Το θέμα του νέου πολυθρησκειακού Προγράμματος των Θρησκευτικών φαίνεται για ορισμένους ότι τελείωσε, αλλά μάλλον δεν είναι έτσι.Oι συνθήκες σύνταξης, έγκρισης και επιβολής του είναι τόσο σκοτεινές και περίεργες, που η αλήθεια, η πρόνοια και ο φωτισμός του Κυρίου δεν είναι δυνατό να αφήσουν τα πράγματα έτσι, όπως ορισμένοι πιστεύουν ότι τα τακτοποίησαν με τη ισχύ της κρατικής εξουσίας. Η εξουσία και η δύναμη του Θεού είναι πάνω από όλες τις εγκόσμιες δυνάμεις.
Έχουμε τονίσει αρκετές φορές μέσα από αυτή τη στήλη ότι η βίαιη, από πλευράς πολιτείας, μετάλλαξη τουΜαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ), από Ορθόδοξο που ήταν σε πολυθρησκειακό, απεικονίζει την πνευματική κρίση που περνά η ελληνική κοινωνία αλλά μαζί της και η ελληνική θεσμική Εκκλησία και Θεολογία. Αυτό άλλωστε ομολογήθηκε στην τελευταία Σύνοδο της Ιεραρχίας (Ιούνιος 2017) από τον Πρόεδρο της εξ Αρχιερέων Επιτροπής για το διάλογο με την πολιτεία για το θέμα του ΜτΘ, Σεβ. Μητροπολίτη Ύδρας κ.Εφραίμ. Στην ενημερωτική προς την Ιεραρχία εισήγησή του,ο Σεβασμιώτατοςδιερωτήθηκε, μεταξύ άλλων, σχετικά με το ΜτΘ,το οποίο, όπως είπε:
«Από το 1980 τελεί υπό διαρκή αμφισβήτηση.Μήπως το πρόβλημα είναι ότι, ως Εκκλησία και Ιεραρχία εδώ και τόσες δεκαετίες, δεν έχουμε θεολογικό λόγο; Η θεολογία απουσιάζει από την ποιμαντική μας, τα κηρύγματά μας, την καθημερινή ζωή της Εκκλησίας. Δεν πείσαμε ακόμη για την καθολική μορφωτική αξία του μαθήματος...Και δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την παρατεταμένη κρίση, αν δεν ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση ότι η ελληνική κοινωνία, στη συντριπτική της πλειοψηφία, δεν δέχεται την πνευματική αξία του μαθήματος, δηλαδή τον λόγο ύπαρξης του μαθήματος στα Προγράμματα Σπουδών του Σχολείου… Και, επί πλέον, η κρίση αυτή αντανακλά μια βαθύτερη κρίση, που αφορά στη θέση και στο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα στην ελληνική κοινωνία.Το όλο θέμα με το ΜτΘ, το οποίον μας ταλάνισε τόσα χρόνια, πρέπει να μας προβληματίσει. Αναδείχθηκε σε ένα “εμβληματικό” πρόβλημα που αναδεικνύει πολλές από τις παθογένειές μας και σκεπτικισμό γύρω από τις στρατηγικές μας».
Κατά τη γνώμη τουΣεβασμιωτάτου,το ΜτΘ συνδέεται με την Εκκλησία ως θεσμό και παρουσιάζει και αυτό, όπως και εκείνη, τα ίδια πνευματικά και θεολογικά προβλήματα.Ωστόσο, αν πρόκειται όντως για μια βαθιά πνευματική κρίση,η οποία επηρεάζει καταλυτικά και το ΜτΘ, η λύση για την υπέρβασή της δεν μπορεί να είναι έναπολυθρησκειακό Πρόγραμμα. Πολύ σωστά ο Σεβασμιώτατος μίλησε για στρατηγική. Ποια όμως είναι η διαχρονική στρατηγική της Εκκλησίας για την αντιμετώπιση τέτοιων πνευματικών ή θεολογικών θεμάτων;
Γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία, όποτε διαπίστωνε ότι υπάρχει στο εσωτερικό της κάποια μικρή ή μεγάλη πνευματική και θεολογική κρίση, κατέφευγε στους θησαυρούς της παραδόσεώς της και εκεί εύρισκε λύσεις στιβαρές και σωτήριες, οι οποίες μπορούσαν να εμπνεύσουν τη ζωή των ανθρώπων και το μέλλον της κοινωνίας. Είχε συνειδητοποιήσει από τη μακρόχρονη εμπειρία της ότι μόνον η απομάκρυνση από τον Χριστό γεννά κρίσεις και προβλήματα στην Εκκλησία και στα της Εκκλησίας.
Επομένως, η Ορθόδοξη Εκκλησία, σήμερα,δεν μπορεί να επιλέγει άλλη πρόταση για τον προσανατολισμό του ΜτΘ παρά μόνον μία: Να ακολουθεί το Μάθημα τον υγιή, προσφιλή και οικείο,στους ορθόδοξους μαθητές, ορθόδοξο προσανατολισμό, που είναι η ορθόδοξη θεολογία, κοσμολογία και ανθρωπολογία.Αποτελεί τεράστια αντίφαση από τη μια να διαπιστώνεται η πνευματική κρίση του Μαθήματος και από την άλλη να μην υπάρχει η τόλμη να προταθεί και να υποστηριχθεί γενναία, καθαρά και ξάστερα η ορθόδοξη λύση που θα το επαναφέρει στο σκοπό και στο πνεύμα του, αλλά να γίνεται αποδεκτή μία περαιτέρω απομάκρυνση από την ορθόδοξη θεολογία.
Σημειώνεται ότι ο Μητροπολίτης Μεσογαίας, στη δική του παρέμβαση, ως μέλος της Επιτροπής στη Σύνοδο του Ιουνίου, τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι το νέο Πρόγραμμα, «σχεδιάστηκε όχι για να εμπνεύσει την πίστη και να αναδείξει τη δύναμη της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας, αλλά για να είναι συμβατό με τον σύγχρονο ορθολογισμό και ανεκτό από τις σύγχρονες αθεϊστικές και συγκρητιστικές αντιλήψεις. Αντί να είναι ορθόδοξο, σύγχρονο και συμβατό με την παράδοση, την ιστορία, τη ζωή και την πίστη μας κατήντησε να είναι ουδετερόθρησκο, δηλαδή με σαθρή ταυτότητα».
Eπίσης ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου, σε παρέμβασή του στην ίδια Σύνοδο, τόνισε ότι «η ιεραρχία δεν πρέπει να αναλάβει την ευθύνη αποδοχής αυτού του Προγρμάμματος, διότι παραπέμπει στην αρχή των “πολλών ταυτοτήτων”».Με βάση τα παραπάνω, το ΜτΘ δεν μπορεί να διασωθεί από την κρίση του, με λύσεις, που το απομακρύνουν από τη Θεολογία και την πνευματική του κατεύθυνση και αναφορά που είναι ο Χριστός.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης, σε χαιρετισμό που απέστειλε σε Συνέδριο για το ΜτΘ που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το (2013), αναφέρει μεταξύ άλλων:«Το πρόγραμμα της εκπαιδεύσεως πρέπει να είναι χριστοκεντρικό και ναέχει ως βαθύτερο στόχο την πνευματική καλλιέργεια των μαθητών, με την συνείδηση ότι, εάν οι μαθηταί μάθουν να εφαρμόζουν το θέλημα του Θεού εις την ζωήν των, θα κερδίσουν όχι μόνον την παρούσαν ζωή, αλλά και την αιώνιον».
Θρησκευτική αγωγή, συνεπώς, σε ορθόδοξους μαθητές, που δεν θα τους συνδέει με την αλήθεια της πίστεως του Τριαδικού Θεού και με το φως της Αναστάσεως, που σώζει τον άνθρωπο από τον θάνατο, αλλά που θα τους κατηχεί στη διδασκαλία και την πίστητων θρησκειών, αποτελεί γνώση όχι απλώς ανώφελη,αλλά και βλαβερή για τα παιδιά, που δεν τα ελευθερώνει, αλλά τα υποδουλώνει. Ένα διαθρησκειακό -πολυθρησκειακό ή πολυθεϊστικό Μάθημα, που αποξενώνει τους ορθόδοξους μαθητές από τη βασική γι’ αυτούς θεολογική σπουδή της πίστεώςτους και αναπτύσσει μίαπολλαπλή θρησκευτική συνείδηση (Χριστιανισμού και θρησκειών), το μόνο που μπορεί, από παιδαγωγικής πλευράς, να τους προσφέρει είναι η πνευματική σύγχυση και ο θρησκευτικός συγκρητισμός.
Ποια πνευματική, κοινωνική, πολιτισμική ωφέλεια μπορεί να προσφέρει στα ορθόδοξα παιδιά ένα πολυθρησκειακόΜτΘ, στο οποίο, το πρόσωπο και η διδασκαλία του Χριστού σχετικοποιείται και εξισώνεται με την παράλληλη διδασκαλία του Μωάμεθ, του Βισνού και των διδασκαλιών τους;
Εάν το ΜτΘ δεν σχετίζεται οντολογικά με την αλήθεια του Ευαγγελίου, αλλά γίνεται εργαλείο μετάδοσης και βίωσης των αληθειών των θρησκειών και των άλλων φιλοσοφικών κοσμοθεωριών, τότε δεν έχει σχέση με τη ορθόδοξη Θεολογία και Εκκλησία. Η θεολογία του Ευαγγελίου δέχεται ως αλήθεια μόνον τον Χριστό και, επομένως, δεν μπορεί να διδάσκει, αντί για τον Χριστό ή παράλληλα με τον Χριστό, ένα Μάθημα πολλαπλής θρησκευτικότητας, που προωθεί με βεβαιότητα τον θρησκευτικό σχετικισμό και τον συγκρητισμό.
Μόνον αν δεν εκφράζει την ορθόδοξη Θεολογία, αλλά κάτι άλλο, τότε μπορεί να διδάσκει τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, ισοπεδωτικά, ισότιμα και ισάξια με όλους τους άλλους -μη αληθινούς για τους ορθόδοξους μαθητές- Θεούς. Διότι σε αυτή την περίπτωση είναι βέβαιο ότι δεν έχει ούτε σκοπό, ούτε περιεχόμενο, ούτε προσανατολισμό ορθόδοξο και, επομένως, δεν σχετίζεται με τον σωτηριώδες έργο του Ιησού Χριστού.
Πηγή: Ακτίνες