Μετά την ήττα του Γεωργίου Καστριώτη (Σκεντέρμπεη) στην Κρούγια το 1463, δεν παρατηρείται καμία αλβανική κίνηση. Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Βερολίνου, οι Αλβανοί συγκρότησαν το Συνέδριο της Πριζρένης, γέννημα του οποίου ήταν ο «Αλβανικός Σύνδεσμος», ο επικεφαλής του οποίου Αμπντούλ Μπέης Φράσερι, ζητούσε την αυτονομία της Αλβανίας, στην οποία συμπεριελάμβανε και την Ήπειρο μέχρι την Πρέβεζα.
Ο μουσουλμανικός κόσμος αργότερα λησμόνησε και τον «Αλβανικό Σύνδεσμο» και την αυτονομία της Αλβανίας και συνέχισε τις υπηρεσίες του προς την τουρκική Πατρίδα. Αυτή την ιδέα καλλιέργησαν χριστιανοί αλβανιστές, οι οποίοι, μάλιστα, είχαν τύχει ελληνικής μόρφωσης στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Αυτοί εγκατέστησαν κέντρα δράσης τη Σόφια, το Βουκουρέστι, το Κάιρο και τη Βοστώνη της Αμερικής. Στη Σόφια δρούσε ο Κορυτσαίος Ιωάννης Βρεττός, ο οποίος σε συνεργασία με τον Ναΐμ Μπέη Φράσερι το 1855 ετύπωσαν τον Χάρτη της «Μεγάλης Αλβανίας» τα όρια της οποίας έφταναν μέχρι τη Βέροια και Νάουσα στα ανατολικά και στα νότια μέχρι την Ναύπακτο. Εκδίδονταν αυτή την εποχή και εφημερίδες που προπαγάνδιζαν για τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας».
Για τον αλβανικό λαό να μην γίνεται λόγος. Αυτός ζούσε μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας. Κάποια απήχηση εύρισκε η κίνηση αυτή στους απόδημους Αλβανούς, οι περισσότεροι των οποίων, αν όχι όλοι, ήταν χριστιανοί και πριν προσέλθουν στον αλβανισμό, ήταν αφοσιωμένοι στον Ελληνισμό.
Από την άλλη μεριά η ιταλική προπαγάνδα βρήκε πρόσφορο έδαφος στο αλβανικό ζήτημα για την αποικιακή επέκταση της μεγαλομανίας της. Τα οικονομικά μέσα για την κίνηση της αλβανικής αυτονομίας, οι ασχολούμενοι με το θέμα αυτό, τα προσεταιρίζονταν από διάφορες Κυβερνήσεις, που ενδιαφέρονταν για την τύχη της Αλβανίας, τις οποίες, συνήθως, εξαπατούσαν. Για παράδειγμα, ο Ισμαήλ Κεμάλ Βλιόρα ασκούσε εμπόριο εν ονόματι της αλβανικής φιλίας, την οποία προσέφερε αντί γενναίας αμοιβής. Εξαπάτησε την Ελληνική Κυβέρνηση η οποία ανέλαβε την εκτύπωση αλβανικού λεξικού και άλλα έντυπα που μιλούσαν για αλβανικό εθνικισμό. Εξαπάτησε, επίσης, την Ιταλία αντί 400.000 χρυσών φράγκων. Τελικά έχοντας στις αποσκευές του γενναίο χρηματικό ποσό, αποβιβάστηκε από αυστριακό αντιτορπιλλικό στην Αυλώνα, τον Νοέμβριο του 1912, όπου και ανεκήρυξε την Αλβανική Αυτονομία (28 Νοεμβρίου 1912). Οι Τουρκαλβανοί, όταν διεπίστωσαν τον κίνδυνο για την οθωμανική αυτοκρατορία και ότι θα έχαναν τα αγαθά της Εξουσίας, τότε άρχισαν να κινούνται αργά γύρω από την ιδέα της αυτονομίας της Αλβανίας. Η αλβανική αυτονομία του 1912 δεν ήταν αποτέλεσμα αγώνων του αλβανικού λαού για ανεξαρτησία και ελευθερία, αλλά γέννημα και της διπλωματίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφού οι Αλβανοί υπήρξαν από τα πιστότερα αφοσιωμένα ερείσματα της Υψηλής Πύλης. Αλβανοί πρωθυπουργοί, υπουργοί και ανώτατοι στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι διοίκησαν την αυτοκρατορία, γεγονός που το εκμεταλλεύτηκαν με κάθε τρόπο. Έπειτα, η αλβανική ανεξαρτησία, είναι έργο διπλωματικού ανταγωνισμού μεταξύ Αυστρίας και Ιταλίας, οι οποίες είχαν βλέψεις επί της Αδριατικής θάλασσας και του Ιονίου Πελάγους, καθώς και στις απέναντι ακτές.
Έτσι φάνηκε καθαρά η ειλημμένη δυσμενής απόφαση για την Ελλάδα των Μεγάλων Δυνάμεων στο Συνέδριο του Λονδίνου, το οποίο αναγνώρισε το αλβανικό κράτος και στη συνέχεια διέπραξε μεγάλη αδικία σε βάρος της Ελλάδας διά του περιορισμού των γεωγραφικών ορίων στο χώρο της Ηπείρου υπέρ της Αλβανίας. Λίγους μήνες αργότερα, στις 17/30 Μαΐου 1913, υπογράφτηκε στο Λονδίνο η συνθήκη μεταξύ της Αυτού Μεγαλειότητος του Αυτοκράτορος των Οθωμανών και των Αυτών Μεγαλειοτήτων των Συμμάχων Ηγεμόνων, το 3ο άρθρο της οποίας προέβλεπε τον διακανονισμό των συνόρων της Αλβανίας.
Φυσικό επακόλουθο όλων αυτών ήταν η δημιουργία του «Βορειοηπειρωτικού ζητήματος». Ο όρος «Βόρειος Ήπειρος» στην αρχή είχε καθαρή διπλωματική και πολιτική έννοια. Καθιερώθηκε από το 1913 για εκείνο το τμήμα που βρίσκεται πέρα από την ελληνική μεθόριο, ενώ δεν υπάρχει «Βόρειος Ήπειρος» ως ξεχωριστή ενότητα που να διακρίνεται από την υπόλοιπη Ήπειρο. Τότε πήγαν στο Λονδίνο εκπρόσωποι των Επαρχιών Πρεμετής, Τεπελενίου, Αργυροκάστρου, Δελβίνου και Χιμάρας, για να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που απέρρεαν από αυτή τη συνθήκη γι’ αυτές τις επαρχίες, οι οποίες έμειναν έκτοτε γνωστές ως «Βόρειος Ήπειρος» μέχρι σήμερα.
Τελικά η λεγόμενη «Βόρειος Ήπειρος» με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17 Δεκεμβρίου 1913) παραχωρήθηκε στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Με τη λήξη του Δευτέρου Μεγάλου Πολέμου, δυστυχώς, η στάση της Ελλάδας απέναντι στην Εθνική Ελληνική Μειονότητα, μετά το 1944, ήταν χλιαρή και μάλλον αδιάφορη. Το ελληνικό κράτος με τις εσωτερικές κομματικές διενέξεις, συνετέλεσε στην απογοήτευση και στην απελπισία του μειονοτικού πληθυσμού. Ήταν φυσικό, μέσα σε σαράντα χρόνια και κάτω απο το στυγνό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, το φρόνημα του ελληνικού πληθυσμού να πέσει σε χαμηλό επίπεδο.
Μετα την πτώση του Χοτζικού καθεστώτος και την επανασύνδεση των δεσμών του Βορειοηπειρωτικού κόσμου με τον μητροπολιτικό κορμό, άρχισε ο επανευαγγελισμός στην ορθόδοξη πίστη και κάποιο σχετικό ενδιαφέρον από την επίσημη ελληνική Πολιτεία προς τους Έλληνες του βόρειου Ηπειρωτικού τμήματος, που βίωσαν διώξεις, κατατρεγμούς, φυλακίσεις, εξορίες και θανάτους.
Πηγή: Χειμάρρα