμημάτων εντός ορυγμάτων ή καλυμμένων όπισθεν προκαλυπτόντων ορεινών όγκων.
Μεγάλη ισχύ πυρός
Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού οπλοπολυβόλων και πολυβόλων στα Τάγματα ΠΖ και πυροβόλων στις μοίρες Ορειβατικού ΠΒ προσέδιδαν στις Ελληνικές Μεραρχίες μεγάλη ισχύ πυρός, σημαντικά υπέρτερη –σχεδόν διπλάσια- των Τουρκικών Μεραρχιών, οι οποίες διέθεταν 8-10 πυροβόλα και 40 πολυβόλα κατά Μεραρχία, στερούνταν δε παντελώς οπλοπολυβόλων.
Βαριά σύνθεση που περιόριζε την ευελιξία τους
Η βαριά σύνθεση οφειλόταν κυρίως στην βαριά σύνθεση των Ταγμάτων και Συνταγμάτων, δευτερευόντως στην ορεινή σύνθεση των Μεραρχιών και πολύ λιγότερο στην ύπαρξη στην σύνθεση των Μεραρχιών διαφόρων βοηθητικών μονάδων, οι οποίες και απαραίτητες ήταν και δεν διέθεταν και ιδιαίτερα σημαντική δύναμη προσωπικού. Η κυριότερη αιτία που καθιστούσε τις Ελληνικές Μεραρχίες βαριές και τους στερούσε ευελιξία κατά την διεξαγωγή των επιχειρήσεων, ήταν η υπερβολικά μεγάλη δύναμη των Λόχων ΠΖ. Οι 216 οπλίτες κατά Λόχο ήταν μια τεράστια δύναμη που καλούνταν να την διοικήσουν στην μάχη νεαροί αξιωματικοί, κατά τεκμήριο έφεδροι, που στερούνταν των ανάλογων προσόντων και εκπαίδευσης. Ένας Αντισυνταγματάρχης ή Ταγματάρχης, μπορεί να διαχειριστεί και να διοικήσει πέντε και έξι λόχους, αλλά ένας υπολοχαγός ή ανθυπολοχαγός είναι αδύνατο να διαχειριστεί και να διοικήσει στο πεδίο της μάχης 216 άνδρες. Με μια άλλη κατανομή της δύναμης, θα ήταν δυνατό οι Λόχοι να διαθέτουν 4 Διμοιρίες των 30-35 οπλιτών, με την συνολική τους δύναμη να περιορίζεται στους 135-155 οπλίτες, συμπεριλαμβανομένων και 15 ανδρών στα Μεταγωγικά Μάχης των Λόχων. Αυτό θα επέτρεπε την εξοικονόμηση 60-80 περίπου οπλιτών από κάθε Λόχο ΠΖ και επομένως εξοικονόμηση 180- 240 περίπου οπλιτών κατά Τάγμα, 540-720 οπλιτών κατά Σύνταγμα και 1620-2160 οπλιτών κατά Μεραρχία. Εννοείτε ότι θα μειωνόταν αντίστοιχα και η δύναμη (οπλιτών και κτηνών) των λοιπών τμημάτων των Ταγμάτων, καθώς και των Λόχων Πολυβόλων, των οποίων ο αριθμός των πολυβόλων θα μπορούσε να μειωθεί στα έξι (6). Αυτό σε τελική ανάλυση θα μεταφραζόταν σε ένα (1) επιπλέον Σύνταγμα κατά Μεραρχία και στο σύνολο της Στρατιάς Μικράς Ασίας σε ένδεκα (11) Συντάγματα. Είναι ευνόητο ότι θα μειωνόταν κατά ανάλογο μέτρο και η δύναμη (οπλιτών και κτηνών) του Μικρού Επιτελείου και των Μεταγωγικών Σώματος των διατιθέμενων Συνταγμάτων, προκειμένου να συγκροτηθούν τα αντίστοιχα τμήματα των επιπλέον ένδεκα Συνταγμάτων ΠΖ. Ασφαλώς θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο να συγκροτηθούν διά των ένδεκα Συνταγμάτων τέσσερις (4) ακόμη Μεραρχίες, αφού μάλλον δεν υπήρχε το απαραίτητο υλικό για την συγκρότησή τους, όπως πυροβόλα, αν και αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν έχει διερευνηθεί σε βάθος. Αλλά η συγκρότηση ενός ακόμη Συντάγματος κατά Μεραρχία ήταν δυνατή. Βεβαίως υπήρχε το ζήτημα της επάνδρωσης των επιπλέον ένδεκα Συνταγμάτων με αξιωματικούς, αλλά όπως θα αναφέρουμε σε επόμενο κείμενο, αξιωματικοί υπήρχαν και άλλωστε δεν είναι ανάγκη όλοι οι διμοιρίτες να είναι αξιωματικοί. Στον πόλεμο αναδεικνύονται πάντοτε ικανοί ηγήτορες μικρών κλιμακίων από το πουθενά. Επιπλέον ανάγκες σε οπλοπολυβόλα και πολυβόλα θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν με μια άλλη κατανομή των ήδη υπαρχόντων, ή διά εξεύρεσης των αναγκαιούντων από τα Συντάγματα Μετόπισθεν και των ευρισκομένων στο Εσωτερικό της Χώρας και την Θράκη. Η «μείωση του βάρους» των δυνάμεων που διεξήγαγαν την μάχη θα αύξανε τον επίπεδο ευκινησίας αυτών, η δε συγκρότηση ενός επιπλέον Συντάγματος κατά Μεραρχία θα προσέδιδε αναβαθμισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες σε αυτές. Όμως τέτοιες σκέψεις δεν φαίνεται να παρουσιάστηκαν, ή να μελετήθηκαν. Άλλωστε, μάλλον δεν υπήρχε και ο αναγκαίος χρόνος για την υλοποίηση τέτοιων σημαντικών οργανωτικών μεταρρυθμίσεων. Ακόμη η ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία και ειδικά αυτή της Στρατιάς Μικράς Ασίας, παρ’ όλο που επιτέλεσε ένα τεράστιο οργανωτικό άθλο στο διάστημα Απριλίου – Ιουνίου 1921, δεν επέδειξε ιδιαίτερη φαντασία για την αξιοποίηση της διαθέσιμης στρατιωτικής δύναμης κατ’ ανάλογο τρόπο με την σύνθεση του Τούρκο-Κεμαλικού στρατού, ο οποίος διέθετε ελαφριά σύνθεση που του προσέδιδε υψηλό βαθμό ευκινησίας στο πεδίο της μάχης, η οποία σε ένα σημαντικό βαθμό εξουδετέρωνε την υπέρτερη ισχύ πυρός των Ελληνικών Μεραρχιών.
Υψηλό βαθμό κινητικότητας και αυτονομίας, ειδικά σε ορεινά εδάφη
Τούτο επετυγχάνετο από την ύπαρξη σημαντικού αριθμού Μεταγωγικών Μάχης και Σώματος, Μοιρών Συζυγαρχιών, Μονάδων συντηρήσεως, καθώς και μεγάλου αριθμού κτηνών μεταφοράς διά των οποίων μεταφέρονταν όλα τα αναγκαιούντα μέσα, υλικά και εφόδια για την διεξαγωγή της μάχης και την συντήρηση των μονάδων, για ικανό ημερών αγώνα.
Ο ατομικός οπλισμός των ανδρών
Οι Μεραρχίες της Στρατιάς Μικράς Ασίας μέχρι και τον Μάρτιο του 1921 ήταν οπλισμένες με μια πανσπερμία φορητού οπλισμού, αποτέλεσμα αφ’ ενός της δυσχερούς συγκρότησής τους στην εμπόλεμη σύνθεσή τους (μεταξύ Σεπτεμβρίου 1916 – Αυγούστου 1918) για να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου και αφ’ ετέρου του τρόπου που η αρχική δύναμη που αποβιβάστηκε στην Σμύρνη ενισχύθηκε με δυνάμεις από το Εσωτερικό της Ελλάδας και δυνάμεις που συγκροτήθηκαν στην Μικρά Ασία για να αναπτυχθεί τελικά σε Στρατιά οργανωμένη σε τρία Σώματα Στρατού και ένδεκα Μεραρχίες. Ο ατομικός οπλισμός μέχρι και τον Μάρτιο του 1921 αποτελούνταν από επτά τύπους τυφεκίων, ήτοι Μάνλιχερ, Λεμπέλ, Μάουζερ Γερμανίας, Μάουζερ Τουρκίας των 9 φυσιγγίων, Μάουζερ Τουρκίας των 7,65 χιλ., Μάουζερ Ρωσίας και Γκρα. Από τις αρχές Απριλίου του 1921 περισυνελλέγη και επισκευάστηκε ο υπάρχων σε όλη την χώρα οπλισμός Μάνλιχερ, ο οποίος μεταφέρθηκε στην Μικρά Ασία, ανταλλαγείς με άλλον οπλισμό. Κατόπιν τούτου η παρατακτή μάχιμη δύναμη των Μεραρχιών διέθετε τυφέκια και αραβίδες Μάνλιχερ, πλην της IVης που εφοδιάστηκε με Μάουζερ Γερμανίας και της VIIης με Λεμπέλ. Η ΙΧη Μεραρχία διέθετε κατά το ήμισυ Μάνλιχερ και το έτερο ήμισυ οπλισμό που εξοικονομήθηκε στην Μικρά Ασία (;). Αποτελεί ένα αναπάντητο αίνιγμα ο ακριβής αριθμός των τυφεκίων και αραβίδων Μάνλιχερ που διέθετε ο Ελληνικός Στρατός το 1921, ο οποίος σε κάθε περίπτωση ήταν κατά πολύ κατώτερος αυτού που διετίθετο πριν την έναρξη του Α’ Π.Π., ήτοι 166.000 τυφέκια και 23.980 αραβίδες.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ –ΣΥΝΘΕΣΗ – ΔΥΝΑΜΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ
Παρατήρηση: H συνολική δύναμη της Μεραρχίας υπολογίστηκε με Μοίρα Συζυγαρχιών τύπου Α’.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ
- Η Πυροβολαρχία Βολής Ορειβατικού Πυροβολικού 75 χιλ, διέθετε 2 ουλαμούς των 2 πυροβόλων Σνάιντερ Δαγκλή των 75 χλστ. Το κάθε πυροβόλο λυνόταν σε 6 τμήματα (6 φόρτοι) που μεταφέρονταν από 6 ημιόνους. Με τους ημιόνους της Πυροβολαρχίας Βολής και των Μεταγωγικών Μάχης, μεταφέρονταν:
- Τα πυροβόλα σε 24 φόρτους
- 720 βλήματα (144 κιβώτια των 5 βλημάτων), δηλαδή 180 βλήματα κατά πυροβόλο, εκ των οποίων το 1/5 ήταν βολιδοφόρα και τα 4/5 εκρηκτικά.
- Με τους 59 ημιόνους της Πυροβολαρχίας Βολής των 75 χιλ. μεταφέρονταν:
- 24 φόρτοι πυροβόλων.
- 24 φόρτοι πυρομαχικών (48 κιβώτια των 5 βλημάτων), δηλαδή 240 βλήματα και επομένως 60 βλήματα κατά πυροβόλο.
- 8 φόρτοι γυλιών, 1 φόρτος εργαλείων, 1 φόρτος τεχνίτη μηχανικού και 1 ημίονος εφεδρικός.
- Τα Μεταγωγικά Μάχης της Πυροβολαρχίας των 75 χιλ. μετέφεραν πυρομαχικά, τροφή μιας ημέρας, μαγειρικά σκεύη, υγειονομικό υλικό, εργαλεία.
- Με τους 66 ημιόνους των Μεταγωγικών Μάχης της Πυροβολαρχίας των 75 χιλ μεταφέρονταν:
- 48 φόρτοι πυρομαχικών (96 κιβώτια των 5 βλημάτων), δηλαδή 480 βλήματα και επομένως 120 βλήματα κατά πυροβόλο.
- 1 φόρτος σιδηρουργείου, 1 φόρτος εργαλείων όρχου, 1 φόρτος υγειονομικών εφοδίων, 4 φόρτοι μαγειρικών σκευών, 1 υδροφόρο, 1 φόρτος φυσιγγίων, 9 ημίονοι εφεδρικοί.
- Τα Μεταγωγικά Σώματος της Πυροβολαρχίας μετέφεραν τρόφιμα και νομή 2 ημερών.
- Τα Μεταγωγικά Μάχης και Σώματος των Πυροβολαρχιών, μπορούσαν να ενεργούν και συγκεντρωτικά υπό τη Μοίρα. Στην δύναμη προσωπικού και κτηνών των Μεταγωγικών Μάχης και Σώματος των Μοιρών έχει συμπεριληφθεί και η αντίστοιχη δύναμη των Πυροβολαρχιών.
- Η Πυροβολαρχία Βολής Ορειβατικού Πυροβολικού 65 χιλ. διέθετε 2 ουλαμούς των 2 πυροβόλων Schneider Ducrest των 65 χιλ. Το κάθε πυροβόλο λυνόταν σε 4 τμήματα (4 φόρτοι) που μεταφέρονταν από 4 ημιόνους. Με τους ημίονους της Πυροβολαρχίας Βολής και των Μεταγωγικών Μάχης, μεταφέρονταν:
- Τα πυροβόλα σε 16 φόρτους
- 728 βλήματα (σε 104 κιβώτια των 7 οβίδων), δηλαδή 182 βλήματα κατά πυροβόλο, εκ των οποίων το 1/5 ήταν βολιδοφόρα και τα 4/5 εκρηκτικά.
- Με τους 51 ημιόνους της Πυροβολαρχίας Βολής μεταφέρονταν:
- 16 φόρτοι πυροβόλων.
- 24 φόρτοι πυρομαχικών (48 κιβώτια των 7 βλημάτων), δηλαδή 336 βλήματα και επομένως 84 βλήματα κατά πυροβόλο.
- 8 φόρτοι γυλιών, 1 φόρτος εργαλείων, 1 φόρτος τεχνίτη μηχανικού και 1 ημίονος εφεδρικός
- Με τους 47 ημιόνους των Μεταγωγικών Μάχης της Πυροβολαρχίας μεταφέρονταν:
- 28 φόρτοι πυρομαχικών (56 κιβώτια των 7 βλημάτων), δηλαδή 392 βλήματα και επομένως 98 βλήματα κατά πυροβόλο.
- 1 φόρτος σιδηρουργείου, 1 φόρτος εργαλείων όρχου, 1 φόρτος υγειονομικών εφοδίων, 4 ημίονοι μαγειρικών σκευών, 1 υδροφόρος, 1 φόρτος φυσιγγίων και 9 ημίονοι εφεδρικοί.
- Η Μοίρα Συζυγαρχιών ήταν μονάδα της Μεραρχίας και έφερε τον αριθμό της Μεραρχίας στην οποία ανήκε. Ελεγχόταν από τον Αρχηγό Πυροβολικού εκάστης Μεραρχίας και μετέφερε εφεδρικά πυρομαχικά για τον ανεφοδιασμό με πυρομαχικά των Ταγμάτων και των Μοιρών Ορειβατικού Πυροβολικού. Διέθετε δύο Συζυγαρχίες, μία πεζικού και μία ορειβατικού πυροβολικού.
- Κάθε Συζυγαρχία ορειβατικού πυροβολικού διέθετε την κυρίως Συζυγαρχία, αποτελούμενη από 2 Ουλαμούς, η οποία μετέφερε 120 βλήματα κατά πυροβόλο και τα μεταγωγικά σώματος συζυγαρχίας που μετέφεραν αρχεία, αποσκευές, τροφές, μαγειρικά σκεύη και νομή.
- Η Συζυγαρχία Ορειβατικού ΠΒ 75 χιλ. μετέφερε με 96 φόρτους ημιόνων, (192 κιβώτια βλημάτων 75 χιλ. των 5 βλημάτων ανά κιβώτιο), ήτοι 960 βλήματα 75 χιλ., που αναλογούσαν σε 120 βλήματα/πυροβόλο για τα 8 πυροβόλα 1 Μοίρας Ορειβατικού ΠΒ των 75 χιλ. (Σ.σ. Σε αυτό το σημείο ο σχετικός πίνακας της ΔΙΣ δεν είναι και ιδιαίτερα κατατοπιστικός όσον αφορά τον αριθμό των διατιθέμενων ημιόνων από κάθε Συζυγαρχία. Από πάρα πολλές πηγές επιβεβαιώνεται ότι οι Συζυγαρχίες Ορειβατικού ΠΒ διέθεταν 2 Ουλαμούς και μετέφεραν 120 βλήματα κατά πυροβόλο. Είναι προφανές ότι οι 143 ημίονοι που φαίνεται να διαθέτει η Συζυγαρχία, επαρκούν μόνο για την συγκρότηση ενός εκ των δύο Ουλαμών (96 ημίονοι) και των Μεταγωγικών Σώματος της Συζυγαρχίας (47 ημίονοι). Επομένως η Συζυγαρχία θα πρέπει να διέθετε ακόμη 96 ημίονους για την συγκρότηση και του δεύτερου Ουλαμού, που δεν αναφέρονται όμως από την ΔΙΣ).
- Η Συζυγαρχία Ορειβατικού ΠΒ 65 χιλ. μετέφερε με 68 φόρτους ημιόνων, 136 κιβώτια βλημάτων των 7 βλημάτων ανά κιβώτιο, ήτοι 952 βλήματα 65 χιλ., που αναλογούσαν σε 118 βλήματα/πυροβόλο για τα 8 πυροβόλα 1 Μοίρας Ορειβατικού ΠΒ των 65 χιλ. (Σ.σ. Ισχύει αντίστοιχη σημείωση όπως και για την Συζυγαρχία Ορειβατικού ΠΒ 75 χιλ. Η Συζυγαρχία θα πρέπει να διέθετε 68 ακόμη ημιόνους για την συγκρότηση και του δευτέρου Ουλαμού).
- Η Συζυγαρχία Πεζικού περιελάμβανε τρεις Ουλαμούς και μετέφερε φυσίγγια όπλων πεζικού (πιστολιών, τυφεκίων, οπλοπολυβόλων και πολυβόλων). Υπήρχε και τέταρτος Ουλαμός που αποτελούσε τα Μεταγωγικά Σώματος της Συζυγαρχίας, που μετέφερε αρχεία, αποσκευές, εργαλεία, τροφές, μαγειρικά σκεύη και νομή. ΔΙΣ, «ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ», ανατύπωση 1993, σελίδα 198 Τα πυρομαχικά που μεταφέρονταν αντιστοιχούσαν στα παρακάτω όπλα του πεζικού που κατά τεκμήριο ήταν αυτά που συμμετείχαν διά πυρών στην μάχη:
- 3.240 τυφέκια Μάνλιχερ ήτοι (30 τυφέκια/Διμοιρία Χ 4 Διμοιρίες Χ 3 Λόχους Χ 9 Τάγματα)
- 1.080 τυφέκια Λέμπελ ήτοι (10 τυφέκια/Διμοιρία Χ 4 Διμοιρίες Χ 3 Λόχους Χ 9 Τάγματα)
- 216 οπλοπολυβόλα G.S.R. 1915
- 72 πολυβόλα Σβάρτζλόζε
Είναι προφανές ότι ο αριθμός των τυφεκίων αντιστοιχούσε στην προ των τροποποιήσεων του Απριλίου δύναμη. Δεν είναι γνωστό αν αυτό οφείλεται σε παράβλεψη της ΔΙΣ, ή αν οι Συζυγαρχίες συνέχισαν (τότε) να μεταφέρουν τις ίδιες ποσότητες πυρομαχικών με αυτές προ των τροποποιήσεων του Απριλίου. Με τις επελθούσες τροποποιήσεις ο αριθμός των τυφεκίων, πρέπει να ήταν ο ακόλουθος:
- 4.212 τυφέκια Μάνλιχερ (39 τυφέκια/Διμοιρία Χ 4 Διμοιρίες Χ 3 Λόχους Χ 9 Τάγματα)
- 648 τυφέκια Λέμπελ ήτοι (6 τυφέκια/Διμοιρία Χ 4 Διμοιρίες Χ 3 Λόχους Χ 9 Τάγματα)
- Σύνολο: 4.860 τυφέκια
- Η Συζυγαρχία πεζικού τύπου Α μετέφερε τις παρακάτω ποσότητες εφεδρικών πυρομαχικών πεζικού για τις μεραρχίες που διέθεταν τυφέκια Μάνλιχερ και πολυβόλα Σβάρτζλόζε:
- 33 φόρτους φυσιγγίων τυφεκίων Μάνλιχερ (30 φυσίγγια ανά τυφέκιο)
- 66 φόρτους φυσιγγίων πολυβόλων (2.750 φυσίγγια ανά πολυβόλο)
- 6 φόρτους φυσιγγίων τυφεκίων Λέμπελ σε γεμιστήρες των 3 φυσιγγίων (10 φυσίγγια ανά τυφέκιο)
- 9 φόρτους φυσιγγίων Λέμπελ σε γεμιστήρες για τα οπλοπολυβόλα (66 φυσίγγια ανά οπλοπολυβόλο)
- 60 φόρτους φυσιγγίων Λέμπελ εκτός γεμιστήρων για τα οπλοπολυβόλα (640 φυσίγγια ανά οπλοπολυβόλο)
- 1 φόρτο φυσιγγίων περιστρόφου
- 6 ημίονοι εφεδρικοί.
- Σύνολο απαιτουμένων ημιόνων: 181. Οι υπόλοιποι ημίονοι μέχρι τους 239 ανήκαν στα μεταγωγικά σώματος της συζυγαρχίας.
- Η Συζυγαρχία πεζικού τύπου Β μετέφερε τις παρακάτω ποσότητες εφεδρικών πυρομαχικών πεζικού για τις μεραρχίες που διέθεταν τυφέκια Μάνλιχερ και πολυβόλα Σαιντ-Ετιέν:
- 33 φόρτους φυσιγγίων τυφεκίων Μάνλιχερ (30 φυσίγγια ανά τυφέκιο)
- 27 φόρτους φυσιγγίων πολυβόλων σε ταινίες (675 φυσίγγια Λέμπελ ανά πολυβόλο Σαιντ-Ετιέν)
- 74 φόρτους φυσιγγίων Λέμπελ σε κιβώτια για τα πολυβόλα Σαιντ-Ετιέν (2.550 φυσίγγια ανά πολυβόλο)
- 6 φόρτους φυσιγγίων τυφεκίων Λέμπελ σε γεμιστήρες των 3 φυσιγγίων
- 8 φόρτους φυσιγγίων Λέμπελ σε γεμιστήρες για τα οπλοπολυβόλα (60 φυσίγγια ανά οπλοπολυβόλο)
- 60 φόρτους φυσιγγίων Λέμπελ εκτός γεμιστήρων για τα οπλοπολυβόλα (690 φυσίγγια ανά οπλοπολυβόλο)
- 1 φόρτο φυσιγγίων περιστρόφου
- 6 ημίονοι εφεδρικοί
- Σύνολο απαιτουμένων ημιόνων: 215
- Η Συζυγαρχία πεζικού τύπου Γ, μετέφερε τις παρακάτω ποσότητες εφεδρικών πυρομαχικών πεζικού για τις μεραρχίες που διέθεταν τυφέκια Μάνλιχερ και πολυβόλα Σαιντ-Ετιέν υποδείγματος 1907:
- 60 φόρτους φυσιγγίων τυφεκίων Λέμπελ σε γεμιστήρες των 3 φυσιγγίων (30 φυσίγγια ανά τυφέκιο)
- 27 φόρτους φυσιγγίων πολυβόλων σε ταινίες (675 φυσίγγια Λέμπελ ανά πολυβόλο Σαιντ-Ετιέν )
- 74 φόρτους φυσιγγίων Λέμπελ σε κιβώτια για τα πολυβόλα Σαιντ-Ετιέν (2.550 φυσίγγια ανά πολυβόλο)
- 8 φόρτους φυσιγγίων Λέμπελ σε γεμιστήρες για τα οπλοπολυβόλα (60 φυσίγγια ανά οπλοπολυβόλο)
- 60 φόρτους φυσιγγίων Λέμπελ εκτός γεμιστήρων για τα οπλοπολυβόλα (690 φυσίγγια ανά οπλοπολυβόλο)
- 1 φόρτο φυσιγγίων περιστρόφου
- 6 ημίονοι εφεδρικοί
- Σύνολο απαιτουμένων ημιόνων: 236
- Μάχιμη δύναμη πεζικού Μεραρχίας
Με βάση τα όσα ήδη έχουν αναφερθεί για το Τάγμα ΠΖ, ως μάχιμη δύναμη της Μεραρχίας ΠΖ υπολογιζόταν η συνολική δύναμη των αξιωματικών και οπλιτών των 9 οργανικών Ταγμάτων της και όσων Ταγμάτων είχαν τεθεί υπό τη διοίκησή της προσωρινά για επιχειρησιακούς λόγους.
Με βάση τα όσα ήδη έχουν παρουσιαστεί για το Τάγμα ΠΖ, ως μάχιμη δύναμη θα μπορούσε να θεωρηθεί η δύναμη των Ταγμάτων της Μεραρχίας που εμπλεκόταν με τον εχθρό διά πυρών. Με βάση αυτή την συλλογιστική, η μάχιμη δύναμη των 9 Ταγμάτων της Μεραρχίας θα ήταν η ακόλουθη:
- 12 x 9= 108 Αραβίδες Μάνλιχερ (108 Διμοιρίτες)
- 468 x 9 = 4212 τυφέκια Μάνλιχερ ή Λέμπελ (4212 τυφεκιοφόροι Μάνλιχερ, ή Λεμπέλ, ή Μάουζερ)
- 72 x 9 = 648 τυφέκια Λέμπελ (648 τυφεκιοφόροι Λεμπέλ)
- 24 x 9 = 216 οπλοπολυβόλα (216 οπλοπολυβολητές)
- 8 x 9 = 72 πολυβόλα (504 πολυβολητές)
- Σύνολο Μεραρχίας ΠΖ: 632 x 9 = 5.688 αξιωματικοί και οπλίτες μαχητές
Δύναμη Τυφεκίων
Στις επιχειρήσεις του Αυγούστου του 1921 η μάχιμη δύναμη της Στρατιάς υπολογίζεται και πάλι ως η συνολική δύναμη των αξιωματικών και οπλιτών των Ταγμάτων ΠΖ που διατέθηκαν για την προς την Άγκυρα εκστρατεία -1860 αξιωματικοί και 75.200 οπλίτες- αλλά αμέσως στην συνέχεια σημειώνεται ότι αυτή η δύναμη διέθετε 50.000 τυφέκια. Αποτελεί μια ενδιαφέρουσα διαφορά από τους προηγούμενους υπολογισμούς, όταν η συνολική δύναμη των Ταγμάτων ΠΖ μετριόταν και ως δύναμη τυφεκίων. Τα 50.000 τυφέκια, αποτελούσαν το άθροισμα των τυφεκίων των Λόχων ΠΖ, υπολογιζόμενων 200 τυφεκίων κατά Λόχο.
Το Σώμα Στρατού
Διέθετε ως οργανικές τρεις Μεραρχίες. Κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας η δύναμη των Μεραρχιών των Σ.Σ. ήταν κυμαινόμενη και κατά βάση οι Μεραρχίες που εντάσσονταν σε ένα Σ.Σ. δεν ήταν πάντα οι οργανικές του και πάντα οι ίδιες. Οι Μονάδες που διέθετε ένα Σώμα Στρατού για την υποστήριξη των επιχειρήσεων και την λειτουργία του έφεραν την γενική ονομασία «Μη Μεραρχιακές Μονάδες» (Μ.Μ.Μ.). Σε αυτές εντάσσονταν κατά την εκτέλεση μιας επιχείρησης και αριθμός άλλων Μονάδων, όπως Μοίρες Πυροβολικού της Στρατιάς με τις αντίστοιχες Συζυγαρχίες που τις υποστήριζαν, Μονάδες Μηχανικού, Νοσοκομεία Εκστρατείας, Πεδινές και Ορεινές Εφοδιοπομπές καμηλών αραμπάδων και διτρόχων, Μοίρες αυτοκινήτων κ.ά..
ΣΥΝΘΕΣΗ – ΔΥΝΑΜΗ ΜΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
- Το κάθε Σώμα Στρατού διέθετε ένα Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού των 3 Μοιρών, των 3 Πυροβολαρχιών εκάστη Μοίρα.
- Η Πυροβολαρχία Βολής διέθετε:
- 4 πυροβόλα Schneider-Canet (Σνάϊδερ – Κανέ) των 75 χιλ.
- 6 βλητοφόρα
- Η Πυροβολαρχία Βολής μετέφερε 660 βλήματα (165 για κάθε πυροβόλο), εκ των οποίων τα 4/5 εκρηκτικά και το 1/5 βολιδοφόρα:
- 120 βλήματα μεταφέρονταν στα προλκαία των πυροβόλων (4 προλκαία πυροβόλων Χ 30 βλήματα)
- 360 βλήματα μεταφέρονταν στα 6 βλητοφόρα (6 βλητοφόρα Χ 60 βλήματα)
- 180 βλήματα μεταφέρονταν στα προλκαία των βλητοφόρων (6 προλκαία βλητοφόρων Χ 30 βλήματα)
- Τα Μεταγωγικά Μάχης κάθε Πυροβολαρχίας διέθεταν:
- 6 βλητοφόρα
- 1 σκευοφόρο, 1 σιδηρουργείο, 1 υδροφόρο, 1 δίτροχο
- Με τα Μεταγωγικά Μάχη της Πυροβολαρχίας μεταφέρονταν 540 βλήματα (135 για κάθε πυροβόλο), εκ των οποίων τα 4/5 εκρηκτικά και το 1/5 βολιδοφόρα:
- 360 με τα βλητοφόρα (6 βλητοφόρα Χ 60 βλήματα)
- 180 στα προλκαία των βλητοφόρων (6 προλκαία βλητοφόρων Χ 30 βλήματα)
- Τα Μεταγωγικά Σώματος της Πυροβολαρχίας μετέφεραν τρόφιμα και νομή και αποτελούνταν από:
- 1 κινητό μαγειρείο και
- 19 δίτροχα
- Στις περιπτώσεις που τα Μεταγωγικά Μάχης και Σώματος των Πυροβολαρχιών ενεργούσαν συγκεντρωμένα υπό τη Μοίρα, μαζί με τα αντίστοιχα της Διοικήσεως της Μοίρας.
- Η Μοίρα Συζυγαρχιών Πεδινού Πυροβολικού αποτελούνταν από 3 Συζυγαρχίες Πεδινού Πυροβολικού (2 με βλητοφόρα Σνάιντερ και 1 με βλητοφόρα Έρχαρτ) και μετέφερε 150 βλήματα για κάθε πυροβόλο, δηλαδή στο σύνολο 5.400 βλήματα (36 πυροβόλα Χ 150 βλήματα), εκ των οποίων τα 4/5 εκρηκτικά και το 1/5 βολιδοφόρα. Κάθε Συζυγαρχία μετέφερε τα εφεδρικά βλήματα 1 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού, ήτοι 1800 βλήματα (12 πυροβόλα Χ 150 βλήματα).
- Η Συζυγαρχία βλητοφόρων Σνάιντερ διέθετε 20 βλητοφόρα, έκαστο των οποίων μετέφερε 90 βλήματα (60 στο βλητοφόρο και 30 στο προλκαίο του βλητοφόρου).
- Η Συζυγαρχία βλητοφόρων Έρχαρτ διέθετε 22 βλητοφόρα, έκαστο των οποίων (πρέπει να) μετέφερε περίπου 82 βλήματα.
- Υπό το τίτλο οχήματα περιλαμβάνονται τα αυτοκίνητα και τα πάσης φύσεως ιππήλατα τροχοφόρα (πυροβόλα, βλητοφόρα, κοινά δίτροχα, μαγειρεία, σκευοφόροι κ.ά.).