Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
16 Απριλίου 2024

Βαθειές πληγές της σημερινής κοινωνίας

Κυριάκου Παπακυριάκου

καθηγητή Θεολόγου

 

ΒΑΘΕΙΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

 

ΨΕΥΔΟΣ - ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ - ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ‑ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ - ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ

 

Σερρες 2011

 

 

 

Ἀφιερώνεται σὲ ὅσους ἀγωνίστηκαν καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἱερῶν καὶ θείων τῆς πίστεώς μας
καὶ τῆς ὑπολήψεως τῶν συνανθρώπων μας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

I.   ΨΕΥΔΟΣ........................................................................................ 7

1.    Ἡ ἀρχή τοῦ ψεύδους στήν κοινωνία.......................................... 7

2.    Ὁ ψεύτης εἶναι ὄργανο τοῦ διαβόλου........................................ 7

3.    Τό μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος τοῦ ψεύδους................................ 7

4.    Τά αἴτια τοῦ ψεύδους................................................................ 8

5.    Ἡ εὐρεία διάδοση τοῦ ψεύδους................................................. 9

6.    Τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς τοῦ ψεύτη....................................... 9

7.    Οἱ συνέπειες τοῦ ψεύδους...................................................... 10

(α) Συνέπειες γιά τήν κοινωνία.................................................... 10

(β) Συνέπειες γιά τόν ψεύτη....................................................... 11

8.    Ἀντίσταση κατά τοῦ ψεύδους.................................................. 11

9.    Τά κατά συνθήκην ψεύδη....................................................... 12

II.  ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ................................................................................. 15

1.    Ἡ συνήθεια τῆς καταλαλιᾶς.................................................... 15

2.    Τά κίνητρα τῆς καταλαλιᾶς...................................................... 15

3.    Οἱ συνέπειες τῆς καταλαλιᾶς................................................... 16

III.ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ.................................................................................. 17

1.    «Μή κρίνετε ἴνα μή κριθῆτε».................................................. 17

2.    Κατακρίνοντας καί καταλαλώντας καταδικάζουμε τόν ἑαυτό μας18

3.    Ἡ στάση μας μπροστά στούς κατακρίνοντες............................ 19

4.    Νά συμβάλλουμε στή διόρθωση τῶν ἄλλων καί ὄχι στήν κατάκριση αὐτῶν   20

5.    Ἀναίρεση τῶν δικαιολογιῶν τῆς καταλαλιᾶς καί τῆς κατάκρισης21

6.    Συνέπειες τῆς καταλαλιᾶς καί τῆς κατάκρισης.......................... 22

7.    Αὐτοκριτική........................................................................... 22

IV.ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ............................................................................... 24

Α.     ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ............................................................... 24

1.    Τό ἔγκλημα τῆς συκοφαντίας.................................................. 24

2.    Προέλευση τῆς λέξεως συκοφαντία........................................ 24

Β.     Ο ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ.......................................................................... 25

1.    Ποιός εἶναι συκοφάντης;........................................................ 25

2.    Ἡ ψυχολογία τοῦ συκοφάντη καί ἐνέργειες αὐτοῦ................... 25

3.    Χαρακτηρισμός τοῦ συκοφάντη.............................................. 27

(α) Ὕπουλος, καταχθόνιος.......................................................... 27

(β) Γελοῖος, κόλακας................................................................... 28

(γ) Χαμαιλέοντας........................................................................ 29

(δ) Αἱμοβόρος............................................................................. 29

4.    Γιατί ἡ συκοφαντία εἶναι βαρύ ἁμάρτημα;................................ 31

5.    Τό μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος τῆς συκοφαντίας....................... 32

6.    Συγκριτική ἀπόδειξη τοῦ μεγέθους τοῦ ἁμαρτήματος τῆς συκοφαντίας         33

(α) Συκοφάντης – κλέφτης......................................................... 33

(β) Συκοφάντης ‑ φονιάς............................................................ 33

Γ.      ΟΙ ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ ΤΗΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΣ................................................ 35

1.    Οἱ διαδίδοντες τίς συκοφαντίες γίνονται τυφλά ὄργανα τῶν συκοφαντῶν    35

2.    Διάδοση τῶν συκοφαντιῶν ἀπό καλλιεργημένους ἀνθρώπους.. 36

3.    Ἡ εὐθύνη τῶν συνενόχων της συκοφαντίας............................ 38

4.    Ἡ ψυχολογία καί ἡ συμπεριφορά τῶν διαδιδόντων τή συκοφαντία      39

Δ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΣ.............................................. 42

1.    Ἡ ἐξέλιξη τῆς συκοφαντίας.................................................... 42

2.    Οἱ συνέπειες τῆς συκοφαντίας................................................ 43

3.    Τό μή ἐπανορθώσιμό του κακοῦ της συκοφαντίας.................... 43

4.    Ἡ συκοφαντία στην αρχαία Ελλάδα σύμφωνα μέ τούς Ὀξυρύγχειους παπύρους      45

Ε.      ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΣ................................. 48

1.    Ὁ προβληματισμός ὡς πρός τή στάση μας στίς συκοφαντίες.... 48

2.    Ἡ στάση τῶν κλονιζομένων ἤ ἀπίστων ἀνθρώπων στίς συκοφαντίες  48

3.    Ἡ στάση τῶν πιστῶν καί ἐναρέτων ἀνθρώπων στίς συκοφαντίες49

(α) Μέ πίστη στόν Θεό καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον..................... 50

(β) Μέ ὑπομονή, νηφαλιότητα καί ψυχραιμία νά ἀντιμετωπίζουμε τίς συκοφαντίες    51

(γ) Ταπεινά νά δεχόμαστε τίς συκοφαντίες καί νά ὠφελούμαστε ἀπό αὐτές       53

(δ) Νά μήν περιμένουμε μόνο ἐπαίνους, ἀλλά καί κατηγορίες....... 54

(ε) Νά μήν προσέχουμε καί πιστεύουμε στά λόγια τῆς διαβολῆς... 55

(στ) Ἡ στάση μας σ’ ὅσους ἔχουν καλή φήμη καί κατηγοροῦν...... 57

(ζ) «Μηδενί δίκην δικάσης πρίν ἀμφοίν μύθον ἀκούσης»............ 57

(η) Ἀπομάκρυνση ἀφορμῶν καχυποψίας γιά συκοφαντία............. 58

ΣΤ. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΘΕΝΤΩΝ............................................... 60

1.    Ἀπό τήν ἀρχαιότητα................................................................ 60

(α) Ὁ Ἐφέσιος ζωγράφος Ἀπελλῆς............................................... 60

(β) Ο Βελεροφάντης................................................................... 61

2.    Ἀπό τήν Ἁγία Γραφή............................................................... 61

(α) Ὁ Ἰωσήφ, ὁ υἱός τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ................................... 61

(β) Ἡ Σωσάννα........................................................................... 62

(γ) Ὁ προφήτης Ἱερεμίας............................................................ 62

(δ) Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός............................................. 62

(ε) Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος............................................................. 64

3.    Ἀπό τούς πρωτοχριστιανικούς αἰῶνες...................................... 64

4.    Ἀπό τούς Ἁγίους της Ἐκκλησίας μας........................................ 64

(α) Ο Μέγας Βασίλειος................................................................ 64

(β) Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος........................................................... 65

(γ) Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος............................................................... 65

(δ) Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος................................................................. 67

(ε) Ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα....................................................... 71

(στ) Ὁ ἀνεξίκακος εὐσεβής διάκονος........................................... 71

(ζ) Ὁ ταπεινός ἀνώνυμος μοναχός............................................... 72

5.    Ἀπό τήν κατοχή καί τόν ἐμφύλιο πόλεμο................................. 72

V.   ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ................................................................................ 74

1.    Τί εἶναι βλασφημία;................................................................ 74

(α) Ἐξωτερικὴ βλασφημία........................................................... 74

(β) Ἐσωτερική βλασφημία.......................................................... 74

(γ) Βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος................................... 76

2.    Χαρακτηρισμός τῆς βλασφημίας............................................. 77

(α) Παραλογισμός....................................................................... 77

(β) Ἀχαριστία, ἀγνωμοσύνη........................................................ 78

(γ) Ἀσέβεια χειρίστου εἴδους....................................................... 79

(δ) Προσβολή κατά τοῦ Θεοῦ...................................................... 79

(ε) Σημεῖο τοῦ Ἀντίχριστου......................................................... 80

3.    Σύγκριση τῆς βλασφημίας...................................................... 80

(α) Σύγκριση μέ ἄλλα ἁμαρτήματα............................................... 80

(β) Ἡ βλασφημία εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀσέβειας τοῦ ἀνθρώπου     81

(γ) Ἡ βλασφημία ὑπερβαίνει τό ἔργο τῶν δαιμόνων..................... 82

4.    Τά αἴτια τῆς βλασφημίας......................................................... 82

(α) Ἡ ἄγνοια............................................................................... 82

(β) Ὁ ἐγωισμός........................................................................... 83

(γ) Ἡ ὀργή, ὁ θυμός, ὁ ἐκνευρισμός καί ἡ ἀγανάκτηση................. 83

(δ) Ἡ μέθη................................................................................. 84

(ε) Τό κακό παράδειγμα............................................................... 85

(στ) Ἐπίδειξη ἀνδρισμοῦ καὶ ἐπιβολῆς στοὺς ἄλλους................... 85

(ζ) Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια................................................................ 86

(η) Ἡ συνήθεια τῆς βλασφημίας................................................. 86

(θ) Ἡ ἔλλειψη πίστεως............................................................... 87

(ι) Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ............................................... 87

(ια) Ψυχολογικές καταστάσεις ἀπαισιοδοξίας καί μελαγχολίας...... 88

(ιβ) Οἱ διαβολικές ἐπεμβάσεις..................................................... 88

5.    Χαρακτηρισμὸς τῶν βλάσφημων............................................. 89

6.    Ἡ φύση καί τά ζῶα σέβονται τόν Θεό καί ὑπακοῦν................... 90

7.    Ἡ ἔκταση τῆς βλασφημίας...................................................... 92

8.    Ἡ Ἑλλάδα κατάντησε βλάσφημο ἔθνος.................................... 93

9.    Ποινές κατά τῆς βλασφημίας στήν Παλαιά Διαθήκη................. 95

10.  Παιδαγωγικές ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στούς βλάσφημους.......... 96

11.  Τιμωρίες τῶν βλάσφημων στήν ἄλλη ζωή................................ 97

12.  Ποινικές διατάξεις τῶν λαῶν κατά τῶν βλάσφημων................. 98

13.  Οἱ βλασφημίες τῶν ἰθυνόντων ἔχουν μεγάλο ἀντίκτυπο στὸ λαὸ100

14.  Μέσα θεραπείας.................................................................... 101

(α) Προσευχή........................................................................... 101

(β) Ἐπίγνωση τῆς προσκαιρότητας τοῦ ἀνθρώπου στήν παροῦσα ζωή     101

(γ) Εἰλικρινής μετάνοια............................................................. 101

(δ) Ἀποφυγή τῶν αἰτίων τῆς βλασφημίας.................................. 101

(ε) Ὑπάρχει τρόπος νά συγχωρηθεῖ ὁ βλάσφημος ἀπό τόν Θεό;... 102

15.  Ἡ στάση τῶν γονέων στή συνήθεια τῆς βλασφημίας τῶν παιδιῶν τους          103

16.  Ἡ στάση τῶν χριστιανῶν στὶς βλασφημίες τῶν ἄλλων........... 105

17.  Ὀργάνωση τῶν πιστῶν κατά τῆς βλασφημίας........................ 107

18.  Τρόποι ἐλέγχου καί καταπολέμησης τῆς βλασφημίας............. 108

19.  Ἡ καταπολέμηση τῆς βλασφημίας εἶναι ἐθνικοθρησκευτικό ζήτημα   111

20.  Ἐπίλογος της βλασφημίας.................................................... 113

 

Βιβλιογραφία................................................................................. 116

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα του Συγγραφέα........................... 117

 

 

Πρόλογος

 

Κοινωνικές ἠθικές πληγές ὑπῆρχαν πάντοτε στόν κόσμο, οὐδέποτε θεραπεύτηκαν ἐξ ὁλοκλήρου, ἀλλά ἀντίθετως κατά περιόδους ἐπιδεινώνονταν.

Κατά τόν 20 αἰώνα μερικές ἠθικές κοινωνικές πληγές ἐπιδεινώθηκαν πάρα πολύ καί προχώρησαν βαθειά στό σῶμα τῆς κοινωνίας. Σιγά σιγά μετατατράπηκαν σέ βαθειές πληγές κοινωνικῆς λέπρας. Γέμισε ἡ κοινωνία μας ἀπό ψεῦτες, καταλάλους, κουτσομπόληδες, συκοφάντες καί βλάσφημους. Πολλοί ἄνθρωποι ἔφθασαν σέ τέτοιο σημεῖο ἠθικῆς καταπτώσεως καί πωρώσεως πού καυχῶνται γιά τά πολλά τερατώδη ψέματά τους, γιά τήν ἐμπαθῆ κατάκρισή τους, γιά τίς τρομερές συκοφαντίες τους καί καί γιά τίς συνεχεῖς βλασφημίες τους.

Ἀμβλύνθηκε ἡ συνείδηση πολλῶν ἀνθρώπων καί χωρίς ντροπή ψευδολογοῦν, καταλαλοῦν, κατακρίνουν, συκοφαντοῦν τούς ἄλλους καί βλασφημοῦν τά ἱερά καί τά ὅσια της πίστεώς μας. Γέμισαν οἱ ψυχές τους ἀπό κακία καί μετατράπηκαν σέ ὄργανα τοῦ διαβόλου. Ἀντί νά ἀγαποῦν, ζηλεύουν, φθονοῦν καταφέρονται συνεχῶς κατά τῶν συνανθρώπων τους. Τούς ἐξαπατοῦν μέ τά ψέματά τους καί τούς καταστρέφουν τήν ὑπόληψη. Σταμάτησαν νά λειτουργοῦν μέ τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης, τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ καί τῆς ἀλληλοκατανοήσεως καί λειτουργοῦν μόνο μέ τό μίσος καί τήν κακία.

Δέν σκέπτονται τίς συνέπειες τῶν πράξεών τους μέσα στήν κοινωνία, ἀλλά μόνο προσπαθοῦν νά ἐπιβληθοῦν μέ τά ψεύδη, τίς κατακρίσεις, τίς συκοφαντίες τους καί τίς βλασφημίες. Ἀλλοιώνουν τήν ἀλήθεια, καταστρέφουν τίς ὑπολήψεις τῶν ἄλλων καί τήν ἀλληλοεμπιστοσύνη τῶν ἀνθρώπων. Παρασέρνουν πολλούς ἀνθρώπους στούς καταχθόνιους σκοπούς τους μέ τά ψέματα καί τίς συκοφαντίες. Μεταβάλλουν πολλούς ἀφελεῖς σέ τυφλά ὄργανα τῆς μεταδόσεως τῶν συκοφαντιῶν τους σέ βάρος ἀθώων ἀνθρώπων.

Μέ τά ψέματά τους ἀνατρέπουν τήν κοινωνική τάξη, παρουσιάζοντας τήν ὅλη κατάσταση παραλλαγμένη. Ἡ κοινωνία ζεῖ μέσα στήν ἄγνοια τῆς ἀλήθειας, σέ μία τρομερή πλάνη. Τυφλώνεται καί προσπαθεῖ, ψηλαφώντας μέσα στό πνευματικό σκοτάδι τοῦ ψεύδους καί τῶν συκοφαντιῶν, νά βρεῖ ποιός λέει ἀλήθεια καί ποιός ψέματα. Ποιός εἶναι τίμιος καί ποιός εἶναι ἄτιμος καί διεστραμμένος. Ἐπεισέρχεται στήν κοινωνία ἡ καχυποψία, ἕνας κρυφός πόλεμος μέ συνεχῆ ἄμυνα καί ἐπίθεση κατά τοῦ ψεύδους τῶν ἄλλων, μέ τήν ἐπινόηση ακόμη μεγαλυτέρων ψεμάτων.

Ἀναλογιζόμενος καί συναισθανόμενος τό μέγεθος τῶν κοινωνικῶν αὐτῶν πληγῶν, θεώρησα καθῆκον νά συμβάλλω κατά δύναμη μέ τήν ταπεινή μου αὐτή ἐργασία στήν θεραπεία τῶν πέντε ἀναφερομένων ὡς ἄνω κοινωνικῶν πληγῶν.

 

Σέρρες, Μάρτιος 2011

Κυριάκος Παπακυριάκου

 

 

 

I.  ΨΕΥΔΟΣ

1. Ἡ ἀρχή τοῦ ψεύδους στήν κοινωνία

Ο πρῶτος πού εἶπε ψέματα καί συκοφάντησε τόν Θεό στούς πρωτοπλάστους εἶναι ὁ Διάβολος. Ἐξέλεξε ὡς ὄργανό του τό φρονιμότερο ζῶο τοῦ παραδείσου, τό φίδι. Εἰσῆλθε σ’ αὐτό καί μ’ αὐτό, ἐνῶ γνώριζε τήν ἀλήθεια, ρώτησε παραπλανητικά τήν Εὕα ἄν τούς ἀπαγόρευσε ὁ Θεός νά φᾶνε ἀπ’ ὅλους τους καρπούς τῶν δένδρων.

Ἡ Εὕα τοῦ ἀπάντησε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός τούς εἶχε ἀπαγορεύσει νά φᾶνε μόνο ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί τούς εἶχε προειδοποιήσει ὅτι ἄν φᾶνε ἀπ’ αὐτό θά πεθάνουν. Ὁ Διάβολος ὅμως διέβαλε τόν Θεό λέγοντας ψέματα: «Δέν θά πεθάνετε, ἀλλά γνωρίζοντας τό καλό καί τό κακό θά γίνεται καί ἐσεῖς θεοί». Σκέπτεται καί ἐνεργεῖ πονηρά, διαστρέφει τήν ἀλήθεια γιά νά παρακούσουν οι Πρωτόπλαστοι τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νά τούς διώξει ἀπό τόν παράδεισο καί νά καταστρέψει τήν εὐτυχία τους.

Καταδυνάστης καί διαστροφέας τῆς ἀλήθειας χαρακτηρίζεται ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Διάβολος (ψαλμός 71,4, Παροιμίες 28,16, Ἐκκλησιαστῆς 4,1). Αὐτός πρῶτος ἐπινόησε τό ψεῦδος. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται πατέρας τοῦ ψεύδους ἀπό τήν Καινή Διαθήκη.

Τό ψέμα δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τό ψέμα εἶναι ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, «πᾶν ψεῦδος ἐκ τῆς ἀληθείας οὐκ ἐστί» (Ἰωάννου 8,44, 2,21). Τό ψέμα παρουσιάζει τό μαῦρο ἄσπρο καί τό ἄσπρο μαῦρο. «Τό πονηρόν καλόν καί τό καλόν πονηρόν, τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος, τό πικρόν γλυκύ καί τό γλυκύ πικρόν» (Ἠσαΐας 5,20). Ψέμα εἶναι ἡ διαστροφή καί παραποίηση τῆς ἀλήθειας, τῆς πραγματικότητας. Νά λές τό σκοτάδι φῶς καί τό φῶς σκοτάδι, τόν τίμιο ἄνθρωπο ἄτιμο καί τόν ἄτιμο τίμιο, τό δίκαιο ἄδικο καί τό ἄδικο τίμιο. «Οὐέ οἱ λέγοντες τό πονηρόν καλόν καί τό καλόν πονηρόν, οἱ τιθέντες σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος» (Ἠσαΐας 5,20). Μέ τό ἐπινόημα αὐτό τοῦ διαβόλου δέν πρέπει νά ἔχουμε καμιά σχέση.

 

2. Ὁ ψεύτης εἶναι ὄργανο τοῦ διαβόλου

Μέ τά ψέματα ὁ ἄνθρωπος παραπλανᾶ τόν πλησίον του καί καταφέρεται κατά τῆς τιμῆς καί τῆς ὑπόληψης του. Παραμονεύει νά βρεῖ κατάλληλη εὐκαιρία γιά νά κατηγορήσει τόν πλησίον του. Ὁ ἀκροατής του, σάν ἄλλη Εὕα, ἐπηρεάζεται καί γίνεται συνένοχος του ψεύτη. Ἀναπτύσσεται συνεργασία διαβόλου, ψεύτη καί ἀκροατῶν.

Ὑποκρισία καί ἀλήθεια δέν συμβιβάζονται. Ὁ ψεύτης εἶναι ὑποκριτής, διότι δέν παρουσιάζει τόν πραγματικό ἑαυτό του ἀλλά τόν ψεύτικο. Μιμεῖται τό Διάβολο. Παραπλανᾶ τούς ἀκροατές του σέ σχέση μέ τήν ἀλήθεια.

Ἀλλά τί εἶναι ἀλήθεια; Αὐτό ρώτησε ὁ Πιλάτος τόν Ἰησοῦ. Τήν ἴδια ἐρώτηση κάνουν πολλοί στόν ἑαυτό τους. Ἀλήθεια εἶναι, χριστιανέ μου, ὅταν διατυπώνεις τά γεγονότα αὐτά κάθ’ ἑαυτά ὅπως ἔγιναν, χωρίς νά προσθέτεις καί νά ἀφαιρεῖς κάτι. Ἀληθεύεις ὅταν ὀνομάζεις τά πράγματα μέ τό πραγματικό τους ὄνομα. Ὅταν ἐκφράζεις ἀνεπηρέαστος, χωρίς ἰδιοτέλεια, πονηριά καί κακία αὐτά πού σκέπτεσαι καί νοιώθεις στήν καρδιά σου. Ὅταν ἀποφεύγεις τίς διφορούμενες προτάσεις τῆς Πυθίας καί διατυπώνεις γνήσια τήν ἀλήθεια σ΄ ὅλη τήν ἔκτασή της.

 

3. Τό μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος τοῦ ψεύδους

Ὁ λόγος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι σύντομος μονόδρομος: ἡ ἀλήθεια καί μόνον ἡ ἀλήθεια, πού ἐκφράζεται μέ ἕνα ναί ἤ μέ ἕνα ὄχι. Τό ἐπί πλέον εἶναι ἀπό τόν πονηρό (Μάτθ. 5,37). Φρένο στό ψέμα καί σέ κάθε ἁμαρτία εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀκοῦμε στή συνείδησή μας.

Τό ψέμα εἶναι φοβερό ἁμάρτημα. Ὁ Ἀνανίας καί ἡ Σαπφείρα πλήρωσαν μέ τή ζωή τους τό στρεφόμενο κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ψέμα. «Οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις ἀλλά Θεῶ» (Πράξ. 5,1). Κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (21,8), ὅσοι ἀντιστρατεύονται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν ἀλήθεια, θά ὑποστοῦν τή μεγαλύτερη τιμωρία. Θά καταδικασθοῦν μέ τούς δειλούς, τούς ἀπίστους, τούς βδελυρούς, τούς φονιάδες, τούς πόρνους, τούς μάγους καί τούς εἰδωλολάτρες στή γέενα τοῦ πυρός, στήν αἰώνια κόλαση.

Ἁπλό καί ἀσήμαντο φαίνεται στή σημερινή κοινωνία τό ψέμα, ἀλλά ὁ 5ος Ψαλμός στόν 7ο στίχο λέει: «Ἀπολεῖς (: θά ξεπαστρέψεις) πάντας τους λαλοῦντας τό ψεῦδος». Τό ψέμα ἐπιφέρει τό θάνατο τοῦ ψευδομένου, λέει ἡ Σοφία Σολομόντος (1,11). «Στόμα δέ ψευδόμενον ἀναιρεῖ ψυχήν». Μήν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ζεῖς κοντά στόν Θεό ἐφόσον ψεύδεσαι. Ὁ Θεός λέει διά τοῦ Παροιμιαστοῦ (30,8): «Μάταιον λόγον καί ψευδήν μακράν μου ποίησον». Ρητῶς ἀπαγορεύει ὁ Θεός τό ψέμα στίς δέκα ἐντολές: «Οὐ μαρτυρήσεις κατά τόν πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ» (Ἔξοδος 20,16). Στή Σοφία Σειράχ (60,12-13) λέει: «Μή ἀροτρία ψεῦδος ἔπ΄ ἀδελφῶ σου, μηδέ φιλῶ, τό ὅμοιο ποίει. Μηδέ ψεύδεσθε πᾶν ψεῦδος». Τό ψέμα κατατάσσεται μεταξύ των βαρέων ἁμαρτημάτων. Προκαλεῖ τήν ἀπώλεια τῶν ψευδολόγων.

΄Ὁποιος στηρίζει τίς δραστηριότητές του, τίς ἐλπίδες του καί γενικά τή ζωή του στό ψέμα, αὐτός ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού προσπαθεῖ νά βόσκει ἀνέμους καί κυνηγᾶ νά πιάσει τά πουλιά πού πετοῦν στόν ἀέρα μέ τά χέρια του, λένε οἱ Παροιμίες (9,12): «ὅς ἐρείδεται ἐπί ψεύδεσιν, οὗτος ποιμένει ἀνέμους, ὁ δέ αὐτό διώξεται ὄρνεα πετόμενα».

 

4. Τά αἴτια τοῦ ψεύδους

Οἱ κυριότερες αἰτίες τῆς ψευδολογίας εἶναι:

α) Τό συμφέρον γιά κέρδος ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ἀπόκτηση ἀξιωμάτων. Γιά τό τυφλό αὐτό ὑλικό συμφέρον σφαγιάζεται ἡ ἀλήθεια. Ὁ ψεύτης προσπαθεῖ νά ἐκπληρώσει τίς ἐπιθυμίες του λέγοντας ψέματα. Τά λέει μέ πολλές παραλλαγές, ἀπό τήν ἀπόκρυψη μέρους τῆς ἀλήθειας μέχρι καί τήν ὁλοκληρωτική διαστροφή αὐτῆς.

β) Ἡ ἄμυνα, στήν ὁποία καταφεύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπό φόβο ἐνόψει πραγματικοῦ ἤ νομιζόμενου κινδύνου ἤ προκειμένου νά ἀποφύγει τήν εὐθύνη γιά παραλλείψεις καί παραβάσεις καθήκοντος. Ὁ Ἀβραάμ, π.χ., ἀπό φόβο γιά νά μήν τόν σκοτώσουν, εἶπε στούς Αἰγύπτιους ὅτι ἡ γυναίκα του ἡ Σάρα ἦταν ἀδελφή του. Ή, ὅπως συνηθίζουν τά μικρά παιδιά: ὁ ἄνθρωπος κρύβει τήν ἐνοχή του μέ τό ψέμα γιά νά ἀποφύγει τίς συνέπειες καί ἐπιρρίπτει τίς εὐθύνες σέ ἄλλους. Ψεύδεται γιά νά δικαιολογήσει τά σφάλματά του, τίς ἁμαρτίες του, τά πάθη του, ἀλλά καί γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς δυσμενεῖς καταστάσεις. Προσποιεῖται ἄγνοια. Ἀποσιωπᾶ ἤ παραποιεῖ τήν ἀλήθεια.

γ) Ἡ προσπάθεια ψυχαγωγίας. Ὁ ἄνθρωπος ἐπινοεῖ ψεύδη γιά νά διασκεδάσει τούς ἄλλους, ἀλλά καί γιά νά ἐπιδειχθεῖ. Τό ψέμα ἐμφανίζεται ὡς σάτιρα διαφόρων μορφῶν, ἀπό τήν κολακεία πρός τούς ματαιοδόξους μέχρι τήν εἰρωνεία καί τή δυσφήμηση πρός τούς ἀντιπάλους. Στίς ἀστειότητες καί στά πειράγματα ἀποδίδεται καί τό πρωταπριλιάτικο ψέμα πού καταντᾶ μερικές φορές ἐπικίνδυνο.

δ) Ἡ συνήθεια. Ἄν οἱ γονεῖς δέν προσπαθήσουν κατά τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν τους νά κόψουν ἀπ’ αὐτά τή συνήθεια τοῦ ψεύδους, τοῦτα μπορεῖ νά γίνουν σεσημασμένοι ψεῦτες. Τό παιδί ἐκ φύσεως ἀντιστέκεται στό ψέμα καί ἀντιδρᾶ σ΄αὐτό. Ἀναφέρω παραδείγματα ἀπό τή ζωή: Ἕνας πατέρας παράγγειλε στό μικρό γιό του: «ἄν πάρει τηλέφωνο ὁ Κώστας πές του ὅτι ἀπουσιάζω». Τό παιδί ἀπάντησε στόν ἀνεπιθύμητο Κώστα: «Ὁ μπαμπάς μου εἶπε νά σᾶς πῶ ὅτι ἀπουσιάζει». Παιδί ἕξι χρονῶν, γιά νά μήν πληρώσει εἰσητήριο στό λεωφορεῖο, καθοδηγήθηκε ἀπό τή μητέρα του νά πεῖ στόν εἰσπράκτορα ὅτι εἶναι πέντε χρονῶν. Ἐκεῖνο ὅταν ἐρωτήθηκε ἀπάντησε: «Στό σπίτι εἶμαι ἕξι χρονῶν, τώρα ἡ μαμά μοῦ εἶπε νά πῶ ὅτι εἶμαι πέντε χρονῶν γιά νά μήν μοῦ πληρώσει εἰσιτήριο». Τό οἰκεῖο περιβάλλον συμβάλλει πολύ στή συνήθεια τοῦ ψεύδους ἤ τῆς ἀλήθειας.

 

5. Ἡ εὐρεία διάδοση τοῦ ψεύδους

Ἡ ψευτιά εἶναι πρόχειρη στά χείλη τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων. Ψεύδονται σέ κάθε ἐκδήλωση τῆς ζωῆς τους, ὅταν κρυφομιλοῦν καί ὅταν συζητοῦν δημόσια. Ψεύδονται στίς ἐφημερίδες, στά κανάλια τῶν τηλεοράσεων, στούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ψεύδονται μέ τά λόγια, μέ τή γραφίδα, μέ τίς εἰκόνες καί μέ ὅλα τα μέσα της κάθε ἐποχῆς.

Ψεύδονται στήν πολιτική, στήν ἐμπορική, στήν κοινωνική, στήν οἰκογενειακή καί στή θρησκευτική ἀκόμη ζωή. «Ψεύδονται» κατά τόν ἀείμνηστο καθηγητή μου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης Ι.Παναγιωτίδη «εἰς ὄλας τάς διαλέκτους καί εἰς ὅλα τα κλίματα. Ψεύδονται δέ ὄχι μόνο οἱ ζωντανοί, ἀλλά καί οἱ νεκροί, ὁσάκις ἀφήνουν βιβλία μέ τά ὁποῖα ἐξαπατοῦν τούς ζωντανούς. Ἡ ψευτιά ἔγινε σήμερα ψυχική ἐπιδημία.» (Ἀντίλαλοι ἀπό τόν ἱερόν ἄμβωνα, Γ τόμ., σελ. 147).

Ψεύδονται ἀσύστολα, ἀνεθρίαστα, χωρίς ἴχνος ντροπῆς. Συναγωνίζονται ποιός θά πεῖ τό μεγαλύτερο ψέμα καί καυχῶνται γιά τό κατόρθωμά τους. Ὁλόκληρος ὁ βίος πολλῶν ἀνθρώπων εἶναι ἕνα διαρκές ψέμα. Ἄλλη εἶναι ἡ ζωή τους καί ἀλλοιῶς τήν παρουσιάζουν στόν κόσμο. Εἶναι ἄσωτοι, πλεονέκτες, ἐγωιστές, ὑπερήφανοι καί ἐμφανίζονται μέ τό ψεύτικο προσωπεῖο ὡς ἐγκρατεῖς, ἐλεήμονες, ταπεινόφρονες. Εἶναι τρομεροί ὑποκριτές, διπλοπρόσωποι. ΄Ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος εἶναι ὁ ἐσωτερικός τους κόσμος ἀπ’ αὐτό πού φαίνονται. Παραπλανοῦν τούς πάντες καί τά πάντα μέ τήν ψεύτικη ζωή τους. Ἄλλο εἶναι καί ἄλλο φαίνονται. Παίζουν θέατρο σ’ ὅλη τους τή ζωή, γιά τήν προσωπική τους καλοπέραση καί φιληδονία, γιά τό συμφέρον τους καί γιά τήν ἐπικράτησή τους μέσα στό κοινωνικό τους περιβάλλον.

Τό ψέμα προσλαμβάνει ἀνησυχητικές διαστάσεις. Κατάντησε ἡ μεγαλύτερη μάστιγα τῆς κοινωνίας μας. Μεταδόθηκε σάν τή χολέρα σέ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους. Γέμισε ὁ κόσμος ἀπό ψεῦτες καί ψέματα Πολλοί ἀντικατέστησαν τήν ἀλήθεια μέ τό ψέμα σ’ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τους. Λένε ψέματα καί νομίζουν ὅτι λένε τήν ἀλήθεια.

Ἄν προδιδόταν τό ψέμα, ὅπως προδίδεται τό στραβοκατάπημα μέ τό βήχα, τότε οἱ περισσότεροι θά ἔβηχαν ἀδιάκοπα. Ἐάν, μή γένοιτο, κοβόταν ἡ γλώσσα αὐτῶν τῶν ψευτῶν, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι θά ἦταν μογγίλαλοι. Ἄν ἐπρόκειτο νά βάλει κανείς κλειδαριά σέ κάθε ψευδόμενο στόμα, θά ἦταν κλειδωμένα τά στόματα τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων. Τό ἐπάγγελμα τοῦ κλειθροποιοῦ θά ἦταν τό ἐπικερδέστερο ἀπ’ ὅλα.

Ἐάν ὁ Θεός δέν ἦταν πολυέυσπλαχνος καί δέν μᾶς ἀνεχόταν, ἀλλά ἐφάρμοζε τήν ἄμεση τιμωρία στόν κάθε ψεύτη, ὅπως στόν Ἀνανία καί τή Σαπφείρα, πού εἶπαν ψέματα στόν ἀπόστολο Πέτρο, ἐλάχιστοι θά ζούσαμε.

 

6. Τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς τοῦ ψεύτη

Ὅ,τι ἔχουμε στό βάθος τῆς ψυχῆς μας ἐκεῖνο θά ξεχειλίσει ἀπό τό στόμα μας. Ἄν ἔχουμε ἀγάπη, ἀγάπη θά ξεχειλίσει. «Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ ἐκβάλλει ἀγαθά καί ὁ πονηρός ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά». ΄Ἄνθρωποι πού μιλοῦν σέ βάρος τῶν ἄλλων σημαίνει ὅτι ἔχουν μέσα τους κακία. Ὁ Κύριος Ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶπε: « Ἐκ γάρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τό στόμα λαλεῖ».

Δυστυχῶς σέ πολλῶν καρδιές ὠρύονται τά θηρία τῆς πλεονεξίας καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ, σφυρίζουν τά φίδια τοῦ φθόνου, τῆς ζήλιας καί τοῦ μίσους. Πῶς εἶναι δυνατόν ἀπό τέτοιες καρδιές νά ξεχειλίσουν λόγια ἀλήθειας, ἀγάπης, καλωσύνης καί συμπόνιας;

Τά λόγια τοῦ ἀνθρώπου θά ληφθοῦν ὑπόψη στή μέλλουσα κρίση, λέει ὁ Κύριος. «Λέγω δέ ὑμίν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν τῇ ἡμέρα τῆς κρίσεως». Νά εἶσαι βέβαιος ἄνθρωπε ὅτι «ἐκ γάρ τῶν λόγων σου δικαιωθήση καί ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήση» (Μάτθ. 12, 34-37).

Ἀπό ἄγριο καί κακῆς ποικιλίας δένδρο δέν εἶναι δυνατόν νά περιμένει κανείς καλούς, εὔχυμους, μεγάλους καί εὔγευστους καρπούς, ἀλλά μικρούς, σαπρούς, χαλασμένους, στιφούς, ἄνοστους, πού ἀηδιάζουν. «Ἐκ γάρ τοῦ καρποῦ τό δένδρον γινώσκεται», λέει ὁ Κύριος (Μάτθ. 12,33).

Καρπός τῆς ψυχῆς εἶναι καί τά λόγια τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό τά λόγια καί τά ἔργα θά καταλάβεις μέ ποιᾶς πνευματικῆς στάθμης καί ποιότητας ἄνθρωπο συνομιλεῖς.

Γιὰ νὰ ἀποκτήσει ἀξιοπιστία ὁ  ἄνθρωπος   ἐπιβάλεται νὰ λέγει παντοῦ καὶ πάντοτε τὴν ἀλήθεια. Νὰ ἀντιπροσωπεύει τὴν ἀλήθεια μὲ τὰ λόγια του καὶ μὲ τὰ ἔργα του. Ἐὰν συλληφθεῖ ὁ συμομιλητής μας μία  καὶ μόνο φορά ψευδόμενος ἢ νὰ μὴ λέγει ὅλη τὴν ἀλήθεια, ἀλλά  νὰ εἶναι δηλαδὴ ἀνακριβὴς στὰ λεγόμενά του, χάνουμε την ἐμπιστοσύνη μας προς αὐτόν «῍Οταν  ἴδωμεν τινάς ἀνθρωπους ἐν πᾶσι ἀληθεύοντας καί μηδέν μηδαμοῦ ψευδομένους κἄν ἐχθροί τυγχάνοντες, ὦ και νοῦν ᾿ἔχομεν,  δεχόμεθα τά π᾿ αὐτῶν λεγόμενα` ὢσπερ οὖν ὂταν εἴδομεν ψευδομένους κἄν ἀληθεύειν ἐν τισι, οὐδέ ἐκεῖνα ραδίως δεχόμεθα»

 Ἡ φύση τῆς ἀλήθειας εἶναι τέτοια, πού, ὅσο  καὶ ἂν θέλουν νὰ τὴν ἐπιβουλεύονται γιὰ νὰ τὴν ἐπισκιάσουν, γίνεται ἰσχυροτέρα καὶ λαμπροτέρα. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν λέγοντα συνομιλητή  μας

«Τοιοῦτον  γάρ ἡ πλάνη, καί μηδενός ἐνοχλοῦντος ,καταρρεῖ`  τοιοῦτον ἡ ἀλήθεια και πολῶν πολεμούντων, διεγείρεται.»[1]

 

 

7. Οἱ συνέπειες τοῦ ψεύδους

(α) Συνέπειες γιά τήν κοινωνία

Τό ψεῦδος προκαλεῖ πολλές βλάβες στόν ἠθικό βίο καί στήν κοινωνική ζωή. Λεκιάζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί τή φορτώνει καθημερινά μέ ἁμαρτίες. Κλονίζει τήν ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη τῶν ἀνθρώπων. Τήν μεταβάλλει σέ ζούγκλα θηρίων. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ψεύδους κατασπαράσουν τό δίκαιο καί τήν ὑπόληψη τῶν συνανθρώπων τους.

Ἡ ἐμπιστοσύνη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη ἠθική κοινωνική δύναμη καί τό ἀσφαλέστερο θεμέλιό τῶν καλῶν σχέσεων γιά τήν εἰρηνική συνεργασία καί προκοπή αὐτῶν. Ἡ κοινωνία στηρίζεται στήν ἀμοιβαία φιλαλήθεια καί ἐμπιστοσύνη. Παρομοιάζεται ἡ κοινωνία μέ θολωτό πέτρινο γεφύρι, τό ὁποῖο ἀντέχει ἐφόσον ἡ κάθε πέτρα εἶναι σφυκτοδεμένη μέ τίς ἄλλες καί στέκεται καλά στή θέση της. Ἀλοίμονο ἄν χαλαρώσουν καί ξεφύγουν μερικές πέτρες. Θά γκρεμίσει ὁλόκληρο καί θά προκαλέσει θύματα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἀλλοιωθεῖ τό ἀπαραίτητο συνδετικό ὑλικό της, ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ φιλαλήθεια.

Ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ φιλαλήθεια δίνουν ἁρμονία στά λόγια, στίς ἰδέες καί στά αἰσθήματά μας καί μᾶς κρατοῦν σταθερούς στίς πράξεις μας. Χωρίς αὐτές μεταμορφωνόμεθα σέ χαμαιλέοντες σ` ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς μας.

Τό ψέμα ἀνατρέπει τήν κοινωνική τάξη, παρουσιάζοντας τήν ὅλη κατάσταση παραλλαγμένη. Ἡ κοινωνία ζεῖ μέσα στήν ἄγνοια τῆς ἀλήθειας, τῆς πραγματικότητας, σέ μία τρομερή πλάνη. Τυφλώνεται καί προσπαθεῖ ψηλαφώντας μέσα στό πνευματικό σκοτάδι τοῦ ψεύδους νά βρεῖ ποιός λέει ἀλήθεια καί ποιός ψέματα. Ὑπεισέρχεται ἡ καχυποψία, ἕνας κρυφός πόλεμος μέ συνεχῆ ἄμυνα καί ἐπίθεση κατά τοῦ ψεύδους τῶν ἄλλων, μέ τήν ἐπινόηση ακόμη μεγαλυτέρων ψεμάτων. Οἱ ἄνθρωποι ἀμφιβάλλουν μέ τά λεγόμενα τῶν ἄλλων, προβληματίζονται κάθε στιγμή μέ τούς συνομιλητές τους καί προσπαθοῦν νά ἀποφύγουν τίς παγίδες πού τούς στήνουν μέ τά ψέματα. Κοντά στούς ψεῦτες ἀδικοῦνται οἱ φιλαλήθεις, ὅπως κοντά στό ξερό καίγεται καί τό χλωρό. Ὁ λαοπλάνος ψεύτης, μέ τήν εὐφράδεια καί τήν ἐπιδεξιότητά του ψεύδους, παρασύρει εὐκολότερα στήν πλάνη, παρά ὁ φιλαλήθης εἰλικρινής ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου. Σέ μία τέτοια κοινωνία δέ μπορεῖς νά διακρίνεις ποιός ἔχει δίκαιο. Προβαίνεις σέ ἐσφαλμένες κρίσεις γιά πρόσωπα καί πράγματα.

Μεγάλος ψυχικός κίνδυνος ὑπάρχει ἀπό τήν ἀσύληπτη στόν ἀνθρώπινο νοῦ κυκλοφορία τοῦ κάλπικου καί πλαστοῦ νομίσματος τῆς ψευτιᾶς.

Ἀναστατωνόμαστε ὅταν πληροφορούμαστε ὅτι κυκλοφοροῦν πλαστά χάρτινα εὐρώ, δεκάρικα, εἰκοσάρικα, πενηντάρικα, κατοστάρικα καί ἐνίοτε πεντακοσάρικα στήν ἀγορά. Φοβόμαστε μήπως περιέλθει κάποιο ἄπ’ αὐτά στά χέρια μας καί μπλεχτοῦμε, χωρίς νά τό θέλουμε, σέ ἀνακρίσεις καί δικαστήρια. Ἐξοργιζόμαστε κατά τῶν κιβδηλοποιῶν καί πλαστογράφων καί νοιώθουμε ἀποτροπιασμό γιά τήν πράξη τους.

Κίβδηλες καί πλαστές πληροφορίες, πού ἀναστατώνουν τήν κοινωνία καί προκαλοῦν σοβαρές καταστροφές σ’ αυτή, κυκλοφορεῖ καί ὁ ψεύτης. Μία ψευδής εἴδηση, μία ἀπατηλή πληροφορία παραπλανᾶ πλήθη ἀνθρώπων καί γίνεται αἰτία νά διαπραχθοῦν ἀδικίες, νά σχηματισθοῦν ὑποψίες, νά κηλιδωθοῦν ὑπολήψεις ἀθώων, νά προκύψουν φιλονικίες μεταξύ συζύγων, συγγενῶν καί φίλων, νά προκληθοῦν ὑλικές ζημιές, ψυχικοί κλονισμοί καί πολλές ἄλλες ἠθικές καί ὑλικές καταστροφές. Γιά τά κάλπικα, πλαστά εὐρώ ἀνακαλύφθηκαν μηχανήματα ἐλέγχου, γιά τήν ἀποκάλυψη τῶν ψευτῶν τί μηχανήματα θά ἐπινοήσουμε; Εἶναι ἀνάγκη νά εὑρεθεῖ κάποιος τρόπος γιά νά μήν μᾶς ἐξαπατοῦν καί νά μήν μᾶς εἰρωνεύονται ὡς καθυστερημένους.

Ὁ ψεύτης ἀλλάζει τό περιεχόμενο τῆς ἀλήθειας, ὅπως θά ἄλλαζε ἕνας πανοῦργος τίς ἐτικέτες στά κουτιά καί στά μπουκάλια τῶν φαρμάκων ἑνός φαρμακείου. Ἀντιλαμβανόμαστε πόσο κακό θά προκαλοῦνταν ἀπό μία τέτοια ἐνέργεια; Πόσοι ἀνύποπτοι ἀθῶοι θά δηλητηριάζονταν καί θά πέθαιναν; Οἱ ψεῦτες παραπλανοῦν τούς συνανθρώπους τους. Τούς ρίχνουν στάχτη στά μάτια γιά νά μή βλέπουν τήν πραγματικότητα.

Τό ψέμα χρησιμοποιεῖται πολύ στή διπλωματία καί στήν πολιτική. Χάσαμε τήν ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτούς, διότι πολλοί ἀπ’ αὐτούς ψεύδονται γιά νά πετύχουν τούς σκοπούς τους, γιά νά ἀναρριχηθοῦν στήν ἐξουσία. Ἀντιστρέφουν τήν πραγματικότητα. Ὡραιοποιοῦν τήν κατάσταση, τήν παρουσιάζουν παραδεισένια. Συκοφαντοῦν τούς ἄλλους γιά νά ἐπικρατήσουν αὐτοί. Στεγνά πολιτικά καθεστῶτα ἐξαπατοῦσαν γιά πολλά χρόνια καί παραπλανοῦσαν ἑκατοντάδες ἑκατομύρια ἀνθρώπους μέ τά ψέματα. Τούς ἔκαναν πλύση ἐγκεφάλου.

Τό ψεῦδος προκαλεῖ τήν ἄγνοια τῆς ἀλήθειας. Ἁπλώνει παραπέτασμα ὁμίχλης καί πυκνό σκοτάδι. Ψηλαφώντας ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά διακρίνει τήν πραγματικότητα τῶν γεγονότων καί τῶν πράξεων. ΄Ὅπως στό σκοτάδι μᾶς φαίνονται τά ἀντικείμενα παραποιημένα καί τά ἐκλαμβάνουμε μέ τή φαντασία μας σάν τέρατα, τό ἴδιο συμβαίνει καί στό σκοτάδι τοῦ ψέματος καί τῆς συκοφαντίας. Βλέπουμε πολλά γεγονότα, ἐνέργειες καί πράξεις τῶν συναθρώπων μᾶς παραποιημένες, ἀλλοιωμένες. Ὑπεισέρχεται ἡ καχυποψία στήν ψυχή μας, πού μᾶς κάνει συνενόχους των ψευτῶν καί συκοφαντῶν. Τούς πιστεύουμε καί ἀνεξέλεγκτα μεταδίδουμε τό ψέμα τους καί τό κακό πού προκαλοῦν.

(β) Συνέπειες γιά τόν ψεύτη

Τό ἕνα ψέμα τοῦ ψεύτη φέρνει ἄλλο ψέμα. Ὁ ψεύτης, γιά νά καλύψει τό πρῶτο, παλλαπλασιάζει τά ψέματά του μέ τή μέθοδο τῆς τετραγωνικῆς ρίζας. Τό πρῶτο ψέμα σέ καταντᾶ ὑποχείριό του. Γιά νά τό ὑπερασπίσεις πρέπει νά ἐπινοήσεις καί ἄλλα ψέματα καί οὕτω καθ` ἑξῆς, μέχρι τοῦ σημείου νά ἀντιφάσκεις.

Χρειάζεται δυνατή μνήμη γιά νά θυμᾶται ὁ ψεύτης ἀνά πάσα στιγμή τί ψέμα εἶπε πρό ἡμερῶν γιά νά τό δικαιολογήσει μέ νέα ψέματα.

Ὁ ψεύτης ἐμπλέκεται στά γρανάζια τοῦ ψεύδους, πού κάποτε θά τόν συνθλίψουν. Οἱ ἀνακρινόμενοι στίς δίκες ψευδομάρτυρες ἐπιδεινώνουν τή θέση τους καί κινυνεύουν νά φυλακισθοῦν. Μιά, δυό, στήν τρίτη ἀπόπειρα θά πιαστοῦν. «Ὁ ψεύτης καί ὁ κλέφτης τόν πρῶτο χρόνο χαίρονται», λέει ἡ λαϊκή παροιμία. Ὅταν ρώτησαν τόν Ἀριστοτέλη, τί κερδίζει ὁ ψεύτης μέ τά ψέματα, τούς ἀπάντησε: «Νά μήν γίνεται πιστευτός καί ὅταν ἀκόμη λέει τήν ἀλήθεια». Πολλοί, σάν τόν ψεύτη βοσκό, ζήτησαν βοήθεια στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς τους καί δέν τούς παρεσχέθηκε ἀπό τούς ἄλλους, ἐπειδή τούς εἶχαν ἐξαπατήσει ἤδη μέ τά ψέματά τους πολλές φορές.

Ἡ ψευδολογία εἶναι μία πολλή κακή συνήθεια, πού σιγά σιγά πωρώνει τήν ψυχή. Ὁ Προφήτης Δαβίδ εὔχεται νά ἐξολοθρεύσει ὁ Κύριος τα χείλη τά δόλια καί ἀπατηλά, πού ψευδολογοῦν διαρκῶς, καί τή γλώσσα πού κομπάζει. Νά βουβαθεῖ αὐτός πού λέει ψέματα κατά τοῦ πλησίον του καί νά σταματήσουν νά κινοῦνται καί νά μιλοῦν τά χείλη του (Ψαλμός 11, 4).

 

8. Ἀντίσταση κατά τοῦ ψεύδους

Ὁ χριστιανός γιά λόγους πίστεως, ἀρχῶν καί ἀξιοπρεπείας πρέπει νά ἀντισταθεῖ στά αἴτια τοῦ ψεύδους μέ ὅλη τή δύναμή του. Νά ἀποφεύγει μέ κάθε θυσία τό ψεῦδος καί νά καταπολεμᾶ αὐτό μέ κάθε τρόπο. Νά πετάξει τό ψέμα ἀπό πάνω του ὁριστικά καί ἀμετάκλητα. Νά ὁμιλεῖ στόν πλησίον του τήν ἀλήθεια, διότι ὅλοι εἴμεθα μέλη τοῦ αὐτοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. «Ἀποθέμενοι δέ τό ψεῦδος λαλεῖται τήν ἀλήθειαν ἕκαστος μετά τοῦ πλησίον αὐτοῦ» (Ἐφεσ. 4,25). Παντοῦ καί πάντοτε νά λέει τήν ἀλήθεια καί μόνο τήν ἀλήθεια. Εἶναι προτιμότερο νά σιωπήσει παρά νά πεῖ ψέμα. Ὅσοι διαλέξαμε τόν ὀρθό καί ἀληθινό δρόμο τῆς ζωῆς, τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει ποτέ νά ποῦμε ψέματα οὔτε στά δικαστήρια οὔτε στίς ἄλλες πράξεις μας, διότι ποτέ δέν ἁρμόζει σέ ἐμᾶς. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει γιά τούς χριστιανούς πού διάλεξαν τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, νά μήν λένε ποτέ ψέματα: «Οὔτε ἐν δικαστηρίοις, οὔτε ἐν ταῖς ἄλλαις πράξεσιν ἐπιτήδειο τό ψεῦδος τοῖς τήν ὀρθήν ὁδόν προελομένους τοῦ βίου» (P.G96 στ. 433).

Ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ εἶναι ξεκάθαρη, χωρίς ἑξαιρέσεις περιπτώσεων: «Οὗ ψευδομαρτυρήσης κατά τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ» (Ἔξοδος 20,16). Ἡ Καινή Διαθήκη συμπληρώνει τήν Παλαιά προτρέποντας: «Μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους» (Κόλ. 3, 9).

Δέ δικαιολογοῦνται τά ψέματα τοῦ ἐφήμερου ἐπίγειου συμφέροντος, ἄλλ’ οὔτε καί τῆς ἄμυνας, ἐφόσον ἔχουμε βοηθό καί προστάτη τόν Θεό.

Ἀπαιτεῖται ἐντατική προσοχή στά λόγιά μας καί μακροχρόνιος ἀγώνας γιά νά μιλοῦμε σωστά, συνετά καί χαριτωμένα. «Ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἄν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ὑμᾶς ἐνί ἐκάστω ἀποκρίνεσθαι», λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος (Κολασ. 4,6). Μακρυά ἀπό σαπρολογίες, κοτσομπολιά καί εἰρωνεῖες πού θίγουν καί πληγώνουν τούς συνανθρώπους μας.

Νά ἀποφεύγουμε μέ κάθε τρόπο τίς ἀνακρίβειες, διότι εἶναι μισό ψέμα. Μετά ἀπό λίγο θά συνηθίσουμε νά τό λέμε ὁλόκληρο. Ὁ μάρτυς Ἰουστίνος θεωρεῖ ἔνοχο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνον πού ξέρει καί μπορεῖ νά πεῖ τήν ἀλήθεια, ἀλλά τήν ἀποσιωπᾶ. «Πᾶς δυνάμενος λέγειν τήν ἀλήθειαν καί μή λέγων κριθήσεται ὑπό τοῦ Θεοῦ» (P.G.95, στ. 1205).

Κατά τόν Εὐάγριο τόν Ποντικό, ὁ ψεύτης μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού θάβει τό χρυσό, διότι τό «σιγᾶν τήν ἀλήθειαν χρυσόν ἐστι θάπτειν».

Ὁ λαός λέει ὅτι κάθε φορᾶ πού πρόκειται νά διατυπώσουμε μία σκέψη, πρέπει νά βουτᾶμε πρῶτα τή γλώσσα μας στό μυαλό μας. Πρῶτα νά σκεφτόμαστε τί θά ποῦμε καί μετά νά ἐκφραζόμαστε. «Μή προτρεχέτω ἡ γλώττα τῆς διανοίας», ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας. Ὅσο λιγότερα λόγια λέμε, τόσο συνετότερα καί καλύτερα θά εἶναι. «Οὐκ ἐν τῷ πολλῶ τό εὖ, ἀλλά ἐν τῷ εὖ τῷ πολλῶ».

Νά εἶναι σωστά καί ζυγισμένα τά λόγιά μας, χωρίς φλυαρίες καί ἄσκοπους πλατυασμούς. Ὅταν λέμε πολλά ξεφεύγουμε ἀπό τήν ἀλήθεια. Τά πολλά λόγια εἶναι φτώχια λέει ὁ λαός. Λίγα καί σωστά. Ἀπό τήν πολυλογία δέ θά ξεφύγεις τήν ἁμαρτίαν, ἐνῶ ἄν προσέχεις τά χείλη σου θά φανεῖς συνετός καί φρόνιμος στό περιβάλλον σου: «ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξει ἁμαρτίαν,φειδόμενος δέ χειλέων νοήμων ἔση» (Παροιμ. 10,19).

Τά λόγια τῆς ἀλήθειας εἶναι μετρημένα καί συγκεκριμένα, τά πλεονάζοντα εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Πολλές φορές διατυπώνεται ἡ ἀλήθεια στίς ἐρωτήσεις τῶν ἄλλων μέ ἕνα ναί ἤ μέ ἕνα ὄχι. Ἡ γλώσσα τῶν φρονίμων καί δικαίων εἶναι καθαρή σάν τόν ἄργυρον πού καθαρίστηκε στό καμίνι τοῦ πυρός, καί τά χείλη τῶν δικαίων εἶναι γιά ψηλά, σοφά νοήματα, συνεχίζει ὁ Παροιμιαστής (10, 20-21).

Ὁ ἀρχαῖος Σοφοκλῆς στό 526 ἀπόσπασμα Νάουκ λέει: «Θάρσει λέγων τ' ἀληθές οὐ σφαλεῖ ποτέ». Ἔχε θάρρος, ὅταν λές τήν ἀλήθεια, δέν θά κάνεις ποτέ λάθος.

Προϋπόθεση τῆς διατύπωσης τῆς καθαρῆς ἀλήθειας εἶναι ἡ ἠρεμία τῆς ψυχῆς τοῦ ὁμιλοῦντος, χωρίς ἐκνευρισμούς καί διαταραχές ἀπό τά διάφορα πάθη. Δυσάρεστα συναισθήματα, ὅπως φόβος, κακίες ζήλεια, καχυποψία, φθόνος, μίσος, πλεονεξία κ.λπ. καταβάλλουν τό σθένος τῆς ψυχῆς γιά νά πεῖ τήν ἀλήθεια.

 

9. Τά κατά συνθήκην ψεύδη

Τό ψέμα ἀπαγορεύεται ἀπό τόν Θεό ρητῶς. Μερικοί φιλόσοφοι καί ἠθικολόγοι, πάντως, παρότι καταδικάζουν καταρχήν ὁμόφωνά το δόλιο ψεῦδος, ἐν τούτοις, κάτ΄ ἐξαίρεση, γιά λόγους ἀνάγκης, ἐπινόησαν τά λεγόμενα κατά συνθήκη ψεύδη.

Ὑποστηρίζουν ὅτι δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά λέμε τήν πλήρη ἀλήθεια σέ ἀγνώστους ἀνθρώπους, πού ζητοῦν πληροφορίες γιά τήν προσωπική μας ζωή, χωρίς νά ξέρουμε τό σκοπό τους. Ὑπάρχουν προσωπικά μας μυστικά πού δικαιούμεθα νά τά φυλάξουμε ἔφ ὄρου ζωῆς παίρνοντας τήν ἀλήθεια στό τάφο μας.

Ὁ αἰχμάλωτος πολέμου δέν πρέπει νά ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια γιά τίς δυνάμεις καί τά σχέδια τοῦ στρατοῦ τῆς πατρίδος του στόν ἐχθρό, ἀλλά νά τόν παραπλανᾶ μέ τά ψέματα.

Σέ ἀσθενεῖς βαρειᾶς μορφῆς ἀποκρύπτουμε τήν ἀλήθεια γιά νά μήν ἐπιδεινωθεῖ ἡ καταστασή τους. Ἐπιδιώκουμε μέ πλάγιους τρόπους, ἀκόμη καί μέ ψέματα, νά τούς παρηγορήσουμε καί νά τούς γλυκάνουμε τό πόνο τους. Ἡ ἄποψη αὐτή στηρίχθηκε στό Σωκράτη (Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα Δ΄14), στόν Πλάτωνα (Νόμοι 416 D) καί σέ ἄλλους.

Ὁ Πλάτων συνιστᾶ νά ἀποσιωπᾶς τήν ἀλήθεια ἤ νά ἐπινοεῖς κάποιο ἀθῶο ψέμα γιά νά γλυκάνεις τόν πόνο, νά παρηγορήσεις καί νά σώσεις ἀπό τήν ἀπόγνωση ἕναν ἄνθρωπο.

Γιά τήν ἀναγκαιότητά του κατά συνθήκην ψεύδους ἐπικαλοῦνται παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, π.χ. ὁ Ἀβραάμ, γιά νά μήν τόν φονεύσουν οἱ Αἰγύπτιοι καί τοῦ ἁρπάξουν τήν γυναίκα τοῦ Σάρα, δυό φορές τήν παροουσίασε στό Φαραώ ὡς ἀδελφή του (Γέν 12, 12-13).

Οἱ μαῖες τῆς Αἰγύπτου, γιά νά μή φονεύσουν τά νεογέννητα ἄρρενά των Ἑβραίων, εἶπαν ψέματα στό Φαραώ (Ἔξοδος 2,19).

Ἡ Ραάβ, μέ ψέματα πρός στούς φρουρούς τῆς Ἱεριχούς, ἔσωσε ἀπό τό θάνατο τούς φιλοξενουμένους στό σπίτι της κατασκόπους τῶν Ἑβραίων (Ἰ. τοῦ Ναυῆ 2,4).

Ἐπηρεασμένοι ἀπό τά ἀνωτέρω παραδείγματα μερικοί συγγραφεῖς καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ ὁ Ὠριγένης, ὁ Ἰλάριος Κασιανός καί ἄλλοι, θεώρησαν ὡς θεμιτό το ψέμα, ὅταν θέλουμε νά προστατεύσουμε τήν τιμή καί τήν ἀπειλουμένη ζωή μας.

Νομίζω ὅτι στίς ἰδιάζουσες αὐτές περιπτώσεις, ὅπου ὑπάρχει σύγκρουση καθηκόντων, πρέπει νά προσευχόμαστε θερμά γιά νά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός τί νά κάνουμε. Σκεπτόμενοι τή φράση τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων «δυοίν κακῶν το μή χεῖρον βέλτιστον», νά ἀναλογιζόμαστε ποῖο ἀπό τά δυό κακά εἶναι λιγότερο κακό καί, κατ’ ἐπέκταση, προτιμότερο νά ἐφαρμόσουμε. Σέ περίπτωση ἐπιλογῆς παράβασης τῶν ἐντολῶν, μεταξύ φόνου καί ψεύδους, θά προτιμήσουμε τό ψεῦδος, πού μποροῦμε νά τό διορθώσουμε μεταγενέστερα, παρά τό φόνο πού θά εἶναι ἀδιόρθωτος. Ὁ Ἐπίσκοπος Αἰγίνης Ἅγιος Διονύσιος, π.χ., βρῆκε ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι τῆς Ἀναφωνήτριας Θεοτόκου ἕναν ἄνθρωπο τρομαγμένο σάν ἀγρίμι. Τόν φιλοξένησε καί ἔμαθε ὅτι αὐτός σκότωσε τόν ἀδελφό του Κωνσταντῖνο. Ὅταν κατέφθασαν οἱ ἄλλοι συγγενεῖς του φονευθέντος, ψάχνοντας νά βροῦν τόν φονιά γιά νά τόν σκοτώσουν, βρέθηκε πρό διλήμματος μεταξύ ψέματος καί φόνου. Γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ φόνος αὐτοῦ πού εἶχε σκοτώσει τόν ἀδερφό του, προτίμησε νά τούς πεῖ ψέματα, ὅτι δέν γνώριζε δηλαδή πού βρισκόταν. Ὅταν ἀναχώρησαν οἱ συγγενεῖς του, πληροφόρησε τό φιλοξενούμενο ποιός τόν φιλοξενεῖ. Τόν ἐφοδίασε μέ τρόφιμα καί τόν κατευόδωσε. Τό ψέμα ἀπαγορεύεται ρητῶς ἀπό τόν Θεό ἀλλά τό προτίμησε γιά νά σώσει τή ζωή τοῦ φονιά τοῦ ἀδελφοῦ του (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Β΄ σελ. 346).

Σέ περίπτωση παραβάσεως, λόγω συγκρούσεως καθηκόντων, πρέπει νά τό ἀναφέρουμε στόν πνευματικό μας.

Ἄν ἀνοίξουμε παραθυράκια παραβάσεως κάθε ἐντολῆς, οὐέ καί ἀλοίμονο σέ ἐμᾶς καί στήν κοινωνία. Ο Μ. Βασίλειος, ὅταν ἐρωτήθηκε: «Εἰ χρή οἰκονομία δῆθεν χρησίμου τινός ψεύδεσθαι;», ἀπάντησε: «Ἡ ἀπόφασις τοῦ Κυρίου τοῦτο οὗ συγχωρεῖ, ἅπαξ εἰπόντος τίς τό ψεῦδος ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστι, διαφοράν δέ ψεύδους οὐδεμίαν ἐμφήναντος. Καί Ἀπόστολος δέ μαρτυρεῖ γράψας. ‘Κάν ἀθλῆ τίς οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήση’.» (Μ. Βασιλείου,΄Ὀροί κάτ’ ἐπιττομήν, Ε.Π.Ε. 9, 104 καί Μιγνι 31 1136 ΣΔ).

Δικαιολογοῦνται μερικοί ὅτι ἀπό καλή πρόθεση λένε ψέματα, κατ’ οἰκονομία. Ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ εἶναι ρητή, δέν ἀφήνει καμιά ἐκδοχή νά λέμε ψέματα, διότι τό ψέμα προέρχεται ἀπό τό διάβολο.

Οἱ χριστιανοί τῆς ἐποχῆς τῶν διωγμῶν δέν ἀμύνθηκαν μέ τό ψέμα γιά νά σώσουν τά συμφέροντα καί τή ζωή τους. Μποροῦσαν στά ψέματα νά ἀρνηθοῦν τό Χριστό καί προσποιούμενοι τόν εἰδωλολάτρη γιά λίγη ὥρα νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, πρός τό θεαθῆναι στούς δικαστές. Οἱ ἴδιοι οἱ δικαστές τούς πρότειναν νά ποῦν ψέματα προσωρινά γιά τούς ἀπαλλάξουν ἀπό τή θανατική ποινή. Κι ὅμως δέν εἶπαν ψέματα. Προτίμησαν νά πεθάνουν γιά τήν πίστη τους στό Χριστό, παρά νά ὑποκριθοῦν καί νά ποῦν ψέματα στούς δικαστές.

΄Ὅταν γιά τό μεγαλύτερο ἐπίγειο ἀγαθό, γιά τή ζωή τους, δέν εἶπαν ψέματα, ἀναλογισθεῖτε πόσο ἀξιοκατάκριτοι εἶναι ὅσοι προφασίζονται γιά τά ψέματα πού λένε σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη περίπτωση. Μέ αὐτήν τήν ἄποψη τάχθηκαν ὁ ἱερός Αὐγουστίνος, ὁ Φιχτε καί ὁ καρδινάλιος Νιούμαν. Ὁ τελευταῖος λέει: «εἶναι προτιμότερο νά καταστραφεῖ ὁλόκληρό το σύμπαν, παρά νά πῶ σκόπιμο ψέμα, ἔστω καί ἄν δέν πάθει κανείς κανένα κακό ἀπ’ αὐτό».

 

II.      ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ

1. Ἡ συνήθεια τῆς καταλαλιᾶς

Προετοιμαζόμαστε τακτικά γιά ἐξομολόγηση καί κάνουμε αὐτοσυγκέντρωση γιά νά ἐντοπίσουμε τίς ἁμαρτίες στίς ὁποῖες ὑποπέσαμε ἑκούσια, ἀκούσια, ἐν γνώσει, ἐν ἀγνοία, ἐν λόγω, ἐν ἔργω ἤ ἐν διανοία. Πολλά θά τά ἀνακαλύψουμε ἀμέσως, ἀλλά ἕνα ἁμάρτημα, τό ὁποῖο μάλιστα διαπράτουμε συχνότατα, δέν τό θυμόμαστε γιά νά τό ἐξομολογηθοῦμε: Πρόκειται γιά τό ἁμάρτημα τῆς καταλαλιᾶς, στό ὁποῖο ὑποπίπτουμε, ὅταν πολύ εὔκολα ἀσχολούμεθα καί σχολιάζουμε τίς συμπεριφορές καί τίς πράξεις τῶν ἄλλων, χωρίς νά ἀσχολούμεθα καί νά σχολιάζουμε μέ τόν ἴδιο τρόπο τίς δικές μας συμπεριφορές καί πράξεις.

Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος (3,2) λέει: «Πολλά γάρ πταίομεν ἅπαντες, εἰ τίς ἐν λόγω οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατός χαλιναγωγῆσαι ὅλον το σῶμα».

Μᾶς τρικλοποδιάζει ὁ διάβολος νά προσέχουμε τίς κακές πράξεις καί ἐνέργειες τῶν ἄλλων γιά νά νομίζουμε, ὅπως ὁ Φαρισαῖος, ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε καλύτεροι ἀπ’ αὐτούς. Καταλαμβανόμαστε ἀπό ὑπερηφάνεια καί ἐγωισμό γιά τήν ἐπιφανειακή μας θρησκευτικότητα καί τήρηση μερικῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Γινόμαστε αὐστηροί κριτές, ἐπικριτές καί ἀμείλικτοι σκληροί δικαστές ὅλων των ἄλλων, καταλαλοῦντες καί κατακρίνοντες αὐτούς, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή ἀφήνουμε χωρίς κανένα ἔλεγχο τόν ἑαυτό μας.

Ὁ ἴδιος ἀπόστολος λέει: «Εἰ τίς δοκεῖ εἶναι θρῆσκος ἐν ὑμίν μή χαλιναγωγῶν γλώσσαν αὐτοῦ, ἀλλά ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία» (1, 26). Ἔχουμε δοκάρια ὁλόκληρα ἁμαρτίες μέσα στή ψυχή μας, καί ὅμως ἐπιδιώκουμε νά βγάλουμε στή δημοσιότητα μέ τά κοτσομπουλιά μας τίς μικρές ἀγγιδοῦλες, δηλαδή τά μικρότερα ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Γινόμαστε ὕπουλοι, ὑποκριτές.

Σύμφωνα με τό Μέγα Βασίλειο: «Καταλαλιά ἐστι τό κατά ἀποντος ἀδελφοῦ λαλεῖν ἐπί σκοπῶ τοῦ διαβαλεῖν, εἰ καί ἀληθές ἐστι τό λεγόμενον» (MG96, στ. 72). Καταλαλιά εἶναι δηλαδή τό νά μιλοῦμε ἐναντίον ἀποντος συνανθρώπου μας μέ σκοπό νά τόν διαβάλουμε, ἔστω καί ἄν αὐτά τά ὁποῖα λέμε εἶναι ἀλήθεια.

 

2. Τά κίνητρα τῆς καταλαλιᾶς

΄Ὅταν κακολογεῖ κάποιος τούς ἄλλους, σημαίνει ὅτι ἔχει μέσα του φθόνο, μίσος καί μνησικακία. Ἔχει σοβαρή ψυχική ἀρρώστια πού τοῦ κατάστρεψε τήν ἀγάπη. Ἀδελφέ μου, ἀπό τήν ἔχθρα σου «τό στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν καί ἡ γλώσσα σου περιέπλεκε δολιότητα καθήμενος κατά τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις. Ὁ λάρυγγάς σου μοιάζει μέ ἄνοιγμενο τάφο ἀπό τόν ὁποῖο ἐξέρχονται δυσωδίες καί ἡ γλώσσα σου χύνει φαρμάκι δολιότητας», λέει ὁ προφήτης Δαβίδ (Ψάλμ. 49, 19-20. 5, 10).

Ἀπό κόμπλεξ τό κάνεις αὐτό, διότι ἄν δέν εἶχες ἐλαττώματα, δέν θά σού ἔκανε τόση εὐχαρίστηση νά παρατηρεῖς καί νά σχολιάζεις δυσμενέστατα τα ἐλαττώματα τῶν ἄλλων. Μέ αὐτό πού κάνεις ἐξοργίζεις τόν Θεό, στενοχωρεῖς τόν πλησίον σου καί κάνεις τόν ἑαυτό σου ὑπεύθυνο γιά τήν κόλαση, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (Ἑβραίους ὁμιλ. ΚΑ΄4 Ε.Π.Ε. 25,110). Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος συνιστᾶ: «Μή καταλαλεῖται ἀλλήλων ἀδελφοί» (Ἰακώβ. 4,11).

Ἀσχολούμεθα μέ τίς κακές πράξεις τῶν ἄλλων καί ἀφήνουμε ἀνέλεγκτο τόν ἑαυτό μας. Δέν ἀσχολούμεθα μέ τίς δικές μας ἁμαρτίες ὅσο πρέπει. Ο Ἱερός Χρυσόστομος διαπιστώνει ὅτι ἡ ἀμέλεια τῆς ἔρευνας τοῦ ἐαυτοῦ μας προέρχεται ἀπό τό ὅτι πολυπραγμονοῦμε καί περιεργαζόμαστε τά ἀλλότρια. Στόν ἄνθρωπο, πού ἐξετάζει μέ λεπτομέρεια τή ζωή τῶν ἄλλων καί τούς κατηγορεῖ, δέν μένει καιρός νά φροντίσει γιά τή δική του ζωή. Ἐξαντλεῖ τό ἐνδιαφέρον του στίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων καί παραμελεῖ νά ἐρευνήσει τά προσωπικά του θέματα καί ἁμαρτήματα. «Οὐδαμόθεν γάρ ἑτέρωθεν ἠμέληται τά ἡμέτερα, ἄλλ’ ἤ ἐκ τοῦ τά ἀλλότρια πολυπραγμονεῖν καί περιεργάζεσθαι. Οὐ γάρ ἐστιν ἄνθρωπον κατηγοροῦντα καί τούς ἄλλους πολυπραγμονοῦντα βίους τῆς ἰδίας ἐπιμεληθεῖναι ζωῆς.» (Ε.Π.Ε. 32, σελ. 40).

Εἶναι ντροπή νά ἀσχολούμεθα μέ τίς πράξεις τῶν ἄλλων, ὅπως εἶναι ντροπή καί μικροπρέπεια γιά μιά γυναίκα νά διέρχεται ἔξω ἀπό ἕνα ξένο σπίτι καί νά σκύβει στό παράθυρο γιά νά δεῖ ἐσωτερικά κατά πόσον αὐτό εἶναι καθαρό, ὥστε νά κουτσομπολέψει στή συνέχεια τή νοικοκυρά. Χειρότερο εἶναι γιά ἕνα χριστιανό νά ἐξετάζει τή ζωή τῶν ἄλλων μέ λεπτομέρεια γιά νά τή σχολιάσει.

 

3. Οἱ συνέπειες τῆς καταλαλιᾶς

Οἱ καταλαλοῦντες καταλαβαίνουν ὅτι κάνουν κακό σέ βάρος τῶν ἄλλων καί γι’ αὐτό παρακαλοῦν καί ὁρκίζουν τούς ἀκροατές τους νά μήν τό μεταδώσουν σέ ἄλλους. Ἔφ’ ὅσον εἶναι ἀπαγορευμένο μεταδόσεως, γιατί τό μετάδωσες μέ τήν καταλαλιά σου; Τί σέ παρακίνησε καί τό ἀνακοίνωσες; Ἡ συνήθειά σου, ἡ ἐπιπολαιότητά σου ἤ ἡ κατά βάθος κακία σου; Ἄν σιωποῦσες θά ἤσουν ἀσφαλής, ἐνῶ τώρα φοβᾶσαι ὅτι θά φτάσει στά αὐτιά αὐτοῦ πού κατηγόρησες.

Κάθε καταλαλιά πού κάνουμε, νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θά διαδοθεῖ. Μοιάζει σάν μιά πέτρα πού τή ρίχνεις στά ἤρεμα νερά μιᾶς λίμνης καί τά ταράζει. Δημιουργεῖ κύματα τά ὁποῖα ἐπεκτείνονται σιγά σιγά στή λίμνη καί δέν ξέρει κανείς μέχρι πιό σημεῖο θά φθάσουν. Τά λόγια μοιάζουν σάν τά πουλιά πού δέν μπορεῖς νά τά πιάσεις ἅμα σου ξεφύγουν. Μία λέξη ἄν πεῖς σέ βάρος τοῦ πλησίον σου καί φύγει ἀπό σένα δέν ξαναπιάνεται, λέει ὁ Ὀράτιος. Ὁ κακός λόγος ἀπό τό στόμα ἕνος, μπορεῖ νά φτάσει σέ χίλια αὐτιά. Μιά ἀγγλική παροιμία λέει: Μιά λέξη πού τήν εἴπαμε μιά φορά, πετάει παντοῦ.

Μιά εὐσεβής γυναίκα εἶχε τό ἐλάττωμα νά μεταδίδει ὅ,τι κακό ἄκουε ἀπό τούς ἄλλους. Τό ἀνέφερε στό πνευματικό της καί ἐκεῖνος τῆς συνέστησε νά διακόψει τήν κακή αὐτή συνήθεια. Δυστυχῶς δέν τό κατόρθωσε καί τό ἐπανέλαβε πολλές φορές. Γιά νά συνειδητοποιήσει τό ἀδιόρθωτο κακό πού κάνει μέ τή καταλαλιά της, ο πνευματικό της τῆς ἔβαλε τό ἑξῆς παράξενο ἐπιτίμιο: Τῆς ἔδωσε ἐντολή νά ἀγοράσει μιά κότα ζωντανή ἀπό τήν ἀγορά. Νά ζητήσει να τή σφάξουν ἐκεῖ καί γυρνώντας στό ἐξομολογητήριο νά τήν ξεπουπουλιάσει κάθ ὁδόν ρίχνοντας τά πούπουλα στό δρόμο. Αὐτή εὐχαρίστως ἐκτέλεσε τό ἐπιτίμιο καί γύρισε χαρούμενη. Ὁ πνευματικός τῆς ἀνέθεσε νά γυρίσει πίσω ἀμέσως γιά νά μαζέψει τά φτερά πού σκόρπισε στό δρόμο. «Εἶναι ἀδύνατο, πάτερ, νά γίνει αὐτό, διότι ὁ ἀέρας τά παρέσυρε μακρυά σέ ἄγνωστα μέρη». «Αὐτό θέλω νά καταλάβεις κόρη μου, ὅτι εἶναι ὁμοίως ἀδύνατο νά μαζέψεις τά λόγια πού σκόρπισες σέ βάρος τῶν ἄλλων. Εἶναι πολύ εὔκολο νά μεταδοθοῦν οἱ κατηγορίες πού εἶπες σέ ἑκατοντάδες ἀνθρώπους».

Ἡ καταλαλιά καί ἡ κατάκριση εἶναι οἱ πιό εὔκολες ἁμαρτίες, εὐκολότερες ἀπό τήν κλοπή καί τό φόνο. Πραγματοποιοῦνται ταχέως, χωρίς πολύ σκέψη, χρόνο, ἔξοδα, φροντίδα καί κοπιαστική ἐργασία. Ἀρκεῖ νά ἀνοίξεις τό στόμα σου.

«Ἐπεῖ οὔν καί ὀξύρροπον τό κακόν, καί εὐπερίστατος ἡ ἁμαρτία, καί χαλεπή ἡ κόλασις καί ἡ τιμωρία, καί κέρδος οὐδέν» (Χρυσοστόμου Περί ἀσαφείας προφητειῶν, ὁμιλ. Β παρ. 9 Ε.Π.Ε. 1, 374-384). Ὅποιος κακολογεῖ τούς ἄλλους δέν διαφέρει πολύ ἀπό ἕνα κακοποιό.

Ὅταν μᾶς καταλαλοῦν γιά πράξεις πού κάναμε πρέπει νά τό δεχθοῦμε μέ ἐπιείκεια, χωρίς νά βρίσουμε τόν καταλαλήσαντά μας. Νά ἀναγνωρίσουμε τό παράπτωμά μας γιά νά τό διορθώσουμε. Μπορεῖ ἐκεῖνος νά ἐνήργησε ἀπό ἔχθρα, ἀλλά ἐμεῖς νά τοῦ ἀποδείξουμε ὅτι ἀντί γιά κακό μας ἔκανε καλό. Νά τόν πείσουμε ὅτι ἐπωφελήθηκαμε καί ἀπό τήν ἔχθρα του ἀκόμη καί διορθωθήκαμε.

Ὁ Φαρισαῖος κατηγόρησε τόν Τελώνη στήν προσευχή του ὡς ἅρπαγα, ἄδικο και μοιχό (Λουκ.18,11), μέ ἀποτέλεσμα νά δεχθεῖ ἐκεῖνος ταπεινόφρονα τήν κατηγορία καί νά συγχωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἐχθρός του, ὁ Φαρισαῖος, χωρίς νά τό θέλει ἔγινε εὐεργέτης του. Ὅ,τι καλό δέν τοῦ ἔκαναν οἱ φίλοι του, τό ἔκανε ὁ ἐχθρός του (Χρυσοστ., ὁμιλ. στό Δαβίδ καί Σαούλ, παρ. 4 Ε.Π.Ε. 7, 626-628).

 

III.    ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ

1. "Μή κρίνετε ἴνα μή κριθῆτε"

Ἀδελφή της καταλιᾶς εἶναι ἡ κατάκριση. Σχολιάζουμε ὕπουλα καί μέ κακή πρόθεση τά σφάλματα, τίς παραβάσεις καί τίς παραλείψεις τοῦ ἀπουσιάζοντος συνανθρώπου μας γιά νά δημιουργήσουμε κακή ἐντύπωση γι’ αὐτόν στούς ἄλλους. Τούτο είναι, πρώτον, ἔνδειξη ἔλλειψης ἀγάπης καί ἐνδιαφέροντος γιά τό καλό καί τή διόρθωση τοῦ πλησίον μας, καί, δεύτερον, σφετερισμός τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὁ ἀναμφισβήτητος κριτής τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Κύριος εἶπε: «Μή κρίνετε ἴνα μή κριθῆτε, ἐν ὤ γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καί ἐν ὤ μέτρω μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμίν» (Ματθ. 7, 1-2). Μέ τό κριτήριο πού θά κρίνουμε θά κριθοῦμε, καί μέ τό μέτρο πού θά μετρήσουμε τούς ἄλλους θά μετρηθοῦμε. Εἶναι καθαρή ὑποκρισία ἡ κρίση τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἄλλων. Μπορεῖ ἐμεῖς νά διαπράττουμε μεγαλύτερες ἁμαρτίες. Πῶς θά διορθώσουμε τόν ἄλλον μέ τήν κατάκρισή μας ἄν δέν διορθώσουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας;

Μιά μοναχή, ὡς ἠγουμμένη σ’ ἕνα μοναστήρι, ἐπιθυμοῦσε νά τό ἀναγεννήσει καί νά τό προαγάγει πνευματικά. Παραπονιόταν ὅμως στόν πνευματικό της ὅτι οἱ ἄλλες τέσσερες μοναχές ἦταν ἐπαναστικές καί ἀπεῖθαρχες στήν προσπάθειά της. Ὁ πνευματικός της συνέστησε νά ἀναγεννήσει πρῶτα τόν ἑαυτό της, νά τελειοποιηθεῖ καί νά γίνει ὑπόδειγμα στίς ἄλλες. Δέν θά μποροῦσε νά διορθώσει τίς ἄλλες ἄν δέν διόρθωνε πρῶτα τόν ἑαυτό της. Αὕτη ἡ συμβουλή ἰσχύει γιά ὅλους.

Ὁ Κύριος παρομοιάζει τόν κατακρίνοντα μέ παράλογο καί ἀναίσθητο ἄνθρωπο πού ἐπιδιώκει νά βγάλει ἕνα μικρό σκουπιδάκι (μικρό ἁμάρτημα) ἀπό τό μάτι (τή ψυχή) τοῦ ἄλλου, ἐνῶ μέσα στό μάτι τοῦ ὑπάρχει ὁλόκληρο δοκάρι (θανάσιμο ἁμάρτημα) καί δέν τό νοιώθει. «Ὑποκριτά ἔκβαλε πρώτον τήν δοκόν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καί τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τό κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου». Καθάρισε ἄνθρωπέ μου πρῶτα τήν ψυχή σου ἀπό τίς μεγάλες ἁμαρτίες γιά νά μπορέσεις μετά νά καθαρίσεις καί τήν ψυχή τοῦ ἄλλου ἀπό τά μικρά πλημμελήματα. Ὅπως κρίνουμε, μετροῦμε, κατάδικαζουμε ἤ συγχωροῦμε τούς ἄλλους, μέ τόν ἴδιο τρόπο θά κριθοῦμε, θά μετρηθοῦμε, θά καταδικασθοῦμε ἤ θά συγχωρηθοῦμε ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός θά μᾶς μετρήσει μέ τό μέτρο πού μετροῦμε τούς ἄλλους (Λουκ. 6, 37-38).

Σ’ ἕνα μοναστήρι ψυχοραγοῦσε ἕνας μοναχός ἤρεμος, γαλήνιος καί εἰρηνικός, ἐνῶ δέν ἐφάρμοσε μέ ἀκρίβεια στή μοναχική του ζωή ὅλο το κανονισμό τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ ἡγούμενος τόν ρώτησε, ἄν τόν τρομάζει ἡ μέλλουσα κρίση τοῦ Θεοῦ, καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Ὄχι δέν μέ τρομάζει, διότι, μπορεῖ νά μήν τήρησα ἀκριβῶς τό κανονισμό τοῦ μοναστηριοῦ, ἀλλά τήρησα ἀκριβῶς τήν προσταγή τοῦ Κυρίου: ‘Μή κρίνετε ἴνα μή κριθῆτε’. Ποτέ μου δέν κακολόγησα καί δέν κατέκρινα τούς ἄλλους. Ἑπομένως καί ὁ Θεός δέ θά μέ κρίνει γιά τίς παραλείψεις μου.»

Ἀναπολόγητος εἶναι κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο κάθε ἄνθρωπος πού κατακρίνει τόν ἄλλον καί ὄχι τόν ἑαυτό του (Ρωμ. 2,1). Ποιός εἶσαι σύ πού κρίνεις ἕναν ξένο ὑπηρέτη, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στόν Θεό; Τό ἐάν θά σταθεῖ ἤ θά πέσει, ὁ Θεός πού μπορεῖ νά τόν στηρίξει στήν πίστη, μπορεῖ καί νά τόν κρίνει (Ρωμ. 14, 4). Σφετερίζεσαι τό ἀπόλυτο δικαίωμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μοναδικοῦ κριτοῦ τῆς μελλούσης κρίσεως; Γιατί αὐτοανακηρύχθηκες ὡς κριτής τῶν ἀδελφῶν σου; Σύ εἶσαι ἄψογος, ἄσπιλος, ἀμόλυντος, ἀκιλίδωτος ἀπό τήν ἁμαρτία; Δέ διαπίστωσες ὅτι εἴμαστε ὅλοι του ἰδίου φυράματος, ἀπό τήν ἴδια πάστα, μέ τά ἴδια πάθη καί ἐλαττώματα, μέ τούς ἴδιους πειρασμούς, κατά πάντα ὁμοιοπαθεῖς;

Μόνον ὁ «ἐτάζων νεφρούς καί καρδίας» παντογνώστης Θεός γνωρίζει τά κρυπτά των καρδιῶν μας καί ζυγίζει ἀκριβοδίκαια τίς προθέσεις καί τίς συνθῆκες πού διαπράχθηκε κάθε ἁμαρτία μας. «Μή γίνου ἀλοτρίων πταισμάτων δικαστῆς, ἔχουσι γάρ κριτήν δίκαιον, ὅς ἀποδώσει ἐκάστω κατά τά ἔργα αὐτοῦ. Σύ τόν σόν κράτει καί κοῦφον ποίει, ὅση σοί δύναμις, τό σεαυτού φορτίον. Ὁ γάρ βαρύνων τόν φόρτον αὐτοῦ, αὐτός καί βαστάσει αὐτό», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος (Λόγος Ἀσκητικός, Ε.Π.Ε. 8,106, Μιγνι 31,636Β).

Μήν γίνεσαι ἄδικος κριτής τῶν ἄλλων, ἐνθυμήσου μέ ταπείνωση λεπτομερῶς ὅλο το παρελθόν σου, ὅλες σου τίς ἁμαρτίες καί θά διαπιστώσεις ὅτι εἶσαι χειρότερος ἀπ’ αὐτοὺς πού κατακρίνεις. Σύγκρινε τούς πολλούς σημερινούς πειραμούς τῶν νέων ἀπό τήν τηλεόραση καί τήν κοινωνία μέ τούς νεανικούς σου πειρασμούς καί θά κρίνεις ἐπιεικέστερα τούς σημερινούς νέους. Ἐμεῖς συνεχῶς τούς κατακρίνουμε. Ἀναλογιζόμαστε τί θά εἴμασταν ἐμεῖς ἄν ζούσαμε ὡς νέοι στίς σημερινές προκλητικές συνθῆκες τῆς ἁμαρτίας;

Ἡ γλώσσα στήν καταλαλιά, τήν κατάκριση καί στήν συκοφαντία γίνεται ἀκονισμένο δίκοπο μαχαίρι, μέ τό ὁποῖο τραυματίζουμε ἤ μᾶλλον ξεσχίζουμε τήν τιμή καί τήν ὑπόληψη τοῦ πλησίον μας. Τή δική μας σαπίλα πρέπει νά κόψουμε καί νά καθαρίσουμε.

Οἱ ἐνάρετοι ποτέ δέν κακολογοῦν τούς ἄλλους, ἀλλά τόν ἑαυτό τους μόνο. Ὁ Δαβίδ κατηγορεῖ πολλές φορές τόν ἑαυτό του ὡς ἁμαρτωλό, λέγοντας: «αἵ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τήν κεφαλήν μου, ὡσεί φορτίον βαρύ ἐβαρύνθησαν επ’ ἐμέ» (Ψαλμός 37, 5). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του ὡς βλάσφημο, ὑβριστῆ καί διώκτη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἔκτρωμα, ὡς εσχατό των Ἀποστόλων (Α΄ Τιμοθ. 1,12-15), ὡς πρῶτο μεταξύ των ἁμαρτωλῶν, καί ὡς ἀνίκανο νά ὀνομάζεται Ἀπόστολος, γιατί καταδίωξε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (Α΄ Κορινθ. 15, 9). Συνιστᾶ νά ἀποφεύγουμε τίς κατακρίσεις γιά τούς ἄλλους, διότι ἕνας καί μόνο εἶναι ὁ κριτής τῆς μέλλουσας κρίσης, ὁ Χριστός. Εἶναι ὁ αἰώνιος μοναδικός κριτής πού γνωρίζει τά ἀπόρρητά της κάθε ψυχῆς.

Δυστυχῶς ξεχνᾶμε τίς πολλές μας ἁμαρτίες καί ἀσχολούμεθα μέ τά μικροσφάλματα τῶν ἄλλων. Ἄν θυμόμασταν καθημερινά τίς ἁμαρτίες μας καί κατακρίναμε τόν ἑαυτό μας γι’ αὐτές, θά μετανοούσαμε. Ὁ κακολογῶν τους ἄλλους ἐξοργίζει τόν Θεό, ἐνῶ ὁ κατηγορῶν τόν ἑαυτό του γιά τίς πολλές του ἁμαρτίες μετανοεῖ καί συμφιλιώνεται μέ τόν Θεό. «Ἐάν ἄλλου κατήγορος γένη ἐκολάσθης, ἐάν ἐαυτοῦ, ἐστεφανώθης».

Κάποιος πατέρας ἔβαλε τά τέσσερα παιδιά του νά κοιμηθοῦν καί μετά ἀπό δύο ὧρες πῆγε νά τά δεῖ. Βρῆκε τά τρία νά κοιμοῦνται σάν ἀγγελάκια καί τό ἕνα νά εἶναι ξύπνιο. Ἐκεῖνο γιά νά δικαιολογηθεῖ εἶπε: «Κοίταξε μπαμπά πόσο καλός εἶμαι ἐγώ πού εἶμαι ξυπνητός καί προσεύχομαι, ἐνῶ τά ἀδέλφια μου κοιμοῦνται». Ὁ πατέρας του τοῦ ἀπάντησε: «Θά προτιμοῦσα νά κοιμόσουν καί ἐσύ σάν τά ἀδέλφια σου ἤρεμος παρά νά εἶσαι ξύπνιος καί νά τά κακολογεῖς κατακρίνοντάς τα».

 

2. Κατακρίνοντας καί καταλαλώντας καταδικάζουμε τόν ἑαυτό μας

Οἱ κατακρίνοντες θά λογοδοτήσουν γιά τά λόγια τους στόν Θεό. Θά τρέμουν καί θά ἀγωνιοῦν ὅταν θά ὁδηγηθοῦν στό δικαστήριο τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας τῆς κακολογίας τους. Ἔχουν περιπέσει σέ σοβαρή ἁμαρτία, πού δέν τούς παρέχει ἡδονή καί εὐυχαρίστηση, ἀλλά μόνο ζημιά στόν ἑαυτό τους. Τά λόγια τούς εἶναι πικρότερα ἀπό τή χολή. Προσβλήθηκαν ἀπό τήν κακία καί θά ὑποστοῦν τίς συνέπειές της τρομερῆς αὐτῆς ἀρρώστιας τῆς ψυχῆς τους.

Ἄν θέλεις νά ἀκοῦς καλά λόγια γιά τόν ἑαυτό σου, μάθε νά λές καί ἐσύ καλά γιά τούς ἄλλους. Ἄν μιλᾶς ἄσχημα γιά τούς ἄλλους, νά εἶσαι βέβαιος ὅτι καί οἱ ἄλλοι θά μιλήσουν ἄσχημα γιά σένα. Τό ἴδιο θά γίνει καί στόν οὐρανό κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου.

Ὁ Θεός δέ θά μᾶς κρίνει ἀπό ὅ,τι εἶπαν οἱ ἄλλοι γιά μᾶς, ἀλλά ἀπό ὅ,τι εἴπαμε ἐμεῖς γιά ἐκείνους. «Ἐν ὤ γάρ κρίνεις τόν ἕτερον, σ’ ἐαυτόν κατακρίνεις» (Ρωμ. 2,1). Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται ἡ καλή ἤ ἡ κακή κρίση ἐνώπιον του Θεοῦ.

Νά φοβᾶσαι ὅταν κατακρίνεις καί συκοφαντεῖς καί στήν παροῦσα ζωή, γιατί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος στήν ἑρμηνεία τοῦ κατά Ματθαίου Εὐαγγελίου λέει: «Ὅταν κατακρίνεις καί κατηγορεῖς τούς ἄλλους, νά ξέρεις ὅτι θά ἀποβῆ σέ βάρος σου. Θά ἀναλογίζεσαι τίς συνέπειες καί θά ἀγωνιᾶς. Θά φοβᾶσαι καί θά τρέμεις μήπως διαδοθοῦν τά ὅσα εἶπες στούς ἄλλους. Θά ἀποκτήσεις τήν ἔχθρα αὐτῶν πού κατηγόρησες. Θά προκαλέσεις ἀναστάτωση στίς οἰκογένειές τους, μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες. Θά φοβᾶσαι μήπως σου κάνουν μήνυση καί καθήσεις στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου. Ὅσοι δέν σέβονται τήν προσωπικότητα τῶν ἄλλων, κάνουν μεγάλο κακό στόν ἑαυτό τους. Γίνονται ἐχθροί ὅλων. Νά τό καταλάβεις μιά μέρα, ὅ,τι ἔσπειρες αὐτό θά θερίσεις. Ζιζάνια ἔσπειρες, ζιζάνια θά θερίσεις.»

«Ὅποιος κατακρίνει πατεῖ στή φωτιά καί καίγεται, ὅποιος κτυπᾶ τό διαμάντι κόβεται, ὅποιος κλωτσά καρφιά ματώνει, καί ὅποιος ἐπιβουλέυεται τήν ὑπόληψη τοῦ πλησίον του, φονεύει τήν ψυχή του. Δέν εἴμαστε δίκαιοι καί ὑπεύθυνοι ἄνθρωποι ἒφ ὅσον κατηγοροῦμε.» (Χρυσοστόμ. Ματθ. ὁμιλ 42, παρ. 2 Ε.Π.Ε. 10, 707-708 στ. 1-3, 13-24).

 

3. Ἡ στάση μας μπροστά στούς κατακρίνοντες

Δέν εἴμαστε τίμιοι ἄνθρωποι ὅταν συναναστρεφόμεθα μέ κακολογοῦντες καί δέν διακόπτουμε τίς κακολογίες τους. Ὁ Δαβίδ λέει: «Τόν καταλαλοῦντα λάθρα τόν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» ((Ψάλμ. 100,5). Καταδίωκε τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού μιλᾶ κρυφά καί ὕπουλα ἐναντίον τοῦ πλησίον του. Αὐτοί πού κουτσομπλεύουν τά ἐλαττώματα καί τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων, θά κουσομπολέψουν πολύ σύντομα καί τά δικά μας ἐλαττώματα.

Ὁ φιλόσοφος Ἰσοκράτης μᾶς συνιστᾶ: «Μηδένα φίλον ποιοῦ πρίν ἄν μάθης πῶς κέχρητε τοῖς προτέροις φίλοις». Νά μήν κάνουμε κανένα φίλο πρίν μάθουμε πῶς συμπεριφέρθηκε στούς προηγουμένους φίλους του. Ὅπως συμπεριφέρθηκε σ’ ἐκείνους, θά συμπεριφερθεῖ καί σ ἐμᾶς μόλις ἀπομακρυνθεῖ. Νά τοῦ κόψουμε τό θάρρος νά κατηγορεῖ μπροστά μας τούς ἄλλους. Νά καταλάβει ὅτι τόν ὑποτιμοῦμε περισσότερο ἀπ’ αὐτούς πού κατηγορεῖ. Γιά τούς ἀποντες κατηγορουμένους δέν ἔχουμε προσωπική γνώμη. Γιά τόν κατηγοροῦντα ὅμως ἔχουμε χειροπιαστή ἀπόδειξη τῆς κακίας του ἐκείνη τή στιγμή πού κατηγορεῖ. Μέ διάκριση καί εὐγενῆ τρόπο νά τοῦ δώσουμε νά καταλάβει τό σφάλμα του. Νά τόν πείσουμε εὐγενικὰ ὅτι δέ θέλουμε νά συνεχίσει νά λέει αὐτά πού μᾶς λέει γιά τούς ἀποντες συνανθρώπους μας. Νά τοῦ στρέψουμε ἐξαρχῆς τή συζήτηση πρός ἄλλο θέμα, καί ἄν δέ θέλει, εἶναι προτιμότερο νά στρέψουμε, ἀπό ἀξιοπρέπεια καί γιά πνευματικούς λόγους ἀγάπης πρός τόν πλησίον, τήν προσοχή μας σέ ἄλλο θέμα, ἔτσι ὥστε νά τοῦ δώσουμε νά καταλάβει ὅτι δέν δεχόμαστε νά μιλοῦμε σέ βάρος ἄλλου, ἐνῶ αὐτός ἀπουσιάζει. Καλύτερα εἶναι νά δώσουμε τήν ἐντύπωση στούς καταλάλους, κατακριτές καί συκοφάντες ὅτι ὁμιλοῦν σέ κουφό ἄνθρωπο ἐκείνη τή στιγμή. Ἄν πάλι σκανδαλιζόμαστε ἀπό τίς κατακρίσεις καί τίς συκοφανντίες αὐτῶν τῶν ἀνθρώππων, εἶναι προτιμότερο νά διακόψουμε τή συναστροφή μας μέ αὐτούς, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου: «Εἰ ἡ δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, ἔκοψον αὐτήν καί βάλε ἀπό σου· συμφέρει γάρ σοῖ ἴνα ἀποληται ἕν των μελῶν σου καί μή ὅλον το σῶμα σου βληθῆ εἰς γέεναν» (Ματθ. 5, 30).

Εἴμαστε συνένοχοι ὅταν δίνουμε τήν εὐκαιρία στούς ἄλλους νά κατηγοροῦν τούς ἀποντες μπροστά μας, διότι ὅποιος κακολογεῖ ἀνάβει φωτιά καί ὅποιος ἀκούει βάζει ξύλα στή φωτιά. Νά κλείνουμε τά αὐτιά μας μπροστά στούς καταλάλους, τούς κατακρίνοντες καί τούς συκοφάντες, μᾶς συνιστᾶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Καί τοῖς ἀκούουσι κακῶς τά ἀκοᾶς ἀποφράττειν» (Ε.Π.Ε. 32,σ. 38 στ.3-6.) Ἐφόσον δέν εἶναι παρόν ὁ κατηγορούμενος γιά νά ὑπερασπίσει τόν ἑαυτό του, δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά τόν κατακρίνουμε.

Ἐάν θέλει ὁ συνομιλητής σου νά ἐγκωμιάσει καί νά ἐπαινέσει κάποιον, ἄνοιξε τά αὐτιά σου, ἄν ὅμως θέλει νά κακολογήσει κάποιον, κλεῖσε τά αὐτιά σου, μήν ἀνέχεσαι νά δέχεται ἡ ἀκοή σου κόπρο καί βόρβορο.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει ὅτι πολλοί ἄνθρωποι καταδικάζονται γιατί ἄκουσαν τούς κακολόγους, παρά γιατί εἶπαν κακολογίες. Γι’ αὐτό μας συνιστᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά προσέχουμε κάθε φορᾶ πού πρόκειται νά ἐμπλακοῦμε σέ συζήτηση πού ἀφορᾶ τρίτους. Νά μήν ἀκοῦμε σαπρούς λόγους, ἀλλά οὔτε καί νά βγαίνει ποτέ ἀπό τό στόμα μας κακός λόγος. Νά βγαίνει μόνο καλός, πού νά οἰκοδομεῖ καί νά ὠφελεῖ πνευματικά ἐκείνους πού θά τόν ἀκούσουν. «Πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἄλλ’ εἰ τίς ἀγαθός πρός οἰκοδομήν τῆς χρείας, ἴνα δῶ χάριν τοῖς ἀκούουσι» (Ἐφεσ. 3,2).

 

4. Νά συμβάλλουμε στή διόρθωση τῶν ἄλλων καί ὄχι στήν κατάκριση αὐτῶν

Ὅταν βλέπουμε παραπτώματα στόν πλησίον μας, πρέπει νά λυπόμαστε καί νά στεναχωριόμαστε, γιατί αὐτά γίνονται ἐμπόδιο στήν πνευματική του πρόοδο.

Ὀφείλουμε νά τοῦ δείξουμε κατανόηση καί ἀγάπη, διότι δέν γνωρίζουμε τίς συνθῆκες ὑπό τίς ὁποῖες ὑπέπεσε στό σφάλμα. Νά τόν βοηθήσουμε νά διορθωθεῖ καί ὄχι νά τόν κρίνουμε. Ἄν εἴμασταν ἐμεῖς στίς ἴδιες συνθῆκες, τί ἄραγε θά κάναμε; Σκοπός εἶναι νά διδαχθοῦμε πρῶτα ἐμεῖς ἀπό τό ὀλίσθημά του γιά νά τόν σώσουμε, καί ὄχι νά τόν σπρώξουμε στό γκρεμό μέ τήν ἀψυχολόγητη ἐγωιστική μας κρίση.

Ἄν συντελέσουμε νά μετανοήσει, θά εἶναι πρός ὄφελός μας καί πρός σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μας. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος (5, 20) λέει: «Ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν ἐκ πλάνης ὁδοῦ σώσει ψυχᾶς ἐκ θανάτου καί καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν».

Νά συζητήσουμε, ἄν εἶναι δυνατόν, μαζί του γιά τό παράπτωμά του μέ ἀγάπη. Ἄν δέν δεχθεῖ τίς φιλικές μας ὑποδείξεις, νά καλέσουμε καί ἄλλους δύο μάρτυρες. Νά ἐνεργοῦμε πάντοτε μέ ἀγάπη ὅσες φορές καί ἄν ἁμαρτήσει ὁ ἀδελφός μας, μέχρι καί ἐβδομηκοντάκις ἑπτά σύμφωνα μέ τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου πρός τό Πέτρο (Ματθ. 18, 21-25).

Νά τόν συγχωρήσουμε, ἀλλά χωρίς νά ἀδιαφορήσουμε γιά τή μετάνοιά του. Νά μισήσουμε τήν ἁμαρτία του καί ὄχι τόν ἴδιον. Νά τοῦ δείξουμε ἐμπράκτως ὅτι λυπούμεθα καί δυσανασχετοῦμε γιά τό παραστράτημά του καί ὄχι νά τόν κρίνουμε καί νά τόν κουτσομπουλεύουμε δεξιά καί ἀριστερά.

Νά μήν μείνουμε ἀδιάφοροι στό παραστράτημα τοῦ πλησίον μας. Ἀποθρασύνεται ὁ ἁμαρτάνων ὅταν βλέπει τήν ἀδιαφορία μας. Συνεχίζει τήν ἁμαρτία μέ ἀναίδεια. Γιά νά συνειδητοποιήσει τό κακό πού διέπραξε ἔχει τήν ἀνάγκη τῆς βοήθειάς μας.

Σκεφθήκαμε ποτέ πού θά καταλήξουμε μέ ἀνεξέλεγκτη τήν ἁμαρτία καί περιφρονημένη τήν ἀρετή; Θά λογοδοτήσουμε ἐνώπιον του Θεοῦ ἄν συνεχίζουμε νά ἀδιαφοροῦμε καί νά συγκαλύπτουμε τό κακό πού σκανδαλίζει. Ἄν κρύβουμε τίς μεγάλες πληγές τῆς κοινωνίας ἀπό ἀδιαφορία θά πάθει σηψαιμία. «Βαβαί ἠλίκον ἐστί κακόν ἐκ τοῦ περιστέλειν τῶν ἄλλων τάς σηπεδόνας, ὅπου γέ καί κοινωνόν αὐτό φησί εἶναι τῆς ἐπί τῷ πλημελήματι τιμωρίας, καί οὐκ ἔλαττον ἤ ἐκεῖνος» (Χρυσοστόμου ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 278, στ.12-15). Ἄν καλύπτουμε τούς κλέπτες καί καταχραστές τοῦ δημοσίου χωρίς νά τούς ἐλέγχουμε ἐπίσημα μέ γνήσια πρόθεση, καί ὄχι μόνο μέ καταλαλιά καί κατάκριση, ὅπως γίνεται σήμερα, θά φθάσουμε σέ ἀδιέξοδο.

Θεωρεῖσαι συνυπεύθυνος ἄν δεῖς κάποιον φίλο σου χριστιανό νά πορνεύει καί νά προσέρχεται ἀμετανόητος στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, χωρίς νά τοῦ ὑπενθυμίσεις τήν παράβασή του. Δέν θά τόν κατακρίνεις, ἀλλά θά τόν συμβουλέψεις ἀδελφικά.

Οἱ δικαστές στήν ἀρχαιότητα καταδίκαζαν τούς δούλους ἐκείνους πού συγκάλυπταν τίς ἀνηθικότητές της γυναίκας τοῦ ἀφεντικοῦ τους. Θά προλάβαιναν τό κακό ἄν πληροφοροῦσαν ἐγκαίρως τό ἀφεντικό τους γιά τίς προθέσεις τῆς γυναίκας του.

Ὅταν συγκαλύπτουμε ἀνεγξέλεκτα τίς μεγάλες ἁμαρτίες τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν μας, καί δέν τούς συμβουλεύουμε ἀδελφικά, μοιάζουμε μέ τούς παγιδευτές τῶν θηραμάτων πού ἀποφεύγουν τό θόρυβο γιά νά μήν ἀπομακρύνουν τά θηράματά τους καί καλύπτουν τίς παγίδες καί τά δολώματα πού στήνουν γι’ αὐτά. Συνεργαζόμαστε κάτ’ αὐτόν τόν τρόπο μέ τό διάβολο. Καλύπτουμε τίς παγίδες πού στήνει ὁ διάβολος στό ψεύτη, στόν κλέπτη, στό φονιά, στό μοιχό. Πρέπει νά ἀντιδροῦμε στό σχέδιο του διαβόλου.

Ἡ πρόφαση μερικῶν: «Τί δέ μοί μέλλει; τά ἐμαυτοῦ μεριμνῶ», εἶναι δικαιολογία ἀναισθησίας καί ὄχι χριστιανικῆς φιλανθρωπίας καί ἀγάπης. Σκοπός εἶναι νά προλάβουμε τό κακό, νά συμπαρασταθοῦμε στόν πλησίον μας πρίν πέσει στήν ἁμαρτία. «Κάλλιον τό προλαμβάνειν παρά τό θεραπεύειν». Νά μήν περιμένουμε σάν ὄρνια πότε θά πέσει στό παράπτωμα ὁ πλησίον μας γιά νά κατασπαράξουμε τήν ὑπόληψή του μέ τή γλώσσα μας, πού μεταβάλλεται σέ ράμφος σαρκοβόρου πτηνοῦ.

Ἄν ἀγαπᾶς πραγματικά τόν ἄλλον δέν τόν καταλαλλεῖς, οὔτε τόν κατακρίνεις, ἀλλά προσεύχεσαι γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό πάθος πού τόν ἔσπρωξε σέ κάποιο ἁμάρτημα.

Τό Ἱερὸ Εὐαγγέλιο μᾶς προτρέπει νά φροντίζουμε γιά τή σωτηρία καί τό συμφέρον τοῦ πλησίον μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Μηδείς τό ἐαυτοῦ ζητείτω ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος». Καί παρακάτω: «Μή ζητῶν τό ἐμαυτοῦ συμφέρον, ἀλλά τό τῶν πολλῶν, ἴνα σωθῶσι» (Α΄ Κορινθ.10, 24, 33).

Τό δικό μας τό συμφέρον πρέπει νά τό ζητήσουμε μέσα στό συμφέρον τῶν πολλῶν. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει τό συμφέρον μας, ἡ σωτηρία μας. Ὅταν θά εὐτυχοῦν οἱ ἄλλοι μέσα στήν κοινωνία, τότε εὐτυχοῦμε καί ἐμεῖς.

Εἴμαστε διεστραμένοι ψυχικά ὅταν χαιρόμαστε γιά τήν ἠθική πτώση καί τή δυστυχία τοῦ πλησίον μας. Εἴμαστε ἀξιολύπητα ὄντα καί ἀνάξιοι νά φέρουμε τό ὄνομα τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου. Δέν διαφέρουμε ἀπό τά ἄγρια θηρία.

Ὅταν θέλεις νά διορθώσεις τόν ἀδελφό σου μήν τόν κατηγορεῖς ἀπόντα, ἀλλά παρόντα καί κατ’ ἰδίαν. Μήν τόν κατηγορεῖς δημόσια, διότι θά τόν βλάψεις περισσότερο. Οἱ ἁμαρτάνοντες πού διαφεύγουν τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων καί διατηροῦν τήν ἐκτίμηση τῶν ἄλλων πολλές φορές ἀποφασίζουν νά ἐπιστρέψουν στό σωστό δρόμο μόνοι τους. Ἄν τούς ἐλέγξεις δημόσια καί χάσουν τήν ἐκτίμηση τῶν συνανθρώπων τους, ἀπογοητεύονται καί ἀπό ἀπόγνωση παρεκτρέπονται στήν ἀδιαντροπιά.

Ὅταν κατηγορήσεις μέ τόν ἴδιο τρόπο τόν κατηγορήσαντά σε βλάπτεις τόν ἑαυτό σου. Οἱ ἄλλοι διαπιστώνουν ὅτι κατέχεσαι ἀπό τήν ἴδια κακία καί ἐνεργεῖς ἀπό ἀντεκδίκηση. Σέ κατατάσσουν στήν ἴδια πνευματική στάθμη.

 

5. Ἀναίρεση τῶν δικαιολογιῶν τῆς καταλαλιᾶς καί τῆς κατάκρισης

Στή δικαιολογία μερικῶν ὅτι ἀπό ἀγάπη κατακρίνουν τούς συνανθρώπους τους, γιά νά τούς διορθώσουν δῆθεν, ὁ Μ. Βασίλειος ἀπαντᾶ (25η ἐρώτηση στούς ὅρους κάτ’ ἐπιτομήν): «Οἱ ἄνθρωποι τῆς καταλαλιᾶς ἰσχυρίζονται ὅτι κατακρίνουν τούς ἄλλους ἀπό ἀγάπη γιά νά τούς διορθώσουν, ἀλλά στήν πραγματικότητα τούς κατακρίνουν ἀπό ζήλια, φθόνο καί μίσος. Ἄλλη ἐντύπωση δημιουργοῦν γιά τόν ἑαυτό τούς ἐξωτερικά, καί ἄλλοι εἶναι στήν πραγματικότητα. Εἶναι ὕπουλοι καί ὑποκριτές. Σοῦ ἀνακοινώνουν ἐμπιστευτικά καί ἐντυπωσιακά μέ ἐχεμύθεια τά παραστρατήματα τῶν ἄλλων γιά νά σέ ἐξεγείρουν ἐναντίον αὐτῶν πού κατηγοροῦν. Γιά νά σοῦ προκαλέσουν αἰσθήματα ἀγανακτήσης καί ἀντιπάθειας ἐναντίον τῶν θυμάτων τους.» «Τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν» (Ψάλμ.5, 10).

Δέν πρέπει ποτέ νά καταλαλοῦμε καί νά κατακρίνουμε τίς πράξεις καί τίς ἐνέργειες τῶν συνανθρώπων μας, διότι μπορεῖ νά μετάνοιωσαν μέ δάκρυα καί νά βρίσκονται ἔναντι του Θεοῦ σέ καλύτερη θέση ἀπὸ ἐμᾶς τή στιγμή πού τούς κατακρίνουμε. Ὑπάρχουν συνάθρωποί μας πού μετενόησαν μέ δάκρυα κρυφά καί διόρθωσαν τό κακό πού ἔκαναν στόν πλησίον τους πρίν τούς κατακρίνουμε. Ὁ Θεός τοὺς συγχώρησε καί ἐμεῖς τούς κατακρίνουμε.

Νά μήν κρίνουμε ὅσους ἁμάρτησαν γιά μιά φορά. Μή γενικεύουμε τό ἁμαρτημά τους. Ἄν κάποιος μέθυσε ἤ ἔβγαλε μαχαίρι γιά πρώτη φορά στή ζωή του, νά μήν τόν χαρακτηρίσουμε ὡς μέθυσο, μαχαιροβγάλτη ἤ αἱμοβόρο.

Ὁ Νῶε μιά φορά ἤπιε κρασί καί μέθυσε, καί ὁ Ἄπ. Πέτρος μιά φορά καί μόνον ἔβγαλε μαχαίρι στό κῆπο τῆς Γεσθημανῆς καί ἔκοψε τό αὐτί τοῦ Μάλχου, χωρίς νά εἶναι ὁ πρῶτος ἀλκοολικός καί ὁ δεύτερος μαχαιροβγάλτης. Ἄδικη θά ἦταν ἡ κρίση μας γι’ αὐτούς. Νά μήν εἶμστε προκατειλημένοι ἀπό τά σφάλματα τῶν ἄλλων, διότι πολλοί ἀπ’ αὐτούς μετανόησαν μέ δάκρυα εἰλικρινά, ἄλλαξαν τρόπο ζωῆς καί μεταβλήθηκαν ἀπό ληστές σέ ἁγίους καί ἀπό ἄγρια θηρία σέ ἀρνάκια. Αὐτοί σώθηκαν, ἐνῶ οἱ κατακρίνοντες, πού καυχῶνται γιά τήν ἐνάρετη δῆθεν ζωή τους, θά καταδικασθοῦν γιά τήν κατάκρισή τους.

Οἱ κατά Χριστόν ζῶντες γιά νά ταπεινωθοῦν γίνονται πολλάκις κατά Χριστόν σαλοί, ἔτσι ὥστε νὰ μειώσουν τό θαυμασμό τῶν ἄλλων σχετικά μέ τήν ἁγιότητά τους. Ἀντίστροφα, οἱ ζῶντες στήν ἁμαρτία ἀναπτύσσουν μεγάλη ὑποκριτική ἐπιδεξιότητα. Κρύβουν τίς πολλές τους ἁμαρτίες καί, πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, προβάλλουν τά ἐλάχιστα καλά τους ἔργα καί τίς ἐλάχιστες ἀρετές τους. Πόσες φορές ἐξαπατήθηκαν οἱ ἐπιπόλαια κρίνοντες τούς ἄλλους;

Πόσοι παραπεταμένοι καί ταπεινοί γιά μᾶς εἶναι λαμπρότεροι ἀπό τόν ἥλιο καί πόσοι ἀπό τούς μεγάλους μέ ἀξιώματα καί ὀνομαστούς γιά μᾶς εἶναι τάφοι κεκονιαμένοι, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. «Πόσοι τῶν ἀπερριμένων καί εὐτελῶν ἡλίου φαιδρότερον ἐκλάμπειν ἔχουσιν! Πόσοι τῶν μεγάλων καί περιφανῶν σποδός ὄντες καί τάφος κεκονιαμένος εὐρεθήσονται!» Νά μήν κατακρίνουμε ποτέ, διότι δέν εἴμαστε παντογνῶστες. Μακρυά ἀπό τή καταλαλιά καί ἀπό τούς καταλάλους.

Ο Μ. Βασίλειος ἐπιβάλλει ὡς ποινή τόν ἀφορισμό στόν καταλαλοῦντα καί στόν ἀκούοντα αὐτόν. «Ὁ ἀκούων καταλαλοῦντα καί μή ἐπιτιμῶν αὐτῶ, ἀφοριζέσθω». Εἶναι αἶσχος, ἀποντων τῶν κατηγορουμένων, νά τούς βάζουμε στό σκαμνί γιά νά τούς δικάσουμε. Νά παρατάσσουμε ἐξογκωμένα καί παραμορφωμένα τά σφάλματά τους, ἐνῶ τά δικά μας εἶναι μεγαλύτερα. Νά τούς κατάδικαζουμε ἀναπολόγητους χωρίς ἐλαφρυντικά. Νά ἀποφασίζουμε ἀνελέητα τήν καταδίκη της προσωπικότητάς τους γιά νά τούς ρίξουμε στήν περιφρόνηση τῆς κοινωνίας. Τήν ὥρα τῆς κατάκρισης καί τῆς συκοφαντίας ἀντί γιά τίς σάρκες τῶν συνανθρώπων μας κατασπαράσουμε μέ δόλο τήν ὑπόληψη αὐτῶν, πού εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερης ἀξίας.

 

6. Συνέπειες τῆς καταλαλιᾶς καί τῆς κατάκρισης

Καταλαλοῦμε τόν πλησίον μας χωρίς νά ὑπολογίσουμε πόσο κακό προξενοῦμε. Τά φαρμακερά βέλη τῆς καταλαλιᾶς, ἐκτοξευόμενα ἀπό τό στόμα μας, θά πληγώσουν καί τούς συγγενεῖς καί φίλους του. Θά τούς πληγώσουν τήν ψυχή μέ τήν καχυποψία καί θά τούς σκανδαλίσουν. Θά κλονισθοῦν οἱ σχέσεις τους καί θά ἀναπτυχθεῖ μέσα τους ἀντιπάθεια. Πολλές τραγωδίες καί συγκλονιστικά δράματα ἐπακολούθησαν τήν καταλαλιά καί τήν συστηματική ἐμπαθῆ κατάκριση. Ἀναστατώθηκαν οἰκογένειες, δημιουργήθηκαν ψυχρότητες, διαλύθηκαν μακροχρόνιες φιλίες. Μέ τήν καταλαλιά καί τήν κατάκριση πού κάνουμε σκανδαλίζουμε πολλούς ἀνθρώπους στήν πίστη τους. Ὁ Χριστός εἶπε: «ὅς δ’ ἄν σκανδαλίση ἕνα των μικρῶν τούτων τῶν πιστευσάντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῶ ἴνα κρεμασθῆ μύλος ὀνικός εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ καί καταποντισθῆ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης. Οὐέ τῷ ἀνθρώπω ἐκείνω δι’ οὗ τό σκάνδαλον ἔρχεται.»(Ματθ. 18,6-7).

Συνειδητοποιεῖς λοιπόν τό μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος τῆς καταλαλιᾶς καί τῆς κατακρίσεως; Ἄν ναί, τότε «παῦσον τήν γλώσσαν σου ἀπό κακοῦ καί χείλη σου τοῦ μή λαλῆσαι δόλον» (Ψάλμ. 33,14).

 

7. Αὐτοκριτική

Συχνά γινόμαστε αὐστηροί σχολιαστές καί ἄτεγκτοι κριτές τῶν σφαλμάτων τῶν ἄλλων λόγω τῆς φιλαυτίας μας, ἐξαιτίας δηλαδή τοῦ γεγονότος ὅτι δέ θέλουμε νά ἐλέγξουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας. Δέν ἔχουμε ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων μας. Ὁ Διάβολος μᾶς κοιμίζει μέ τή σκέψη τῆς αὐταρέσκειας, ὅτι εἴμαστε καλύτεροί των ἄλλων, γιά νά μή μετανοήσουμε.

Ἄν στρέφαμε τήν προσοχή μας στίς δικές μας μόνο ἁμαρτίες θά εἴχαμε διαφορετική γνώμη γιά τόν ἑαυτό μας. Θά τόν ἐλεεινολογούσαμε. Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη δέν φθάσαμε στή στάθμη τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἄλλων ἀπό ἄποψη ποιότητας καί ποσότητας μέ αὐτό πού κάνουμε, αὐτοϋποβιβαζόμαστε, χάνουμε τό μισθό μας σάν τό Φαρισαῖο μέ τήν κατάκριση πού ἔκανε στόν Τελώνη.

Μέ τό νά κατακρίνουμε, σημαίνει ὅτι εἰσεχώρησαν στήν καρδιά μας οἱ ἁμαρτίες τῆς ὑπηρηφάνειας, τοῦ φθόνου, τῆς μνησικακίας καί ἄλλων πού δέν τίς ἀντιληφθήκαμε. Μέ αὐτές καί μόνο τίς ἁμαρτίες θά χάσουμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ κατάκριση εἶναι ἀδελφή της οἴησης, διότι γιά νά κατακρίνεις τόν ἄλλον σημαίνει ὅτι σάν τό Φαρισαῖο ἔχεις μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου καί μικρή γιά τόν κατακρινόμενο.

Ὁ Διάβολος μᾶς βάζει παγίδα καί ἐπινοεῖ πολλούς τρόπους γιά νά μᾶς παρασύρει στήν ἁμαρτία. Ἀπό πολλά μονοπάτια ἔρχεται κοντά μας γιά νά καταστρέψει τό πνευματικό μας ἔργο. Ὁ πραγματικά πιστός καί ἐνάρετος ἄνθρωπος δέν ἀσχολεῖται μέ τά σφάλματα τῶν ἄλλων, ἀλλά μέ τά δικά του μόνο. Προσέχει περισσότερο τίς ἀρετές τῶν ἄλλων.

Ὁ Ἰωάννης τοῦ Σιναίου (Κλίμαξ, σελ. 173) λέει: Ὁ καλός ρωγολόγος τρώει τίς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφιλιῶν καί δέν πειράζει καθόλου τίς ἄγουρες. Παρόμοια πράττει ὁ καλόγνωμος καί συνετός ἄνθρωπος, προσέχει μόνο τίς ἀρετές τῶν ἄλλων καί παραβλέπει τίς ἁμαρτίες, ἐνῶ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τίς ἁμαρτίες καί ἀδιαφορεῖ γιά τίς ἀρετές τῶν ἄλλων. Ἅς μιμηθοῦμε τό συνετό ἄνθρωπο στή ζωή μας.

 

IV.     ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ

Α.    ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. Τό ἔγκλημα τῆς συκοφαντίας

Συκοφαντία διαπράττουμε ὅταν κατηγοροῦμε τόν ἀδελφό μας γιά πράξεις πού ποτέ δέν διέπραξε. Εἶναι ἡ εἰδεχθέστερη, ἡ πιό ἀπαίσια μορφή κακοῦ λόγου. Εἶναι σατανική ἐπινόηση ψευδῶν κατηγοριῶν, ἀπό παραμόρφωση καί διαστροφή λόγων, γνωμῶν καί πράξεων τοῦ πλησίον μας, γιά νά τίς διαδώσουμε σέ βάρος του. Εἶναι ὕπουλος φόνος τῆς τιμῆς καί τῆς ὑπολήψεως τοῦ συνανθρώπου μας. Δέν εἶναι ἁπλό ψέμα, πού λέγεται ἀσυναίσθητα καί ὅταν τό συνειδητοποίησει κανείς μετανοεῖ. Εἶναι κάτι πολύ βαρύτερο, εἶναι ἀπό τά μεγαλύτερα ἐγκλήματα λέει ὁ ἀείμνηστος Κολιτσάρας (Ἕνα ἀσυγκράτητο κακό, σελ. 112).

Κατά τό Λυσία, τό ἔργο τῶν συκοφαντῶν εἶναι νά ἐμπλέκουν σέ κατηγορίες ἐκείνους πού δέν ἔχουν πράξει κανένα κακό. «Τῶν συκοφαντῶν ἔργον ἐστι καί τούς μηδέν ἁμαρτηκότας εἰς αἰτίαν καθιστάναι.»

Ἡ συκοφαντία εἶναι ἀδικαιολόγητη ἁμαρτία, διότι δέν πραγματοποιεῖται ἀπό κάποια σωματική ἤ πνευματική ἀνάγκη. Ὁ μέν πόρνος ἐπηρεασμένος ἀπό τό πάθος τῆς σαρκός προσπαθεῖ νά δικαιολογηθεῖ στούς ἄλλους λέγοντας ὅτι ἐπόρνευσε, γιά νά ἱκανοποιήσει μία σαρκική του ἐπιθυμία.

Ὁ κλέφτης δικαιολογεῖται ὅτι ἔκλεψε, γιά νά δαμάσει τήν πείνα του καί τίς οἰκονομικές του ἀνάγκες καί ὁ φονιάς, γιά νά ἐκτονωθεῖ ἀπό τήν ἀσυγκράτητη ὀργή του κατά τῆς ἀδικίας τῶν ἄλλων, ἐνῶ ὁ συκοφάντης χωρίς καμιά αἰτία ἐνεργεῖ, καθαρά καί μόνο ἀπό κακία, φθόνο, ζήλια καί τυφλό συμφέρον.

Οἱ περισσότερες ἁμαρτίες διαπράττονται σέ ἀναβρασμό ψυχῆς, σέ ὀργασμό σαρκικῶν ἀναγκῶν καί ὁρμῶν. Ὁ ἁμαρτάνων παρωθεῖται ἀπό τά ἔνστικτά της ἀναπαραγωγῆς, τῆς αὐτοσυντηρήσεως καί ἄλλων ψυχολογικῶν ἐρεθισμάτων ἀδικίας, παρανομίας κ.λπ. Ἡ συκοφαντία, ἀντιθέτως, εἶναι μία ἐσκεμμένη καί μακροχρόνια, προμελετημένη καί μέ πλήρη διαύγεια ἐνέργεια κατά τοῦ πολυτιμοτέρου ἀγαθοῦ, τῆς ὑπολήψεως καί τῆς τιμῆς προσώπου τινός μέ προφορική ἤ γραπτή διατύπωση ψευδοῦς καταγγελίας ἤ κατηγορίας.

Πανάρχαιο εἶναι τό κακούργημα τῆς συκοφαντίας, ἀπό τήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων, ὅταν ὁ ἀρχέκακος διάβολος, ὁ πατήρ τοῦ ψέυδους καί ἄρχοντας τοῦ σκότους, συκοφάντησε τόν ἴδιο τόν Θεό στήν Εὕα (Χ. Ἀνδρούτσου, Δογματική της Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 127-128). Διαπράττεται σ’ ὅλες τίς ἐποχές, ἀλλά κυρίως σέ ἐποχή ὑλισμοῦ, τρυφῆς καί γενικά ἠθικῆς καταπτώσεως, ὅπως συμβαίνει στίς μέρες μας.

 

2. Προέλευση τῆς λέξεως συκοφαντία

Πολλές ἐκδοχές ὑπάρχουν γιά τήν προέλευση τῆς λέξεως συκοφαντία. Λέγεται ὅτι τόν 5ο αι. π.Χ. απαγορευόταν αὐστηρά διά νόμου ἡ ἐμπορική ἐξαγωγή σύκων ἀπό τήν Ἀθήνα. Μερικοί διεστραμμένοι στό χαρακτήρα ἐξεβίαζαν τούς ἐμπόρους νά τούς δώσουν χρήματα, διότι σέ περίπτωση ἀρνήσεως θά κατήγγειλαν ψευδῶς στίς κρατικές ἀρχές ὅτι δῆθεν ἐξήγαγαν κρυφά ἐκτός των Ἀθηνῶν σύκα. Ἀπό τόν ἐκβιασμό μέ ἀναίσχυντο ψέμα, «τῆς τῶν σύκων φανέρωσης» (: σύκα, φαίνω), προήλθε ἡ λέξη συκοφαντία καί συκοφάντης.

Μπορεῖ νά μήν εἶναι ἱστορικά ἀληθής ἡ παραπάνω ἐξήγηση ὡς πρός τήν προέλευση τῆς λέξης «συκοφαντία», ἡ σχετική ἱστορία ἀναδεικνεύει πάντως εὔστοχα ὅτι ὁ συκοφάντης εἶναι ἕνας κακός, ἀνέντιμος χαρακτήρας, ψευδοκατήγορος, κακοπράγμων, διαβολέας, δόλιος, ἀργόσχολος, ἐκβιαστής, πού μέ πονηριές ἐκθέτει τούς συναθρώπους του στήν κοινωνία ὡς δῆθεν παραβάτες τῶν πάσης φύσεως πολιτικῶν καί ἠθικῶν νόμων, γιά νά ἐπωφεληθεῖ προσωπικά.

Ἡ συκοφαντία θεωροῦνταν πάντοτε τό αἰσχρότερο ἔγκλημα. Καταδικάζονταν, κατόπιν δικαστικῆς ἔρευνας καί ἀποδείξεως τῆς ἐνοχῆς τοῦ συκοφάντη, μέ βαρειές ποινές, μέχρι καί θανάτου (Ἀνθίμου Γαζῆ, Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τόμ. 3ος, σελ. 152, λήμματα: συκοφάντης, συκοφαντία).

Ἡ συκοφαντία συνήθως στρέφεται ἐνάντια σέ πρόσωπα μέ ἠθικά καί πνευματικά προσόντα, καί ὄχι ἐνάντια σέ χαμηλῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς στάθμης ἀνθρώπους. Ὅπως τά παιδιά πετροβολοῦν μόνο τα καρποφόρα δένδρα καί ὄχι τά ἄκαρπα βρωμοδένδρα, ἔτσι καί οἱ διαβολεῖς συκοφαντοῦν συνήθως τους δυναμικούς μέ πολλά πνευματικά προσόντα ἐναρέτους ἀνθρώπους.

Οἱ συκοφάντες δέν στρέφονται κατά ἀνθρώπων πού βιώνουν τό περιεχόμενο τῶν συκοφαντιῶν, διότι τότε δέν συκοφαντοῦν, ἀλλά λένε ἀλήθειες. Στρέφονται κατά ἀνθρώπων πού δέν διέπραξαν τά λεγόμενα τῆς συκοφαντία τους.

Τούς κλέπτες, ψεῦτες καί ἀνήθικους ἀνθρώπους, μέ ὅλα τα ἐπακόλουθά της ἄσωτης καί ἁμαρτωλῆς ζωῆς τους, δέν εἶναι ἀνάγκη νά τούς συκοφαντήσεις, διότι «κομίζεις γλαύκας εἰς Ἀθήνας». Εἶναι γνωστοί σέ ὅλους. Αὐτοί ἀντίθετα καυχῶνται γιά τίς ἁμαρτίες τους καί χαίρονται ὅταν διαδίδονται τά κατορθώματά τους. Διαμαρτύρεται ὁ ψαλμωδός γι’ αὐτούς, λέγοντας: «ἕως πότε ἁμαρτωλοί, Κύριε, ἕως πότε οἱ ἁμαρτωλοί καυχήσονται, φθέγξονται καί λαλήσουσι ἀδικίαν, λαλήσουσι πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν;» (Ψάλμ. 93,3-4). Τούς πεπωρωμένους ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπους δέν τούς ἀγγίζει οὔτε τούς θίγει καμιά διαβολή καί συκοφαντία. Εἶναι σάν τόν ἐλέφαντα, τόν ρινόκερο καί τόν ἱπποπόταμο, πού δέν αἰσθάνονται τά τσιμπίματα καί τῶν πιό ἐνοχλητικῶν καί βλαβερῶν ἐντόμων.

Ο Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι τρία εἶναι τά μέρη στή συκοφαντία: ὁ συκοφάντης, οἱ διαδίδοντες τή συκοφαντία καί ὁ συκοφαντούμενος. Ὁ συκοφάντης εἶναι ὁ πρωταγωνιστής τῆς σκηνῆς, πού σπιλώνει τήν ὑπόληψη τοῦ συκοφαντούμενου. Μεσολαβοῦν οἱ ἐπιρρεπεῖς στή κακία ή επιπόλαιοι τρίτοι, πού διαδίδουν τή συκοφαντία. Τό θύμα ὅλων αὐτῶν εἶναι ὁ συκοφαντούμενος. Θά ξετάσουμε τά τρία μέρη χωριστά στά ἑπόμενα κεφάλαια.

Β.    Ο ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ

3. Ποιός εἶναι συκοφάντης;

Συκοφάντης εἶναι αὐτός πού ψευδῶς κατηγορεῖ, διαβάλλει και δυσφημίζει κάποιον. Εἶναι με άλλες λέξεις ὁ ψεύτης, ὁ διαβολέας, ὁ ραδιοῦργος, πού ἀποδίδει σέ κάποιον κακές πράξεις πού ποτέ δέν διέπραξε. Ἡ συκοφαντία εἶναι γέννημα τῆς ζηλοφθονίας, τοῦ μίσους, τοῦ φθόνου καί γενικά μίας διεστραμμένης καί διεφθαρμένης ἀπό τίς κακίες ψυχῆς. Κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο ὁ συκοφάντης τρώγει τίς σάρκες τοῦ ἀδελφοῦ του, γιατί τραυματίζει τήν ὑπόληψή του καί προξενεῖ μύρια ἄλλα κακά. Δέν μπήγει τά δόντια του στή σάρκα τοῦ συκοφαντημένου, ἀλλά στή ψυχή του, πληγώνοντας βαθιά τήν ὑπόληψή του μέ τήν κακή φήμη πού διαδίδει. «Ὁ κατηγορῶν ἀδελφικά κρέα ἔφαγε τήν σάρκα τοῦ πλησίον ἔδακε. Οὐκ ἐνέπτυξας τή σαρκί τούς ὀδόντας, ἀλλά ἐνέπτυξας τή ψυχή τήν κατηγορίαν, τήν πονηρᾶν ὑπόληψιν ἔτρωσας, μύρια εἰργάσω κακά καί σαυτόν, καί ἐκεῖνον καί ἑτέρους πλείονας: καί γάρ τόν ἀκούσαντα χείρονα εἰργάσω, διαβάλλων τόν πλησίον» (Χρυσοστόμου, Γ΄ περιστατική ὁμιλία, Ε.Π.Ε. 32, σελ. 34 στ. 5-10).

 

4. Ἡ ψυχολογία τοῦ συκοφάντη καί ἐνέργειες αὐτού

Ὁ συκοφάντης νομίζει πῶς οἱ ἄλλοι τόν ἀδικοῦν καί γι’ αὐτό ἐπιτίθεται μέ πλαστές κατηγορίες ἐναντίον ἀθώων ἀνθρώπων.

Ψυχολογικά βρίσκεται σέ ἕνα λαβύρινθο παθῶν καί κακίας. Ἀποκτᾶ ψεύτικη ἀντίληψη γιά τούς συνανθρώπους του. Κατασκευάζει μέ τή φαντασία τοῦ ψεύτικες ὑποθέσεις. Στό θολωμένο μυαλό τοῦ ὅλα τα βλέπει συσκοτισμένα, μέ ἀποτέλεσμα νά αὐξάνει μέσα του ἡ περιέργεια καί ἡ καχυποψία.

Παρακολουθεῖ καί κατασκοπεύει τά θύματά του σέ ὅλες τίς ἐνέργειες τῆς ζωῆς τους, στίς πράξεις, στά λόγια, στό ντύσιμο, στό φαγητό, στίς συναναστροφές, στή δουλειά, στά οἰκονομικά (ἔσοδα, ἔξοδα) καί γενικά σ’ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τους. Ἕνα ἀθῶο χαιρετισμό τόν παρουσιάζει ὡς παρεξηγήσιμη συνάντηση, τήν εὐπρεπῆ ἐμφάνιση καί εὐγενῆ συμπεριφορά τῶν ἄλλων ὡς κοσμικότητα καί μοντερνισμό, τήν ἁγνή ψυχαγωγία τους ὡς ἁμαρτωλό ξεφάντωμα, τήν εὐγενῆ συνομιλία καί ἐπίσκεψη σέ κάποιον ὡς πονηρή καί ὕποπτη ἐπικοινωνία, γράφει ὁ ἀείμνηστος Κολιτσάρας (Ἕνα ἀσυγκράτητο κακό, σελ. 107).

Ἡ μυθομανία στό συκοφάντη ἐξελίσσεται σέ εἶδος διαστροφῆς ἀπό τίς καχυποψίες καί τίς ὑπόνοιες. Ἐπειδή εἶναι κενός ἀπό ἀγάπη καί ἀνώτερα συναισθήματα, ὅλα τα παρεξηγεῖ καί τά διαβάλλει. Ἐξ ἰδίων κρίνει τά ἀλλότρια. Ὅ,τι θά ἔκανε ἐκεῖνος σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις, αὐτές τίς ἀνύπαρκτες πράξεις, σκηνές, γεγονότα καί ὀλισθήματα τὰ ἐπινοεῖ καί τά ἀποδίδει μέ τή νοσηρὴ καὶ ἐμπαθῆ φαντασία του καί τήν ψυχοπαθῆ μυθομανία του σέ βάρος τῶν ἄλλων πού συκοφαντεῖ.

Γιά νά συκοφαντήσει τούς ἄλλους καί γιά νά ἐξαπατήσει τούς ἀκροατές του, ὥστε νά πιστέψουν στά λεγόμενά του, ἀναπτύσσει διαβολικές ἱκανότητες.

Παρακολουθεῖ τήν κάθε κίνηση τῶν ἄλλων καί παρεξηγεῖ τίς πιό θεάρεστες ἐνέργειές τους. Μέ τό θολωμένο ἀπό τήν κακία καί καχυποψία μυαλό τοῦ μεταβάλλει καί τίς πιό ἀθῶες, ἀγαθές καί ἐνάρετες πράξεις σέ πονηρές καί ἀνήθικες. Κρίνει ἐξ ἰδίων τους ἄλλους.

Κάποιος κύριος, μέ ἄψογο ἦθος, ἀνέλαβε μέ τίς καλύτερες ἀγαθές προθέσεις νά συμπαρασταθεῖ στήν οἰκογένεια τοῦ ἀποθανόντος φίλου του. Φρόντισε σάν πατέρας γιά τή σύνταξη, τά ἐπιδόματα τῶν παιδιῶν, γιά τή φοίτηση καί τήν ἀπόδοσή τους στά σχολεῖα τους καί γιά ὅλα τα θέματα τῆς οἰκογένειας στίς δύσκολες μέρες μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα τους. Τούς ἐπισκέφθηκε μερικές φορές, γιά νά συζητήσουν μέ τή μητέρα τά οἰκογενειακά αὐτά προβλήματα. Οἱ φιλοκατήγορες γειτόνισσες, μέ τή νοσηρή φαντασία τους καί τή μεγάλη τους καχυποψία, διέστρεψαν καί τίς ποιό ἁγνές φιλάνθρωπες προθέσεις, ἐνέργειες καί πράξεις τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καί διέδωσαν συκοφαντίες σέ βάρος του γιὰ δῆθεν πράξεις ἀνηθικότητας. Ὁ Θεός νά τίς συγχώρεση. Ἐξ ἰδίων ἔκριναν τίς πράξεις τῶν ἄλλων.

Ἐξ αἰτίας τῶν συκοφαντῶν βρίσκεται κανείς πρό διλήμματος, μέ ποιό τρόπο νά ἐνεργήσει, γιά νά ἐπιτελέσει τό καθῆκον τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαραστάσεως στούς ἔχοντες ἀνάγκη πονεμένους καί δυστυχισμένους συνανθρώπους του, χωρίς νά παραξηγηθοῦν καί οἱ πιό θεάρεστες ἀνθρωπιστικές πράξεις του.

Οἱ συκοφάντες, πού συνεργάζονται μέ τό διάβολο, διαστρέφουν τήν ἀλήθεια καί παρουσιάζουν στό κοινό καί τίς καλύτερες ἐνέργειες τῶν συνανθρώπων τους ὡς πράξεις ἁμαρτίας.

Εἶναι συνήθως καχύποπτοι, φθονεροί, κακεντρεχεῖς, μισάδελφοι. Ἡ καρδιά τούς εἶναι γεμάτη χολή καί δηλητήριο. Λυποῦνται γιά τό καλό καί τήν πρόοδο τῶν ἄλλων καί ἐπιδιώκουν νά ἀμαυρώσουν τή φήμη τους, πλάθοντας μέ τήν ἀρρωστημένη φαντασία τούς ψευδεῖς ἱστορίες σέ βάρος τῶν ἐργαζόμενων το ἀγαθό.

Εἶναι ἀδύνατο νά συγκρατήσουν τή μοχθηρία καί τήν κακία τους γιά νά περιορίσουν τή γλώσσα τους, ὅσο ἀδιάβλητος καί ἄν εἶναι ἐκεῖνος πού μισοῦν. Ὡς ὄργανα τοῦ διαβόλου ἔχουν τήν ἱκανότητα νά ἐπινοοῦν κάθε εἴδους συκοφαντία, προκειμένου νά σπιλώσουν τήν ὑπόληψη αὐτοῦ πού ζηλεύουν καί φθονοῦν.

Ὅπως ὁ διάβολος, ὅταν ζήλεψε τὴν εὐτυχία τῶν πρωτοπλάστων καὶ θέλησε νὰ τοὺς καταστρέψει, συκοφάντησε καὶ τὸ Θεὸ ἀκόμη σ’ αὐτοὺς γιὰ νὰ τοὺς προσελκύσει καὶ νὰ τοὺς ἐπηρεάσει, τό ἴδιο κάνει και ὁ συκοφάντης. Ἐπιδιώκει νὰ καταστρέψει τὴν εὐτυχία τῶν συνανθρώπων του, βάζοντας ὑπόνοιες στοὺς συναναστρεφόμενους μ’ αὐτοὺς.

Ὁ συκοφάντης ἐπιδιώκει νὰ ἐνσπείρει τήν καχυποψία, τήν ἔλλειψη αμοιβίας εμπιστοσύνης καὶ τή διχόνοια στὰ ἀνδρόγυνα, στὰ ἀδέλφια, στοὺς συγγενεῖς, στοὺς φίλους, στοὺς γείτονες στοὺς συναναστρεφομένους μας γενικὰ καὶ ὅπου ἀλλοῦ μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει. Ἐπιδιώκει τὸ κακό μας, ἀνεξάρτητα ἄν ὑπόσχεται ὅτι φροντίζει γιὰ τὸ καλό μας. Στὴ συκοφαντία ἐπαναλαμβάνεται ὁ ὕπουλος διάλογος καὶ ἐνέργειες τοῦ διαβόλου πρὸς τὴν Εὔα στὸ κῆπο τῆς Ἐδέμ.

 

5. Χαρακτηρισμός τοῦ συκοφάντη

Ὁ συκοφάντης δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τούς προδότες κατασκόπους της γερμανικῆς καί βουλγαρικῆς κατοχῆς, οἱ ὁποῖοι παραμόνευαν τούς σκλαβωμένους Ἕλληνες, γιά νά βροῦν ἀφορμή νά τούς κατηγορήσουν καί νά τούς στείλουν στό θάνατο. Παρεξηγεῖ καί τίς πιό ἀθῶες ἐκδηλώσεις. Παραμορφώνει καί διαστρέφει μέ σατανικό τρόπο κάθε καλή ἐνέργεια καί πρόθεση τοῦ πλησίον του γιά νά καταστρέψει τό πολυτιμότερο πράγμα τῆς ζωῆς του, τήν ὑπόληψή του. Κατασκευάζει φοβερές ἀναλήθειες και τίς κυκλοφορεῖ ὁ ἴδιος διά μέσου ἀφελῶν καί ἐπιπόλαιων προσώπων, πού γίνονται τυφλά ὄργανά του, χωρίς νά τό καταλάβουν.

Εἶναι χειρότερος ἀπό τούς πονηρούς σκύλους, πού σου κουνοῦν στήν ἀρχή τήν οὐρά τους καί μετά κρυφά παραμονεύουν πίσω σου καί σέ δαγκώνουν. Οἱ σκύλοι δαγκώνουν καί πληγώνουν μόνο το σῶμα, ἐνῶ ὁ συκοφάντης δαγκώνει τήν ψυχή τοῦ πλησίον του καί τοῦ προκαλεῖ ἐπωδυνότερες καί βαθύτερες πληγές.

Νοιώθει χαρά καί εὐτυχία πού καταρρακώνει καί ἐξευτελίζει τήν τιμή καί τήν ὑπόληψη τῶν ἄλλων. Εἶναι ἀδίστακτος, ἀσυνείδητος, αἱμοβόρος, ἄδικος, παράνομος καί ἀσεβής μπροστά σε κάθε ἱερό καί ὅσιο. Κινεῖται κυρίως ἀπό τυφλό συμφέρον, ἀπό προκατάληψη, ἐμπάθεια, ζήλια καί φθόνο. Ἐργαλεῖα του γιά τή δολοφονία τῆς τιμῆς καί τῆς ὑπόληψης τῶν ἄλλων εἶναι τό ψεῦδος, ἡ ἀπάτη, ἡ ὑπουλότητα, ἡ ραδιουργία, ἡ κακοβουλία, ἡ ἀναισχυντία, ἡ κολακεία, ἡ διπλοπροσωπία, ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκριση καί ἡ πάσης φύσεως ἐπινόηση κατηγοριῶν.

Ἀλίμονό μας ἄν πέσουμε συκοφαντούμενοι στό στόμα τέτοιου εἴδους κακούργου στήν ψυχή ἀνθρώπου. Ὅσοι ἔγιναν θύματα συκοφαντῶν ἔχουν ἰδίαν ἀντίληψη γιά τόν παραπάνω χαρακτήρα καί τήν ὑπουλότητα τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῶν.

(α) Ὕπουλος, καταχθόνιος

Ὁ συκοφάντης εἶναι ὕπουλος καί καταχθόνιος, χωρίς ἴχνος θάρρους. Ἐκμεταλλεύεται τήν ἀπουσία τῶν συκοφαντούμενων καί ἐν ἀγνοία τους παραπλανᾶ τούς ἀκροατές του. Στήνει ἐνέδρα σάν τήν ἔχιδνα καί παραμονεύει μέ μίσος νά ἀδειάσει ἐκ τοῦ ἀφανοῦς καί ἀσφαλοῦς το δηλητήριο τῆς συκοφαντίας. Καραδοκεῖ τήν κατάλληλη στιγμή, γιά νά μήν συναντήσει ἀντίσταση καί ἀντεπίθεση ἀπό τούς ἀκροατές του.

Εἶναι κακόβουλος, χωρίς καμιά ἀμφιβολία. Ἄν ἔλεγε καί τήν ἐλάχιστη ἀλήθεια, δέν θά λάμβανε τόσα ὕπουλα μέτρα. Θά εἶχε τήν παρρησία νά ἀνακοινώσει τίς κατηγορίες μπροστά στόν κατηγορούμενο. Ὁ συκοφάντης δυστυχῶς ἐνεργεῖ κρυφά καί ἐμπιστευτικά. Ἐξασφαλίζει τήν ἐχεμύθεια τῶν ἄλλων, γιά νά μή γίνει γνωστό το ὄνομά του. Ἡ διαβολή καί ἡ συκοφαντία εἶναι ἐπινόημα τοῦ Διαβόλου μέ ὄργανό του τόν διαβολέα συκοφάντη.

Ἐνεργεῖ σάν τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, πού συκοφαντοῦσαν τό Χριστό στούς ὄχλους. Αὐτοί δέν ἀρνήθηκαν τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου κωφαλάλου, οὔτε καί τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ἀλλά ἀποντος τοῦ Ἰησοῦ τόν κατηγοροῦσαν ὡς ἁμαρτωλό καί «ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Ματθαίου 9, 34).

Ὁ συκοφάντης, σάν ἄλλος Ἰούδας, σέ προδίδει κρυφά καί μέ φίλημα σέ παραδίδει στή χλεύη καί στήν ὑποτίμηση τῆς συνειδήσεως τῶν ἄλλων. Δέ σταματᾶ ἡ κακία του σ’ αὐτό τό σημεῖο, ἀλλά ὅπως εἶσαι ἀνυπεράσπιστος, λόγω τῆς ἀγνοίας τῶν προθέσεών του, σού πηγνύει πισώπλατά το μαχαίρι. Παραμονεύει σάν ἔχιδνα νά δαγκώσει κρυφά τήν ὑπόληψή σου μέ τό μυτερό καί γεμάτο ἀπό θανατηφόρο δηλητήριο δόντι τῆς συκοφαντίας.

Βάζει τρικλοποδιές στούς ἀντιζήλους του, γιά νά τούς ὑποβιβάσει στήν ὑπηρεσία τους, στό ἀξίωμά τους, καί γενικά στό κοινωνικό τους περιβάλλον.

Ὁ ἀρχαῖος συγγραφέας Λουκιανός γράφει ὅτι ἐνεργεῖ σάν τόν ὕπουλο ἀγύμναστο δρομέα: «Ὁ καλός στό ἦθος γυμνασμένος δρομέας, στηριζόμενος στή μακροχρόνια ἄσκησή του, ξεκινᾶ μέ τό σύνθημα καί προσπαθεῖ νά φθάσει τό γρηγορότερο μέ τίς δικές του δυνάμεις στό τέρμα. Δέν ἐνοχλεῖ τούς ἄλλους συναθλητές του. Ὁ μειονεκτῶν σέ ὅλα ἀγύμναστος κακός συναθλητής καταφεύγει στήν πανουργία. Ἐμποδίζει τό ὁμαλό τρέξιμο τῶν ἄλλων, γιά νά προηγηθεῖ αὐτός» (Λουκιανός, Ὅτι δέν πρέπει νά πιστεύουμε εὔκολα τήν διαβολή, Τόμος Δ, σελ. 104).

Τό ἴδιο συμβαίνει στόν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς, γράφει ὁ Μ. Βασίλειος. Μερικοί, ὅταν βλέπουν κάποιον νά προπορεύεται στήν ἀρετή καί στή μόρφωση, τόν ἐπαινοῦν, ἀλλά, μόλις περιπέσει σέ μικρό σφάλμα, ἀμέσως τόν κατηγοροῦν, διαψεύδοντας τούς ἐπαίνους. Ὅπως σέ μετρικούς ἀθλητικούς ἀγῶνες, ὅταν ὁ προπορευόμενος ἀθλητής ὀλισθήσει, ὁ ἀντίπαλός του ἐξεγείρεται, τόν χτυπᾶ καί τόν καταβάλλει, ἔτσι καί στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, μόλις κάποιος παρεκκλίνει κάπως ἀπό τό καλό, τοῦ ἐπιτίθενται οἱ ἄλλοι μέ τίς κακολογίες καί τίς διαβολές χτυπώντας τόν μέ αὐτές, χωρίς νά συλλογισθοῦν ὅτι καί οἱ ἴδιοι πληγώνονται μέ χιλιάδες βέλη παθῶν. «Καθάπερ γάρ ἀθλητού τινός ὀλισθήσαντος, εὐθύς ὁ ἀντίπαλος κατεξανίσταται παίων καί προκαταβάλλων αὐτόν, οὕτως καί ἐκεῖνοι (οἱ κατά κόσμον ζῶντες), ἐπάν ἴδωσι τόν ἐν ἀσκήσει ἀρετῆς διαζῶντα μικρόν τί τοῦ καλοῦ διαμαρτήσαντα ἐπιτίθενται ταῖς λοιδορίαις καί ταῖς διαβολαῖς, ὥσπερ τοξεύμασι βάλλοντες, οὐ λογιζόμενοι κάθ’ ἑαυτούς, ὅτι αὐτοί μέν ἔφ’ ἑκάστης ἡμέρας μυρίοις τιτρώσκονται τοῖς βέλεσι τῶν παθῶν» (Μ. Βασιλείου Ἀσκητικές διατάξεις, 6ο κεφάλαιο. Ε.Π.Ε. 9, 450. Μιγνι 31, 1361Β).

Οἱ ζῶντες στήν ἀκολασία τῆς ἁμαρτίας, ὅταν κατηγοροῦνται ἀπό τούς ἄλλους γιά τίς παρεκτροπές τους καί προτρέπονται μέ παραδείγματα τοῦ θάρρους τῶν ἁγίων πρό τῶν κινδύνων νά ἐπανέλθουν στήν ἀρετή μέ τόν ἴδιο τρόπο, ἀπό ζηλοφθονία τούς συκοφαντοῦν, γράφει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (προς Ἀνδριάντας ὁμιλία Ά΄, 8, Ε.Π.Ε. 31,598. ΜG 49,26).

(β) Γελοῖος, κόλακας

Ὁ συκοφάντης ἀρχίζει τὴ συζήτηση μὲ δόλιους ἐπαίνους, γιὰ νὰ προκαταλάβει τοὺς ἀκροατές του καί γιά νά συγκαλύψει τήν κακή πρόθεσή του. Μετά ἀπό τήν προετοιμασία αὐτή ἐξαπολύει τό φαρμάκι τῆς καρδιᾶς του. Ὅπως πρό τῆς ἐξαγωγῆς ἑνός δοντιοῦ γίνεται ἔνεση, γιά νά ναρκωθεῖ τό δόντι καί νά ἀποφευχθεῖ ὁ πόνος, τό ἴδιο κάνει καί ὁ συκοφάντης μέ τόν ἔπαινο στήν ἀρχή προκειμένου ἀνώδυνα καί χωρίς ἀντίδραση νά δεχθοῦν καί νά μεταδώσουν οἱ ἀκροώμενοι τίς συκοφαντίες του. Ἐπαινεῖ καί κολακεύει πρῶτα τους ἀκροατές του, γιά νά ἀποκτήσει τήν ἐμπιστοσύνη τους, καί μετά ἐπαινεῖ γιά λίγο καί αὐτόν πού θά συκοφαντήσει, γιά νά ἀκουστοῦν ἐπιεικέστερα οἱ συκοφαντίες του.

Χρησιμοποιεῖ τήν κολακεία σέ μεγάλο βαθμό γιά νά προδιαθέσει τούς ἀκροατές του εὐμενῶς πρός τόν ἑαυτό του. Τούς κοιμίζει μέ ἄλλα λόγια, γιά νά πετύχει τό σκοπό του. Ἐνεργεῖ μέ σατανική τέχνη.

Ἡ κολακεία εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος τῆς καταλήψεως τῆς ὀχυρωμένης ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων τοὺς ὁποίους θέλει νά κάνει ὄργανα τῆς διαδόσεως τῆς συκοφαντίας γιά κάποιον τρίτον πού μισεῖ.

Ὁ συκοφάντης δέν σέβεται τήν ἀλήθεια, δέν λογαριάζει τήν ἀξιοπρέπεια καί δέν ὑπολογίζει τήν κοινή γνώμη προκειμένου νά πετύχει τόν καταχθόνιο σκοπό του. Στό χαρακτήρα τοῦ συνυπάρχουν καί συνεργοῦν ἡ ὑποκρισία, ἡ ἀναισχυντία, ἡ δουλικότητα καί ἡ δολιότητα. Γίνεται γλοιῶδες σκουλήκι γιά νά πάρει μέ τό μέρος του τούς ἀκροατές, πού θά συμβάλλουν στή μετάδοση τῆς συκοφαντίας.

Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει «ὅτι οἱ μέν κυνηγοί θηρεύουν τούς λαγούς μέ τά σκυλιά, οἱ δέ κόλακες πιάνουν τούς ἀνόητους ὡς συνεργούς τους μέ τίς κολακεῖες». Κολακεύει τή ματαιοδοξία τους. Ἐγκωμιάζει μέ στομφώδη λόγια τά μέτρια σωματικά καί πνευματικά προσόντα τους καί τίς ἐλάχιστες ἱκανότητες καί ἀρετές τους γιά νά τούς προδιαθέσει φιλικά μέν πρός τόν ἑαυτό του καί δυσμενῶς μέ ψευδολογίες πρός τόν συκοφαντούμενο.

Ὅπως στίς πολιορκίες τῶν καλά ὀχυρωμένων πόλεων ὁ ἐχθρός ψάχνει νά βρεῖ τά τρωτά σημεῖα αὐτῶν, τίς κερκόπορτες, τά χαμηλά ἀφύλακτα καί χαλασμένα μέρη τοῦ τείχους, γιά νά εἰσδύσει σ’ αὐτά, μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐνεργεῖ καί ὁ συκοφάντης, γιά νά εἰσδύσει στίς ψυχές τῶν ἀκροατῶν του. Προσπαθεῖ μέ τήν κολακεία νά ἐντοπίσει τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους.

(γ) Χαμαιλέοντας

Ο Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι ὁ κόλακας συκοφάντης, σάν τό χταπόδι, πού παίρνει τό χρῶμα τοῦ περιβάλλοντος, προσπαθεῖ νά μαντεύσει μέ τί εἴδους κολακεῖες καί γνῶμες εὐχαριστεῖται περισσότερο ὁ κολακευόμενος, γιά νά τίς προσαρμόσει ἀνάλογα. Ἀπό τίς ἐκφράσεις τῶν προσώπων τῶν ἀκροατῶν του ἀντιλαμβάνεται τίς ἀδυναμίες τους καί ἀνάλογα προσαρμόζει τήν κολακεία στόν κάθε ἀκροατή καί στή συνέχεια τή συκοφαντία γιά τό ἐχθρό του.

Ἐκμεταλλεύεται τά ἐλαττώματα καί τά ἀδύνατα σημεῖα τοῦ χαρακτήρα τῶν ἀκροατῶν του, γιά νά ἐπιτύχει τό σκοπό του.

Στή ζηλότυπο σύζυγο θά πεῖ γιά τόν συκοφαντούμενο ὅτι αὐτὸς ἔκανε τάχα νεύματα σέ γυναίκα, ἡ ὁποία τοῦ ἀπαντοῦσε μέ χαμόγελα καί ἀναστεναγμούς. Στόν φιλάργυρο θά μιλήσει γιά καταχρήσεις τῆς περιουσίας του. Στόν φιλόδοξο θὰ ἀναφέρει ὅτι τόν κατηγοροῦσε καί ὑποτιμοῦσε τήν προσωπικότητά του. Στόν συγγραφέα θά πεῖ ὅτι ὑποτιμοῦσε τά συγγράμματά του ὡς ἀσυνάρτητα. Στόν εὐσεβῆ καί φιλοθρῆσκο θά τοῦ παρουσιάσει ὅτι εἰρωνευόταν τά θεία, τόν ἱερό κλῆρο καί τά δόγματα τῆς πίστης. Στόν δίκαιο θά μιλήσει γιά ἀδικίες, στόν τίμιο γιά ἀτιμίες, στόν ἠθικό γιά ἀνηθικότητες καί ὅ,τι ἄλλο ἀντιβαίνει πρός τίς ἀρχές καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ ἀκροατῆ του. Ἀποφεύγει τίς συκοφαντίες περί ἀνηθικότητας στούς ἀνήθικους ἤ περί κλοπῆς στούς κλέπτες, διότι θά τούς θίξει παρουσιάζοντας τόν συκοφαντούμενο ὅμοιο μέ αὐτούς.

Ἀνάλογα μέ τό χαρακτήρα τοῦ ἀκροατῆ του ἐκτοξεύει τίς κατάλληλες συκοφαντίες γιά ὅσους μισεῖ. Βάζει τή φωτιά τῆς συκοφαντίας ἐκεῖ πού βρίσκει εὔφλεκτα ὑλικά, δηλαδή ἐπιρρεπεῖς πρός τή συκοφαντία ἀνθρώπους. Ἐπινοεῖ συκοφαντίες, πού προκαλοῦν μεγάλη ἀγανάκτηση, ἐξοργίζουν καί θολώνουν τό μυαλό τοῦ ἀκροατῆ του, ἔτσι ὥστε αὐτὸς νά τίς δεχθεῖ ἀνέλεγκτα χωρίς καμιά ἀντίδραση.

Ὁ συκοφάντης ἐπιδιώκει νά προσδώσει στήν προμελετημένη συκοφαντία κατά τῶν ἐχθρῶν του ὅ,τι ἀρέσει στά αὐτιά τῶν ἀκροατῶν του καί κατά τό δυνατό ὅ,τι ἀντιβαίνει στό χαρακτήρα τοῦ συκοφαντημένου καί γίνεται κτυπητό στήν ἰδιότητά του. Προσαρμόζεται σάν χαμαιλέοντα στό ἑκάστοτε περιβάλλον.

Ὁ λαοπλάνος συκοφάντης μέ τή συμπαράσταση καί τή συνεργασία τοῦ Διαβόλου παρασύρει στή διάδοση τῆς συκοφαντίας του πολλούς ἀνθρώπους. Πολλοί τίμιοι καί ἐνάρετοι κατά τά ἄλλα στήν κοινωνία ἄνθρωποι γίνονται ὄργανα τῶν διεστραμμένων συκοφαντῶν, χωρίς νά τό ἀντιληφθοῦν.

(δ) Αἱμοβόρος

Ὁ συκοφάντης εἶναι αἱμοβόρο θηρίο σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις του. Δέν τρώγει σάρκες, ἀλλά τίς ὑπολήψεις τῶν ἐχθρῶν του. Ὅταν ρώτησαν τό Θεοκριτο, ποιά θηρία εἶναι περισσότερο αἱμοβόρα, ἀπάντησε: «Ἐν μέν τοῖς ὄρεσι ἄρκτοι καί λέοντες, ἐν δέ ταῖς πόλεσι κλέπται καί συκοφάνταις».

Ὁ συκοφάντης «ψεύδεται ἀσύστολα σέ βάρος τῶν ἀντιπάλων του ἀπό σατανική διάθεση, κακεντρέχεια, ζηλοφθονία, μίσος καί μανία καταστροφῆς γιά νά κακουργήσει, γιά νά σπιλώσει καί νά καταστρέψει τό πολυτιμότερο ἀγαθό τους, τήν ὑπόληψή τους», γράφει ὁ Παπανοῦτσος (Πρακτική φιλοσοφία, σελ. 330-333).

Ἡ συκοφαντία εἶναι φοβερή κοινωνική πληγή. Εἶναι ἀπό τά μεγαλύτερα καί βαρύτερα ἐγκλήματα. Δέν εἶναι ἕνα ἐπιπόλαιο ἀφελές ψέμα πού λέγεται ἀσυναίσθητα, ἀλλά ἕνα προμελετημένο κακούργημα κατά τῆς ὑπόληψης καί τῆς τιμῆς τῶν ἄλλων. Δέν εἶναι ἐνέργεια μίας στιγμιαίας ὀργῆς καί θυμοῦ, ἀλλά ἐκδήλωση μακροχρόνιας ἐξωφρενικῆς κακίας καί ἀντιπάθειας. Ἕνα προμελετημένο ἔγκλημα. Ὁ συκοφάντης ἐπινοεῖ μέ τή νοσηρή φαντασία του ἀνυπόστατες κατηγορίες ἐναντίον τῶν ἄλλων. Μέ τά ἀσύστολα ψεύδη του διασπείρει μέ ἐπιδεξιότητα στό κοινωνικό του περιβάλλον, σάν καλός ἄψογος ἄνθρωπος, τρομερές συκοφαντίες, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας αἱμοσταγής δολοφόνος τῆς κοινωνικῆς τιμῆς καί τῆς ὑπολήψεως πολλῶν ἀθώων ἀνθρώπων.

Ὁ συκοφάντης δέν ἐπιδέχεται ὑποδείξεις καί συμβουλές διορθώσεως τοῦ χαρακτήρα του. Βρίσκεται ἐκτός ἐαυτοῦ. Διαστράφηκε ὁ χαρακτήρας του. Εἶναι ἀκόρεστος στήν ἱκανοποίηση τῆς κακίας του.

Δέν ἔχει ἴχνος ντροπῆς, ἀλλά θράσος καί ἀναίδεια. Εἶναι ἀδίστακτος. Δέν αἰσθάνεται ὅτι διαπράττει τρομερό ἔγκλημα, βαρύτερο καί ἀπό τό φόνο. Τρίβει τά χέρια του ἐνθουσιασμένος, διότι ἰκακοποιεῖ τά βαθύτερα ἔνστικτά της κακίας του. Νοιώθει μεγάλη χαρά σάν τό διάβολο, ὅταν βεβαιώνεται ὅτι οἱ συκοφαντίες του διαδόθηκαν, οἱ ραδιουργίες του πέτυχαν, τά θύματά του σπιλώθηκαν, ὑποτιμήθηκαν καί περιφρονήθηκαν ἀπό τήν κοινωνία. Ἀγάλλεται, ὅταν οἱ ὑπολήψεις τῶν συκοφαντηθέντων ἀπό αὐτόν καταστράφηκαν στήν κοινωνία καί οἱ προσωπικότητές τους ὑποτιμήθηκαν στίς συνειδήσεις τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντός τους καί ἔγιναν ἀντικείμενο δυσμενῶν σχολίων.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομός μας συνιστᾶ νά μήν ἀκονίζουμε τή γλώσσα μας ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου καί νά μή λέμε λόγια πού καταποντίζουν καί ὑποσκάπτουν τήν ὑπόληψη τοῦ πλησίον μας, οὔτε νά χτυποῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον σάν νά εὑρισκόμαστε σέ πόλεμο. «Τί γάρ ὄφελος νηστείας ἤ ἀγρυπνίας λοιπόν, ὅταν γλώττα μεθύη, καί κυνείων κρεών ἀκαθαρτοτέρων σιτῆται τράπεζαν, αἱμοβόρος γενομένη καί προχέουσα βόρβορον, καί καμάρας ὀχετόν τό στόμα ποιῆ, μᾶλλον δέ καί πολύ ταύτης βδελυρότερον. Τό μέν γάρ ἐκεῖθεν προϊόν, σῶμα ἐμόλυνε, τό δέ ἐντεῦθεν, πολλάκις ψυχήν ἀπέπνιξε (Χρυσοστόμου, Α΄ Κορινθ. λόγ. 44, παρ.8 Ε.Π.Ε. 18Α 766 στ. 21-26).

Καμιά ὠφέλεια δέν προκύπτει ἀπό τίς νηστεῖες καί τίς ἀγρυπνίες μας, ὡς χριστιανῶν, ὅταν ἡ γλώσσα μας μεθάει καί σιτίζεται σέ τραπέζι πού εἶναι πιό ἀκάθαρτο καί ἀπό κρέατα σκύλου, μέ τό νά γίνεται αἱμοβόρα καί νά χύνει βόρβορο, κάνοντας τό στόμα ὑπόνομο καί ὀχετό καί μάλιστα σιχαμερότερο ἀπ’ αὐτόν. Τά ἀκάθαρτα φαγητά μολύνουν τό σῶμα, ἐνῶ τά ἐξερχόμενα ἀπό τό στόμα (: ὕβρεις καί συκοφαντίες) πνίγουν πολλές φορές τήν ψυχή. Ὅπως ὁ λύκος, ὅταν εἰσβάλλει σέ κοπάδι προβάτων δέν ἱκανοποιεῖ τήν πείνα του μέ τό κατασπάραγμα ἑνός ἀρνιοῦ, ἀλλά ὠθούμενος ἀπό τό ἄγριο ἔνστικτό του κατασπαράσσει ὅλα τα πρόβατα, ἔτσι καί ὁ συκοφάντης, γιά νά κορέσει τήν κακία του, δέν ἱκανοποιεῖται μέ τό νά συκοφαντήσει ἕνα ἄνθρωπο στή ζωή του ἀλλά πολλούς.

Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κυριεύεται ἀπό τά πάθη τῆς κακίας, δέν διαφέρει ἀπό τά ἄγρια θηρία, μερικές φορές μάλιστα ξεπερνᾶ καί τά θηρία ἀκόμη. Ἐξαιτίας τοῦ φθόνου καί τῆς κακίας του σκοτίσθηκε τό μυαλό του. Πιστεύει ὅτι ἐνεργεῖ σωστά καί αὐτά πού λέει εἶναι ἀλήθειες. Παραλογίζεται, γίνεται τυφλό ὄργανο τῶν παθῶν του. Ἐκτελεστῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ διαβόλου.

Παρόλα αὐτά οἱ ἐπιπόλαιοι στό χαρακτήρα καί οἱ ἐπιρρεπεῖς πρός τήν καταλαλιά συνάνθρωποί του τόν θεωροῦν λογικό καί τόν πιστεύουν. Οἱ συμμετέχοντες στή διάδοση τῆς συκοφαντίας γίνονται τυφλά ὄργανα τοῦ συκοφάντη καί τοῦ διαβόλου. Ἐξυπηρετοῦν τά σχέδια του.

 

6. Γιατί ἡ συκοφαντία εἶναι βαρύ ἁμάρτημα;

Ἡ τιμή καί ἡ ὑπόληψη γιά ἕναν ἔντιμο ἄνθρωπο εἶναι ἀγαθά πολυτιμότερα καί ἀπό τήν ἴδια τή ζωή του. Προτιμᾶ συχνά ὁ τίμιος ἄνθρωπος νά πεθάνει παρά νά ζεῖ συκοφαντημένος καί ὡς κάθαρμα διαβεβλημένος ἀνάμεσα στή κοινωνία. Οἱ ἁπλοί, ντόμπροι, εἰλικρινεῖς, τίμιοι ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἔχουν ὡς πρῶτο μέλημα τῆς ζωῆς τους νά ἔχουν καθαρό το μέτωπό τους ‑τό κούτελό τους, ὅπως λένε‑ ἀπό κάθε κηλίδα ἀνεντιμότητας καί ἀδικίας. Θυσιάζουν καί τή ζωή τούς ἀκόμη γιά ἕνα καλό ὄνομα μέσα στή κοινωνία. Ὁ συκοφάντης καταστρέφει καί φονεύει αὐτό τό ἀνεκτίμητο ἀγαθό του ἀνθρώπου. Καταστρέφοντας τήν ὑπόληψη ἑνός ἀνθρώπου, παραβαίνει τό νόμο τοῦ Θεοῦ στόν ἴδιο βαθμό, πού τόν παραβαίνει καί ἕνας φονιάς.

Γι’ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι οἱ ψυθιριστές καί οἱ κατάλαλοι εἶναι «ἄξιοι θανάτου» (Ρωμ.1, 29-32). «Μή πλανάσθε... οὐ λοίδοροι (συκοφάντες) οὔχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορινθίους, 6, 10). Τονίζει ὅτι ὁ συκοφάντης θά στερηθεῖ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅπως καί ὁ φονιάς.

Ἡ συκοφαντία εἶναι ὁ χειρότερος τρόπος ἐξουδετερώσεως τῆς προσωπικότητας ἑνός ἀνθρώπου. Ἀφήνει μέν ζωντανό το συκοφαντούμενο, ἀλλά τοῦ καταστρέφει σιγά σιγά τό πολυτιμότερο ἀγαθό της ζωῆς του, τήν τιμή καί τήν ὑπόληψή του.

Τί εἶναι προτιμότερο; Νά θυσιάσεις τά πλούτη σου καί τή ζωή σου ἀκόμη χάριν τῆς τιμῆς καί τῆς ὑπολήψεώς σου ἤ νά ζεῖς καί νά κυκλοφορεῖς πλούσιος μέ ἕνα ὄνομα ἐξευτελισμένο, περιφρονημένο, εὑρισκόμενο στή χαμηλότερη στάθμη τῆς συνειδήσεως τῶν ἀνθρώπων;

Οἱ ἀγῶνες τοῦ ἔθνους κατά τῆς εἰσβολῆς τῶν ἐχθρῶν ἀποβλέπουν μεταξύ των ἄλλων στή φύλαξη τῆς τιμῆς καί τῆς ὑπολήψεως τοῦ λαοῦ. Γνωστό εἶναι σέ ὅλους μας ὅτι ὁ σκλαβωμένος λαός διαβάλλεται, ἐξευτελίζεται, καταρρακώνεται, ἀτιμάζεται καί ἐξοντώνεται ἡ τιμή καί ἡ προσωπικότητά του ἀπό τόν ἐξωτερικό ἐχθρό κατακτητή.

Ἕνας ἐσωτερικός ἐχθρός της τιμῆς καί τῆς ὑπολήψεως τοῦ λαοῦ εἶναι καί ὁ συκοφάντης. Γιά τόν ἐξωτερικό ἐχθρό ὅλοι ἀντιδροῦμε καί συμμετέχουμε στόν κοινό ἀγώνα τῆς πατρίδας μας, ἐνῶ γιά τόν ἐσωτερικό ἐχθρό της προσβολῆς τῆς τιμῆς καί τῆς ὑπολήψεως τῶν συμπατριωτῶν μας, ὄχι μόνο δέν ἀντιδροῦμε, ἀλλά πολλές φορές τόν βοηθοῦμε μέ τό νά πιστεύουμε καί νά μεταδίδουμε τίς συκοφαντίες του. Γινόμαστε προδότες τοῦ ἀγώνα τῆς διαφυλάξεως τοῦ ἱεροτέρου ἀγαθοῦ των συνανθρώπων μας, τῆς τιμῆς καί τῆς ὑπολήψεώς τους, διαδίδοντας τίς συκοφαντίες τοῦ ἀχρείου συκοφάντη.

Κατεβαίνουμε στή στάθμη του καί συνεργαζόμαστε μαζί του, γιά νά ἐπιτελέσει εὐκολότερα καί καλύτερά το ἐγκληματικό του ἔργο.

Στά παλαιά χρόνια καθιέρωσαν τό θεσμό τῆς μονομαχίας γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς τιμῆς καί τῆς ὑπολήψεως ἀπό τόν ἐσωτερικό αὐτό ἐχθρό. Ὁ προσβαλλόμενος ρίσκαρε καί τή ζωή του ἀκόμη μέ τό συκοφάντη γιά τήν τιμή καί τήν ὑπόληψή του μέσα στή κοινωνία.

Αὐτό σημαίνει ὅτι τοποθετοῦσαν τή τιμή καί τήν ὑπόληψή τους ὑπεράνω ἀπό τή ζωή τους.

Ὁ συκοφάντης παρασέρνει ἑκατοντάδες ἀνθρώπους στή πλάνη, τούς κάνει συνενόχους του στή διάδοση τῆς συκοφαντίας μέσα στή κοινωνία. Ἐπιδιώκει μέ τούς ἀφελεῖς καί ἐπιπόλαιους συνεργάτες του νά μεταδίδονται οἱ συκοφαντίες τό ταχύτερο σέ εὐρύτερο κοινό, γιά νά κάνει ὅσο τό δυνατόν μεγαλύτερο κακό στόν συκοφαντούμενο. Οἱ συκοφαντίες του διαδίδονται καί τρέχουν, σάν τό νερό κάτω ἀπό τήν ψάθα, ὕπουλα πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις, χωρίς νά ξέρει ὁ συκοφαντούμενος τί γίνεται σέ βάρος του μέσα στήν κοινωνία. Τόν μειώνει στή συνείδηση τῶν γνωστῶν καί φίλων του καί τόν ἀπομακρύνει ἀπό αὐτούς. Τόν ἀπομονώνει ἀπό τό κοινωνικό του περιβάλλον, διότι τό ἐπηρεάζει μέ τίς συκοφαντίες νά διάκειται δυσμενῶς πρός αὐτόν, λόγω τῆς μειώσεως τῆς ὑπολήψεώς του.

Θεέ μου, Σέ παρακαλοῦμε θερμά βοήθησε τούς συκοφαντημένους νά σηκώνουν μέ ὑπομονή τό σταυρό τῆς συκοφαντίας σέ ὅλη τή ζωή τους καί φώτισε τούς συκοφάντες νά μετανοήσουν εἰλικρινά, διότι εἶναι χειρότεροι καί ἀπό τούς δολοφόνους.

 

7. Τό μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος τῆς συκοφαντίας

Ἡ συκοφαντία εἶναι πολύ βαρύ ἁμάρτημα κατά τῆς ἀλήθειας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Εἶναι ὕπουλη, καταχθόνια ἐνέργεια, πού βάζει τεχνηέντως τήν καχυποψία στούς ἄλλους γιά τό χαρακτήρα καί γενικά τήν προσωπικότητα τοῦ συκοφαντημένου.

Ἡ συκοφαντία προκαλεῖ μεγάλη ζημιά καί στούς ἀκροατές της. Τούς σκανδαλίζει καί τούς παρασέρνει στήν καχυποψία καί στή διάδοση τοῦ ψέματος. Τούς κάνει συνενόχους μέ τή διάδοσή της. Καταστρέφει τήν ἀγάπη ἀπό τίς ψυχές τους, διότι ὁ συκοφάντης τούς ἐπηρεάζει νά ὑποτιμοῦν καί νά ἀπεχθάνονται τούς πιό ἀθώους ἀνθρώπους, πού δέν διέπραξαν ἴχνος ἀπό ὅσα λέγονται σέ βάρος τους. Ὁ συκοφάντης μαγεύει τούς ἀκροατές του καί τούς προκαταλαμβάνει μέ τά προμελετημένα λεπτομερῶς ψέματά του, καθιστώντας τους ἀνικάνους νά ἀντιδράσουν στή συνωμοσία τῆς καταστροφῆς τῆς ὑπόληψης τῶν ἄλλων. Τούς ἀποπροσανατολίζει ἀπό τήν πραγματικότητα καί τήν ἀλήθεια.

Εἶναι συγχρόνως ἕνα ἐπώδυνο μαρτύριο, ἕνας βαρύς σταυρός στούς συκοφαντημένους, πού ἀπαιτεῖ Ἰώβειο ὑπομονή καί μεγάλη πίστη στή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιά νά τόν ἀντέξουν.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἀπό τίς συκοφαντίες πολλοί λύγισαν στήν πίστη τους καί ἔχασαν τήν ψυχή τους. Δέν ὑπάρχει γιά τούς ἀγωνιζομένους στήν ἀρετή ἄλλο πιό ἀνυπόφορο πράγμα ἀπό τή συκοφαντία, πού μπορεῖ νά πληγώσει τόσο πολύ τήν ψυχή τους. Εἶναι πιό βασανιστική ἀπό ὅ,τι οἱ σκουληκιασμένες πληγές.

«Πολλοί γοῦν ἀπό τούτων (τῶν συκοφαντιῶν) μόνον ἐπεσον καί τήν ψυχήν αὐτῶν ἀπώλεσαν. Καί τῷ Ἰώβ τῶν σκουλήκων καί τῶν τραυμάτων φορτικότερα ἐφάνη τά παρά τῶν φίλων ὀνείδη. Οὐ γάρ ἔστιν, οὐκ ἔστι οὐδέν φορητότερον τοῖς ὀδυνωμένοις λόγου δυναμένου δακεῖν ψυχήν» (Χρυσοστόμου, Β΄ Κορινθ. ὁμιλία, 12η παρ. 2 Ε.Π.Ε. 19, 338 P.G 61,485).

Ἡ συκοφαντία εἶναι τό τρομερότερο δάγκωμα στήν ψυχή τοῦ ἄλλου. Τά δαγκώματα τοῦ στόματος στό σῶμα δέν βλάπτουν τόσο πολύ, ὅσο τά δαγκώματα τῶν λόγων μέ τή συκοφαντία στή ψυχή. Ὅσο πολυτιμότερη εἶναι ἡ ψυχή σέ σχέση μέ τό σῶμα, τόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ βλάβη τῆς συκοφαντίας σ’ αὐτή. «Οὐ γάρ οὕτως ὁ ἀνθρωπίνης ἀπογευσάμενος σαρκός ἔβλαψεν, ὡς ὁ δήγματα εἰς τήν ψυχήν πηγνύς. Ὅσον γάρ ψυχή τιμιωτέρα σώματος, τοσούτω χαλεπωτέρα ἡ ταύτης βλάβη», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (εἰς Γαλάτας, ὁμιλία Ε, παρ. 5 Ε.Π.Ε. 20, 370).

Ἡ συκοφαντία χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἴδιο πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς τρομερή καί φοβερή πονηρή συνήθεια, πού προκαλεῖ μεγάλη ζημιά στήν κοινωνία. «Καί γάρ δεινόν ἔθος, δεινόν το κατηγορεῖν τόν ἀδελφόν. Ἀνέλομεν τοῦτο τό πονηρόν ἔθος οὐδέ μικρᾶν λύμην τοῦτο ἐργάζεται» (Χρυσοστόμου, Κατά Ἰουδαίων, λόγος 8ος παρ. 4, Ε.Π.Ε. 34, 385).

Πολλοί ἔβαλαν στή θηλιά τοῦ σκοινιοῦ τό λαιμό τους, ἐπειδή δέν ὑπέφεραν τήν κακήν ἀπό συκοφαντίες φήμη τους. Εἶναι πολλές καί βαριές οἱ συνέπειες τῆς συκοφαντίας στήν ψυχή τοῦ θύματος, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. «Πολλοί γοῦν καί ἐπί βρόχον ἦλθον, πονηρᾶν οὐ φέροντες δόξαν» (15η ὁμιλία Ματθαίου, Ε.Π.Ε. 9, 486 στ. 16).

Ὁ γενναῖος Ἰώβ, ἐνῶ ὑπέμεινε εὔκολα μέ πολλή καρτερία ὅλα τα βάσανα τῆς ἀπώλειας τῆς περιουσίας του, τοῦ θανάτου ὅλων των παιδιῶν του καί τήν ἐπάρατο λέπρα μέ τά σκουλήκια, πού ἀνεύριζαν στό σῶμα του, κάμφθηκε τό ἠθικό του, ὅταν εἶδε τούς φίλους του νά τόν περιφρονοῦν καί νά τόν προσβάλουν, νά σχηματίζουν κακή γνώμη γιά αὐτόν λέγοντας ὅτι ὑποφέρει καί τιμωρεῖται ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του. Πόνεσε ψυχικά τόσο πολύ, ὥστε μετά ἀπό ἑπταήμερο σιωπή ἔφτασε νά καταραστεῖ τήν ἡμέρα πού γεννήθηκε (Ἰώβ 3, 1-3, Χρυσοστόμου, Ματθαίου 15η ὁμιλία παρ. 5. Ε.Π.Ε. 9, 486, στ. 16).

 

8. Συγκριτική ἀπόδειξη τοῦ μεγέθους τοῦἁμαρτήματος τῆς συκοφαντίας

 

Ὁ συκοφάντης δέν εἶναι ἕνας ἁπλός, ἐπιπόλαιος καί ἀπερίσκεπτος ψεύτης, πού λέει ἀνακρίβειες καί ἐπινοεῖ ἁπλά ψέματα γιά λόγους συμφέροντος, ἄμυνας, ἀστειότητος καί ψυχαγωγίας, ἀλλά ἕνας πολύ πανοῦργος ἄνθρωπος μέ ἐγκληματικό χαρακτήρα. Τά ψέματά του προσελκύουν τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀκροατῶν καί ἱκανοποιοῦν τήν περιέργειά τους. Διαδίδονται εὔκολα ἀπό στόμα σέ στόμα, διότι πολλοί ψυθιριστές ἀρέσκονται νά ἀκοῦνε καί νά μιλοῦν σέ βάρος τῶν ἄλλων.

Στίς ἄλλες κακίες, π. χ τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωισμό, τήν ματαιοδοξία, ὑπάρχουν βεβαίως παραλογισμοί ἐπιδείξεως, προβολῆς καί διακρίσεως ἐντός του κοινωνικοῦ περιβάλλοντος πού ζοῦν οἱ ἄνθρωποι, μέ σκοπό ἐκτοπισμοῦ τῶν ἄλλων ἀπό τό κέντρο τῆς προσοχῆς καί τοῦ ἐνδιαφέροντος. Γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τούς οἱ παραβάτες χρησιμοποιοῦν ὅμως κατά τό πλεῖστον ἔντιμα μέσα, διότι ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνειά τους δέν τούς ἀφήνουν νά χρησιμοποιήσουν ταπεινά καί εὐτελῆ μέσα, ὅπως ὁ συκοφάντης. Ἔχουν καί κάτι καλό καί θετικό μέσα τους. Παρουσιάζουν ἕνα φαινομενικό μεγαλεῖο, μία ἀνωτερότητα σκέψεων καί πράξεων, κατά την πραγματοποίηση τῶν ἐπιδιωκόμενων σκοπῶν τους.

Στό συκοφάντη δέν ὑπάρχει τίποτε τό καλό, τό θετικό καί ἀνώτερο μέσα του, ἀλλά μόνο στεγνή κακία, ἔχθρα, ὑπουλότητα καί χαιρεκακία. Ὅλες οἱ διεστραμμένες πράξεις προξενοῦν ἀπέχθεια, διότι προκαλοῦν κάποιο κακό, ἀλλά ἡ συκοφαντία ξεπερνᾶ τά ὅρια κάθε κακίας καί ἀπέχθειας. Ἡ συκοφαντία εἶναι χειρότερη καί ἀπό τίς πιό βαριές ἁμαρτίες. Γιά νά ἀποδείξουμε τό μέγεθός της θά κάνουμε ἐνδεικτικά μία σύγκριση τῆς συκοφαντίας μέ τήν κλοπή, τό ψεῦδος καί τό φόνο.

(α) Συκοφάντης – κλέφτης

Ὁ συκοφάντης εἶναι χειρότερος καί τοῦ ληστῆ ἀκόμη, διότι ὁ ληστής ἔρχεται φανερά καί σού ἀφαιρεῖ τά πρόσκαιρα ὑπάρχοντα ὑλικά ἀγαθά. Ξέρεις μέ ποιόν ἔχεις νά κάνεις καί λαμβάνεις τά μέτρα σου ἐκ τῶν προτέρων. Καταθέτεις τά χρήματά σου στήν τράπεζα καί βάζεις τά τιμαλφῆ σου στή θυρίδα αὐτῆς. Βάζεις συναγερμό στό σπίτι σου καί σέ περίπτωση μεγάλου κινδύνου ἐνισχύεις τήν ἄμυνά σου καί τόν ἀποκρούεις θαρραλέα. Προμηθεύεσαι ἕνα λυκόσκυλο γιά ἄγρυπνο φύλακα τοῦ σπιτιοῦ σου καί λαμβάνεις ὅλα τα ἐνδεδειγμένα μέτρα γιά νά ἀντιμετωπίσεις τόν κακοποιό κλέφτη.

Τί ὅμως πρέπει νά κάνεις στό δόλιο καί ὕπουλο συκοφάντη, πού θέλει νά σού καταστρέψει τό πολυτιμότερο ἀγαθό, τήν κοινωνική σου ὑπόληψη καί τιμή; Σού εἶναι ἄγνωστος, παρότι βρίσκεται πλησίον σου καί σοὺ κάνει τό φίλο. Συνομιλεῖς μαζί του καί προσπαθεῖ νά πιαστεῖ ἀπό κάποια λόγια σου γιά νά στηρίξει τή συκοφαντία. Διαστρέφει τά λεγόμενά σου, ὅπως οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, καί σού στήνει παγίδα. Ὁ Χριστός μίλησε μεταφορικά ἐνώπιον των Ἑβραίων γιά τό θάνατό του, τήν τριήμερη ταφή καί τήν ἀνάστασή του, καί αὐτοί τό διέστρεψαν καί κατέθεσαν στή δίκη του ὅτι τάχα αὐτός εἶπε κατά κυριολεξία ὅτι θά καταστρέψει τό ναό τοῦ Σολομῶντος καί θά τόν ξανακτίσει σέ τρεῖς μέρες.

(β) Συκοφάντης ‑ φονιάς

῾O Ἰωάννης Κολιτσάρας χαρακτηρίζει τή συκοφαντία ὡς ἔγκλημα πιό βαρύ ἀκόμη καί ἀπό τό φόνο (Ἕνα ἀσυγκράτητο κακό, σελ. 66 καί 113), διότι ὁ φονιάς ἀφαιρεῖ τή ζωή τοῦ ἄλλου, ἐνῶ ὁ συκοφάντης φονεύει ὕπουλα καί δόλια το ἱερότερο καί πολυτιμότερο ἀπό τά πνευματικά ἀγαθά της ζωῆς, τήν ὑπόληψη καί τήν τιμή. Ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος ἔλεγε: «Ὁ κατάλαλος θανατώνει τήν τιμήν τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὁ φονιάς τήν ζωή. Ἐπειδή ὅμως ἡ τιμή εἶναι ἀνωτέρα της ζωῆς, ἡ καταλαλιά (ἡ συκοφαντία) ἄρα εἶναι ἀνώτερή του φόνου, διότι ὁ φονιάς θανατώνει μέ τό βέλος καί μέ μέγα κίνδυνο τῆς ζωῆς του τούς ζωντανούς μόνον, ὁ δέ κατάλαλος (συκοφάντης) μέ ἕνα λόγο καί μέ μεγάλη ἀσφάλεια θανατώνει ζωντανούς καί πεθαμένους.»

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος παρουσιάζει πολύ παραστατικά τή μεγάλη διαφορά τῆς συκοφαντίας ἀπό τό φόνο: «Ὁ μέν ἀνδροφόνος τό ξίφος ἐνέπηξε καί μικρόν λυπήσας χρόνον οὐκέτι περαιτέρω προάξει τήν βάσανον, οἱ δέ ταῖς συκοφαντίαις, ταῖς ἐπηρείαις τό φῶς ἐργαζόμενος αὐτῶ σκότος, καί ἐπιθυμία καθιστᾶς τοῦ μυριάκις ἀποθανεῖν, ἐννόησον ὅσους ἐργάζη ἄν θανάτους» (Χρυσόστομου, ΙΑ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, Μίν. Ε.Π. 60, 491).

Ὁ φονιάς διαπράττει συχνά τό ἔγκλημα τοῦ φόνου σέ μία ὥρα ὀργῆς, θυμοῦ καί ἐξάψεως. Τυφλωμένος ἀπό κάποιο πάθος (: μίσους, κακίας, ζήλειας, μέθης κ.λπ.), μπήγει τό μαχαίρι στόν ἐχθρό του καί ἐντός ἑνός λεπτοῦ της ὥρας τόν ἀποτελειώνει, χωρίς νά τόν βασανίσει καί νά παρατείνει τό μαρτύριό του γιά πολύ. Ὁ συκοφάντης ὅμως, σάν τή γάτα πού τυραννάει τό θήραμά της πολλές ὧρες ὡς πού νά τό καταβροχθίσει, τυραννάει καί θανατώνει τό συκοφαντούμενο σέ ὅλη του τή ζωή. Τόν φέρνει πολλές φορές σέ ἀπελπισία, τοῦ σκοτίζει τό νοῦ μέ τίς συκοφαντίες σέ βαθμό πού νά προτιμᾶ ὁ δυστυχής συκοφαντημένος νά πεθάνει παρά νά ὑπομένει τό μαρτύριο τῆς συκοφαντίας γιά πολλά χρόνια.

Πόσες ἀθῶες εὐαίσθητες ὑπάρξεις ὁδηγήθηκαν πρόωρα στό τάφο ἀπό τή θλίψη ἐξ αἰτίας κάποιας τρομερῆς συκοφαντίας; Πόσοι μαράζωσαν, δέν ἄντεξαν τό μαρτύριο τῆς συκοφαντίας καί ἔδωσαν τέλος στή ζωή τους, ἐπειδή τοποθέτησαν τήν ὑπόληψή τους ψηλότερα ἀπό τή ζωή τους; Μόνο ὅποιος ἔζησε τίς καταστάσεις τοῦ συκοφαντημένου μπορεῖ νά τον καταλάβει καί νά τοῦ δείξει εἰλικρινῆ κατανόηση. Εἶναι ἕνα συνεχές μαρτύριο θανάτου, αὐτό πού βιώνει ὁ εὐαίσθητος στήν ψυχή, συκοφαντημένος ἄνθρωπος. Πρέπει κανείς νά συμπαρίσταται στούς συκοφαντημένους καί νά μήν τούς ἀφήνει νά κατασπαράσσονται στά δόντια τῶν συκοφαντῶν. Ὅταν βλέπουμε ἕνα μικρό ποντικάκι στά νύχια καί στά δόντια μίας γάτας τό λυπούμαστε, ἐνῶ ὅταν πληροφορούμεθα ὅτι τρίτοι συκοφαντοῦν καί κατασπαράσσουν μέ τά ἀλλεπάλληλα ψεύδη τούς κάποιον ἔντιμο συνάνθρωπό μας, συχνά ἀδιαφοροῦμε. Δικαιούμαστε, ἄν συμπεριφερόμαστε ἔτσι, νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι ζοῦμε σέ μιά προηγμένη πολιτισμικά κοινωνία;

Ἡ συκοφαντία εἶναι πιό σκληρό καί πιό σαδιστικό ἔγκλημα ἀπό τό φόνο, διότι διαπράττεται μέν στήν παροῦσα ζωή, συνεχίζεται ὅμως καί στή μέλλουσα.

Ὁ φονιάς διαπράττει συνήθως τό ἔγκλημά του σέ κατάσταση θυμοῦ, ὀργῆς, εὑρισκόμενος ἐκτός ἐαυτοῦ. Τό κακούργημά του διαπράττεται ἐκείνη τή στιγμή καί δέν ἔχει συνέχεια. Ὁ συκοφάντης, ἀντίθετα, διαπράττει συνήθως τή συκοφαντία ἐκ προμελέτης, μέ ἐπίγνωση τῆς ἐγκληματικότητάς της καί σέ μακρό διάστημα χρόνου, ἡ δέ πράξη του ἐξακολουθεῖ νά παράγει ἀποτελέσματα ἀκόμη καί μετά τό θανατό του. Μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, λοιπόν, ἡ συκοφαντία ἐπιδεινώνει τή θέση ὄχι μόνον τοῦ θύματος, ἀλλά πολύ περισσότερο καί αὐτή τοῦ συκοφάντη.

Ἕνα ἀνέκδοτο ἀπό τίς σκηνές τῆς Κολάσεως ἀναφέρει ὅτι βρέθηκαν μέσα στή γέεννα τοῦ πυρός ἕνας φονιάς καί ἕνα συκοφάντης. Στήν ἀρχή ὁ φονιάς ἦταν βαθύτερα καί ὁ συκοφάντης ψηλότερα, ἔτσι ὥστε μποροῦσε νά ἀναπνέει. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου μεταβλήθηκαν ἐκ διαμέτρου οἱ θέσεις τους. Διαμαρτυρήθηκε ἔντονα ὁ συκοφάντης στούς φύλακες τοῦ Ἅδη γιά τήν ἀδικία αὐτή. Αὐτοί τοῦ ἔδωσαν τήν ἑξῆς ἀπάντηση: Ὁ φονιάς διέπραξε τό ἔγκλημα μία φορά στή ζωή του ἐν ὥρα βρασμοῦ ψυχῆς καί δέν εἶχε τή δυνατότητα νά ἐπαναφέρει στή ζωή τό θύμα του, παρότι τό θέλησε. Ἡ κατάσταση τοῦ ἐγκλήματός του ἀπό τότε παρέμεινε σταθερή, ὅπως ἦταν, χωρίς νά μεταβληθεῖ καθόλου. Ἀντίθετα ἐσύ ὁ συκοφάντης διέπραξες τό ἁμάρτημά σου κατόπιν πονηρῆς μακροχρόνιας μελέτης, προσπαθώντας νά σφαγιάσεις τό πολυτιμότερο ἀγαθό του πλησίον σου, τήν τιμή καί τήν ὑπόληψή του. Εἶχες τήν δυνατότητα πολλές φορές νά διορθώσεις τό ἔγκλημά σου, νά πεῖς τήν ἀλήθεια καί νά ἀποκαταστήσεις τήν τιμή τοῦ θύματός σου, ἀλλά δέ τό ἔκανες ἀπό μοχθηρία καί κακία. Συνέχισες τό κακούργημά σου γιά πολλά χρόνια, σκανδάλισες πολλές ψυχές, παρέσυρες στή μετάδοση τῆς συκοφαντίας ἀμέτρητους ἀνθρώπους καί τούς ἔκανες συνενόχους σου γιά νά ἱκανοποιήσεις τά πάθη τοῦ μίσους, τοῦ φθόνου καί τῆς ἐχθρότητάς σου. Πέθανες ἀμετανόητος, ἐνῶ τό ἔγκλημά σου συνεχίζεται καί μεγαλώνει, διότι μεταδίδεται ἀπό αὐτούς πού σέ πίστευσαν καί τούς πῆρες στό λαιμό σου. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἐπιδεινώνεται ἡ θέση σου.

Ἴσως νά φαίνεται παράξενό το ἀνέκδοτο, ἀλλά νομίζω ὅτι στηρίζεται ἀπόλυτα πάνω στή λογική των ἀνθρώπων καί στή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέει τά ἑξῆς: «Καί ὅτι μέν ὁ συκοφαντῶν ἀπόλωλεν, οὐδέ ἀποδείξεως χρεία: ὅτι δέ, κάν ἀληθῆ λέγη, φορτικώτερον ἐαυτῶ ποιεῖ τό δικαστήριον, ἐκπομπεύων τάς τοῦ πλησίον συμφορᾶς, καί σκανδάλων αἴτιος γινόμενος, ἅ κρύπτειν δέον, ἐκκαλύπτων ἄπασι, καί κηρύττων τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον, παντί πού δῆλον ἔστιν. Εἰ γάρ ἕνα τίς σκανδαλίσας, ἀπαραίτητον δώσει τιμωρίαν, ὁ μυρίοις σκανδαλίζων διά τῆς πονηρᾶς φήμης, πόσην οὔχ ὑποστήσεται κόλασιν;» (Χρυσοστόμου, Περί σάφειας τῶν προφητειῶν, ὁμιλία Β΄ παρ. 9, Ε.Π.Ε. 1, 382, στ.6-14). Τό ὅτι ὁ συκοφάντης θά ριχτεῖ στήν κόλαση δέν χρειάζεται, δηλαδή, συζήτηση καί ἀπόδειξη. Καί ἀλήθεια ἀκόμη ἄν ἔλεγε, θά ἐπιδείνωνε καί πάλι τή θέση του στή μέλλουσα κρίση, ἐπειδή μέ τίς καταλαλιές του διέσυρε τήν τιμή καί τήν ὑπόληψη τοῦ πλησίον του καί ἔγινε αἴτιος σκανδαλισμοῦ πολλῶν. Πόσο μᾶλλον ὅταν ἡ συκοφαντία του εἶναι καθαρό ψέμα. Ἄν ὁ καταλαλῶν θά τιμωρηθεῖ τόσο αὐστηρά, πόσο μᾶλλον περισσότερο ὁ συκοφάντης, πού δυσφημίζει τήν ὑπόληψη τοῦ πλησίον του καί σκανδαλίζει πολλές ψυχές μέ τή συκοφαντία του.

Ὁ ἴδιος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας διατυπώνει σαφῶς τήν θέση ὅτι καί ἄν ἀκόμη δέν πράξαμε κανένα ἄλλο κακό στή ζωή μας, ἀλλά μόνο τίς ἁμαρτίες τῆς συκοφαντίας καί τῆς κατάκρισης, οἱ δύο αὐτές ἁμαρτίες εἶναι δυνατόν νά μᾶς καταστρέψουν, νά μᾶς προκαλέσουν χιλιάδες κακά, νά μᾶς καταδικάσουν στή μέλλουσα ζωή καί νά μᾶς ὁδηγήσουν στή γέεννα τοῦ πυρός. «Πρός κατηγορίας μέν ἕτοιμοι, πρός κατακρίσεις παρασκευασμένοι. Κάν μηδέν ἠμίν ἕτερον εἰργασμένον εἴη κακόν, τοῦτο ἱκανό ἥν ἠμᾶς ἀπολέσαι καί εἰς γέενναν ἀπαγαγεῖν, τοῦτο μυρίοις περιβαλεῖν κακοῖς.»

 

Γ.     ΟΙ ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ ΤΗΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΣ

 

9. Οἱ διαδίδοντες τίς συκοφαντίες γίνονται τυφλά ὄργανα τῶν συκοφαντῶν

 

Δυστυχῶς πολλοί ἄνθρωποι τῆς σημερινῆς κοινωνίας, ἀνεξαρτήτως κοινωνικῆς τάξεως, μορφώσεως καί πνευματικῆς στάθμης, ὅταν ἀκούσουν συκοφαντίες γιά κάποιον, πού τόν ἀντιπαθοῦν, ἐπηρεάζονται καί τίς διαδίδουν μετά πολλῆς χαρᾶς καί ἰδιαίτερης ἱκανοποιήσεως. Προσπαθοῦν ὅμως νά συγκαλύψουν τήν πρόθεσή τους, νά ἐξασφαλίσουν τήν ἐχεμύθεια τῶν ἄλλων, ὥστε νά μή γίνει γνωστό το ὄνομά τους γιά αὐτά πού θά τούς κοινοποιήσουν.

Λένε ἐμπιστευτικά στούς συνομιλητές τους: «Σέ σένα μόνο ἐμπιστεύομαι τήν πληροφορία αὐτή, ἐπειδή ξέρω ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος μέ ἀρχές καί δέν ἀνέχεσαι νά γίνονται αὐτά πού θά σού πῶ». Τά ἴδια θά ποῦν σέ ὅσους θά τά ἀνακοινώσουν.

Ἡ ἔμφυτη τάση τοῦ κακοῦ στόν ἄνθρωπο συνεπικουρεῖ στήν ἀποστολή τῆς διαδόσεως τῆς συκοφαντίας καί τῆς καταδίκης του συκοφαντουμένου ἀκόμη καί σέ θάνατο. Μερικοί εἶναι ἕτοιμοι σάν τόν Ἰούδα νά τόν προδώσουν μέ φιλικό ἀσπασμό καί, παρότι ἀγνοοῦν τήν ἀλήθεια, πρόθυμοι νά φωνάξουν δυνατά σάν τούς Ἰσραηλίτες στή δίκη τοῦ Χριστοῦ, «σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν».

Ἀπομακρύνονται ἀπό τό συκοφαντημένο φιλικά διακείμενοι, ὅπως ὁ Ἰούδας ἀπό τό Χριστό, ἀλλά μόλις ἀπομακρυνθοῦν εἶναι πρόθυμοι νά διαδώσουν εὐχαρίστως τή συκοφαντία στούς γνωστούς τους. Κύριε φύλαξέ μας ἀπό τέτοιους ὑποκριτές φίλους! Διότι ἀπό τούς εἰλικρινεῖς ἐχθρούς μας προφυλασσόμαστε μερικές φορές καί μόνοι.

Ὅταν στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ὑποβόσκει κάποια κακία ἐναντίον τοῦ συκοφαντουμένου, ἡ πληροφορία τῆς συκοφαντίας γίνεται πειρασμός ἐκδικήσεως κατ’ αὐτοῦ. Πρόθυμα συμμαχεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ἐλεεινό συκοφάντη, γιά νά βγάλει τά ἀπωθημένα τῆς κακίας του.

Εὐχαρίστως συνεργάζεται καί μέ τόν ἄσπονδο ἐχθρό του, γιά νά ἱκανοποιήσει τό πάθος του. Ὁ διάβολος ἑνώνει καί τούς ἐχθρούς ἀκόμη, γιά νά διαπράξουν ἀπό κοινοῦ το μεγάλο ἔγκλημα τῆς συκοφαντίας, προκειμένου νά προκαλέσουν μεγαλύτερο σκάνδαλο στήν κοινωνία.

Πολλές φορές, ἐνῶ ἀμφιβάλλουμε στά λεγόμανα, τῶν ἄλλων, καί ὅμως τά διαδίδουμε. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομός μας ἐρωτᾶ: «Γιατί ἀνακοινώνεις τά λεγόμενα τοῦ συκοφάντη, ἀφοῦ δέν τόν πιστεύεις; Ἀμφιβάλλεις στά λόγια του καί ὅμως τά διαδίδεις σάν ἀληθινά, ἐπεκτείνοντας τή δυσφήμιση. Γιατί παρακαλεῖς τόν Θεό νά μή σέ κρίνει, ἀφοῦ ἐσύ κατακρίνεις καί συμμετέχεις ἔμπρακτα στή διάδοση τῆς συκοφαντίας;»

Γιά νά μή φοβᾶσαι τήν κρίση τοῦ Θεοῦ σιώπα, μή διαδίδεις αὐτά πού ἄκουσες. Οἱ κατηγορίες, ὅσο ἀστεῖες καί ἄν εἶναι, βλάπτουν πολύ σοβαρά ὅσους τίς παραδέχονται καί τίς διαδίδουν. Σκανδαλίζονται καί σκανδαλίζουν.

Πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι διαδίδουν τίς κατηγορίες μέ ἥσυχη τή συνείδηση, ἐπειδή τήν ἄκουσαν ἀπό ἔμπιστο πρόσωπο. Ὅταν διαπιστώσουν ἐκ τῶν ὑστέρων ὅτι τά λεγόμενα τοῦ ἐμπίστου ἦταν συκοφαντία, ζητοῦν ἀπό τόν Θεό νά συγχωρήσει τήν πράξη τους. «Τόδε εἶπε δείνα περί αὐτοῦ, ὁ Θεός συγχώρησον μοί, μή μέ ἐξετάσης, ἀκοῆς λόγον ὀφείλω. Τί οὒν λέγεις ὅλως, εἰ οὗ πιστεύεις; Τί λέγεις; τί πιστὸν αὐτὸ ἐργάζη τὴ πολλὴ φήμη; Τί διαπορθμεύεις τόν λόγον οὐκ ἀληθῆ ὄντα; Σύ ἀπιστεῖς καί τόν Θεόν παρακαλεῖς, ὥστε σέ μή ἐξετᾶσαι. Μή λέγε τοίνυν, ἀλλά σιώπα καί παντός δέους ἀπήλλαξα.» (Χρυσοστόμου, Ἑβραίους ὁμιλία ΚΑ΄, 3. Ε.Π.Ε. τόμ. 25, 108).

 

10. Διάδοση τῶν συκοφαντιῶν ἀπό καλλιεργημένους ἀνθρώπους

 

Ἡ καταλαλιά καί ἡ διάδοση τῶν συκοφαντιῶν γίνεται ὄχι μόνο ἀπό ἀκαλλιέργητους στήν ψυχή ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπό ἀνθρώπους καλλιεργημένους, εὐσεβεῖς, ἀπό τούς ὁποίους δέν θά περίμενε κανείς ποτέ τέτοια συμπεριφορά.

Δυστυχῶς ὁρισμένοι ποὺ υἱοθετοῦν ἀκραῖες ἀρχές, ὅταν ἀκούσουν κάποια συκοφαντία ἠθικῆς φύσεως γιά κάποιον, πού δέν συμφωνεῖ μέ τίς ἀκρότητές τους, ἀνεξέλεγκτα τόν καταδικάζουν καί συνεπικουροῦν μέ τή στάση τους στή διάδοση τῆς συκοφαντίας. Γίνονται ἔμμεσα στενοί συνεργάτες τῶν συκοφαντῶν. Μιλοῦν μέ ὑπονοούμενα κατά τοῦ συκοφαντημένου στόν κύκλο τους.Ἔχουν τήν ἐσφαλμένη ἐντύπωση, σάν τούς Φαρισαίους, ὅτι αὐτοί εἶναι η «ἐλίτ» τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων τῆς κοινωνίας καί γι’ αὐτό διαδίδουν τίς συκοφαντίες σέ βάρος τοῦ διαφωνοῦντος στίς ἀκρότητές τους, γιά νά τόν ὑποτιμήσουν στίς συνειδήσεις τῶν ἄλλων ὡς κατώτερο πνευματικῆς στάθμης ἄνθρωπο. Μέ τήν φαινομενική ἀνωτερότητά τους γίνονται εὔκολοτερα πιστευτοί ἀπό τούς ἄλλους στή διάδοση τῆς συκοφαντίας. Ὁ Θεός νά συγχωρήσει ὅσους ἔφυγαν ἀπό τή ζωή καί νά φωτίσει τούς ζῶντες νά καταλάβουν τό μεγάλο σφάλμα τους. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος διερωτᾶται (ΚΑ΄ ὁμιλία στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, 3 Ε.Π.Ε. τόμ. 25, 108): «Πόσων νῦν γέμομεν κακῶν καί οὐκ αἰσθανόμεθα; Ἀλλήλους δάκνομεν, ἀλλήλους κατεσθίομεν ἀδικοῦντες, κατηγοροῦντες, διαβάλλοντες, ταῖς τῶν πλησίον δόξαις δακνόμενοι. Καί ὅρα χαλεπόν, ὅταν βουληθῆ τίς διαρρῆξαι τοῦ πλησίον τήν ὑπόληψιν, φησί.»

Ἀναφέρονται χαρακτηριστικά, σέ ἄρθρο σχετικό μέ τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου, πού δημοσιεύτηκε στό περιοδικό «Τά Νιάτα» (τεῦχος 356, Ἰουλίου-Αὐγούστου 2007), τά ἑξῆς: «Μεγάλος κίνδυνος γιά τούς θρησκευόμενους εἶναι ἡ ἔλλειψη ‘τῆς ἀπόλυτης ἀγάπης’. Ἀγάπης γιά ὅλους τους ἀνθρώπους, φίλους καί ἐχθρούς. Ἀγάπη καί ταπείνωση. Τό κακό αὐτό φαινόμενο τοῦ ὑποβόσκοντος φαρισαϊσμοῦ δυστυχῶς δέν περιορίζεται σέ ἀτομικά μόνο ἐπίπεδα. Ἐκτείνεται καί πέραν τοῦ ἀτομικοῦ. Διάφορες ὁμάδες θεωροῦν, πιστεύουν καί προβάλλουν τούς ἑαυτούς τους ὡς κατέχοντας μόνον αὐτοί τήν ἀλήθεια καί τή σωτηρία, καί κατακρίνουν καί ὑποτιμοῦν τούς ἄλλους χριστιανούς. Ἀλλά καί μεταξύ των Ἐκκλησιῶν, ὅπου ὑπάρχουν διαφορές δογματικές, ἔχουμε φαινόμενα τοιούτου φαρισαϊσμοῦ μέ ἀσύστολες κατηγορίες καί αἰσχρούς χαρακτηρισμούς ἀπό μέρους τῶν φανατικῶν της μιᾶς Ἐκκλησίας κατά τῆς ἄλλης.

Αὐτοί δέν λένε τό ἥμαρτον γιά τίς δικές τους ἁμαρτίες, ἀλλά ἐπινοοῦν μέ τή βοήθεια τῶν συκοφαντῶν τρομερές συκοφαντίες σέ βάρος των μή συμμετασχόντων στή δική τους κατηγορία ἀδελφούς. Ἐπαυξάνουν τίς συκοφαντίες γιά βαριές καί ἀνήκουστες ἁμαρτίες γιά νά τούς ἐξουδετερώσουν γιά νά προβάλουν τήν δική τους μόνο ὁμάδα. Τά κίνητρά τους εἶναι νά μειώσουν τήν ὁμάδα, στήν ὁποία ἐργάζεται ὁ συκοφαντούμενος, γιά νά προβάλουν τήν δική τους.

Ἐξομοιωμένοι μέ τό συκοφάντη γίνονται καί αὐτοί στή προκειμένη περίπτωση κόλακες, ὑποκριτές καί ψεῦτες, ἐνῶ κατά τά ἄλλα εἶναι καλοί.»

Ὁ ἄνθρωπος, λόγω τῆς ἔμφυτης ροπῆς καί τάσεως πρός τό κακό, ἀκούει εὐχαρίστως τίς συκοφαντίες καί παρασύρεται εὔκολα ἀπό τό συκοφάντη στό νά τίς μεταδώσει ἀνεξέλεγκτα. Γίνεται μετά χαρᾶς συνεργός τοῦ συκοφάντη, χωρίς νά ἀναλογίζεται τό μέγεθος τοῦ ἐγκλήματος πού διαπράττει.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κρύβει μέσα του κάποια ἀντιπάθεια πρός τό θύμα τῆς συκοφαντίας, ἱκανοποιεῖται καί προθυμοποιεῖται νά συμπράξει μετά χαρᾶς στή συκοφαντία. Ἡ ἀκρόαση τῆς συκοφαντίας τόν χαροποιεῖ. Χαίρεται πού τοῦ δίνεται εὐκαιρία νά ἱκανοποιήσει τό πάθος τῆς κακίας του. Σάν ἄγριο σαρκοφάγο θηρίο ὁρμᾶ, γιά νά κορέσει τήν πείνα τῆς ἐκδίκησής του. Τόν ἔχει καταστήσει ὁ διάβολος ὄργανο του συκοφάντη. Σάν πειθήνιο τυφλό ὄργανο τοῦ διαβόλου, λόγω τῆς μεγάλης κακίας του, ἐκτελεῖ ἀμισθί καί ὑπάκουά το καταχθόνιο ἔργο τοῦ συκοφάντη.

Ὅλοι μας ἔχουμε ἀδυναμίες, ὅσο καλλιεργημένοι καί ἄν εἴμαστε πνευματικά καί ψυχικά. Ἀπό τήν ἴδια μάζα, ἀπό τό ἴδιο προζύμι προερχόμαστε ὅλοι. Δέν κατορθώσαμε νά ἀποδεσμευτοῦμε πλήρως ἀπό τά πάθη τῆς ζήλιας, τοῦ φθόνου καί γενικά της κακίας. Ὁ διάβολος, γιά νά καταστρέψει τήν πνευματική μας πρόοδο, μᾶς πλησιάζει καί μᾶς καταπολεμᾶ περισσότερο ἀπ’ ὅσο πολεμᾶ τούς δικούς του ἀνθρώπους. Ἐκείνους τούς ἔχει στήν ἐξουσία του. Ἐμᾶς, πού ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ζοῦμε πνευματική ζωή, ἐπιδιώκει νά μᾶς παρασύρει ὁπωσδήποτε στήν κατάκριση, στή συκοφαντία καί στή διάδοση ἀνεξέλεγκτων κατηγοριῶν. Μᾶς βάζει νά συγκρίνουμε, σάν τό Φαρισαῖο, τόν ἑαυτό μας μέ τό θύμα τῆς συκοφαντίας, γιά νά διαπιστώσουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε καλύτεροι, ἅγιοι μπροστά σ’ ἐκεῖνον. Μέ αὐτή τή φαρισαϊκή σκέψη γινόμαστε καί ἐμεῖς ἔμμεσα συκοφάντες. Δέν μᾶς ἀφήνει νά ἐξετάσουμε τήν ἀλήθεια.

Κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο βλάπτουμε ψυχικά τόν ἀδελφό μας καί δέν τό καταλαβαίνουμε. Στερούμεθα τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης καί δαγκώνουμε μέ τά ἀνεξέλεγκτα λόγια μας τήν ὑπόληψη τῶν ἄλλων. Μᾶς πληγώνουν οἱ προαγωγές καί ἡ προβολή τῶν ἄλλων καί κατασπαράσσομαστε σάν θηρία κατηγορώντας καί διαβάλλοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Μᾶς κατατρώγει ἡ ζήλια, ὁ φθόνος γιά τίς προβολές καί προαγωγές τῶν ἄλλων.

Ὑπάρχουν σέ κάθε τάξη καί πνευματική στάθμη ἄνθρωποι πονηροί, μέ ἐξωτερική ὑποκριτική εὐγένεια, πού συκοφαντοῦν ἤ διαδίδουν τίς συκοφαντίες τῶν ἄλλων μέ κάποια δῆθεν λύπη καί στενοχώρια. Ἀρχίζουν μέ ὑποκριτικούς ἐπαίνους γιά τόν συκοφαντούμενο, σάν τή γλυκιά οὐσία πού βάζουν στό πικρό χάπι τοῦ κινίνου, προκειμένου νά κρύψουν τή μεγάλη κακία τους. Οὐαί καί ἀλίμονο ἄν πέσει κανείς στούς παραπάνω τύπους. Αὐτοί κατασπιλώνουν τήν ὑπόληψη τῶν συναδέλφων τους μέ τήν προσποιητή εὐγένειά τους. Λόγω τῆς καλῆς φήμης πού ἔχουν, γίνονται πιστευτοί ἀπό τό λαό ἤ γίνονται εὐπρόσδεκτοι συκοφάντες ἤ κατάλληλοι συνεργάτες τῶν συκοφαντῶν στή διάδοση τῶν συκοφαντιῶν τους. Στό βιβλίο τοῦ προφήτη Δανιήλ «Σωσάνα», π.χ., ἀναφέρεται ὅτι δύο μεγάλοι στήν ἡλικία δικαστές συκοφάντησαν τήν ἁγνή Σωσάνα ὅτι τήν συνέλαβαν ἐπ’αὐτοφόρω νά μοιχεύεται μέ ἕνα νέο, ἐπειδή δέν συγκατατέθηκε στίς ἄνηθικες προτάσεις τους. Ὁ λαός ἀναμφισβήτητά τους πίστεψε καί καταδίκασε τή Σωσάνα σέ θάνατο. Στό δρόμο πού τήν πήγαιναν γιά νά τήν ἐκτελέσουν, ὁ νεαρός τότε προφήτης Δανιήλ, μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ, ζήτησε νά ἀνακρίνουν τούς ἡλικιωμένους δικαστές χωριστά. Στήν νέα ἀνάκριση ἀποδείχθηκε ὅτι τή συκοφάντησαν. Ὁ λαός ἀγανάκτησε καί καταδίκασε τούς δικαστές σέ θάνατο.

Ἄλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀπό τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος συκοφαντήθηκε τρομερά καί καταδιώχτηκε ἀπό συναδέλφους τοῦ κληρικούς ὅλων των βαθμίδων. Οἱ κληρικοί αὐτοί παρασυρθέντες ἀπό τή ζήλια καί τό φθόνο ὑπέπεσαν σάν ἄνθρωποι στή συκοφαντία (Α΄ Κορινθίους. 13, 1).

Πολλές φορές κατά τήν ὄξυνση τῆς πολιτικῆς ζωῆς τοῦ τόπου μας ἐκτοξεύθηκαν ἀλλεπάλληλες κατηγορίες μεταξύ των βουλευτῶν, τῶν ὑπουργῶν καί τῶν ἀρχηγῶν τῶν κόμματων, σέ βαθμό πού ἐκπλαγήκαμε. Τούς εἴχαμε καί θέλουμε νά τούς ἔχουμε ψηλά στή συνείδησή μας. Πολλές φορές διαπιστώθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων ὅτι αὐτά πού ἀκούσαμε καί διαβάσαμε στά Μ.Μ.Ε. δέν εἶναι ὅλα γνήσιες ἀλήθειες, ἀλλά συγκαλυμμένες συκοφαντίες, μεταξύ των ἀντιπολιτευομένων κομμάτων καί ἐνίοτε καί μεταξύ των βουλευτῶν τῆς ἰδίας παρατάξεως.

Τό βέβαιο εἴναι ὅτι κανένας στόν κόσμο αὐτό δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τῆς συκοφαντίας, σέ ὁποιαδήποτε κοινωνική τάξη καί θέση ἄν ἀνήκει, ἐφόσον δέν ἀγωνίζεται νά δαμάσει τά πάθη τῆς ζήλιας, τοῦ φθόνου καί τῆς κακίας του.

Γι’αὐτό ἅς εἴμαστε ἐπιφυλακτικοί σέ ὅποιον κατηγορεῖ τόν ἀπόντα συνάνθρωπό του. Δέν πρέπει νά ἐμπιστευόμαστε εὔκολα ὅποιον κατηγορεῖ, κατακρίνει, καταλαλεῖ καί συκοφαντεῖ ἀποντες.

 

11. Ἡ εὐθύνη τῶν συνενόχων της συκοφαντίας

 

Ὁ συκοφάντης, ἐπωφελούμενος ἀπὸ τήν πρός αὐτόν ἐμπιστοσύνη τῶν ἄλλων συνανθρώπων του, προσπαθεῖ νά τούς κάνει, ἑκούσια ἤ ἀκούσια, συνεργάτες στή διάδοση τοῦ ἐγκληματικοῦ του ψεύδους. Θέλει νά τούς κάνει συνενόχους.

Ὑπεύθυνός της συκοφαντίας δέν εἶναι μόνο ὁ πρῶτος ἐπινοητής, διατυπωτής αὐτῆς, ἀλλά καί κάθε ἄλλος, πού ἀνεξέλεγκτα μέ ἐπιπολαιότητα, χαιρεκακία, ἐμπάθεια, ζηλοφθονία ἤ καί χωρίς αὐτές τίς κακίες, τή διαδίδει στούς ἄλλους καί ἐξυπηρετεῖ τούς σκοπούς τοῦ συκοφάντη. Οἱ συνένοχοί της συκοφαντίας συνδράμουν μέ τή διάδοσή της, ἔτσι ὥστε νά αὐξάνεται καθημερινά ὁ ἀριθμός τῶν συνενόχων καί νά δυσφημίζεται εὐρύτερα ὁ συκοφαντούμενος.

Ἰσχυρίζονται ἐνίοτε οἱ διαδίδοντες τή συκοφαντία ὅτι παρασύρθηκαν ἀπό τό συκοφάντη, ἐπειδή ἀγνοοῦσαν τήν ἀλήθεια. Θεωροῦν ὅτι ἐν ἀγνοία διέπραξαν τό ἁμάρτημα καί ἐλπίζουν νά τούς συγχωρήσει ὁ Θεός. Πιστεύουν ὅτι ἡ εὐθύνη τους εἶναι ἀνάλογη μέ τή γνώση ἤ τήν ἄγνοια πού ἔχουν γιά τήν ἀλήθεια ἤ μή τῶν διαδόσεων.

Στή συκοφαντία δέν τιμωρεῖται μόνον αὐτός πού τήν ἔπλασε καί εἶπε τό ψέμα σέ βάρος ἑνός ἀθώου, ἀλλά καί ἐκεῖνος πού τή μετέδωσε στούς ἄλλους, ἔστω καί ἐν ἄγνοιά του ὅτι ἦταν ψέμα.

Ὁ διαδίδων πληροφορία ψευδῆ, ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοία του, εἶναι ἔνοχος, διότι σκανδάλισε καί δημιούργησε πληγές στήν ψυχή τοῦ συκοφαντημένου. Ὁ Κύριος στή παραβολή τοῦ πιστοῦ οἰκονόμου λέει: «Ὁ δέ μή γνούς, ποιήσας δέ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας» (Λουκᾶ 12, 48). Καί ὁ ἐν ἀγνοία διαδώσας συκοφαντία θά τιμωρηθεῖ.

Γιά νά ἀποφύγουμε καί τήν ἐλαχίστη τιμωρία τοῦ Θεοῦ, τό καλύτερο εἶναι νά κλείνουμε τά αὐτιά μας μπροστά στόν οἱονδήποτε κατηγοροῦντα τούς ἀποντες καί νά σιωποῦμε, ὅταν ἀκούσουμε κάποιες κατηγορίες.

Ὁ νόμος, ὡς γνωστό, καταδικάζει αὐτούς πού ἀγοράζουν κλεμμένα πράγματα ὡς κλεπταποδόχους καί συνενόχους των κλεπτών. Ὅπως δέν δικαιολογούμαστε νά ἀγοράζουμε ἀνεξέλεγκτα ἀπό τόν πρῶτο τυχόντα τιμαλφῆ ἀντικείμενα, κατά τόν ἴδιο τρόπο δέν δικαιολογούμαστε νά παίρνουμε πληροφορίες ἀπό τόν πρῶτο τυχόντα γιά τό πολυτιμότερο πράγμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τήν ὑπόληψη. Ὅπως ἐπιβάλλεται νά βεβαιωνόμαστε στίς συναλλαγές μας ὅτι τά πωλούμενα δέν εἶναι παράνομα ἐμπορεύματα ἀπό κλοπές καί ἀκατάλληλα πρός χρήση, τό ἴδιο πρέπει νά κάνουμε καί στίς πληροφορίες πού μᾶς δίδουν τρίτοι γιά ἄλλους: Πρέπει νά βεβαιωνόμαστε ὅτι δέν εἶναι συκοφαντία. Ἀλλιῶς γινόμαστε ψευδαπόδοχοι καί συνένοχοι του συκοφάντη. Μᾶς περνοῦν γιά ἀφελεῖς καί καθυστερημένους οἱ συκοφάντες καί μᾶς πωλοῦν ψεύτικες πληροφορίες.

Ὁ Βορέας, στό σύγγραμμα τῆς «Ἠθικῆς» του (σελ. 296), γράφει γιά τόν διαδίδοντα τήν συκοφαντία καί διαβολή: «Καί ὁ χαλκεύων μόνον τήν συκοφαντίαν εἶναι διά τοῦτο ὑπεύθυνος, ἀλλά καί πᾶς ἄλλος, ὅστις εἴτε ἐξ ἐπιπολαιότητος, εἴτε ἐκ βαθυτέρων ἐλατηρίων κινούμενος, φθόνου καί μίσους καί χαιρεκακίας, συνεπιλαμβάνεται καί προθύμως μεταδίδει περαιτέρω τήν διαβολήν».

Μερικοί συνηθίζουν νά μεταδίδουν ἀμέσως τόν ὁποιοδήποτε λόγο, πού θά ἀκούσουν ἀπό τούς ἄλλους, χωρίς νά ἐξετάσουν κατά πόσον ἀληθεύει. Θέλουν νά βγάλουν τήν πληροφορία ἀπό μέσα τους, σάν νά ἔχουν πόνους τοκετοῦ. Ἡ Σοφία Σειράχ (19, 11-12) ἀναφέρει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί συμπεριφέρονται σάν νά ἔχουν βέλος καρφωμένο στό μηρό τους καί πρέπει ὁπωσδήποτε νά τό ἀφαιρέσουν. Νοιώθουν στεναχώρια, νομίζουν ὅτι θά σκάσουν ἄν δέν ποῦν τή συκοφαντία στούς ἄλλους. Τούς χαρακτηρίζει μωρούς καί μᾶς συνιστᾶ νά μήν διαδίδουμε τίς κατηγορίες πού ἀκούσαμε, ἀλλά νά τίς κρατᾶμε μέσα μας, μέχρι αὐτές νά πεθάνουν μαζί μας.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομός μας συμβουλεύει νά μήν κοινολογοῦμε αὐτά πού ἀκοῦμε ἀπό τούς ἄλλους, ἀκόμη καί ὅταν πιστεύουμε ὅτι περιέχουν κάποια ἀλήθεια. Δέν κάνουμε καλό ἀλλά ἐπιβαρύνουμε τή θέση μας, διότι πίπτουμε στή φλυαρία καί μεγαλώνουμε τό κακό. «Ὥστε καί ὅταν πιστεύσης τοῖς λεγομένοις κατά τοῦ ἀδελφοῦ σου, οὐδέ οὕτω λέγειν χρῆ, μήτιγε ἀπιστοῦντα. Τό γάρ πράγμα φλυαρία ἐστι. Τί ἐξεπόμπευσας; τί ηὔξησας τό δεινόν;» (Ι. Χρυσοστόμου, Ἑβραίους ὁμιλ. ΚΑ΄, 4. Ε.Π.Ε. 25, 110).

«Ὅποιος κακολογεῖ ἀνάβει φωτιά, καί ὅποιος ἀκούει βάζει ξύλα στή φωτιά», λέει μιά παροιμία. Αὐτός πού διαδίδει τή συκοφαντία ἐνδυναμώνει τή φωτιά τοῦ μαρτυρίου τοῦ συκοφαντημένου.

 

12. Ἡ ψυχολογία καί ἡ συμπεριφορά τῶν διαδιδόντων τή συκοφαντία

 

Ἡ διάδοση τῆς συκοφαντίας ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πνευματική στάθμη καί τήν ψυχική καλλιέργεια τῶν διαδιδόντων αὐτήν. Ἄν εἶναι ἄνθρωποι ἐπιπόλαιοι, ζηλόφθονες, κουτσομπόληδες, τῆς στάθμης τοῦ πεζοδρομίου, τότε ἡ συκοφαντία ὀργιάζει καί διαδίδεται εὔκολα καί ἀσύστολα σέ μεγάλη ἔκταση. Ἀνάλογα μέ τά ἐμπαθῆ καί κακόβουλα πρόσωπα, τά ἀσυγκράτητα στόματα καί τούς βρωμερούς χαρακτῆρες, στούς ὁποίους θά πέσει ὁ συκοφαντημένος, θά διασυρθεῖ καί θά καταρρακωθεῖ ἀτιμωτικά ἡ ὑπόληψή του.

Ὅπως τό μανιασμένο πλῆθος τῶν Τούρκων τό 1821 ἔσυρε στούς δρόμους τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό ἀπαγχονισμένο σῶμα τοῦ πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε΄, ἔτσι καί οἱ κακοήθεις στήν ψυχή σύρουν τήν τιμή καί τήν ὑπόληψη τοῦ συκοφαντημένου στό κοινωνικό περιβάλλον πού ζοῦν, γιά νά ἱκανοποιήσουν τά θηριώδη ἔνστικτά τους.

Οἱ συκοφάντες, σάν τούς παραπάνω φονιάδες Ὀθωμανούς, χαίρονται καί ἀγάλλονται πού διασύρουν τίς ὑπολήψεις τῶν συνανθρώπων τους στή κοινωνία καί ἱκανοποιοῦν τή μεγάλη κακία τους μέ τήν τέλεια πραγματοποίηση τοῦ καταχθονίου σχεδίου τους.

Χοροπηδοῦν ἀπό τή χαρά καί τόν ἐνθουσιασμό τους, πού βρίσκουν κατάλληλους (χάφτες) μεταφορεῖς τῆς συκοφαντίας τους. Μέ τούς παγιδευμένους στήν πλεκτάνη τους ἀφελεῖς συνεργάτες τους διαδίδεται τό ἀναίσχυντο βρωμερό ψέμα τους σέ βάρος ἀθώων ἀνθρώπων.

Μέ ἕνα παράξενο τρόπο συνεργάζονται, χωρίς νά τό ἀντιληφθοῦν, οἱ διαδίδοντες τήν συκοφαντία μέ τό συκοφάντη. Δροῦν μέ ἐμπάθεια ἀπό κοινοῦ κατά τοῦ συκοφαντημένου, ἀκόμη καί ὅταν δέν γνωρίζονται προσωπικά. Τούς συνδέει τό κοινό μίσος, ἡ ζήλια, ἡ κακία κατά τῶν συκοφαντημένων. Οἱ συκοφάντες, ἐπωφελούμενοι τά κοινά πάθη τῶν συνανθρώπων τους, τούς καθιστοῦν πειθήνια τυφλά ὄργανά τους, ὑπαλλήλους τους, πού ἐκτελοῦν ἀμισθί καί ὑπάκουά το καταχθόνιο ἔργο τῆς ἑκάστοτε συκοφαντίας τους.

Οἱ ἐπιρρεπεῖς στή συκοφαντία ἐπηρεάζονται εὔκολα, καί ἐνῶ κάνουν τό φίλο στό συκοφαντημένο, πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρωποις, κατά βάθος χαίρονται. Συμμετέχουν μετά χαρᾶς στή διάδοση τῶν συκοφαντιῶν, γιά νά ἀστειευθοῦν καί νά ψυχαγωγηθοῦν μέ τό κοτσομπουλιό καί τή χλεύη πού κάνουν σέ βάρους ἑνός συκοφαντημένου. Παρουσιάζονται στό συκοφαντημένο πρόσχαροι, εὔθυμοι, προσμειδιώντας, ἐνῶ κατά βάθος εἶναι ὑποκριτές καί μέ πλάγιες εἰρωνεῖες ἐκδηλώνουν τήν κακία τους πρός ἕναν ἀθῶο. Ὑποκλίνονται μπροστά του καί τόν ἐγκωμιάζουν σκωπτικά, κλέινοντας μέ νόημα τό μάτι στούς παρευρισκομένους γιά νά δηλώσουν ὅτι εἰρωνεύονται τό συκοφαντημένο. Τόν περιπαίζουν γιά νά προκαλέσουν σέ βάρος τοῦ τό γέλωτα στούς ἄλλους. Μιμοῦνται τή σπείρα τῶν στρατιωτῶν πού περιέπαιζαν τόν Κύριο μετά ἀπό τήν ὑπό τοῦ συνεδρίου των Γραμματέων καί Φαρισαίων καταδίκη Του σέ θάνατο.

Δέν ὑπάρχει πιό ἄδικη καί πιό ἀπεχθής συμπεριφορά ὑποκριτῶν φίλων. Ἄλλα λένε καί ἄλλα σκέπτονται, ἄλλα νοιώθουν καί διαφορετικά ἐκδηλώνονται. Στό βάθος εἶναι ἐχθροί καί στήν ἐπιφάνεια φαίνονται φίλοι. Ἀναίσχυντη ὑποκρισία, τρομερή δολιότητα ἀλεπούς. Καταντήσαμε μέ τέτοιους ἀνθρώπους χειρότεροι ἀπό τή ζούγκλα τῶν θηρίων. Στή ζούγκλα, τά ἰσχυρότερα, μοχθηρότερα καί πονηρότερα θηρία, ὅταν κατασπαράξουν τό θύμα τους καί κορέσουν τή πείνα τούς ἀποσύρονται, ἀφήνουν τά ὑπολείμματα τοῦ θηράματός τους στά παραμονεύοντα τσακάλια. Ξεπερνοῦν ὅμως τή θηριωδία τῶν θηρίων ὁ συκοφάντης μέ τούς διαδίδοντες τή συκοφαντία. Διότι αὐτοί συνεχίζουν ἀκόρεστοι ἀπό κακία νά κατασπαράζουν τήν ὑπόληψη καί τήν τιμή τοῦ συκοφαντημένου γιά πολλά χρόνια.

Οἱ διαδίδοντες τήν συκοφαντία ἔχουν τή συνείδησή τους ἐπαναπαυμένη, διότι δέν εἶπαν αὐτοὶ γιά πρώτη φορά τή συκοφαντία, ἀλλά τήν ἄκουσαν ἀπό τούς ἄλλους. Δέν κατασπάραξαν αὐτοί πρῶτοι το θύμα, ἀλλά τό βρῆκαν ἕτοιμο, ὅπως βρίσκουν τά τσακάλια στή ζούγκλα τά ἀποφάγια τοῦ θηράματος κάποιας τίγρης. Αὐτοί εἶναι τά τσακάλια τῆς σημερινῆς κοινωνίας καί οἱ συκοφάντες οἱ ἄγριες τίγρεις. Δέν δάγκωσαν αὐτοί πρῶτοι τήν ὑπόληψη τοῦ θύματος, ἀλλά ἁπλῶς τήν κατακρεούργησαν μεταφορικά μέ τή διάδοση τῆς συκοφαντίας.

Τρομερή ἡ εἰκόνα γιά τή σημερινή πολιτισμένη κοινωνία μας, ἀλλά δυστυχῶς εἶναι πραγματική. Οὐαί τῆς ὑποκρισίας τῆς κοινωνίας μας.

Θεέ τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐσπλαχνίας, Σύ πού κατασυκοφαντήθηκες ἀπό τόν ἰσραηλιτικό λαό, τόν ὁποῖον ἰδιαίτερα εὐεργέτησες, φύλαξέ μας ἀπό τέτοιους ὑποκριτές φίλους της σημερινῆς κοινωνίας, διότι ἀπό τούς ἐχθρούς, τούς ὁποίους κατά τό πλεῖστον γνωρίζουμε, φυλαγόμαστε κατά δύναμη καί μόνοι μας.

Ἡ διάδοση τῆς συκοφαντίας ἀπό τέτοιους «φίλους» πιστεύεται εὐκολότερα. Θεωροῦνται τά λόγια τούς ἀξιόπιστα καί ἀναμφισβήτητα, διότι παρουσιάζονται ὡς φίλοι μας. Οὔτε κατά διάνοια μπορεῖ νά φαντασθεῖ καί νά ὑποψιαστεῖ κανείς ὅτι μερικοί εὐυπόληπτοι στήν κοινωνία ἄνθρωποι, πού μᾶς κάνουν τό φίλο, συμμετέχουν στή διάδοση ἀπὸ κακία, φθόνο καί ὑπουλότητα μίας τρομερῆς συκοφαντίας ἐναντίον μας. Ἀγνοεῖ ἡ κοινωνία τή διπροσωπία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

Δέν ὑπάρχει ἄλλη τόσο ἄδικη καί ἀπεχθής συμπεριφορά. Ἄλλα λένε καί ἄλλα σκέπτονται, ἄλλα νοιώθουν καί διαφορετικά ἐκδηλώνονται. Στό βάθος εἶναι ψυχροί ἄνθρωποι καί στήν ἐπιφάνεια φαίνονται θερμοί φίλοι. Οὐαί τῆς ἀσύγκριτης αὐτῆς ὑποκρισίας αὐτῶν. Δέν μετανοοῦν, ὅταν διαπιστώσουν τό σφάλμα τους. Δικαιολογοῦνται λέγοντας «μεταδώσαμε αὐτά πού ἀκούσαμε, δέν προσθέσαμε τίποτε δικό μας». Ρίχνουν ὅλη τήν εὐθύνη στό συκοφάντη καί σ’ αὐτούς ἀπό τούς ὁποίους ἄκουσαν τή συκοφαντία.

Τούς καθησυχάζει ὁ διάβολος, παρότι κατάστρεψαν τό πολυτιμότερο ἀγαθό του πλησίον τους, τήν ὑπόληψή του. Κοιμοῦνται ἥσυχοί τα βράδια, ἐνῶ μέ τήν ταχεία διάδοση τῆς συκοφαντίας, λόγω τῆς καλῆς φήμης πού ἔχουν στήν κοινωνία, ἔσπρωξαν βαθύτερά το μαχαίρι στήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ τους καί σκανδάλισαν ἑκατοντάδες ψυχές ἀνθρώπων.

Μπορεῖ νά ἐξαπατήθηκαν ἀπό τό συκοφάντη καί νά ἔγιναν συνένοχοί του ἐγκλήματος κατά λάθος, ἀλλά δέν μετανοοῦν, ὅταν διαπιστώσουν ὅτι αὐτά πού διέδωσαν ἦταν συκοφαντίες, γιά νά ζητήσουν συγνώμη. Δέν τολμοῦν ἀπό ἐγωισμό νά διακηρύξουν δημόσια το λάθος τους καί νά διευκρινίσουν σέ ὅσους μετέδωσαν τή συκοφαντία ὅτι ἦταν ψέματα αὐτά, πού τούς εἶπαν.

Ἀντίθετα ἀποφεύγουν συστηματικά το συκοφαντηθέντα, δυσφημισθέντα, στιγματισμένο συνάνθρωπό τους, ἐπειδή φοβοῦνται μήπως παρεξηγηθοῦν καί θεωρηθοῦν τῆς ἴδιας κατηγορίας ἁμαρτωλοί. Συνεχίζουν τήν ἀδικία, παρότι διαπιστώνουν καί ἀπό ἄλλες περιπτώσεις ὅτι ὁ συκοφάντης εἶναι κοινός ψεύτης. Ὁ διάβολος τούς ἔχει κυριεύσει γιά καλά.

Τέτοιες συμπεριφορές εἴχαμε ἀπό πολλούς στά χρόνια της ἑπταετοῦς δικτατορίας πρός ὑπαλλήλους πού συκοφαντήθηκαν, ἀπολύθηκαν ἤ τέθηκαν σέ διαθεσιμότητα ἀπό τό καθεστώς. Οἱ συνάδελφοί τους, ἐνῶ γνώριζαν ὅτι ἀπό τή συκοφαντία κάποιου τῆς ἐξουσίας τέθηκαν σέ διαθεσιμότητα, ἀπέφευγαν νά ἐπικοινωνήσουν μαζί τους καί νά τούς συμπαρασταθοῦν, ἐπειδή φοβοῦνταν ἀπό τούς σπιούνους. Ἄλλαζαν δρόμο, γιά νά ἀποφύγουν καί τήν ἀνταλλαγή τῆς καλημέρας. Κάποιος, πού ἦταν σέ διαθεσιμότητα, ἔλεγε ὅτι περισσότερο πληγώθηκε καί κλονίστηκε ψυχικά ἀπό τή συμπεριφορά αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, παρά ἀπό τήν ἴδια τή διαθεσιμότητα Ἡ συμπεριφορὰ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τοῦ γέμιζε τὴ ψυχὴ περισσότερη πίκρα καὶ πόνο παρὰ ἡ συμπεριφορὰ τῶν σπιούνων.

Μερικοί φροντίζουν μόνο γιά τόν ἑαυτούλη τους. Δέν τούς νοιάζει ἄν οἱ γνωστοί καί φίλοι τους ἀκόμη εἶναι θύματα συκοφαντίας.

Συζητοῦν μετά χαρᾶς τή συκοφαντία μέ τούς ἄλλους καί πολλές φορές συνεργάζονται μέ τούς συκοφάντες, γιά νά διασταυρώσουν τά λεγόμενα. Ὁ συκοφάντης, γιά νά κατοχυρώσει τή θέση του καί νά παραπλανήσει τούς ἄλλους, ἐπινοεῖ χίλιους τρόπους. Συνεργάζεται μέ τό διάβολο καί ἔχει πολλές ἱκανότητες.

Ὑπάρχουν βεβαίως καί ἀκροατές τῆς συκοφαντίας, πού ἔχοντας ἀρχές καί ὄντας τίμιοι, εἰλικρινεῖς καί εὐθεῖς στό χαρακτήρα, ἀντιδροῦν μέ παρρησία στά λόγια τοῦ συκοφάντη καί τοῦ ἀπαγορεύουν, ἀποντος τοῦ συκοφαντημένου, νά ὁμιλεῖ σέ βάρος του. Τοῦ ζητοῦν ἀποδείξεις.

Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτοί πού τολμοῦν νά ἀντιδράσουν εἶναι λίγοι. Λόγω τῶν ἀρχῶν τους δέν ἀναμιγνύονται σέ τέτοιου εἴδους συζητήσεις. Ἀπεχθάνονται τό συκοφάντη καί τή συκοφαντία καί ἀρκοῦνται σέ μιά ἁπλή παρατήρηση στό συκοφάντη. Ἀφήνουν τό πεδίο τῆς δράσης στό συκοφάντη ἐλεύθερο. Ὁ συκοφάντης δρᾶ ἀνενόχλητος καί ἀπό αὐτούς ἀκόμη.

Οἱ συνάνθρωποί μας, κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, μετά χαρᾶς συμπαρίστανται στίς δύσκολες στιγμές τῶν συνανθρώπων τους, π.χ. σέ μία στιγμή ἀτυχήματος, ἀσθένειας, θανάτου κ.λπ, γιά νά τούς ἀνακουφίσουν καί γιά νά τούς ἐνθαρρύνουν. Ὅταν ξεπεράσουν τό κίνδυνο, τούς χειροκροτοῦν καί τούς ἐγκωμιάζουν ἀπό χαρά. Εἶναι ἕτοιμοι νά τούς ἀνακηρύξουν ἥρωες πού πέρασαν τήν μπόρα μέ γενναιότητα.

Ὅταν ὅμως τό ἴδιο πρόσωπο κακολογεῖται καί συκοφαντεῖται, ἐξαφανίζονται. Δέν παρίστανται στό πλευρό τοῦ συκοφαντημένου, γιά νά τόν βοηθήσουν ψυχολογικά καί νά τόν παρηγορήσουν, διότι ἐπηρεάζονται ἀπό τίς συκοφαντίες. Τό ξεπέρασμα μίας συκοφαντίας δέν φαίνεται σ’ αὔτους ὡς πνευματικό κατόρθωμα μέσα στήν κοινωνία, παρότι τραυματίζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου βαθύτερα ἀπό τίς ἀρρώστιες, τά ἀτυχήματα καί πολλούς ἄλλους κινδύνους.Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέει τά ἑξῆς:

«Ἐν μέν γάρ τοῖς κινδύνοις πολλά τα κουφίζοντα τόν πόνον ἐστίν, οἰον, τό παρά πάντων ἀλείφεσθαι, τούς πολλούς ἔχειν τούς κροτοῦντας καί στεφανούντας καί ἀνακηρύττοντας. Ἐνταύθα δέ ἐν τῇ κατηγορία καί αὐτή ἀνήρηται ἡ παραμυθία. Οὐ γάρ δοκεῖ τί μέγα εἶναι τό κατόρθωμα, καί μᾶλλον τῶν κινδύνων δάκνει τόν ἀγωνιζόμενον.» (Χρυσοστόμου Ματθ. 15η ὁμιλ. παρ. 5. Ε.Π.Ε. 9, 487).

Ὑποτιμώμεθα ὅλοι μας, ὅταν ἀγόμαστε καί φερόμαστε ἀπό τή κρίση τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί δέν προσπαθοῦμε νά ἀποκτήσουμε δική μας γνώμη γιά τά λεγόμενα αὐτῶν. Γινόμαστε τυφλά ὄργανα καί ἕρμαια τῶν κακῶν στή ψυχή ἀνθρώπων.

Νά μή βασιζόμαστε ποτέ στά χείλη τῶν χαιρεκάκων, διεστραμμένων καί ἐπιπόλαιων ἀνθρώπων. Αὐτοί, σάν τά ἄγρια σαρκοβόρα θηρία, εὔκολα κατασπαράσσουν μέ τά θηριώδη ἔνστικτά τους τίς ὑπολήψεις τῶν ἄλλων, γιά νά ποδοπατήσουν τίς προσωπικότητες τῶν ἀντιπάλων τους στό κοινωνικό τους περιβάλλον. Ἅς μή γινόμαστε καί ἐμεῖς σάν τούς Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι στή βαϊοφόρο εἴσοδό του Κυρίου φώναζαν «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις» (Μάτθ 21,9), καί μετά ἀπό λίγες μέρες, παρασυρμένοι ἀπό τούς συκοφάντες Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, φώναζαν στή δίκη τοῦ Χριστοῦ: «Ἄρον ἄρον σταύρωσαν αὐτόν» (Ἰωάννου 19,15).

Δ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΣ

 

13. Ἡ ἐξέλιξη τῆς συκοφαντίας

 

Ὁ συκοφάντης καί οἱ διαδίδοντες τή συκοφαντία συμμαχοῦν αὐθόρμητα καί ἐνεργοῦν κρυφά σέ βάρος τοῦ συκοφαντημένου. Ἀλληλοσυμπληρώνουν τό καταχθόνιο ἔργο τους. Ὁ πρῶτος χάνεται σιγά σιγά μέσα στούς πολλούς συνεργάτες του. Τούς ἔχει πλέον ὡς προπέτασμα καπνοῦ, γιά νά μήν φαίνεται ὅτι αὐτός ξεκίνησε τή συκοφαντία ὡς πρωταγωνιστής καί ἐκτεθεῖ στούς ἄλλους. Ἀποσύρεται γιά λίγο διάστημα ἀπό τή σκηνή τῆς διαδόσεως τῶν συκοφαντιῶν. Ἐξασφαλίζεται ἡ ἀνωνυμία τοῦ μέσα στούς πολλούς καί χαίρεται γιά τό κατόρθωμά του.

Πρός ἐπιβεβαίωση τῶν διαδιδομένων παραπέμπει στά λεγόμενα αὐτῶν, πού ἄκουσαν ἀπό ἄλλους τή συκοφαντία, ἐνῶ αὐτός πρῶτος τα εἶπε. Ἰσχυρίζεται πλέον ὅτι ἀπό ἄλλους ἄκουσε αὐτά πού λέγονται σέ βάρος τοῦ ἐχθροῦ του. Ἀρχίζει νά συγχέει τήν ἀρχική μορφή τῆς συκοφαντίας, ἐπειδή προστέθηκαν σάν μπαχαρικά ἀπό τούς ἄλλους καί ἄλλα συκοφαντικά στοιχεῖα. Ἡ ἔκδοση τῆς συκοφαντίας ἐπέστρεψε στά αὐτιά τοῦ βελτιωμένη καί ἐπαυξημένη.

Κάποτε κατηγόρησαν κάποιον ὅτι ἔκλεψε ὁλόκληρο φορτίο σταφύλια ἀπό ἕνα ἀμπέλι. Ἡ ἀλήθεια ἦταν ὅτι αὐτός εἶχε περάσει ἁπλά ἀπό τόν ἀμπελώνα μέ τά πολλά σταφύλια καί, καθώς τά λαχτάρισε, ἐξέφρασε μεγαλόφωνα τήν ἐπιθυμία νά εἶχε ἕνα σταφύλι. Ἕνας περαστικός, πού τόν ἄκουσε, σκέφθηκε αὐθαίρετα, ὅτι ἐφόσον τά ἐπιθύμησε τόσο πολύ, σίγουρα θά ἔκοψε καί κανένα σταφύλι γιά νά τά δοκιμάσει, καί διέδωσε τή σκέψη τοῦ αὐτή, ὑπό μορφή βεβαιότητας, σέ ἄλλους. Τοῦτοι μέ τή σειρά τούς διέδωσαν σέ τρίτους ὅτι αὐτός τόν ὁποῖον ἀφοροῦσε τό σχόλιο μάζεψε ἕνα καλάθι σταφύλια ἀπό τό ξένο ἀμπέλι. Ἀπό στόμα σέ στόμα ἔφθασε τελικά στά αὐτιά ἐκείνου τοῦ πρώτου περαστικοῦ, πού αὐθαίρετα μίλησε ὑποθετικά γιά τήν κλοπή ἑνός σταφυλιοῦ, ὅτι αὐτός τόν ὁποῖο ἀφοροῦσε τό σχόλιο ἔκλεψε ἕνα ὁλόκληρο φορτίο. Τό πίστεψε καί ἄρχισε νά διαδίδει τή νέα ἐπαυξημένη συκοφαντία.

Δυστυχῶς ἡ συκοφαντία, διαδιδόμενη ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο, παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖς ἄκρη, ἀπό πού ξεκίνησε, ποιός καί πόσο τήν ἐπαύξησε. Ὁμοιάζει πλέον ἡ μορφή της μέ τόν πίνακα τῆς ζωγραφικῆς, πού τοποθετεῖται σ’ ἕνα κεντρικό δρόμο, γιά νά προσθέτει καί νά ἀφαιρεῖ δικά του χρώματα ὅποιος περαστικός το ἐπιθυμεῖ.

Τό περιεχόμενο τῆς συκοφαντίας διαμορφώνεται ἀνάλογα μέ τήν κακία, τήν ἐπιπολαιότητα καί τή νοσηρή φαντασία τῶν ἀνθρώπων πού θά τή διαδώσουν παραπέρα. Σωστά λέει ἡ λαϊκή παροιμία γιά τή συκοφαντία ὅτι εἶναι «καλύτερά το μάτι σου νά βγεῖ, παρά τό ὄνομά σου νά ἀκουστεῖ».Ὁ Θεός νά σέ φυλάξει ἀπό συκοφάντες.

Ὁ ψίθυρός της συκοφαντίας σάν τό νερό, πού διεισδύει στά ὑδροπερατά πετρώματα (στά κενά μέρη αὐτῶν), προχωρεῖ καί ἁπλώνεται σιγά σιγά παντοῦ. Ἡ συκοφαντία εἰσχωρεῖ ἐντός ὀλίγων ἡμερῶν σέ ὅλα τα κοινωνικά στρώματα. Σκορπάει σάν τό νερό κάτω ἀπό τήν ψάθα.

 

14. Οἱ συνέπειες τῆς συκοφαντίας

 

Οἱ συνέπειες τῆς διαβολῆς καί τῆς συκοφαντίας στήν προσωπικότητα πολλῶν ἀθώων ἀνθρώπων, οἰκογενειῶν καί φίλων, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν κοινωνία εἶναι τρομερές. Οἰκογένειες ἀναστατώθηκαν καί διαλύθηκαν. Μάλωσαν γονεῖς μέ τά παιδιά τους, ἀδελφοί μέ τούς ἀδελφούς τους καί οἱ σύζυγοι μεταξύ τους. Ἀντάλλαξαν ὕβρεις, ἀλληλοκαταράστηκαν, ἀλληλοεκδικήθηκαν καί γκρέμισαν τήν οἰκογενειακή τους εὐτυχία, ἐπειδή κάποιος διαβολέας συκοφάντης εἰσχώρησε στά οἰκογενειακά τους. Πολλές μακροχρόνιες φιλίες διαλύθηκαν.

Γείτονες καί συγγενεῖς διαιρέθηκαν σέ παρατάξεις, ἀλληλομισήθηκαν φοβερά, διότι μπῆκε ἀνάμεσά τους κάποιος ραδιοῦργος συκοφάντης, πού δηλητηρίασε τίς ψυχές τούς. Ὡραιότατες κοπέλες μέ πολλά προσόντα ἔμειναν ἀνύπαντρες ἀπό τίς συκοφαντίες. Ἀμαυρώθηκε ἡ τιμή καί ἡ ὑπόληψή τους. Εὐτυχισμένα ἀνδρόγυνα θρήνησαν τό νοικοκυριό τους, πού διαλύθηκε ἐξ αἰτίας τῶν συκοφαντῶν, καί πλήγωσαν ἀνεπανόρθωτα τίς ἁγνές ψυχές τῶν παιδιῶν τους μέ τό διαζύγιό τους.

Ἄνθρωποι τίμιοι, μέ ἀρχές καί ἀνώτερα ἰδανικά, πού ἦταν ἄξιοι ἰδιαιτέρας τιμητικῆς διακρίσεως γιά τό κοινωνικό τους ἔργο καί γιά τήν ἐνάρετη ζωή τους, συκοφαντήθηκαν ἀπό κακούς στή ψυχή συνανθρώπους. Πόσες καρδιές τραυματίστηκαν καί πόνεσαν ἀπό τίς τρομερές συκοφαντίες; Πόσα βαθιά ἀνεπούλωτα τραύματα δημιουργήθηκαν σέ πολλές ψυχές γιά ὅλη τή ζωή τους; Πόσοι τίμιοι ἔφθασαν σέ ἀπονενοημένες ἐνέργειες ἐκδικήσεως ἤ καί αὐτοκτονίας;

Ο Μ. Βασίλειος συκοφαντήθηκε ἀπό τόν Εὐστάθιο τῆς Σεβάστειας ὅτι δῆθεν συμφώνησε μέ τίς ἀπόψεις τοῦ αἱρετικοῦ Ἀπολλιναρίου. Στήν ἀρχή δέν ἤθελε νά πιστέψει ὅτι ὁ Εὐστάθιος μαζί μέ τούς ὅμοιούς του ὀργάνωσαν αὐτές τίς συκοφαντίες ἐναντίον του. Ὅταν πείσθηκε ὅτι αὐτοί τόν συκοφάντησαν δέν ἀπάντησε ἀμέσως, ἐπειδή ἔλπιζε ὅτι θά τίς ἀνακαλέσουν. Στενοχωρήθηκε πάρα πολύ περιμένοντας τρία χρόνια νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθεια. Ἐπειδή δέν μετανόησαν οἱ συκοφάντες του, ἀναγκάστηκε νά γράψει ἐπιστολή πρός τόν Εὐστάθιο τό Σεβαστιανό, γιά νά ξεχειλίσει τήν ὀδύνη, πού εἶχε κλεισμένη στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, λέγοντας τά παρακάτω: «Συκοφαντία ἄνδρα ταπεινοί καί περιφέρει πτωχόν. Εἰ οὔν τοσούτον τό ἐκ συκοφαντίας κακόν ὥστε καί τόν τέλειον ἤδη καταγειν ἀπό τοῦ ὕψους καί τόν πτωχόν.» (Μ. Βασίλειος, 223η ἐπιστολή πρός τόν Εὐστάθιον τόν Σεβαστιανόν, Ε.Π.Ε. 2, 68. Μιγνι 32, 821ΑΒ). Δηλαδή: Ἡ συκοφαντία καί τόν τέλειο ὡς πρός τή γνώση τῆς ἀλήθειας ἄνδρα ταπεινώνει καί τόν πτωχό, τό μή τελειοποιημένο κατά τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο, τόν ταράσσει. Τόσο μεγάλο εἶναι τό κακό της συκοφαντίας, πού μπορεῖ νά κατεβάσει ἀπό τό ὕψος του καί τόν πιό τέλειο ὡς πρός τήν ἀλήθεια ἄνθρωπο, ἀλλά καί τόν πτωχό ὡς πρός τή γνώση τῆς ἀλήθειας.

 

15. Τό μή ἐπανορθώσιμό του κακοῦ της συκοφαντίας

 

Διερωτᾶται κανείς ἄν, γιά νά συγχωρεθεῖ κανείς γιά τό ἁμάρτημα τῆς συκοφαντίας, ἀρκεῖ μία ἁπλή ἐξομολόγηση τοῦ συκοφάντη στόν πνευματικό, χωρίς ἔμπρακτη μετάνοια. Χωρίς δηλαδή νά ἀνακοινώσει ἐπίσημα τήν ἀλήθεια ὁ συκοφάντης στό περιβάλλον τοῦ συκοφαντημένου. Ἄν πραγματικά μετανόησε καί θέλει εἰλικρινά νά διορθώσει τό κακό πού ἔκανε στόν συνάνθρωπό του, πρέπει νά ἀναιρέσει τίς συκοφαντίες σέ αὐτούς πού τίς εἶπε ἤ τίς διέδωσε. Ἄν προφασίζεται ὅτι ντρέπεται νά ὁμολογήσει ὅτι ἔπεσε σέ τόσο μεγάλο σφάλμα, σημαίνει ὅτι δέν μετανόησε εἰλικρινά, ἀλλά ὑποκρίνεται. Τό κακό χωρίς τήν κοινοποίηση τῆς ἀλήθειας δέν διορθώνεται. Ντροπή γι’ αὐτόν ἦταν, ὅταν ἔλεγε τίς συκοφαντίες, καί ὄχι ὅταν θά τίς ἀναιρέσει. Τότε ἔπρεπε νά ντρέπεται καί ὄχι τώρα, πού ἐξομολογεῖται δημόσια τήν ἀλήθεια.

Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη ἀνακοινώσει τήν ἀλήθεια, τό κακό καί πάλι δέν διορθώνεται ἐξ ὁλοκλήρου. Ἡ εὐρεία διάδοση μίας συκοφαντίας δέν ἀνακαλεῖται πλήρως, ὅσα μέσα καί τρόπους καί ἄν χρησιμοποιήσει. Οἱ ἀκούσαντες τή συκοφαντία εἶναι πολλοί καί δέν εἶναι δυνατόν νά λάβουν γνώση ὅλοι τήν ἀνάκληση αὐτῆς. Σέ μερικούς τυπώθηκε ἀνεξίτηλα στό νοῦ τους ἡ συκοφαντία καί δέν σβήνει εὔκολα.

Οἱ συκοφαντίες μοιάζουν μέ τούς παλίμψηστους κώδικες, πού σβήστηκε μέν τό παλαιό κείμενο γιά νά γραφεῖ πάνω τους νέο διορθωμένο ἤ καινούργιο κείμενο, ἀλλά πάντα μένουν ὑπολείμματα. Τελευταία μάλιστα, μέ τά σύγχρονα χημικά μέσα, μποροῦν νά ἐπαναφέρουν τόν παλίμψηστο κώδικα στήν ἀρχική του γραφή καί νά διαπιστώσουν ποιό ἀρχαῖο κείμενο γράφτηκε ἀρχικά σ’ αὐτόν. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στή μνήμη τῶν ἀκροατῶν τῆς συκοφαντίας. Μένουν πολλά κατάλοιπα τῆς συκοφαντίας ἤ καί ὁλόκληρη ἡ συκοφαντία μόλις δοθεῖ ἀφορμή ἔχθρας. Οἱ ἄνθρωποι θυμοῦνται περισσότερο τήν ἀρχική συκοφαντία καί ὄχι τήν ἀναίρεση αὐτῆς. Τό μίσος, ἡ κακία καί ἡ ζήλια δέν τούς ἀφήνουν νά ἀναγνωρίσουν τήν ἀλήθεια.

Δέν μποροῦμε νά πετύχουμε τήν ἐξ ὁλοκλήρου ἐξαφάνιση τῆς συκοφαντίας, ὅσο καί ἄν προσπαθήσουμε, διότι τά λόγια τῆς συκοφαντίας ἤ καί μίας ἁπλῆς κατηγορίας εὔκολα διαδίδονται ἀπό χείλη σέ χείλη στά αὐτιά χιλιάδων ἀνθρώπων. Σάν τά φθινοπωρινά φύλλα τῶν δένδρων, τά παρασέρνει ὁ δυνατός ἀέρας τῆς κακῆς συνήθειας τῆς καταλαλιᾶς καί τά σκορπᾶ παντοῦ. Εἶναι ἀδύνατο νά ἐνημερωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού ἄκουσαν τήν κατηγορία, ὅτι ἦταν καθαρή συκοφαντία.Μία γυναίκα, πού εἶχε τό πάθος νά διαδίδει μετά χαρᾶς ὅ,τι ἄκουγε σέ βάρος τῶν ἄλλων, πῆγε στό πνευματικό της γιά ἐξομολόγηση. Ἀνέφερε πολλά ἀπό τά ἁμαρτήματά της, ἀλλά ὁ πνευματικός της στάθηκε ἰδιαίτερα στήν κακή συνήθεια τῆς καταλαλιᾶς καί τῆς διαδόσεως ἀνεξέλεγκτων πληροφοριῶν σέ βάρος τῶν συνανθρώπων της. Γιά νά τῆς δώσει νά καταλάβει τή σοβαρότητα τοῦ ἀνεπανόρθωτου ἁμαρτήματός της, τῆς ἐπέβαλε ἕνα παράξενο ἐπιτίμιο. Τήν ἔστειλε στήν ἀγορά νά ἀγοράσει μία ζωντανή κότα μέ ἐντολή νά τή σφάξουν πρῶτα στό κατάστημα καί μετά αὐτή, γυρνώντας στό ἐξομολογητήριο, νά τή μαδᾶ καθ’ ὁδόν καί νά ρίχνει τά πούπουλα στό δρόμο. Τήν ἡμέρα ἐκείνη φυσοῦσε πολύ δυνατός ἀέρας. Ἡ γυναίκα ἐφάρμοσε πιστά τήν ἐντολή τοῦ πνευματικοῦ της καί μετά ἀπό μία ὥρα γύρισε στό ἐξομολογητήριο μέ τό κοτόπουλο μαδημένο στά χέρια. Μέ πολύ χαρά εἶπε στό πνευματικό της: «Ἔκανα, πάτερ, ὅ,τι μου εἶπες. Μπορῶ νά φύγω τώρα ἥσυχη ὅτι μέ συγχώρησες;» «Ὄχι κόρη μου, δέν σέ συγχώρεσα ἀκόμη», εἶπε ἐκεῖνος, «διότι ἐφάρμοσες μόνο το πρῶτο μέρος τοῦ ἐπιτιμίου. Πρέπει νά ἐκτελέσεις ὁπωσδήποτε καί τό δεύτερο μέρος τοῦ ἐπιτιμίου γιά νά σέ συγχωρήσω. Θά πᾶς τώρα νά μαζέψεις καί νά μοῦ φέρεις τό γρηγορότερο ὅλα τα φτερά καί τά πούπουλα, πού σκόρπισες στό δρόμο.» Ἡ γυναίκα ταράχτηκε, δυσανασχέτησε, τραβοῦσε τά μαλλιά της καί μέ κλάματα φώναζε: «Εἶναι ἀδύνατον, πάτερ, εἶναι ἀδύνατο νά γίνει αὐτό, διότι ὁ δυνατός ἀέρας τά σκόρπισε στούς τέσσερις ὁρίζοντες. Δέν μπορῶ νά συνεχίσω τό ἐπιτίμιο.» «Αὐτό θέλω νά σού διδάξω ἔμπρακτα, κόρη μου», εἶπε ὁ ἱερέας, «ὅτι, δηλαδή, δέν μπορεῖς νά μαζέψεις τά λόγια πού εἶπες σέ βάρος τῶν ἄλλων γιά νά διορθώσεις τό μεγάλο κακό πού τούς ἔκανες μέχρι τώρα. Πρόσεχε στό ἑξῆς καί μή διαδίδεις ὅ,τι κακό ἀκοῦς ἀπό τούς ἄλλους σέ βάρος τοῦ πλησίον σου. Τά λόγια εἶναι σάν τά πουλιά στό κλουβί. Μόλις ἀνοίξεις τό κλουβί πετοῦνε καί φεύγουν καί δέν ξαναγυρίζουν πιά. Τά λόγια τά ἐξουσιάζεις πρίν πεῖς τίς καταλαλιές, τά κοτσουμπουλιά καί τίς ἀνεξέλεγκτες πληροφορίες κατηγοριῶν μπροστά στούς ἄλλους. Μόλις τά πεῖς μυστικά ἤ δημόσια γίνονται κτῆμα καί αὐτῶν πού τά ἄκουσαν. Δέν μπορεῖς νά τά συγκρατήσεις, σκορπίζουν καί ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενό τους ἁπλώνουν στό περιβάλλον εὐοσμία ἤ δυσοσμία.»

Τά λόγια τῆς συκοφαντίας εἶναι σάν τή δυσοσμία πού βγαίνει μέ τό ἄνοιγμα τοῦ πώματος κάποιου βόθρου. Ὅπως ὁ βόθρος σκορπᾶ τήν ἀηδιαστική βρῶμα του, ἔτσι καί τά στόματα τοῦ συκοφάντη καί τοῦ διαδίδοντος τή συκοφαντία ἐξαπολύουν τήν δυσοσμία τῆς συκοφαντίας στό κοινωνικό περιβάλλον.

Δυστυχῶς μερικοί ὀσμίζονται εὐχαρίστως τή δυσοσμία τῆς συκοφαντίας σέ βάρος τοῦ πλησίον τους. Παίρνουν βαθιές ἀναπνοές, γιά νά τήν νοιώσουν καλύτερα. Ἱκανοποιοῦνται ἀπό τή συκοφαντία, διότι ἀρέσκονται νά βρωμίζουν τήν ὑπόληψη ἀθώων ἀνθρώπων καί νά τούς ρίχνουν τόνους λάσπη. Τρομερή εἶναι ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων, πού ἀφήνουν ἀνεξέλεγκτο τόν ἑαυτό τους στήν ἐπήρεια τοῦ διαβόλου.

Δέν εἶναι μόνο ἡ βρωμιά πού ἐξαπολύουν στή κοινωνία οἱ συκοφάντες, ἀλλά καί τά μικρόβια τῆς βρωμιᾶς, πού μεταδίδουν πνευματικές ἠθικές ἀρρώστιες. Οἱ ἀδύνατοι στήν πίστη, ὅταν ἀκούσουν σκάνδαλα ἀνηθικότητας, φιλαργυρίας, καταχρήσεις κ.λπ. ἀπό μέρους ὑπευθύνων ἀνθρώπων τῆς κοινωνίας, ἐπηρεάζονται ἀπό τό κακό της συκοφαντίας καί κολλοῦν τίς παραπάνω ψυχικές ἀρρώστιες στήν καθημερινή ζωή τους.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομός μας προτρέπει νά μήν ὁμοιάζουμε μέ τίς σιχαμερές μύγες, πού κάθονται στά πυορροοῦντα τραύματα τῶν πληγωμένων ζώων ἤ ἀνθρώπων, δαγκώνοντας, ἀπομυζώντας καί ἐρεθίζοντας αὐτά, γιά νά χορτάσουν καί νά μεταδώσουν ἀρρώστιες, ἀλλά νά ὁμοιάζουμε μέ τίς μέλισσες, πού κάθονται στά ἄνθη, γιά νά κάνουν ἀπό τή γύρη τούς τίς κηρῆθρες μέ τό μέλι. Νά πετάξουμε μέ τή σκέψη μας στό λιβάδι τῶν ἀρετῶν τῶν ἁγίων, ὀσμιζόμενοι τά κατορθώματά τους, καί ὄχι στά τραύματα τοῦ πλησίον μας, πού ἄνοιξαν οἱ συκοφάντες, γιά νά τά ἐρεθίσουμε. Ἐάν δοῦμε κάποιους νά ἀνασκαλίζουν συκοφαντίες, νά τούς κλείνουμε τό στόμα, ἀντιτάσσοντας τό φόβο τῆς τιμωρίας καί ἐνθυμίζοντας τήν ἀδελφική μας συγγένεια. Σιχαμερές μύγες νά τούς ἀποκαλοῦμε, ἄν συνεχίζουν τή διάδοση τῆς δυσφήμισης (Χρυσόστομου, Περί ἀσάφειας προφητῶν, ὁμιλία Β, παράγραφος 9 Ε.Π.Ε. 1, 384).

 

16. Ἡ συκοφαντία στην αρχαία Ελλάδα σύμφωνα μέ τούς Ὀξυρύγχειους παπύρους

 

Μία δέσμη παπύρων, πού βρέθηκαν στήν Ὀξύρυγχο τῆς Κάτω Αἰγύπτου, στό σημερινό Μπενεζά, πλάι σε μία ἀναποδογυρισμένη σαρκοφάγο, περιέχει στά λατινικά ἐπιστολές κάποιου Μενένιου Ἄπιου, ρωμαίου συγκλητικοῦ, πρός ἕνα ἀνθύπατο, τόν Ἀτίλιο Νάβιο.

Τό περιεχόμενο ὁρισμένων ἀποσπασμάτων αὐτῶν τῶν ἐπιστολῶν παρουσιάζει ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον γιά τό ζήτημα τῆς συκοφαντίας. Νομίζω ὅτι αὐτά πού γράφει ὁ ρωμαῖος συγκλητικός, ἀναφερόμενος στή ρωμαική ἐποχή, ἐπιβεβαιώνονται σήμερα ἀπό τήν ἐπικράτηση τοῦ ψέματος, τῆς καταλαλιᾶς, τῆς κατακρίσεως καί τῆς συκοφαντίας στήν Ἑλλάδα. Παραθέτουμε μερικά ἀπ’ αὐτά τά ἀποσπάσματα ἀπό τόν ὀξυρύγχειο πάπυρο, ἔτσι ὥστε νά καταστεῖ σαφές ὅτι οἱ πιό πάνω κοινωνικές πληγές εἶναι παλαιές στήν Ἑλλάδα, καί πυορροοῦν ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ

«Ποτέ ὁ ἄρχων δέν πρέπει νά περιφρονεῖ τόν ἀρχόμενο, ὅσο ἄξιος καί ἄν εἶναι αὐτός, καί ὅσο ἀνάξιοι οἱ ἀρχόμενοι. Πρέπει νά σκύβει, νά μελετᾶ καί νά γνωρίζει τό λαό του. Πρό παντός ὅταν ἔχει νά κάνη μέ τούς δυσκολονόητους Ἕλληνες. Γι’ αὐτό μή μέ βαρεθεῖς, πού θέλω νά σού τούς δείξω ἀπό πολλές πλευρές. Ὅσο περνοῦν οἱ αἰῶνες, τόσο κι ἐμεῖς καί οἱ λαοί πού κυβερνοῦμε γινόμαστε περισσότερο ἀτομιστές, ὥσπου μία μέρα νά μαραθοῦμε ὅλοι μαζί μέσα στή μόνωση τῶν μικρῶν ἑαυτῶν μας. Νομίζω πῶς οἱ Ἕλληνες, ἀπάνω στούς ὁποίους ἐσύ τώρα ἄρχεις, εἶναι πρωτοπόροι σέ αὐτόν τό θανάσιμο κατήφορο.

Δέ σού ἔκανε κιόλας ἐντύπωση, καλέ μου Νάβιε, ἡ ἀδιαφορία τοῦ Ἕλληνα γιά τόν συμπολίτη του; Ὄχι πῶς δέ θά τοῦ δανείσει μία χύτρα νά μαγειρέψει, ὄχι πῶς, ἄν τύχη μία ἀρρώστια, δέ θά τόν γιάτρεψει, ὄχι πῶς δέν τοῦ ἀρέσει νά ἀνακατεύεται στίς δουλειές τοῦ γείτονα, γιά νά τοῦ δείξει μάλιστα τήν ἀξιοσύνη του καί τήν ὑπεροχή του. Σέ τέτοιες περιπτώσεις βοηθάει ὁ Ἕλληνας περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον. Βοηθάει πρόθυμα καί τόν ξένο, μέ τήν ἰδέα μάλιστα, πού χάρις στούς μεγάλους στωικούς, πάντα τόν κατέχει, μίας πανανθρώπινης κοινωνίας. Τοῦ ἀρέσει νά δίνει στόν ἀσθενέστερο, στόν ἀβοήθητο· εἶναι καί αὐτό ἕνας τρόπος ὑπεροχῆς.

Λέγοντας πῶς ὁ Ἕλληνας ἀδιαφορεῖ γιά τόν πλησίον του, κάτι ἄλλο θέλω νά πῶ. Ἀλλά μου πέφτει δύσκολο νά στό ἐξηγήσω. Θά ἀρχίσω μέ παραδείγματα, πού ἄν προσέξεις, ἀνάλογα θά δεῖς καί ἐσύ ὁ ἴδιος πολλά μέ τά μάτια σου. Ἀκόμη ὑπάρχουνε ποιητές πολλοί καί τεχνίτες στίς μεγάλες πόλεις τῆς Ἑλλάδας. Πλησίασέ τους, καθώς εἶναι χρέος σου, καί πές μου ἄν ἀκούσεις κανέναν ἀπ’ αὐτούς ποτέ νά ἐπαινεῖ τόν ὁμότεχνό του. Δέ χάνει τόν καιρό του σέ ἐπαίνους τῶν ἄλλων ὁ Ἕλληνας. Δέν χαίρεται τόν ἔπαινο. Χαίρεται ὅμως τόν ψόγο καί γι’ αὐτόν βρίσκει πάντα καιρό. Γιά τήν κατανόηση, τήν ἀληθινή, αὐτήν πού βγαίνει ἀπό τή συμπάθεια γι’ αὐτό πού κατανοεῖς, δέν θέλει τίποτα νά θυσιάσει. Τό κίνητρο τῆς δικαιοσύνης δέν τόν κινεῖ, γιά νά ἐπαινέσει ὅ,τι ἀξίζει τόν ἔπαινο. Ὄχι πού δέν θά ἤθελε νά εἶναι δίκαιος, ἀλλά δέν ἀντιλαμβάνεται κάν τήν ἀδικία πού κάνει στόν ἄλλο. Ἀλλοῦ κοιτάζει· θαυμάζει ὅ,τι εἶναι ὁ δικός του κόσμος· κάθε ἄλλον τόν ὑποτιμᾶ.

Ὅταν ἕνας πολίτης ἄξιος δέν ἀναγνωρίζεται κατά τήν ἀξία του, λέει ὁ Ἕλληνας: ἀφοῦ δέν ἀναγνωρίζομαι ἐγώ ὁ ἀξιοτερός του, τί πειράζει ἄν αὐτός δέν ἀναγνωρίζεται; Ὁ ἐγωκεντρισμός ἀφαιρεῖ ἀπό τόν Ἕλληνα τή δυνατότητα νά εἶναι δίκαιος. Καί αὐτό ἐννοοῦσα λέγοντας πῶς ὁ Ἕλληνας ἀδιαφορεῖ γιά τόν πλησίον του. Τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ τόν ἐμποδίζει νά ἀσχολεῖται μέ τόν ἄλλο, νά συνεργάζεται μαζί του.

Καί φυσικά, ἀπό τήν ἔλλειψη τούτη τῆς ἀλληλεγγύης ματαιώνονται στίς ἑλληνικές κοινωνίες οἱ κοινές προσπάθειες. Ἡ δράση τοῦ Ἕλληνα κατακερματίζεται σέ ἀτομικές ἐνέργειες, πού συχνά ἀλληλοεξουδετερώνονται καί συγκρούονται.»

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΚΤΟ

«Ἐδῶ καί δυό βδομάδες σου ἔγραψα γιά τό φυγόκεντρο ἐγωισμό τῶν Ἑλλήνων. Δέ θυμᾶμαι ὅμως ἄν σου ἔγραψα τό χειρότερο. Κινημένος ἀπό τήν ἴδιαν αὐτήν ἐγωπάθεια, τήν ρίζα αὐτήν κάθε ἑλληνικοῦ κακοῦ ‑ἅς βοηθήσουν οἱ θεοί νά μή γίνει καί τῶν δικῶν μας δεινῶν ἡ μολυσμένη πηγή‑, ὁ Ἕλληνας δέ συχωρνάει στό συμπολίτη τοῦ καμιά προκοπή. Ὅποιον τόν ξεπεράσει, ὁ Ἕλληνας τόν φθονεῖ μέ πάθος· καί ἄν εἶναι στό χέρι του νά τόν γκρεμίσει ἀπό ἐκεῖ πού ἀνέβηκε, θά τό κάνει.

Μά τό πιό σπουδαῖο, γιά νά καταλάβεις τόν Ἕλληνα, εἶναι νά σπουδάσεις τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ἐκδηλώνει τό φθόνο του, τόν τρόπο πού ἐφεῦρε γιά νά γκρεμίζει καλύτερα. Εἶναι ἕνας τρόπος πιό κομψός ἀπό τό δικό μας, γέννημα σοφιστικῆς εὐστροφίας καί διανοητικῆς δεξιοτεχνίας.

Δέν τοῦ ἀρέσει ἡ χοντροκομμένη δολοφονία στούς διαδρόμους του Παλατιοῦ, ἀλλά ἡ λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ἕνα εἶδος ἀναίμακτου ἠθικοῦ φόνου, ἑνός φόνου διακριτικότερου καί ἐντελέστερου, πού ἀφήνει τοῦ δολοφονημένου τή σάρκα σχεδόν ἀνέπαφη, νά περιφέρει τήν ἀτίμωση καί τή γύμνια της στούς δρόμους καί στίς πλατεῖες.

Γιατί καί τή συκοφαντία, ἀγαπητέ μου, τήν ἔχουν ἀναγάγει σέ τέχνη αὐτοί οἱ θαυμάσιοι, οἱ φιλότεχνοι Ἕλληνες, οἱ πρῶτοι δημιουργοί του καλοῦ καί τοῦ κακοῦ λόγου.

Τό νά ἐπινοήσεις ἕνα ψέμα γιά κάποιον καί νά τό διαλαλήσεις, αὐτό εἶναι κοινότυπο καί ἄτεχνο. Σέ πιάνει ὁ ἄλλος ἀπό τό αὐτί καί σέ ἀποδείχνει εὔκολα συκοφάντη καί σέ ἐξευτελίζει. Ἡ τέχνη εἶναι νά συκοφαντεῖς, χωρίς νά ἐνσωματώνεις πουθενά ὁλόκληρη τή συκοφαντία, μόνο νά τήν ἀφήνεις νά τή συνάγουν οἱ ἄλλοι ἀπό τά συμφραζόμενα καί ἔτσι ἀσυνείδητα νά ὑποβάλλεται σέ ὅποιον τήν ἀκούει.

Ἡ τέχνη εἶναι νά βρίσκεις τό διφορούμενο λόγο, πού ἅμα σέ ρωτήσουν γιατί τόν εἶπες, νά μπορεῖς νά πεῖς πῶς τόν εἶπες μέ τήν καλή σημασία, καί πάλι ἐκεῖνος πού τόν ἀκούει νά αἰσθάνεται πῶς πρέπει νά τόν ἐννοήσει μέ τήν κακή σημασία.

Ἡ τέχνη εἶναι νά δημιουργεῖς τήν ψεύτικη ἐντύπωση μέ τήν ὅλη ὁμιλία, χωρίς κανένας λόγος μόνος του χωριστά νά εἶναι ψεύτικος, τόσο πού νά ἀναρωτιέται ὁ καλόπιστος, ὅταν ἀνακαλύψει τήν ἀντίφαση, εἶναι ἄραγε αὐτό συκοφαντία ἤ παρεξήγηση;

Ὑποβλητικός, σεμνότυφος, ντυμένος τήν εὐπρέπεια πρέπει νά εἶναι ὁ συκοφαντικός λόγος καί νά μή διαρκῆ περισσότερο ἀπό ὅ,τι θά κούραζε τόν ἀκροατή. Καί ὅμως, μέ τίς πρεπούμενες διακοπές, νά εἶναι ἐπίμονος, ἔτσι πού νά τοῦ ἐντυπώνεται, χωρίς ὁ ἴδιος νά μπορεῖ νά τό καταλάβει πῶς αὐτό τοῦ συνέβηκε.

Δέν στηρίζεται σέ ἀνύπαρκτα γεγονότα ἡ περίτεχνη συκοφαντία, ἀλλά διαλέγει κάποιο ἀσήμαντο, τό βγάζει ἀπό τή σειρά του, τό φουσκώνει, τό βάζει σέ ἄλλη σειρά καί ἔτσι τό κάνει νά ἀποδίδει μίαν ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν ἀρχική ἐντύπωση. Τό ἀλλάζει, χωρίς νά τό ἀλλάξει τό ἴδιο. Πού εἶναι ἡ συκοφαντία; ρωτάει ὁ συκοφάντης. Καί πᾶς νά πεῖς, δέν εἶναι πουθενά, καί ὅμως εἶναι ὁλόκληρη, ἐκεῖ, ἄπιαστη ἀλλά ὁρατή. Χίλια μῆλα ἔχει ἡ μηλιά καί ἔχει ἕνα μόνο χαλασμένο. Ἅμα ὅμως ὅλο γι’ αὐτό μιλᾶς, βλέπει ὁ ἄλλος μπροστά του μία μηλιά σκουληκιασμένη. Καί ὅμως, οἱ λέξεις πού ἀρθρώθηκαν, δέν περιέχουνε ψευτιά καμία. Τό ψέμα εἶναι πέρα ἀπό τίς λέξεις, στό νόημα τό φευγαλέο. Κάποτε οὔτε τό ἕνα μῆλο δέν ἔχει σάπιο, ἀλλά ἔχει κάτι πού δέν ἀρέσει στό δῆμο, στό πλῆθος. Τότε αὐτόν, πού θές νά φθείρεις, τόν παρουσιάζεις μονάχα ἀπό αὐτό τό κάτι πού δέν ἀρέσει. Ψέμα; Πουθενά. Ἐπιδέξιες ἀποσπάσεις ἀπό τήν ὁλότητα τῆς πραγματικότητας· τονισμός μίας λέξης πού δέν ἦταν τονισμένη. Μία ἀνεπαίσθητη ἀλλοίωση τοῦ φωτισμοῦ, κάτι ἀληθινά ἐλάχιστο, πού δέν τολμᾶς κάν νά τό πεῖς διαστροφή. Διότι πραγματικά δέν εἶναι διαστροφή, δέν εἶναι ψέμα· εἶναι ὅμως συκοφαντία.

Αὐτό εἶναι τό ἀγχέμαχο ὅπλο μέ τό ὁποῖο πολεμάει ὁ Ἕλληνας τόν Ἕλληνα, ὁ ἡγέτης τόν ἡγέτη, ὁ φιλόσοφός το φιλόσοφο, ὁ ποιητής τόν ποιητή, ἀλλά καί ὁ ἀνάξιος τόν ἄξιο, ὁ οὐσιαστικά ἀδύνατος τόν οὐσιαστικά δυνατό.

Ἄν καί ξένος, θά δοκιμάσεις τήν αἰχμή τούτου τοῦ ὅπλου καί ἐσύ ὅπως τή δοκίμασα καί ἐγώ. Θά ἀπορήσεις σέ τί κοινωνική περιωπή βάζουν οἱ Ἕλληνες τούς δεξιοτέχνες τῆς συκοφαντίας, πῶς τούς φοβοῦνται οἱ πολλοί καί ἀγαθοί, πῶς τούς ὑπολήπτονται οἱ χρησιμοθῆρες καί πῶς γλυκομίλητά τους χαιρετοῦν, ὅταν τούς συναντήσουν στίς στοές καί στήν ἀγορά.

Εἶχα γνωρίσει ἕναν τέτοιο δεξιοτέχνη τῆς συκοφαντίας στήν Ἀθήνα ἐδῶ καί εἴκοσι χρόνια. Ἦταν ἀπό αὐτούς πού ὀνόμαζαν τόν παλιό καιρό «λακωνίζοντες». Νοσταλγός κάθε ἀρχαίου, ἀρνητής κάθε νέου, ἔντιμος πολίτης, πού ἀσκοῦσε ἔντιμα το ἐπάγγελμα τοῦ συκοφάντη.

Οἱ πιό διαλεχτοί συμπολίτες του δοκίμασαν τό κεντρί του. Συκοφαντοῦσε μέ ὑπομονή, μέ ἡδονή, μέ εὐσυνειδησία. Συκοφαντοῦσε σύμφωνα μέ τή φύση του, ὅπως τό φίδι δαγκάνει, ὅπως ἡ δράκαινα δηλητηριάζει, ὅπως ὁ ταῦρος κερατίζει. Λίγοι τόν περιφρονοῦσαν, περισσότεροι τόν φοβότανε καί σέ πολλούς ἄρεζε. Ἀρέσει, γιά νά ποῦμε τήν ἀλήθεια, στούς περισσότερους Ἕλληνες, ἀλλά φεῦ! καί σέ κάμποσους πιά ἀπό τούς δικούς μας ἡ πετυχημένη, ἡ ἔντεχνα σκαρωμένη συκοφαντία.

Σχηματίζεται γύρω της μία συμπαθοῦσα κοινή γνώμη ἀπό ὅλες τίς συγκλίνουσες μοχθηρίες, τίς ζήλιες, τίς ἀρρωστημένες καχυποψίες, ἀπό ὅλες τίς κουρασμένες, τίς τραυματισμένες ψυχές. Καί ἔτσι κρυσταλλώνεται γύρω ἀπό τόν ἀρχικό ἰοβόλο λόγο, ἕνα στέρεο σάρκωμα, ἕνας ὄγκος, πού στόν καθέναν ἐπιβάλλεται καί τόν φοβᾶται ὁ καθένας καί ἀποφεύγει νά τόν ἀγγίξει.

Καί ὅμως τόν καιρό πού βρισκόμουνα στήν Ἀθήνα δυό-τρεῖς ἄνθρωποι, πού ‑δίκαια ἤ ἄδικα, δέν ξέρω‑ τούς λογιάζανε πολλοί γιά ἀπόβλητους καί ξεστρατισμένους, τολμήσανε νά ἀντισταθοῦν σέ τοῦτον τόν δεξιοτέχνη καί νά τοῦ κόψουν γιά καιρό τή λαλιά. Ἕνας ἀπό αὐτούς, μέρα μεσημέρι, στή μέση της ἀγορᾶς, τόν χαστούκισε, ἔτσι πού κύλησε μέσα στίς σκόνες. Ἕνας ἄλλος, καθώς διάβαινε μπρός ἀπό τόν Ἄρειο Πάγο ὁ συκοφάντης, μέ τό εἰρωνικό μειδίαμα τῆς οἴησης στά πικρά του χείλη, ἀνέβηκε σέ μία ψηλή πέτρα ἀπάνω καί στόν κόσμο πού ἦταν μαζεμένος τήν ὥρα ἐκείνη φώναξε: «Αἵ! Ἀθηναῖοι, τοῦτος ὁ ὑπερόπτης, πού περνᾶ ἐκεῖ δά, παρουσιάστηκε κατήγορος τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔσωσε τήν τιμή καί τή ζωή τοῦ παιδιοῦ του!» Ἄν ἦταν ἀλήθεια αὐτά πού εἶπε δέν ξέρω. Θυμᾶμαι μόνο πῶς ὁ δεξιοτέχνης χλόμιασε καί ἀποτραβήχτηκε, χωρίς νά πεῖ τσιμουδιά καί οὔτε ἀργότερα τόλμησε ποτέ νά τοῦ ἀπαντήσει. Τέτοιοι ἄνθρωποι κατορθώσανε νά φιμώσουν τό ἀπύλωτο στόμα τῆς συκοφαντίας· μόνο τέτοιοι καί μέ τέτοιους τρόπους, καλέ μου Νάβιε. Οἱ καλοί, ἅς τούς ποῦμε καλούς, εἶχαν ξεχάσει πῶς ἡ ἀρετή ἀγωνίζεται.»

Τά παραπάνω κείμενα, πού χαρακτηρίζουν τήν συκοφαντική τάση καί ἐπειτηδειότητα τῶν Ἑλλήνων κατά τήν ἀρχαιότητα, εἶναι γραμμένα στά χρόνια της ρωμαϊκῆς ἐποχῆς. Δυστυχῶς τά ἴδια ἐπαναλαμβάνονται ἀνά τούς αἰῶνες ἀπό τούς Ἕλληνες τῆς κάθε ἐποχῆς.

Τί ἄλλο θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε σήμερα γιά τό ἐλάττωμα αὐτό τῶν Ἕλληνων; Τήν τάση αὐτή τῆς συκοφαντίας τή βλέπουμε σήμερα σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις ζωῆς τοῦ τόπου μας, ἀλλά ἴδιαιτερα στήν πολιτική ζωή, ὅπου οἱ μετέχοντες προσπαθοῦν νά ἐξουδετερώσουν τήν ἀγαθή φήμη τῶν πολιτικῶν ἀντιπάλων τους, γιά νά πάρουν τήν ἐξουσία.

Συγκεντρώνουν ὅλα τα πυρά τῆς συκοφαντίας σέ κάποιο ἰσχυρό πρόσωπο μέ ἠθικές ἀρχές, μέχρι νά τό ἐξουδετερώσουν. Χρησιμοποιοῦν κάθε θεμιτό καί ἀθέμιτο μέσο, γιά νά διαβάλλουν τούς ἀντιπάλους τους. Μέ ἀλλεπάλληλες συκοφαντίες κάνουν πλύση ἐγκεφάλου τῶν πολιτῶν, μέχρις ὅτου τούς πιστέψουν ὅλοι. Τραγικοποιοῦν τήν κατάσταση καί παραπλανοῦν τό λαό. Τό φαινόμενο τῆς συκοφαντίας παρατηρεῖται ἀκόμη καί μεταξύ των ἀντιπροσώπων τοῦ ἰδίου κόμματος. Εἴμαστε ὅλοι μάρτυρες καί θύματα τῆς πλύσεως τοῦ ἐγκεφάλου ἀπό τά παιδικά μας χρόνια.

Ἐάν ἐντρυφήσουμε στά πολιτικά δρώμενα τῆς κάθε ἐποχῆς τῆς Ἑλλάδας, θά ἀηδιάσουμε, διότι ἡ συκοφαντία βρίσκονταν καί βρίσκεται πάντοτε στήν πρώτη γραμμή τῶν ἀντιπάλων. Πρέπει νά σκεφθοῦμε πῶς θά διορθώσουμε τήν κατάσταση αὐτή.

 

Ε.     ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΣ

17. Ὁ προβληματισμός ὡς πρός τή στάση μας στίς συκοφαντίες

 

Ἅς φανταστοῦμε μία ἤρεμη λίμνη μέ βατράχια καί γλάρους, πού ζοῦν καί κολυμποῦν μέσα καί ἔξω ἀπό αὐτή. Ἕνας διαβάτης περπατᾶ δίπλα ἀπό τή λίμνη καί ρίχνει μία πέτρα. Τρόμαζουν τά βατράχια καί ρίχνονται ὁρμητικά στό βυθό τῆς λίμνης. Χώνονται βαθειά στό βοῦρκο τῆς λάσπης. Τρομάζουν καί οἱ γλάροι, ἀλλά πετοῦν πρός τόν οὐρανό.

Μιά γαληνεμένη λίμνη σέ καιρό νηνεμίας εἶναι καί ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων Ἕνας συνανθρωπός μας μέ μία συκοφαντία ταράζει τά νερά τῆς ζωῆς μας. Ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς ποιά τακτική θά ἀκολουθήσουμε σ’ αὐτό τό τάραγμα. Ἄν ἀκολουθήσουμε τήν τακτική τοῦ βατράχου, θά πέσουμε στό βοῦρκο τῆς λάσπης, τῆς ἀπελπισίας, τῆς ἀπογοητεύσεως ἤ τῆς ἐκδικήσεως, καί θά βρεθοῦμε ἴσως τελικά σέ κάποιο ψυχιατρεῖο ἤ σέ κάποια φυλακή. Ἄν ἀκολουθήσουμε ἀντίθετα τήν τακτική τοῦ γλάρου, καί πετάξει ἡ σκέψη μας πρός τόν οὐρανό, πρός τή συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ μέ προσευχή, τότε θά ἠρεμήσουμε καί θά ἀφήσουμε τήν ἐλπίδα μας στό δικαιοκρίτη Θεό, γιά νά ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια.

 

18. Ἡ στάση τῶν κλονιζομένων ἤ ἀπίστων ἀνθρώπων στίς συκοφαντίες

 

Ἡ συμπεριφορά τοῦ συκοφαντημένου ἀπέναντι στό συκοφάντη ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ψυχολογική του κατάσταση, τήν πίστη του καί τήν πνευματική του στάθμη. Ἄν δέν ἔχει σταθερή καί θερμή πίστη, θά κλονισθεῖ ψυχικά. Θά ὀργιστεῖ παράφορα γιά τή μεγάλη ἀδικία, θά βρίζει καί θά καταριέται τόν συκοφάντη, θά τόν κακολογεῖ καί θά σκέπτεται πῶς θά τόν ἐκδικηθεῖ, γιά νά τόν τιμωρήσει. Μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ συκοφαντημένος θά μολύνει τή σκέψη του, θά ἐπιβαρύνει τήν ψυχή του καί θά μειώσει τόν ἑαυτό του. Θά μοιάζει μέ τά σκαθάρια, πού μεταφέρουν κοπριά στό στόμα τους, καί μέ βδέλλα, πού ξερνᾶ τό αἷμα πού ἀπομύζησε.

Μέ τό νά κατηγορεῖ καί νά ὑβρίζει ὁ συκοφαντημένος τόν συκοφάντη κατέρχεται στό ἐπίπεδό της πνευματικῆς στάθμης αὐτοῦ, πάρ’ ὅτι δέν ἔπραξε τίς ἴδιες πράξεις. Ὁ Φαρισαῖος δέν ἦταν ἁμαρτωλός Τελώνης, ἀλλά ἔγινε περισσότερο ἁμαρτωλός ἀπό τόν Τελώνη, ἐπειδή τόν κατηγόρησε στήν προσευχή του. Ὁ Τελώνης δέν ἦταν Φαρισαῖος ὡς πρός τίς ἐνάρετες πράξεις του, ἀλλά ἔγινε πιό δίκαιος ἀπό τό Φαρισαῖο, διότι ταπεινώθηκε καί δέν κατηγόρησε τό Φαρισαῖο. Ἄκουγε τή κομπαστική καί συκοφαντική προσευχή τοῦ Φαρισαίου καί δέν ἐπηρεάστηκε ἡ προσευχή του, δέν θύμωσε, ἀλλά συνέχισε μέ σκυμμένο τό κεφάλι νά χτυπᾶ τό στῆθος του καί νά ἐπαναλαμβάνει «ὁ Θεός ἰλάσθητι μοί τῷ ἁμαρτωλῶ» (Λουκᾶ 18,13).

Μέ τό νά ὑβρίζει καί νά κατηγορεῖ ὁ συκοφαντούμενος τούς συκοφάντες του ἐπιδεινώνει τή θέση του, διότι τό πιθανότερο εἶναι νά πέσει σέ μελαγχολία ἤ νά θολώσει τό μυαλό του ἀπό τήν ὀργή καί τήν ἀγανάκτηση καί νά σκεφθεῖ σκληρούς καί ἀπάνθρωπους τρόπους ἐκδικήσεως. Θά ἔχει συχνές μεταπτώσεις μεταξύ ἀπελπισίας καί ἐκδικήσεως, μέχρι φόνου. Θά γίνεται νευρικός καί εὐέξαπτος. Ὅλα θά τόν πειράζουν, ἐπειδή θά χάνει τήν ἠρεμία του. Θά κοιμᾶται καί θά ξυπνᾶ μέ τήν σκέψη τῆς κατασυκοφαντήσεώς του. Θά γίνει ὑποχείριο του διαβόλου.

Ἔχουμε πολλές βεντέτες ἐξ αἰτίας τῆς συκοφαντίας, πού ξεκλήρισαν ὁλόκληρες οἰκογένειες. Στήν ἀρχαιότητα καί στό μεσαίωνα γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς προσβολῆς τῆς τιμῆς καταφευγαν στή μονομαχία. Ἔπρεπε κάποιος ἀπό τούς δυό νά πεθάνει, νά χυθεῖ αἷμα, γιά νά ξεπλυθεῖ ἡ προσβολή.

Ἕνας ἄλλος τρόπος ἀντίδρασης γιά τόν συκαφαντημένο εἶναι νά καταφύγει στή δικαιοσύνη. Νά ὑποβάλει μήνυση κατά τοῦ συκοφάντη καί νά τοῦ ζητήσει νά ἀπολογηθεῖ γιά τίς συκοφαντίες του. Εἶναι ἕνας νόμιμος τρόπος γιά νά διαλάμψει ἡ ἀλήθεια, ἀλλά ἡ ἐπιτυχία του ἐξαρτᾶται ἀπό τήν κακοήθεια, τήν πονηριά καί τή σατανικότητα τοῦ συκοφάντη. Μερικοί εἶναι ἱκανοί νά πληρώσουν ψευδομάρτυρες καί νά χρησιμοποιήσουν ὅλα τα μέσα παραπλάνησης, ὥστε νά θολώσουν τήν ἀλήθεια καί νά ἱκανοποιήσουν τή μεγάλη κακία τους. Τότε, μετά τή δίκη, ὁ συκοφαντημένος θά εἶναι καί ἀδικημένος. Ὁ Θεός νά φυλάει τόν καθένα, νά μήν μπλέξει μέ κακούς, ἀδίστακτους καί διεστραμμένους στή ψυχή συκοφάντες. Στήνουν κάθε εἴδους παγίδες, σάν τή γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ, γιά νά πείσουν τούς ἄλλους ὅτι αὐτοί λέν τήν ἀλήθεια.

Οὐ μπλέξεις μέ κακούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό ἅς ἀκολουθήσουμε παρακάτω το παράδειγμα τοῦ Κυρίου Ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων της Ἐκκλησίας μας, πού συγχώρεσαν ὅλους τους ἐχθρούς τους.

 

19. Ἡ στάση τῶν πιστῶν καί ἐναρέτων ἀνθρώπων στίς συκοφαντίες

 

Ἄν ὁ συκοφαντημένος εἶναι πιστός καί ἐνάρετος ἄνθρωπος ἐπικαλεῖται τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ἐμπιστεύεται στή φροντίδα Του γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας καί τήν ἀπόδοση τῆς δικαιοσύνης. Πίνει τό πικρό ποτήρι τῆς συκοφαντίας μέ ὑπομονή μέχρι τελευταίας σταγόνας, ὅπως ἔκανε καί ὁ Κύριος, ὅταν τόν συκοφαντοῦσαν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισσαῖοι.

Ὁ πιστός, σάν τό γλάρο τῆς παραπάνω ταραχθείσης λίμνης, θά ἀφήσει τή σκέψη του νά πετάξει πρός τόν οὐράνιο πατέρα, γιά νά ζητήσει τή βοήθειά Του. Προσεύχεται μέ ἐλπίδα στόν Θεό, ὥστε Αὐτός νά δώσει κατάλληλες συνθῆκες μετανοίας στό συκοφάντη καί ἀποκαλύψεως τῆς ἀλήθειας. Πιστεύει ὅτι ἀντί γιά κακό θά προκύψει καλό μέ τή συκοφαντία, διότι θά ἀσκηθεῖ ὁ ἴδιος στήν προσευχή, στήν ὑπομονή, στήν ἀνεξικακία καί στήν ἐλπίδα τῆς λήψης συμπαράστασης ἀπό τόν Θεό. Ζητάει ἀπό τόν Θεό νά συγχωρήσει τό συκοφάντη, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Κύριος Ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἐπάνω στό σταυρό: «Πάτερ ἅφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιούσι» (Λουκᾶ 23, 34).

Ἐνστερνίζεται τό χωρίο τῆς ἐπί τοῦ Ὅρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου: « Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι ἔστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν ρῆμα πονηρόν κάθ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καί ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Οὕτω γάρ ἐδίωξαν τούς προφήτας τούς πρό ὑμῶν.» (Ματθαίου 5, 10-12). Στηριζόμενος ὁ πιστός στόν Θεό ἄνθρωπος στά παραπάνω λόγια τοῦ Κυρίου δέν ἀπελπίζεται, δέν σκέπεται νά ἐκδικηθεῖ ὅταν συκοφαντεῖται, ἀλλά χαίρεται καί παρηγοριέται, διότι ὄχι μόνο δέν θά ἀδικηθεῖ ἀπό τή συκοφαντία τοῦ ἐχθροῦ του, ἀλλά καί θά ἀμειφθεῖ ἀπό τόν Θεό στήν παροῦσα καί στήν ἄλλη ζωή. Σέ τέτοιες στιγμές φαίνεται ὁ πιστός στόν Θεό καί προηγμένος στήν ἀρετή ἄνθρωπος.

(α) Μέ πίστη στόν Θεό καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον

Τό μεγαλύτερο φρένο κατά τῆς συκοφαντίας, τῆς διαδόσεως αὐτῆς ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά καί τῆς ἀποφυγῆς τῆς ἐκδικήσεως ἀπό μέρους τῶν συκοφαντημένων εἶναι ἡ πίστη, ὁ φόβος στόν Θεό καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον.

΄Ὁποῖος πιστεύει στόν Θεό καί τόν φοβᾶται (: τόν σέβεται) εἰλικρινά, ἀποφεύγει ἀπό ἀγάπη πρός τόν πλησίον τή συκοφαντία, τή διάδοση τῆς συκοφαντίας καί τήν ἐκδίκηση κατά τοῦ συκφάντη. Ὅλο το φάσμα τοῦ κακοῦ της συκοφαντίας καί τῆς ἐκδικήσεως κατ’ αὐτῆς προέρχεται ἀπό τήν ἔλλειψη πίστης, φόβου (: σεβασμοῦ) στόν Θεό καί ἀγάπης πρός τόν πλησίον.

Ὅταν ὑπάρχει σεβασμός καί πίστη πρός τόν Θεό ἐνεργοῦμε σάν τόν πάγκαλο Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ βρισκόταν στή φυλακή ἐξ αἰτίας τῆς συκοφαντίας τῆς γυναίκας τοῦ Πετεφρῆ, δέν θέλησε νά διαπομπεύσει τήν ἀσέλγειά της, ἀλλά οὔτε καί νά τήν ἐκδικηθεῖ μέ ὁποιονδήποτε ἄλλον τρόπο.

Ἐκείνη συντέλεσε μέ τήν ἀνήθικη πρόκλησή της καί τή φοβερή συκοφαντία της νά τόν φυλακίσουν καί ἐκεῖνος σιωποῦσε καί ὑπέφερε τά πάντα πρόθυμα μέ ὑπομονή, εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά τίς δοκιμασίες πού τοῦ ἔστειλε ἐξ αἰτίας τῆς συκοφαντίας της. Ὁ Θεός τόν φώτισε νά ἑρμηνεύσει τά ὄνειρα τοῦ ἀρχιοινοχόου καί τοῦ Φαραώ καί ἐξ αἰτίας τούτου νά προαχθεῖ στό ἀνώτατο ἀξίωμα τῆς Αἰγύπτου.

Οὔτε καί ὡς ἄρχοντας σκέφθηκε νά τήν ἐκδικηθεῖ, δηλαδή νά τή διαπομπεύσει γιά τήν ἀνηθικότητά της καί νά τή φυλακίσει γιά τή συκοφαντία της (Γένεση κέφ. 39-41).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ: «μή ἑαυτούς ἐκδικοῦντες, ἀδελφοὶ, ἀλλά δότε τόπον τη ὀργή. Γέγραπται γάρ ἐμοί ἐκδίκησις, ἐγώ ἀνταποδώσω, λέει Κύριος.» (Ρωμ. 12,19).

Δέν πρέπει νά ἐξοργιζόμαστε μέ τίς συκοφαντίες, διότι τίς ἐπέτρεψε ὁ Θεός ὡς δοκιμασία στή ζωή μας. Στόν Θεό ἀνήκει ἡ ἐκδίκηση καί σ’ αὐτόν θά ἀφήσουμε νά τήν ἀνταποδώσει. «Ἐμοί ἐκδίκησις, ἐγώ ἀνταποδώσω, λέει Κύριος» (Ρωμαίους 12,19). Νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θά διαλάμψει ἡ ἀλήθεια καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μία μέρα.

Ἐάν ἔχουμε σεβασμό καί ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον θά ἀποφεύγουμε τή συκοφαντία καί τή μετάδοση αὐτῆς σε βάρος τῆς τιμῆς καί τῆς ὑπολήψεως τῶν ἄλλων. Θά ἀποφεύγουμε ἀκόμη καί τήν ἐκδίκηση κατά τῶν συκοφαντῶν.

Ἡ συναίσθηση ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀδελφός μας, μέ κοινό πατέρα τόν Θεό, μᾶς ἐμπνέει τήν ἐκτίμηση καί τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ἡ συναίσθηση αὐτή μας ἐπιβάλλει νά μή συκοφαντοῦμε, νά μή διαδίδουμε τίς συκοφαντίες τῶν ἄλλων καί οὔτε νά ἐκδικούμαστε τούς συκοφάντες. Ὅπως ἐμεῖς θέλουμε νά μᾶς συμπεριφέρνονται οἱ ἄλλοι μέ ἀγάπη καί καλοσύνη, τό ἴδιο θά πρέπει κάνουμε καί ἐμεῖς σ’ αὐτούς. Ὁ Κύριος, λαμβάνοντας ὑπόψη αὐτήν τήν ἔμφυτη ἀπαίτησή μας, διατύπωσε στήν ἐπί τοῦ Ὅρους ὁμιλία τό λεγόμενο χρυσό κανόνα: «Πάντα οὔν ὅσα ἄν θέλετε ἴνα ποιῶσι ὑμίν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς» (Ματθ.7,12). Ὅ,τι θέλουμε νά κάνουν σέ μᾶς οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τό ἴδιο ἅς κάνουμε καί ἐμεῖς γι’ αὐτούς. Δέν θέλουμε νά μᾶς συκοφαντοῦν, οὔτε νά διαδίδουν τίς εἰς βάρος μᾶς συκοφαντίες, ἀλλά νά σέβονται τήν τιμή καί τήν ὑπόληψή μας. Θέλουμε ἀπό τούς ἄλλους νά μᾶς ὑπερασπίζονται, ὅταν διαβάλλεται κατά τήν ἀπουσία μας τό ὄνομά μας. Αὐτό ἅς κάνουμε καί ἐμεῖς πρός τούς ἄλλους, νά σεβόμαστε τήν ὑπόληψή τους, νά τήν ὑπερασπίζουμε ὅταν διαβάλλεται. Ἐπιπλέον, ἐπιβάλλεται νά προσευχόμαστε γιά τόν συκοφάντη νά μετανοήσει καί νά διορθώσει τό κακό πού μᾶς ἔκανε.

Στήν Κυριακή προσευχή ὑποσχόμαστε στόν Θεό ὅτι θά συγχωρήσουμε τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, γιά νά συγχωρήσει καί Ἐκεῖνος τίς δικές μας ἁμαρτίες. Ἐπιβάλλεται νά συγχωροῦμε καί τούς συκοφάντες μας ἀκόμη, γιά νά εἴμαστε συνεπεῖς στήν ὑπόσχεση πού δίνουμε στόν Θεό: «ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν» (Ματθαίου 6,12), κατά τήν ἀπαγγελία τῆς Κυριακῆς προσευχῆς.

Δέν ἁρμόζει στούς χριστιανούς νά ἀνταποδίδουν μέ τόν ἴδιο τρόπο τίς κατηγορίες καί τίς συκοφαντίες, ἀλλά ὀφείλουν, μέ πραότητα καί ἠρεμία, νά ἀποδεικνύουν ὅτι δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ ὅσα λέγονται σέ βάρος τους.

Ὁ Θεός, κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, μᾶς προτρέπει νά χαιρόμαστε καί νά ἀγαλλόμεθα ὅταν τρίτοι διαβάλλουν τό ὄνομά μας ὡς πονηρό, διότι ἀμείβει περισσότερο τόν ὑπομένοντα τή συκοφαντία, καθώς τούτη δαγκώνει πιό ἐπώδυνα ἀκόμη καί ἀπό τήν καταδίωξη καί τό φόνο. Ὁ Θεός, ἐπισημαίνει ὁ Ἱερός Χρυστόστομος, δέν μᾶς εἶπε νά χαιρόμαστε καί νά σκιρτοῦμε ὅταν μᾶς ἀπελαύνουν καί μᾶς σκοτώνουν, ἀλλά ὅταν μᾶς διαβάλλουν: «Οὐδέ γάρ τῶν κινδύνων μόνον, ὧν ὑπέμεινον, ἀλλά καί τῆς κατηγορίας πολλήν ὁρίζει τήν ἀντίδοσιν. Διά τοῦτο οὐκ εἶπεν, ὅταν ἐλάσωσι ὑμᾶς καί ἀποκτείνωσι, ἀλλά ὅταν ὀνειδίσωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν. Μάλιστα γάρ τῶν πραγμάτων αὐτῶν χαλεπώτερον δάκνουσι αἵ κατηγορίαι.» (Χρυσοστόμου Ματθ. 15η ὁμιλ. παρ. 5. Ε.Π.Ε. 9, 487).

(β) Μέ ὑπομονή, νηφαλιότητα καί ψυχραιμία νά ἀντιμετωπίζουμε τίς συκοφαντίες

Όσο καί ἄν πονᾶμε, θλιβόμαστε, ἀγανακτοῦμε καί σπαράσσει ἡ καρδιά μας ἀπό τίς συκοφαντίες, πρέπει νά τίς ὑπομένουμε σάν τό Χριστό, διότι δέν βρίσκεται ἄκρη μέ τίς συκοφαντίες καί μέ τούς συμμετέχοντες σ’ αὐτές. Δέν γνωρίζουμε ἀπό πού ἀκριβῶς ἔρχονται καί ἀπό πόσα στόματα πέρασαν, γιά νά φτάσουν τόσο ἐξογκωμένες στά αὐτιά μας.

Ὁ συκοφαντούμενος ἀγνοεῖ στήν ἀρχή τά ὅσα λέγονται σέ βάρος του. Δέν ὑποψιάζεται ὅτι τόν δυσφημοῦν, διότι ἔχει καθαρή τή συνείδησή του. Συμπεριφέρεται καλοκάγαθα, μέ καλοσύνη καί ἀγάπη, μέ ἁγνή διάθεση. Ὅταν πληροφορηθεῖ τίς συκοφαντίες, ὑποφέρει ψυχικά, στενοχωριέται τρομερά καί προβληματίζεται πῶς νά δράσει, ποιό δρόμο νά ἀκολουθήσει γιά νά περιορίσει τή δυσφήμησή του: τό δρόμο τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀγάπης ἤ τῆς ἐκδικήσεως μέ κάθε θεμιτό καί ἀθέμιτο μέσο;

Τό καλύτερο καί ἀσφαλέστερο ἀπ’ ὅλα εἶναι νά μιμηθοῦμε τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων, πού συκοφαντήθηκαν καί ἀδικήθηκαν. Νά προσευχόμαστε ὁλόψυχα γιά τούς ἐχθρούς μας συκοφάντες καί τούς διαδίδοντες τή συκοφαντία, ὅπως ὁ Χριστός πάνω στό Σταυρό καί οἱ μάρτυρες στό μαρτύριό τους. Νά ἀσκούμαστε στήν ὑπομονή, στή φρόνηση καί στήν ἀγάπη, γιά νά βροῦμε τήν ἠρεμία καί τή γαλήνη τῆς ψυχῆς μας, ἀλλιῶς θά τρελαθοῦμε.

Συκοφαντήθηκε ἕνας φοιτητής ἀπό συμφοιτητή του στόν Πρύτανη καί κινδύνευε νά ἀποβληθεῖ ἀπό τό πανεπιστήμιο. Στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, ἀλλά ὅταν τραυματίστηκε ὁ συκοφάντης του καί χρειάστηκε αἷμα σπάνιας ὁμάδας, πού τήν εἶχε αὐτός μόνο, μετά χαρᾶς τοῦ ἔδωσε τό ἀπαραίτητο αἷμα, γιά νά ζήσει. Ἔσωσε μέ τό αἷμα τοῦ τή ζωή τοῦ συκοφάντη του.

Ὁ συκοφάντης θά πάρει στό τάφο τήν ἱκανοποίηση τῆς κακίας του, ἐνῶ ἐμεῖς θά κερδίσουμε πνευματικότητα καί πλῆθος ἀρετῶν γιά τή σωτηρία τή ψυχή μας. «Οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ», ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά μεταβάλουμε τό κακό του συκοφάντη σέ καλό μας. Ἐάν τόν ἐκδικηθοῦμε, θά κατέβουμε στό ἐπίπεδό του, θά ἐξομοιωθοῦμε μέ αὐτόν στήν κακία του. Ὑπάρχει πιθανότητα νά γίνουμε ὑβριστές, βιαστές καί φονιάδες ἀκόμη. Νά ὁδηγηθοῦμε στά δικαστήρια καί στή φυλακή.

Ἄν φανοῦμε ἀνώτεροί των περιστάσεων, τότε θά ξεθωριάσει ἡ συκοφαντία. Ὅταν ἐφαρμόσουμε πιστά τίς ἐντολές του, ὁ Θεός θά μᾶς λυτρώσει.

Ὁ προφήτης Δαβίδ ἔλεγε στή προσευχή του: «Λύτρωσε μέ Κύριε ἀπό συκοφαντίας ἀνθρώπων, καί φυλάξω τάς ἐντολᾶς σου» (Ψαλμός 118, 134). Αὐτό νά κάνουμε καί ἐμεῖς. Νά φυλάξουμε τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Νά καλλιεργήσουμε τήν ἀρετή τῆς ἀνεξικακίας, γιά νά γίνουμε μιμητές τοῦ Κυρίου. Νά μή καμφθοῦμε, ἀλλά νά ἀρχίσουμε ἐντατικότερη χριστιανική ζωή καί δράση.

Ὁ Χριστός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, «ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησε, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρου 2,22), συκοφαντήθηκε ἀπό τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, ὡς Βελζεβούλ, ὡς φάγος καί οἰνοπότης, ὡς φίλος των τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν (Μάτθ. 11, 18-19). Γιατί θέλουμε λοιπόν ἐμεῖς νά ἑξαιρεθοῦμε τοῦ κανόνα αὐτοῦ;

Ὁ Χριστός, ὅταν καταπολεμοῦνταν καί συκοφαντοῦνταν ἀπό τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, δέν διέκοψε τό ἔργο του, ἀλλά περιήρχετο ὅλες τίς πόλεις καί κωμοπόλεις διδάσκοντας, κηρύττοντας καί θεραπεύοντας καί τούς συκοφάντες τοῦ ἀκόμη (Ματθαίου 9, 35).

Νά ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι ὁ «Χριστός ἔπαθε ὑπέρ ὑμῶν, ὑμίν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἴνα ἀκολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄Πέτρου 2, 21). Ὁ Κύριος, ὑβριζόμενος καί συκοφαντούμενος, δέν ἀντιστεκόταν, ἀλλά προσευχόταν γιά τούς χλευάζοντας καί εἰρωνευομένους Αὐτόν. Προσευχόταν καί γιά τούς σταυρωτές του ἀκόμη λέγοντας: « Πάτερ ἅφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιούσι» (Λουκ.23, 34). Αὐτόν ἅς μιμηθοῦμε, ὁ ὁποῖος τίς λοιδορίες δέν τίς ἀνταπέδιδε, καί ὅταν ἔπασχε, δέν ἀπειλοῦσε, διότι ἐμπιστευόταν στό δίκαιο Κριτή.

Αὐτός σήκωσε τίς ἁμαρτίες μας μέ τό ἴδιο του τό σῶμα στό σταυρό, γιά νά πεθάνουμε καί ἐμεῖς ὡς πρός τήν ἁμαρτία καί νά ζήσουμε μέσα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, «ὅς λοιδωρούμενος οὐκ ἀντελοιδώρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει παρεδίδου δέ τῷ κρίνοντι δικαίως» (Α΄ Πέτρου 2, 18-24).

Ὁ Κύριός μας δίδαξε ὅτι πρέπει νά τίς ὑποφέρουμε μέ καρτερία τίς συκοφαντίες καί τό ἀπέδειξε ἐμπράκτως. Τόν ὀνόμαζαν δαιμονισμένο καί Σαμαρείτη, καί δέν ἐκδικήθηκε τούς συκοφάντες. Μποροῦσε μέ ἕνα λόγο του νά τούς συντρίψει ὡς σκεύη κεραμέως, ἀλλά δέν τό ἔκανε. Συνέχιζε νά τούς εὐεργετεῖ, νά καταδιώκει τά δαιμόνια καί νά θεραπεύει ὅλες τίς ἀσθένειές τους. Τούς προέτρεπε νά προσεύχονται γιά κείνους, πού τούς κακομεταχειρίζονταν, καί τό ἐφάρμοσε ἐπάνω στό σταυρό σέ ἐκείνους πού τόν σταύρωσαν, τόν εἰρωνεύονταν καί τόν συκοφαντοῦσαν. Συνιστοῦσε καί συνιστᾶ στούς πιστούς: «Μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρώ· ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισούσιν ὑμᾶς καί προσεῦχσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων καί διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθαίου 5, 39 καί 44).

Ὁ Χριστός, πού δέχτηκε πολλές συκοφαντίες, μᾶς κατανοεῖ, μᾶς συμπαθεῖ, μᾶς παρηγορεῖ καί μᾶς ἁπαλύνει τόν πόνο λέγοντας: «Μακάριοι ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἰπωσι πᾶν πονηρόν ρῆμα κάθ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καί ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς.» (Ματθ. 5,11).

Δέν πρέπει νά τρομάζουμε καί νά ἀπογοητευόμαστε ὁσεσδήποτε συκοφαντίες καί ἄν ἀκούσουμε, διότι πρῶτος ἀπό ὅλους συκοφαντήθηκε ὁ Θεός ἀπό τό διάβολο στή Εὕα, ὅτι δῆθεν τῆς εἶπε ψέματα.

Ὁ Κύριος προέβλεψε τούς διωγμούς τῶν ἐναρέτων καί μᾶς προειδοποίησε: «Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι» (Ἰωάννου 15,20). Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἐκ φύσεως κακοί καί πονηροί, φθονεροί καί ζηλιάρηδες, ὕπουλοι καί διεφθαρμένοι στή ψυχή καί στό σῶμα. Ἔχουν τό διάβολο μέσα τους, πού τούς κατευθύνει συνέχεια πρός τό κακό. Τί ἄλλο περιμένεις ἀπ’ αὐτούς ἐκτός ἀπό τό ψέμα, τήν κατάκριση, τή διαβολή καί τή συκοφαντία;

Ἅς μήν τρομάζουμε πρό τῶν συκοφαντιῶν εἰς βάρος μας, ὅταν ἔχουμε πλήρη ἐπίγνωση ὅτι εἴμαστε ἀθῶοι μέ καθαρή τή συνείδηση. Μποροῦμε μέ παρρησία νά ἐπικαλεστοῦμε τή βοήθεια καί τήν κρίση τοῦ Θεοῦ γιά ὅσα λέγονται σέ βάρος μας. Ἀλίμονο ἄν φθείρουμε τόν ἑαυτό μας μέ τίς κακίες καί τίς ἀπερισκεψίες τῶν συκοφαντῶν. Ὅταν συκοφάντησαν τόν Ἅγιο Νεκτάριο ὅτι μετέτρεψε τό μοναστήρι του σέ χαρέμι καί πῆγε ἐξοργισμένος ὁ εἰσαγγελέας νά βρεῖ τά μωρά ἀπειλώντας ὅτι θά τόν τιμωρήσει αὐστηρά, οἱ μοναχές προέτρεπαν τόν Ἅγιο νά διαμαρτυρηθεῖ γιά τίς συκοφαντίες. Ἐκεῖνος τούς ἔδειξε μέ τό δάκτυλο τόν οὐρανό καί τούς εἶπε: «Γνωρίζει ὁ Θεός τήν ἀλήθεια».

Γιά νά ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά ὑπομένουμε σάν τόν ὑπάκουο καί ταπεινό δοῦλο ὄχι μόνο τόν καλό κύριο (ἄνθρωπο), ἀλλά καί τόν δύστροπο. Νά δείχνουμε ἄπειρη ὑπομονή, ὅταν πάσχουμε ἄδικα καί ὅταν ἀντί τοῦ καλοῦ μας ἀνταποδίδουν κακό.

Ὁ ἀφιερωμένος στόν Θεό χριστιανός, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, πρέπει νά εἶναι τόσο ἀνεξίκακος πρό οἱασδήποτε ἀτιμώσεως, πού οὔτε κατά διάνοιαν νά τή θεωρήσει ὡς ὕβρι καί νά περιφρονήσει τούς ἀτιμάσαντας αὐτόν. «Δεῖ γάρ, οἶμαι, τούς ἀνακειμένους Θεῶ καί πρός αὐτόν βλέποντας μόνον, οὕτω διακεῖσθαι εὐλαβῶς, ὡς μηδέ ὕβριν τό τοιοῦτον ἠγεῖσθαι, κάν μυριάκις ἠτιμωμένοι τυγχάνοιεν» (Περί Ἱεροσύνης λόγ.Β΄,6, ΕΠΕ 28,110, στ.8-11).

Ἡ ἀνεξικακία εἶναι ἀπαραίτητη κατά τῶν συκοφαντιῶν σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, διότι οἱ ζῶντες στήν ἁμαρτία θά τόν συκοφαντήσουν καί θά τόν προσβάλουν πολλές φορές, χωρίς αἰτία. Θά ἐκδηλώνουν στίς συζητήσεις τούς τό ἐπάρατο, ἄνευ αἰτίας, μίσος πού τρέφουν γι’ αὐτόν. Θά τόν περιπαίζουν, θά τόν κατηγοροῦν, θά τόν διαβάλλουν καί θά τόν ἐπιβουλεύονται κρυφά καί φανερά, ἐπειδή ζεῖ κοντά στόν Θεό καί ἔχει κάποια ἐκτίμηση μεταξύ των ἀνθρώπων. Ἀπό φθόνο, ζήλια καί διαβολική ἐπήρεια θά ἐπιδιώκουν νά ἀμαυρώσουν τή φήμη του, γιά νά ἀναδείξουν τόν ἑαυτό τους.

Σέ ὅλα αὐτά ἄλλος ὀρθός τρόπος ἀντιμετώπισής τους δέν ὑπάρχει, παρά μόνο αὐτός πού συνιστᾶ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Καί δεῖ πρός ταύτας γενναίως παρασκευάσθαι τάς ἀνωμαλίας, καί τοῖς μέν διά ἀμάθειαν ταῦτα πάσχουσιν συγγινώσκειν, τούς δέ διά φθόνον τοῦτο ὑπομένοντας δακρύειν, ὡς ἀθλίους ὄντας καί ἐλεεινούς, μηδετέρω δέ τούτων ἐλάττω τήν αὐτοῦ νομίζειν γεγενῆσθαι δύναμιν» (ἔνθα ἄν. λόγος, Ε΄ & 6 ΕΠΕ 28, 248-250).

Μόνο μέ τήν ἀνεξικακία, τήν πραότητα καί τήν ἐπιείκεια θά τούς ἀντιμετωπίσουμε. «Καί δεῖ γενναίως φέρειν τήν πικρᾶν τούτων βασκανίαν». Σέ ὅσους δροῦν κάτ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀπό ἀμάθεια νά τούς συγχωροῦμε, σέ ὅσους δροῦν ἀπό φθόνο νά τούς λυπούμαστε σάν ἀθλίους καί ἐλεεινούς. Νά μήν ἀποθαρρυνόμαστε ποτέ καί νά μήν ἐπηρεαζόμαστε ἀπ’ αὐτούς στό πνευματικό μας ἔργο. Εἶναι ὄργανα τοῦ διαβόλου, πού ἔρχονται νά μᾶς πειράξουν, ὅπως καί τόν Κύριό μας. Ἅς ποῦμε καί ἐμεῖς τή φράση τοῦ Κυρίου: «Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ».

Ὀφείλουμε νά τούς ἀντιμετωπίσουμε μέ ἀγάπη, ἔστω καί ἄν δροῦν σάν ὄργανα τοῦ Σατανᾶ.

(γ) Ταπεινά νά δεχόμαστε τίς συκοφαντίες καί νά ὠφελούμαστε ἀπό αὐτές

Ἀπό τίς καλολογίες καί τίς συκοφαντίες πρέπει νά ἐπωφελούμαστε. Νά τίς λαμβάνουμε ὡς ἀφορμή γιά νά καλλιεργοῦμε περισσότερο τόν ἑαυτό μας στήν ἀρετή. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέει: Ἄν σέ κατηγόρησε κάποιος ὡς μοιχό καί πόρνο, ἔλεγξε τόν ἑαυτό σου. Ἄν μέν λέει καί τήν ἐλάχιστη ἀλήθεια, διορθώσου καί σωφρονήσου. Ὅ,τι δέν σέ ὠφέλησαν οἱ φίλοι σου μέ τούς ἐπαίνους, θά σέ ὠφελήσουν οἱ ἐχθροί σου μέ τίς κακολογίες τους, διότι «οἱ μέν γάρ φίλοι πολλάκις καί πρός χάριν κολακεύουσι, οἱ δέ ἐχθροί τα ἁμαρτήματα εἰς μέσον ἄγουσιν (Χρυσοστ. 3η ὁμιλία στό Δαβίδ καί Σαούλ, παρ. 4. Ε.Π.Ε. 7, 624).

Ἐμεῖς, ἕνεκα τῆς φιλαυτίας μας, δέν ἀντιλαμβανόμαστε καί δέν προσέχουμε τίς μικρές μας παραλήψεις στήν ἄψογη συμπεριφορά τῆς ἐκφράσεως τοῦ προσώπου μας, τῆς κινήσεως τοῦ σώματός μας καί τῆς διατυπώσεως τῆς σκέψεώς μας, ἐνῶ ὁ ἐχθρός μας παραμονεύει σάν τό διάβολο σέ κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας γιά νά μᾶς συκοφαντήσει. Μέ αὐτό μας κάνει νά διορθώνουμε τίς μικρές ἀτέλειές μας, γιά νά μή τοῦ δίνουμε εὐκαιρία νά βάζει στό μυαλό τοῦ πονηριές γιά νά μᾶς συκοφαντήσει. Ἅς τόν ἀφοπλίσουμε ἀπό κάθε ἄποψη, πού μπορεῖ νά τοῦ προκαλέσει καχυποψία. Ἅς γίνουμε ἄψογοι στίς συναναστροφές μας καί στήν συμπεριφορά μας, διότι ὁ συκοφάντης ψάχνει νά βρεῖ ἀφορμή. Ὅταν εἶσαι ὡς πρός ὅλα ἀθῶος καί τό περιεχόμενο αὐτῶν πού διαδίδονται γιά σένα εἶναι ψέματα, μή φοβᾶσαι. «Εἰ ὁ Θεός μέθ ἠμῶν, οὐδείς κάθ ἠμῶν». «Ἄν μή σύ σαυτόν παραβλάψης, ἄνθρωπε, οὔτε φίλος, οὔτ ἐχθρός, οὔτ αὐτός ὁ διάβολος παραβλάψαι δυνήσεται», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (ὁμιλία εἰς τόν Δαβίδ καί τόν Σαούλ, παράγραφος 5 Ε.Π.Ε. 7, 630).

Ὅταν μέ πλήρη ἐπίγνωση τῆς διαγωγῆς μας εἴμαστε τίμιοι, ἐνάρετοι καί ἄψογοι καί μᾶς συκοφαντοῦν, νά γέλασουμε καί νά δείξουμε περιφρόνηση σέ ὅσα λένε. Νά σκίρτησουμε ἀπό χαρά, σύμφωνα μέ τά λεγόμενα τοῦ Κυρίου, ὅτι πρέπει νά χαιρόμαστε καί νά ἀγαλλόμεθα, ὅταν ἄδικα μᾶς κακολογοῦν καί περιφρονοῦν τό ὄνομά μας, διότι θά ἔχουμε μεγάλο μισθό στούς οὐρανούς. «Μακάριοι ὅταν ὀνειδίσωσι ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ρῆμα κάθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καί ἀγαλλιάσθε, ὅτι πολύς ὁ μισθός ὑμῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Οὕτω γάρ ἐδίωξαν καί τούς προφήτας τούς πρό ὑμῶν.» (Ματθ. 5,11-12, Λουκᾶ 6, 22-23).

Ὅταν μᾶς κατηγοροῦν καί μᾶς συκοφαντοῦν χωρίς ἀφορμή, νά μή στενοχωριόμαστε κάι νά μή δακρύζουμε, ἀλλά νά ἀφήσουμε μέ ὅλη τήν ψυχή μας τήν ὑπόθεση στόν Θεό.

Νά μετατρέψουμε τό κακό των συκοφαντῶν σέ καλό μας. (α) Νά προσευχόμαστε, γιά νά τούς φωτίσει ὁ Θεός νά μετανιώσουν καί νά διορθώσουν κατά τό δυνατόν το κακό πού κάνουν. (β) Νά δείξουμε τήν ἀνωτερότητά μας καί ἀντί κακοῦ νά τούς κάνουμε καλό. Ὅσο περισσότερό μας συκοφαντοῦν, τόσο περισσότερο νά βελτιώνουμε πνευματικά καί ἠθικά τόν ἑαυτό μας, ὥστε ἀντί κακοῦ νά προκύψει σέ μᾶς καλό. Ἀντί νά καταβληθοῦμε καί νά ἀποθαρρυνθοῦμε, προτιμότερο εἶναι νά ταπεινωθοῦμε ἀπό τή δοκιμασία αὐτή καί νά δείξουμε ἔμπρακτη ἀγάπη. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει τίς δοκιμασίες μας ἀπό τούς συκοφάντες, γιά νά παραχθεῖ ἀπό τό κακό καλό. «Εἰ ὁ θεός μέθ’ ἠμῶν οὐδείς κάθ’ ἠμῶν».

Νά βλέπουμε τίς συκοφαντίες καί ἀπό τήν πλευρά τῆς ὠφέλειας τῆς ψυχῆς μας, τῆς αὐτοσυγκεντρώσεως, τῆς καλλιέργειας τῆς ἀνεξικακίας, τῆς ἐπιείκειας καί κυρίως τῆς ἀγάπης στούς πιό ὕπουλους ἐχθρούς μας. Νά μήν ἐκδικούμαστε, ἀνταποδίδοντας τό κακό μέ τόν ἴδιο τρόπο, κατερχόμενοι στό ἐπίπεδό τους. «Μή νικῶ ὑπό τοῦ κακοῦ, ἀλλά νίκα ἐν τῷ ἀγαθῶ τό κακόν» (Ρωμαίους 12, 21). ΄Ὁποῖος κατηγορεῖ τούς ἄλλους ψευδῶς μειώνει τόν ἑαυτό του, καί ὅποιος ἀδιαφορεῖ στίς ἀνοησίες τῶν συκοφαντιῶν γίνεται σεβαστός. Γιατί ἐξοργιζόμαστε καί στεναχωριόμαστε γιά πράξεις, πού δέν τίς διαπράξαμε καί δέν μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδηση; Οἱ συκοφάντες ντροπιάζονται καί γίνονται γελοῖοι. Δημιουργοῦν σοβαρές εὐθύνες γιά τή μέλλουσα κρίση στόν ἑαυτό τους (Χρυσοστόμου 83η ὁμιλία στό κατά Ἰωάννη παρ. 5. Ε.Π.Ε. 14, 638 καί 14η ὁμιλία στις Πράξεις, παρ. 4. Ε.Π.Ε. 15, 412).

(δ) Νά μήν περιμένουμε μόνο ἐπαίνους, ἀλλά καί κατηγορίες

Ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι ὁλοκάθαρη, ἅς μήν σκεπτόμαστε αὐτούς πού μᾶς κακολογοῦν. Εἶναι προτιμότερο νά εἴμαστε ἐνάρετοι καί νά μᾶς κατηγοροῦν, παρά νά εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί νά μᾶς ἐπαινοῦν. Δέν εἶναι δυνατό ὅλοι νά μᾶς ἐπαινοῦν, διότι ὁ Κύριος εἶπε: «Οὐαί γάρ ὑμίν ὅταν καλῶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκᾶ 6, 22-23).

Ὅταν μᾶς ἐπαινοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σημαίνει ὅτι δέν εἴμαστε πραγματικά ἐνάρετοι. Οἱ ἐνάρετοι δέν ἐπαινοῦνται ἀπό τούς ζῶντες στήν ἁμαρτία, ἀλλά κακολογοῦνται. Εἶναι ἀδύνατον νά ἀγωνίζεται κανείς γιά τήν ἀρετή καί μήν ἔχει ἐχθρούς. «Οὐ γάρ ἔστι ἀρετῆς ἐπιμελόμενον μή πολλούς ἔχει ἐχθρούς», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (Ματθ. ὁμιλ.15η παρ. 5, Ε.Π.Ε. 9, 487).

Ἐκεῖνος πού θέλει νά ἀκούει μόνο ἐπαίνους καί εὖγε ἀπό ὅλους, χωρίς νά τόν κατηγορήσει κανείς, βλάπτει τήν ψυχή του. Ἐπιθυμεῖ ἀνθρώπινη δόξα καί γίνεται ματαιόδοξος, μωρόδοξος, κενόδοξος. Ὑπηρετεῖ εὐχαρίστως καί ἐκείνους πού δέν πρέπει, ἀκόμη καί τό διάβολο. Ἐπιδιώκει μέ κάθε θεμιτό καί ἀθέμιτο τρόπο νά ἀρέσει καί στούς πιό διεφθαρμένους ψυχικά γιά νά ἀποκτήσει τήν εὔνοιά τους. Γίνεται ἀνθρωπάρεσκος χαμαιλέοντας, πού θά ἀλλάζει συμπεριφορά ἀνάλογα μέ τήν ἀρέσκεια τῶν ἑκάστοτε συναναστρεφόμενων μέ αὐτόν ἀνθρώπων.

Περισσότερο ἀξιοζήλευτος εἶναι ὁ ἐνάρετος, πού συκοφαντεῖται, παρά ὁ ὑποκριτής, πού ἐπαινεῖται ἀπό ὅλους. Τά ἔργα τῆς ἐνάρετης ζωῆς τοῦ πρώτου φωνάζουν περισσότερο ἀπό τή σάλπιγγα καί ὁ ἠθικός βίος του φωτίζει σάν τόν ἥλιο, ἔστω καί ἄν τόν συκοφαντοῦν πολλοί. Οἱ ἀνεπηρέαστοι ἀπό τήν κακία ἄνθρωποι, βλέποντας τήν ἄψογη κατά πάντα ζωή του, χωρίς νά δίδει καμιά ἀφορμή σκανδαλισμοῦ στήν κοινωνία, ἀδιαφοροῦν κατά τό πλεῖστον στίς διαδόσεις τῶν συκοφαντῶν (Χρυσοστόμου ἔνθα ἀνωτ., σελ. 505).

Ὁ Χριστιανός ζεῖ γιά τόν Θεό καί ὄχι γιά τούς ἀνθρώπους. Στόν οὐρανό πολιτεύεται καί ὄχι ἐπάνω στή γῆ. Ἐκεῖ εὑρίσκονται τά βραβεῖα καί τά ἔπαθλα. Ἀπό ἐκεῖ περιμένει τούς ἐπαίνους καί τά στεφάνια καί ὄχι ἀπό τούς ἀνθρώπους.

Ὅταν ἐνεργοῦμε σωστά ἐνώπιόν του Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων καί κατηγορηθοῦμε ἀναιτίως, τό προτιμότερο ἀπό ὅλα εἶναι νά ἀφήνουμε τήν ὑπόθεση στή φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας.

(ε) Νά μήν προσέχουμε καί πιστεύουμε στά λόγια τῆς διαβολῆς

Ὅταν ἀκοῦμε ἀπό ὁποιονδήποτε συκοφαντίες γιά ἀπόντα συνάνθρωπό μας, νά ἐφαρμόζουμε τή συμβουλή τοῦ Ὁμήρου στό μύθο τῶν Σειρήνων. Νά κλείνουμε καί ἐμεῖς τά αὐτιά μας μπροστά στίς συκοφαντίες σάν τούς ἄνδρες τοῦ Ὀδυσσέα, πού βούλωσαν τά αὐτιά τους μέ κερί μπροστά στό ἄσματα τῶν Σειρήνων, γιά νά ἀποφύγουμε τίς ὀλέθριες ἡδονές τῶν διηγήσεων τοῦ συκοφάντη.

Νά προτιμοῦμε νά ἀκοῦμε αὐτούς πού ἐπαινοῦν τήν ἀρετή καί διηγοῦνται τίς πράξεις καί τούς λόγους τῶν καλῶν ἀνδρῶν, παρά ἐκείνους πού ἀσχολοῦνται μέ τά ψέματα τῆς μυθολογίας καί διηγοῦνται πονηρές πράξεις ἀνδρῶν. «Ἡ γάρ πρός τούς φαύλους των λόγων συνήθεια ὁδός ἐστί ἐπί τά πράγματα, Διό δή πάση φυλακή τήν ψυχήν τηρητέον, μή διά τῆς τῶν λόγων ἡδονῆς παραδεξάμενον τί λάθωμεν τῶν χειρόνων, ὥσπερ οἵ τα δηλητήρια μετά τοῦ μέλιτος προσιέμενοι» (Μ. Βασιλείου Ε.Π.Ε. 7, 324).

Ἡ συνήθεια τῆς ἀκροάσεως φαύλων λόγων ὁδηγεῖ στά φαῦλα ἔργα. Μέ κάθε τρόπο πρέπει νά προφυλάξουμε τή ψυχή μας καθαρή καί ἀπό τά φαῦλα λόγια, φοβούμενοι μήπως ἀπολαύοντας τήν διήγηση δεχθοῦμε, χωρίς νά τό καταλάβουμε, καί κάτι τό βλαβερό μέσα μας, ὅπως αὐτοί πού παίρνουν τά δηλητήρια ἀνακατεμένα μέ μέλι.

Ὁ προφήτης Δαβίδ ἀναφέρει στούς ψαλμούς ὅτι ὅταν τοῦ ἔλεγαν συκοφαντίες, ἔκλεινε τά αὐτιά του καί γίνονταν σάν κωφός. «Ἐγώ δέ ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον καί ὡσεί ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τό στόμα αὐτοῦ. Καί ἐγενόμην ὡσεί ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καί οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς.» (Ψαλμ. 37, 14-15).

Ὅταν δέν μποροῦμε νά ἀποφύγουμε τήν ἀκρόαση συκοφαντιῶν, τότε σάν τό Μ. Ἀλέξανδρο νά ἀκούσουμε τό συκοφάντη μέ τό ἕνα αὐτί, φράσσοντας τό ἄλλο, γιά νά ἀκούσουμε μέ ἐκεῖνο τήν ἀπολογία τοῦ συκοφαντημένου. «Ἀλλά τό ἥμισυ της ἀκροάσεως ἀκέραιον διασώζειν πρός ἀπολογίαν τῷ μή παρόντι», γράφει ὁ Μ. Βασίλειος στήν 94η ἐπιστολή στόν ἄρχοντα τῆς ἐπαρχίας Ἠλία (Ε.Π.Ε. 2, 180. Μιγνι 32,489Α).

Δέν πρέπει νά χάσουμε τήν ἐμπιστοσύνη μας στό συκοφαντημένο, χωρίς νά ἐλέγξουμε τήν ἀλήθεια. Οὔτε νά ἐμπιστευθοῦμε τό συνεργάτη τοῦ Διάβολου, τόν συκοφάντη, λέει ὁ Μ. Βασίλειος στήν 203 ἐπιστολή του πρός τούς Παραλιῶτες ἐπισκόπους (Ε.Π.Ε. 3, 232, Μιγνι 32, 740Α -741Α). Μή χάνουμε εὔκολα τήν ἐμπιστοσύνη μας σέ πρόσωπα πού τά γνωρίζουμε καλά καί ἔχουμε πείρα τοῦ καλοῦ χαρακτήρα τους.

Νά μήν ἐπηρεαζόμαστε συναισθηματικά ἀπό τούς συκοφάντες καί νά μήν κλονίζεται ἡ ἐμπιστοσύνη μας πρός ἐκείνους πού ξέρουμε πολύ καλά ποιοί εἶναι. Νά συμπεραστεκόμαστε μέ τή στάση μας στούς τίμιους ἀνθρώπους καί ὄχι στούς διεστραμμένους συκοφάντες.

Κάποτε συκοφάντησαν στό Μ. Ἀλέξανδρο τό γιατρό του, λέγοντας ὅτι τάχα θά τοῦ ἔδινε δηλητήριο ἀντί γιά φάρμακο. Ὁ Ἀλέξανδρος δέν πανικοβλήθηκε ἀπό τή συκοφαντία, ἀλλά πῆρε τό ποτήρι μέ τό φάρμακο ἀπό τό χέρι τοῦ γιατροῦ καί συγχρόνως τοῦ ἔδωσε τήν συκοφαντική ἐπιστολή. Τήν ὥρα πού διάβαζε ὁ γιατρός τήν ἐπιστολή τοῦ συκοφάντη, ὁ Ἀλέξανδρος ἔπινε ἀνεπηρέαστός το φάρμακο «ἐν αὐτῶ τῷ καιρῶ φάρμακον λαβῶν ὥστε πιεῖν, τοσούτον ἀπέσχε πιστεῦσαι τῷ διαβάλλοντι, ὥστε ὁμού τήν ἐπιστολήν ἀνεγίνωσκε καί τό φάρμακον ἐπινεν», γράφει ὁ Μ. Βασίλειος στήν 272 Ἐπιστολή πρός τό μάγιστρο Σωφρόνιο (Ε.Π.Ε. 2, 220-222, Μιγνι 32, 1008Σ).

Πρέπει νά εἴμαστε ἐπιφυλακτικοί σέ ὁποιονδήποτε, ὅταν αὐτός κατηγορεῖ, κατακρίνει, καταλαλεῖ καί συκοφαντεῖ τούς ἄλλους. Ὅσοι κατηγοροῦν ἀποδεικνύουν ὅτι δέν εἶναι καλλιεργημένοι πνευματικά ἄνθρωποι, ἀλλά κύμβαλα ἀλαλάζοντα χωρίς τή στοιχειώδη χριστιανική ἀγάπη (Α΄ Κορινθ. 13, 1).

Ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τά ξένα ἁμαρτήματα, ἀλλά μόνο μέ τά δικά μας. Ὅταν κάποιος κατηγορεῖ κάποιον κλεῖσε τά αὐτιά σου καί ἐμπόδισε τήν κατηγορία. Ἀπόδειξε μέ τίς ἐνέργειές σου ὅτι διάκεισαι ἐχθρικά πρός κάθε κακολογοῦντα. «Ἀποφράξον τά ὦτα, ἀποτείχισον τή κατηγορία τήν εἴσοδον, δεῖξον ὅτι τοῦ κατηγορουμένου οὐκ ἔλαττον αὐτός ὁ ἀκούων ἐχθρός εἰ καί πολέμιος τῷ κακῶς λέγοντι» (Χρυσοστόμου, Περί ἀσάφειας τῶν προφητειῶν λόγος Β΄ παρ. 9 Ε.Π.Ε. 1, σελ. 380 στίχ. 10-13).

Τό προτιμότερο καί καλύτερο εἶναι νά διακόψουμε μέ λεπτότητα τή συζήτηση τοῦ ἀνθρώπου πού κατηγορεῖ καί νά στρέψουμε τή συζήτηση ἀλλοῦ. Ἄν τόν ἀκούσεις παρά τή θέλησή σου, θά ἐπηρεασθεῖς ἀπ’ αὐτόν.

Νά πείσουμε τούς συκοφάντες καί τούς διαδίδοντες τίς συκοφαντίες ὅτι δέν ἔχουν τό δικαίωμα νά κατηγοροῦν μπροστά μας τούς ἀποντες. Ἄν ἀγαποῦμε τούς φίλους μας πραγματικά, πρέπει νά τούς ὑπερασπιζόμαστε, ὅταν κάποις τούς συκοφαντεῖ ἐνῶ ἀπουσιάζουν.

Οἱ συκοφάντες ἔχουν τό διάβολο στή γλώσσα τους καί ἐμεῖς τούς βάζουμε στά αὐτιά μας. Αὐτοί ἀνάβουν τή φωτιά καί ἐμεῖς βάζουμε τά ξύλα. Ἐπιβαρύνουμε τή θέση μας ὅταν δίνουμε θάρρος στούς συκοφάντες. Ἁμαρτάνουμε διπλά τότε. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέει: Μή νομίσεις ὅτι ἀκούγοντας ἁπλῶς τό κακό χωρίς νά τό πράξεις εἶσαι μακάριος. Ὄχι. Ὅταν αὐτό πού ἀκοῦς εἶναι ψέμα, ὅπως στή συκοφαντία, καί νά μήν τό πράξεις, μόνο πού τό ἄκουσες εὐχαρίστως, εἶσαι ἄθλιος: «Ἴνα μή νομίσης, ὅτι τό κακῶς ἀκούειν ἁπλῶς μακαρίους ποιεῖ. Δύο τέθηκε διορισμούς, ὅταν καί δί’ αὐτόν καί ψευδῆ ἤ τά λεγόμενα. Ἐπεῖ ἐάν μή ταῦτα πράσση οὐ μόνον μακάριος, ἀλλά καί ἄθλιος ὁ κακῶς ἀκούων.»

Ὁ περίφημος Παπαδιονύσιος τῶν Καρτσουναίων συμβούλεψε τόν μοναχό Δανιήλ νά μήν ἀκούει ποτέ στή ζωή τούς συκοφάντες, διότι θά σκανδαλισθεῖ καί θά γίνει συνένοχός τους.

Πρέπει νά ἀποφεύγουμε μέ κάθε τρόπο τή συμμετοχή μας στήν ἀκρόαση τῆς συκοφαντίας. Νά μήν συμμετέχουμε σέ συζητήσεις πού ὑποβιβάζουν τήν ὑπόληψη καί τήν τιμή τῶν ἀποντων συναδέλφων μας. Ἐάν παρά τή θέλησή μας καί τήν ἀγαθή πρόθεσή μας γίνουμε μέτοχοι της προσβολῆς τῆς ὑπολήψεως τῶν ἄλλων, πρέπει νά ἐπανορθώσουμε τό κακό ἀμέσως, νά ἀναιρέσουμε τή συκοφαντία, νά ἀποκαταστήσουμε μέ κάθε τρόπο τήν ὑπόληψη τῶν ἄλλων, καί νά ζητήσουμε δημόσια συγνώμη. Ἄν τά λεγόμενα σέ βάρος ἀποντος φίλου μας ἔχουν κάποια δόση ἀληθείας, πρέπει, σύμφωνα μέ τήν προτροπή τῆς Σοφίας Σειράχ, νά τοῦ κάνουμε φιλική παρατήρηση καί νά προτρέψουμε μέ ἀγάπη τόν ἁμαρτήσαντα νά μήν τό ἐπαναλάβει Σέ περίπτωση πού ὑπερέβαλαν τήν κατηγορία σέ βάρος τοῦ συνανθρώπου μας, πρέπει νά τόν βοηθήσουμε νά ἀποδείξει τήν ἀλήθεια.

Ἕνας γέροντας συμβούλευε τόν ὑποτακτικό του: «Παιδί μου, ἄπ ὅσα ἀκοῦς εἰς βάρος ἄλλου νά μήν πιστεύεις τίποτε καί ἀπό ὅσα βλέπεις τά μισά. Καί οὔτε τά μισά, διότι πολλοί κάνουν τόν σαλόν.»(Ἀρχιμ. Ἰωαννικίου, Ἀθηναϊκό γεροντικό, σελ. 236).

Ἔχουμε περιπτώσεις μοναχῶν πού γιά λόγους ταπεινώσεως κάνουν μερικές παρατυπίες στή καθημερινή ζωή τους, χωρίς νά παραβοῦν τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Προτιμοῦν νά τούς κατηγοροῦν οἱ ἄλλοι γιά τίς παρατυπίες τους, παρά νά τούς θαυμάζουν καί νά τούς ἐγκωμιάζουν ὡς ἁγίους μέ κίνδυνο νά τούς παρωθήσουν στήν ἁμαρτία καί νά περιπέσουν στήν οἴηση γιά τήν πραγματική ἁγιότητά τους σάν τό Φαρισαῖο.

(στ) Ἡ στάση μας σ’ ὅσους ἔχουν καλή φήμη καί κατηγοροῦν

Ὅταν ὁ συκοφάντης ἔχει καλή φήμη, δικαίου, συνετοῦ καί ἀξιοπρεπῆ ἀνθρώπου στήν κοινωνία, ἀνικάνου δῆθεν νά διαπράξει κακό στούς ἄλλους, γίνεται εὐκολότερα πιστευτός. Τοῦτο εἶναι πλάνη, διότι οὐδείς εἶναι ἀναμάρτητος. Ποτέ νά μήν ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καί στόν πλέον φαινομενικά ἐνάρετο ἄνθρωπο, ὅταν κατηγορεῖ.

Σάν ἄνθρωπος ἔχει καί αὐτός τίς ἀδυναμίες του. Οὐδείς τέλειος ὅσο ἐνάρετος καί ἄν φαίνεται. Ἄλλο τό τί φαίνεται καί ἄλλο τό τί εἶναι.

Ὁ ἀρχαῖος πολιτικός των Ἀθηνῶν, ὁ Ἀριστείδης, πού θεωρεῖτο ὁ δικαιότερος τῶν πολιτικῶν τῆς ἐποχῆς του, ἐξερέθιζε τό λαό κατά τοῦ ἀντιπάλου του Θεμιστοκλῆ, γιατί καί αὐτός ἦταν ἄνθρωπος μέ φιλοδοξίες. Ἀπό ὁποιαδήποτε κοινωνική τάξη, θέση, μόρφωση, κατηγορία καί ἄν προέρχεται ὁ κατηγορῶν ἄνθρωπος, πρέπει νά εἴμαστε ἐπιφυλακτικοί. Νά λαμβάνουμε ὑπ’ ὑπόψη μας τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καί τόν ἀνθρώπινο παράγοντα. Ἡ Σωσάνα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συκοφαντήθηκε ἀπό ἡλικιωμένους δικαστές (Προφήτου Δανιήλ, Ἡ Σωσάνα). Ὁ Ἅγιος του 20ου αἰώνα ὁ Νεκτάριος συκοφαντήθηκε ἀπό κληρικούς συναδέλφους του

Ὅταν ἀκοῦμε ἀπό ἐμπίστους ἀνθρώπους κατηγορίες καί συκοφαντίες, νά λαμβάνουμε ὑπόψη μας ὅλες τίς πιθανές ἐκδοχές τῶν κινήτρων τους. Ὅσο πειστικότεροι εἶναι, λόγω τῆς ἡλικίας, τῆς μορφώσεως, τῆς κοινωνικῆς τους θέσεως καί τῶν ἄλλων προσόντων τους, τόσο περισσότερο λεπτομερῶς πρέπει νά ἐξετάζουμε τά λεγόμενά τους, διότι καί σέ αὐτούς φωλιάζουν ἐξ ἐνστίκτου τα ἴδια πάθη. Ἄν λένε τήν ἀλήθεια, θά ἔπρεπε νά τήν ἔλεγαν χωρίς φόβο καί πάθος καί ἐνώπιον του κατηγορουμένου καί ὄχι κρυφά σάν τούς ψιθυριστές. Αὐτό καί μόνο εἶναι στοιχεῖο τῆς ἀμφιβολίας τῆς ἀλήθειας τῶν λόγων τους. Δέ θά ἐμπιστευόμαστε τυφλά σέ ξένες πληροφορίες καί κρίσεις, ἀλλά θά λειτουργοῦμε μέ τή δική μας κρίση καί σύνεση.

Νά μήν ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τίς συκοφαντίες ἀμέσως, διότι ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ καλή πρόθεση πού μέσα στή πολυλογία τούς μιλοῦν ἀσυναίσθητα σέ βάρος τῶν ἄλλων. Ποιός ἄνθρωπος δέν ἔχει σφάλει στή γλώσσα «ἔλεγξον φίλον, μή ποτέ οὐκ ἐποίησε, καί ἔτι ἐποίησε, μή ποτέ προσθῆ. Ἔλεγξον τόν πλησίον μή ποτέ οὐκ εἶπε, καί εἰ εἴρηκεν, ἴνα μή δευτερώση. Ἔλεγξον φίλον, πολλάκις γάρ γίνεται διαβολή, καί μή παντί λόγω πίστευε, ἔστι ὀλισθαίνων καί οὐκ ἀπό ψυχῆς, καί τίς οὔχ ἠμάρτησε ἐν τῇ γλώσση αὐτοῦ», λέει ἡ Σοφία Σειράχ (ΙΘ΄ 13-14).

Γιατί νά στηριχθοῦμε στήν ἀνεξέλεγκτη πληροφορία καί κρίση τῶν ἄλλων, πού πιθανόν νά προῆλθε ἀπό κάποια πάθη κακίας, καί νά μή στραφοῦμε στήν δική μας καθαρή ἁγνή κρίση καί γνώση πού ἔχουμε γιά τό γνωστό μας συκοφαντούμενο ἄνθρωπο; Ὅταν ἀγαποῦμε εἰλικρινά τόν πλησίον μας, δέν βασιζόμαστε μόνο στούς ἄλλους, ἔστω καί ἄν αὐτοί ἔχουν καλή φήμη, ἀλλά ἐνεργοῦμε ὥστε νά ἀποκτήσουμε προσωπική γνώμη γιά τά λεγόμενά τους.

(ζ) «Μηδενί δίκην δικάσης πρίν ἀμφοίν μύθον ἀκούσης»

Κανέναν ἀπὸ τους δύο διάδικους νά μή καταδικάσεις, πρίν ἀκούσεις τήν ἀπολογία καί τῶν δύο, ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. Γιά νά ἐξακριβώσουμε τήν ἀλήθεια, πρέπει νά ἐξετάσουμε φανερά καί τά δυό μέρη. Μονομερής ταχεία ἀπόφαση ὑπό τήν ἐπήρεια τῆς διαδοθείσης συκοφαντίας εἶναι ἄδικη, μεροληπτική καί ταπεινή ἐνέργεια.

Οἱ νομοθέτες τῆς ἀρχαιότητας Σόλων καί Δράκων ὑποχρέωναν στίς νομοθεσίες ἐνόρκως τούς δικαστές νά ἀνακρίνουν μέ ἴσους ὅρους τά διάδικα πρόσωπα. Νά συγκρίνουν τήν κατηγορία μέ τήν ἀπολογία ἕκαστου, προκειμένου νά διαπιστώσουν μέ ἀκρίβεια σέ ποιόν ἀνήκει τό δίκιο. Ἀσεβής καί ἀνόσια θεωροῦνταν ἡ δίκη πού δίκαζε χωρίς αὐτή τήν ἀρχή καί σύγκριση.

Δικαστικό ἔγκλημα διαπράττεται στή συκοφαντία, ὅταν στεροῦμε ἀπὸ τό συκοφαντημένο την ἀπολογία καί ἀφήνουμε τό συκοφάντη μονομερῶς καί ἀνεξέλεγκτα νά κατηγορεῖ. Αὐτό παρατηροῦνταν στά χρόνια της σκλαβιᾶς καί στά δικτατορικά καθεστῶτα τῆς βίας καί τῆς ὑπουλότητας, ὅπου μέ συκοφαντίες καταδικάζονταν ἀθῶοι χωρίς συνηγόρους, ἀλλά μόνο μέ κατηγόρους ὁμόφρονές του καθεστῶτος.

Διαβάζοντας τό βίο τοῦ Ρώσου ἰατροῦ Λουκᾶ, τοῦ ἀνακηρυχθέντος ἁγίου, συναντοῦμε χιλιάδες ἐγκληματικές καταδίκες ἐξορίας καί θανάτου ἀθώων ἀνθρώπων ἀπό μέρους τῶν κουμμουνιστικῶν δικαστηρίων, ἐπειδή τούς συκοφάντησαν ἄνθρωποι τοῦ κόμματος. Οἱ δικαστές πού καταδίκαζαν ἀνεξέλεγκτα τους ἀνυπεράσπιστους συκοφαντημένους γίνονταν ἄμεσοι συνένοχοί των συκοφαντῶν.

Αὐτό συνέβαινε καί στήν Ἑλλάδα κατά τόν ἐμφύλιο πόλεμο ἀπό τήν πλευρά καί τῶν δυό παρατάξεων. Πόσοι ἀθῶοι Ἕλληνες καταδικάστηκαν ἀπό τά ἀνταρτοδικεία καί ἀπό τά στρατοδικεῖα στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα ἤ σέ ἐξορία μέ βάση τη συκοφαντία κάποιου σπιούνου; Οἱ ἄνθρωποι σέ τέτοιες πολιτικές καταστάσεις ἐξαγριώνονται, χάνουν τόν πολιτισμό τους καί κατασκευάζουν πολλές συκοφαντίες γιά νά ἱκανοποιήσουν τό πάθος τοῦ καταραμένου μίσους καί τήν ἐπιθυμία τῆς ἐκδικήσεως μέχρι θανάτου.

(η) Ἀπομάκρυνση ἀφορμῶν καχυποψίας γιά συκοφαντία

Πρέπει νά ἀποφεύγουμε μέ κάθε τρόπο ὅ,τι μπορεῖ νά προκαλέσει καχυποψία στούς πονηρούς ἀνθρώπους. Γιά νά ἀπομακρύνει τό σκάνδαλο στή συλλογή καί τήν ἀποστολή τῆς χρηματικῆς βοήθειας γιά τή διατροφή τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν της Ἱερουσαλήμ, μέ λεγόμενες λογίες (Α΄ Κορινθίους 16, 3), ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔστελνε πολλούς μαζί. Μέ αὐτό τόν τρόπο τῆς διαχειρίσεως τῶν λογιῶν, κανένας δέν μποροῦσε νά τούς συκοφαντήσει γιά κλοπή χρημάτων (Β΄ Κορινθίους. 8, 20).

Νά ἐλέγχουμε τόν ἑαυτό μας μήπως, μέ τήν αὐθόρμητη ἁγνή πρόθεσή μας, παρά τή θέλησή μας, δίνουμε κάποια ἀφορμή στούς συκοφάντες.

Οἱ συκοφάντες εἶναι περίεργοι καί φαντασιόπληκτοι. Ὅ,τι δέν μποροῦμε νά τό προσέξουμε ἐμεῖς καί ὅλο το στενό μας περιβάλλον, τό προσέχουν αὐτοί πού καραδοκοῦν νά ἐκμεταλλευθοῦν σέ βάρος μας τήν πιό ἀθώα κίνηση καί λέξη μας.

Διερωτᾶται κανείς ἄν πρέπει γιά χάρη τῆς ἀποφυγῆς τοῦ σκανδάλου νά προσαρμοζόμαστε στίς διεστραμμένες παράξενες ἀντιλήψεις τῶν συκοφαντῶν, γιά νά μήν τούς σκανδαλίσουμε. Ἅς λάβουμε ὡς παράδειγμα τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τόν ἀπόστολο Παῦλο.

Στό θέμα τῆς καταβολῆς φόρου στούς Ρωμαίους, παρότι δέν ἔπρεπε νά πληρώνει, γιά νά μήν σκανδαλίσει τό λαό ὡς φοροφυγάς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔστειλε τόν Πέτρο στή θάλασσα γιά νά ψαρέψει. Στό πρῶτο ψάρι πού ἐπίασε βρῆκε ἕνα τετράδραχμο στό στόμα του. Καί μέ αὐτό πλήρωσαν τό φόρο τους, γιά νά κλείσουν τά στόματα τῶν συκοφαντῶν (Ματθαίου 17, 26-27).

Ὅταν ὅμως σκανδαλίστηκαν οἱ Φαρισαῖοι, ἐπειδή ἔτρωγαν οἱ μαθητές του μέ ἄπλυτα τα χέρια, ἀδιαφόρησε καί τούς ἀπάντησε: «Οὐ τό εἰσερχόμενον εἰς τό στόμα κοινοί τόν ἄνθρωπον, ἀλλά τό ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοί τόν ἄνθρωπον» (Ματθ. 15,1-12).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό θέμα τοῦ σκανδάλου καί τῆς βρώσης εἰδωλόθυτου κρέατος, προτίμησε νά μή φάει κρέας στόν αἰώνα, παρά νά σκανδαλίσει τόν ἀδελφό του. «Εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τόν ἀδελφόν μου οὐ μή φάγω κρέας εἰς τόν αἰώνα, ἴνα μή τόν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α΄ Κορινθ.8, 13).

Γιά νά μή σκανδαλίσει τούς ἀδελφούς χριστιανούς στίς ἱεραποστολές του, «ἴνα μή ἐγκοπήν τινά δῶμεν τῷ εὐαγγελίω τοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορινθ. 9, 12), προτιμοῦσε νά στερεῖται καί τίς στοιχειώδεστερες ἀνέσεις.

Ἐπίσης γιά νά μή σκανδαλίσει τούς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανούς περί τῆς μή τηρήσεως κατά γράμμα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ὑπάκουσε στήν προτροπή τῶν ἀδελφῶν της Ἱερουσαλήμ καί ἀνέλαβε τόν ἐξαγνισμό τεσσάρων ἀνδρῶν σύμφωνα μέ τά ἔθιμα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου (Πράξεις 21, 20-24).

Ὅταν ὅμως σκανδαλίστηκαν μερικοί Ἑβραῖοι καί ἐθνικοί, πού κήρυττε «Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἔλλησι δέ μωρίαν» (Α΄ Κορινθ. 1, 23), τότε δέν ὑποχώρησε, ἀλλά ἀδιαφόρησε, διότι τό κήρυγμα αὐτό ἀφοροῦσε τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ χριστιανός ρυθμίζει τή ζωή του μέ γνώμονα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τή χριστιανική ἠθική. Μέ αὐτή τήν ἀρχή μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν ἀρετή τούς ζώντας στό σκότος τῆς ἁμαρτίας ἀνθρώπους.Ἡ ἠθική συμπεριφορά ὁδηγεῖ συνήθως στή λύτρωση ἐκείνων πού τήν βλέπουν καί τήν ἀκολουθοῦν. Οἱ χλιαροί στήν πίστη καί ἐπηρεασμένοι ἀπό τή συκοφαντία ἄνθρωποι, ὅταν βλέπουν τό συκοφαντημένο νά περιφρονεῖ οἰκειοθελῶς ὅλα τα ἐγκόσμια ἄφθονα ἀγαθά, πού ἔχει, ἐπηρεάζονται θετικά καί σκέπτονται λογικότερα. Διαπιστώνουν ὅτι ὁ κατηγορούμενος εἶναι ἀνώτερος πνευματικά ἄνθρωπος, μέ ἀπαράβατες ἠθικές ἀρχές στή ζωή του, καί τά λεγόμενα σέ βάρος τοῦ εἶναι καθαρή συκοφαντία, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (ΙΕ΄ Ὁμιλ. εἰς τό Ματθ. παρ. 9, Ε.Π.Ε. 9, 504, στ. 4-25).

Ὁ βίος τοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι ὁλοκάθαρος ἀπό κάθε ψεγάδι, γιά νά μήν δίδει ἀφορμές νά τόν κακολογοῦν καί γιά νά μπορεῖ νά πράττει τό καθῆκον του ἀνεπηρέαστος ἀπό τί θά ποῦν οἱ ἄλλοι. Ὁ καθαρός οὐρανός ἀστραπές δέν φοβᾶται, λέει ἡ λαϊκή παροιμία. Γιά νά ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά κάνουμε σωστή ζωή, σύμφωνα μέ τό θέλημά Του.

Ὁ Χριστιανός, πού ἀγωνίζεται σέ ὅλα τα χρόνια της ζωῆς του μέ πίστη καί συνέπεια ἐνώπιον του Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, δέν φοβᾶται καί δέν ζημιώνεται ἀπό τίς κατηγορίες καί τίς συκοφαντίες τῶν ἄλλων. «Ἄν μή σύ σαυτόν παραβλάψης, ἄνθρωπε, οὔτε φίλος, οὔτ’ ἐχθρός, οὔτ’ αὐτός ὁ διάβολος παραβλάψαι δυνήσεται», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (ὁμιλία εἷς τόν Δαβίδ καί τόν Σαούλ, παρ. 5 Ε.Π.Ε. 7, 630). Ὅταν ὁ πραγματικά ἐνάρετος ἄνθρωπος δέ δίνει ἀφορμές κατηγορίας, οἱ κακολογίες καί οἱ συκοφαντίες τῶν ἄλλων δέν μποροῦν νά τόν βλάψουν καί νά μειώσουν τή λάμψη τῆς ἀρετῆς του.

Ὁ Θεός εἶναι πάντοτε συμπαραστάτης στό ἔργο τοῦ ἐνάρετου.

Οἱ φθονεροί, παρότι κακολογοῦν καί συκοφαντοῦν τόν ἐνάρετο χριστιανό, κατά βάθος τόν θαυμάζουν. Καί οἱ πλέον πωρωμένοι στή συνείδηση ἄνθρωποι ἔρχονται στιγμές πού προσέχουν τήν ἀρετή, τή φλόγα τῆς πίστης καί τό πλῆθος τῶν καλῶν ἔργων τῶν ἐνάρετων ἀνθρώπων, ἀλλά ὁ διάβολος δέν τούς ἀφήνει νά ξεπεράσουν τήν κακία τους γιά νά τόν ἐπαινέσουν. Ἡ ἀλεποῦ κατά τόν μύθο τοῦ Αἰσώπου, ὅταν δέ μπορεῖ νά φθάσει τά γλυκά σταφύλια μίας κληματαριᾶς, τά κατηγορεῖ «ὄμφακες εἰσι».

Ὁ ἐνάρετος διδάσκει ἀθέατος. Γίνεται αἰτία νά δοξάζεται ὁ Θεός, σέ ἄπειρες γλῶσσες καί μέ πολλά στόματα. Δοξάζεται ἀπό φίλους, ἀπό γνωστούς καί ἀγνώστους, ἀπό ἐγγύς καί μακράν ἀνθρώπους πού πληροφοροῦνται τόν ἐνάρετο βίο του. Τό παράδειγμα τοῦ βίου ἔχει πολύ μεγάλη ἐπίδραση στό κοινό, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. «Ὅταν γάρ τοσαύτη ἤ ἡ ἀρετή, ἀδύνατον αὐτήν λαθεῖν, κάν μυριάκις ὁ μετιῶν αὐτήν συσκιάση. Ἄληπτον αὐτοῖς παρασχεσθε βίον καί μηδεμίαν ἐχέτωσαν ἀληθῆ κατηγορίας ἀφορμήν κάν μύριοι οἱ κατηγοροῦντες ὦσιν, οὐδείς ὑμίν ἐπισκιάσει δυνήσεται» (Ματθ. ὁμολ. ΙΕ΄, & 8 ΕΠΕ. 9, 496-8).

Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε, τονίζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά μᾶς ὠφελήσει τόσο πολύ στή ζωή καί νά ἔχει τόσο μεγάλη καί καλή ἐπίδραση στούς ἄλλους, ὅσο ὁ ἐνάρετος βίος: «ἴνα μάθης ὅτι οὔτε βάπτισμα οὔτε ἁμαρτημάτων ἄφεσις, οὗ γνῶσις, οὗ μυστηρίων κοινωνία, οὗ τράπεζα ἱερά, οὗ ἡ ἀπόλαυσις τοῦ σώματος, οὔχ ἡ κοινωνία αἵματος, οὐκ ἄλλο τούτων οὐδέν ἠμᾶς ὠφελῆσαι δυνήσεται, ἐάν βίον ὀρθόν καί θαυμαστόν καί πάσης ἁμαρτίας ἀπηλλαγμένον ἔχωμεν.» ( 5 Ε.Π.Ε 27, 244, στ. 16-21).

ΣΤ. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΘΕΝΤΩΝ

 

20. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα

(α) Ὁ Ἐφέσιος ζωγράφος Ἀπελλῆς

Στό ἔργο τοῦ Λουκιανοῦ «Ὅτι δέν πρέπει νά πιστεύουμε εὔκολα τήν διαβολή» (Βιβλίο Δ΄, σελ. 99-112) ἀναφέρεται ὡς παράδειγμα διαβολῆς ὁ Ἀντιφίλος, ὁ ὁποῖος στράφηκε κατά τοῦ ὁμοτέχνου του ζωγράφου Ἐφεσίου Ἀπελλῆ.

Ὁ Ἀντιφίλος, ἀπό ἐπαγγελματική ἀντιζηλία, κατηγόρησε τόν Ἀπελλῆ στόν Πτολεμαῖο τό Φιλοπάππο ὅτι δῆθεν συνεργάστηκε στή συνομωσία τῆς ἀποστασίας τῆς Τύρου μέ τόν ἔπαρχο Θεοδότη. Ὁ Ἀπελλῆς οὔτε τόν Θεοδότη γνώριζε προσωπικά, οὔτε εἶχε πάει στήν Τύρο.

Ὁ Πτολεμαῖος, χωρίς νά διασταυρώσει τίς πληροφορίες καί νά λάβει ὑπόψη τήν ἐπαγγελματική ἀντιζηλία τοῦ πρώτου καί τόν ἀκέραιο χαρακτήρα τοῦ δευτέρου, διέταξε νά ἀποκεφαλίσουν τόν Ἀπελλῆ. Κάποιος ἀπό τούς συνωμότες ἀγανάκτησε ἀπό αὐτή τήν ἀδικία καί ἔσωσε τόν Ἀπελλῆ ἀπό τό θάνατο, ἀποδεικνύοντας τήν ἀθωότητά του. Ὁ Πτολεμαῖος γιά νά διορθώσει τό σφάλμα του δώρισε στόν Ἀπελλῆ ἑκατό τάλαντα χρυσό καί παρέδωσε τόν Ἀντιφίλο ὡς δοῦλο στόν Ἀπελλῆ. Σέ ἀνάμνηση τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ ὁ Ἀπελλῆς ζωγράφισε τήν εἰκόνα τῆς διαβολῆς σέ ἕνα μεγάλο πίνακα μέ δέκα πρόσωπα.

Στό πίνακα εἰκονιζόταν ὁ ἀκροατής τῆς διαβολῆς. Ἦταν ἕνας τεράστιος ἄνθρωπος μέ μεγάλα αὐτιά, σάν τοῦ Μίδα, καί συνοδευόταν ἀπό δυό γυναῖκες, τήν Ἄγνοια καί τήν Ὑποψία, οἱ ὁποῖες συνοδεύουν συνήθως τούς ἀκροατές τῶν διαβολῶν. Ἁπλώνει τό χέρι του σέ μία ὑπερβολικά ὡραῖα γυναίκα, στή Διαβολή, πού προχωρεῖ πρός αὐτόν θυμωμένη καί λυσσασμένη ἀπό ὀργή καί κακία, σέρνοντας ἀπό τά μαλλιά μέ τό δεξί της χέρι τό συκοφαντημένο, ὁ ὁποῖος ἁπλώνει τά χέρια στόν οὐρανό ἐπικαλούμενος τή μαρτυρία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Διαβολή κρατᾶ στό ἀριστερό της χέρι ἀναμμένη λαμπάδα πρός ἐξαπάτηση τῆς ἀλήθειας. Προπορεύεται αὐτῆς ὁ φθόνος, ὡς ἄνδρας μέ ἄγριο βλέμμα, δύσμορφος, ὠχρός καί ἐξασθενημένος ἀπό μακρά ἀρρώστια. Πίσω της ἀκολουθοῦν ὡς συνοδοί τῆς συκοφαντίας δυό γυναῖκες, ἡ Ἐπιβουλή καί ἡ Ἀπάτη, πού τήν ἐνθαρρύνουν καί τῆς διορθώνουν τά ἐνδύματά της. Στό τέλος τῆς συνοδείας ἀκολουθεῖ πενθηφοροῦσα μέ κατασπαραγμένα τά μάγουλά της ἡ Μεταμέλεια, πού ντροπιασμένη καί συνεσταλμένη ἀπό ὅλα αὐτά στρέφει τά δακρυσμένα μάτια της πρός τήν Ἀλήθεια, ἡ ὁποία πλησιάζει.

Κατά τόν Λουκιανό ὁ διαβολέας συκοφάντης εἶναι ἕνα γύναιο λυσσασμένο ἀπό κακία, πού σέρνει τό συκοφαντημένο θύμα του στή περιφρόνηση, ἐνῶ ἐκεῖνο ἐπικαλεῖται τή μαρτυρία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μέ τά μεγάλα ἀνοιγμένα αὐτιά εἶναι ὁ κάθε ἀκροατής, μέ συμπαριστάμενες τήν ἄγνοια καί τήν ὑποψία, πού προθυμοποιεῖται νά ἀκούσει κάθε συκοφαντία.

Τό συκοφάντη τόν συνοδεύει προπορευόμενος ὁ ἄγριος, δύσμορφος, ὠχρός ἀπό τή κακία τοῦ φθόνος καί τοῦ συμπαραστέκονται ἡ ὑπουλότητα καί ἡ ἀπάτη, πού ἐνθαρρύνουν μέ κολακεῖες καί διορθώνουν τά ψέματά του γιά νά μήν ἀποκαλυφθοῦν. Ἀκολουθεῖ πενθηφοροῦσα καί κλαίουσα, ντροπιασμένη καί συνεσταλμένη, ἡ μεταμέλεια, πού στρέφει τό δακρυσμένο βλέμμα της πρός τήν πλησιάζουσα ἀλήθεια.

Μέ αὐτή τήν ἐλπίδα ζεῖ τό θύμα τῆς συκοφαντίας, νά μετανιώσει μέ δάκρυα ὁ συκοφάντης καί ντροπιασμένος πλέον καί συνεσταλμένος νά στρέψει τή προσοχή του πρός στήν ἀλήθεια. Πόσο ὅμως μπορεῖ νά γίνει αὐτό σε μία πωρωμένη ψυχή, ἕνας Θεός τό ξέρει. Τόν Θεό ἐπικαλεῖται ὁ συρμένος ἀπό τό μαλλιά συκοφαντούμενος. Ὅταν δέν μποροῦμε νά ἀλλάξουμε τίς κακές προθέσεις ἑνός κακοῦ ἀνθρώπου, ἅς ἐπικαλούμαστε μέ πίστη τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ.

(β) Ο Βελεροφάντης

Στό παραπάνω βιβλίο τοῦ Λουκιανοῦ ἀναφέρονται καί τά ἑξῆς ἀκόμη παραδείγματα συκοφαντίας ἀπό τήν ἀρχαία ἱστορία:

(1) Ἡ Ἀντεῖα προσπάθησε νά προσελκύσει τό φιλοξενούμενο τούς Βελλεροφάντη στόν ἔρωτα, ἀλλά ἐκεῖνος, ἀπό σωφροσύνη καί σεβασμό πρός τόν ἄνδρα της, τήν περιφρόνησε. Γιά νά τόν ἐκδικηθεῖ, τόν συκοφάντησε στόν σύζυγό της γιά νά τόν φονεύσει. Θά σκοτώνονταν παρ’ ὀλίγον ὁ Βελεροφόντης στή πάλη μέ τήν Χίμαιρραν ἐξ αἰτίας τῆς συκοφαντίας τῆς Ἀντείας.

(2) Ἡ Φαίδρα κατηγόρησε τόν προγονό της Ἰππόλυτο στόν πατέρα του, γιά νά τόν καταραστεῖ, ἐνῶ δέν ἔκανε κανένα κακό.

Πολλοί ἐνάρετοι διακεκριμένοι ἄνδρες συκοφαντήθηκαν στή ζωή τους ἀπό διαβολεῖς ἀνθρώπους. Ὁ Σωκράτης, ὁ μεγάλος σοφός δάσκαλος τῆς ἀρχαιότητας, συκοφαντήθηκε ἀπό τούς Ἀθηναίους ὡς ἀσεβής καί διαφθορέας τῶν νέων, καί καταδικάσθηκε σέ θάνατο μέ κώνειο.

Ποίους ἀπό τούς μεγάλους πολιτικούς καί στρατιωτικούς ἄνδρες τῆς ἀρχαιότητας νά πρωτοαναφέρει κανείς; Τόν Ἀριστείδη, τόν Θεμιστοκλῆ, τόν Μιλτιάδη, τόν Θουκυδίδη; Τοῦτοι καί πολλοί ἄλλοι, μετά ἀπό πολλές λαμπρές νίκες καί δόξες στήν πολιτική ζωή καί στά πεδία τῆς μάχης, συκοφαντήθηκαν κατάφορα, καταδιώχτηκαν καί ὁδηγήθηκαν στίς ἐξορίες καί στό θάνατο.

Ἡ συκοφαντία ἦταν εἶναι καί θά εἶναι ἐπινόηση τῶν διεφθαρμένων στήν ψυχή ἀνθρώπων. Πρῶτος ἀπό ὅλους τους συκοφάντες τῶν αἰώνων εἶναι ὁ διάβολος, πού συκοφάντησε τὸ Θεὸ στοὺς πρωτοπλάστους μέσα στὸν Παράδεισο.

 

21. Ἀπό τήν Ἁγία Γραφή

Πολλά παραδείγματα τρομερῆς συκοφαντίας ἀναφέρονται στήν Ἁγία Γραφή. Ἀθῶοι ἄνθρωποι ὁδηγήθηκαν στίς φυλακές καί στό θάνατο.

(α) Ὁ Ἰωσήφ, ὁ υἱός τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ

Τόν Ἰωσήφ τόν πούλησαν ἀπό ζήλια καί φθόνο τά ἀδέλφια του στούς Αἰγύπτιους ἐμπόρους καί κατέληξε δοῦλος τοῦ Πετεφρῆ. Μέ τήν ἄψογο ἐνάρετη διαγωγή τοῦ ἀπέκτησε τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀφεντικοῦ του καί διορίστηκε ἐπιστάτης σέ ὅλες τίς ὑποθέσεις τοῦ οἴκου Πετεφρῆ.

Εἶχε ἑλκυστική ἐμφάνιση μέ πολύ ὡραῖο πρόσωπο. Ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ σαγηνεύτηκε ἀπό τά κάλλη του καί τοῦ ζήτησε νά κοιμηθοῦν μαζί. Τῆς τό ἀρνήθηκε κάτ’ ἐπανάληψη γιά νά μή φανεῖ ἀχάριστος στόν Θεό. Ἔλεγε: «Καί πῶς ποιήσω τό ρῆμα τό πονηρόν τοῦτο, καί ἁμαρτήσω ἐναντίον τοῦ Θεοῦ» (Γένεσης 39, 9). Ἡ πονηρή γυναίκα, σέ στιγμή ἀπομονώσεως τοῦ Ἰωσήφ, τόν ἅρπαξε ἀπό τό μανδύα καί ἐπανέλαβε τήν προσπάθεια τῆς ἀνηθικότητας μέ τή βία. Ἐκεῖνος, γιά νά ξεφύγει ἀπό τά χέρια τῆς διεφθαρμένης γυναίκας, ἔβγαλε τό μανδύα του καί ἔφυγε ἡμίγυμνος. Ἐξοργίστηκε ἀπό τήν ἄρνησή του ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ καί φώναζε δυνατά ζητώντας βοήθεια. Τόν συκοφάντησε ὅτι δῆθεν τῆς ἐπιτέθηκε μέ ἀνήθικο σκοπό, ἀλλά ἐκείνη ἀντιστάθηκε καί τοῦ κράτησε τό μανδύα ὡς ἀποδεικτικό.

Ὁ ἄνδρας πίστεψε στά λόγια της καί ἔβαλε τόν Ἰωσήφ στή φυλακή τῶν κρατουμένων τῆς αὐλῆς τοῦ Φαραώ. Τόν ἀδίκησε κατάφωρα, ἀλλά ὁ Θεός δέν τόν ἐγκατέλειψε ποτέ. Τοῦ συμπαραστάθηκε στίς δύσκολες στιγμές. Μέ τήν ἐντιμότητά του ὁ Ἰωσήφ ἀπέκτησε τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ προσωπικοῦ της φυλακῆς (Γένεση 39, 7-18). Μέ τή φώτιση δέ τοῦ Θεοῦ ἀποκάλυψε τά ὄνειρα τοῦ Φαραώ καί ἔγινε ὁ δεύτερος στή σειρά ἄρχοντας τῆς Αἰγύπτου.

(β) Ἡ Σωσάννα

Στό προφήτη Δανιήλ ἀναφέρεται ὅτι δυό πρεσβύτεροι συκοφάντησαν τή Σωσάννα, ἐπειδή δέν συγκατατέθηκε στίς ἀνήθικες προτάσεις τους. Ἡ εὐσεβής Σωσάννα ἦταν κόρη τοῦ Χελκίου καί σύζυγος τοῦ πάμπλουτου Ἰωακείμ. Εἶχαν ἕνα ἀπέραντο, σάν παράδεισο, κῆπο καί ἐπέτρεπαν στούς κατοίκους τῆς πόλεως νά περιπατοῦν σ’αὐτό. Δυό ἡλικιωμένοι δικαστές ἔκαναν τακτικά περίπατο σ’αὐτόν καί μέ λάγνα βλέμματα περιεργάζονταν τή Σωσάννα.

Τήν ἐρωτεύτηκαν ἀμφότεροι σαρκικά, ἀλλά δέ τολμοῦσαν ἀπό ντροπή νά πεῖ ὁ ἕνας στόν ἄλλον τό πάθος του. Ἕνα ἀπόγευμα, ἐνῶ ἀποχαιρετήθηκαν, ξαναβρέθηκαν καί πάλι στό κῆπο, γιά νά περιεργαστοῦν τή Σωσάννα. Ἀλληλοαποκάλυψαν τό αἴσθημά τους γιά αὐτή. Τήν παρακολουθοῦσαν, γιά νά τήν ἀπομονώσουν.

Μία καλοκαιριάτικη μέρα ἡ Σωσάννα θέλησε νά λουστεῖ στήν πισίνα τοῦ κήπου. Διέταξε στίς δυό θαραπαινίδες της νά φύγουν ὅλοι ἀπό τόν κῆπο της, νά κλείσουν τίς θύρες, νά τῆς φέρουν τά ἀρώματά της καί, μετά ἀπό ἐπισταμένο ἔλεγχο, νά ἀπομακρυνθοῦν καί οἱ ἴδιες. Οἱ δύο ἡλικιωμένοι κρύφτηκαν στόν κῆπο καί ἐμφανίστηκαν μπροστά στή Σωσάννα τήν ὥρα τοῦ λουτροῦ. Ζήτησαν νά συνευρεθεῖ μαζί τους καί τήν ἀπείλησαν ὅτι, ἄν ἀρνηθεῖ, θά τήν καταγγείλλουν δημόσια πῶς τή βρῆκαν μέ κάποιον νέο νά κάνει ἔρωτα, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά τόν συλλάβουν.

Ἡ Σωσάννα ἀναστέναξε πρό τῆς πλεκτάνης τους καί προτίμησε νά τή συκοφαντήσουν, παρά νά ἁμαρτήσει μαζί τους. Φώναξε βοήθεια, ἀλλά ἐκεῖνοι φώναξαν δυνατότερα καί ξεσήκωσαν τούς γείτονες. Τή συκοφάντησαν στή συνέλευση τοῦ λαοῦ ὅτι τήν συνέλαβαν ἔπ’ αὐτοφώρω νά μοιχεύεται μέ ἕνα νέο, πού τούς διέφυγε.

Ὁ λαός τήν καταδίκασε σέ θάνατο. Ἡ Σωσάννα ἔκλαιε ἀπαρηγόρητη καί ἐπικαλεῖτο τόν Θεό λέγοντας: «Αἰώνιε Θεέ, Σύ πού βλέπεις ὁλοκάθαρα καί τά πλέον ἀπόκρυφα ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Σύ πού γνωρίζεις τά πάντα στήν ἐντέλεια πρίν πραγματοποιηθοῦν. Σύ γνωρίζεις καλά ὅτι ψευδῶς μέ κατηγόρησαν καί μέ συκοφάντησαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Τώρα πεθαίνω χωρίς νά ἔχω κάνει τίποτε ἀπό ὅσα πονηρά μέ συκοφάντησαν.» (Δανιήλ, Σωσάννα 1-63).

Ὁ Θεός ἄκουσε τή προσευχή της καί κάθ’ ὁδόν, ὅταν πήγαιναν νά τή λιθοβολήσουν, φώτισε τόν μικρό στήν ἡλικία τότε προφήτη Δανιήλ νά διαμαρτυθεῖ ἔντονα στό λαό πού δέν ἀνέκριναν χωριστά τους καταγγείλαντας. Ξαναγύρισαν στό δικαστήριο καί ἀνάθεσαν στό Δανιήλ νά ἀνακρίνει τούς πρεσβυτέρους χωριστά.

Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς εἶπε ὅτι τούς εἶδε νά ἐρωτοτροποῦν κάτω ἀπό ἕνα δένδρο σχίνο καί ὁ ἄλλος κάτω ἀπό ἕνα πρίνο. Ἔτσι ἀποκαλύφθηκε ἡ συκοφαντία τους. Ἀπαλλάχθηκε ἡ Σωσάννα καί σύμφωνα μέ τό μωσαϊκό νόμο καταδικάσθηκαν σέ θάνατο οἱ συκοφάντες.

(γ) Ὁ προφήτης Ἱερεμίας.

Ὁ Ἱερεμίας παραπονοῦνταν στόν Θεό ὅτι ἐπειδή ἤλεγχε τήν παρανομία καί τή καταδυνάστευση τοῦ λαοῦ, ἔγινε ἀντικείμενο γέλωτα, ἐξευτελισμοῦ καί χλευασμοῦ. Τόν παρακολουθοῦσαν καί κατασκόπευαν καί τή σκέψη τοῦ ἀκόμη, μήπως παρασυρθεῖ σέ κάποια πλάνη καί ἔτσι μπορέσουν νά τόν ἐκδικηθοῦν.

Παράλυσε καί δέν ἄντεχε ἀπό τίς ψευδεῖς κατηγορίες καί τίς αὐστηρές ἐπιτιμήσεις τῶν πολλῶν. Ἀπό τήν πολλή θλίψη σκέφτηκε νά σταματήσει τό κήρυγμα καί τίς προφητεῖες, ἀλλά ὁ Θεός τοῦ συμπαραστάθηκε, τόν ὑπεράσπισε καί ἔτσι αὐτός συνέχισε τό ἔργο τοῦ (Ἱερεμ. 9, 7-12).

(δ) Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός

Ὁ Χριστός συκοφαντήθηκε περισσότερο ἀπό ὅλους στήν ἱστορία.

Κάθε θεϊκή του ἐνέργεια παραξηγοῦνταν καί κάθε προσπάθεια νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς συκοφαντοῦνταν. Γιά τή συμμετοχή Του στό δεῖπνο τῶν τελωνῶν, Τόν κατηγόρησαν ὡς «φάγο καί οἰνοπότη», καί γιά τή συναναστροφή Του μέ ἁμαρτωλούς, Τόν συκοφάντησαν ὡς «φίλο των τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 11, 19 καί Λουκ.7, 34).

Ὁ λαός Τόν θαύμαζε καί ἀναγνώριζε τά πρωτοφανῆ θαύματά Του. Τά χαρακτήριζε ὡς ἀνώτερα ὅλων των ἐποχῶν, ἐνῶ οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι τόν διέβαλλαν, ὑποστηρίζοντας ὅτι ὅλα τα θαύματα τά πραγματοποιοῦσε μέ τή βοήθεια τοῦ διαβόλου. «Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια», ἔλεγαν (Ματθ. 9, 32-34).

Στή θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου τυφλοῦ καί κουφοῦ, ἀντί νά δοξάζουν τόν Θεό γιά τό θαῦμα πού τέλεσε ὁ Ἰησοῦς, διέδιδαν ὅτι ἐξέβαλε τά δαιμόνια καί θεράπευσε τόν τυφλό καί χωλό μέ τήν συνεργασία τοῦ Βελζεβούλ, τοῦ ἄρχοντα τῶν δαιμόνων (Μάτθ. 9,32-33 καί 12, 24-26). Πῶς ἦταν δυνατόν ὁ Βελζεβούλ νά φέρνει διχασμό στό βασίλειό του; Παραλογίζονταν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι γιά νά στηρίξουν τή συκοφαντία τους.

Συνεργάζονταν οἱ ἴδιοι μέ τό σατανᾶ καί ἀπέδιδαν τέτοια συνεργασία στό Χριστό. Καταφέρονταν καί βλασφημοῦσαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πωρώθηκε ἡ συνείδησή τους. Βρίσκονταν σέ προχωρημένη ἠθική σήψη, γιά νά φθάσουν σέ τέτοιου εἴδους συκοφαντίες (Χρυσοστόμου Μάτθ., 32η ὁμιλία, παρ. 2. Ε.Π.Ε., 10, 378).

Στό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ προσπάθησαν νά παραπλανήσουν τό λαό, ὑποστηρίζοντας ὅτι τάχα δέν θεραπεύτηκε ὁ πραγματικός ἐκ γενετῆς τυφλός, ἀλλά κάποιος ἄλλος τυφλός, πού τοῦ ἔμοιαζε. Ὅταν βεβαιώθηκε ἡ ταυτότητά του τυφλοῦ ἀπό τούς γονεῖς του, ἀνέκριναν τό τυφλό πολλές φορές συκοφαντώντας τό Χριστό ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός: «ἠμεις οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἁμαρτωλός ἐστίν» (Ἰωάννου 9, 24).

Τούς ρώτησε ὁ Ἰησοῦς δημόσια: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει μέ περί ἁμαρτίας» (Ἰωάν. 8, 46). Ἐνώπιόν του κανείς Φαρισαῖος καί Γραμματέας δέν τόλμησε νά τόν κατηγορήσει ὡς ἁμαρτωλό. Τόν συκοφαντοῦσαν ὡς ἁμαρτωλό μόνον ὅταν ἀπουσίαζε. Αὐτή εἶναι ἡ τακτική των συκοφαντῶν ὅλων των αἰώνων, νά ὑποκρίνονται καί νά κατηγοροῦν τούς ἀθώους ὅταν ἀπουσιάζουν.

Γιά νά συκοφαντήσουν οἱ Ἑβραῖοι τόν Ἰησοῦ στούς Ρωμαίους καί στό λαό ἐπεδίωξαν πολλές φορές νά τόν παγιδεύσουν στούς λόγους του. Τόν ρωτοῦσαν μέ κολακευτικά καί ὑποκριτικά λόγια: «Διδάσκαλε οἴδαμεν ὅτι ἀληθής εἰ καί τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθεία διδάσκεις, καί οὐ μέλλει περί οὐδενός. Οὐ γάρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου. Εἰπέ ἠμίν, τί σοί δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἤ οὗ;» Ἄν ἀπαντοῦσε ναί, θά τόν συκοφαντοῦσαν στό λαό ὡς πράκτορα τῶν Ρωμαίων, καί ἐάν ἀπαντοῦσε ὄχι, θά τόν κατήγγειλαν στούς Ρωμαίους ὡς ἐπαναστάτη, πού ἀπέτρεπε τό λαό νά πληρώνει τούς καθιερωμένους φόρους. Ἡ παγίδα ἦταν πολύ καλά στημένη, ἀλλά ὁ Κύριος τους ἀπάντησε ἐπιδέξια: «Ἀποδοτέ οὔν τά τοῦ Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῶ» (Ματθ. 22, 15-22, Μάρκου 12, 13-17).

Γιά νά τόν συκοφαντήσουν ἀργότερα, ὅτι τάχα δέν τηρεῖ τό Μωσαϊκό νόμο, τόν ρώτησαν: «Πρέπει νά λιθοβολήσουμε τήν γυναίκα αὐτή, πού τή συλλάβαμε ἔπ αὐτοφώρω νά μοιχεύεται, ναί ἤ ὄχι;» Ἄν τούς λέγε ναί, θά τόν κατηγοροῦσαν ὡς σκληρό καί ἀπάνθρωπο, ἄν τούς ἔλεγε ὄχι, θά τόν στιγμάτιζαν ὡς παραβάτη τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Ἐκεῖνος ὅμως τούς ἀπάντησε: «Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἔπ αὐτή» (Ἰωάννη 8, 4-11).

Κατ’ ἐξοχήν χρησιμοποίησαν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι τή συκοφαντία στή δίκη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά παραπλανήσουν τό λαό. Μέ τίς συκοφαντίες κατόρθωσαν νά μεταπείσουν τό λαό, πού φώναζε ἐνθουσιασμένος στή Βαϊοφόρο εἴσοδο τοῦ Κυρίου «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάννη 12, 13), νά φωνάζει κατά τή διάρκεια τῆς δίκης τοῦ Χριστοῦ: «ἄρον ἄρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19, 15).

Μεγάλη εἶναι ἡ ἐπίδραση τῆς συκοφαντίας στά πλήθη τοῦ λαοῦ. Ὁ λαός ἄγεται καί φέρεται πολλές φορές ἀπό τούς λαοπλάνους καί τούς συκοφάντες.

Ἤθελαν νά καταδικάσουν σέ θάνατο τό Χριστό μέ κάθε ἀνέντιμο τρόπο. «Οἱ δέ ἀρχιερεῖς καί ὅλον το συνέδριον ἐζήτουν κατά τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίας εἰς τό θανατῶσαι αὖτον. Πολλοί γάρ ἐψευδομαρτύρουν κατ’αὐτοῦ.» Παρουσιάστηκαν πολλοί ψευδομάρτυρες μέ συκοφαντικές καταθέσεις, ἀλλά ἐπειδή τοῦτες δέν συμφωνοῦσαν μεταξύ τους, δέν μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν ἐπαρκῆ νομική βάση γιά καταδίκη. Δυό ἀπό τούς μάρτυρες εἶπαν πώς ἄκουσαν τό Χριστό νά λέει: «ἐγώ καταλύσω τόν ναόν τοῦτον τόν χειροποίητον καί διά τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω» (Μάρκου 14, 58). Παρεξήγησαν τά παραπάνω λόγια τοῦ περί τῆς τριημέρου ἀναστάσεώς του ἐκ νεκρῶν καί καταθέσαν ὅτι Αὐτός ὑποστήριζε τάχα κατά κυριολεξία ὅτι θά γκρεμίσει τό ναό τοῦ Σολωμώντα καί σέ τρεῖς μέρες θά τόν ξανακτίσει. Ὁ Χριστός ἐννοοῦσε βέβαια τόν θάνατο καί τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή του, ἀλλά αὐτοί τόν κατηγόρησαν ὅτι θά γκρεμίσει τό ναό τοῦ Σολομόντος. Τελικά ὅμως, ἐπειδή διαφωνοῦσαν μεταξύ τους, δέν μπόρεσε νά στηριχθεῖ τό συνέδριο στή μαρτυρία τους.

Οἱ ἀρχιερεῖς δέν προβληματίζονταν βέβαια γιά τό ἄν οἱ καταθέσεις τῶν μαρτύρων ἦταν συκοφαντικές, ἀλλά μόνο γιά τό ἄν συνέπιπταν, ἔτσι ὥστε νά στηριχθεῖ νομικά καταδίκη γιά θάνατο. Ἄν ἦταν προσυννενοημένοι οἱ συκοφάντες καί ἔλεγαν τά ἴδια στό συνέδριο, τότε θά παρήγαγε ἀποτελέσματα ἡ συκοφαντία τους.

(ε) Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πέρασε στίς ἀποστολικές περιοδεῖες τοῦ «διά δόξης καί ἀτιμίας, διά δυσφημίας καί εὐφημίας» (Β΄ Κορινθ. 6, 7). Ἀντιμετώπισε μέ γενναιότητα ὄχι μόνον σωματικές ταλαιπωρίες, ἀλλά καί πολλές ἀτιμώσεις καί δυσφημίσεις, πού ἐπηρέαζαν ἀποκλειστικά τήν ψυχή του καί τούς ἀδελφούς των κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Παρεξηγοῦσαν τίς προθέσεις του καί τόν συκοφαντοῦσαν.

Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή (10, 32-33) ἀναφέρει τούς χλευασμούς καί τίς ὕβρεις, πού ὑπέστησαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἀπό τούς ἐθνικούς, ἐπειδή ἐγκατέλειψαν τήν πατρώα θρησκεία τους. Οἱ ὀνειδισμοί ἔπλητταν τήν ψυχή τους καί οἱ θλίψεις τό σῶμα τους.

 

22. Ἀπό τούς πρωτοχριστιανικούς αἰῶνες

 

Οἱ εἰδωλολάτρες συκοφαντοῦσαν τρομερά τους Χριστιανούς. Παραξηγοῦσαν τό νόημα τῶν πνευματικῶν ἐκδηλώσεων τῶν χριστιανῶν καί διέδιδαν πολλές συκοφαντίες ἐναντίον τούς στά χρόνια των διωγμῶν. Τούς συκοφαντοῦσαν ὅτι τελοῦσαν θυέστεια δεῖπνα, στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅτι ἔσφαζαν μικρά παιδιά καί μετά ἔτρωγαν τό σῶμα καί ἔπιναν τό αἷμα τους.

Τόν ἀλληλοασπασμό τῆς ἀλληλοσυγχωρήσεως τῶν χριστιανῶν πρό τῆς θείας μεταλήψεως τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, τόν συκοφάντησαν ὡς πράξη ἀνηθικότητα, παρομοιάζοντας τόν μέ Οἰδιπόδειες αἱμομιξίες. Συκοφαντοῦσαν τούς ἐνάρετους καί ἁγίους χριστιανούς ὡς σάτυρους, ἀνήθικους αἱμομίκτες, διεφθαρμένους, ἐλεεινούς καί ἀκαθάρτους.

Ἑκατομμύρια χριστιανοί καταδικάστηκαν, βασανίστηκαν καί πέθαναν μέ πολλά μαρτύρια ἕξ αἰτίας τῶν συκοφαντιῶν. Ἔπρεπε νά ἔχουν πολύ γενναία ψυχή, γιά νά σηκώσουν τούς ὀνειδισμούς καί τίς ὕβρεις τῶν συκοφαντῶν.

 

23. Ἀπό τούς Ἁγίους της Ἐκκλησίας μας

 

(α) Ο Μέγας Βασίλειος

Ἡ συκοφαντία κατά τόν Μ. Βασίλειο εἶναι τρομερό χτύπημα ταπεινώσεως τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλίμονο ὅταν πέσει κάποιος σέ στόματα ψευδολόγων καί συκοφαντῶν. «Καί οὐδείς ἐστι οὕτως ἀνάλγητος ὡς μή παθεῖν τήν ψυχήν καί κατακαμφθῆναι εἰς γῆν, στόμασιν εἰς ψευδολογίαν εὐκόλοις περιπεσῶν. Ἀλλά γάρ ἀνάγκη πάντα στέγειν, πάντα ὑπομένειν, τήν ὑπέρ αὐτῶν ἐκδίκησιν ἀπιρρίψαντας τῷ Κυρίω, ὅς περιόψεται ἠμᾶς, διότι ὁ συκοφαντῶν πένητα παροξύνει τόν ποιήσαντα αὐτόν» (Μ. Βασιλείου 51 ἐπιστολή πρός τόν ἐπίσκοπο Κολωνίας Βοσπόριο Ε.Π.Ε. 3,192, Μιγνι 32, 388).

Ὁ ἴδιος, ὅταν πληροφορήθηκε τις ἐναντίον του κατηγορίες, θά παραφρονοῦσε πάρ’ ὀλίγον ἀπό τήν ὑπερβολική λύπη.

Στεναχωρέθηκε πάρα πολύ, ὅταν τόν συκοφάντησαν ὅτι δῆθεν ἀναθεμάτισε τόν ἐπίσκοπο Καισαρείας Διανιόν. Τόσο πολύ ἄγγιξε ἡ λύπη τά βάθη τῆς καρδίας του, πού ἔμεινε ὅλη τή νύκτα ἄυπνος.

Εἶναι ἀδύνατο νά μή πονέσει ψυχικά ὁ ἄνθρωπος ἀπό τίς συκοφαντίες, ὅσο ἀναίσθητος καί ἄν εἶναι. Οἱ συκοφάντες εἶναι κακοί στή ψυχή καί θά ἀπολογηθοῦν ἐνώπιόν του Θεοῦ κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως γιά κάθε μάταιο λόγο ψευδολογίας καί συκοφαντίας.

Ο Μ. Βασίλειος μᾶς συνιστᾶ νά ὑπομένουμε μέ καρτερία τίς συκοφαντίες, διότι μερικές ἀπό αὐτές εἶναι γιά νά ἐξοφλήσουμε τά χρέη τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τή λύπη τῆς κολάσεως: «τῶν ὀφειλομένων μοί διά τάς ἁμαρτίας κολάσεων καί τήν ἐπί τούτοις λύπην» (Μ. Βασιλείου 131η ἐπιστολή πρός τόν Ὀλύμπιον Ε.Π.Ε. 3,396, Μιγνι 32, 568). Πρέπει νά βαστάζουμε καί νά ὑπομένουμε τίς συκοφαντίες τῶν συνανθρώπων μας, ἐναποθέτοντας τήν φροντίδα τῆς φανερώσεως τῆς ἀλήθειας στόν Κύριο.

(β) Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος συκοφαντήθηκε ἀπό τόν πατριάρχη Ἀλεξάνδρειας Κυρίλλο, τήν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία καί ἀπό πολλούς ἄλλους παρανόμους. Ἐξ αἰτίας τῶν συκοφαντιῶν ἐξορίστηκε καί ὑπέφερε τά πάνδεινα, μέχρι πού πέθανε στό δρόμο κατά τή μεταφορά του ἀπό τή Κουκουσό στήν Πιτυούντα. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας Θεόφιλος, γιά νά τόν ἐκθρονίσει ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, παρέσυρε ἀρκετούς φίλους του εἰς τά καταχθόνια σχέδια του. Τόν συκοφάντησε ὅτι ἦταν Ὠριγενιστής.

Συνεκάλεσε παράνομο σύνοδο στή Δρῦν τῆς Χαλκηδόνας καί μέ τίς συκοφαντίες, πού ἐξαπέλυσε, καθαίρεσαν γιά ἔγκλημα καθοσιώσεως τόν Ἱερό Χρυσόστομο καί τόν ἐξόρισαν στήν Κουκουσό τῆς Ἀρμενίας. Γιά νά μήν ἐπικοινωνεῖ μέ τούς δικούς του τόν μετέφερναν μέ τά πόδια στήν Πιτυούντα τοῦ Καυκάσου, ἀλλά πέθανε καθ’ ὁδόν ἀπό τίς ταλαιπωρίες (Χρυσοστόμου, Ἐπιστολή πρός Ἰνοκέντιον Μίν. 47,9-10 καί 52533-34, Παλλαδίου Διάλογος Θ΄ Μίν.Ε.Π. 47,33-34, Σωζόμενου Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Η΄ Ε 21,5-8).

(γ) Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος

Ο Μ. Ἀθανάσιος εἶναι ὁ πλέον συκοφαντημένος Ἅγιος της Ἐκκλησίας μας. Τά περισσότερα χρόνια της πατριαρχίας του στήν Ἀλεξάνδρεια τά πέρασε στήν ἐξορία. Οἱ αἱρετικοί ἀντίπαλοί του προσπάθησαν νά τόν ἐξοντώσουν μέ κάθε τρόπο. Τόν συκοφάντησαν ὅτι ἦταν φιλάργυρος, αὐτός πού δέν εἶχε δραχμή στίς τσέπες του. Εἶπαν ὅτι ὑποχρέωνε τούς κληρικούς του νά τοῦ δίνουν ὑποχρεωτικά ἑπτά μέτρα ὕφασμα κάθε χρόνο γιά νά ἐνδύεται πολυτελῶς, αὐτός πού φοροῦσε τό τρίχινο φόρεμα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καί τό θεωροῦσε τό πολυτιμότερο τῶν ἐνδυμάτων.

Οἱ Μελετινιανοί τόν συκοφάντησαν ὅτι σκότωσε τόν ἐπίσκοπο Ὑψηπολιτῶν Ἀρσένιο καί τοῦ ἔκοψε τό χέρι, τό ὁποῖο βαλσάμωσε γιά νά κάνει μάγια μέ αὐτό. Ὁ διάκονος τοῦ Ἀθανασίου ἔψαξε καί βρῆκε τόν δωροδοκημένο Ἀρσένιο κρυμμένο σέ κάποια μονή τῶν Μελετινιανῶν στήν Ἄνω Αἴγυπτο καί τόν ἔφερε ζωντανό στή Σύνοδο. Ὁ Ἀθανάσιος τόν παρουσίασε ἐνώπιόν των συνοδικῶν καί τούς ἔδειξε τά δυό χέρια τοῦ Ἀρσενίου λέγοντας: «Μή ζητᾶτε καί τρίτο χέρι στό Ἀρσένιο, διότι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο μέ δυό μόνον χέρια».

Οἱ ἐχθροί του συνεννοήθηκαν μέ μία πόρνη καί τήν πλήρωσαν νά πεῖ στό δικαστήριο ὅτι ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος τή βίαζε τακτικά. Ἡ πόρνη δέν γνώριζε προσωπικά τόν Ἀθανάσιο, ἀλλά τῆς περιέγραψαν μόνον τά χαρακτηριστικά του. Τήν ὥρα τοῦ δικαστηρίου ἦταν παρών ὁ Ἀθανάσιος μαζί μέ τόν πρεσβύτερο Τιμόθεο. Ὁ δικαστής ζήτησε ἀπό τή γυναίκα νά δείξει ποιός εἶναι ὁ Ἀθανάσιος. Αὐτή, ἐπειδή δέν τόν γνώριζε προσωπικά, ὑπέδειξε τό Τιμόθεο πού ἦταν περισσότερο ἐμφανίσιμος καί ρωμαλέος. Ὑποκρινόμενος ὁ Τιμόθεος τόν Ἀθανάσιο τήν ρώτησε: «γυναίκα ποτέ σέ συνάντησα ἐγώ καί ἦλθα στήν οἰκία σου;» Αὐτή τοῦ ἀπάντησε: «μάλιστα, ἐσύ μου ἀφαίρεσες τήν παρθενία, σύ μέ γύμνωσες ἀπό τή σωφροσύνη».

Οἱ συκοφάντες ἀπομάκρυναν βιαίως τή γυναίκα ἀπό τό δικαστήριο γιά νά μήν τούς ἀποκαλύψει, ἀλλά οἱ δικαστές κατάλαβαν ὅτι ἦταν πληρωμένη γιά νά πεῖ ψέματα στό δικαστήριο.

Αὐτό ἐπαναλαμβάνεται καί σήμερα ἀπό τούς συκοφάντες, φέρνουν δηλαδή στά δικαστήρια πληρωμένους ψεῦτες γιά νά καταθέσουν σέ βάρος τοῦ συκοφαντουμένου. Πρέπει νά ἔχεις γερά νεῦρα γιά νά τά βάλεις μαζί τους, ἄν δέν εἶσαι μαθημένος νά μπλέκεις μέ τέτοιας ποιότητας πρόσωπα (Θεοδώρητου Ἐκκλησιαστική ἱστορία 1,28, Μ. Ἀθανάσιου Ε.Π.Ε. τ. 1ος, σελ. 16-17).

Οἱ Μελετινιανοί συκοφάντησαν τόν Μ. Ἀθανάσιο στόν αὐτοκράτορα ὅτι ἐπέβαλε φόρους στούς κατοίκους τῆς Ἀλεξάνδρειας ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας. Εὐτυχῶς παραβρέθηκαν δυό ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἐκεῖ καί τούς διέψευσαν ἀμέσως.

Ἐξαπέλυσαν καί νέα συκοφαντία κατά τοῦ Ἀθανασίου, λέγοντας ὅτι δῆθεν ἔδωσε σέ κάποιον στασιαστή μία «λάρνακα χρυσίου μεστήν» κιβώτιο γεμάτο μέ χρυσά νομίσματα γιά νά κάνει ἐπανάσταση κατά τοῦ αὐτοκράτορα.

Οἱ Μελιτινιανοί διέδωσαν ὅτι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Μ. Ἀθανασίου Μακάριος ἀναποδογύρισε τήν Ἁγία Τράπεζα, ἔσπασε τό ἅγιο δισκοπότηρο καί ἔκαψε τά ἐκκλησιαστικά βιβλία ὅταν λειτουργοῦσε στό ναό ὁ πρεσβύτερος Ἰσχύρας. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Ἀθανάσιος ἔστειλε τόν πρεσβύτερό του Μακάριο στόν κληρικό Ἰσχύρα νά τόν προτρέψει νά μή λειτουργεῖ, ἐπειδή ἦταν ἄρρωστος. Ὁ Μακάριος τόν βρῆκε ἀσθενῆ στό κρεβάτι καί τόν συμβούλευσε νά ἀπέχει τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν.

Δυό ἐπίσκοποι Εὐσέβιοι, Μελιτνιανοί, συκοφάντησαν τόν Μ. Ἀθανάσιο στόν αὐτοκράτορα ὅτι δῆθεν ἀπειλοῦσε νά διακόψει τήν τροφοδοσία σίτου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια.

Ἦταν φοβερή συκοφαντία κατά τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, διότι θά προέκυπτε μεγάλο πρόβλημα ἐπισιτισμοῦ στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία χρειάζονταν 80.000 μοδίους εἰσαγωγῆς σίτου ἡμερησίως γιά νά θρέψει τό πληθυσμό της. Μέ τέτοιες συκοφαντίες προσπαθοῦσαν οἱ ἐχθροί του Μ. Ἀθανασίου νά πείσουν τό αὐτοκράτορα νά τόν ἐξορίσει ἤ νά τόν καταδικάσει σέ θάνατο.

Γιά νά σωθεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀπό τούς ἐχθρούς του κρύβονταν δυό χρόνια σέ διάφορα σπίτια Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἀλεξάνδρειας. Κρύφτηκε γιά τέσσερες μῆνες καί στά ἀσκητήρια τῆς ἐρήμου (ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 365 μέχρι τόν Ἰανουάριο τοῦ 366), καθώς καί στόν πατρικό του τάφο πλησίον των πυλῶν τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Οἱ Ἀρειανοί τόν συκοφάντησαν, λέγοντας (α) ὅτι τάχα λειτούργησε σε μή ἐγκαινιασμένο ναό, (β) ὅτι διέβαλε τόν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο στόν πρώην αὐτοκράτορα Κωνσταντά καί (γ) ὅτι τάχθηκε κατά τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου καί ὑπέρ τοῦ στασιαστῆ Μαγνεντίου.

Διαβλήθηκε πολλές φορές ἀπό τούς Ἀρειανούς καθώς καί ἀπό τό πάπα Λιβέριο στόν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο.

Οἱ συνοδικοί των συνόδων τῆς Ἀρελάτης τό 353 μ.Χ. καί τῶν Μεδιολάνων τό 355 καταδίκασαν τόν Μ. Ἀθανάσιο κατ’ ἐπανάληψη ὑπό τήν ἐπήρειά των τότε παντοδυνάμων Ἀρειανῶν (Ἐκκλησιαστική. Ἱστορία, Σωκράτους 2,36. Σωζομένου 4, 9).

Ἐπειδή ὁ Μ. Ἀθανάσιος προσηλύτισε στό Χριστιανισμό μερικές πλούσιες εἰδωλολάτρισσες γυναῖκες, ὁ Ἰουλιανός ὁ παραβάτης ἔγραψε πρός τόν ἔπαρχο τῆς Αἰγύπτου ὅτι ἔπρεπε νά θανατωθεῖ.

Ἀπό τά 45 χρόνια της ἀρχιερατίας του (ἀπό 8/7/328 μέχρι 2-5-373), τά 16 χρόνια τα πέρασε στήν ἐξορία ἐξ αἰτίας τῶν συκοφαντιῶν (Μ. Ἀθανασίου Ε.Π.Ε. τόμος 1 Βίος Μ. Ἀθανασίου, σελ. 11-27).

(δ) Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος

Ὁ ἐπίσκοπος Πενταπόλεως Νεκτάριος ὑπέστη τή μεγαλύτερη συκοφαντία ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νουβίας, τρεῖς ἀρχιμανδρίτες καί ἕνα διάκονο τοῦ πατριαρχείου Ἀλεξάνδρειας (Σώτου Χονδροπούλου, Ὁ Ἅγιος του αἰώνα μας - Ὁ ὅσιος Νεκτάριος Κεφαλάς, ἀφηγηματική βιογραφία).

Τόν Νεκτάριο τόν φθόνησαν γιά τή μεγάλη ἐκτίμηση πού ἀπολάμβανε ἀπό τόν πατριάρχη Ἀλεξάνδρειας Σωφρόνιο καί ἀπό τό ποίμνιό του. Τούς προκαλοῦσαν ἐμπάθεια τά πολλά προσόντα του, τό ἀσκητικό του πνεῦμα καί τά φιλάνθρωπα αἰσθήματα πού ἔδειχνε πρός τούς Φελλάχους πτωχούς.

Συσκέφθηκαν ὕπουλα τήν ἄνοιξη τοῦ 1890 σέ ἕνα ἀπό τά γραφεῖα τοῦ Πατριαρχείου καί προγραμμάτισαν τό περιεχόμενο τῆς συκοφαντίας καί τό τρόπο τῆς δράσεώς τους, γιά νά τόν ἀπομακρύνουν μέ κάθε τρόπο ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐπωφελήθηκαν ἀπό τίς δυό ἀδυναμίες τοῦ πατριάρχη Ἀλεξάνδρειας, καί εἰδικότερα ἀπό (α) τήν ἄτεγκτο στάση του σέ θέματα ἠθικῆς παραβάσεως τῶν κληρικῶν τοῦ πατριαρχείου, τούς ὁποίους τιμωροῦσε ὑπερβολικά χωρίς χρονοτριβή μέ ἀνακρίσεις πρός διακρίβωση τῆς ἀλήθειας, καί ἀπό (β) τήν φιλοδοξία του νά κρατήσει τό θρόνο μέχρι τοῦ θανάτου του, παρότι ἦταν ὑπερήλικας. Ὑποκινούμενος ἀπ’ αὐτή τή φιλοδοξία του, ἐξουδετέρωνε κάθε ὕποπτο διάδοχο, ἐκδιώκοντας τόν ἀπό τή θέση του.

Ἔχοντες ὑπόψη τίς ἀδυναμίες αὐτές τοῦ πατριάρχη, οἱ ἐχθροί του Νεκταρίου συσκέφθηκαν καί προετοιμάστηκαν κατάλληλα, ἀλληλοσυμπληρώνοντας μέ φθόνο καί ἀσύγκριτη κακία βαρύτατες κατηγορίες ἐναντίον ἑνός ἀθώου καί ἁγίου κατά πάντα κληρικοῦ. Μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ ἐπίσκοπου Νουβίας παρουσιάστηκαν στό Σωφρόνιο καί συκοφάντησαν τόν ἀθῶο κατά πάντα ἅγιο ἐπίσκοπο Νεκτάριο ὡς ὁμοφιλόφυλο καί ὀργανωτή τῆς ἀνατροπῆς τοῦ Σωφρονίου ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο.

Ὁ πατριάρχης, λόγω τῶν ἀδυναμιῶν του, πίστεψε στά λεγόμενά τους. Χωρίς νά ἀνακρίνει τό συκοφαντηθέντα ἐπίσκοπο, τοῦ ἔστειλε στίς 3-5-1890 ἐπεῖγον ἔγγραφο, μέ τό ὁποῖο τόν ἔπαυε ἀπό τά καθήκοντά του, καί τοῦ ἀπαγόρευε νά ἐπικοινωνήσει μαζί του γιά νά τοῦ ζητήσει ἐξηγήσεις. Τρεῖς φορές ἐπεδίωξε ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος νά συναντήσει τόν πατριάρχη, ἀλλά οἱ συκοφάντες, μέ τούς ἀνθρώπους πού εἶχαν στά πατριαρχικά γραφεῖα, τοῦ δημιουργοῦσαν κωλύματα. Βραχυκύκλωσαν τά πάντα καί ἔπεισαν μέ τίς συκοφαντίες τούς τόν πατριάρχη νά ἐκδώσει στίς 11-8-1890 τό ἀπολυτήριό του ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξάνδρειας. Ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος διατάσσονταν μέ αὐτό νά ἀπομακρυνθεῖ τό συντομότερο ἀναπολόγητα ἀπό τήν ἐπικράτεια τοῦ πατριαρχείου Ἀλεξάνδρειας, χωρίς νά λάβει οὔτε καν τούς ὀφειλόμενους κανονικούς μισθούς καί τά ἐπισκοπικά ἐπιδόματα ἀπό τήν ἡμερομηνία τῆς προαγωγῆς του σέ ἐπίσκοπο.

Ὁ λαός τόν ἀγαποῦσε, τόν ἐκτιμοῦσε πάρα πολύ, τόν λάτρευε. Ἐννιακόσιοι καί πλέον χριστιανοί τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ ὑπέγραψαν ἐπιστολή, πού τή δημοσίευσαν σέ ἐφημερίδα τοῦ Καΐρου. Τόν εὐχαριστοῦσαν θερμά γιά τίς πολλές εὐεργεσίες πού τούς προσέφερε.

Οἱ κακοήθεις συκοφάντες διέδιδαν τίς συκοφαντίες τους μέ μεθοδικότητα, ὅπου καί ἄν πήγαινε. Τόν ἀκολουθοῦσε ἡ συκοφαντία σέ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς του. Ὅταν ἔφθασε στήν Ἀθήνα, λόγω ἐλλείψεως χρημάτων, νοικίασε μέ δυσκολία ἕνα μικρό δωμάτιο ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ἀδυνατοῦσε νά πληρώνει τό ἐνοίκιο κάθε μήνα.

Ἕνας Θεός ξέρει πόσες μέρες ἔμεινε νηστικός. Ἀπό μεγάλος εὐεργέτης τῶν πτωχῶν, ἔγινε πάμπτωχος. Εὐτυχῶς ἡ γερόντισσα νοικοκυρά του, σάν ἄλλη χήρα των Σαρετπῶν, πού φιλοξένησε τό Προφήτη Ἠλία, φρόντιζε ἀπό τό ὑστέρημά της νά τοῦ δίδει ἕνα πιάτο φαγητό.

Ζήτησε νά δεῖ τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Γερμανό Καλλιγᾶ, ἀλλά οἱ συκοφάντες πρόλαβαν νά προδιαθέσουν τό προσωπικό των γραφείων τῆς ἀρχιεπισκοπῆς δυσμενῶς ἐναντίον του. Μέ διάφορες δικαιολογίες ματαίωνε ὁ πρωτοσύγκελος τή συνάντησή του. Τόν ἀντιμετώπιζαν περιφρονητικά ὡς ἀνήθικο καί διεστραμμένο. Τυχαία συνάντησε τόν ἀρχιεπίσκοπο. Τόν παρακάλεσε νά τόν διορίσει ὡς ἁπλό ἱεροκήρυκα σέ κάποια ἐπαρχία, ἀλλά αὐτός ἀρνήθηκε, ἐπικαλούμενος τήν Αἰγυπτιακή τάχα ἰθαγένεια τοῦ Νεκτάριου, ὁ ὁποῖος, φυσικά, ἦταν Ἕλληνας.

Μέρες ὁλόκληρες γυρνοῦσε μέσα στή βροχή καί στό κρύο. Χτυποῦσε τίς πόρτες τῶν συνοδικῶν καί τῶν παρεπιδημούντων στήν Ἀθήνα Μητροπολιτῶν γιά νά τόν προσλάβουν ὡς ἱεροκήρυκα γιά ἕνα πιάτο φαγητοῦ, ἀλλά ἡ ἐγκληματική συκοφαντία εἶχε ἤδη κυκλοφορήσει ἀπό στόμα σέ στόμα καί βρόνταγε στά αὐτιά τους σάν κανόνι. Μερικοί τόν εἰρωνεύονταν καί ἄλλοι, γιά νά τόν ξεφορτωθοῦν, πρόβαλλαν διάφορες προφάσεις.

Αὐτή εἶναι ἡ τύχη τῶν συκοφαντημένων. Μόνο ὅποιος συκοφαντήθηκε μπορεῖ νά τούς κατανόησει. Οὐαί στούς συκοφάντες καί σέ ὅσους πιστεύουν καί διαδίδουν ἐπιπόλαια τίς συκοφαντίες.

Κουρασμένος ἀπό τίς ὁλοήμερες πεζοπορίες γιά νά βρεῖ δουλειά, γυρνοῦσε ἀπογοητευμένος στό ἀπόμακρο δωμάτιο ἔξω ἀπό τήν Ἀθήνα καί κατέφευγε μέ δάκρυα στήν προσευχή, γιά νά τόν ἐλεήσει ὁ Θεός.

Τό φάσμα τῆς στέρησης τῶν πάντων καί τῆς λησμονιᾶς ἀπό ὅλους τόν ἔσπρωχνε στήν ἀπόγνωση, ἀλλά τό πνεῦμα τῆς ἀξιοπρέπειας καί τῆς περιφρούρησης τῆς ἱερωσύνης τόν ἔκαναν νά ὑπομένει μέ καρτερία τά πάντα μέχρι τελευταίας πνοῆς. Προσεύχονταν συνεχῶς χωρίς ποτέ νά βαρυγγομίσει ἐναντίον κανενός.

Κάποτε καταφύγε καί στόν ὑπουργό τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παιδείας. Μετά ἀπό εἰκοσαήμερο κατόρθωσε νά τόν δεῖ. Τοῦ ζήτησε νά τόν διορίσουν ἱεροκύρηκα στήν ἐπαρχία, ἀλλά καί αὐτός τοῦ πρόβαλε ὡς κώλυμα τήν ἰθαγένειά του. Εὐτυχῶς μέ τή δυναμική ἐπέμβαση τοῦ πολιτευτῆ Μελᾶ διορίστηκε ἱεροκήρυκας στό νομό Εὐβοίας.

Οἱ ἀδυσώπητοι ἐχθροί του προώθησαν ὅμως καί στή Χαλκίδα πρό τῆς μεταβάσεώς του τήν συκοφαντία. Τόν κυνηγοῦσαν παντοῦ καί τόν δυσφήμιζαν παντοιοτρόπως, γιά νά τόν ἐξοντώσουν ὁλοκληρωτικά. Οἱ κάτοικοι τῆς Χαλκίδας τόν δέχτηκαν μέ ψυχρότητα καί καχυποψία.

Ἐπηρεασμένοι ἀπό τίς συκοφαντίες, ἄλλοι ἀντέδρασαν μέ τήν ἀπουσία τους ἀπό τό ναό, πού θά μιλοῦσε τήν πρώτη Κυριακή στή Θεία Λειτουργία, καί ἄλλοι πῆγαν γιά νά τόν γιουχαΐσουν. Οἱ δεύτεροι τόν ἀποδοκίμαζαν κατά τήν ἔναρξη τοῦ κηρύγματός του μέ ψιθύρους, μειδιάματα καί χλευασμούς. Μερικοί φώναζαν: κάτω δίβουλε, κάτω Φαρισαῖε. Κανείς δέν τόν πρόσεχε. Γεμάτος ὀδύνη στή ψυχή καί δάκρυα στά μάτια ἐπέστρεψε στό δωμάτιό του καί διερωτάτο προσευχόμενος: «Τί ἔπραξα Κύριε στή ζωή μου καί μέ μισοῦν τόσο πολύ ὅπου κι ἄν πάω;» Τά ἴδια καί χειρότερα ἐπαναλήφθηκαν καί τήν ἑπόμενη Κυριακή ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης διαδόσεως τῆς συκοφαντίας.

Πόσο κακό μπορεῖ νά κάνει ἕνας καί μόνο διεστραμμένος συκοφάντης σέ μία ὁλόκληρη κοινωνία; Πόσες ψυχές μπορεῖ νά σκανδαλίσει καί νά τίς παρασύρει σέ ἀποτρόπαιες πράξεις; Καί ὅμως αὐτούς τούς συκοφάντες τούς βοηθοῦμε στό ἔργο τούς ὅλοι μας, μέ τό νά πιστεύουμε καί νά διαδίδουμε ἀβασάνιστα καί ἀνεξέλεγκτα τήν κάθε πληροφορία πού διοχετεύουν. Γινόμαστε συνένοχοι ἐγκληματίες, χωρίς νά τό καταλάβουμε. Θά δώσουμε λόγο στόν Θεό γι’ αὐτή τήν ἐπιπολαιότητά μας.

Ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος πονοῦσε φρικτά ἀπό τή συμπεριφορά τους, ἔκλαιγε μέ ἀναφιλητά καί σκεφτόταν νά θυσιασθεῖ, νά φύγει στό Ἅγιο Ὅρος καί νά ἐξαφανισθεῖ γιά πάντα ἀπό τό κόσμο. Ἡ ἀγάπη του πρός τό διψασμένο γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ λαό τόν συγκράτησε ὅμως καί τόν ἔκανε νά δοκιμάσει καί γιά τρίτη Κυριακή. Προσεύχονταν θερμά ὅλη τήν ἑβδομάδα γιά τούς περιφρονητές του, γιά νά τούς ἀποκαλύψει ὁ Θεός τήν ἀλήθεια. Ἡ προσευχή τοῦ εἰσακούστηκε.

Ἔμποροι ἀπό τήν Αἴγυπτο, πού ἦλθαν στήν Ἀθήνα γιά ἐμπορικές δουλειές, διαμαρτυρήθηκαν στήν Ἀρχιεπισκοπή γιά τίς ραδιουργίες τῶν συκοφαντῶν τοῦ περιβάλλοντος τοῦ πατριαρχείου Ἀλεξάνδρειας κατά τοῦ ἐπισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου καί ἐνημέρωσαν γιά τήν ἀθωότητά του. Πολλοί ἀγανάκτησαν γιά τήν ἀδικία αὐτή καί πρόθυμα συνέβαλλαν νά μεταδοθεῖ ἡ ἀλήθεια.

Μετά ἀπό αὐτό, μετά χαρᾶς ἔσπευσαν πολλές ἑκατοντάδες ἀπό ὅλα τα μέρη τῆς Εὐβοίας καί ἄκουσάν το κήρυγμά του τήν τρίτη Κυριακή. Ἐνθουσιάστηκαν καί τόν χειροκρότησαν στό τέλος. Μέ ἐνθουσιασμό τοῦ ζητοῦσαν νά κηρύξει σέ ὅλες τίς πόλεις τῆς Εὐβοίας. Τό ἔργο τοῦ καρποφόρησε. Ὠφελήθηκαν πνευματικά χιλιάδες ἀκροατές ἀπό τά κηρύγματά του. Τόν ἀγάπησαν ὡς πνευματικό τους πατέρα. Ὅταν πέθανε ὁ μητροπολίτης τῆς Χαλκίδας Χριστόφορος Σταματιάδης, ζητοῦσαν ἐπίμονα νά τόν διαδεχθεῖ ὁ ἱεροκήρυκάς τους Νεκτάριος.

Ὁ μνηστήρας τοῦ θρόνου τῆς Χαλκίδας, ἀρχιμανδρίτης Χρύσανθος Ἀντωνιάδης, ἔγραψε κατά τοῦ Νεκταρίου δριμύτατα ἄρθρα στήν ἐφημερίδα «Εὔριπος». Τόν κατηγοροῦσε ὅτι δῆθεν ἐγκατέλειψε τήν ἐπισκοπή του στήν Αἴγυπτο καί ζητοῦσε νά καταλάβει τό θρόνο τῆς Χαλκίδας. Ὁ Νεκτάριος, γιά νά μήν ἐξερεθίσει τόν πατριάρχη τῆς Ἀλεξάνδρειας, πού τόν ἔδιωξε ἄδικα ἀπό τή Αἴγυπτο, δέν ἀπάντησε στά ἄρθρα, πού τόν δυσφήμιζαν. Πίστευε ὅτι ὁ Θεός τά γνωρίζει ὅλα καί ἄφηνε σέ Αὐτόν νά ρυθμίζει τή ζωή του. Μετατέθηκε ἀπό τή Εὔβοια στό νομό Φθιώτιδος καί Φωκίδος. Συνέχισε ταπεινά το ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς του.

Τό ὑπουργεῖο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί Παιδείας τόν διόρισε διευθυντή στήν Ἐκκλησιαστική Ριζάρειο Σχολή στήν Ἀθήνα. Ἕνας φίλος του, τοῦ ἔγραψε: «γιά τό διορισμό σου παρενεβλήθησαν πλεῖστοι ὅσοι δυσχέρειαι, προερχόμεναι κυρίως ἀπό δυσμενεῖς πληροφορίας ἐναντίον σου ἐξ Αἰγύπτου». Τό Ὑπουργεῖο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί Παιδείας τῆς Ἑλλάδος ζήτησε πληροφορίες ἀπό τό πρέσβη τῆς Αἰγύπτου Γρυπάρη, ἄν ὁ ἐπίσκοπος Πενταπόλεως Νεκτάριος ἀποπέμφθηκε ἀπό τήν ἐπισκοπή του γιά ἠθικούς λόγους.

Ὁ Γρυπάρης ἀπάντησε ἐγκωμιαστικά γιά τή προσωπικότητα καί τήν ποιμαντική δράση τοῦ Νεκταρίου στήν Αἴγυπτο. Ἔγραψε ὅτι ἦταν ἀκέραιος χαρακτήρας καί ἄριστος κατά πάντα κληρικός. Οἱ ἐχθροί του τόν συκοφάντησαν στόν πατριάρχη ὡς ἀπείθαρχο καί ἐπιδιώκοντα νά καταλάβει τόν πατριαρχικό θρόνο. Ὁ Γρυπάρης τονίζει ὅτι «ὑπῆρξε ὡς πρός τοῦτο ὁ μητροπολίτης Νεκτάριος θύμα ραδιουργίας καί συκοφαντίας». Κατόπιν τούτου γιά πρώτη φορά ἔγραψε στό πατριάρχη Ἀλεξάνδρειας Σωφρόνιο ζητώντας νά τοῦ ἐξηγήσει πότε ὑπῆρξε ὁ Νεκτάριος ἀπείθαρχος καί ἀνήθικος καί μέ ποιά ἐπίσημη πατριαρχική δικαστική ἀπόφαση ἀποπέμφθηκε ἀπό τήν Αἴγυπτο. Δυστυχῶς ποτέ δέν πῆρε ἀπάντηση στά ἐρωτήματά του.

Γίνεται προφανές ἀπό τά παραπάνω ὅτι ἡ ἀνεύθυνη σπερμολογία μίας συκοφαντίας τροφοδοτεῖ γιά πολλά χρόνια μέ ὑλικό τους μοχθηρούς φιλοπερίεργους καί ἀερολόγους ἀνθρώπους, πού προσπαθοῦν νά καταρρακώσουν τήν ὑπόληψη ἑνός ἁγίου καί νά κάνουν πολλούς συνανθρώπους τους νά διάκεινται δυσμενῶς κατ’ αὐτοῦ.

Τό στίγμα τῆς συκοφαντίας δέν ἐξαλείφεται εὔκολα. Πολλοί συνάνθρωποί μας, ὅταν βλέπουν κάποιον νά προοδεύει, παρότι γνωρίζουν ὅτι πολλές πληροφορίες πού διαδίδονται γι’ αὐτόν εἶναι συκοφαντίες, τίς ἀνακινοῦν ἀπό κακοήθεια καί φθόνο. Ξυπνοῦν μέσα τους τά θηριώδη ἔνστικτά της κακίας τους καί ἐπιδιώκουν νά μειώσουν τήν προσωπικότητα τοῦ συνανθρώπου τους πού προοδεύει γιά νά ἱκανοποιήσουν τήν ὑπολανθάνουσα στή ψυχή τούς ζηλοφθονία. Οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάζονται περισσότερο ἀπό τό κακό παρά ἀπό τό καλό.

Ἀμφιβάλλοντας γιά τήν ἠθική του ἀκεραιότητα τόν ὑποδέχτηκαν οἱ ἐπίτροποι καί οἱ καθηγητές τῆς Ριζαρείου Σχολῆς, παρότι τό παρουσιαστικό τοῦ μαρτυροῦσε ἁγιότητα. Προκατειλημμένοι ἀπό τίς συκοφαντίες θεώρησαν τή γνήσια ἁγιότητά του ὡς ὑποκρισία.

Δέν κάμφθηκε ὅμως τό ἠθικό του ἀπό τή μεγάλη αὐτή ἀδικία, ἀλλά συνέχισε μέ περισσότερο ζῆλο τό θετικό του ἔργο στή Σχολή. Ἔθεσε ὡς πρώτη ἀρχή σ’ αὐτή τήν κατά Χριστό παιδεία τῶν σπουδαστῶν. Ὑπῆρξε παράδειγμα διδασκάλου καί ἀρετῆς πρός ὅλους. Ἀνύψωσε τή στάθμη τῆς Σχολῆς σέ ἀνώτερα πνευματικά ἐπίπεδα.

Οἱ ἐποφθαλμιοῦντες τή θέση ἀνακαίνισαν καί πάλι τή συκοφαντία καί τό θέμα τῆς ἰθαγένειάς του. Μέ ἰώβεια ὑπομονή ἄντεξε ὅλες τίς δοκιμασίες, ἐξ αἰτίας τῆς διασπορᾶς τῆς συκοφαντίας, χωρίς ποτέ νά κακολογήσει καί νά μισήσει κανένα. Διατηροῦσε ἀμείωτη τήν ἀγάπη του γιά ὅσους τόν ἀδίκησαν καί προσεύχονταν γιά ὅλους, παρότι συνέχιζαν νά τόν ἀδικοῦν,

Ὁ διάβολος τόν πολέμησε μέ πολλούς τρόπους μέχρι τοῦ θανάτου του, ἀλλά ἔμεινε πιστός στόν Θεό καί ἀξιώθηκε πολλῶν χαρισμάτων ἁγιότητας.

Ὁ ἐπίσκοπος Πενταπόλεως Νεκτάριος ἁγίασε καί τιμᾶται ἀπό ἑκατομμύρια πιστούς, ἐνῶ οἱ συκοφάντες τοῦ προκαλοῦν καί θά προκαλοῦν ἀνά τούς αἰώνας τήν ἀπέχθεια καί τήν ὀργή ὅλων των ἀνθρώπων, πιστῶν καί ἀπίστων.

Δέχτηκε καί ἄλλες πολλές συκοφαντίες, ἀλλά θά ἀναφέρουμε ἀκόμη μόνον αὐτή τῆς Σιφναίας Εἰρήνης.

Ἡ Σιφναία Εἰρήνη παντρεύτηκε στήν Αἴγινα τόν καφετζή Φραγκούδη καί ἀπόκτησε μία πανέμορφη κόρη, τή Μαρία. Χώρισε ἀπό τόν ἄνδρα της καί ζοῦσε ἀνήθικα πουλώντας κεριά καί λιβάνι. Φαινόταν σάν δαιμονισμένη. Πολλές φορές οὔρλιαζε, στρίγγλιζε καί κατέληγε σέ γοερούς θρήνους. Ζήλευε καί φθονοῦσε τήν κόρη της. Τήν ἔβριζε, τήν χτυποῦσε καί ἀπειλοῦσε νά τήν σκοτώσει κάθε φορᾶ πού τήν συναντοῦσε. Μία φορά τῆς ἔδωσε ζαχαρωτά μέ δηλητήριο γιά νά τήν φαρμακώσει, ἐπειδή ἀρνιόταν νά τήν ἀκολουθήσει στό ἐπικερδές ἀνήθικο ἐπάγγελμά της.

Ἡ Μαρία ἔμενε μέ τόν πατέρα της καί ἐπισκέπτονταν τακτικά τή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδας στήν Αἴγινα. Ζήτησε ἄσυλο στή Μονή, παρακαλώντας θερμά τήν ἡγουμένη νά τήν κάνουν μοναχή. Μέ τή σύμφωνη γνώμη τοῦ Πατρός Νεκταρίου καί τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἑλλάδος τήν δέχτηκαν. Ἡ μάνα τῆς πήγαινε τακτικά στή Μονή καί τή βοηθοῦσαν μέ πρόσφορα, λάδι καί ἀποκέρι. Ζητοῦσε ὅμως μέ ὕβρεις καί ἀπειλές νά πάρει τήν κόρη της ἀπό τή Μονή. Ἡ κόρη τῆς ἀρνιόταν νά τήν ἀκολουθήσει. Γιά νά ἐκδικηθεῖ τή Μονή, τήν κατάγγειλε στήν Ἀρχιεπισκοπή τῶν Ἀθηνῶν καί στόν Εἰσαγγελέα Πειραιῶς.

Μέ σατανική ἐπιδεξιότητα συνάντησε τόν ἀρχιεπίσκοπο Μελέτιο Μεταξάκη. ΄Ἔπεσε στά πόδια τοῦ φωνάζοντας μέ σπαραγμούς καί θρήνους: «Σῶστε τήν κόρη μου, πού μου τήν ξελόγιασαν καί τήν παραστράτησαν ὁ καλόγερος Νεκτάριος μέ τίς καλόγριές του στό μοναστήρι τῆς Αἴγινας». Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος παραπλανήθηκε ἀπό τούς θεατρινισμούς της καί τήν πίστεψε.

Πῆγε καί στόν Εἰσαγγελέα Πειραιῶς. Μέ ἀπερίγραπτη ὑποκρισία καί θεατρινισμούς κατήγγειλε τόν ἐπίσκοπο Νεκτάριο ὅτι παρέσυρε τήν κόρη της στήν ἀνηθικότητα καί ἀπέκτησε μαζί της παιδί. Ἐκεῖνος πίστεψε στίς συκοφαντίες της καί τῆς πῆρε ἔγγραφη κατάθεση μέ τίς ἀσύστολες συκοφαντίες της.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐπισκέφθηκε πολύ ὀργισμένος τό Μάρτιο τοῦ 1918 τόν ἐπίσκοπο Νεκτάριο στήν Αἴγινα γιά ἀνάκριση. Τόν συνάντησε στή πόλη καί τόν ἐπέπληξε δριμύτατα μέ βαριές προσβλητικές φράσεις καί ἀπειλές. Τοῦ ἔλεγε ὅτι καταρράκωσε τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα καί δημιούργησε μεγάλο σκάνδαλο στήν Ἐκκλησία.

Ὅταν ὅμως ἀνέβηκε μέ τή συνοδεία του στό Μοναστήρι, καί ἀφοῦ διενήργησε ἐπιτόπια ἐξονυχιστική ἔρευνα καί τούς ἀνέκρινε ὅλους, διαπίστωσε ὅτι ὅλα ὅσα εἶχε ἀκούσει προηγουμένως ἦταν πλεκτάνη τῆς συκοφάντριας Σιφναίας, μητέρας τῆς μοναχῆς Μαρίας.

Στή Μονή πῆγε ἀργότερα κι ὁ Εἰσαγγελέας, καί μάλιστα μέ πολύ ἄγριες διαθέσεις. Παραβίασε τήν πόρτα καί τούς κανονισμούς τῆς Μονῆς. Ἔκανε ἔρευνα σ’ ὅλα τα κελιά καί στό πηγάδι ἀκόμη,γιά νά βρεῖ νεογέννητα παράνομα βρέφη. Ἐπιτέθηκε μέ τρομερές ὕβρεις καί ἀπειλές κατά τοῦ ἐπισκόπου Νεκταρίου, ἀποκαλώντας αὐτόν πασσά με χαρέμι. Ἀπειλοῦσε νά τόν ποδοπατήσει, νά τοῦ ξεριζώσει τά γένια καί νά τόν φυλακίσει ἰσόβια. Ἐκεῖνος, μιμούμενος τόν Κύριο πρό τοῦ Πιλάτου, σιωποῦσε καί ἔδειχνε μέ τό δάκτυλο τόν οὐρανό, δηλαδή τόν Θεό πού γνώριζε τήν ἀλήθεια.

Ὁ Εἰσαγγελέας, πρός ἐξακρίβωση τῆς ἀλήθειας, παρέπεμψε τήν Μαρία Φραγκούδη στόν ἰατροδικαστή, προκειμένου νά ἐξετασθεῖ σωματικά ἡ ἁγνότητα αὐτῆς. Βρέθηκε ἁγνή κόρη, παρότι ἡ μάνα τῆς ἦταν ἁμαρτωλή του δρόμου.

Οἱ καλόγριες πρότειναν στόν ἐπίσκοπο Νεκτάριο νά καταγγείλουν τόν Εἰσαγγελέα στή δικαιοσύνη γιά τίς ὕβρεις, τίς συκοφαντίες καί τίς ἀδικίες πού τούς προκάλεσε, ἄλλ’ ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Παιδιά μου, ὁ Θεός κατευθύνει τά πάντα. Μέ τή συγκατάθεση καί τό θέλημά του Θεοῦ γίνονται ὅλα.» Ὅταν τόν ρώτησαν, γιατί δέν ἀπολογήθηκε γιά τίς τρομερές συκοφαντίες, ἀπάντησε: «Δέ χρειαζόταν νά ἀπολογηθῶ γιά τόν ἑαυτό μου, διότι ὁ Θεός γνωρίζει τήν ἀλήθεια. Σᾶς παρακαλῶ προσευχηθεῖτε γιά τόν Εἰσαγγελέα, διότι προβλέπω μεγάλα βάσανα σ’ αὐτόν.» Καί πράγματι, μετά ἀπό μερικούς μῆνες, αὐτός προσβλήθηκε ἀπό γάγγραινα καί πέθανε ἀμετανόητος μέ φρικτούς πόνους.

Αὐτό εἶναι τό τέλος ὅσων πιστεύουν στούς συκοφάντες καί συνεργοῦν μέ αὐτούς.

(ε) Ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα

Ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα συκοφαντήθηκε ἀπό τούς ἐχθρούς του πατριάρχη ὅτι κατά νύκτα τῆς ἐξορίας τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἔβαλε φωτιά στήν Κωνσταντινούπολη.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος σ’ αὐτή τή συκοφαντία, τῆς γράφει στή 13η ἐπιστολή του: «Χαῖρε τοίνυν καί σκίρτησον. Οὐ γάρ μικρός ἄθλος, ἀλλά καί σφόδρα μέγας οὗτος ὅ τῆς συκοφαντίας ἐστι, καί μάλιστα ὅταν ἐπί τοιούτω μεγάλω ἐγκλήματι γίνηται ἔφ ὤ νῦν ὑμᾶς ἐσυκοφάντησαν ἐν δημοσίω δικαστηρίω τόν ἐμπρησμόν ἐγκαλοῦντες. Διό καί ὁ Σολομῶν τό τραχύ του ἀγῶνος παραστῆσαι βουλόμενος ‘εἴδον’ φησί ‘τάς συκοφαντίας τάς γενομένας ὑπό τόν ἥλιον, καί ἰδού δάκρυον τῶν συκοφαντημένων, καί οὐκ ἥν αὐτούς ὁ παρακαλών’» (Χρυσοστόμου, 13η ἐπιστολή πρός Ὀλυμπιάδα, παράγρ. 4δ, Ε.Π.Ε. 37,526).

Τήν προτρέπει δηλαδή νά μή λυπᾶται γιά τή συκοφαντία, ἀλλά νά χαίρεται καί νά σκιρτᾶ ἀπό χαρά. Νά θεωρήσει τή δημόσια συκοφαντία στό δικαστήριο σάν μεγάλο στεφάνι τιμῆς. Εἶναι μεγάλος ἄθλος νά σέ συκοφαντοῦν, τῆς λέει, γιά ἕνα τόσο μεγάλο ἔγκλημα, ὅπως αὐτό τοῦ ἐμπρησμοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Εἶναι δύσκολος ὁ ἀγώνας τῆς ἀντιμετώπισης τῶν συκοφαντιῶν. Ὁ Σολομώντας διεπίστωσε πολλές συκοφαντίες καί στήν ἐποχή του, «τάς συκοφαντίας τάς γενομένας ὑπό τόν ἥλιον, καί ἰδού δάκρυον τῶν συκοφαντημένων, καί οὐκ ἄν αὐτούς ὁ παρακαλῶν». Πολλά δάκρυα ἔχυναν οἱ συκοφαντημένοι χωρίς νά ὑπάρχει κάποιος νά τούς παρηγορήσει.

(στ) Ὁ ἀνεξίκακος εὐσεβής διάκονος

Ἀνάμεσα στούς μοναχούς της σκήτης τοῦ Ἀβᾶ Ἰσίδωρου τοῦ Πηλουσιώτη ὑπῆρχε κάποιος διάκονος πολύ εὐσεβής καί ἐνάρετος.

Σκέπτονταν ὁ Ἰσίδωρος νά τόν προαγάγει σέ πρεσβύτερο καί νά τόν ἀφήσει ὡς διάδοχό του στή σκήτη του. Τόν φθόνησε γιά τήν ἐκτίμηση αὐτή ἕνας συνάδελφός του μοναχός καί σκέφθηκε νά τόν συκοφαντήσει ὡς κλέφτη. Πῆγε κρυφά στό κελί του καί ἄφησε ἕνα δικό του βιβλίο. Παρουσιάστηκε μετά στό Ἀβά Ἰσίδωρο καί παραπονέθηκε μέ θρασύτητα ὅτι τοῦ ἔκλεψαν ἀπό τό κελί του ἕνα ἀξιόλογο βιβλίο. Ζητοῦσε ἐπίμονα νά γίνει ἔρευνα σ’ ὅλα τα κελιά τῶν μοναχῶν γιά νά συλληφθεῖ ὁ κλέφτης.

Ἐξεπλάγη ὁ Ἀβάς ἀπό τήν καταγγελία, διότι ποτέ δέν εἶχε γίνει κλοπή στή σκήτη. Γιά νά τόν πείσει ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά ὑπῆρχε κλέπτης στή σκήτη, τοῦ ἐπέτρεψε νά ψάξει μέ δυό μοναχούς σ’ ὅλα τα κελιά τῆς σκήτης. Ὅταν ἔφθασαν στό κελί τοῦ διακόνου, βρῆκαν τό βιβλίο. Θριαμβευτικά το πῆγαν τήν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ στό ναό καί ἐνώπιον ὅλων των μοναχῶν ἀνακοίνωσαν μεγαλόφωνα στόν Ἀβά Ἰσίδωρο ὅτι βρέθηκε τό κλεμμένο βιβλίο στό κελί τοῦ διακόνου.

Ὁ ἀθῶος διάκονος δέν διαμαρτυρήθηκε, ἀλλά γονάτισε μέ ταπείνωση καί ζήτησε ἄπ’ ὅλους συγχώρηση, πού βρῆκαν τό βιβλίο στό κελί του. Ἀγόγγυστα, μέ ἰώβειο ὑπομονή, δέχτηκε τή μομφή καί τό αὐστηρό ἐπιτίμιο τῶν τριῶν ἑβδομάδων πού τοῦ ἐπέβαλαν. Ὅταν τελείωσε ἡ τιμωρία του, ὁ συκοφάντης δαιμονίστηκε.

Βασανίζονταν τρομερά ἀπό τίς τύψεις τῆς συνειδήσεώς του καί μέ γοερές κραυγές ὁμολογοῦσε τό ἔγκλημά του. Ζητοῦσε νά ἐλαφρύνει ὁ Θεός τή συνείδησή του. Ἡ ἀδελφότητα τῆς σκήτης ἔκανε ὁλονύκτιο ἀγρυπνία γι’ αὐτόν χωρίς ἀποτέλεσμα. Ὁ Ἀβάς Ἰσίδωρος παρακάλεσε τό διάκονο νά προσευχηθεῖ αὐτός μόνος κάτ’ ἰδίαν γιά τό συκοφάντη. Πράγματι ὁ διάκονος προσευχήθηκε πολλές ὧρες μέ πίστη, ἀνεξικακία καί ἀγάπη γιά τό συκοφάντη. Ὁ Θεός ἄκουσε τή δέησή του καί λύτρωσε τόν δυστυχῆ δαιμονισμένο συκοφάντη (Θεοδώρα Χαμπάκη, Γεροντικό, Σταλαγματιές ἀπό τήν Πατερική σοφία, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 430-432).

(ζ) Ὁ ταπεινός ἀνώνυμος μοναχός

Ἕνας ταπεινός μοναχός ζοῦσε μόνος του σέ μία σκήτη, ἔξω ἀπό ἕνα χωριό. Μία κοπέλα τοῦ χωριοῦ ἔμεινε ἔγγυος ἀπό τό φίλο της καί συκοφάντησε τό μοναχό ὅτι αὐτός τήν ἀποπλάνησε.

Τό χωριό ἀναστατώθηκε. Οἱ συγγενεῖς της κάλεσαν τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ σέ σύσκεψη, γιά νά ἀποφασίσουν πῶς θά τιμωρήσουν τό μοναχό γιά τή προσβολή πού τούς ἔκανε. Οἱ περισσότεροι πρότειναν νά τόν σκοτώσουν γιά νά ξεπλύνουν τήν ντροπή. Ἕνας συνετός γέρος τούς συγκράτησε ἀπό τό ἔγκλημα μέ τή σκέψη ὅτι σέ λίγους μῆνες θά γεννηθεῖ ἕνα παιδί πού θά πρέπει κάποιος νά τό συντηρεῖ. Ἀντί νά τόν σκοτώσουν, εἶπε, εἶναι προτιμότερο νά τόν ὑποχρεώσετε νά ἐργάζεται σάν δοῦλος ἐφόρου ζωῆς, γιά νά μεγαλώσει καί νά ἀποκαταστήσει τό παιδί του.

Τό δέχτηκαν καί περίμεναν μέ τό καλό νά γεννηθεῖ τό παράνομο παιδί. Κατά τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ ἡ κοπέλα ὑπέφερε πάρα πολύ. Κινδύνευε νά πεθάνει. Πρό τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου, ἀναλλογίστηκε τό μεγάλο κακό πού ἔκανε στό μοναχό μέ τή συκοφαντία της. Μετανόησε καί ὁμολόγησε στόν πατέρα της ποιός τήν ἀποπλάνησε.

Ἐκεῖνος πρό τοῦ κινδύνου τοῦ θανάτου τῆς κόρης του, γιά νά ζητήσει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ χωρίς τύψεις συνειδήσεως, κοινοποίησε στό χωριό τήν ἀλήθεια καί ζήτησε δημόσια συγνώμη ἀπό τό μοναχό.

Τόν παρακάλεσε νά προσευχηθεῖ ἐκεῖνος γιά τή ζωή τῆς κόρης του καί τοῦ παιδιοῦ. Ὁ ἀνεξίκακος μοναχός προσευχήθηκε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του καί ὡς ἐκ θαύματος ἐπέζησε ἡ ἔγγυος καί γέννηθηκε ὑγιέστατο τό παιδί. Μετά ἀπ’ αὐτό τό γεγονός οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἐκτιμοῦσαν περισσότερό το μοναχό καί δέχονταν τίς πατρικές του συμβουλές μέ σεβασμό καί ἐμπιστοσύνη.

 

24. Ἀπό τήν κατοχή καί τόν ἐμφύλιο πόλεμο

Πολλοί ἀθῶοι ἄνθρωποι ὁδηγήθηκαν στά κρατητήρια, ξυλοκοπήθηκαν στίς ἀνακρίσεις, ὑπέστησαν φρικτά μαρτύρια, ἐξορίστηκαν, κλείστηκαν στίς φυλακές, βασανίστηκαν καί θανατώθηκαν στά χρόνια της κατοχῆς καί τοῦ ἐμφυλίου πολέμου ἀπό συκοφαντίες προδοτῶν καί σπιούνων.

Οἱ συκοφάντες, σάν τό Ἰούδα, μέ φίλημα παρέδωσαν στούς ἐχθρούς πολλούς Ἕλληνες. Φιλικά τους πλησίαζαν, ἀλλά κρυφά τους συκοφαντοῦσαν στούς Γερμανούς, στούς Βουλγάρους, στίς δύο παράταξεις τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καί στά ὄργανα τῆς ἑπταετοῦς δικτατορίας. Οἱ τότε κυβερνῶντες πίστευαν περισσότερο στό συκοφάντη καί λιγότερο στό συκοφαντούμενο. Καταδίκαζαν παθιασμένοι τούς συκοφαντημένους χωρίς πολλές ἀνακρίσεις. Ἀλίμονο ἄν ἔπεφτες στά χέρια τους.

Μοῦ διηγήθηκε ἕνας μητροπολίτης τό φρικτό θάνατο τοῦ πατέρα του στά χρόνια του ἐμφυλίου πολέμου ἐξ αἰτίας τῆς συκοφαντίας ἑνός ὁπλίτη. Ὁ πατέρας τοῦ ἐπιστρατεύθηκε καί ὑπηρετοῦσε ὡς διμοιρίτης τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ σέ ἕνα ἀκριτικό χωριό. Οἱ συνθῆκες στό χωριό ἦταν πολύ δύσκολες καί ὁ κίνδυνος τῆς αἰχμαλωσίας ἀπό τόν ἐχθρό πολύ μεγάλος. Συσκέφθηκε μέ τούς ἄνδρες τῆς διμοιρίας του γιά τόν τρόπο ἄμυνας σέ περίπτωση ἐπιθέσεως τοῦ ἐχθροῦ. Ἕνας στρατιώτης, πού τόν μισοῦσε, τόν ρώτησε ὕπουλα: «Τί θά κάνουμε ἄν μᾶς περικυκλώσουν καί μᾶς αἰχμαλωτίσουν»; Ὁ διμοιρίτης τοῦ ἀπάντησε εἰλικρινά: «Τί ἄλλο νά κάνουμε; Ὡς αἰχμάλωτοί τους, θέλοντας καί μή, θά πᾶμε μαζί τους στό βουνό καί θά δραπετεύσουμε, ὅταν μπορέσουμε.»

Ὁ ὕπουλος ὁπλίτης παραποίησε τό νόημά της φράσης αὐτῆς καί συκοφάντησε τό διμοιρίτη μέ πολλά ἀσύστολα ψεύδη στό δοιηκητή τῆς μονάδας του. Ἐξαιτίας τῶν συκοφαντιῶν, παραπέμφθηκε στό στρατοδικεῖο ὁ ἀνθυπολοχαγός διμοιρίτης καί λόγω τῆς ὀξυμμένης τότε καταστάσεως καταδικάσθηκε ἄδικα σέ θάνατο.

Ἄφησε ὀρφανό σέ πολύ μικρή ἡλικία ἕνα ἀγόρι, μέ πολλά προσόντα καί ἰδανικά. Τό παιδί αὐτό μεγάλωσε μέσα στή στέρηση καί στή φτώχεια, ἀλλά παρέμεινε πιστό στόν Θεό καί ἀπόφυγε κάθε ἐκδίκηση κατά τοῦ συκοφάντη. Τόν συνάντησε στά δεκαοκτώ του χρόνια τυχαία στό δρόμο καί συγκράτησε τήν ὀργή του γιά ἐκδίκηση. Τόν ρώτησε μόνο μέ παράπονο: «Γιατί συκοφάντησες τόσο πολύ τόν πατέρα μου»; Ὁ συκοφάντης δικαιολογήθηκε χωρίς τύψεις συνειδήσεως ὅτι οἱ συνθῆκες τοῦ ἐμφυλίου πολέμου τόν ὁδήγησαν στήν ἐνέργεια της συκοφαντίας.

Ἀντί ὁ ὀρφανός νεαρός νά βρίσκεται σήμερα σέ κάποια φυλακή γιά λόγους ἐκδικήσεως, κατόρθωσε μέ πολλές δυσκολίες νά τελειώσει μία Ἐκκλησιαστική Σχολή καί νά σπουδάσει θεολογία. Μέ πολύ ζῆλο ἔγινε κληρικός καί διακρίθηκε. Προάχθηκε στό βαθμό τοῦ μητροπολίτη. Ἔκτοτε προσεύχεται στό Θυσιαστήριο ὄχι μόνο γιά τήν ψυχή τοῦ πατέρα του, πού χαίρεται στόν οὐρανό γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ υἱοῦ του, ἀλλά καί γιά τή ψυχή τοῦ συκοφάντη.

Μέ συγκίνηση θυμᾶται τήν καταδίκη του πατέρα του σέ θάνατο καί μέ δάκρυα διηγεῖται τήν ἄδικη ἐκτέλεσή του ἐξαιτίας ἑνός συκοφάντη.

 

V.ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ

 

1. Τί εἶναι βλασφημία;

(α) Ἐξωτερικὴ βλασφημία

Ἡ λέξη βλασφημία προέχεται ἀπό τό ρῆμα βλάπτω καί τό οὐσιαστικό φήμη. Σημαίνει: βλάπτω τή φήμη καί τήν ὑπόληψη κάποιου ἀνθρώπου. Καταρχήν ὑποδηλώνει κάθε δυσφήμηση, κακολογία καί ἀσεβῆ ἔκφραση.

Στό πλαίσιο θρησκευτικῶν ἀναφορῶν, ἡ λέξη ἔχει ὡστόσο ἕνα στενότερο νόημα: σημαίνει τήν διά λόγου ἐξύβριση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῶν ἱερῶν προσώπων τῆς πίστεώς μας, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων, τῶν ἱερῶν καί ὁσίων της Ἐκκλησίας μας, τοῦ Τίμιου Σταυροῦ καί ἄλλων ἱερῶν συμβόλων καί σκευῶν τῆς Ἐκκλησίας. Στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν βλασφημία εἶναι τό ἀντίθετό του αἴνου καί τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ.

Βλασφημοῦν ἐπίσης ὅσοι χρησιμοποιοῦν μέ σκωπτικό σκοπό σέ κοσμικά τραγούδια καί σέ ὁποιαδήποτε συγγραφή τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν ἁγίων καί ἱερῶν της πίστεώς μας.

Βλασφημοῦν οἱ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι γράφουν αἰσχρές ἐκφράσεις γιά τήν Ἁγία Τριάδα καί γιά τά πρόσωπα τῶν ἁγίων της χριστιανικῆς πίστεως. Αὐτοί, ζῶντας στήν ἀθεΐα καί στήν ἄρνηση, θέλουν νά ἐκδηλώσουν μ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν κακία καί τό μίσος τους κατά τῶν ἁγίων προσώπων τῆς πίστεως τῶν ἄλλων.

Ἡ θολωμένη ἀπό τό διάβολο καί ἐλεγχόμενη ἀπό τόν Θεό λόγω τῶν ἁμαρτημάτων της συνείδηση τοῦ βλάσφημου συγγραφέα βασανίζεται. Ἔτσι αὐτός, σάν ἄλλος δαιμονισμένος τῶν Γαδαρηνῶν, ἐξαγριώνεται κατά τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων. Δέν θέλει ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοι νά ἐλέγχουν τή συνείδησή του μέ τήν παρουσία τους. Ἀπό ἀντίδραση καί ἐγωισμό γράφει βλάσφημες φράσεις γιά νά ὑποβιβάσει τά θεία καί ἱερά στά μάτια τῶν ἄλλων, γιά νά τά γελοιοποιήσει κατά τό δυνατόν. Θέλει νά πείσει τούς ἄλλους ὅτι δέν ὑπάρχουν. Ὁ πυγμαῖος ἄνθρωπος ὑψώνει τό ἀνάστημά του κατά τοῦ Θεοῦ καί τόν βρίζει. Εἶναι ἀκατανόητη λογικά ἡ στάση του.

Ἡ βλασφημία εἶναι κατά βάθος ψυχική ἀρρώστια. Ὅπως στήν σωματική ἀρρώστια ἐξέρχονται ἐκ τοῦ στόματος τοῦ ἀσθενοῦς ἐμετοί καί ἀκαθαρσίες ἀπό τό στομάχι, ἔτσι καί ἀπό τά στόματα καί τή συγγραφή μερικῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων ἐξέρχονται λέξεις καί φράσεις τόσο ἀσεβεῖς καί ἀνόσιοι, ὥστε νά προκαλοῦν ἀηδία καί φρίκη στούς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους. Εἶναι βδελυρό καί θεομίσητο ἁμάρτημα. Εἶναι κατ’ εὐθείαν προσβολή καί περιύβριση τοῦ Θεοῦ.

Οἱ βλασφημοῦντες τά θεία δέν δείχνουν τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό στήν πίστη τῶν ἑκατομμυρίων συνανθρώπων τους, πού πιστεύουν καί λατρεύουν τόν Θεό. Μερικοί αὐτοπροβάλλονται στήν κοινωνία ὡς δημοκράτες καί ὑπερασπιστές τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Δέν σκέπτονται ὅμως ὅτι μέ τόν βλάσφημο, προφορικό καί γραπτό λόγο τους προσβάλουν βάναυσα το ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς πίστεως ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, πού πιστεύουν ἐλεύθερα στήν ὕπαρξη τοῦ παντοδύναμου καί πάνσοφου δημιουργοῦ, προνοητή καί συντηρητή τοῦ κόσμου. Καταπατοῦν ἔτσι, χλευάζουν, ἐξευτελίζουν καί διασύρουν τήν πίστη τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων. Καθίστανται πραγματικοί καταπατητές τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους τους βλάσφημους, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν πολιτική καί ἰδεολογική τους προέλευση. Εἶναι αἰσχροί, ἀσυνεπεῖς στήν κοινωνία, ἀσύνετοι, ὑποκριτές, καταπατητές τῶν δικαιωμάτων τῶν συνανθρώπων σέ ὁποιαδήποτε παράταξη καί ἰδεολογία ἄν ἀνήκουν. Ἄν ἦταν στοιχειωδῶς πολιτισμένοι, θά σέβονταν πρῶτα ἀπ’ ὅλα το ἔμφυτο της πίστεως τῶν ἄλλων.

(β) Ἐσωτερική βλασφημία

Ὑπάρχει ἡ ἐξωτερική, ἡ ἐκδηλούμενη μέ λόγια πρός τρίτους βλασφημία, καί ὑπάρχει καί ἡ ἐσωτερική, πού γίνεται μέ λογισμούς. Ἡ ἐσωτερική βλασφημία εἶναι ὁ γογγυσμός μας κατά τοῦ Θεοῦ γιά τίς ἀσθένειες, τίς χρεωκοπίες, τίς συκοφαντίες, τίς ἀδικίες, τήν πτωχεία, καί τούς ἄλλους πειρασμούς τῆς ζωῆς μας, πού συνήθως προέρχονται ἀπό τούς συνανθρώπους μας ἤ ἀπό δικές μας ἀπερισκεψίες. Ἐμεῖς ὅμως παράλογα σκεπτόμενοι, τίς ἐπιρρίπτουμε ὅλες στόν Θεό καί καταφερόμαστε κατ’ Αὐτοῦ, ἐνῶ δέν εἶναι μέ κανένα τρόπο ὑπαίτιος αὐτῶν.

Θεωροῦμε τόν Θεό ὑπεύθυνο γιά τίς δικές μας παραλείψεις καί ἀτυχίες. Ἔχουμε τήν παράλογη καί ἀναιδῆ ἀπαίτηση νά πραγματοποιοῦνται ἀπό τόν Θεό ὅλα στή ζωή μας σύμφωνα μέ τίς ἁμαρτωλές μας ἐπιθυμίες.

Βλασφημοῦμε κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ βλέπουμε καθημερινά ἐκδηλώσεις τῆς ἄπειρης ἀγάπης καί τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, πού εἶναι χειροπιαστά θαύματα. Τοῦτες τίς ἐκδηλώσεις δέν τίς ἀναγνωρίζουμε, ὅμως, ἀλλά τίς ἀποδίδουμε στήν τύχη, στίς συμπτώσεις καί σέ ἄλλες αἰτίες καί δυνάμεις, ὅπως οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ἀπέδιδαν τίς θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ στόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων. Αὐτοί βλασφημοῦσαν τό Χριστό πού θεράπευε τούς δαιμονιζόμενους λέγοντες: «Ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Μάτθ 9, 34). Ἐμεῖς λέμε ὅτι ἡ τύχη μας μᾶς παρέχει τά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουμε.

Ὅποιος δέν παραδέχεται τίς ἀναμφισβήτητες ὀφθαλμοφανεῖς ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης καί τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί γκρινιάζει συνεχῶς κατά τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά μετανοεῖ ποτέ στή ζωή του γι’ αὐτό πού κάνει, αὐτός βλασφημεῖ κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν θά συγχωρηθεῖ ποτέ, διότι εἶναι πωρωμένος καί ἀμετανόητος. Χωρίς μετάνοια, πρέπει νά ξέρουμε, συγχώρηση δέν δίδεται.

Ὄχι μόνο μέ λόγια τοῦ στόματος βλασφημεῖται ὁ Θεός, ἀλλά καί μέ τίς αἰσχρές σκέψεις καί μέ τίς συνεχεῖς παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἠσαΐας ἀναφέρει στό 52ο κεφάλαιο (στίχος 5): «Τάδε λέγει Κύριος. Δι’ ὑμᾶς διά παντός το ὄνομά μου βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι.» Στήν Β΄ Κλήμεντος ἐπιστολή (κέφ. 13, στ. 2-4), ἀφοῦ πρῶτα τίθεται τό ἐρώτημα: «ἐν τίνι βλασφημεῖται» ὁ Θεός ἀπό μᾶς τούς χριστιανούς στά ἔθνη, δίνεται ἡ ἀκόλουθη ἀπάντηση: «Ἐν τῷ μή ποιεῖν ἠμᾶς τούς χριστιανούς ἅ λέγομεν. Τά ἔθνη γάρ ἀκούοντα ἐκ τοῦ στόματος ἠμῶν τά λόγια τοῦ Θεοῦ ὡς καλά καί μεγάλα θαυμάζει. Ἔπειτα καταμαθόντα τά ἔργα ἠμῶν, ὅτι οὐκ ἐστί ἄξια των ρημάτων ὧν λέγομεν, ἔνθεν εἰς βλασφημίαν τρέπονται, λέγοντες εἶναι μύθον τινά καί πλάνην.»

Πραγματικά, ὅταν ἀκοῦν ἀπό ἐμᾶς τούς χριστιανούς οἱ μακράν του Χριστοῦ, ὅτι γιά νά ἔλθει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἀγαποῦμε τούς ἐχθρούς μας καί αὐτούς πού μᾶς μισοῦν, θαυμάζουν τήν ὑπερβολική ἀγαθότητά μας. Ὅταν ὅμως βλέπουν ὅτι ὄχι μόνο τους ἐχθρούς καί τούς μισοῦντας ἠμᾶς δέν ἀγαποῦμε, ἀλλά οὔτε καί αὐτούς πού μᾶς ἀγαποῦν, μᾶς καταγγέλουν ὡς μυθομανεῖς καί πλανωμένους. Ἐξ αἰτίας τῆς παραβάσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς χριστιανούς βλασφημεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ στά ἔθνη.

Ὁ συγγραφέας τῆς Β΄ Κλημεντος ἐπιστολῆς υἱοθετεῖ οὐσιαστικά τίς θέσεις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος τονίζει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή (2, 17-25) ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι μέ τήν ὑποκριτική συμπεριφορά τούς ἔναντι του νόμου τοῦ Θεοῦ, διδάσκοντας ἄλλα καί πράττοντας ἄλλα, γίνονταν αἰτία διά τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ νά βλασφημεῖται ὁ Θεός στά ἔθνη.

Βλασφημοῦμε ὅταν καταφερόμαστε κατά τῆς σοφίας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης καί τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.

Βλάσφημος εἶναι καί ὁ αἱρετικός πού ποδοπατεῖ τά δόγματα τῆς ἐξ ἀποκαλύψεως πίστεως καί ὑποβιβάζει μέ τή διδασκαλία τοῦ τόν Χριστό σέ κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ αἱρεσιάρχης Ἄρειος, οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά καί ὅλοι οἱ αἱρετικοί πού ἀρνοῦνται τήν Ἁγία Τριάδα. Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ αἱρετικοί ἀφορίζονταν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

(γ) Βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Ἡ ὀλίσθηση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία ὁδηγεῖ σιγά σιγά στήν πιό ἀκραία μορφή τῆς πορώσεώς της, πού δέν ἐπιδέχεται συνδιαλλαγή μέ τόν Θεό. Ἡ ψυχή φθάνει στό σημεῖο τῆς βλασφημίας κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στήν κλίμακα τῶν ἁμαρτημάτων διακρίνει κανείς ἀπό συγγνωστά μέχρι θανάσιμα ἁμαρτήματα. Ἀπό ἐλάσσονα, μικρά πταίσματα, μέχρι μείζονα στόν ὑπερθετικό βαθμό θανάσιμα. Ἀναφέρεται στήν ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννη (Α΄ 5, 16-17): «ἔστι ἁμαρτία πρός θάνατον καί ἔστι ἁμαρτία οὐ πρός θάνατον». Τά πρός θάνατον ἁμαρτήματα ἀπομακρύνουν τη συνδιαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, διότι πωρώνεται σέ τέτοιο βαθμό ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε δέν ἐπιδέχεται μετάνοια. Ὅσοι ἐπίμονα ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισσαῖοι, πού ἀπέδιδαν τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ στό διάβολο καί ὄχι στή θεότητά Του, δέν θά συγχωρηθοῦν στόν αἰώνα τόν ἅπαντα.

Στά εὐαγγέλια ὁ Κύριος λέει: « Ἀμήν λέγω ὑμίν ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τά ἁμαρτήματα καί οἱ βλασφημίαι ὄσας ἄν βλασφημήσωσιν. Ὅς δ’ ἄν βλασφημήσει εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τόν αἰώνα, ἀλλ’ ἔνοχός ἐστι αἰωνίου κρίσεως» (Μάρκου 3, 28-29, Ματθαίου 12, 32)

Ὅλες οἱ ἁμαρτίες, κάθε μορφῆς καί μεγέθους, αἴρονται, συγχωροῦνται καί σβύνουν, ἐκτός ἀπό μία, αὐτή τῆς βλασφημίας κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τά παραπάνω λόγια τοῦ Κυρίου, δέν θά συγχωρηθεῖ ποτέ οὔτε στήν παροῦσα οὔτε στή μέλλουσα ζωή.

Διερωτᾶται κανείς πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς σγχωρητικότητας νά μήν συγχωρεῖ καί τήν ἁμαρτία τῆς βλασφημίας κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως συγχωρεῖ ὅλες τίς ἄλλες βλασφημίες, ὅταν μετανοήσει εἰλικρινά ὁ ἄνθρωπος. Τοῦτο δέν ὀφείλεται στήν ἔλλειψη ἀγάπης καί συγχωρητικότητας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στήν ἀσύληπτη ἠθική κατάπτωση καί πώρωση τοῦ ἀνθρώπου, πού ἀπωθεῖ κάθε σωτήρια ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἀδύνατο αὐτός ὁ ἄνθρωπος νά μετανοήσει καί νά διορθωθεῖ μέ τέτοια ψυχική κατάσταση. Πεθαίνει ἀμετανόητος, λόγω τῆς ἐνσυνείδητης μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ἐπίμονης περιφρόνησης καί ἀπόρριψης τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος.

Εἶναι ἀνεπίδεκτος μετανοίας, διότι βρίσκεται στό ἔσχατο στάδιο τῆς ἠθικῆς ἐξαθλιώσεως, τῆς ἀπόλυτης πορώσεως, ἀθεΐας ἤ ἀπιστίας, καί ἀντιδρᾶ ἀκόμη καί τή στιγμή τοῦ θανάτου του σέ κάθε ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος κινεῖται μέ σατανικό ἐγωισμό, ὑπερηφάνεια καί κακία, ὅταν ἀποστρέφεται σάν διάβολος μέ μίσος τήν πνευματική ζωή, τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα καί ὅταν ἀπορρίπτει πεισματικά τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, προσπαθώντας μέ συκοφαντίες νά μειώσει τό ἠθικό του κύρος καί νά παρουσιάσει τήν χριστιανική ἀλήθεια ὡς «ὄπιον τοῦ λαοῦ», αὐτός βλασφημεῖ κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τέτοια φαινόμενα παρουσιάζονται συχνά σέ ὁρισμένους πολιτικούς πού ἀνήκουν σέ πολιτικές παρατάξεις πού πολεμοῦν μανιασμένα τήν Ἐκκλησία. Αὐτοί εἶναι χειρότεροι καί ἀπό αὐτούς πού βρίζουν τόν Θεό ἐκ συνηθείας, κουφότητας, ἀνοησίας, κακῆς ἀνατροφῆς ἤ λόγω παραφορᾶς καί ἐξάψεως σέ συγκεκριμένη στιγμή. Οἱ τελευταῖοι συχνά πιστεύουν στόν Θεό καί ὅταν συνέρχονται ἀπό τόν ἐκνευρισμό, τήν ὀργή, τό θυμό καί τήν κακία τους, μετανοοῦν γιά τίς βλασφημίες. Οἱ βλασφημίες αὐτῶν δέν εἶναι κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν εἶναι ἀσυγχώρητες ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ τοῦτοι δέν ἀρνοῦνται τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί δέν εἶναι ἡ ψυχή τους στό βάθος της ἐντελῶς διεφθαρμένη καί πωρωμένη. Ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν.

 

2. Χαρακτηρισμός τῆς βλασφημίας

(α) Παραλογισμός

Δέν δικαιολογεῖται λογικά ἡ βλασφημία τῶν θείων ἀπό σώφρονα ἄνθρωπο. Ἄν τοῦ χαρτοπαίκτη δέν τοῦ ἔρχονται εὐνοϊκά τα χαρτιά γιά νά κερδίσει, ἄν τοῦ ὁδηγοῦ τοῦ χάλασε ἡ μηχανή τοῦ αὐτοκινήτου του ἀπό ἔλλειψη καλῆς συντήρησης, ἄν τοῦ γεωργοῦ του ἔπεσε τό ζῶο ἀπό τό πολύ βαροφόρτωμα, ἄν τοῦ ἐπιπόλαιου ἀνθρώπου τοῦ προκλήθηκαν σωματικές βλάβες λόγω τῆς ἀπροσεξίας του ἤ τοῦ χάθηκε κάποιο ἀντικείμενο λόγω τῆς ἀκαταστασίας του, τί φταίει ὁ Θεός, ὁ Χριστός ἤ ἡ Παναγία καί τούς βλασφημεῖ;

Ἄν κάποιος ἀδικοῦνταν ἀπό ἄλλον καί ἀντί νά στραφεῖ πρός τόν ἀδικήσαντα αὐτόν στρέφονταν σέ τρίτον ἀναίτιο, πού δέν τόν ἀδίκησε, πῶς θά τόν χαρακτηρίζαμε; Ἀπό παραλογισμό ρίχνει ὁ βλάσφημος τίς δικές του εὐθύνες στόν Θεό, τό Χριστό ἤ τήν Παναγιά. Γιά ὅλα αὐτά φταίει ὁ ἴδιος ἤ κάποιος συνάνθρωπός του καί ὄχι ὁ Θεός.

Πῶς μπορεῖ κάποιος νά λέει ὅτι πιστεύει στόν Θεό καί εἶναι ἐνεργό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπικαλούμενος ὅτι ἐκκλησιάζεται, μεταλαμβάνει τῶν ἀχράντων μυστηρίων καί ἐκτελεῖ τά θρησκευτικά καθήκοντα, καί τήν ἴδια στιγμή νά ἐξαπολύει βλασφημίες κατά τοῦ Θεοῦ, τῶν ἁγίων καί τῶν ἱερῶν αὐτῆς; Δέν εἶναι ἕνα εἶδος παραφροσύνης, νά λές ὅτι πιστεύεις στόν Θεό καί μετά νά τόν βρίζεις; Δέν εἶναι ἀνακολουθία; Εἶναι στά καλά του αὐτός πού συμπεριφέρεται ἔτσι;

Ὁ βλάσφημος μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι δέν εἶναι παράφρων. Μέ τίς πράξεις του ὅμως ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ἀρνησίθεος, ἀντίχριστος, ἀλαζόνας καί παράλογος, διότι σάν ἄλλος Ἑβραῖος βρίζει καί ξανασταυρώνει τό Χριστό.

Οἱ βλάσφημοι γίνονται ἐχθροί της πίστεώς τους. Ἐμπαίζουν τόν Θεό. Ὁ Θεός ὅμως κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο «οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλάτας 6, 7). Οἱ βλάσφημοι εἶναι τρομερά ὑποκριτές καί ἀνακόλουθοι. Εἶναι χαλασμένα ὡρολόγια, πού ἄλλη ὥρα χτυποῦνε καί ἄλλη ὥρα δείχνουν.

Οἱ φυσιολογικοί λογικοί ἄνθρωποι δέν τολμοῦν νά βρίσουν τά θεία. Δέν ἐμπαίζουν τό ἱερό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Δέν βάζουν στό στόμα τους γιά τιποτένια πράγματα τά θεία, μόνο καί μόνο γιά νά κάνουν ἀστεία στούς ἄλλους καί νά γελάσουν.

Ἄν πιστεύετε πραγματικά ἀναίσχυντοι βλάσφημοι στόν Θεό, γιατί Τόν βλαστημᾶτε; Εἶναι δυνατόν ποτέ ἀπό τήν ἴδια φυσική πηγή νά πηγάζει συγχρόνως γλυκό καί πικρό νερό; Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος (3, 11) λέει : «μήτι ἡ πηγή ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τό γλυκύ καί τό πικρό;» Εἶστε χριστιανοί, ὅπως ἰσχυρίζεστε, καί παρολαυτά βλαστημᾶτε; Αὐτό δέν ἐξηγεῖται λογικά.

Ἄν πάλι δέν πιστεύετε στήν ὕπαρξη καί στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τοῦ Χριστοῦ ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γιατί τούς βρίζετε; Μόνο ἕνας παράλογος θά ἔβριζε κάποιο ἀνύπαρκτο ὅν.

Εἶναι παράλογο ὁ τιποτένιος, ἐφήμερος ἄνθρωπος, ὁ μηδαμινός μέσα στό ἀπέραντο κόσμο, νά βλαστημᾶ τόν παντοδύναμο δημιουργό του σύμπαντος μέ τά δισεκατομμύρια τῶν Γαλαξιῶν. Ποιός εἶσαι βλάσφημε καί ἐξαπολύεις ὕβρεις κατά τοῦ εὐεργέτη σου Θεοῦ; Τί κακό σου ἔκανε ὁ Θεός καί τόν βρίζεις; Ὁ ὀγδοηκοντούτης ἐπίσκοπός της Σμύρνης τό 146 μ.Χ. συνελήφθη ἀπό τόν ἀνθύπατο τῆς Σμύρνης καί ὁδηγήθηκε στά μαρτύρια γιά νά βρίσει τό Χριστό. Ὁ ἀνθύπατος τόν προέτρεπε νά βλασφημήσει τό Χριστό γιά νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά μαρτύρια καί τό θάνατο. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Ὀγδοήκοντα καί ἕξι ἔτη δουλεύω αὐτῶ καί οὐδέν μέ ἠδίκησε καί πῶς δύναμαι βλασφημῆσαι τόν βασιλέα τόν σώσαντα μέ;»

Σκέψου καί σύ βλάσφημε, τί κακό σου ἔκανε ὁ Θεός στή ζωή σου, ὥστε νά τόν βρίζεις; Παρότι δέν τόν ὑπηρετεῖς μέ ἔργα ἀγάπης, ὁ Θεός δέν σέ ἀδίκησε, ἀλλά μόνο φροντίζει μέ κάθε τρόπο νά σέ σώσει. Σού παραχωρεῖ συνεχῶς τό ἥλιο, τόν ἀέρα, τό νερό καί τόσα ἄλλα ἀγαθά γιά νά ζεῖς. Τί ἔχεις πού νά μήν τό ἔλαβες ἀπό τόν Θεό; Ὅλα στή ζωή μας ἀπό τόν Θεό ἐξαρτῶνται. Μή γίνεσαι ἀγνώμων, μή γίνεσαι ἔχιδνα. Ἐκεῖνος μεριμνᾶ γιά τό καλό σου καί ἐσύ Τόν δαγκώνεις σάν ἔχιδνα μέ τίς βλαστήμιες σου; Εἶσαι τόσο πολύ ἀχάριστος, τόσο ἀγνώμων καί τόσο παράλογος πού βλαστημᾶς αὐτόν πού σέ δημιούργησε καί φροντίζει μέ κάθε τρόπο πατρικά γιά σένα;

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ἀσεβεῖ, πού βλασφημεῖ τόν Θεό καί ἐναντιώνεται στούς νόμους Του, πού δέν θέλει ποτέ νά ἐγκαταλείψει τόν ἄκαιρο ἀνταγωνισμό, μοιάζει μέ τόν μεθυσμένο καί τόν μανιακό. Συμπεριφέρεται χειρότερα καί ἀπό τούς τρελούς ἀκόμη, ἔστω καί ἄν φαίνεται ὅτι δέν τό αἰσθάνεται (Χρυσοστόμου κατά Ἰουδαίων λόγος Η΄, 1, Ε.Π.Ε. 34, 368)

Ὁμοιάζεις βλάσφημε μέ τόν παράλογο ἐκεῖνο πού ἔριχνε πέτρες κατά τοῦ ἡλίου καί ἔφτυνε τόν οὐρανό. Οἱ πέτρες καί τά φτυσίματα γύριζαν πάνω στό κούφιο κεφάλι του. Ἡ Σοφία Σειράχ ἀναφέρει: «ὁ βάλων λίθον εἰς ὕψος ἐπί τήν κεφαλήν αὐτοῦ βάλλει» (ΚΖ΄ 15, 25). Ποιός λογικός ἄνθρωπος θά ἔριχνε πέτρες πρός τόν οὐρανό γιά νά τόν ἐκδικηθεῖ γιά τά καιρικά φαινόμενα; Μόνο ἕνας τρελός. Πραγματικά, ἡ βλασφημία εἶναι ἡ ἐσχάτη παραφροσύνη τοῦ ἀνθρώπου καί φανερώνει ὄχι μόνο τή διανοητική γυμνότητα τοῦ βλασφήμου ἀλλά καί τήν ἠθική του κατάπτωση.

(β) Ἀχαριστία, ἀγνωμοσύνη

Ἡ βλασφημία εἶναι ἡ πιό μεγάλη ἀχαριστία. Ἄν ρωτούσαμε τό βλάσφημο: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες παρά τοῦ Θεοῦ, εἰ δέ καί ἔλαβες τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβῶν;» (Α΄ Κορινθίους 4, 7), θά σιωποῦσε, διότι ὅλα ὅσα ἀπολαμβάνουμε εἶναι δωρεές τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός μᾶς χάρισε τή ζωή, τό λογικό, τίς αἰσθήσεις, τή θέληση, τόν ἀέρα, τή φύση, τά πάντα, καί σύ ἀχάριστε βλάσφημε ἄνθρωπε, ἀντί νά τόν εὐγνωμονεῖς καί νά τόν εὐχαριστεῖς κάθε μέρα, τόν βρίζεις καί γίνεσαι ἀγνωμονέστερος καί αὐτῶν τῶν ζώων;

Τά ζῶα, παρότι εἶναι ἄλογα, ἀπό ἔνστικτο ἐκδηλώνουν μέ κάθε τρόπο τήν εὐγνωμοσύνη τους. Ὁ σκύλος, ὅταν τοῦ ρίχνεις ἕνα ξεροκόμματο ψωμί ἤ ἕνα κόκαλο, ἐπειδή δέν ἔχει λαλιά, κουνᾶ τήν οὐρά του σάν νά λέει, σέ εὐχαριστῶ ἀφεντικό, πού μου ἔδωσες τό ξεροκόμματο, τό κόκαλο γιά νά ζήσω.

Ὅταν μᾶς φιλοξενήσει κάποιος τόν εὐχαριστοῦμε καί τόν προσκαλοῦμε στό σπίτι μας γιά νά τοῦ ἀνταποδώσουμε τή φιλοξενία. Ὅταν μᾶς κάνει κάποιος δῶρο, τοῦ τό ἀνταποδίδουμε γιά νά φανοῦμε εὐγνώμονες καί πολιτισμένοι. Ὁ Χριστός μᾶς φιλοξενεῖ στόν κόσμο αὐτό πού δημιούργησε «δί οὗ τά πάντα ἐγένετο» καί μᾶς παραχωρεῖ κάθε μέρα ἀμέτρητα δῶρα, ὅλα ὅσα ἔχουμε καί ἀπολαμβάνουμε στή ζωή μας. Κάποιοι ἀχάριστοι βλάσφημοι, ὡστόσο, τόν βρίζουν.

Ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ταπεινώθηκε γιά μᾶς, ἔγινε ἄνθρωπος, ὀνειδίστηκε, ραπίσθηκε, φτύστηκε, στεφανώθηκε μέ ἀκάνθινο στεφάνι, σταυρώθηκε, ποτίστηκε μέ ξίδι καί χολή καί ἔχυσε τό αἷμα τοῦ πάνω στό σταυρό γιά τή σωτηρία μας. Τί κάνουμε ἐμεῖς ὅλοι γιά νά τοῦ δείξουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας; Δυστυχῶς ἀδιαφοροῦμε ὅταν τόν βρίζουν δίπλα μας.

Ὁ Πατέρας Θεός μᾶς ἀγάπησε τόσο πολύ πού ἔστειλε τό μονογενῆ του Υἱό στό κόσμο γιά νά σώσει τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἀθλιότητα καί τή δυστυχία καί γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διάβολου. «Τοσούτον ἠγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέστειλε, ἴνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπώληται ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον». Ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ κατῆλθε γιά νά ἀνέλθουμε, ταπεινώθηκε γιά νά ὑψωθοῦμε. Καταδιώχθηκε, συκοφαντήθηκε, ὑψώθηκε στό ξύλο τῆς ἀτιμίας καί τῆς ὀδύνης σάν κακοῦργος γιά τή σωτηρία μας. «Ταπείνωσε ἐαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιππησίους 2, 8). Όσο ἄπειρη εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, τόσο ἀνέκφραστη στό μέγεθος εἶναι καί ἡ ἀχαριστία τοῦ βλάσφημου ἀνθρώπου, πού βρίζει τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί γενικά τα θεία.

Ἡ βλασφημία ἐκφράζει τή μεγαλύτερη ἀγνωμοσύνη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς εὐεργετεῖ σέ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας.

Τήν ἀχαριστία τοῦ ἀνθρώπινου γένους τήν ἀντιλαμβανόμαστε στά Πάθη τοῦ Κυρίου, ὅπου μέ πόνο καί θλίψη ἐνατενίζουμε τόν Σωτήρα μας Χριστό ἐπάνω στό σταυρό. Σκεπτόμαστε τήν ἄπειρη ἀγάπη Του πρός ἠμᾶς, ἀλλά καί τή μεγάλη κακία καί ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων πού τόν σταύρωσαν.

Διερωτᾶται κανείς: Πῶς ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο στό Παράδεισο; Τόν ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση, στεφανωμένο μέ δόξα καί τιμή, κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων, καί ὑπέταξε τά πάντα ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ. Καί πῶς κατέστησε μετά ὁ ἄνθρωπος τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό Ἰησοῦ Χριστό; Τόν κατέστησε χωρίς κάλλος, στεφανωμένο μέ ἀγκάθια, καταδικασμένο ἀνάμεσά σε δυό ληστές, στόν ἐπώδυνο ἀγωνιώδη σταυρικό θάνατο. Τόν θανάτωσε μέ τόν χειρότερο ἀπό ὅλους τους θανάτους.

Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ὡς τό ὡραιότερο πλάσμα τῆς δημιουργίας καί ὁ ἀγνώμων, ἀχάριστος ἄνθρωπος ἔπραξε τό στυγερότερο ἔγκλημα τῶν αἰώνων, διότι μαστίγωσε, ἐνέπαιξε, σταύρωσε καί ἔφτυσε τόν Χριστό στό πρόσωπο.

Ἀγανακτοῦμε μπροστά στό τρομερό αὐτό ἔγκλημα τῶν Ἑβραίων καί συγκινούμαστε ἀπό τήν ὑπομονή, τή μακροθυμία καί τήν ἀνεξικακία τοῦ Κυρίου.

Ὅταν τόν περιέπαιζαν, ὅταν τοῦ ἔκλεισαν τά μάτια καί Τόν χτυποῦσαν, ὅταν Τόν βλασφημοῦσαν καί Τόν εἰρωνεύονταν λέγοντας: «Προφήτευσον ὑμίν τίς ἐστί ὁ παίσας Σε», ὁ Χριστός ἐσιώπα. Ἔτσι σιωπᾶ καί σήμερα, ὅταν ἀκούει κάποιους, στόν ὑπέρτατο βαθμό ἀχάριστους χριστιανούς, νά τόν ὑβρίζουν καί νά τόν βλασφημοῦν.

(γ) Ἀσέβεια χειρίστου εἴδους

Ἡ βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀσέβεια. Ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι σάν τό ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, σήμερα ὑπάρχει καί αὔριο ξηραίνεται, σήμερα ζεῖ καί αὔριο ἀποθνήσκει, καί γίνεται τροφή τῶν σκωληκιῶν καί κοπριά μέσα στόν τάφο. Παρολαυτά τολμᾶ νά βλαστημᾶ τόν πλάστη τοῦ σύμπαντος, «τόν ἐπιβλέποντα ἐπί τήν γῆν καί ποιοῦντα αὐτήν τρέμειν, τόν ἁπτόμενον τῶν ὀρέων καί καπνίζοντα», κατά τόν προοιμιακό ψαλμό τοῦ Δαβίδ.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέει ὅτι εἶναι ἀνάρμοστο καί μεγάλη ἀσέβεια, ὁ μέν ὑπηρέτης νά μήν τολμᾶ νά φωνάξει μέ τό ὄνομα τοῦ τόν κύριό του, ἐνῶ κάποιοι βάζουν μέ πολλή περιφρόνηση τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ στό στόμα τους καί Τόν βλασφημοῦν (εἰς Ἀνδριάντας ὁμιλία Ζ΄, 5, Ε.Π.Ε. 32, 210)

Τά τάγματα τῶν ἀγγέλων, τά Χερουβείμ καί Σεραφείμ, τρέμουν μπροστά στή μεγαλειότητα καί λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦν νά τόν ἀντικρύσουν. Καλύπτουν τά πρόσωπά τους μέ τά πτερά τους καί ψάλλουν συνεχῶς τό Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ἀντίθετα ὁ ἐφήμερος σκώληκας ἄνθρωπος παραλογίζεται καί βρίζει τόν Θεό. Εἶναι τό μεγαλύτερο αἶσχος ἀπό ὅλα τα αἴσχη τοῦ κόσμου.

(δ) Προσβολή κατά τοῦ Θεοῦ

Σέ σύγκριση μέ ἄλλα βαριά ἁμαρτήματα ἡ ἁμαρτία τῆς βλασφημίας εἶναι ἀπευθείας μεγάλη προσβολή κατά τοῦ Θεοῦ. Μέ ὅλα τα ἄλλα ἁμαρτήματα, ὅσο φοβερά καί ἄν εἶναι, προσβάλουμε ἔμμεσά τόν Θεό, μέ τήν βλασφημία τόν προσβάλλουμε ἄμεσα, μέ τόν πιό χυδαῖο φοβερό καί βάναυσο τρόπο. Παραβαίνοντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, πού ἀναφέρονται στή στάση μας ἔναντί των συνανθρώπων μας (: οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, οὐ φονεύσεις), ἀδικοῦμε καί προσβάλουμε ἄμεσα τόν συνάνθρωπό μας καί ἔμμεσά τόν Θεό, διότι παραβαίνουμε τίς ἐντολές Του. Ὅταν ψευδομαρτυροῦμε ἤ κλέβουμε ἤ φονεύουμε ἀδικοῦμε ἄμεσα τόν συνάνθρωπό μας καί ἔμμεσά τόν Θεό. Ὅταν ὅμως βρίζουμε καί βλασφημοῦμε τό Χριστό, σηκώνουμε τό χέρι καί τόν χαστουκίζουμε ἀνελέητα ἀπευθείας, ὅπως τόν χαστούκισε ὁ δοῦλος τῆς αὐλῆς τοῦ ἀρχιερέως, καί Τόν φτύνουμε στό πρόσωπο μέ τίς ἀκαθαρσίες ἀπό τό λάρυγγά μας, ὅπως τόν ἔφτυναν οἱ Ἑβραῖοι πρίν καί μετά τή σταύρωσή του. Ἀνόητε ἄνθρωπε τολμᾶς νά χαστουκίζεις καί νά φτύνεις τό Χριστό, τόν βασιλέα τῶν βασιλέων; Εἶσαι στά λογικά σου;

(ε) Σημεῖο τοῦ Ἀντίχριστου

Ἡ Ἀποκάλυψη προφητεύει ὅτι θὰ ἔλθει στὴ γῆ τὸ θηρίο, ὁ Ἀντίχριστος, ποὺ θὰ σαλεύσει τὴ γῆ καὶ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Λέγεται, ότι τὰ προδρομικὰ σημεῖα τῆς ἀφίξεώς του είναι ὅτι θὰ γεμίσει ὁ τόπος ἀπὸ αἱρετικοὺς καὶ βλάσφημους. Οἱ βλάσφημοι με τις βλασφημίες τους γίνονται πρόδρομοι.

Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει τό 85 μ.Χ. ὅτι ἔρχεται ὁ Ἀντίχριστος, ἀλλά πρό τῆς ἀφίξεώς του θά ἐμφανιστοῦν μέ τίς αἱρετικές διδασκαλίες τους καί μέ τίς βλασφημίες του πολλοί ἀντίχριστοι: «καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασι... ὁ ἀρνούμενος ὅτι ὁ Ἰησοῦς οὐκ ἔστι ὁ Χριστός οὗτος ἐστίν ὁ ἀντίχριστος» (Α΄ Καθολική Ἰωάννου 2, 18-23). Χαρακτηρίζει δηλαδή τούς αἱρετικούς καί τούς βλάσφημους ὡς ἀντίχριστους. Σήμερα ὑπάρχουν πολλοί τέτοιοι.

 

3. Σύγκριση τῆς βλασφημίας

(α) Σύγκριση μέ ἄλλα ἁμαρτήματα

Κάθε ἀνθρώπινη ἐκδήλωση πού ἀντιβαίνει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ λόγια ἤ μέ ἔργα εἶναι ἁμαρτία, π.χ. ὁ φόνος, ἡ μοιχεία, ἡ κλοπή, τό ψεῦδος καί γενικά κάθε παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ βλασφημία μέ ὕβρεις κατά τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων κ.λπ. ὑπερβαίνει ὅμως κατά τό μέγεθος καί τό βάρος κάθε ἄλλη ἁμαρτία. Εἶναι τόσο ἀσύλληπτη ἡ διαφορά τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς ὅση εἶναι ἡ διαφορά τοῦ ἀδύναμου καί εὐτελῆ ἄνθρωπου ἀπό τόν παντοδύναμο, πάνσοφο καί ἄπειρο Θεό. Ο Μ. Βασίλειος λέει: «Ὁ μέν ἁμαρτάνων παραβαίνει νόμον, ὁ δέ βλασφημῶν εἰς αὐτήν ἀσεβεῖ τήν θεότητα. Καί εἰ ὁ παραβάτης τοῦ Νόμου κατά νόμον κολάζεται πόσο μᾶλλον ὁ βλάσφημος ὁ τόν νομοθέτην ἐξυβρίσας;». Σέ ὅλες τίς θρησκεῖες καί σέ ὅλους τους πολιτισμούς τοῦ κόσμου θεωρεῖται τό πιό βαρύ καί ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα. Ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη (Ἔξοδος 22,28) εἶναι ρητή: «Θεούς οὐ κακολογήσεις καί ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐ κακῶς ἐρεῖς». Στήν Καινή Διαθήκη ἀναφέρεται ρητά (Ματθαίου 12, 31) ὅτι ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό πιό βαρύ καί ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα. «Διά τοῦτο λέγω ὑμίν, πάσα ἁμαρτία καί βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δέ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰώνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι». Γιά νά βλασφημεῖ κανείς τόν Θεό σημαίνει ὅτι ἔφτασε σέ σημεῖο πορώσεως τῆς συνείδησής του. Ἔγινε ἐπαναστάτης κατά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ βλασφημία εἶναι ὁ μεγαλύτερος βαθμός ἀσέβειας τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἁγίων καί τῶν ἱερῶν της Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ αἰσχρότερη ἁμαρτία, τό ἀποκορύφωμα τῶν ἁμαρτιῶν, διότι οἱ ἄλλες ἁμαρτίες καταφέρονται κατά τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ αὐτή κατά τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄλλη ἁμαρτία εἶναι ἐλαφρότερη ὅταν συγκρίνεται μέ τή βλασφημία, λέει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος. Τά λόγια τοῦ βλάσφημου εἶναι μεγαλύτερα ἀπό τά καρφιά, μέ τά ὁποῖα οἱ Ἑβραῖοι κάρφωσαν τά πόδια καί τά χέρια τοῦ Χριστοῦ πάνω στό σταυρό. Εἶναι πιό αἰχμηρά ἀπό τή λόγχη μέ τήν ὁποία κέντησε ἕνας στρατιώτης τήν πλευρά τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι στυφότερα καί ἀηδιαστικότερα ἀπό τή χολή καί τό ξίδι πού πότισαν οἱ Ἑβραῖοι τό Χριστό.

Ἄν ρωτήσουμε τόν Κύριο: «Κύριε ποιές βλασφημίες καί ὕβρεις εἶναι βεβηλότερες, φρικτότερες καί βαρύτερες, τῶν Ἑβραίων ἤ τῶν συγχρόνων χριστιανῶν;», θά μᾶς ἀπαντοῦσε μέ βαθύ πόνο, ὅτι βαρύτερες εἶναι αὐτές τῶν σημερινῶν χριστιανῶν, διότι αὐτοί βαφτίστηκαν στό ὄνομά του, διδάχτηκαν τά μαρτύρια πού ὑπέφερε γιά νά τούς σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἄκουσαν τή διδασκαλία του καί τά θαύματά του. Εἶδαν μέ πόση ἀγάπη τούς συμπαραστέκεται σέ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς τους, καί παρόλα αὐτά τόν βλασφημοῦν.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέει ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερη, οὔτε ἴση ἁμαρτία ἀπό τή βλασφημία τοῦ Θεοῦ. Ἡ βλασφημία αὐξάνει ὅλα τα κακά, φέρνει σέ ὅλα σύγχυση καί συνεπάγεται ἀτέλειωτη κόλαση καί ἀφόρητη τιμωρία (Χρυσοστόμου, Περί εἱμαρμένης λόγος Β΄, 1, Ε.Π.Ε. 34, 556).

Ὁ Ἠσαΐας λέει πρός ὅλους μας (ΝΗ 1): «Ἀναβόησον ἐν ἰσχύι καί μή φείση, ὡς σάλπιγγα ὕψωσον τήν φωνήν σου, καί ἀναγγειλον τῷ λαῶ τά ἁμαρτήματα αὐτῶν καί τῷ οἴκω Ἰακώβ τάς ἀνομίας αὐτῶν». Φωνάξτε, δηλαδή, μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σας, μή διστάσετε, ὑψῶστε τή φωνή σας σάν μεγαλόφωνη σάλπιγγα καί ἐλέγξτε τούς βλάσφημους γιά τό μεγάλο θεοστυγές ἀνοσιούργημα τῆς βλασφημίας πού διαπράττουν.

Ὁ Πατροκοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στήν τέταρτη Διδαχή του ἀπευθύνεται στόν βλάσφημο καί τοῦ λέει: «Μέ τί στόμα, ἀνόητε καί πονηρέ ἄνθρωπε, ἀποτολμᾶς καί ὑβρίζεις τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ; Ὁμοίως καί τούς ἁγίους. Δέν φοβᾶσαι τρισάθλιε μήπως ἀνοίξει ἡ γῆ καί σέ καταπιεῖ; Ὁ διάβολος δέν ἀποτολμᾶ νά βρίζει τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, διότι φοβεῖται μήπως πέσει ἀστραπή καί τόν κατακαύσει, καί σύ ἀνάγωγε ἄνθρωπε ἀνοίγεις αὐτό τό καταραμένο στόμα σου καί βρίζεις τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ; Ἀλίμονο σέ ἐκείνους πού βρίζουν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, θά τούς καίει ὁ πύρινος ποταμός πάντοτε.»

(β) Ἡ βλασφημία εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀσέβειας τοῦ ἀνθρώπου

Ἡ βλασφημία εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό φαινόμενο τῆς μεγάλης ἠθικῆς καί πνευματικῆς καταπτώσεως τῆς ἐποχῆς μας. Εἶναι μία ἀπό τίς ἀσύλληπτες στό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου παραβάσεις τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ. Ὅταν σκέπτεσαι ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού βρίζουν τόν Θεό, διερωτᾶσαι ἄν αὐτοί ἔχουν μέσα τους ἔστω καί ἴχνος φόβου (: σεβασμοῦ) Θεοῦ.

Εἶναι λογικοί ἄνθρωποι; Δέν σκέπτονται ἀπό πού ἐξαρτῶνται τά πάντα καί πού θά παραδώσουν τήν ψυχή τους; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Τιμοθέου 3, 1-5) προβλέπει ὅτι πρίν τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου θά ἔρθουν δύσκολοι καιροί. Θά κυριαρχήσει στούς ἀνθρώπους ἡ φιλαυτία, ἡ φιλαργυρία, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ βλασφημία, ἡ ἀνυπακοή, ἡ ἀχαριστία, ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀστοργία, ἡ ἀδιαλλαξία, ἡ συκοφαντία, ἡ ἀσωτία, ἡ ἔχθρα, ἡ προδοσία, ἡ αὐθάδεια, ὁ ὑπερβολικός ἐγωισμός, ἡ φιληδονία καί ὄχι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ὅλες αὐτές οἱ κακίες ὑποβιβάζουν τή στάθμη μας, μᾶς καθιστοῦν ἔλεεινους καί τρισάθλιους ἐνώπιόν του Θεοῦ. Θά δώσουμε ἕκαστος λόγο γι’ αὐτά κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου.

Μέσα στά προειδοποιητικά σημεῖα τῆς ἐλεύσεως τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου συμπεριλαμβάνονται καί ἡ ἐπικράτηση τῆς βλασφημίας, τῆς ἀχαριστίας, τῆς ἀσέβειας καί ἄλλες κακίες πού ἀπορρέουν ἀπό τήν πώρωση τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀποκορύφωση τή βλασφημία, ἀπό τίς ὁποῖες καταδεικνύεται τό μέγεθος τῆς κατάπτωσης τῶν ἀνθρώπων καί ἡ προσέγγιση τῆς μέλλουσας κρίσεως.

Ὁ βλάσφημος ἄνθρωπος, ἀντί νά ζεῖ πλησίον του Θεοῦ καί νά εἶναι φίλος του Θεοῦ, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό. Ἀντί νά φωτίζεται ἀπό τό φῶς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, σκοτίσθηκε ἀπό τόν ἐωσφωρικό ἐγωισμό του καί ἀντί νά ὑμνεῖ καί νά δοξάζει τόν Θεό, Τόν ὑβρίζει.

Ὁ βλάσφημος ἐξομοιώνεται μέ τούς σταυρωτές του Χριστοῦ πού Τόν βλασφημοῦσαν τήν ὥρα πού Ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τόν πατέρα Τοῦ λέγοντας: «Πάτερ ἅφες αὐτοῖς οὐκ οἴδασι τί ποιούσι».

Ὅσοι πιστεύουμε στό Χριστό καί Τόν ἀγαποῦμε εἰλικρινά ὡς σωτήρα μας, πρέπει νά προσευχόμαστε καί ἐμεῖς κατά τόν ἴδιο τρόπο στό Πατέρα μας Θεό γιά τούς βλάσφημους. «Οὐ γάρ οἴδασι τί ποιούσι». Νά τούς φωτίσει ὁ Θεός νά ἀναλογισθοῦν τό μεγάλο ἁμάρτημα πού κάνουν καί νά μετανοήσουν. Νά προσευχόμαστε νά μετανοήσουν τό γρηγορότερο.

(γ) Ἡ βλασφημία ὑπερβαίνει τό ἔργο τῶν δαιμόνων

Οἱ δαίμονες ποτέ δέ βλασφημοῦν τόν Θεό. Ποτέ δέ φθάνουν σέ τέτοια ἄκρα αἰσχρότητας καί ἀσέβειας. Ὁ βλάσφημος ἄνθρωπος γίνεται χειρότερος ἀπό τούς δαίμονες, διότι οἱ δαίμονες ἀναγνωρίζουν τό Χριστό ὡς Θεό καί ὁμολογοῦν τή θεότητά Του. Τρέμουν καί φρίττουν μπροστά στό Χριστό. Στή θεραπεία τῶν δαιμονισμένων τῶν Γεργεσηνῶν Τόν παρακαλοῦσαν νά μή τούς βασανίσει, ἀλλά νά τούς ἐπιτρέψει νά εἰσέλθουν στήν ἀγέλη τῶν χοίρων (Ματθαίου 8, 29). Ὁ βλάσφημος ξεπερνᾶ στήν συμπεριφορά του καί τά δαιμόνια ἀκόμη.

Ὁ Θεός ἔδωσε ρητές ἐντολές: «Οὐ λήψει τό ὄνομα Κυρίου ἐπί ματαίω» (Ἔξοδος Κ΄, 7) καί «Οὐ βεβηλώσετε τό ὄνομα τό Ἅγιό του Θεοῦ ὑμῶν» (Λευιτικό ΙΘ΄,12). Οἱ δαίμονες σέβονται τίς ἐντολές αὐτές καί δέν χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐπί ματαίω καί δέν τό βάζουν στό στόμα τους γιά νά τό βεβηλώσουν, ἐνῶ ὁ ἀχαρακτήριστος βλάσφημος, ὄχι μόνον λαμβάνει τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ στό στόμα τοῦ ἐπί ματαίω, ἀλλά καί τό βεβηλώνει μέ τή βδελυρά βλασφημία του.

Σκοτίσθηκε ὁ νοῦς του, σκληρύνθηκε ἡ καρδιά του καί πῆρε τόν ἀντίθετο δρόμο στή ζωή του. Ἀντί νά χρησιμοποιήσει τό νοῦ του γιά νά μελετήσει τό νόμο καί τό μεγαλεῖο του Θεοῦ μέσα στό σύμπαν, μελέτησε τρόπους παραβάσεως τοῦ νόμου καί βεβηλώσεως τοῦ ὀνόματός Του. Ἀντί μέ τή γλώσσα του νά ὑμνεῖ καί νά δοξολογεῖ τόν Θεό, ἔφθασε στό ἐπαίσχυντο σημεῖο νά ὑβρίζει καί νά βλασφημεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

 

4. Τά αἴτια τῆς βλασφημίας

(α) Ἡ ἄγνοια

Πολλοί ἀπό τούς χριστιανούς ζοῦν σέ μία ἀπερίγραπτη θρησκευτική καί ἠθική ἄγνοια. Ἀγράμματοι χριστιανοί, ἀλλά καί ἐγγράμματοι μέ πτυχία πανεπιστημίων, ἀγνοοῦν καί τίς πλέον στοιχειώδεις ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Θεωροῦν ὑποτιμητικό καί ἀνάξιο νά ἀσχοληθοῦν μέ τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν ἀνάγνωση θρησκευτικῶν περιοδικῶν καί βιβλίων. Διακατέχονται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ὑλοφροσύνης καί ἐνδιαφέρονται μόνο γιά τίς ἐγκόσμιες γήινες γνώσεις καί ὑλικές ἀπολαύσεις. Δυσανασχετοῦν καί ἀντιδροῦν ὅταν ἀκοῦν τό θεῖο κήρυγμα. Κατέχονται ἀπό ἐγωισμό καί νομίζουν ὅτι τά γνωρίζουν ὅλα, ὅτι δέν ἔχουν ἀνάγκη τῆς μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἀκροάσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος. Μελετοῦν εὐχαρίστως ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀνάγνωσμα καί ἀποστρέφονται κάθε τί πού ἔχει σχέση μέ τή Χριστιανική πίστη. Ὅπως τονίζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «τό μή εἰδέναι τάς Γραφᾶς πάντων των κακῶν αἴτιον».

Οἱ βλάσφημοι γνωρίζουν περισσότερό το θέλημα τοῦ διαβόλου καί λιγότερό το θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυνατόν ὅμως νά ἀγνοοῦν ὅτι ἡ βλασφημία εἶναι τό μεγαλύτερο ἁμάρτημα τῶν ἁμαρτημάτων; Ἴσως νά γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἁμάρτημα, ἀλλά δέν συνειδητοποιοῦν πόσο μεγάλο ἁμάρτημα εἶναι. Δέν ἔχουν συναίσθηση τί ἐκστομίζουν. Συναισθάνονται κυρίως τά ἁμαρτήματα τῆς κλοπῆς, τῆς ἀδικίας, τοῦ φόνου καί ὅ,τι ἄλλο γιά τό ὁποῖο ὁ νόμος τῆς πολιτείας θά τούς παραπέμψει στό δικαστήριο. Τό χείριστό των ἁμαρτημάτων, τή βλασφημία, τήν διαπράττουν χωρίς ἐνδοιασμό. Τή θεωροῦν ὡς ἀσήμαντη ἁμαρτία μπροστά στίς ἄλλες.

Ἄλλοι πάλι, ἀνάλογα μέ τά πάθη καί τίς ὀρέξεις τους, βγάζουν προσωπικά συμπεράσματα γιά τίς διάφορες ἁμαρτίες. Ἐπηρεασμένοι ἀπό τούς κρατικούς νόμους θεωροῦν ἁμαρτίες μόνον ὅσες βλάπτουν τόν πλησίον καί τιμωροῦνται ἀπό τούς νόμους τοῦ κράτους. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ πτυχία, πού κατέχουν ὅλους τους νόμους καί πολλές ἐγκυκλοπαιδικές γνώσεις, καί ὅμως δέν γνωρίζουν τό σπουδαιότερο: νά σέβονται τόν Θεό πού πιστεύουν οἱ συνάνθρωποί τους.

Ἀπογοητεύεται κανείς ὅταν τούς ἀκούει νά βλασφημοῦν καί διερωτᾶται: πρός τί τόση μόρφωση χωρίς τό στοιχειώδη σεβασμό πρός τόν Θεό; «Σοφία χωριζομένη ἀρετῆς πανουργία φαίνεται καί οὐ σοφία», ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας.

Οἱ βλάσφημοι δέν αἰσθάνονται τύψεις συνειδήσεως ὅταν βλασφημοῦν. Δέν ἔχουν συναίσθηση τοῦ μεγέθους τῆς ἁμαρτίας τῆς βλασφημίας κατά τοῦ Θεοῦ. Δέν καταλαβαίνουν πόσο ὑποβιβάζουν τόν ἑαυτό τους στίς συνειδήσεις τῶν ἄλλων, ὅταν τούς ἀκοῦν νά βλασφημοῦν. Διαπιστώνουμε ὅτι στούς βλάσφημους ὑπάρχει μεγάλη ἄγνοια τῆς ἔννοιας τῆς ἁμαρτίας καί ἀπουσιάζει ἀπ’ αὐτούς κάθε ἴχνος σεβασμοῦ καί πνευματικοῦ πολιτισμοῦ.

Ἄν εἶναι πολιτισμένοι, ὅπως ἰσχυρίζονται ἀπό ἄκρατο ἐγωισμό, ὀφείλουν νά σέβονται τήν πίστη τῶν ἄλλων. Ὅταν βρίζουν τόν Θεό, τόν δημιουργό καί προνοητή των πάντων, βρίζουν Αὐτόν πού πιστεύουν οἱ ἄλλοι. Φαίνεται ὅτι βρίσκονται ἐκτός ἑαυτοῦ. Μωραίνονται, παρότι μερικοί εἶναι ἐπιστήμονες. Τυφλώνονται ἀπό τήν ἁμαρτία. Πωρώνεται ἡ συνείδησή τους. Ζοῦν στήν ἄγνοια τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, σέ κατάσταση ἀπερίγραπτης ἠθικῆς καταπτώσεως καί ἀναισθησίας.

(β) Ὁ ἐγωισμός

Βλασφημοῦσαν καί βλασφημοῦν πολλοί ἀπό καθαρό ἐγωισμό, ἐπειδή δέν ὑπακοῦν καί δέν συμμορφώνονται στίς ἐντολές τους οἱ ὑφιστάμενοι ὑπάλληλοί τους, τά παιδιά τους, ἡ γυναίκα τους, ἀκόμη καί τά ἄλογα ζῶα τους. Νομίζουν ὅτι οἱ ἄλλοι μέ τήν ἀνυπακοή τούς τούς περιφρονοῦν καί ἔτσι θίγονται. Δέν ἔχουν ἴχνος ταπείνωσης καί ξεσπᾶ ὁ ἑωσφορικός ἐγωισμός τους μέ βλασφημίες κατά τοῦ Θεοῦ.

Τί μπορεῖ νά περιμένει κανείς ἀπό ἕνα κούφιο πνευματικά ἄνθρωπο χωρίς τίς στοιχειώδεις ἀρετές τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό; Ὁ ἐγωισμός δέν τόν ἀφήνει νά ἐλέγξει τά αἴτια τῆς ανυπακοής των ἄλλων, πού προέρχεται ἀπό τήν ἀνικανότητά του νά ἐπιβληθεῖ μέ τήν προσωπικότητά του, ἀλλά βλασφημά καί χειροτερεύει τή θέση του. Ὁ βλάσφημος μέ τίς ὕβρεις γίνεται «χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον»(Α΄ Κορινθ.13, 1), δηλαδή ἕνας ἄψυχος χαλκός πού βγάζει θόρυβο χωρίς σημασία καί ἕνα κύμβαλο πού ἀπηχεῖ ἀκρίτως τό θέλημα καί τή γνώμη τοῦ διαβόλου. Γίνεται ἕνας ἄδειος τενεκές πού βγάζει κούφιο, χωρίς νόημα θόρυβο, ὅταν τόν χτυπήσεις.

(γ) Ἡ ὀργή, ὁ θυμός, ὁ ἐκνευρισμός καί ἡ ἀγανάκτηση

Ὅλα αὐτά προέρχονται ἀπό τήν ἀγχώδη καθημερινή ζωή, ἀπό τίς ἀποτυχίες καί τίς ἀναποδιές τῆς ζωῆς, τίς ζημίες, τίς συμφορές καί περισσότερο ἀπό τίς ἀτασθαλίες, τίς ἀδικίες, καί γενικά τίς ἀταξίες τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν συνανθρώπων του.

Μερικοί ἄνθρωποι πάνω στήν ὀργή, στό θυμό, στήν κακία καί στήν ἐπιθυμία νά ἐκδικηθοῦν τούς βλάψαντες αὐτούς ἐκσφενδονίζουν βλασφημίες κατά τῶν θείων, τά ὁποῖα δέν φταῖν σέ τίποτε. Οἱ ἄνθρωποι πού κατέχονται ἀπό διάφορα πάθη, χωρίς νά πιστεύουν ἀκράδαντα στόν Θεό, χάνουν τήν ψυχραιμία τους, παρασύρονται σέ ἀψυχολόγητες ἀκρότητες ὀργῆς καί θυμοῦ γιά τό τίποτε.

Ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπέβαλλε μεγάλες τιμωρίες στούς ὀργιζόμενους χωρίς σοβαρό λόγο κατά τῶν συνανθρώπων τους. Ὅποιος θά ἔβριζε τόν συνάνθρωπό του γιά τό τίποτε ἦταν ἔνοχος τιμωρίας στή μέλλουσα κρίση. Ὅποιος θά χαρακτήριζε τόν συνάνθρωπό του ρακά, τιποτένιε ἤ κουρελή, δικάζονταν ἀπό τό ἑπταμελές δικαστήριο αὐστηρά. Ὅποιος θά ἀποκαλοῦσε τόν συνάνθρωπό του ἀνόητε ἤ βλάκα, καταδικάζονταν ἀπό τό ἐβδομηκονταεπταμελές δικαστήριο στή γέενα τοῦ πυρός. Ἄν σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Θεοῦ καταδικάζονταν οἱ ἄνθρωποι γιά ἀσήμαντες ὕβρεις, τότε πόσο μᾶλλον περισσότερο αὐστηρά θά καταδικασθοῦν οἱ βλασφημοῦντες τόν Θεό, λόγω ὀργῆς, στή μέλλουσα κρίση;

Ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καταδίκαζε σέ θάνατο ἐκεῖνον πού θά κακολογοῦσε τόν πατέρα του ἤ τήν μητέρα του. Ποιές ἄραγε τιμωρίες πρέπει νά ἐπιβληθοῦν στήν ἄλλη ζωή σ’ αὐτούς πού κακολογοῦν καί βρίζουν τόν Πατέρα ὅλου τοῦ κόσμου, τόν Θεό;

Τοῦτοι ἐπιχειροῦν νά δικαιολογηθοῦν, λέγοντας ὅτι βρίζουν χωρίς νά τό θέλουν λόγω τοῦ θυμοῦ, τῆς ὀργῆς καί τῆς ἀγανακτήσεως κατά τῆς ἐπικρατούσης ἀδικίας. Τούς ἐρωτοῦμε ὅμως: γιατί σέ ὧρες ἐξάψεως ὀργῆς καί θυμοῦ γιά τίς ἀδικίες τῶν προϊσταμένων τους καί γενικά τῶν ἀνωτέρων τους δέν βρίζουν ἐνώπιον αὐτῶν, ἀλλά σιωποῦν καί προσπαθοῦν μέ εὐγένεια νά διεκδικήσουν τό δίκαιό τους, ἐνῶ στή περίπτωση τῶν γενικῶν ἀδικιῶν ἀπό διαφόρους ἀνθρώπινους καί φυσικούς παράγοντες βλασφημοῦν μέ θρασύτητα τόν Θεό, πού δέν εἶναι αἰτία κανενός κακοῦ στή γῆ; Γιατί μπροστά στούς προϊσταμένους τους συγκρατοῦν τό θυμό, τήν ὀργή, τήν ἀγανάκτηση καί τά τεντωμένα νεῦρα τους καί ἐνώπιον του μή πταίοντος Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων βρίζουν;

Ὁ μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰωακείμ ἀναφέρει στά ἀπομνημονεύματά του πόσο διαφορετικά συμπεριφέρονταν οἱ χλιαροί στήν πίστη ἄνθρωποι στή Μικρασιατική καταστροφή τοῦ 1922 σέ σύγκριση μέ τούς πιστούς. Ὅλοι βρίσκονταν κάτω ἀπό τίς ἴδιες συνθῆκες ὀργῆς, θυμοῦ, ἀγανάκτησης καί ἀσυγκράτητου ἐκνευρισμοῦ ἀπό τήν ὅλη κατάσταση.

Οἱ χλιαροί στή πίστη χριστιανοί καί οἱ ἄπιστοι, ὅμως, ἐξοργισμένοι ἀπό τήν ἥττα τοῦ στρατοῦ μας, πού προῆλθε κυρίως ἀπό τήν κομματική διχόνοια καί τά πολλά λάθη τῶν ὑπευθύνων, ἔβριζαν καί βλασφημοῦσαν τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία, τούς ἁγίους καί ὅλα τα ἱερά καί ὅσια, ἰσχυριζόμενοι ὅτι τούς ἐγκατέλειψαν στίς κρίσιμες ἐκεῖνες στιγμές καί δέν ἔκαναν τό θαῦμα γιά νά σώσουν αὐτούς καί τίς περιουσίες τους.

Ἀντί νά ἀγανακτήσουν, νά θυμώσουν καί νά ὀργισθοῦν κατά τῆς κομματικῆς μας διαμάχης καί τῆς ἀστάθειας τῶν συμμάχων μας, Γάλλων, Ρώσων καί Ἄγγλων, πού μᾶς πρόδωσαν καί μᾶς ἐγκατέλειψαν στή μανία τοῦ ἐχθροῦ, μετά ἀπό τόσες θυσίες πού κάναμε στόν κοινό ἀγώνα τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου, καταφέρονταν ἀναίτια ἀπό ὀργή καί θυμό κατά τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί ὅλων των ἁγίων. Ἄλλοι ἔφταιγαν καί σέ ἄλλους ξεσποῦσαν.

Παράλογη ἦταν ἡ συμπεριφορά τους, παράλογος ἦταν ὁ θυμός τους, ἡ ὀργή τους, ἡ ἀγανάκτησή τους καί ὁ ἐκνευρισμός τούς κατά τοῦ Θεοῦ. Δέ ἀναλογίζονταν ὅτι αἰτία τῶν δεινῶν ἦταν οἱ πολλές δικές τους ἁμαρτίες, ἡ διχόνοια τοῦ ἔθνους μας καί ἡ προδοσία τῶν συμμάχων μας, ἀλλά τά ἀπέδιδαν ὅλα στόν Θεό.

Ἀντίθετα, οἱ σταθεροί στήν πίστη τούς χριστιανοί, παρόλη τή σύγχυση, τήν ὀργή καί τό θυμό κατά τῶν ὑπευθύνων γιά τή συμφορά τῆς Μικρασιατικῆς ἐκστρατείας καί γιά τήν προδοσία τῶν συμμάχων, φύλαγαν τή γλώσσα τους ἀπό κατάρες καί βλασφημίες καί προσεύχονταν στόν Θεό νά τούς βοηθήσει στίς δύσκολες ἐκεῖνες μέρες. Μέ πίστη καί ἐλπίδα στόν Θεό ἔπαιρναν ἀπό τούς ναούς τῆς πατρίδας τούς τά ἱερά λείψανα τῶν τοπικῶν ἁγίων, τίς ἱερές εἰκόνες, τά ἱερά σκεύη καί τά οἰκογενειακά τους θρησκευτικά κειμήλια, γιά νά μήν τά βεβηλώσουν οἱ μουσουλμάνοι.

Προσεύχονταν στόν Θεό μέ ἀκράδαντη πίστη καί ἐλπίδα. Πίστευαν ὅτι θά τούς συμπαρασταθεῖ ὁ Θεός στίς δύσκολες ἐκεῖνες στιγμές τῆς ἥττας καί τῆς ὀπισθοχωρήσεως τοῦ στρατοῦ μας, ὅπως τούς συμπαραστάθηκε στά πεντακόσια χρόνια τῆς σκλαβιᾶς.

Σέ καμιά στιγμή ἐκνευρισμοῦ, ὀργῆς, θυμοῦ καί ἀγανάκτησης δέν δικαιολογεῖται ὁ ἄνθρωπος νά καταφέρεται κατά τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων.

(δ) Ἡ μέθη

Τὰ πολλὰ οἰνοπνευματώδη ποτὰ φέρουν τὸν ἄνθρωπο σὲ κατάσταση ἐκτὸς ἑαυτοῦ καὶ τὸν καθιστοῦν πολλὲς φορὲς τρελότερο ἀπὸ τοὺς τρελούς. Ἡ λαϊκὴ παροιμία λέει: «εἶδε ὁ τρελὸς τὸ μεθυσμένο καὶ φοβήθηκε». Ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ οἰνοπνευματώδους ποτοῦ, ὁ μεθυσμένος ἐκτοξεύει ὕβρεις κατὰ τοῦ Θεοῦ. Σπάνιο εἶναι νὰ μὴ βρίζουν οἱ μεθυσμένοι. Ἡ μέθη δὲν ἀπαλλάσσει τὸν βλάσφημο ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῆς ἁμαρτίας του. Ὅπως ὁ κρατικός νόμος για την οδική κυκλοφορία δὲν ἀπαλλάσσει τὸ μεθυσμένο ὁδηγὸ αὐτοκινήτου ὅταν προκαλέσει ἀτύχημα, ἔτσι και ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δὲν ἀπαλλάσσει τὸ χριστιανὸ ὅταν υπαίτια μεθάει και βλασφημεῖ.

(ε) Τό κακό παράδειγμα

Ἕνας πολύ σημαντικός παράγοντας στή μετάδοση τῆς συνήθειας τῆς βλασφημίας εἶναι τό κακό παράδειγμα. Οἱ συναναστρεφόμενοι μέ βλάσφημους ἐπηρεάζονται καί σιγά σιγά ἀρχίζουν νά βλασφημοῦν καί οἱ ἴδιοι. Οἱ βλάσφημοι εἶναι τό χείριστο παράδειγμα τῆς ἀσέβειας καί τῆς ἠθικῆς καταπτώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν κοινωνία. Ἀλίμονο στήν κοινωνία ἐκείνη πού ἔχει ὡς παράδειγμα βλάσφημους ἀνθρώπους.

Ἡ λαϊκή παροιμία μᾶς διαβεβαιώνει: «Εἰ χωλῶ παροικήσει χωλῶ ὑποσκάζειν μαθήσει». Ἐάν κατοικεῖς μέ κάποιο κουτσό, θά μάθεις νά κουτσαίνεις καί ὁ ἴδιος. Οἱ συναναστρεφόμενοι καί συνεργαζόμενοι μέ ὑβρεολόγους, συνηθίζουν παρά τή θέληση νά τούς μιμοῦνται.

Τούς κατέχοντες ὑψηλές θέσεις στήν πολιτεία, στό στράτευμα καί γενικά στή κοινωνία, τούς ἔχει ὁ λαός ὡς πρότυπα καί τούς μιμεῖται. Ἐπηρεάζεται ἄμεσα ὁ λαός ἀπό αὐτούς. Ὁ Ἰσοκράτης λέει χαρακτηριστικά: «Φιλεῖ τό ὑπήκοον ἐξομοιοῦσθαι τοῖς ἄρχουσι». Οἱ ὑπήκοοι ἀγαποῦν νά μιμοῦνται καί νά ἐξομοιώνονται μέ τούς ἄρχοντές τους.

Στό στρατό οἱ νεοσύλλεκτοι θαυμάζουν τούς ἀξιωματικούς τους γιά τό παράστημα καί τή λεβεντιά τους καί τούς ἔχουν ὡς πρότυπα. Τούς μιμοῦνται ἀπό τήν πρώτη μέρα τῆς ἐπιστρατεύσεώς τους γιά νά γίνουν καλοί, τέλειοι στρατιῶτες. Ἄν βρεθοῦν σέ μονάδα στρατοῦ βλάσφημων ἀξιωματικῶν καί ὑπαξιωματικῶν, θά ἐπηρεασθοῦν ἀπό τίς βλασφημίες τους καί θά τούς μιμηθοῦν.

Τά παιδιά ἔχουν ὡς πρότυπα στή ζωή τους τούς γονεῖς, τούς δασκάλους, τά μεγαλύτρα ἀδέλφια τους. Τούς μιμοῦνται σέ ὅλα. Ἕνα μεσημέρι γύρισε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἀπό τή δουλειά καί βλασφήμησε τά θεία, ἐπειδή δέν ἦταν ἕτοιμό το φαγητό. Τό παιδί ἀκούγοντας τόν μπαμπά νά βλασφημά, βλασφήμησε καί αὐτό κατ’ ἀπομίμηση. Ἡ μητέρα τό τιμώρησε αὐστηρά. Τό παιδί διαμαρτυρήθηκε στή μαμά ρωτώντας, γιατί δέν τιμώρησε καί τόν μπαμπά πού βλασφήμησε.

Ὅταν βρίζουν οἱ προϊστάμενοι, οἱ ἀνώτεροι στήν ἱεραρχία τῆς πολιτείας καί τοῦ στρατοῦ, οἱ γονεῖς καί οἱ μεγαλύτεροι στήν ἡλικία, τί μπορεῖ νά περιμένει κανείς ἀπό τούς ὑφισταμένους καί τά παιδιά; Γίνονται ἀφορμή τῆς συνήθειας σέ πολλούς νέους. Οὐαί τό σκάνδαλο, ἀπ’ ὅποιον καί ἄν ἔρχεται.

Οἱ πραγματικά καλλιεργημένοι στήν ψυχή καί μορφωμένοι ἄνθρωποι ἀναλογίζονται τή μείωση τοῦ ἐαυτοῦ τους στίς συνειδήσεις τῶν ἄλλων καί δέν ἐπηρεάζονται ποτέ ἀπό τό κακό παράδειγμα τῶν βλάσφημων.

(στ) Ἐπίδειξη ἀνδρισμοῦ καὶ ἐπιβολῆς στοὺς ἄλλους

Μερικοί κούφιοι κατά τά λοιπά ἄνθρωποι θέλουν νά ἐπιβάλλονται στούς ἄλλους καί στούς ὑφισταμένους τους μέ τίς ὕβρεις καί τίς βλασφημίες. Καυχιῶνται ὅτι εἶναι ἄνδρες καί ὡς ἄνδρες βλασφημοῦν. Ἕνας εὐσεβής ἀξιωματικός στό στρατό δέν βλασφημοῦσε. Τόν παρεξήγησαν οἱ βλάσφημοι ἀξιωματικοί καί ἔλεγαν μεταξύ τους: Εἶναι μέν καλός ἄνθρωπος ἀλλά δέν κάνει γιά ἀξιωματικός, ἐπειδή δέν βρίζει γιά νά ἐπιβάλλεται.

Οἱ βλάσφημοι νομίζουν ὅτι ἀποδεικνύονται μέ τίς βλασφημίες ἄνθρωποι μέ πυγμή καί ἐπιβάλλονται εὐκολότερα στούς ἄλλους. Πιστεύουν ὅτι δείχνουν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τόν ἀνδρισμό τους. Θεωροῦν τή βλασφημία ἀνδροπρέπεια καί ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους. Πόσο πλανῶνται! Οἱ ἄλλοι τούς θεωροῦν δαιμονισμένους καί σιωποῦν, καί αὐτοί ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους. Νομίζουν ὅτι σιωποῦν οἱ ἄλλοι μπροστά τους, ἐπειδή τούς ἀναγνωρίζουν ὡς ἄνδρες μέ δυναμικότητα καί πυγμή. Ἄν πραγματικά εἶναι ἄνδρες, τότε γιατί δέν βρίζουν καί τόν προϊστάμενο τοῦ γραφείου τους ἤ τό διοικητή τους σέ περιπτώσεις πού τούς ἀδικήσουν, ἀλλά στέκονται προσοχή καί σιωπηλοί μπροστά τους;

Οἱ βλασφημίες τους δείχνουν ἔλλειψη ἀνδρισμοῦ καί ὁμαλῆς προσωπικότητας. Δέν μποροῦν νά ἐπιβληθοῦν μέ τήν προσωπικότητά τους καί προσπαθοῦν νά ἀναπληρώσουν αὐτό τό ἔλλειμμα μέ τίς ὕβρεις καί τίς βλασφημίες. Ξεπέφτουν στίς συνειδήσεις τῶν ὑγιῶς σκεπτόμενων ὡς ἐλεεινοί, τρισάθλιοι καί κατώτεροί της κοινωνίας ἄνθρωποι.

Καυχῶνται γιά τίς αἰσχρές βλασφημίες τους. Οἱ βλάσφημοι θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους δυναμικούς ἀνθρώπους, ἰσχυρές προσωπικότητες τῆς κοινωνίας πού ἐπιβάλλονται στούς ἄλλους μέ τίς ὕβρεις. Καυχᾶται ὁ ἁμαρτωλός ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασι αὐτοῦ ὅτι εἶναι βλάσφημος. Ὁ ἄνθρωπος πού ζητεῖ τή δόξα σέ αἰσχρά λόγια καί πράξεις ἔχει ἕνα εἶδος ψυχικῆς διαστροφῆς. Ὁ πατήρ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός χαρακτηρίζει τήν κατάσταση αὐτή ὡς ἐσχάτη διαφθορά τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Νομίζουν οἱ βλάσφημοι ὅτι μποροῦν νά παίζουν μέ τήν ἁμαρτία τῆς βλασφημίας ὅπως παίζουν οἱ πεταλοῦδες μέ τό φῶς τῆς λάμπας καί καίγονται.

(ζ) Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια

Ὑπάρχουν καί ἀνθρωπάρεσκοι στήν κοινωνία. Γιά νά φαίνονται εὐχάριστοι στούς βλάσφημους, βλασφημοῦν καί αὐτοί. Βρίζουν τά θεία γιά νά φαίνονται ὁμοϊδεάτες καί φίλοι στούς βλάσφημους. Ὁ ὑφιστάμενος, γιά νά γίνει ἀρεστός στό βλάσφημο προϊστάμενό του, βρίζει καί αὐτός τά Θεῖα.

Πολλοί ἀποφεύγουν νά ἐλέγξουν τό βλάσφημο γιά λόγους ἀνθρωπαρέσκειας, γιά νά μήν τόν δυσαρεστήσουν. Προτιμοῦν νά σιωποῦν δῆθεν ἀπό εὐγένεια. Μέ κανένα τρόπο στή ζωή μας δέν ἐπιτρέπεται νά περιφρονοῦμε τόν Θεό γιά λόγους ἀνθρωπαρέσκειας. Ἀλίμονο ἄν περιμένουμε ἀπό τούς βλάσφημους νά μᾶς ἐπαινέσουν, ἐπειδή δέν ἀντιδράσαμε στίς βλασφημίες τους.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: « Εἰ γάρ ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἄν ἤμην» (Γαλάτας 1, 10). Προτιμότερο νά θυσιάσουμε τή φιλία καί τά συμφέροντά μας, χάρη τῆς πίστεώς μας, καί νά εἴμαστε φίλοι μέ τόν Θεό, παρά νά ἀρέσουμε στούς βλάσφημους φίλους. Οἱ ἀνθρώπινες φιλίες εἶναι συμφεροντολογικές, ἀσταθεῖς καί πρόσκαιρες. Δέν ἀνταλλάσσεται ἡ φιλία τοῦ Θεοῦ μέ ὅλες τίς φιλίες τοῦ κόσμου Οἱ μάρτυρες τῆς πίστεώς μας θυσίασαν καί τή ζωή τούς ἀκόμη γιά νά μήν ἀρνηθοῦν τόν Θεό, καί ἐμεῖς θά τόν ἀρνηθοῦμε γιά νά ἀρέσουμε σέ ἕνα βλάσφημο; Εἶναι ντροπή, εἶναι αἶσχος αἰσχίστου εἴδους, εἶναι δουλοπρέπεια σ’ ἕνα χριστιανό νά συναινεῖ καί νά συμμετέχει ἄμεσα ἤ ἔμμεσα στίς βλασφημίες τῶν ἄλλων γιά λόγους ἀνθρωπαρέσκειας.

(η) Ἡ συνήθεια τῆς βλασφημίας

Μερικοί ἄγονται καί φέρονται στή ζωή τους ἀπό τή συνήθεια. Ἡ ἕξις δευτέρα φύσις, ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Ἰσχυρίζονται ὅτι λόγω τῆς ἐπιπολαιότητάς τους συνήθισαν ἀπό τή νεανική τους ἡλικία νά βλασφημοῦν καί συνεχίζουν μέχρι τά γεράματά τους. Ἡ πρόφαση τῆς συνήθειας ἀποδεικνύει ὅτι σ’ ὅλη τους τή ζωή ἦταν βλάσφημοι καί συνεχίζουν νά εἶναι βλάσφημοι, ὅτι ἀπέβαλαν πρίν ἀπό πολλά χρόνια το φόβο τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ὄργανα τοῦ διαβόλου καί ὅτι ἡ βλασφημία ριζώθηκε βαθειά μέσα στίς ψυχές τους καί δύσκολα ξεριζώνεται.

Δέν ἀπελευθερώνονται αὐτοί εὔκολα ἀπό τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Εἶναι μακροχρόνια ὄργανά του. Μέ τό παραμικρό βρίζουν καί βλασφημοῦν. Τούς ἔγινε πάθος καί δυσκολεύονται νά τό δαμάσουν. Δικαιολογοῦν τόν ἑαυτό τους μέ ἐλαφρά τήν συνείδηση λόγω τῆς πορώσεώς τους.

Ἐρωτοῦμε τους ὡς ἄνω προφασιζομένους: Ἄν κάποιος ἀθλητής τοῦ μπόξ, χωρίς νά ἔχει κακή πρόθεση, ἀλλά ἀπό συνήθεια, λόγω του ὅτι ἀσκεῖται συνεχῶς στό μπόξ, παρασυρθεῖ καί τοῦ «ξεφύγουν» μερικές μπουνιές στό πρόσωπό σας καί σᾶς ἀφήνει μελανιασμένους, θά τόν δικαιολογούσατε; Θά λέγατε ὅτι λόγω τῆς συνήθειάς του συγχωρεῖται; Ἤ θά τόν χαρακτηρίζατε τρελό καί θά τόν ὁδηγούσατε στήν ἀστυνομία ἤ καί στό δικαστήριο ἀκόμη, ἄν ἡ βλάβη στό πρόσωπό σας ἦταν μεγάλη;

Μέ τήν πρόφαση τῆς συνήθειας θά διαπράτταμε σωρεία ἐγκλημάτων καί θά ἰσχυριζόμασταν μετά κατά τήν ἀπολογία μας στόν ἀνακριτή ὅτι δέν φταῖμε ἐμεῖς, ἀλλά ἡ συνήθεια, πού τήν ἀποκτήσαμε ἀπό μικρά παιδιά.

Δέν δικαιολογοῦνται τά παραπτώματά μας ἐνώπιόν του Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων μέ τήν πρόφαση τῆς συνήθειας. Ἀντιθέτως, ἐπιβαρύνονται περισσότερο, διότι δέν φροντίσαμε τόσα χρόνια νά κόψουμε τήν κακή συνήθεια. Ὁ Θεός ἔδωσε ρητή ἐντολή: «οὗ λήψη τό ὄνομα Κυρίου ἐπί ματαίω».

Οἱ προφασιζόμενοι τή δύναμη τῆς συνήθειας, εἶναι ἀνάγκη νά λογικευθοῦν. Ψεύδονται ὅταν ὑποστηρίζουν ὅτι δῆθεν ἔχουν φόβο Θεοῦ. Εἶναι τυφλοί, ἀναίσθητοι, χωρίς ἴχνος σεβασμοῦ πρός τόν Θεό. Ἐκτράπηκαν ἀπό τήν ὁδό τοῦ Κυρίου. Ἐάν εἶχαν ἔστω καί ἴχνος φόβου Θεοῦ, θά μετανοοῦσαν εἰλικρινά, θά διορθώνονταν, διότι «τῷ φόβω τοῦ Θεοῦ ἐκκλίνει πᾶς τίς ἀπό κακοῦ», καί δέν θά ἐπαναλάμβαναν τό ἔγκλημά τους.

Γιατί δέν βρίζουν ἀπό συνήθεια τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας ἤ κάποιο ἀνώτερο καί ἰσχυρό πρόσωπο τῆς πολιτείας (δικαστικό, ἀστυνομικό); Ἀπό φόβο δέν τούς βρίζουν. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἄν εἶχαν ἴχνος φόβου Θεοῦ, θά ἀπεῖχαν καί ἀπό τή βλασφημία, ὅσο καί ἄν τούς ἐπηρέαζε ἡ συνήθεια.

Ἄν πάλι εἶναι ἄπιστοι, ἐπειδή ἔχουν υἱοθετήσει κάποια πολιτική ἰδεολογία, τότε γιατί δέν σέβονται τήν ἰδεολογία τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν; Ἰδεολογία πού προσβάλλει τήν πίστη τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων τῆς γῆς εἶναι ἐκστρεμιστικῆ καί ἀποκρουστέα.

Προκύπτει ἐναργώς, συνεπῶς, ὅτι δέν ὑπάρχει στούς βλάσφημους κανένα ἴχνος φόβου καί σεβασμοῦ πρός τόν Θεό. Ἄν ὑπῆρχε ἐλάχιστος σεβασμός, δέν θά καταντοῦσαν βλάσφημοι. Οἱ ἴδιοι μᾶλλον εἶναι ὁ φόβος τῆς κοινωνίας, διότι ὅποιος δέν φοβᾶται τόν Θεό εἶναι ἐπικίνδυνος νά κάνει τά μεγαλύτερα ἐγκλήματα στόν κόσμο. Ὁ Πέρσης ποιητής Σαάδης ἔλεγε: «Φοβοῦμαι πρῶτα τόν Θεό ἀπό σεβασμό καί ὕστερα φοβοῦμαι (μέ τή δυσάρεστη ἔννοια) ἐκεῖνον πού δέ φοβᾶται τόν Θεό. Αὐτός δέν ἔχει κανένα φραγμό στή ζωή του καί μπορεῖ ἀνεξέλεγκτά της συνειδήσεώς του νά διαπράξει μεγάλο κακό στή κοινωνία.»

(θ) Ἡ ἔλλειψη πίστεως

Ἄλλοι πάλι ἰσχυρίζονται ὅτι δέν βλασφημοῦν ἀπό κακή πρόθεση, ἀλλά ἀπό ἐπιπολαιότητα. Ἐπιμένουν ὅτι κατά τά ἄλλα εἶναι πιστοί καί καλοί χριστιανοί, ἐκκλησιάζονται, συμμετέχουν στή λατρεία καί στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Πολλές φορές, λένε, μετανόησαν γιά τίς βλασφήμιές τους καί ζήτησαν συγνώμη ἀπό τόν Θεό, ἀλλά λόγω τῆς ἐπιπολαιότητάς τους, πάνω στό θυμό, στόν ἐκνευρισμό ἤ στήν ὀργή τους, βλαστήμησαν καί πάλι τόν Θεό. Ὑποστηρίζουν ὅτι μόνο ὅταν δέν ἐξουσιάζουν τόν ἑαυτό τους, τότε μόνο βρίζουν τά θεία. Τά παραπάνω δείχουν ὅμως ὅτι εἶναι κούφιοι ἀπό πίστη. Τούς ἐρωτοῦμε: Ἄν πιστεύουν, ὅπως ἰσχυρίζονται, γιατί βρίζουν αὐτό πού πιστεύουν; Ἄν πάλι δέν πιστεύουν στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων, τότε γιατί βρίζουν ἀνύπαρκτα πρόσωπα; Λογικά δέν στέκεται οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο. Μόνον ἕνας ἀνόητος, καθυστερημένος, ἐλλιπής στά μυαλά μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό. Μόνο ὁ Δόν Κιχώτης στό ὁμώνυμο μυθιστόρημα ἐπιτίθεται ἐναντίον ἀνυπάρκτων πραγμάτων. Μήπως μιμοῦνται τό Δόν Κιχώτη;

(ι) Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ

Μερικοί βλάσφημοι λένε ὅτι ἀγαποῦν τόν Θεό, ἀλλά τόν βρίζουν ἀνεξάρτητα ἀπό τή θέλησή τους, ἀπό διάφορες ψυχολογικές αἰτίες. Λένε ψέματα.

Ὅποιος ἀγαπᾶ ἕνα πρόσωπο, ποτέ δέν τό βρίζει. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ πραγματικά τήν οἰκογένειά του καί τούς στενούς του φίλους, ποτέ δέν φθάνει στό σημεῖο νά τούς βλασφημεῖ.

Εἶναι ἀδύνατο νά βλασφημήσει ἕνας λογικός τή μάνα του, τή γυναίκα του καί τά παιδιά του, πού τ’ ἀγαπᾶ καί γιά τά ὁποῖα δακρύζει, ὅταν ἀρρωσταίνουν. Ὅποιος ἀγαπᾶ δέν βλαστημᾶ. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀγαποῦσε τόν Θεό, σύμφωνα μέ τήν πρώτη καί μεγάλη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλη τή καρδία σου καί ἐν ὅλη τή ψυχή σου καί ὅλη τή διάνοιά σου», (Ματθαίου 22, 37), ποτέ δέν θά βλασφημοῦσε Αὐτόν ἤ τόν Χριστό ἤ τήν Παναγία καί τούς ἁγίους. Ἀπό τίς ὕβρεις φαίνεται λοιπόν ὅτι δέν ἔχει οὔτε ἴχνος ἀγάπης.

Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τό Χριστό θεωρεῖται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἀναθεματισμένος: «Εἰ τίς οὗ φιλεῖ τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα». Τί πρέπει ἄραγε νά θεωρεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, αὐτός πού βρίζει τόν Χριστό μέ χυδαῖο τρόπο;

Ἀπό τόν βλάσφημο, ὡς γνωστό, φεύγει ἐξ ὁλοκλήρου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεός κατοικεῖ μόνον ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἀγάπη. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπη ἐν τῷ Θεῶ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῶ» (Α΄ Ἰωάννου 4, 16). Τό κενό της χάρης τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τῶν βλάσφημών το ἀναπληρώνει ὁ διάβολος. Οἱ δαίμονες βρίσκουν κενό χῶρο στίς ψυχές τους καί ἐγκαθίστανται μόνιμα. Εὐκολότερα ἐγκαθίστανταιοι οἱ δαίμονες σέ ψυχές πού δέν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ἔχουμε περιπτώσεις βλάσφημων πού κατάντησαν δαιμονισμένοι. Ἕνας χωρικός διηγεῖται ὅτι δαιμονίστηκε λόγω τῆς βλασφημίας καί ἔγινε ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τοῦ χωριοῦ του, ὅπως ὁ δαιμονισμένος τοῦ εὐαγγελίου στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν (Μάρκου 5, 1-14). Ὅταν τοῦ διάβαζε ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ ἐξορκισμούς, ἠρεμοῦσε. Ὁμολογοῦσε ὅτι τόν ἐξανάγκαζαν οἱ δαίμονες νά βλασφημεῖ τά θεία. Τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου μᾶς τήν ἐπιβεβαιώνει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ πού ἦλθε στή γῆ ὡς ἄνθρωπος γιά νά καταργήσει τά ἔργα τοῦ διαβόλου: «Εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἴνα λύση τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Ἰωάν 3, 8).

(ια) Ψυχολογικές καταστάσεις ἀπαισιοδοξίας καί μελαγχολίας

Οἱ ψυχικές καταστάσεις τῆς ἀπαισιοδοξίας καί τῆς μελαγχολίας ἐπιδροῦν δυσμενῶς στό χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ψυχολογικά ἐξάρτωμενό του διαβόλου. Οἱ μελαγχολοῦντες, κατά προτροπή τοῦ διαβόλου, βλασφημοῦν τά θεία, νομίζοντας ὅτι θά ἀνακουφισθοῦν καί θά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τή δυσάρεστη ψυχολογική τους κατάσταση. Νομίζουν ὅτι θά φύγουν τά βάσανά τους, θά μετριασθεῖ ἡ λύπη τους καί θά ἀνακουφισθοῦν ἀπό τόν ψυχικό τους πόνο.

Στή περίπτωση αὐτή ὑπάγεται ὁ Ἰώβ (2, 8-10) τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅταν κατελήφθη ἀπό τήν ἐπάρατη λέπρα καί ζοῦσε ἀπομονωμένος ἔξω ἀπό τήν πόλη, ὁ διάβολος ἔβαλε τή γυναίκα του νά τόν προτρέπει συνεχῶς νά βλασφημήσει τόν Θεό γιά νά ἀνακουφισθεῖ. Τοῦ ἔλεγε αὐτή: «Πές ἕνα κακό λόγο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, βλασφήμησε Τόν καί πέθανε ἥσυχος». Τέτοιες προτροπές δεχόμαστε ὅλοι ἀπό τό διάβολο, ὅταν βρισκόμαστε σέ κατάσταση μελαγχολίας καί ἀπαισιοδοξίας γιά τό μέλλον μας. Χρειάζεται ἐπαγρύπνηση σ’ αὐτές τίς καταστάσεις, ἐνίσχυση τῆς πίστης μας πρός τόν Θεό, διότι ὁ διάβολος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, 5, 8). Τριγυρίζει ὁ διάβολος, σάν λεοντάρι πού ὠρύεται, γιά νά βρεῖ κάποιον νά τόν καταπιεῖ. Περιμένει τέτοιες ἠθικές, ψυχολογικές καταπτώσεις καί πνευματική ξηρασία γιά νά μᾶς παρασύρει στήν ἁμαρτία τῆς βλασφημίας.

(ιβ) Οἱ διαβολικές ἐπεμβάσεις

Μερικοί βλασφημοῦν κατά προτροπή τοῦ διαβόλου ἀπό ἀνύπαρκτες αἰτίες καί ἀφορμές. Χαρτοπαίζουν καί ἐπειδή δέν ἔρχεται τό χαρτί πού θέλουν γιά νά κερδίσουν, βλασφημοῦν τά θεία. Γιά ὁποιαδήποτε δική τους ἀμέλεια θεωροῦν ὑπεύθυνο τόν Θεό καί τόν βρίζουν. Χάλασε ἡ παραμελημένη μηχανή τοῦ αὐτοκινήτου τους, κόπηκε τό κουμπί τοῦ σακακιοῦ τους ἀπό βίαιο τράβηγμα, ἔχασαν κάποιο ἀντικείμενο λόγω τῆς ἀκαταστασίας τους ἤ σκόνταψαν στό δρόμο ἀπό τήν ἀπροσεξία τους, πάντα ἐπιρρίπτουν τήν εὐθύνη στόν Θεό καί τόν βρίζουν. Καταφέρονται κατά τοῦ Θεοῦ γιά ὁποιοδήποτε προσωπικό τους λάθος ἤ ζημιά προερχομένη ἐξ ἰδίων ἤ ἀπό κάποιον ἄλλον. Ἐπιρρίπτουν πάντοτε τήν εὐθύνη «στόν αἴροντα τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου» καί τόν βλασφημοῦν.

Αἰτία ὅλων των δυσάρεστων γεγονότων εἶναι ὁ ἀνισόρροπος χαρακτήρα τους. Βλασφημοῦν ἀπό ἔλλειψη φόβου Θεοῦ. «Τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν, ἰός ἀσπίδος ὑπό τά χείλη αὐτῶν, ὧν τό στόμα αὐτῶν ἀρᾶς καί πικρίας γέμει... οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντί των ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (Ρωμαίους 3, 13-17). Τυφλώθηκε ἡ ψυχή τους, πορώθηκε ἡ συνείδησή τους, σκοτίσθηκε ὁ νοῦς τους, ἔγιναν τυφλά ὄργανα τοῦ διαβόλου. Ὁ διάβολος δέν βλασφημεῖ τόν Θεό καί κατά προτροπή του τόν ἀντικαθιστᾶ ὁ ἄνθρωπος. Ἡ βλασφημία εἶναι καθαρή ἐπινόηση τοῦ ὕπουλου διαβόλου μέ ὄργανο ἐκτελέσεως τῆς βλασφημίας τόν ἀνόητο ἄνθρωπο.

 

5. Χαρακτηρισμός τῶν βλάσφημων

Ἀκούει κανείς στήν Ἑλλάδα ὕβρεις κατά τῶν θείων καί διερωτᾶται ἄν αὐτοί πού τίς ἐκστομίζουν εἶναι ὀρθόδοξοι Ἕλληνες Χριστιανοί ἤ πολέμιοι τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῆς ὀρθόδοξης Ἑλλάδας. Μήπως εἶναι οἱ ἀντίχριστοι τῆς Ἀποκαλύψεως τῆς Καινῆς Διαθήκης;

Λέγονται μέν χριστιανοί, ἀλλά εἶναι χειρότεροι ἀπό τούς ἀχάριστους Ἑβραίους πού διέπραξαν τό τρομερότερο καί ἀπεχθέστερο ἔγκλημα τῆς ἱστορίας ὅλων των αἰώνων. Αὐτοί μαυρίσανε τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μέ τά κτυπήματά τους. Τόν μαστίγωσαν, Τόν κατέστησαν ἄμορφο, ἄδοξο, μή ἔχοντα εἶδος, οὐδέ κάλλος. Τόν ἐξύβρισαν παντοιοτρόπως πρό τῆς σταυρώσεως καί μετά τή σταύρωση, μέχρι τήν ὥρα πού παρέδωσε τό πνεῦμα Του στόν οὐράνιο πατέρα του. Οἱ βλάσφημοι Τόν βλασφημοῦν μέ χειρότερα καί βρωμερότερα λόγια.

Ὅσοι βλασφημοῦν εἶναι βρωμοστομοι. Μυρίζει ἡ ψυχή τούς δυσοσμία ἀπό μακριά.

Ἕνα παιδάκι διδάχτηκε στό σχολεῖο του ὅτι ὁ βλάσφημος ἔχει βρωμερό στόμα. Ὅταν μία μέρα ἄκουσε τόν μπαμπά του νά βλασφημεῖ ἀπογοητεύτηκε καί κάθησε σέ μία γωνία τοῦ σπιτιοῦ λυπημένο, χωρίς νά μιλάει. Τό μεσημέρι ἀρνιόταν νά φάει σέ ἔνδειξη διαμαρτυρίας. Ὅταν ὁ μπαμπάς θέλησε μέ τό καλό νά τό φέρει στό τραπέζι, τό πλησίασε μέ πολλή ἀγάπη καί ἔσκυψε νά τό φιλήσει. Ἐκεῖνο τοῦ ἀπάντησε μέ πόνο ψυχῆς: «Δέν θέλω μπαμπά νά μέ φιλᾶς μέ τό βρώμικό σου στόμα». «Παιδί μου δέν πρόλαβα νά πλύνω τά δόντια μου καί γι’ αὐτό μυρίζει τό στόμα μου.» «Μπαμπά τό στόμα σου εἶναι βρώμικο ἐπειδή βλασφημᾶς τόν Θεό.» Ἡ ἁγνή ψυχή τοῦ παιδιοῦ συνέλαβε τό βαθύτερο νόημα τῆς βρωμιᾶς τῆς ψυχῆς τοῦ μπαμπά του.

Ἡ βλασφημία καί ἡ αἰσχρολογία κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο γεννιοῦνται καί ἀποφασίζονται μέν μέσα στήν ψυχή τοῦ βλάσφημου, ἀλλά ὅταν προφέρονται μολύνουν, βρωμίζουν τή γλώσσα τοῦ ἰδίου καί τήν ἀκοή τῶν ἄλλων. Οἱ βλασφημίες κατασταλάζουν σάν δηλητήρια μέσα στήν ψυχή τοῦ ἴδιου του βλάσφημου. Τῆς κατατρώγουν τίς πνευματικές της δυνάμεις καί τήν καταστρέφουν ὁλοκληρωτικά, ὅπως τό σκουλήκι τρώει τή ρίζα ἑνός φυτοῦ καί τό καταστρέφει (Χρυσοστόμου, Περί Παρθενίας ΣΤ,1 Ε.Π. 29, 462).

Οἱ ἀθυρόστομοι, ἀγνώμονες βλάσφημοι γίνονται ὄργανα τοῦ Σατανᾶ καί ἐπαναλαμβάνουν τό ἔργο τῶν θεοκτόνων Ἑβραίων. Ἡ βλασφημία ζυγίζει περισσότερο ἀπό ὅλα τα ἄλλα ἁμαρτήματα.

Διερωτᾶται κανείς κατά πόσο πιστεύουν οἱ βλάσφημοι στά ἰδανικά της πατρίδας τους καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅταν βρίζουν τά ἱερά καί τά ὅσια αὐτῆς. Εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοί καί Ἕλληνες πατριῶτες, ὅταν βρίζουν τόν Τίμιο Σταυρό, τό σύμβολο τῆς ὀρθόδοξης πίστης, πού εἰκονίζεται στήν ἑλληνική σημαία καί σέ ὅλα τα ἐθνικά καί θρησκευτικά μας ἐμβλήματα; Οἱ βλασφημίες τούς εἶναι σαφεῖς ἀποδείξεις τῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς κατάπτωσής τους ἀπό θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς ἀπόψεως.

Ἡ βλασφημία εἶναι στίγμα στόν πολιτισμό ἑνός ἔθνους. Οἱ βλάσφημοι στιγματίζουν τό ἔθνος τους, τό κράτος τους, τήν πόλη τους. Ἀκόμη καί ἄν ἔχει κανείς τίς καλύτερες ἐντυπώσεις γιά ἕνα ἔθνος, ἕνα κράτος ἤ μία πόλη, ὅταν ἀκούσει νά βλασφημοῦν τα θεία οἱ κάτοικοι αὐτῶν χάνει κάθε ἰδέα. Ὅπως οἱ ἀνεξίτηλες σταγόνες λίπους ἤ ἄλλης βρωμιᾶς ὑποβιβάζουν τήν ἀξία ἑνός πεντακάθαρου λευκοῦ σεντονιοῦ, τό ἴδιο κάνουν καί οἱ βλάσφημοι στό ἔθνος, στό κράτος ἤ στήν πόλη τους. Εἶναι αὐτοί οἱ ἴδιοι στίγματα τῆς πατρίδας τους.

 

6. Ἡ φύση καί τά ζῶα σέβονται τόν Θεό καί ὑπακοῦν

 

Βλέπουμε στή σταύρωση τοῦ Κυρίου νά ἀντιδρᾶ ἀπ’ ἄκρου σέ ἄκρο ὁλόκληρη ἡ φύση κατά τῶν βλάσφημων Ἑβραίων. Οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι καί γενικά οἱ Ἑβραῖοι δέν κόρεσαν τό μίσος τους μέ τούς ἐμπαιγμούς, τά ραπίσματα, τή μαστίγωση, τή φραγγέλωση, τό ἀκάνθινο στεφάνι, τήν ἐπώδυνη σταύρωση μέ τό κάρφωμα τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν στό ξύλο τοῦ σταυροῦ, τό κρέμασμα ὅλου του σώματος ἀπό τά τέσσερα καρφιά, τή χολή καί τό ξίδι, ἀλλά «παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν Αὐτόν κινοῦντες τάς κεφαλάς αὐτῶν».

Μπροστά στό φρικτό αὐτό ἔγκλημα ὁλόκληρη ἡ φύση ἄρχισε νά διαμαρτύρεται. Ὁλόκληρη ἡ γῆ σειόταν ἀπό τό σφοδρό σεισμό, οἱ πέτρες σκίστηκαν, οἱ τάφοι ἄνοιξαν, ὁ ἥλιος κρύφτηκε καί σκοτάδι ἐπικράτησε σέ ὅλη τή γῆ ἀπό τή δωδεκάτη μεσημβρινή μέχρι τίς τρεῖς το ἀπόγευμα. Ὅλα τα στοιχεῖα τῆς φύσεως καί τά ἄψυχα κτίσματα, ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος καί οἱ πέτρες σκίστηκαν στό μέσον καί διαμαρτυρήθηκαν κατά τῶν βλάσφημων Ἰουδαίων. Μόνον οἱ σκληροτράχηλοι Ἑβραῖοι ἔμειναν ἀναίσθητοι καί κουφοί πρό τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου. Καί ἐμεῖς, οἱ κατ’ ὄνομα μόνον χριστιανοί ἀναίσθητοι παραμένουμε μπροστά στίς βλασφημίες τοῦ περιβάλλοντός μας.

Σύμφωνα μέ τόν 148ο ψαλμό, ὅλα στή φύση αἰνοῦν καί δοξάζουν τόν Θεό. «Αἰνεῖτε τόν Κύριον ἐκ τῆς γῆς δράκοντες καί πᾶσαι ἄβυσσοι, τά θηρία καί πάντα τα κτήνη, ἑρπετά καί πετεινά πτερωτά». Ὅλα ὑμνοῦν τόν Θεό καί μόνον ὁ ἄνθρωπος, ὡς ὄργανο τοῦ διαβόλου, βλασφημεῖ τόν Θεό. Ἔγινε στίγμα μίσους καί αἶσχος τοῦ σύμπαντος μέ τίς βλασφημίες του.

Ὅλα τα δημιουργήματα ὑμνοῦν καί δοξάζουν τόν Θεό, μόνον ὁ βλάσφημος ἄνθρωπος παραβαίνει τό σεβαστότερο νόμο τῆς φύσεως. Ὁ Θεοδώρητος λέει χαρακτηριστικά: «Οὐδέν τῶν κτισμάτων τούς ὑπ’ αὐτοῦ τεθέντας νόμους παραβῆναι δύναται, μόνον δέ τῶν ἀνθρώπων ἡ φύσις, ἡ λόγω τιμημένη, παραβαίνει τόν νόμον. Καί ἡ μέν θάλασσα τούς ὅρους ἐπίσταται καί τήν ψάμμον αἰσχύνεται καί νύξ καί ἡ ἡμέρα τά τεθέντα φυλάττουσι μέτρα. Οἱ ἄνθρωποι τόν θεῖον νόμον καταφρονούσι.» Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μόνο πλάσμα στόν κόσμο πού ἔχασε τόν προσανατολισμό του καί ἀντί νά ὑπακούει στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, νά Τόν εὐλογεῖ καί νά Τόν δοξάζει ὡς ξεχωριστό δημιούργημά Του, ὅπως κάνει ὅλη ἡ φύση, Τόν βλασφημεῖ καί Τόν ὑβρίζει.

Ὅλα τα ἄλογα ζῶα, καί τά ἄγρια ἀκόμη θηρία, εἶναι εὐγνωμονέστερα ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὅλα ἐκδηλώνουν τήν εὐγνωμοσύνη τους πρός τόν εὐεργετήσαντα αὐτά Θεό μέ πολλούς τρόπους. Ἐξ ἐμφύτου ὑποτάσσονται στούς φυσικούς νόμους καί δέν καταφέρονται κατά τοῦ εὐεργέτη Θεοῦ, πού τά δημιούργησε καί τά συντηρεῖ στή ζωή. Ἀντίθετα, κάποιοι ἄνθρωποι, παρότι εἶναι λογικά ὄντα, ἀντιστρατεύονται τόν ὑπέρτατο αὐτό φυσικό νόμο τῆς εὐγνωμοσύνης καί ἀντί νά δοξάζουν τόν Θεό, ἐκφράζονται μέ ὕβρεις καί βλασφημίες κατά Αὐτοῦ.

Ἡ εὐγνωμοσύνη καί ἡ ἐπίγνωση τῶν ζώων πρός τόν Θεό εἶναι μεγαλύτερή της εὐγνωμοσύνης καί τῆς ἐπίγνωσης τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καί γενικά ὅλων των ἀνθρώπων. «Ἔγνω βούς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ, ὁ Ἰσραήλ δέ ἐμέ οὐκ ἔγνω καί ὁ λαός μου οὐκ συνῆκε». (Ἠσαΐα Α΄, 13).

Ὁ ψαλμωδός Δαβίδ (ψαλμός 48) γράφει: «Ἄνθρωπος ἐν τιμή ὧν οὗ συνῆκε παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὠμοιώθη αὐτοῖς». Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, πλάστηκε ἀπό τόν Θεό μέ ἰδιαίτερη τιμή, ἀλλά ἀνακατώθηκε μέ τά ζῶα, πού δέν ἔχουν λογικό, καί ἐξομοιώθηκε σέ πολλά μέ αὐτά. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἔδειξε τόση ἀνυπακοή καί ἀχαριστία στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε χειρότερος ἀπό τά ἄλογα ζῶα.

Κατά τόν Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη, ὁ ἄνθρωπος μέ τίς συνεχεῖς παραβάσεις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἔγινε χειρότερος καί ἀναισθητότερος ἀπό τά ζῶα. Τά ζῶα εἶναι ἄλογα καί ἐκ τῆς φύσεως παραμένουν στήν ἀλογία τους, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού πλάστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, μέ τή ζωή πού κάνει ἀπέκτησε ὅλα τα ἐλατώματα τῶν ζώων καί μέ τίς βλασφημίες του ἔγινε χειρότερος ἀπό αὐτά, παρότι προικίστηκε μέ τό θεῖο λόγο. Ὅλα τα κτίσματα τοῦ Θεοῦ ὑπακούουν στούς αἰώνιους νόμους καί δέν τούς παραβαίνουν. Ὁ ἄνθρωπος, πού πλάστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, παραβαίνει τούς νόμους τοῦ Θεοῦ.

Ἄν τόν προσέξουμε, χτυπᾶ σάν ταῦρος μέ τό κεφάλι τόν πλησίον του, κλωτσᾶ σάν ἀτίθασο πουλάρι, ὀργίζεται σάν τό λιοντάρι πρός ὅλους καί γιά ὅλα γύρω του, μνησικακεῖ σάν τήν καμήλα καί ξεσπᾶ στά ἱερά καί ὅσια, δαγκώνει σάν τό σκορπιό μέ τίς συκοφαντίες του, ρουφᾶ τό αἷμα (: τό δίκαιο) των συνανθρώπων του σάν τή βδέλλα, γίνεται ὕπουλος σάν τήν ἔχιδνα καί χύνει τό δηλητήριο τῆς κακίας του καί στόν Θεό ἀκόμη μέ τίς βλασφημίες του. Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (13, 5-6) μιλᾶ γιά ἕνα θηρίο τῆς βλασφημίας: «Ἐδόθη αὐτῶ στόμα λαλοῦν μεγάλα καί βλασφημίας... καί ἤνοιξε τό στόμα αὐτοῦ πρός τόν Θεόν, βλασφημῆσαι τό ὄνομα αὐτοῦ καί τήν σκηνήν αὐτοῦ, τούς ἐν τῷ οὐρανῶ σκηνούντας.» Στό χωρίο αὐτό γίνεται λόγος γιά τά θηρία καί τά τέρατα τῆς Ἀποκαλύψεως καί ὄχι γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος μέ τίς βλασφημίες τοῦ ἐξομοιώθηκε μέ τά θηρία τῆς Ἀποκαλύψεως.

Ὁ χαρακτήρας τοῦ βλάσφημου ἀνθρώπου, φέροντας τά παραπάνω ἐλαττώματα τῶν κτηνῶν, τῶν θηρίων καί τῶν ἑρπετῶν καί μέ ἕνα ἐπί πλέον ἀσύγκριτο ἐλάττωμα, τή βλαστήμια, τήν ὁποία δέν ἔχουν καί δέν τήν χρησιμοποιοῦν οὔτε καν τά ἄγρια θηρία, ἀλλά μόνο τα θηρία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἔγινε χειρότερος ἀπό τά ἐπίγεια δηλητηριώδη ἑρπετά καί τά ἄγρια θηρία.

Ἐξ ἐνστίκτου τα ἄλογα ζῶα ἐξαγριώνονται πρό τῶν βλασφημιῶν. Στή Νάουσα ἕνας κτηνοτρόφος μπῆκε στό στάβλο νά δώσει τροφή στά γελάδια του. Ἕνας ταῦρος χτυποῦσε μέ τά μυτερά κέρατά του τά ἄλλα ζῶα. Ὁ κτηνοτρόφος ἄρχισε νά βλασφημεῖ τόν Θεό, τό Χριστό, τήν Παναγία. Ἀπρόοπτα, ἕνα ἀπό τά ἥσυχα βόδια ἄφησε τήν τροφή του καί ὅρμησε κατά τοῦ βλάσφημου. Τόν χτυποῦσε μέ τά κέρατά του. Τόν ἔριξε κάτω καί τόν πατοῦσε πάνω στούς σπονδύλους. Τρομοκρατήθηκε ὁ βλάσφημος. Φώναζε βοήθεια μέ ὅλη τή δύναμη τῆς φωνῆς του. Ἔτρεξαν οἱ δικοί του καί οἱ γείτονες νά τόν ἐλευθερώσουν ἀπό τό πάτημα τοῦ βοδιοῦ, ἀλλά ἐκεῖνο ἐπέμεινε νά τόν ἀποτελειώσει. Μέ πολλή δυσκολία ἀπέσπασαν τό βόδι ἀπό πάνω του, ἀλλά ἦταν τά κτυπήματα πολλά καί δυνατά. Ὑπέφερε πολλούς μῆνες καί πέθανε μέ φρικτούς πόνους. Φαίνεται ὅτι καί τά ζῶα ἀκόμη ἀντιδροῦν ἐξ ἐνστίκτου στίς βλασφημίες τῶν ἀνθρώπων. Φαίνεται πώς ότι δέν κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἀδιάφοροι χριστιανοί μπροστά στίς βλασφημίες τῶν συνανθρώπων μας, τό κάνουν τά ζῶα.

Ἕνας ἐπιβάτης προχωροῦσε στό δρόμο κανονικά πάνω στό ἥμερο καλοκάγαθο ἄλογό του. Θέλησε νά ἐπιταχύνει τό βάδισμα τοῦ ἀλόγου του μέ δυνατά χτυπήματα. Τό ἄλογο ὑποτασσόταν στίς διαταγές τοῦ ἀναβάτη καί ἔτρεχε ἤρεμα μέ ὅλη τήν δύναμή του, ἀλλά ὁ ἐπιβάτης ἦταν ἀνικανοποίητος ἀπό τό τρέξιμο καί ἄρχισε νά τό βλασφημεῖ. Τό ζῶο, μόλις ἄρχισε ὁ ἀναβάτης του νά βλασφημεῖ τά θεία, ἔστρεψε τό κεφάλι του καί τόν δάγκωσε στό πόδι. Τόν ἔριξε κάτω καί τόν δάγκασε στό λαιμό γιά νά τόν πνίξει. Τοῦ ποδοπάτησε τό κεφάλι μέ τά μπροστινά του πόδια καί μετά ἀπομακρύνθηκε ἤρεμο, σάν νά ἔλεγε, ἔκανα τό καθῆκον μου ἔναντί του βλάσφημου.

Φαίνεται ὅτι ἐξ ἐνστίκτου τα ἄλογα ζῶα ἀντιλαμβάνονται τό μέγεθος τῆς ἀχαριστίας τῶν ἀνθρώπων πρός τόν Θεό καί τούς τιμωροῦν μέ τό δικό τους τρόπο. Ἄν μιλοῦσαν θά μᾶς ἔλεγαν: «Ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι εἶστε τό πιό ἀχάριστο γένος πάνω στή γῆ. Εἶστε αἰσχροί, ἐλεεινοί καί τιποτένιοι μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως. Ὁ Θεός σᾶς δημιούργησε ὡς κορωνίδα ὅλων των κτισμάτων τῆς γῆς μέ πολλά προσόντα καί σᾶς ἔδειξε τήν ἄπειρη ἀγάπη Του μέ πολλούς τρόπους, μέχρι πού θυσιάστηκε πάνω στό σταυρό γιά τή σωτηρία σας, καί ὅμως ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι μέ τίς συνεχεῖς παραβάσεις τῶν ἐντολῶν του καί προπάντων μέ τίς βλασφημίες σᾶς γίνατε χειρότεροι ἀπό μας. Εἶστε τό πιό παράλογο καί ἀγνώμων γένος τῆς γῆς, παρότι ὁ Θεός σᾶς προίκισε μέ λογικό καί σᾶς ἔδωσε ἀσυγκρίτως περισσότερα πλεονεκτήματα ἀπό μας.»

Τί ἀνταποδίδουμε στόν εὐεργέτη Θεό γιά τά πολλά ἀγαθά καί τίς εὐεργεσίες πού μᾶς παραχωρεῖ συνεχῶς; Τί κάνουμε καί τί προτιθέμεθα νά κάνουμε γιά ὅλα αὐτά; Ὁ Πατέρας Θεός ἔστειλε στή γῆ τόν μονογενῆ Του Υἱό γιά νά πιστεύσουμε σ’ Αὐτόν καί νά σωθοῦμε. Ἐμεῖς ὅμως, ὡς ἄλλοι Ἑβραῖοι, Τόν ξανασταυρώνουμε μέ τίς βλασφημίες μας.

 

7. Ἡ ἔκταση τῆς βλασφημίας

Τό ἐπάρατο αὐτό κακό της βλασφημίας ὀργίαζε σέ μεγάλο βαθμό γιά πολλά χρόνια προπολεμικῶς καί μεταπολεμικῶς στήν Ἑλλάδα. Σέ ὅλες τίς πόλεις καί τά χωριά, στίς πολυκατοικίες καί στίς καλύβες, σ’ ὅλους τους συνοικισμούς, στά βουνά καί στίς πεδιάδες ἀκούγoνταν βλασφημίες. Εἶναι ἐξωφρενικό, οἱ βαπτισμένοι στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος χριστιανοί νά βρίζουν τόν Θεό.

Σέ ὅλο το μωαμεθανισμό κανένας μωαμεθανός δέν ἔβρισε καί δέν βρίζει ἔστω καί τόν προφήτη τούς τό Μωάμεθ, πόσο μᾶλλον τόν Ἀλλάχ. Ἀλίμονο σέ ἐκεῖνον πού θά τολμήσει νά τόν βλασφημήσει. Θά ἀντιμετωπίσει τήν ὀργή ὅλων των μωαμεθανῶν. Γνωστή εἶναι ἡ μαζική ἀντίδραση τῶν μουσουλμάνων γιά ἕνα σκίτσο πού γελοιοποιοῦσε τό Μωάμεθ στήν Ὀλλανδία καί γιά τό σκίσιμο κατά λάθος ἑνός φύλλου τοῦ Κορανίου ἀπό ἕναν ἀστυνομικό στήν Ἀθήνα.

Οἱ Μωαμεθανοί τιμοῦν, σέβονται καί ὑπερασπίζονται αὐτό πού πιστεύουν. Δέν τό βρίζουν, δέν τό βλασφημοῦν, καί ἅς βρίσκονται σέ χαμηλότερη πολιτισμική στάθμη σέ σύγκριση μέ ἐμᾶς. Ἀλλά καί στά χριστιανικά ἔθνη σπάνια ἀκούγονται βλασφημίες κατά τῶν θείων. Δυστυχῶς, κυρίως ἐδῶ στήν Ἑλλάδα καί στήν Ἰταλία παρατηρεῖ κανείς τό ἀντίθετο. Τό ἀξιοπερίεργο εἶναι ὅτι ἀκούγονται περισσότερες βλασφημίες στά δύο αὐτά ἔθνη, πού διαθέτουν τήν ἐνδοξότερη Ἑλληνική καί Ρωμαϊκή ἀρχαία ἱστορία.

Στό ποτισμένο μέ αἷμα καί σπαρμένο μέ τά κοκάλα τῶν ἡρώων καί ἁγίων τόπο τῆς Ἑλλάδας ἀκούγονται καί σήμερα βλασφημίες.

Στόν ἱστορικό ἱερό αὐτό τόπο βλασφημοῦσαν ἄλλοτε περισσότερο καί σήμερα λιγότερο ἄνθρωποι ὅλων των κοινωνικῶν τάξεων, ἄσημοι καί ἐπίσημοι, πτωχοί καί πλούσιοι, ἀγράμματοι καί ἐγγράμματοι, μεγάλοι καί μικροί κατά μίμηση. Τῶν βλάσφημων ἀνθρώπων σκοτίσθηκε ὁ νοῦς τους, πωρώθηκε καί σκληρύνθηκε ἡ καρδία τους καί ἀντί νά δοξολογοῦν καί νά ὑμνοῦν τόν Θεό, μέ τήν γλώσσα τους τόν βλασφημοῦν.

Ὅπου καί ἄν βρισκόσουν στά σπίτια, στούς δρόμους, στίς πλατεῖες, στά χωράφια, στά ἐργοστάσια, στά καταστήματα, στά γραφεῖα τῶν ἀνώτερων καί κατωτέρων ὑπαλλήλων, στά πλοῖα, στά αὐτοκίνητα, στά τραῖνα καί στά ἀεροπλάνα ἀκόμη, ἀκούγονταν βλασφημίες κατά τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατέρα Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν ἁγίων καί ὅλων των ἱερῶν καί ὁσίων της Ἐκκλησίας. Ἔβριζαν ὄχι μόνο οἱ ἀχθοφόροι, οἱ ἀγράμματοι, οἱ χωρικοί, οἱ βοσκοί, ἀλλά καί οἱ ἐγγράμματοι καί οἱ ἀξιωματοῦχοι τῶν περισσοτέρων κλάδων τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν, καί ὅλων των βαθμῶν δημόσιοι ὑπάλληλοι καί στρατιωτικοί κ.λπ.

Βλασφημοῦσαν στό πρῶτο ἥμισύ του 20ου αἰώνα περισσότερο καί βλασφημοῦν σήμερα λιγότερο σέ ὅλες τίς ψυχολογικές τους καταστάσεις, στόν ἐκνευρισμό τους καί στήν ἠρεμία τους, στήν ἀπογοήτευσή τους καί στόν ἐνθουσιασμό τους, στή δυστυχία τους καί στήν εὐτυχία τους, στίς ἐχθρικές τους ἀλλά καί στίς φιλικές τους συζητήσεις. Ἀντί νά εὐχαριστοῦν τόν Θεό ἀπό εὐγνωμοσύνη, Τόν βρίζουν.

Ἐάν μαγνητοφωνοῦνταν στά γραφεῖα, στά λιμάνια καί στά γιαπιά οἱ βλασφημίες τῶν ἀσεβῶν, θά διαπιστωνόταν ὅτι σέ κάθε λεπτό της ὥρας ἑκατοντάδες ἀσεβεῖς βλασφημοῦν τόν Θεό καί τά θεία.

Ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς πατρίδας μας μολύνθηκε ἀπό τή δυσοσμία τῆς βλασφημίας, ὅπως μολύνθηκε ἀπό τά καυσαέρια. Φθάσαμε στό σημεῖο νά θεωροῦνται οἱ Ἕλληνες, ἑξαιτίας τῆς συνήθειάς τους νά βλασφημοῦν, ὡς ὑπανάπτυκτος λαός. Ἕνα εἰκονογραφημένο περιοδικό τῆς Φρανκφούρτης ἔγραψε ὅτι οἱ Νεοέλληνες εἶναι τόσο ἐξοργισμένοι καθημερινῶς, πού βλασφημοῦν τά θεία καί ἀπό τά τηλέφωνα. Λέγεται ὅτι κατά τό ἔτος 1956 ἀκούστηκαν ἀπό τά τηλέφωνα περίπου 10.000 βλασφημίες καί ὕβρεις. Ἄναψαν τά σύρματα ἀπό τίς βλασφημίες. Γράφτηκε εἰρωνικά ὅτι ἄν καταγράφονταν ὅλες οἱ βλασφημίες καί ὕβρεις τῶν Ἑλλήνων, θά σχημάτιζαν τή χρυσή βίβλο τῶν συγχρόνων βρωμολόγων Ἑλλήνων.

Γιά τίς βλασφημίες ὁ Θεός προστάζει σέ ὅλους τους πιστούς Ἕλληνες αὐτό πού πρόσταξε καί στόν προφήτη Ἠσαΐα: «Φωνάξτε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σας, ὑψῶστε τήν φωνή σας ὡς σάλπιγγα καί μετά παρρησίας ἐλέγξτε τό μεγάλο ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας» πού ἐπικρατεῖ στήν Ἑλλάδα.

 

8. Ἡ Ἑλλάδα κατάντησε βλάσφημο ἔθνος

 

Ἡ Ἑλλάδα, πού ἦταν «τό εὐσεβέστερο ἔθνος» τοῦ κόσμου κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο (Πράξεις 17, 22), σήμερα χαρακτηρίζεται ἀπό τούς ξένους, λόγω τῆς συνήθειας τῆς βλασφημίας μερικῶν, ὡς βλάσφημο ἔθνος. Οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας μας, στίς δοξολογίες τῶν ἐθνικῶν ἑορτῶν, ὀνομάζουν τό ἔθνος μας εὐσεβές καί τό στρατό μας φιλοχριστό, ἀλλά οἱ βλάσφημοί το κατάντησαν στήν κοινή διεθνῆ γνώμη ἔθνος ἀσεβές, μέ στρατό ἀφιλόχριστο.

Ἄν ξαναρχόταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Ἑλλάδα θά διερωτάτο ἄν βρίσκεται στήν ἴδια ἐκείνη χώρα, τούς κατοίκους τῆς ὁποίας χαρακτήρισε ὡς τούς εὐσεβέστερους τοῦ κόσμου, ἤ ἄν βρίσκεται σέ κάποιο ὑπανάπτυκτο ἔθνος. Ἄν ἔβλεπε τούς μεγαλοπρεπεῖς χριστιανικούς ὀρθοδόξους ναούς, μέ τόν τίμιο σταυρό ὑψωμένο στίς κορυφές τῶν τρούλων, θά ἐνθουσιαζόταν, ἀλλά ἄν ἄκουγε τούς σεσημασμένους βλάσφημους Ἕλληνες θά ἀπογοητευόταν ἀπό τήν συμπεριφορά τῶν Νεοελλήνων.

Ἐξ αἰτίας κάποιων βλάσφημων ἀπωλέσαμε τόν τίτλο τοῦ εὐσεβοῦς ἔθνους μέ φιλοχριστό στρατό, καί μᾶς ἔδωσαν τό τίτλο τοῦ ἀσεβοῦς ἔθνους. Ξένοι ἀλλόθρησκοι ἐργάτες, πού παρέμειναν στήν Ἑλλάδα γιά πολύ χρόνο, συνήθισαν ἐξ ἀκοῆς νά βρίζουν τά θεία. Ὅταν ἐπέστρεψαν στήν πατρίδα τούς συνέχισαν τίς βλασφημίες καί διασκέδαζαν τούς ὁμοθρήσκους τους, βρίζοντας τά θεία τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων.

Ὁ ἀρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος ὅταν βρέθηκε στήν Ἀραβία καί ἄκουσε ἀπό Ἄραβες Μουσουλμάνους νά βρίζουν τό Χριστό καί τήν Παναγία διαμαρτυρήθηκε σ’αὐτούς. Ἔλαβε ὡς ἀπάντηση ὅτι ἀπό τούς Ἕλληνες χριστιανούς διδάχτηκαν οἱ ξένοι τή βλασφημία κατά τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας.

Ἕνας ζηλωτής ἱερέας τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐπιχείρησε πρό ἐτῶν νά ἐκχριστιανίσει τούς πλανοδίους ἀθιγγάνους. Γιά νά ἀρχίσει τή συζήτηση περί τοῦ Χριστοῦ τούς ρώτησε ἄν ἄκουσαν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ ἀπάντησαν ὅλοι ὅτι τό ἄκουσαν πολλές φορές νά τό βρίζουν οἱ χριστιανοί. Πῶς νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί στό Χριστό, ὅταν οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί βρίζουν καί ὑποτιμοῦν στά μάτια τῶν ἄλλων τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Σέ ἕνα μάθημα τοῦ κατωτέρου κατηχητικοῦ ὁ κατηχητής, γιά νά κάνει εἰσαγωγή στό θέμα τοῦ περί Θεοῦ, ρώτησε ἕνα μαθητῆ του: «Τί εἶναι Θεός;» Ἐκεῖνος δειλά του εἶπε: «Δέν γνωρίζω τί εἶναι Θεός, ἀλλά ὑποθέτω ὅτι εἶναι ἐκεῖνο πού λέει ὁ μπαμπάς ὅταν θυμώνει». Τό ἀθῶο αὐτό πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἄκουσε γιά πρώτη φορά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ στίς βρισιές τοῦ πατέρα τοῦ μέσα στό σπίτι τοῦ (Ἐπισκόπου Ὑακίνθου, ἔνθα ἀνωτέρω, σελ. 186).

Εἶναι τρομερό γιά τήν πατρίδα μας ὅτι οἱ Νεοέλληνες κατάντησαν διδάσκαλοι τῆς βλασφημίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας σ’ ὅλα τα ἔθνη, ἐνῶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν μεταδώσει σ’ ὅλο τόν κόσμο κατά τούς ἑλληνιστικούς χρόνους τόν πολιτισμό, τά γράμματα καί τίς ἐπιστῆμες. Μᾶς ὑποτιμᾶ πάρα πολύ ἡ θρησκευτική καί ἠθική αὐτή κατάπτωση. Πόσο ἀντιστράφηκαν οἱ ὄροι τῆς ἐξελίξεως τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀπό τά ἀρχαῖα καί βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα! Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μέ τούς μεγάλους σοφούς της ἀρχαιότητας ἦταν φωτοδότες τῆς ἀνθρωπότητας. Οἱ Ἕλληνες τοῦ Βυζαντίου μέ τούς μεγάλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν φορεῖς τῆς Θεογνωσίας καί τῆς μεταδόσεως τοῦ Εὐ­αγγελίου στά πέρατα τοῦ κόσμου. Σήμερα, ἀντίθετα, κάποιοι σύγχρονοι Ἕλληνες, ἐμφανίζουν μέ τίς βλασφημίες τούς τήν Ἑλλάδα ὡς τό πιό καθυστερημένο ἔθνος.

Μέ τούς διδασκάλους τοῦ γένους καί τόν ἱερό κλῆρο οἱ Ἕλληνες διατήρησαν τετρακόσια χρόνια τόν ἑλληνισμό καί ἀγωνίσθηκαν γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδας ἀπό τούς Τούρκους. Μετά ἀπό τήν ἀπελευθέρωση καταντήσαμε φορεῖς καί μεταδότες τῆς βλασφημίας κατά τοῦ Χριστοῦ στούς μουσουλμάνους. Ἡ ἐπαίσχυντη βρωμοστομία μερικῶν Ἑλλήνων δέν δικαιολογεῖται μέ τίποτε, παρά μόνο μέ τήν ἀπώλεια τοῦ λογικοῦ αὐτῶν.

Ὡς Ἕλληνες δέν ἀντιληφθήκαμε ὅτι κυκλοφοροῦσαν στήν Ἑλλάδα βλάσφημοι πού εἶχαν ἄμεση ἀνάγκη ψυχικῆς θεραπείας καί ἐκχριστιανίσεως. Αὐτό τό σκέφθηκαν οἱ παπικοί καί οἱ προτεστάντες. Σέ σύσκεψη τῶν ἱεραποστολῶν τῆς κατηχήσεως τῶν ὑπανάπτυκτων λαῶν τῆς Ἀφρικῆς συμπεριέλαβαν καί τήν Ἑλλάδα, παρότι εἶναι χώρα τῆς Εὐρώπης. Ἕνας σύνεδρος διαμαρτυρήθηκε καί εἶπε ἀγανακτισμένος. «Γιατί συμπεριλαμβάνετε καί τήν Ἑλλάδα στό πρόγραμμα τῆς Ἱεραποστολῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, ἡ ὁποία κατά τήν ἀρχαιότητα ἦταν ἡ κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ κόσμου καί κατά τήν βυζαντινή ἐποχή τό κέντρο τῆς ἐκχριστιανίσεως τῶν λαῶν;» Τοῦ ἀπάντησαν ὅτι σήμερα ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἀνάγκη τῶν ἱεραποστόλων, διότι πολλοί Ἕλληνες ὄχι μόνο ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό χριστιανισμό, ἀλλά βρίζουν ἀσύστολά τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία καί ὅλα τα ἱερά σύμβολα τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ἡ Ἑλλάδα εἶναι χειρότερη ἀπό τήν Ἀφρική. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἑλλάδας βλασφημοῦν τά θεία, ἐνῶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἀφρικῆς δέ τά βλασφημοῦν ποτέ. Ἀγαλματώθηκε ὁ κήρυκας τῆς δόξας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ψήφισε τήν ἀποστολή ἱεραποστόλων στήν Ἑλλάδα ὅπως καί στούς ἀγρίους λαούς.

Ἀντιλαμβάνεται κανείς ποῦ τήν ὑποβίβασαν πολιτισμικά τήν Ἑλλάδα κάποιοι ἀθυρόστομοι βλάσφημοι Ἕλληνες;

Στό ταπεινό ἔθνος τῆς Αἰθιοπίας δέ βλασφημοῦν, δέν ὑποτιμοῦν καί δέν ἐξευτελίζουν τόν ἑαυτό τους. Δυό Αἰθίοπες μελέτησαν τήν ἔνδοξη ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς Ἑλλάδος καί θέλησαν νά σπουδάσουν τήν ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τῶν Ἀθηνῶν. Ἐπηρεασμένοι ἀπό τίς Ἐκκλησίες πού ἵδρυσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Ἑλλάδα καί τά ἑκατομμύρια τῶν Ἑλλήνων πού μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, νόμιζαν ὅτι θά ἔρχονταν σέ χώρα ἁγίων. Ὅταν πλησίασε τό πλοῖο τους στό λιμάνι καί ἄκουσαν βλασφημίες κατά τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Τίμιου Σταυροῦ καί ἄλλων ἱερῶν της Ἐκκλησίας, νόμισαν ὅτι λιμενίζονταν σέ κάποια ἄλλη ὑπανάπτυκτη χώρα. Ἀποβιβάζονταν ὅμως στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ, ὅπου οἱ λιμενικοί ἔβριζαν καί βρίζουν κατά συνήθεια τά θεία πάρα πολύ.

Ἀπογοητεύτηκαν καί θέλησαν νά φύγουν ἀμέσως ἀπό τή χώρα μας, ἀλλά τούς συγκράτησε κάποιος γνωστός τους ἱερέας λέγοντας: «Μή φεύγετε, δέν βρίζουν ὅλοι οἱ Ἕλληνες, ἀλλά μόνο μερικοί ἀνάγωγοι ἀπό κακή συνήθεια».

Ρώτησαν τόν ἱερέα, γιατί οἱ πολλοί δέν διορθώνουν τούς ὀλίγους; Σωστή ἡ παρατήρησή τους. Γιατί δέν ἐπεμβαίνουμε οἱ πολλοί στούς βλάσφημους πού ὑποβιβάζουν τή χώρα μας στήν κατηγορία τοῦ ἀσεβέστερου λαοῦ; Πρέπει νά μᾶς προβληματίσει αὐτό τό θέμα.

Ἕνας ξένος πού παραθέριζε ἕνα καλοκαίρι στίς Ἰονίους νήσους ἀπό τίς βλασφημίες πού ἄκουσε σχημάτισε τήν ἐντύπωση ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι ὁ ἀσεβέστερος λαός. Καθημερινά παντοῦ καί πάντοτε ἄκουγε ἀπό ὅλα τα μέρη καί ἀπό ὅλες τίς τάξεις τῶν Ἑλλήνων ὕβρεις καί βλασφημίες.

Ἕνας Σμυρναῖος μουσουλμάνος προσηλυτίσθηκε στό χριστιανισμό καί σκέπτονταν νά βαπτισθεῖ καί νά ἐγκατασταθεῖ στήν Ἀθήνα. Ἤθελε νά ζήσει ἀνάμεσά σε χριστιανούς γιά νά μή τόν καταδιώξουν οἱ φανατικοί μουσουλμάνοι μέχρι θανάτου, ἐπειδή θά ἄλλαζε θρησκεία. Ὅταν ἀποβιβάστηκε στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ καί ἄκουσε χριστιανούς Ἕλληνες νά βρίζουν τό Χριστό καί τήν Παναγία, ἀγανάκτησε κατά τῶν χριστιανῶν καί γύρισε πίσω στή Σμύρνη. Παρέμεινε φανατικός μουλσουμάνος (Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη, Τό Κακό της Βλασφημίας, σελ. 61).

 

9. Ποινές κατά τῆς βλασφημίας στήν Παλαιά Διαθήκη

 

Ἡ βλασφημία εἶναι τό βαρύτερο ἁμάρτημα τῶν ἁμαρτημάτων. Αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τήν τιμωρία πού ἐπέβαλε ὁ Θεός στόν πρῶτο βλασφημήσαντα Ἑβραῖο στήν ἔρημό του Σινᾶ. Αὐτός προερχόταν ἀπό μητέρα Ἑβραία καί πατέρα Αἰγύπτιο. Ἀκολούθησε τήν μητέρα τοῦ κατά τήν ἀναχώρηση τῶν Ἑβραίων ἀπό τήν Αἴγυπτο. Φιλονίκησε μέ κάποιο συνάδελφό του καί τήν ὥρα τῆς σφοδρῆς φιλονικίας καί λογομαχίας, πάνω στήν ἀσυγκράτητη ὀργή του, βλασφήμησε τόν Θεό. Οἱ ἀκούσαντες αὐτόν νά βλαστημᾶ τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν στό Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος τόν ἔκλεισε ἀμέσως στή φυλακή καί ζήτησε μέ πολύ θερμή προσευχή νά τοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεός ποιά ποινή νά τοῦ ἐπιβάλει. «Καί ἐλάλησε Κύριος πρός Μωυσήν λέγων: Ἐξάγαγε τόν καταρασάμενον ἔξω της παρεμβολῆς, καί ἐπιθήσονται πάντες οἱ ἀκούσαντες τάς χείρας αὐτῶν ἐπί τήν κεφαλήν αὐτοῦ καί λιθοβολήσουσιν αὐτόν πάσα ἡ συναγωγή. Καί τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ λάλησον καί ἐρεῖς πρός αὐτούς. Ἄνθρωπος ὅς ἐάν καταράσηται Θεόν, ἁμαρτίαν λήψεται. Ὀνομάζων τό ὄνομα Κυρίου θανάτω θανατούσθω, λίθοις λιθοβολείτω αὐτόν πάσα ἡ συναγωγή Ἰσραήλ.» (Λευιτικό 24, 13-16). Δηλαδή: ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος βλαστημᾶ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου νά θανατώνεται ὁπωσδήποτε. Νά τόν λιθοβολεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἰσραηλιτική Κοινότητα. Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω ἐντολή τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησαν ἔξω ἀπό τόν καταυλισμό καί τόν θανάτωσε ὁλόκληρη ἡ Κοινότητα μέ λιθοβολισμό. Τοῦ ἔριχναν μέ δύναμη ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι τοῦ καταυλισμοῦ τῆς ἐρήμου μεγάλες πέτρες, κοτρόνες. Μέ τίς πολλές πέτρες πού ἔριξαν τόν σκότωσαν, τόν πολτοποίησαν καί σχημάτισαν μία πυραμίδα ἐπάνω του ἀπό πέτρες ὡς αἰώνιο μνημεῖο τῆς τιμωρίας πού ἐπιβάλλονταν ἔκτοτε στούς βλάσφημους.

Διερωτῶνται μερικοί, πῶς ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς συγχωρητικότητας ἐπέβαλε μία τόσο αὐστηρή καί σκληρή ποινή θανάτου στό βλάσφημο.

Ἡ ποινή τοῦ λιθοβολισμοῦ ἐπιβάλλονταν τότε στούς φονιάδες καί στούς μοιχούς. Ὁ βλάσφημος συγκαταλεγόταν μαζί μέ τούς φονιάδες καί τούς μοιχούς, ἀλλά ἡ ποινή τοῦ ἦταν αὐστηρότερη. Οἱ φονιάδες καί οἱ μοιχοί λιθοβολοῦνταν ἀπό μία ὁμάδα Ἰσραηλιτῶν. Στό λιθοβολισμό τοῦ βλάσφημου διατάχθηκε νά λάβει μέρος ὁλόκληρη ἡ Ἰσραηλιτική Κοινότητα. Πολτοποιήθηκε τό σῶμα τοῦ βλάσφημου ἀπό τίς χιλιάδες πέτρες πού δέχτηκε.

Ἡ βλασφημία ἀποτελεῖ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἀπό τό φόνο καί τή μοιχεία, διότι ὁ φονιάς καί ὁ μοιχός διαπράττουν τό ἁμάρτημα σέ ἕνα κοινό ἄνθρωπο, ἐνῶ ὁ βλάσφημος μέ τίς ὕβρεις τοῦ προσβάλει τόν ἴδιο τόν Θεό.

Ἐγείρεται τό ἐρώτημα: Γιατί ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ τούς βλάσφημους μέ θάνατο καί σήμερα, ὅπως συνέβη τότε στό βλασφημήσαντα Ἑβραῖο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά ἀναβάλλει συνεχῶς τήν τιμωρία; Ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί τό βλάσφημο ἀκόμη. Περιμένει νά μετανοήσει γιά νά σωθεῖ. «Ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμοθέου 2, 4).

Τό στάδιο τῆς παρούσας ζωῆς εἶναι στάδιο δοκιμασίας. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως, γιά νά ἀποφασίζουμε μόνοι μας τήν ἐκλογή τῶν καλῶν ἤ κακῶν πράξεών μας. Μᾶς δοκιμάζει ὁ Θεός γιά νά ἔχουν ἠθική ἀξία οἱ πράξεις μας. Ἄν τιμωροῦσε ἀμέσως τήν κάθε ἁμαρτία καί τή βλασφημία μέ θάνατο, ὅπως ἔκανε στήν Παλαιά Διαθήκη, κανείς μας δέν θά ἁμάρτανε ἀπό ὑπακοή, ἀγάπη καί σεβασμό πρός τόν Θεό, ἀλλά μόνο ἀπό καθαρό φόβο. Τί ἀξία θά εἶχαν οἱ ἀρετές τοῦ ἀνθρώπου ἄν ἀναπτύσσονταν ἀπό φόβο; Θά ἤμασταν ρομπότ, ἄβουλα πλάσματα, χωρίς προσωπική θέληση καί πρωτοβουλία. Θά πράτταμε τό καλό μέ τή βία. Δέν γίνεται κανείς ἅγιος μέ τή βία, ἀλλά μόνο μέ τήν καλή του διάθεση καί τή δυνατή προσωπική του θέληση.

 

10. Παιδαγωγικές ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στούς βλάσφημους

 

Ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐφαρμόζει στόν βλάσφημο διάφορα παιδαγωγικά μέσα προκειμένου νά τόν κάνει νά μετανοήσει. Ἄλλοτε τοῦ χορηγεῖ πολλά ἀγαθά καί μεγάλες ἐπιτυχίες στή ζωή του, γιά νά μετανοήσει ἀπό εὐγνωμοσύνη, καί ἄλλοτε ἐπιτρέπει νά ὑποστεῖ ὁ ἁμαρτωλός βλάσφημος διάφορα παθήματα, ἀτυχήματα καί ἀσθένειες, γιά νά συναισθανθεῖ τό μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων πού διαπράττει. Δοκιμάζει πρῶτα τή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀγάπη καί μετά ἐπιτρέπει μέ ἐπιείκεια τίς δοκιμασίες.

Ὁ Θεός εἶναι μακρόθυμος καί περιμένει τή μετάνοια τοῦ βλάσφημου, ἀλλά ἕως πότε θά ὑπομένει νά τόν βρίζουν προκλητικά; Ὁ καιρός τῆς ἀνοχῆς καί τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ γιά τούς βλάσφημους εἶναι περιορισμένος. Ὁ βλάσφημος εἶναι θνητός, θά ἔλθει κάποτε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καί ἀλίμονο ἐάν δέν ἔχει μετανοήσει. Τότε θά κλείσει ἡ θύρα τῆς μετάνοιας καί τοῦ θείου ἐλέους. Ὡς πότε θά μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός; Ἡ βλασφημία εἶναι τό ἔσχατο σημεῖο καταπτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἐπιδέχεται ἄλλη μακροθυμία πέραν τοῦ θανάτου.

Πολλές φορές ἔρχεται ἡ θεία δίκη ἀμέσως καί τιμωρεῖται ὁ βλάσφημος τήν ἴδια στιγμή τῆς βλασφημίας μέ διάφορες ἀποτυχίες, ζημίες, συμφορές, ἀτυχήματα, ἀρρώστιες καί μεγάλες θλίψεις γιά παραδειγματισμό. Κάποιος πλοίαρχος τήν στιγμή πού βλαστήμησε ἔπαθε βαρύ ἐγκεφαλικό καί ἐπακολούθησε φρενοβλάβεια (Κ. Καλλινικου, 52 ὁμιλίαι, 1958, σελ. 185) Τόν Αὔγουστο τοῦ 1891, σέ ἕνα χωριό τῆς Σερβίας ἔπεφτε μεγάλο χαλάζι καί κατέστρεφε τίς σοδειές τῆς χρονιᾶς. Οἱ χωρικοί μαζεύτηκαν στό καφενεῖο τοῦ χωριοῦ, ἔκλαιγαν καί βλασφημοῦσαν τόν Θεό πού τούς ἔριχνε τό χαλάζι. Ὁ ταβερνιάρης ἐξοργισμένος ξεκρέμασε τό ὅπλο του καί βγῆκε ἔξω ἀπό τό καφενεῖο γιά νά τουφεκίσει τόν Θεό πού τούς ἔριχνε χαλάζι. Μόλις ἔριξε τήν πρώτη σφαίρα πρός τόν οὐρανό ἔπεσε ἕνας κεραυνός καί τόν σκότωσε (Ἐπισκόπου Ὑακίνθου, Θησαυρός γνώσεων καί εὐσεβείας, σελ. 185).

Στόν Ἑλληνοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1897, ἕνας ἀπό τούς στρατιῶτες τῆς ὁμάδας δείλιασε τήν ὥρα τῆς μάχης. Ὁ ἐπικεφαλῆς δεκανέας ἐκνευρίστηκε καί βλασφήμησε τά θεία. Τήν ἴδια στιγμή μία σφαίρα τοῦ ἐχθροῦ τόν χτύπησε στά χείλη, ἔσπασε τά δόντια του καί τόν τραυμάτισε στή γλώσσα καί στό λάρυγγα. Μεταφέρθηκε αἱμόφυρτος στό νοσοκομεῖο καί γιά ἕξι μῆνες συντηροῦνταν μέ σωλήνα, διότι δέ μποροῦσε νά βάλει τροφή στό στόμα του, ἀλλά οὔτε καί νά τήν καταπιεῖ.

Τό 1902 στή Λακωνία, ἕνας νέος βλασφημοῦσε κατ’ ἐπανάληψη δημόσια τα θεία. Στό χωριό Μολόους φιλονίκησε μέ κάποιον κάτοικο στό καφενεῖο. Βλασφημοῦσε τά πάντα. Ἕνας κάτοικος τοῦ χωριοῦ ἐπενέβη νά τούς συμφιλιώσει. Ὁ βλάσφημος ἀγρίεψε καί ὅρμησε σ’ αὐτόν. Τόν βλασφημοῦσε καί τόν χτυποῦσε μέ ὅλη τή δύναμή του. Ἀμυνόμενος ὁ δεύτερος ἔβγαλε τό περίστροφο καί τόν πυροβόλησε. Τοῦ προκάλεσε διαμπερές τραῦμα στήν κοιλιά. Ἔπεσε αἱμόφυρτος ὁ βλάσφημος καί ἄρχισε νά ἐπικαλεῖται τήν βοήθεια τῆς Παναγίας. Πρίν νά πεθάνει θυμήθηκε καί ἐπικαλέστηκε τή βοήθεια τῆς Παναγίας πού ἔβριζε πρίν λίγο. Ὑπέκυψε ἐντός ὀλίγου στό τραῦμα του.

Ἕνας ἄλλος βλάσφημος ταξίδευε ἀτμοπλοϊκῶς ἀπό τήν Ἀθήνα γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἔφθασαν στό ἀκρωτήριο τοῦ Ἄθω οἱ συνταξιδιῶτες του, ἀντικρίζοντας τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους, σταυροκοπήθηκαν καί ἐπικαλέστηκαν τή βοήθεια τῆς Παναγίας γιά νά φθάσουν καλά στή Κωνσταντινούπολη. Ὁ βλάσφημος ἀντέδρασε καί ἔβριζε συνεχῶς τήν Παναγία. Ἀγανάκτησαν οἱ ἐπιβάτες καί ὅρμησαν νά τόν ρίξουν στή θάλασσα, ὅπως ἔριξαν κάποτε στήν Παλαιά Διαθήκη τόν Ἰωνά. Φοβήθηκε ἀπό τήν ἀπειλή τους καί κλείστηκε στήν καμπίνα του. Ἀργότερα ἄλλαξε ὁ καιρός καί κινδύνευαν νά ναυαγήσουν ἀπό μεγάλη τρικυμία. Τότε ἄλλαξε τακτική καί ὁ βλάσφημος. Ἐπικαλοῦνταν μέ δάκρυα τήν Παναγία νά τούς σώσει. Σώθηκαν ἀπό θαῦμα. Ἀπό τό θαῦμα τῆς σωτηρίας τούς μετανόησε ὁ βλάσφημος καί ζήτησε δημόσια συγχώρεση ἀπό τόν Θεό καί τούς συνταξιδιῶτες. Μερικοί βλάσφημοι, ὅταν κινδυνεύουν, συνειδητοποιοῦν τό ἁμάρτημά τους.

Τό Μάρτιο τοῦ 1923, τό μικρό ἀτμόπλοιο «Βασιλεύς Ἀλέξανδρος» μετέφερε ἀξιωματικούς καί ὑπαξιωματικούς τοῦ ναυτικοῦ ἀπό τό Ναύσταθμο στόν Πειραιά. Οἱ ἐπιβάτες ἀντάλλασσαν βλαστήμιες κατά τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας. Ἄρχισε δυνατός ἀέρας μέ βροχή, πού ἐρχόταν πλαγίως ἀπό τή μία πλευρά κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο. Μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἐπιβάτες στήν ἄλλη πλευρά μέ κίνδυνο νά ἀνατραπεῖ τό πλοῖο. Ὁ πλοίαρχος τούς διέταξε νά διασκορπισθοῦν σέ ὅλο το πλοῖο καί ἐπειδή ἀδιαφόρησαν ἄρχισε νά βλασφημεῖ τά θεία. Τοῦ ἀπάντησαν μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ὁ καιρός ἐπιδεινώθηκε, ἔπεφτε χονδρό χαλάζι σάν καρύδι, τό κύμα μεγάλωσε, κινδύνευαν νά ναυαγήσουν. Δέ φοβόνταν ὅμως, ἐπειδή ἤξεραν ὅλοι τους πολύ καλό κολύμπι. Ἀνατράπηκε τό πλοῖο καί ἔπεσαν στή θάλασσα. Κολύμπησαν μέ ὅλες τίς δυνάμεις τους, ἀλλά κουράστηκαν ἀπό τά μεγάλα κύματα. Οἱ περισσότεροι πνίγηκαν. Οἱ δυνατότεροι ἔφθασαν στά ἀπόκρημνα βράχια καί ἀναρριχήθηκαν σέ αὐτά. Τά γιγάντια κύματα τούς ἅρπαξαν καί τούς ἐπανέφεραν πάλι στή θάλασσα. Ἀγωνίστηκαν ἀνδρείως, ἀλλά κατατεμαχίστηκαν οἱ περισσότεροι στούς αἰχμηρούς βράχους καί ἔβαψαν μέ τό αἷμα τούς τά ἀφρίζοντα κύματα.

Ἔχουμε πολλές φορές τήν πεποίθηση ὅτι καί χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νά ἀντιμετωπίσουμε τίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μας. Τό παραπάνω γεγονός μᾶς ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἀπατώμεθα.

Στρατιώτης τοῦ Ἀλβανικοῦ μετώπου στίς 27-10-1940 ἔξω ἀπό τό Τεπελένι τραυματίστηκε ἐλαφρά καί, ἀντί νά εὐχαριστήσει τόν Θεό γιά τόν ἐλαφρύ τραυματισμό του, τόν βλασφημοῦσε. Σέ λίγο δεύτερο βλῆμα τόν ἀποτελείωσε ἐπί τόπου. Τόν ἔθαψαν οἱ συνάδελφοί του ἀλλά ἕνα τρίτο βλῆμα τοῦ πυροβολικοῦ τόν ξέθαψε καί σκόρπισε σέ μεγάλη ἔκταση τά τεμαχισμένα μέλη τοῦ σώματός του.

Τήν ἄνοιξη τοῦ 1924 τά πρόβατα ἑνός βοσκοῦ στήν περιοχή τῆς μονῆς Λογγοβάρδας μπῆκαν σέ σπαρμένο χωράφι. Ἔτρεξε νά τά ἀπομακρύνει μέ βλασφημίες κατά τοῦ Θεοῦ. Ἀπρόοπτα, χωρίς ἄλλη αἰτία, πιάστηκαν ὅλα τα μέλη τοῦ σώματός του καί διαστρεβλώθηκαν. Ἔπαθε γενική παράλυση. Τόν μετέφεραν στό μοναστήρι τῆς Λογγοβάρδας. Συνέχιζε νά βλασφημεῖ καί γιά τήν παράλυσή του. Ἐπιδεινώθηκε ἡ κατάστασή του. Εἶχε τρομερούς πόνους καί σπασμούς σέ ὅλα τα μέλη τοῦ σώματος. Ὑπέφερε πάρα πολύ. Δάγκωσε τή γλώσσα του ἀπό τούς σπασμούς καί τήν ἔκοψε στή μέση. Τήν κατάπιε καί σφήνωσε στό λαιμό του. Ξεψύχησε ἀπό πνιγμό (Φολοθέου Ζερβάκου, Ἱερός πόλεμος κατά τῆς βλασφημίας, Ἀθήνα 1957, σελ. 29, 42-45).

Οἱ ἄμεσες τιμωρίες τῶν βλασφήμων ἐπαναλαμβάνονται καί σήμερα, ἀλλά τίς ἀποδίδουμε στήν τύχη, χωρίς νά ἐμβαθύνουμε στήν αἰτία αὐτῶν.

 

11. Τιμωρίες τῶν βλάσφημων στήν ἄλλη ζωή

 

Οἱ τιμωρίες τοῦ βλάσφημου θά εἶναι μεγαλύτερες στή μέλλουσα ζωή, διότι ὁ Θεός φάνηκε σ’ αὐτόν περισσότερο μακρόθυμος καί πολυεύσπλαχνος στήν παροῦσα ζωή. Τό ἐπισημαίνει ὁ Θεός στόν προφήτη Ἰεζεκιήλ (18, 23): «Οὗ θέλω τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν». Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμοθέου 2, 4) συμπληρώνει: «Πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».

Ἔχε ὑπόψη σου βλάσφημε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐπιεικής, ἀνεξίκακος καί ταπεινός στήν καρδιά, ἀλλά ἄν σύ καί ὁ κάθε βλάσφημος ἐπιμένετε ἀμετανόητοι, παρόλη τήν ἀγάπη καί τήν ἀνεξικακία πού σᾶς δείχνει, τότε στή μέλλουσα κρίση θά καταλογίσει τήν ἁμαρτία τῆς βλασφημίας, ὡς τή μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες, διότι μέ τή βλασφημία γίνεσαι ἄμεσα ἀντίπαλος καί ἐχθρός του Θεοῦ. Συγκρούεσαι μέ τόν Θεό, καί, ὅπως ἀναφέρεται ρητά στήν Ἁγία Γραφή, «πᾶς ὁ πεσῶν ἐπ’ ἐκεῖνον τόν λίθον συνθλασθήσεται ἐφ’ ὅ δ ἄν πέση λικμήσει αὐτόν» (Λουκᾶ 20, 18).

Ὁ Θεός εἶναι μακρόθυμος στόν κάθε ἁμαρτωλό, ἀλλά ἕως πότε θά εἶναι μακρόθυμος; Ἀσφαλῶς μέχρι τοῦ θανάτου μπορεῖ νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος. Μετά τό θάνατό του ὅμως δέν ὑπάρχει μετάνοια. Ἐκεῖ, στόν Ἅδη, γιά τό βλάσφημο καί γιά κάθε ἁμαρτωλό δέ μένει ἄλλο παρά μόνο νά λογοδοτήσει γιά τίς πράξεις του. Μᾶς τόνισε ὁ Κύριος: «Λέγω δέ ὑμίν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσι οἱ ἄνθρωποι ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ του λόγου ἐν ἡμέρα κρίσεως» (Ματθαίου 12, 36-37). Αὐστηρότερη θά εἶναι ἡ τιμωρία στούς βλάσφημους, ἐπισημαίνει ὁ ψαλμωδός: «Οἱ δέ καταρώμενοι Αὐτόν ἐξολοθρευθήσονται» (Ψαλμός 36, 22).

Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει στήν Ἀποκάλυψη (16, 10-11) ὅτι ὅταν ὁ τέταρτος ἄγγελος ἄδειασε τήν φιάλη πάνω στόν ἥλιο, οἱ ἄνθρωποι κατακάηκαν καί ἀντί νά μετανοήσουν καί νά δοξάσουν τόν Θεό, «ἐμασῶντο τάς γλώσσας αὐτῶν ἐκ τοῦ πόνου καί ἐβλασφήμησαν τόν Θεόν τοῦ οὐρανοῦ ἐκ τῶν πόνων αὐτῶν καί ἐκ τῶν ἑλκῶν αὐτῶν, καί οὗ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν». Αὐτό συμβαίνει πάντοτε. Ὅταν ὁ Θεός μᾶς στέλνει μηνύματα μέ φυσικά φαινόμενα, τρικυμίες, τσουνάμια, σεισμούς, πυρκαγιές καί ἄλλα γιά νά μετανοήσουμε, πολλοί ἄνθρωποι ὄχι μόνο «οὗ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν», ἀλλά ἐξαγριώνονται καί βλασφημοῦν περισσότερο, ἐπιδεινώνοντας τήν κατάστασή τους. Νά ξέρουν ὅμως ὅτι στην άλλη ζωή δέν ὑπάρχει μετάνοια.

 

12. Ποινικές διατάξεις τῶν λαῶν κατά τῶν βλάσφημων

 

Στήν ἀρχαιότητα ὑπῆρχε ἐγχαραγμένος ἄγραφος νόμος στά βάθη τῆς συνειδήσεως τῶν ἀνθρώπων κατά τῆς βλασφημίας. Στούς ἀρχαίους λαούς ἡ βλασφημία τιμωροῦνταν μέ θάνατο, μέ τρύπημα ἤ μέ κόψιμο τῆς γλώσσας καί τῶν χειλέων. Ἄλλοι ἀρχαῖοι λαοί μαστίγωναν τόν βλάσφημο, τόν στιγμάτιζαν στό μέτωπο μέ ἕνα πυρακτωμένο σίδηρο καί τοῦ ἐπέβαλαν βαρύ πρόστιμο. Οἱ εἰδωλολάτρες Ἕλληνες, ἐξ ἐμφύτου, σέβονταν τά ὀνόματα τῶν Θεῶν τῆς μυθολογίας καί καταδίκαζαν τούς βλάσφημους σέ εἰδικά δικαστήρια τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων στήν ποινή τοῦ θανάτου. Ὁ σοφός Σωκράτης καταδικάστηκε σέ θάνατο, πίνοντας τό κώνειο (δηλητήριο), διότι ἐξέφρασε κάποια ἀμφιβολία γιά τούς ψεύτικους Θεούς τῶν εἰδώλων τῆς ἐποχῆς του. Ὁ βλάσφημος στή Βυζαντινή ἐποχή τιμωροῦνταν, σύμφωνα μέ τήν ὑπ’ ἀριθμό 77 α΄ 6, 43 Νεαρά του Ἰουστινιανοῦ, μέ τό κόψιμο τῆς γλώσσας ἤ μέ θάνατο.

Οἱ ὁπλαρχηγοί τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 τιμωροῦσαν αὐστηρά τους βλάσφημους. Ὁ Κολοκοτρώνης καί οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί μέ κανένα τρόπο δέν ἐπέτρεπαν στούς ἄνδρες τῶν στρατοπέδων τους νά βλασφημοῦν τά θεία. Ὁ ναύαρχος Κουντουριώτης, ΄πού καταναυμάχησε τόν τουρκικό στόλο στά Δαρδανέλλια, δέν ἐπέτρεπε στούς ναῦτες του νά μαγαρίσουν τά πλοῖα τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου μέ βλασφημίες.

Στήν Ἱσπανία, κατά τήν ἐποχή τοῦ βασιλιά Φιλίππου Β΄, σύμφωνα μέ τήν παραγγελία τοῦ Κυρίου (Μάρκου 9, 42): «Καί ὅς ἄν σκανδαλίση ἕνα των μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, καλόν ἐστι αὐτῶ μᾶλλον εἰ περικεῖται λίθος μυλικός περί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί βέβληται εἰς τήν θάλασσαν», ἔδεναν στό λαιμό τοῦ βλάσφημου μία μεγάλη πέτρα καί τόν ἔριχναν στή θάλασσα.

Στήν Γαλλία σφράγιζαν μέ πυρακτωμένη σιδερένια σφραγίδα τό μέτωπο τοῦ βλάσφημου, γιά νά φέρει τό στίγμα τοῦ αἴσχους τοῦ βλάσφημου σέ ὅλη του τή ζωή.

Καὶ ὁ Ποινικὸς Κώδικας τῆς νεότερης Ἑλλάδα περιλαμβάνει βέβαια στὸ ἄρθρο 198 ρύθμιση ποὺ ὁρίζει τὰ ἑξῆς: «1. Μὲ φυλάκιση μέχρι δύο ἐτῶν τιμωρεῖται ὅποιος δημόσια καὶ κακόβουλα βρίζει μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο τὸ Θεό. ‑2. Ὅποιος ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς πάρ. 1 ἐκδηλώνει δημόσια μὲ βλασφημία ἔλλειψη σεβασμοῦ πρὸς τὰ θεία, τιμωρεῖται μὲ φυλάκιση μέχρι τριῶν μηνῶν».

Ἡ παραπάνω ρύθμιση, ὡστόσο, τείνει δυστυχῶς νὰ περιπέσει σὲ πλήρη ἀχρησία. Ἐλάχιστες φορὲς καταγγέλλονται οἱ βλάσφημοι ἐνῶ καὶ οἱ ἁρμόδιες ἀρχὲς συνήθως δὲν παίρνουν στα σοβαρὰ τὶς σχετικὲς καταγγελίες.

Αὐτὸ ποὺ κυρίως προκαλεῖ ἐντύπωση, μάλιστα, εἶναι ἡ διαφορὰ στὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζονται ἀπὸ τὴν Πολιτεία περιπτώσεις βλασφημίας τοῦ Θεοῦ καὶ περιπτώσεις βλασφημίας σημαινόντων προσώπων τῆς κοινωνίας. Ὅταν ὑβρίζονται τὰ τελευταῖα, ἐπακαλούθει συνήθως αὐτόφωρη σύλληψη, δίωξη καὶ καταδίκη μὲ αὐστηροὺς ὅρους. Ὅταν βλασφημεῖται ὁ Θεός, αντίθετα, κυριαρχεῖ συνήθως ἀδιαφορία. Καθίσταται ἔτσι φανερὸ ὅτι τὰ σημαίνοντα πρόσωπα τῆς κοινωνίας ἔχουν κατὰ τὴν ἀντίληψη τῆς σημερινῆς δικαιοσύνης μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς τοποθετεῖται πρόδηλα σὲ ὑποδεέστερη θέση σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἄρχοντες ἑνὸς τόπου.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, στούς εἰκοσιένα λόγους τοῦ περί τούς Ἀνδριάντας, ἀναπτύσσει τό θέμα τῆς σύγκρισης τῆς ἐπιβολῆς τιμωρίας στούς βλασφημήσαντας τόν τότε αὐτοκράτορα Μέγα Θεοδόσιο καί στούς βλασφημοῦντες τόν Θεό. Μερικοί Ἀντιοχεῖς, τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., θέλησαν νά ἀνατρέψουν τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τό Μέγα. Ἔσπασαν μία νύχτα στήν Ἀντιόχεια κρυφά τίς προτομές τοῦ αὐτοκράτορα καί τῆς οἰκογενείας του. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίστηκε καί ἔστειλε ταχέως στρατό στήν Ἀντιόχεια γιά νά ἀνακρίνουν τούς κατοίκους καί γιά νά σφάξουν αὐτούς πού βεβήλωσαν τό ὄνομα αὐτοῦ καί τῆς οἰκογενείας του μέ τό σπάσιμο τῶν ἀνδριάντων. Κατά τίς ἡμέρες τῆς ἀναμονῆς τοῦ στρατοῦ στήν Ἀντιόχεια, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἐπωφελούμενος τῆς ψυχολογικῆς καταστάσεως τῶν κατοίκων, ἐκφώνησε τούς εἰκοσιένα περί τῶν Ἀνδριάντων λόγους. Σ’ αὐτές ἐπισήμανε τήν ἐπικρατοῦσα διαφορά ἐπιβολῆς ποινῶν ὕβρεως στόν αὐτοκράτορα (ἄνθρωπο) καί στόν Θεό ὡς ἑξῆς:

«Ἰδού ὑβρίσθη ἄνθρωπος καί ὅλοι φοβούμεθα καί τρέμομεν, ἅπαντες καί οἱ ὑβρίσαντες καί οἱ μή ὑβρίσαντες. Ὁ Θεός ὅστις καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ὑβρίζεται καί τί λέγω καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀλλά καθ’ ἑκάστην ὥραν ἀπό πλουσίους καί πτωχούς, ἀπό τούς ἔχοντας ἄνεσιν καί ἔχοντας θλίψιν, ἀπό τούς βλάπτοντας καί βλαπτομένους καί κανείς δέν μετανοεῖ καί μάλιστα ἐνῶ εἶναι ἥμερος καί φιλάνθρωπος ὁ Θεός. Ὁ Θεός διά τῆς ἀνεκφράστου φιλανθρωπίας του ἀπαλλάσσει τούς ἀμαρτάνοντας ὅταν μετανοήσουν καί ἐξομολoγηθοῦν. Ἐνῶ οἱ ἄρχοντες ὑπό τῆς αὐτῆς οὐσίας δημιουργηθέντες, ἐπειδή ὑβρίσθησαν μίαν φορᾶν, οὐχί παρισταμένων αὐτῶν τῶν ἰδίων βλεπόντων ἤ ἀκουόντων, ἀλλά ἀποντων ζητοῦν νά τιμωρηθῆ ἔστω καί ἄν μετανόησε ὁ ἔνοχος διά τήν ὕβριν.»

Γιατί ἄραγε τὰ διωκτικὰ καὶ δικαιοδοτικὰ ὄργανα στὶς βλασφημίες κατὰ τῶν ἀρχόντων ἐφαρμόζουν κατὰ γράμμα τὸ νόμο καὶ στὶς βλασφημίες κατὰ τοῦ Θεοῦ τὸν παρακάμπτουν; Οἱ ἀστυνομικοί, ὅταν ἀκούσουν κάποιον νὰ ὑβρίζει δημόσια τὸν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας ἢ ἄλλο σημαῖνον πρόσωπο τῆς κοινωνίας, ἐπεμβαίνουν συνηθὼς ἀμέσως, συλλαμβάνουν τὸν ὑβριστή, τὸν ὁδηγοῦν στὸ τμῆμα τῆς Ἀστυνομίας, τοῦ κρατοῦν τὰ στοιχεῖα, τὸν ἀνακρίνουν καὶ τὸν παραπέμπουν στὸν εἰσαγγελέα. Ἀντίθετα, σπανίως βρίσκεται ἀστυνομικὸς πού νὰ ἐλέγχει τοὺς δημόσια βλασφημοῦντας τὸν Θεό, τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους, νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ τμῆμα καὶ νὰ τοὺς παραπέμπει στὸ δικαστήριο γιὰ τὴ δημόσια βλασφημία τους.

Ἐπιβάλλεται νὰ ἐφαρμόζεται κατὰ γράμμα ὁ νόμος κατὰ τῆς βλασφημίας παντοῦ καὶ πάντοτε. Δὲν ἐπιτρεπέται νὰ ἰσχύουν δύο μέτρα κατὰ τῆς βλασφημίας, ἄλλα γιὰ τοὺς ὑβρίζοντες ὑψηλὰ πρόσωπα τῆς κοινωνίας καὶ ἄλλα γιὰ τοὺς ὑβρίζοντες τὸν Θεό. Εἶναι παντελῶς ἀπαράδεκτο νὰ τίθεται ὁ Θεὸς στὴ δεύτερη σειρά.

Οἱ Ὀθωμανοὶ εἶναι αὐστηρότεροι καὶ συνεπέστεροι στὸ νόμο περὶ τῆς βλασφημίας κατὰ τοῦ Θεοῦ. Μία μέρα συνδιασκέδαζαν Ὀθωμανοὶ καὶ Ἕλληνες νέοι. Παρεξηγήθηκε ἕνας Ὀθωμανὸς μὲ ἕναν Ἕλληνα καὶ πάνω στὴν ὀργὴ του βλασφήμησε ὁ Ὀθωμανὸς τὸν Χριστό. Τὸν κατήγγειλε ὁ Ἕλληνας καὶ δικάστηκε ὁ μουσουλμάνος σὲ Ὀθωμανικὸ δικαστήριο μὲ φυλάκιση ἕξι μηνῶν. Ἐπενέβησαν πολλοὶ ἰσχυροὶ παράγοντες στὶς ἄνωτερες δικαστικὲς ἀρχὲς γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ βλάσφημος ἀπὸ τὴ φυλάκιση, ἀλλὰ οἱ δικάσαντες τὸ βλάσφημο ἔκριναν ὅτι ἡ βλασφημία σὲ ξένο προφήτη θὰ θεωροῦνταν ὡς ἀρχὴ ἀσέβειας καὶ στὸν δικό τους προφήτη, τὸν Μωάμεθ, καὶ στὴ συνέχεια στὸν Θεό τους, τὸν Ἀλάχ. Ἐδῶ ἰσχύει αὐτὸ πού γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ (2, 14-15): «Ὅταν γὰρ ἔθνη τα μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῆ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἐαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως».

 

13. Οἱ βλασφημίες τῶν ἰθυνόντων ἔχουν μεγάλο ἀντίκτυπο στὸ λαὸ

 

Οἱ βλασφημίες τῶν πτωχῶν καί ἀγραμμάτων βιοπαλαιστῶν, τῶν ἄσημων ἀνθρώπων τῆς κοινωνίας, πού ζοῦν στό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας, περιορίζονται στό στενό τους περιβάλλον. Δέν τίς σχολιάζουν καί πολύ οἱ συνάνθρωποί τους. Τίς ἀποδίδουν στήν κατώτερη πνευματική στάθμη καί στήν ἀγραμματοσύνη αὐτῶν. Κρίνονται ἐπιεικῶς. Ὅταν ὅμως οἱ βλασφημίες ἐκτοξεύονται ἀπό ἀνθρώπους ἐγγραμμάτους, ἀπό ἐπιστήμονες μέ πτυχία, ἀπό προϊσταμένους ὑπηρεσιῶν τοῦ κράτους καί διαφόρων ἐταιριῶν, ἀπό πρόσωπα μέ ὑψηλές κρατικές θέσεις, ἀπό βουλευτές καί διοικητές μονάδων στρατοῦ καί ἀπό ἄλλους ἀξιωματούχους τῆς πολιτείας, τούς ὁποίους ὁ λαός θαυμάζει καί ἔχει ὡς παράδειγμα, τό κακό εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερο. Τό κακό παράδειγμά τους προξενεῖ μεγάλη ἠθική ζημιά στίς ψυχές τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ. Ὁ λαός τούς ἔχει ψηλά στή συνείδησή του καί αὐτοί μέ τίς βλασφημίες τους κατέρχονται στή στάθμη τῶν ἀνθρώπων τοῦ πεζοδρομίου. Κατά τήν προτροπή τοῦ Κυρίου (Μάρκου 9, 42): «Ὅς ἄν σκανδαλίση ἕνα των μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, καλόν ἐστιν αὐτῶ μᾶλλον εἰ περικεῖται λίθος μυλικός περί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί βέβληται εἰς τήν θάλασσαν». Εἶναι προτιμότερο νά δέσουν στό λαιμό τούς μία μυλωνόπετρα καί νά πέσουν στή θάλασσα γιά νά πνιγοῦν, παρά νά σκανδαλίζουν χιλιάδες ἀνθρώπους μέ τίς βλασφημίες τους.

Οἱ βλασφημίες τῶν ἰθυνόντων προσώπων, βασιλέων, πρωθυπουργῶν, κυβερνητῶν καί τῶν ἄλλων σημαινόντων διοικητῶν καί ἀξιωματούχων τῆς πολιτείας ἐπισύρουν περισσότερο τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο στούς ἴδιους, ἀλλά στόν εὐρύτερο κύκλο τοῦ λαοῦ τους.

Στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρονται παραδείγματα βλάσφημων ἡγεμόνων, οἱ ὁποῖοι λόγω τῆς ἀπιστίας, τῆς ἑωσφορικῆς οἰήσεως καί τῆς βλασφημίας τους πρός τόν ἀληθινό Θεό ὄχι μόνο πατάχθηκαν οἱ ἴδιοι, ἀλλά καί τό κράτος αὐτῶν συνετρίβη καί διαλύθηκε.

Στό 19ο κεφάλαιο τοῦ Δ΄ Βασιλειῶν ἀναφέρεται ὅτι ὁ βασιλέας τῶν Ἀσυρίων Σενναχηρίμ καταλήφθηκε ἀπό ἑωσφορικό ἐγωισμό γιά τίς νίκες τοῦ κατά τῶν Ἰουδαίων καί ἀπάντησε στούς ἀπεσταλμένους τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Ἐζεκία νά μήν ἔχει ἐλπίδες στόν Θεό του, διότι ἄν ὑπῆρχε ὁ Θεός του θά τόν βοηθοῦσε στίς δύσκολες στιγμές. Ἔβρισε, βλασφήμησε αἰσχρῶς καί ἀρνήθηκε τόν ἕνα ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ. Τό ἀποτέλεσμα τῆς βλασφημίας τοῦ Σενναχερήμ ἦταν ὅτι πέθαναν σέ μία νύχτα ἑκατόν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες (185.000) στρατιῶτες του.

Ὁ Ἀντιοχος τῶν Σελευκιδῶν καταφέρθηκε κατά τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί προσπάθησε μέ κάθε τρόπο νά μετατρέψει τό ναό τοῦ Σολομόντα σέ ναό τοῦ Δία, ἀλλά πέθανε σκωληκόβρωτος.

Ἡ Μικρασιατική καταστροφή ἀποδίδεται μέν στά πολλά σφάλματα τῶν ἰθυνόντων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά καί στήν τρομερή βλασφημία πού ἐπικρατοῦσε μεταξύ πολλῶν στρατιωτῶν καί ἀξιωματικῶν ὅλων των βαθμῶν τοῦ στρατοῦ.

Ὁ ἀρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος ἔγραψε τότε μακρά ἐπιστολή στό βασιλέα Κωνσταντῖνο παρακαλώντας νά ἐκδώσει αὐστηρά διαταγή καταπαύσεως τῆς βλασφημίας ἀπό ὅλο το στράτευμα, ἀλλά ὁ βασιλιάς ποτέ δέν τήν ἐξέδωσε.

Ἡ βλασφημία συνεχίστηκε καί κατά τήν ὀπισθοχώρηση τοῦ στρατοῦ μέ τό χειρότερο τρόπο. Παντοῦ ἀκούγονταν βλασφημίες. Στά παράλια της Σμύρνης, τήν ὥρα πού τά πλήθη τῶν Ἑλλήνων συνωθοῦνταν νά ἀνέβουν στά πλοῖα γιά νά σώσουν τή ζωή τους ἀπό τή σφαγή τῶν Τούρκων, ἀκούγονταν καί πάλι βλασφημίες. Ὑπάκουαν στό διάβολο καί γιά αὐτό ὅλοι οἱ κόποι τῆς μεγάλης ἐκείνης ἐκστρατείας μέχρι τήν Ἄγκυρα πῆγαν κατά τήν κρίση τοῦ διαβόλου.

 

14. Μέσα θεραπείας

(α) Προσευχή

Μερικοί βλάσφημοι ἀποφάσισαν μέ ὅρκο νά σταματήσουν τή βλασφημία καί νά ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ αὐτή, ἀλλά δέν τό κατόρθωσαν, διότι δέν ζήτησαν τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Στηρίχθηκαν ἐγωιστικά στίς δικές τους μόνο δυνάμεις καί ἀπέτυχαν. Ὁ Χριστός μᾶς προειδοποίησε: «χωρίς ἐμοῦ οὗ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάννου 15, 5). Ὅσοι ζήτησαν τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐνισχύθηκαν στόν ἀγώνα τους καί κατόρθωσαν νά κόψουν τή συνήθεια τῆς βλασφημίας. Ὁ Θεός εἶναι πρόθυμος νά μᾶς βοηθήσει, διότι «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμοθέου 2, 4). Εὔκολο εἶναι νά ἐπικαλεστοῦμε τή βοήθειά Του. Μᾶς δέχεται ὁποιαδήποτε ὥρα, ἀρκεῖ νά ἀνοίξουμε τόν πομπό τῆς ψυχῆς μας.

(β) Ἐπίγνωση τῆς προσκαιρότητας τοῦ ἀνθρώπου στήν παροῦσα ζωή

Ὁ βλάσφημος πρέπει νά συνειδητοποιήσει ὅτι εἴμαστε ἐφήμεροι στή παροῦσα ζωή καί θά δώσουμε λόγο τῶν πράξεων καί τῶν λόγων μας στήν ἄλλη ζωή. Ὁ θάνατος μας παραμονεύει σέ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας. Μία μέρα θά κριθοῦμε ὅλοι γιά τά ἔργα καί τά λόγια μας. Ἀναλογιζόμενοι τή μηδαμινότητά μας πρέπει νά ζητοῦμε συνεχῶς διά τῆς προσευχῆς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Κάποτε ἐργαζόταν σέ ἕνα ναό ἕνας βλάσφημος ἐργάτης. Τόν ἄκουσε ὁ ἐφημέριος του ναοῦ καί τόν πλησίασε. Θέλησε πρῶτα νά τόν κάνει νά συναισθανθεῖ τήν προσωρινότητα καί τή μηδαμινότητα τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτό τόν κόσμο, γιά νά ταπεινωθεῖ. Τοῦ ὑποσχέθηκε νά τοῦ δώσει δέκα δολάρια, ἐάν τολμοῦσε νά βλασφημήσει ὁλομόναχος στή μία ἡ ὥρα τή νύχτα, μέσα στά νεκροταφεῖα τῆς πόλεως. Ὁ ἐργάτης δέχτηκε μετά χαρᾶς. Περίμενε ἐναγωνίως νά κερδίσει τό στοίχημα γιά νά πάρει τά δέκα δολάρια. Πῆγε μόνος του τή νύκτα στά νεκροταφεῖα. Ἐπικρατοῦσε παντοῦ νεκρική σιγή. Ἡ πόρτα τοῦ ὀστεοφυλακίου ἦταν ἀνοιχτή καί τά ὀστᾶ φωσφόριζαν. Αἰσθάνθηκε ρίγος ἀνάμεσα στούς ἑκατοντάδες νεκρούς, τῶν ὁποίων τά σώματα σάπιζαν μέσα στή γῆ. Ἔνοιωσε νά βρίσκεται ἀπολογούμενος ἐνώπιόν του Θεοῦ. Τρόμαξε ἀπό τή ματαιότητα τοῦ κόσμου καί ἀναλογίσθηκε πόσο ἀδύναμος καί πρόσκαιρος εἶναι ὁ ἄνθρωπος στήν παροῦσα ζωή. Συγκλονίστηκε μπροστά στό πεπρωμένο τοῦ θανάτου. Ταπεινώθηκε καί δέν τόλμησε νά βλασφημήσει. Κρύος ἱδρώτας τόν περιέλουσε. Ἐπίασε τό κεφάλι του μέ τά δυό του χέρια καί ἀντί νά βλασφημήσει γιά νά πάρει τά δέκα δολάρια γονάτισε καί μέ τρεμάμενη κραυγή εἶπε: «Ὁ Θεός ἰλάσθητι μοί τῷ ἁμαρτωλῶ». Τήν ἑπόμενη μέρα εὐχαρίστησε τόν ἱερέα, πού τόν βοήθησε νά ταπεινωθεῖ καί νά κόψει ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τή βλασφημία, συναισθανόμενος τήν μηδαμινότητά του μέσα στόν πρόσκαιρο αὐτό κόσμο.

(γ) Εἰλικρινής μετάνοια

Ὁ βλάσφημος καί κάθε ἁμαρτωλός εἶναι ἀνάγκη νά πεῖ ἐνσυνείδητα στόν ἑαυτό του: «ἠμάρτηκα τῷ Κυρίω», καί νά τό νοιώσει. Γιά νά κόψει τή συνήθεια τῆς βλασφημίας πρέπει νά μετανοήσει εἰλικρινά. Νά ἐπικαλεσθεῖ τόν Θεό: «Ἐλέησε μέ Κύριε, Μνήσθητί μου Κύριε», ἔγινα χειρότερος ἀπό τό διάβολο καί ἀπό τούς Ἑβραίους πού σέ σταύρωσαν. Σέ βλασφήμησα, σήκωσα τό καταραμένο χέρι μου καί σέ χαστούκισα ὡσάν τό δοῦλο τοῦ ἀρχιερέως, σέ δάγκωσα ὡσάν τό λυσσασμένο σκυλί. Φάνηκα ἀχάριστος, ἐλεεινός, δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγομαι χριστιανός. Εἶμαι λεπρός μέ πυοροοῦσες βαθειές πληγές στήν ψυχή. Εἶμαι ἕνας ζωντανός νεκρός, ἕνα ἀθρωπόμορφο τέρας, ἕνας ἐπικίνδυνος δαιμονισμένος, ἕνας τρελός ἔξω ἀπό τό τρελοκομεῖο. Οἱ βλασφημίες μου δέν ἐξηγοῦνται ἀλλιῶς. Οἱ βλάσφημοι ἔχουν ἀνάγκη εἰσαγωγῆς στό πνευματικό θεραπευτήριο γιά ἐπείγουσα θεραπεία, γιά μετάνοια καί ἀπομάκρυνση τῶν αἰτίων τῆς βλασφημίας.

(δ) Ἀποφυγή τῶν αἰτίων τῆς βλασφημίας

Τά αἴτια τῆς βλασφημίας εἶναι συνήθως ἡ ὀργή, ὁ θυμός, τό μίσος, ἡ κακία, ἡ ἐκδίκηση, οἱ ἐχθρικές διαθέσεις, ἡ μέθη, τά χαρτοπαίγνια καί πολλά ἄλλα. Ἐπιδροῦν ἐπίσης πολύ οἱ κακές συναναστροφές μέ βλάσφημους ἀνθρώπους. Ὅπως ὁ ἀλκοολικός, ὁ καπνιστῆς καί ὁ ναρκομανής, ἐάν θέλουν νά ἀνεξαρτητοποιηθοῦν ἀπό τό ποτό, τό κάπνισμα καί τά ναρκωτικά πρέπει νά ἀποφεύγουν τά στέκια τοῦ ἀλκοόλ, τῶν καπνιστῶν καί τῶν ναρκωτικῶν οὐσιῶν, ἔτσι καί ὁ βλάσφημος πρέπει νά ἀποφεύγει ὅ,τι τόν ἐξερεθίζει νά βλασφημεῖ. Νά συναναστρέφεται μέ εὐσεβεῖς καί μέ ἀνώτερες ἀρχές ἀνθρώπους, ἐνώπιόν των ὁποίων θά ντρέπεται νά βλασφημήσει ὅταν ἀναζωπυρώνεται μέσα του ἡ κακή συνήθεια τῆς βλασφημίας.

Ἄν βλασφημεῖ ἀπό ἐπίδειξη ἀνδρισμοῦ καί ἐπιβολῆς τῆς προσωπικότητάς του στούς ἄλλους, πρέπει νά ταπεινωθεῖ καί νά παραδεχθεῖ ὅτι μέ τίς ὕβρεις τοῦ ἀποδεικνύεται τελείως ἀνίκανος, ἕνα αἰσχρό ὑποκείμενο πού ἐπιδιώκει νά ἀναπληρώσει τό κενό της προσωπικότητάς του μέ τίς βλασφημίες. Νά ἀναπληρώσει τήν κακή συνήθεια τῆς κατωτερότητάς του μέ καλές συνήθειες ἀνωτερότητας πολιτισμένου ἀνθρώπου. Μέ τίς βλασφημίες τίποτε δέν διορθώνεται καί κανέναν καλό δέν ἐπιτυγχάνεται στή ζωή.

Ὁ συναισθανόμενος τύψεις συνειδήσεως γιά τήν ἀσέβειά του πρέπει νά αὐτοτιμωρεῖται μέ νηστεία, μέ στέρηση ἐκπληρώσεως τῶν ἐπιθυμιῶν του καί μέ ἐπιβολή οἰκονομίας στά ἔξοδά του, ὥστε νά προσφέρει μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη στούς ἔχοντες ἀνάγκη. Ὅπως θά πλήρωνε, θέλοντας καί μή, τό πρόστιμο τῆς τροχαίας γιά παράβαση τοῦ νόμου αὐτῆς, κατά τόν ἴδιο τρόπο ἅς ἐνεργήσει καί στήν παράβαση τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Θά ἐπωφεληθεῖ διπλά, θά κόψει τή βλασφημία καί θά βοηθήσει τούς συνανθρώπους τοῦ οἰκονομικά.

Αὐτός πού θέλει νά κόψει τή συνήθεια τῆς βλασφημίας θά πρέπει νά μάθει νά ἐλέγχει τίς ἐκφράσεις του, νά δαμάζει τή βλάσφημη γλώσσα του καί νά τηρεῖ κατά γράμμα τίς ἀποφάσεις του. Θά πρέπει νά γίνει ἄγρυπνος φύλακας τῆς γλώσσας του.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος συνιστᾶ στό βλάσφημο νά προτιμήσει νά δαγκώσει τή γλώσσα τοῦ πρό τῆς βλασφημίας, παρά νά φλέγεται αὐτή στήν ἄλλη ζωή, ὅπως φλεγόταν στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου ἡ γλώσσα τοῦ πλουσίου. Ὁ Κύριος μας προειδοποίησε: «Λέγω δέ ὑμίν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσι οἱ ἄνθρωποι ἀποδώσωσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρα κρίσεως». Θά ἀπολογηθοῦμε γιά ὅ,τι λέμε.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔλεγαν: «Ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὅς τά πάνθ’ ὁρᾶ». Ὁ Θεός ὁ παντοδύναμος, ὁ ἁπανταχοῦ παρών καί παντογνώστης τά βλέπει ὅλα στή ζωή μας. Δέ μποροῦμε νά διαφύγουμε τῆς προσοχῆς Του. «Φοβερόν ἐστίν ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβραίους 10, 31).

(ε) Ὑπάρχει τρόπος νά συγχωρηθεῖ ὁ βλάσφημος ἀπό τόν Θεό;

Πρέπει στούς βλάσφημους νά ἐφαρμοσθοῦν κατάλληλοι μέθοδοι διαπαιδαγωγήσεως ἀπό τό πνευματικό, προκειμένου αὐτοί νά κατανοήσουν πόσο παρεκτρέπονται. Νά συναισθανθοῦν τό βαρύ ἁμάρτημά τους καί νά μετανοήσουν εἰλικρινά. Νά πάρουν τήν μεγάλη ἀπόφαση, ὅπως οἱ ναρκομανεῖς καί οἱ ἀλκοολικοί πού κάνουν ἀποτοξίνωση, νά κόψουν τή συνήθεια τῆς βλασφημίας καί μετά νά ἀποφεύγουν μέ κάθε τρόπο τά αἴτια πού τήν προκαλοῦν. Προϋπόθεση τῆς διορθώσεώς τους εἶναι νά μετανοήσουν εἰλικρινά. Νά ἐξομολογηθοῦν μέ συντριβή. Ἡ Ἁγία Γραφή λέει: «Ἐάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἠμῶν, πιστός ἐστι καί δίκαιος ὁ Θεός ἴνα ἁφή ἠμίν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίση ἠμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας» (Καθολική Α΄ Ἰωάννου 1, 9).

Ὁ βλάσφημος μπορεῖ λοιπόν νά συγχωρεθεῖ ἀπό τόν Θεό, ἐάν μετανοήσει καί ἐξομολογηθεῖ μέ δάκρυα καί στεναγμούς. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει: «Καί δάκρυον μετανοίας στάξον ἰσοδυναμεῖ τῷ λουτρῶ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καί στεναγμός ἐπίμοχθος ἐπανάγει τήν πρό ὀλίγου ἀναχωρήσασαν χάριν». Τό εἰλικρινές δάκρυ τῆς μετάνοιας ἀπαλείφει, ὅπως τό βάπτισμα, ὅλα τα διαπραχθέντα ἁμαρτήματα τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ καί ἐπαναφέρει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ στό βλάσφημο.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος τονίζει: «Τόν ἠμαρτηκότα ἐπειδᾶν ὁμολογήση τά ἠμαρτημένα καί τήν ἑξῆς ἀσφάλεια ἐπιδείξηται, ἀθρόον ὁ Θεός δίκαιον ἀποφαίνει».

Ὅταν κάποιος μετανοεῖ εἰλικρινά, ἐνισχύεται ἡ θέλησή του ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι αὐτός μπορεῖ νά τά καταφέρει νά κόψει διά παντός καί ἀμετακλήτως τήν ἁμαρτία τῆς βλασφημίας. Τό θέλω, μέ τή χάρη καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σημαίνει μπορῶ. Ὁποιαδήποτε βλασφημία καί ἄν ἐκστομίσει κανείς, ἐκτός ἀπό τή βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συγχωρεῖται καί βοηθιέται στόν ἀγώνα τῆς διορθώσεως τοῦ χαρακτήρα του.

Πολλοί ἐκ τῶν βλάσφημων σταυρωτῶν του Κυρίου καί διωκτῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅταν ἄκουσαν ἀργότερα τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου «κατενύγησαν τή καρδία» (Πράξεις 2, 37), μετανόησαν εἰλικρινά καί συγχωρέθηκαν. Ἔγιναν ἐπίλεκτα μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ μεγάλος διώκτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ Σαούλ διά τῆς μετανοίας ἔγινε ὁ μεγάλος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφερόμενος στό βίο τοῦ πρίν τήν προσέλευσή του στό χριστιανισμό χαρακτηρίζει τόν ἑαυτό του ὡς «τόν πρότερον ὄντα βλάσφημον καί διώκτην καί ὑβριστήν. Ἀλλ’ ἐλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστία, ὑπερεπλεόνασε δέ ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν μετά πίστεως καί ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α΄ Τιμοθέου 1, 13).

Ὁποιοσδήποτε βλάσφημος εἶναι δυνατόν νά γίνει ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μέ τή μετάνοια, διότι ὅπου ξεχειλίζει ἡ χάρη τοῦ Κυρίου, μέ τήν πίστη καί τήν ἀγάπη πού ἔχουν τήν ρίζα τους στό Χριστό, ἐκεῖ ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία. Ἀρκεῖ νά ἀφυπνισθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας καί νά πεῖ στήν ψυχή του: Ψυχή μου ξύπνα, τί καθεύδεις τό τέλος ἐγγίζει. «Ἤδη καί ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται. Πάν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν καλόν ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθαίου 3, 10).

 

15. Ἡ στάση τῶν γονέων στή συνήθεια τῆς βλασφημίας τῶν παιδιῶν τους

 

Ἐπιβάλλεται στούς γονεῖς νά ἐμπνεύσουν στά παιδιά τούς ἀποστροφή κατά τῆς βλασφημίας. Νά τούς ἀφήσουν ὡς παρακαταθήκη στή ζωή, νά μήν βλασφημοῦν ποτέ. Νά διατηρήσουν μέ σεβασμό τή παρακαταθήκη αὐτή ἀπό γενεά σέ γενεά στήν οἰκογένειά τους. Νά θεωροῦν βεβήλωση καί μεγάλη προσβολή στό οἰκογενειακό τους περιβάλλον ἄν κάποιος βρίσει τά θεία.

Τίς βλάσφημες λέξεις πού λένε ἀσυνειδητὰ τα μικρά παιδιά στούς δικούς τους, τίς ἀκοῦνε στό κοινωνικό περιβάλλον πού ζοῦν. Τίς μεταφέρουν στά σπίτια τους, χωρίς νά γνωρίζουν τό νόημά τους. Τίς ἐπαναλαμβάνουν ἀσυναίσθητα. Ἡ οἰκογένεια πρέπει νά ἐπεμβαίνει μέ παιδαγωγικό τρόπο, ὥστε τά παιδιά νά μήν ἀποκτοῦν τήν ἐντύπωση ὅτι μέ τίς λέξεις αὐτές μποροῦν νά προσελκύσουν τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τῶν ἄλλων.

Στήν ἀρχή πρέπει κανείς νά ἀντιμετωπίζει τό πρόβλημα μέ ἐπιφανειακή ἀδιαφορία, χωρίς χαμόγελα, σάν νά μή συμβαίνει τίποτε, μέχρι νά ξεχάσουν τά παιδιά τίς ἄσχημες λέξεις. Ἄν ὅμως συνεχίσουν νά τίς ἐπαναλαμβάνουν καί τίς ἐντάξουν σταθερά στό λεξιλόγιό τους, τότε ὀφείλει κανείς νά ἀλλάξει τακτική. Πρέπει νά τά μαλώνει κάθε φορᾶ πολύ αὐστηρά, ἀπειλώντας τα μέ τιμωρία σέ περίπτωση ἐπανάληψης. Τά παιδιά συμμορφώνονται συνήθως μέ τίς προτροπές τῶν μεγάλων.

Ἐπιβάλλεται ἀκόμη οἱ γονεῖς νά ἐξετάζουν τίς συναναστροφές τοῦ παιδιοῦ τους. Ἄν ὑπάρχει κάποιος βλάσφημος μεταξύ των φίλων του, πρέπει νά τόν βοηθήσουν νά σταματήσει τίς βλασφημίες, διότι ἀκούγοντας τό παιδί τούς τίς βλασφημίες θά συνηθίσει καί αὐτό. «Φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί», ἀμβλύνεται ἡ συνείδησή του καί παρασύρεται.

Στά παιδιά τῆς προεφηβικῆς καί ἐφηβικῆς ἡλικίας πού βρίζουν τά θεία ὀφείλει κανείς νά μεταχειρίζεται στήν ἀρχή τό διάλογο, γιά νά συνειδητοποιήσουν τό μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος τῆς βλασφημίας. Ἄν συνεχίσουν νά βλασφημοῦν, πρέπει κανείς νά προσφύγει σέ ὅλα τα ἄλλα παιδαγωγικά αὐστηρά μέτρα, μέχρι νά κόψουν διά παντός τήν ἐπαίσχυντη αὐτή συνήθεια τῆς βλασφημίας.

Ἡ εὐθύνη τῆς συνήθειας τῆς βλασφημίας, τήν ὁποία ἔχει ἀποκτήσει ἕνα παιδί, βαρύνει καί τούς γονεῖς του, πού δέν ἔλαβαν αὐστηρά μέτρα.

Μητέρες, γονεῖς, δεῖξτε ὅλη τήν ἔμφυτη παιδαγωγική σας ἱκανότητα καί ὅλη τήν αὐστηρότητά σας στά παιδιά σᾶς ὅταν αὐτά ἐξ ἀκοῆς ἄλλων ἀρχίζουν νά βλασφημοῦν. Συμβουλεῦστε τα, διαφωτίστε τά λεπτομερῶς πόσο μεγάλη ἀσέβεια εἶναι ἡ βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ντροπή καί αἶσχος σέ μία οἰκογένεια νά ὑπάρχουν βλάσφημα παιδιά. Ἄν συνεχίζουν μετά ἀπό τίς πολλές συμβουλές καί ἀπαγορεύσεις νά βρίζουν τά θεία, μήν τά συγχωρεῖτε ἐπηρεασμένοι ἀπό τό φίλτρο τῆς μητρικῆς καί πατρικῆς ἀγάπης. Νά ἐπιμένετε μέ κάθε παιδαγωγικό τρόπο. Συνεχίστε τόν ἱερό σας ἀγώνα μέρα νύχτα, μέ διάλογο καί παραδειγματικές τιμωρίες γιά νά θυμοῦνται σέ ὅλη τους τή ζωή πόσο σᾶς στενοχώρησαν, πόσο σᾶς πίκραναν καί σᾶς ἐξόργισαν μέ τήν ἐμμονή τους στίς βλασφημίες τους. Εἶναι προτιμότερο νά κλάψει τό παιδί σᾶς νέο, παρά νά στενοχωρεῖστε ἐσεῖς σέ ὅλη σας τή ζωή. Ὅταν γίνουν βλάσφημά τα παιδιά σας, θά ἀκοῦτε τίς βλασφημίες καί θά νοιώθετε ὅτι εἶστε ἀποτυχημένοι γονεῖς. Θά αἰσθάνεσθε τύψεις γιά τήν ἐπιείκειά σας καί θά δακρύζετε. Δέν εἶναι κακό ἡ ἐπιβολή μιᾶς λογικῆς καί ψυχολογημένης παιδαγωγικῆς τιμωρίας στά παιδιά σας, ὅταν ἐξαντληθοῦν ὅλα τα ἄλλα παιδαγωγικά μέτρα. Ἀπό ἀγάπη θά τήν ἐπιβάλετε. Μήν παραιτηθεῖτε ποτέ ἀπό τήν προσπάθειά σας. Συγχρόνως νά ζητᾶτε μέ δάκρυα τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ στήν προσευχή σας. Φροντίστε νά συμπεριληφθεῖτε στούς γονεῖς πού ἀνέθρεψαν παιδιά ἥρωες τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδας καί ὄχι βλάσφημους.

Τά παιδιά σας, ὅταν μεγαλώσουν θά σᾶς εὐγνωμονοῦν γιά τήν αὐστηρότητα πού δείξατε στήν ἀντικατάσταση τῶν ἐλαττωμάτων τους μέ ἀρετές. Θά σᾶς θυμοῦνται καί θά δακρύζουν ἀπό συγκίνηση γιά τήν καλή ἀνατροφή καί ἀγωγή πού τούς δώσατε.

Ἀλίμονο στούς γονεῖς ἐκείνους πού μειδιοῦν ὅταν τό παιδί τούς βλασφημεῖ! Συνεργάζονται ἐκείνη τή στιγμή μέ τό διάβολο, διότι καί ἐκεῖνος χαμογελᾶ κατά τόν ἴδιο τρόπο καί χαίρεται ὅταν ἀκούει τά παιδιά νά βλασφημοῦν. Οἱ γονεῖς τῆς νοοτροπίας αὐτῆς θεωροῦνται ἀνάξιοι χριστιανοί καί Ἕλληνες γονεῖς.

Πρέπει νά κόβουμε ἀπό τά παιδιά τέτοιες κακές συνήθειες, ὅσο ἀκόμη εἶναι μικρά καί εὔπλαστα. Διαφορετικά, θά εἴμαστε ἐφ’ ὄρου ζωῆς ὑπεύθυνοι γι’ αὐτές. Θά μᾶς τίς καταλογίζουν τά ἴδια τά παιδιά, ὅταν θά μεγαλώσουν, καί θά μᾶς ὑπενθυμίζουν τήν εὐθύνη μας σέ ὅλη τους τή ζωή.

Μία μητέρα ἔβλεπε τό παιδί της νά κλέβει αὐγά ἀπό τή γειτονιά καί δέν τό μάλωνε. Ὅταν μεγάλωσε, ἔγινε σεσημασμένος ληστής καί καταδικάστηκε σέ θάνατο μέ ἀγχόνη. Ὄντας πάνω στό ἰκρίωμα, τό παιδί ζήτησε, ὡς τελευταία ἐπιθυμία, νά φιλήσει τή γλώσσα τῆς μάνας του. Ἡ δυστυχισμένη μάνα τό πλησίασε καί ἔβγαλε τή γλώσσα της, ἀλλά ἐκεῖνο ἀντί νά φιλήσει τή γλώσσα, τήν δάγκωσε καί ἀφοῦ τήν ἔκοψε, τήν ἔφτυσε. Ἀνατρίχιασαν ὅλοι ἀπό τήν αἱμοβορία του καί τοῦ ζήτησαν τό λόγο γιά τήν πρωτοφανῆ ἐγκληματική του πράξη. Ἐκεῖνος τούς εἶπε:«Ἄν ἡ γλώσσα αὐτή μέ ἤλεγχε καί μέ μάλωνε ὅταν ἔκλεψα τό πρῶτο αὐγό ἀπό τή γειτονιά, δέ θά ἔφθανα σέ αὐτό τό κατάντημα. Αὐτή ἡ γλώσσα ὅμως μου ἔλεγε: ‘Παιδί μου δῶσε τό μου νά στό τηγανίσω γιά νά τό φᾶς’».

Ἄν οἱ γονεῖς χαμογελοῦν ἀπό ἀγάπη δῆθεν στίς κακές συνήθειες τῶν παιδιῶν τους, π.χ. στή συνήθεια τοῦ ψέματος, τῆς κλοπῆς ἤ τῶν βρωμερῶν λόγων, καί δέν τά μαλώνουν οὔτε τά τιμωροῦν, θά εἶναι ὑπεύθυνοι γιά τήν ἐγκληματική ἐξέλιξη τῶν παιδιῶν τους.

Στή μείωση καί στήν ἐξάλειψη τῆς βλασφημίας μποροῦν νά συμβάλουν ἀποτελεσματικά περισσότερο ἀπ’ ὅλους οἱ εὐσεβεῖς μητέρες. Αὐτές, μέ τήν ἔμφυτη ἀγάπη τους, μποροῦν ἀπό τήν παιδική ἀκόμη ἡλικία νά ἐμπνεύσουν τό φόβο καί τό σεβασμό πρός τά θεία καί ἱερά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων καί τῶν ἱερῶν συμβόλων τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν ὅλες οἱ μητέρες ἔδιναν ὀρθή θρησκευτική ἀγωγή στά παιδιά τούς ὅσο αὐτά εἶναι μικρά, οὐδέποτε θά ἔφθαναν τοῦτα στό σημεῖο τῆς βλασφημίας. Τά παιδιά, πού γαλουχοῦνται ἀπό ἐνάρετες μητέρες, δυσανασχετοῦν καί ἀντιδροῦν ποικιλοτρόπως ὅταν ὁ πατέρας τους βρίζει τά θεία. Αἰσθάνονται ντροπή καί λύπη γιά τόν πατέρα τους. Ἐκδηλώνονται μέ διαφόρους παιδικούς τρόπους. Ἕνας βλάσφημος πατέρας θέλησε ἀπό ἀγάπη νά φιλήσει τό ὀκτάχρονο ἀγόρι του. Ἐκεῖνο τοῦ ἀρνήθηκε μέ ἀποτροπιασμό λέγοντας: «Δέν μπορῶ νά ἀνεχθῶ τό βρωμερό σου στόμα». Ὁ πατέρας σοκαρίστηκε. «Γιατί παιδί μου ἔχω βρωμερό στόμα;» Ὁ μικρός του ἀπάντησε παλικαρίσια: «Ἐπειδή βρίζεις πατέρα τόν Θεό πού μέ ἔμαθε ἡ μαμά νά πιστεύω καί νά σέβομαι». Ὁ πατέρας ἀντέδρασε στήν ἀρχή κατά τῆς γυναίκας καί τοῦ παιδιοῦ του, ἀλλά ὅταν τό σκέφθηκε καλύτερα, τούς δικαίωσε, καί ἔπαυσε ἔκτοτε νά βλασφημεῖ.

Τά παιδιά, ὅταν γαλουχηθοῦν ἀπό τήν μητέρα τους στή πίστη, σοκάρονται μπροστά στίς βλασφημίες τῶν μεγάλων καί προτιμοῦν νά τιμωρηθοῦν τά ἴδια παρά νά βλασφημεῖται ὁ Θεός. Ἕνας δωδεκαετής ἐξόργισε τόν πατέρα του μέ κάποια παιδική του ἀταξία. Ἐκεῖνος ἐκνευρίστηκε καί ξέσπασε σέ τρομερές βλασφημίες κατά τοῦ Θεοῦ. Τό παιδί μέ δακρυσμένα μάτια τόν παρακαλοῦσε: « Πατέρα, κτύπησε μέ ὅσο θέλεις γιά τήν ἀταξία μου, ἀλλά σέ ἱκετεύω μή βλασφημεῖς τόν Θεό». Αὐτό ἔκανε τόν πατέρα νά συνέλθει ἀπό τήν ὀργή του καί νά ζητήσει συγγνώμη. (Ἐπισκόπου Ὑακίνθου, ἔνθα ἄν., σελ. 185).

 

16. Ἡ στάση τῶν χριστιανῶν στὶς βλασφημίες τῶν ἄλλων

 

Οἱ βλάσφημοι ξανασταυρώνουν μέ τίς ὕβρεις τούς τό Χριστό καί ἐλάχιστοι χριστιανοί διαμαρτύρονται κατά αὐτῶν. Γιά τούς περισσοτέρους χριστιανούς εἶναι σάν νά μή συμβαίνει τίποτε. Δέν ἐνοχλοῦνται ἀπό τίς βλασφημίες πού ἀκοῦν γύρω τους. Δέν ἀμύνονται καθόλου γιά τήν πίστη τους. Ἄν τούς ἔβριζαν δικά τους πρόσωπα, π.χ. τή μάνα, τόν πατέρα ἤ τή γυναίκα τους, θά διαμαρτύρονταν ὁπωσδήποτε, θά ἐξοργίζονταν, θά ἀπειλοῦσαν τούς ὑβριστές. Γιά τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τά ἱερά σύμβολα τῆς Ἐκκλησίας ἀδιαφοροῦν.

Ἀξίζει νά ἀναρωτηθοῦμε: πιστεύουμε πραγματικά στόν Θεό ἤ δέν πιστεύουμε; Ἅς ἀπαντήσει ὁ καθένας ἐξ ἰδίας συνειδήσεως στήν προκειμένη περίπτωση. Ἡ ἀδιαφορία σημαίνει ὅτι συγκατατιθέμεθα στίς βλασφημίες τῶν ἄλλων.

Χριστιανέ, ἐσύ μέν δέ βλασφημεῖς, ἀλλά πές μου: τί αἰσθάνεσαι ὅταν ἀκοῦς τούς ἄλλους νά βλασφημοῦν τόν Θεό, τόν Χριστό ἤ τήν Παναγία; Ἄν δέν αἰσθάνεσαι τίποτε καί μένεις ἀδιάφορος, σημαίνει ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, τόν Χριστό καί τήν Παναγία καί δέν πιστεύεις σ’ αὐτούς. Εἶσαι ἀχρωμάτιστος, νερόβραστος χριστιανός. Ἄν τούς ἀγαποῦσες εἰλικρινά, θά ἔπρεπε νά ἀναστατωθεῖς, νά πονέσεις, νά συγχυσθεῖς καί νά σού ἀνέβη τό αἷμα στό κεφάλι. Προφασίζεσαι ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει νά ταράσσονται, νά ἀναστατώνονται καί νά συγχύζονται, ἀλλά πρέπει παντοῦ καί πάντοτε νά εἶναι ἤρεμοι. Ἄν ὅμως ἔβριζαν συγγενικά σου πρόσωπα, τή μάνα σου, τόν πατέρα σου, τά ἀδέλφια σου, τά παιδιά σου ἤ τούς ἀειμνήστους προγόνους σου, δέν θά ἀγανακτοῦσες, δέν θά ἐξαγριωνόσουν, δέν θά διαμαρτυρόσουν; Γιατί ὅταν κάποιος βρίζει ἀγαπημένα καί σεβαστά πρόσωπά σου ἀναστατώνεσαι καί συγχίζεσαι, καί δέν μένεις ἤρεμος σύμφωνα μέ τήν πρόφασή σου; Τώρα πού βρίζουν ἐνώπιόν σου τά ἱερότερα πρόσωπα τῆς πίστεώς μας, τήν Ἁγία Τριάδα, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους της Ἐκκλησίας, γιατί ἰσχυρίζεσαι ὅτι πρέπει νά παραμένουμε ἤρεμοι; Εἶσαι στά καλά σου; Μήπως σου ἔκανε ἔνεση ναρκωτικοῦ ὁ διάβολος καί βρίσκεσαι σέ νιρβάνα ἀδιαφορίας;

Ὅσοι ἀδιαφοροῦν, ἐπιβεβαιώνουν μέ τή στάση τους ὅτι δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους της Ἐκκλησίας μας.

Ἄλλοι δικαιολογοῦνται μέ τήν πρόφαση, τί πρέπει νά κάνω ὅταν ὁ βλάσφημος εἶναι θηρίο ἀνήμερο; Φοβᾶμαι, ἄν τοῦ κάνω παρατήρηση, θά ὁρμήσει ἐπάνω μου, θά μέ χτυπήσει καί πιθανόν νά μέ σκοτώσει.

Προσευχήσου νοερῶς καί ζήτησε νά ἠρεμήσει τό θηρίο. Ὅταν συνέλθει, πλησίασε τό δίποδο θηρίο ἤρεμα, ὄχι σάν δάσκαλος, ἀλλά σάν ἀδελφός, μέ ταπείνωση καί καλοσύνη. Φέρτον στό φιλότιμο. Θύμησέ του μέ ἀγάπη τά ἄλλα προτερήματά του καί δῶσε του νά καταλάβει πόσο ὑποβιβάζει τόν ἑαυτό τοῦ ὅταν βρίζει τά θεία. Θύμησέ του τίς παράλογες φράσεις πού εἶπε καί ἐξήγησέ του πόσο μεγάλο ἁμάρτημα διέπραξε ἐνώπιόν του Θεοῦ μέ τίς βλασφημίες του.

Ἐρωτοῦμε κάθε ἀδιάφορο: ἄν ἄκουγε ὅτι διαδόθηκε στό συνοικισμό του ἡ μεταδοτική χολέρα, πανούκλα, πού θερίζει ζωές πολλῶν ἀνθρώπων, θά ἀδιαφοροῦσε ἤ θά ἀνησυχοῦσε καί θά λάμβανε ὅλα τα μέτρα περιορισμοῦ καί ἐξαλείψεως τῆς ἀσθένειας; Ἄν ἔπαιρναν φωτιά τά γειτονικά του σπίτια καί κινδύνευε νά καεῖ καί τό δικό του σπίτι, θά ἔμεινε ἀδιάφορος ἤ θά ἀγωνιζόταν μέ ὅλες τίς δυνάμεις του νά περιορίσει τή φωτιά γιά νά σωθοῦν τά σπίτια τῶν ἄλλων ἀλλά καί τό δικό του;

Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἅς φροντίζουμε ὅλοι μας καί στό θέμα τῆς βλασφημίας. Νά καταπολεμήσουμε τά αἴτια αὐτῆς σάν νά εἶναι μεταδοτικό μικρόβιο χολέρας καί πυρκαγιά γιά νά περιορίσουμε ὅλοι μαζί τήν ἐξάπλωσή της ἀπό τήν ὁποία κινδυνεύουν νά προσβληθοῦν καί νά καοῦν πολλές ψυχές. Γιατί ὅταν βλέπουμε στήν ἀγορά δυό ἀνθρώπους νά ἀλληλοβρίζονται καί νά μαλώνουν μέ πρόθεση νά ἀλληλοσκοτωθοῦν τρέχουμε νά τούς συμφιλιώσουμε, καί τώρα πού βλέπουμε τόν βλάσφημο νά βρίζει τόν Θεό δημόσια στήν πλατεία δέν ἐπεμβαίνουμε;

Πολλές φορές ἀπό εὐαισθησία καί ἀγάπη πρός τά ζῶα, ὅταν δοῦμε ἕνα ἀπό αὐτά νά ὑποφέρει ἤ νά κινδυνεύει, σπεύδουμε νά τό βοηθήσουμε. Ὅταν δοῦμε π.χ. κάποιο ζῶο μεταφορᾶς ἐμπορευμάτων φορτωμένο καί πεσμένο στό δρόμο, τρέχουμε πρόθυμα νά τό βοηθήσουμε νά σηκωθεῖ. Γιατί ἀδιαφοροῦμε γιά τό ἠθικό καί τό πνευματικό πέσιμο τῶν συνανθρώπων μας ὅταν ἕνας ἀπ’αὐτούς βλασφημεῖ; Τή στιγμή τῆς βλασφημίας ὁ βλάσφημος ἐξομοιώνεται μέ τό ζῶο. Ἔχει πέσει καί αὐτός, διότι δέν μποροῦσε νά βαστάσει τό φορτίο τοῦ θυμοῦ, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. «Πρόσελθε καί διανάστησον καί διά ρημάτων, καί διά πραγμάτων, καί δι’ ἐπιεικείας καί σφοδρότητος, ποικίλον ἔστω τό φάρμακον» (Χρυσοστόμου Ε.Π.Ε. 31,σελίδα 626).

Ὅλοι πρέπει νά προσευχόμαστε καί νά ἐνδιαφερόμαστε νά σταματήσουν οἱ βλασφημίες. Νά προσευχόμεθα καί γιά τούς βλάσφημους, προκειμένου ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν καταραμένη αὐτή συνήθεια.

Μερικοί χριστιανοί μένουν ἀπαθεῖς, ἀδιάφοροι, ψυχροί, σάν νά μή συμβαίνει τίποτε. Γίνονται συνοδοιπόροι τῶν βλάσφημων καί δείχνουν τή δειλία τους καί τή μεγάλη πνευματική τους κατάπτωση.

Σιωποῦν πρό τῶν βλάσφημων μέ τήν πρόφαση τῆς εὐγένειας, γιά νά μήν θίξουν δῆθεν τίς προσωπικότητες τῶν βλάσφημων. Ἐκεῖνοι βρίζουν τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, Αὐτόν στόν ὁποῖον πιστεύουμε καί στόν ὁποῖο στηρίζουμε τά πάντα στή ζωή μας, καί ἐμεῖς σκεπτόμαστε μήν τυχόν τούς θίξουμε τό διεστραμμένο τους ψυχικό κόσμο; Αὐτό δέν εἶναι εὐγένεια, ἀλλά ἀπόδειξη ἔλλειψης θάρρους καί ὁμολογίας πίστεως. Φοβόμαστε ἕναν παράλογο, ἕναν αἰσχρό βλάσφημο, νά μήν μᾶς ἀντιμιλήσει μέ τή βρωμερή γλώσσα του; Σάν χριστιανοί πρέπει νά ὁμολογήσουμε τήν πίστη μας: «Πᾶς οὔν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων, ὁμολογήσω καγῶ ἐν αὐτῶ ἔμπροσθέν του πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Ὅστις δ’ ἄν ἀρνήσηται μέ ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν καγῶ ἔμπροσθέν του πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς», λέει ὁ Κύριος (Ματθαίου 10, 32-33).

Σέ ἕνα λεωφορεῖο μέ σαράντα ἐπιβάτες ἕνας βλάσφημος ἔβριζε συνεχῶς τά θεία κατά τή δύσκολη διαδρομή. Κανένας ἀπό τούς τριάντα ἐννέα ἐπιβάτες δέν εἶχε τό θάρρος νά ὁμολογήσει τήν πίστη του καί νά διαμαρτυρηθεῖ κατά τοῦ βλάσφημου. Ὅλοι σιωποῦσαν γιά νά μή θίξουν τόν διεστραμμένο βλάσφημο. Τό αὐτοκίνητο σέ λίγο ἀνετράπη καί κατρακύλησε στό γκρεμό. Σκοτώθηκαν ὅλοι σάν νά ἦταν ὅλοι τους ἔνοχοι γιά τίς βλασφημίες. Διερωτᾶται κανεὶς: ἦταν ἤ δέν ἦταν ὅλοι ἔνοχοι λόγω τῆς ἀδιαφορίας τούς πρό τῶν βλασφημιῶν;

Μερικοί δικαιολογοῦνται ὅτι δέν εἶναι δικό τους καθῆκον νά διορθώσουν τούς βλάσφημους, ἀλλά τῶν ἐντεταλμένων στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας κληρικῶν καί θεολόγων καθώς καί τῶν ὀργάνων τῆς ἐπιβολῆς τῆς τάξεως τῆς κοινωνίας ἀστυνομικῶν καί δικαστῶν. Λένε: «Τί κάνουν αὐτοί; Γι’ αὐτό πληρώνονται.» Τοῦτο εἶναι σωστό βέβαια. Καί ἐκεῖνοι ὀφείλουν νά λαμβάνουν μέτρα κατά τῆς βλασφημίας, καί μερικοί το κάνουν πράγματι. Ὡστόσο, ὀφείλουμε καί ὅλοι ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι πιστοί Ἕλληνες χριστιανοί νά φροντίζουμε γιά τήν ἐξάλειψη τῆς βλασφημίας, διότι «ἕκαστος ὑμῶν περί ἐαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῶ» (Ρωμαίους 14, 12) καί «ἕκαστος γάρ τό ἴδιον φορτίον βαστάσει» (Γαλάτας 6, 5).

Ἡ βλασφημία εἶναι κοινό ἔγκλημα καί δημόσιο ἀδίκημα. Γι’ αὐτό, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι δικαίωμα τοῦ καθ’ ἑνός νά ἐλέγξει καί νά τιμωρήσει ἀκόμη τό βλάσφημο. «Κοινόν ἐστι τό ἔγκλημα, δημόσιόν το ἀδίκημα, ἔξεστι ἐκάστω τῶν βουλομένων κατηγορεῖν» (Χρυσοστόμου Ε.Π.Ε. 31, σελ. 622).

 

17. Ὀργάνωση τῶν πιστῶν κατά τῆς βλασφημίας

 

Οἱ πιστοί κάθε ἐνορίας ὀφείλουν νά ὀργανώνονται σέ ὁμάδες ζηλωτῶν χριστιανῶν ἀντιβλασφημικοῦ ἀγώνα. Νά πλησιάζουν ἀδελφικά τους βλάσφημους καί μέ κάθε παιδαγωγικό τρόπο νά τούς βοηθοῦν νά σταματήσουν τή βλασφημία. Οἱ ἱερεῖς πρέπει νά πρωτοστατοῦν σ’ αὐτόν τόν ἀγώνα. Νά κάνουν ὁμιλίες ἀπό τούς ἄμβωνες καί διαλέξεις ἀπό τά ἐνοριακά κέντρα γιά τό μέγεθος τῆς ἁμαρτίας τῆς βλασφημίας. Νά ἐντοπίζουν τούς βλάσφημούς της ἐνορίας τους, νά τούς πλησιάζουν μέ ἀγάπη, νά τούς ἐπισκέπτονται στά σπίτια τους καί νά συζητοῦν φιλικά γιά τήν κακή συνήθεια τῆς βλασφημίας. Νά τούς ἐνισχύουν στήν πίστη καί νά τούς βοηθοῦν νά ἀποβάλουν ὁριστικά τή βλασφημία.

Ὁ Χριστός ἐπικοινωνοῦσε μέ τελῶνες καί πόρνες προκειμένου νά τούς φέρει στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἅς τόν μιμηθοῦμε καί ἐμεῖς γιά τή σωτηρία τῶν βλάσφημων. Εἶναι ἐγωϊσμὸς το νά μήν ἐπικοινωνοῦμε καθόλου μέ τόν βλάσφημο. Στή διαμαρτυρία πού διατύπωσαν οἱ Φαρισαῖοι, ἐπειδή ὁ Κύριος συναναστρεφόταν μέ τούς ἁμαρτωλούς, Αὐτός ἀπάντησε: «Οὗ χρείαν ἔχουσι οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. Οὐκ ἐλήλυθα καλέσαι δικαίους ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Λουκᾶ 5, 31-32).

Οἱ βλάσφημοι εἶναι ἀσθενεῖς στήν ψυχή. Ἔχουν ἀνάγκη θεραπείας. Ἅς δείξουμε καί σ’ αὐτούς τούς ἀσθενεῖς το ἀδελφικό μας ἐνδιαφέρον.

Εἶναι τά ἀπολωλότα πρόβατα, πού πρέπει νά τά ἐπαναφέρουμε στή μάνδρα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία. Ὁ καλός ὁ ποιμήν στήν παραβολή τοῦ Κυρίου (Λουκᾶ 15, 4-7) ἄφησε τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα στήν ἔρημο καί πῆγε νά βρεῖ τό ἕνα ἀπολωλός. Ἔχουμε καθῆκον νά βοηθοῦμε τόν βλάσφημο καί νά τόν συμβουλεύουμε ἀδελφικά νά κόψει τήν κακή συνήθειά του.

Ὁ Κύριός μας συνιστᾶ (Ματθαίου 18, 15-17): Ἄν ἁμαρτήσει ὁ ἀδελφός μας νά τοῦ ὑποδείξουμε τήν ἁμαρτία τοῦ ἰδιαιτέρως, κατ’ ἰδίαν, καί ἄν μέν ἀναγνωρίσει τό σφάλμα τοῦ πετύχαμε τό σκοπό μας, ἄν ὅμως μᾶς παρακούσει, τότε νά καλέσουμε ἕνα ἤ δυό μάρτυρες γιά νά βεβαιώσουν τήν ὑπόθεση τοῦ ἁμαρτήματος τοῦ ἀδελφοῦ. Ἄν καί πάλι μᾶς παρακούσει καί μᾶς περιφρονήσει, νά τόν παραπέμψουμε στήν Ἐκκλησία ἐνώπιόν της συνελεύσεως γιά νά πεισθεῖ περί τοῦ ἁμαρτήματός του. Ἄν πάλι παρακούσει καί τήν Ἐκκλησία, καλό εἶναι νά διακόψουμε τή συναναστροφή μας μέ αὐτόν. Ἄν ἐφαρμόσουμε ὑπομονητικά μέ παιδαγωγικό τρόπο τήν συμβουλή αὐτή τοῦ Κυρίου σέ κάποιον βλάσφημο, ἔχουμε πολλές ἐλπίδες νά τόν πείσουμε νά κόψει τή βλασφημία.

Μερικοί χλιαροί στήν πίστη δέν αἰσθάνονται καμιά δυσαρέσκεια ἀπό τίς βλασφημίες τῶν ἄλλων. Μειδιοῦν, γελοῦν καί δείχνουν πόσο ἀδιάφοροι εἶναι στά θέματα τῆς πίστεως. Λένε στόν ἑαυτό τους. Τί μέ μέλλει ἐμένα ἄν ὁ Α ἤ ὁ Β βρίζουν τά θεία; Δέν κάνουν κακό σέ ἐμένα ἀλλ’ οὔτε καί στούς συνανθρώπους μας. Μέ τήν ὑβρεολογία τους κάνουν κακό στόν ἑαυτό τους, διότι τόν ὑποτιμοῦν καί τόν γελοιοποιοῦν στά μάτια τῶν ἄλλων. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομός μας παρακαλεῖ λέγοντας: «Μή λέγεις αὐτό τόν ψυχρό λόγο, τί μέ ἐνδιαφέρει, δέν ἔχω καμιά σχέση ἐγώ μέ τό βλάσφημο. Μόνο μέ τό διάβολο δέν ἔχουμε καμιά σχέση, μέ ὅλους τους ἀνθρώπους ἔχουμε πολλά κοινά, δηλαδή τήν ἴδια φύση, τήν ἴδια γῆ, τίς ἴδιες τροφές, τά ἴδια ἀγαθά, τούς ἴδιους νόμους, τόν ἴδιο Θεό. Σᾶς διαβεβαιῶ, ἄν ἀγωνισθοῦμε μέ ζῆλο ὅλοι μαζί καί μοιράσουμε τή σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας στό περιβάλλον πού ζοῦμε μποροῦμε πολλά νά κατορθώσουμε στούς πνευματικῶς παραμελημένους. Ἀρκεῖ εἰς ἄνθρωπος ζήλω πεπυρωμένος διορθώσασθαι ὁλόκληρον δῆμον.» (Χρυσοστόμου Ε.Π.Ε. 31, 624).

Κάποιοι δέν θέλουν νά τά βάλουν μέ τούς ὑβριστές γιά νά μήν χαλάσουν τίς σχέσεις τούς μ’ αὐτούς. Προτιμοῦν τή φιλία τῶν ἀνθρώπων ἀπό τή φιλία τοῦ Θεοῦ.

Ἄλλοι πάλι διερωτῶνται: τί νά κάνουμε ὅταν στό δρόμο ἀκοῦμε βλασφημίες καί βιαζόμαστε γιά τή δουλειά μας; Ἔχουμε τόσα ἄλλα προβλήματα στή ζωή μας καί θά ἀσχολούμαστε μέ τούς βλάσφημούς του δρόμου; Ἐρωτῶ ὅλους μας: Ἀπό ποιόν ἐξαρτᾶται ἡ ἐπιτυχία τῆς ἐργασίας μας καί ἡ λύση τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς μας; Ἀπό ποιόν ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ ζωή μας, ἀπό τόν Θεό ἤ ἀπό τούς βλάσφημους; Ἀσφαλῶς ἀπό τόν Θεό. Γιατί νά τούς ἀφήνουμε νά βρίζουν τόν Θεό, στόν ὁποῖο πιστεύουμε, καί δέν ἐπεμβαίνουμε γιά ἕνα δευτερόλεπτο νά τούς ποῦμε μέ εὐγένεια κάτι τό λογικό γιά νά σκεφθοῦν καί ἐκεῖνοι πόσο μεγάλο ἁμάρτημα διαπράττουν; Ἔχουμε ἐπιβεβλημένο θρησκευτικό καί ἐθνικό καθῆκον νά σταματήσουμε τή βλασφημία στήν πατρίδα μας.

Ἕνας μαθητής τοῦ Γυμνασίου διακρινόταν γιά τήν πίστη του ἀπό μικρός. Ἀγαποῦσε εἰλικρινά τό Χριστό. Ὅταν ἄκουσε τόν πατέρα του νά βλασφημεῖ, τοῦ εἶπε ἀπό ἀγάπη: «Πατέρα γιατί βλασφημεῖς; Εἶναι φοβερή ἡ ἁμαρτία αὐτή.» Ὁ πατέρας θύμωσε καί τό μάλωσε: «Εἶσαι μικρός ἀκόμη γιά νά κάμεις παρατηρήσεις στό πατέρα σου.» Ὁ μικρός του ἀπάντησε: «Καί σύ πατέρα εἶσαι πάρα πολύ μικρός μπροστά στόν Θεό, ἕνα ἀσήμαντο πλάσμα, καί τολμᾶς καί τόν βρίζεις;»

Τό παιδί προσευχήθηκε νά τό φωτίσει ὁ Θεός νά βοηθήσει τόν πατέρα νά κόψει τή βλασφημία. Τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, τοῦ ἦλθε ἡ σκέψη νά κάνει ἀπεργία πείνας μέχρι πού νά κόψει ὁ μπαμπάς τήν βλασφημία. Τό μεσημέρι δέν ἔφαγε, οὔτε καί τό βράδυ. Τόν παρακαλοῦσε πατέρας του: «φάε παιδί μου». Ἐκεῖνο ἀρνιόταν: «Δέ θέλω πατέρα». Ἄρχισε νά μαραίνεται ἀπό τήν ἀσιτία σάν ἀπότιστο λουλούδι. Ὁ πατέρας ἀνησύχησε. Ρώτησε τή μάνα τοῦ παιδιοῦ: «γιατί δέν τρώει τό παιδί;» «Δέν τρώει ἐπειδή βλασφημεῖς», τοῦ ἀπάντησε ἡ μητέρα. Ὁ πατέρας τρομοκρατήθηκε ἀπό τήν ἀσιτία τοῦ παιδιοῦ του. Μέσα σέ δυό μέρος ἔκοψε τή βλασφημία γιά πάντα.

Ἄν ἀγαπᾶς τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, σκέψου τρόπους νά βοηθήσεις τόν οἰκεῖο σου, τό συγγενῆ σου, τό φίλο του, προκειμένου αὐτοί νά κόψουν τή βλασφημία. Χρησιμοποίησε μέ ἀγάπη ὅλα τα παιδαγωγικά μέσα, ὥσπου τό πρόσωπο πού σέ ἐνδιαφέρει νά διορθωθεῖ. Ἄν αὐτός πού προσπαθεῖς νά βοηθήσεις δέν διορθώνεται μέ τά λόγια, κόψε τίς συναλλαγές μαζί του, κράτησε τόν σέ ἀπόσταση γιά τό καλό του. Ἄν τόν κάνεις νά μετανοήσει καί νά κόψει διά παντός τή βλασφημία, κατά τόν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, θά σώσεις μία ψυχή ἀπό τό θάνατο καί θά καλύψεις πλῆθος ἰδικῶν σου ἁμαρτιῶν. «Γινωσκέτω ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχήν ἐκ θανάτου καί καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Ἰακώβου 5,20).

 

18. Τρόποι ἐλέγχου καί καταπολέμησης τῆς βλασφημίας

 

Κάθε χριστιανός ἔχει ὑποχρέωση νά ἐλέγχει τούς βλάσφημους, διότι βρίζουν αὐτό πού πιστεύει, τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία. Ὀφείλει ὅμως νά κάνει αὐτό τόν ἔλεγχο μέ προσοχή, μέ ἀγάπη, μέ καλοσύνη, μέ εὐγένεια καί διακριτικότητα. Πολλοί βλάσφημοι ἀγνοοῦν τό μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματός τους καί ἀντιδροῦν ἄσχημα σέ παρατηρήσεις. Ἀντί νά τούς βοηθήσουμε νά συναισθανθοῦν τό ἁμάρτημά τους, ὑπάρχει πιθανότητα νά προσκρούσουμε στόν ἑωσφορικό ἐγωισμό τους καί νά ἐπαναλάβουν τίς ἴδιες βλασφημίες ἐναντίον μας. Μέ τόν ἀντιπαιδαγωγικό τρόπο μας θά συμβάλουμε νά ἐκτοξεύσουν καί ἄλλες βλασφημίες, πού θά ὀφείλονται στήν κακή μας ἐνέργεια.

Ὁ Πατροκοσμᾶς ὁ Αἰτωλός μᾶς συμβουλεύει: «Ὅταν ἀκούσεις κάποιον νά βλασφημεῖ, μήν ἀδιαφορεῖς, ἀλλά φρόντισε μέ κάθε τρόπο νά τόν διαφωτίσεις περί τοῦ ἁμαρτήματός του». Ἰδού μερικά παραδείγματα. Κάποιος ἄκουσε κύριο νά βλασφημεῖ. Τόν πλησίασε εὐγενῶς καί τοῦ εἶπε: «Κύριε ἄκουσα πρό ὀλίγου νά βρίζετε τόν πατέρα μου». Ἐκεῖνος ἐξεπλάγη καί εἶπε: «Λάθος κάνετε, ἐγώ εἶμαι εὐγενής καί ἀνώτερος ἄνθρωπος. Ποτέ δέν προσβάλω τήν οἰκογενειακή τιμή καί τῶν ἄλλων.» «Καί ὅμως κύριε βρίσατε τόν πνευματικό μου πατέρα, τόν Θεό μου. Τόν πατέρα ὅλου του κόσμου. Σᾶς παρακαλῶ προσέχετε τοῦ λοιποῦ τή γλώσσα σας.» Ἔτσι λοιπόν μέ τήν εὐγενική αὐτή παρατήρηση ἔβαλε σέ σκέψη τόν βλάσφημο.

Εὐσεβής χριστιανός εἶχε κτίστες στό σπίτι του. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἔβριζε τά θεία. Στήν ἀρχή τόν συμβούλευσε νά κόψει τή βλασφημία, ἀλλά ὅταν ἐκεῖνος συνέχισε, τόν ἀπέλυσε ἀπό τήν ἐργασία τοῦ λέγοντάς του: «Σέ ἀπολύω διότι δέ θέλω νά ἔχω βλάσφημους ἀνθρώπους νά δουλεύουν γιά μένα». Τό ἴδιο νά κάνεις καί ἐσύ στή δουλειά σου.

Μέ τή διακριτική συμβουλή καί παρατήρηση πρέπει νά ἀφοπλίζουμε τόν ἐγωισμό τοῦ βλάσφημου καί νά τόν συμμορφώνουμε. Ἕνας τυφλός, βάδιζε μέ προτεταμένη τή ράβδο γιά νά ἀνιχνεύει τό δρόμο. Χωρίς νά τό θέλει ἔγινε αἰτία νά σκοντάψει ἕνας βιαστικός διαβάτης. Ὁ νέος πού σκόνταψε στό μπαστούνι τοῦ τυφλοῦ σηκώθηκε ὀργισμένος, βλασφήμησε τά θεία καί χαστούκισε δυνατά τόν τυφλό. Ἐκεῖνος ἤρεμα καί ψύχραιμά του ἀπάντησε: «Φίλε μου δῶσε μου καί ἄλλο χαστούκι ἀλλά σέ παρακαλῶ θερμά μή βρίσεις ἄλλη φορᾶ τόν Θεό. Δέ βλέπεις τήν κατάστασή μου; Εἶμαι τυφλός.» Ἡ διαγωγή τοῦ τυφλοῦ συγκίνησε τόσο πολλή τόν βλάσφημο, πού σέ ὅλη του τή ζωή δέν βλασφήμησε ξανά.

Ἕνα γεροντάκι σκυφτό ἀπό τά χρόνια διέσχιζε τό δρόμο, ἀλλά ἕνα αὐτοκίνητο πού ἔτρεχε μέ πολύ ταχύτητα, γιά νά μή τό πατήσει φρέναρε ἀπότομα μπροστά του. Ὁ νεαρός ὁδηγός ἄνοιξε τό τζάμι βλασφημώντας μέ χυδαῖο τρόπο τὰ θεία. Τό πιστό γεροντάκι τοῦ ἀπάντησε μέ πόνο: «Θά ἦταν προτιμότερο χίλιες φορές νά μέ σκότωνες παιδί μου, παρά νά βλασφημοῦσες μέ αὐτό τόν τρόπο».Τό γεροντάκι συνέχισε ἤρεμό το δρόμο τοῦ λέγοντας τήν εὐχή. Ὁ ἐκνευρισμένος νέος προβληματίσθηκε (Ἐπισκόπου Ὑακίνθου, ἔνθα ἀνωτέρω, σελ. 186).

Χρειάζεται ἐξατομικευμένη μεταχείριση γιά κάθε βλάσφημο, διότι κατά τόν Γρηγόριο τόν Ναζιανζηνό ἄλλος διορθώνεται μέ μία ἁπλή συμβουλή καί μυστική νουθεσία, ἄλλος μέ τό καλό παράδειγμα, ἄλλος μέ τήν κατ’ ἰδίαν ἐπίπληξη, ἄλλος πάλι μέ δημόσιο ἔλεγχο καί μέ αὐστηρά ἐπίπληξη καί ἄλλοι μόνο μέ τιμωρία, μέ δυνατά χαστούκια. Ρώτησαν κάποιον βλάσφημο: «Μέ τί τρόπο εἶναι δυνατόν νά διορθωθεῖς;», καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Μόνο μέ αὐστηρές τιμωρίες, περιορισμούς καί ξύλο».

Ἡ βία δέν συνιστᾶται ἀμέσως, ἀλλά μόνο ὅταν ὁ βλάσφημος, παρ’ ὅλες τίς καλοπροαίρετες εὐγενεῖς προσπάθειες καί ἐπιεικεῖς διαμαρτυρίες μας, γιά νά ἱκανοποιήσει τίς σατανικές του διαθέσεις συνεχίζει μέ αὐθάδεια τίς βλασφημίες κατά τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος μας συμβουλεύει: «Κάν ἀκούσης τινός ἐν ἀμφόδω (δρόμο) ἤ ἐν ἀγορά μέση βλασφημοῦντος τόν Θεόν, προσελθε, ἐπιτίμησον, κάν πληγᾶς ἐπιθεῖναι δέη, μή παραιτήση. Ράπισον αὐτοῦ τήν ὄψιν, συντριψον τό στόμα, ἁγίασόν σου τήν χείρα διά τῆς πληγῆς, κάν ἐγκαλῶσι τινές, κάν εἰς δικαστήριον ἕλκωσιν, ἀκολούθησον. Κάν ἐπί τοῦ βήματος εὐθύνας ὁ δικαστής ἀπαιτήση, εἰπέ μετά παρρησίας, ὅτι τόν βασιλέα τῶν ἀγγέλων ἐβλαστήμησε. Εἰ γάρ τόν ἐπί τῆς γῆς βασιλέα τούς βλασφημοῦντας κολάζεσθαι χρή, πολλῶ μᾶλλον τούς ἐκεῖνον ὑβρίζοντας.» (Χρυσοστόμου εἰς Ἀνδριάντας Α΄ὁμιλία, παρ. 11, σελ. 622, 7-16). Ἄν ἀκούσουμε δηλαδή κάποιον στό μέσον του δρόμου ἤ τῆς ἀγορᾶς νά βλασφημεῖ τόν Θεό, νά τόν πλησίασουμε καί νά τόν ἐλέγξουμε. Καί ἄν παρουσιασθή ἀνάγκη νά τόν κτυπήσουμε καί στό πρόσωπο, νά τοῦ συντρίψουμε τό στόμα. Θά ἁγιάσουμε τό χέρι μας μέ ἕνα τέτοιο κτύπημα. Ἄν μᾶς καταγγείλουν μερικοί καί μᾶς πᾶν στό δικαστήριο, νά τούς ἀκολουθήσουμε. Ἄν ζητήσει ὁ δικαστής νά μᾶς τιμωρήσει, νά φωνάξουμε μέ παρρησία: Τόν κτύπησαμε διότι βλασφήμησε τόν βασιλέα τῶν ἀγγέλων. Ἄν πρέπει νά τιμωροῦνται αὐτοί πού βρίζουν τόν ἐπίγειο βασιλέα, πολύ περισσότερο πρέπει νά τιμωροῦνται αὐτοί πού βρίζουν Ἐκεῖνον, τόν Θεό. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέει, λοιπόν, ὅτι τό χέρι μας πού θά χτυπήσει τό βλάσφημο θά ἁγιάσει.

Τήν προτροπή τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου τήν ἐφάρμοσα στό χωριό μου, στό Ἅγιο Πνεῦμα Σερρῶν, ὅταν ὡς σπουδαστής ἐπέστρεψα κατά τίς καλοκαιρινές διακοπές ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Σχολή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Μερικά δεκαπενταετῆ παιδιά τοῦ χωριοῦ μου, κατ’ ἀπομίμηση ξένων ἐργατῶν, γιά νά ἐπιδείξουν ὅτι ἔγιναν ἄνδρες, βλασφημοῦσαν τά θεία σέ δημόσιους χώρους. Ἐξεπλάγην ὅταν ἄκουσα στό διακρινόμενο γιά τήν εὐσέβειά του χωριό μου νά βλασφημοῦν τά θεία. Αὐθόρμητα ἅπλωσα τό χέρι μου καί τά χαστούκισα δυνατά. Τά ἀπείλησα ὅτι θά τά χαστούκιζα δυνατότερα, ἄν συνέχιζαν νά βλασφημοῦν. Τό γεγονός αὐτό διαδόθηκε στό χωριό δυσμενῶς γιά τά παιδιά πού ἔβριζαν. Οἱ γονεῖς τῶν παιδιῶν, ὅταν μέ συνάντησαν, μέ συνεχάρησαν καί μέ προέτρεπαν νά τό ἐπαναλάβω, ἄν τά παιδιά συμπεριφέρονταν ξανά μέ τόν ἴδιο τρόπο.

Ἄν ὁ βλάσφημος δέν συνετίζεται μέ τό καλό, τήν πειθώ καί τήν ἀγάπη, τότε ἡ ἀγάπη μας πρός αὐτόν χωρίς αὐστηρότητα δέν εἶναι χριστιανική ἀγάπη, ἀλλά δική μας ἀδυναμία νά σταματήσουμε τή βλασφημία.

Ὁ εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης Ἰωάννης λέει: «Εἰ τίς ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὗ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν καί χαίρειν αὐτῶ μή λέγετε. Ὁ γάρ λέγων αὐτῶ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ» (Β΄ Ἰωάννου 1, 10). Ὅποιος βλασφημεῖ τόν Χριστό σημαίνει ὅτι δέν φέρει τήν διδασκαλία του. Πρέπει κατ’ ἐντολή τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου νά τόν ἀπομακρύνουμε ἀπό κοντά μας καί νά κόψουμε τήν καλημέρα. Ἀλλιῶς ἐπικοινωνοῦμε μέ τά ἔργα τῆς βλασφημίας του.

Ἡ στάση αὐτή δέν προέρχεται ἀπό ἔλλειψη ἀγάπης, ἀλλά ἀπό εἰλικρινῆ χριστιανική ἀγάπη γιά νά νά συναισθανθεῖ ὁ βλάσφημός το ἁμάρτημά του. Ἡ χριστιανική ἀγάπη δέν εἶναι πλαδαρή συναισθηματικότητα, οὔτε μία γλοιώδης κοσμική εὐγένεια, ἀλλά εἰλικρινής ἀδελφική ἀγάπη πού ἀπεχθάνεται τήν ἁμαρτία καί θέλει νά ἀπαλλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπ’ αὐτή.

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στήν τέταρτη διδαχή του γράφει: «Ἕνας ἄνθρωπος νά μέ βρίσει, νά φονεύσει τόν πατέρα μου, τή μητέρα μου, τόν ἀδελφό μου καί ὕστερα νά μοῦ βγάλει τό μάτι, ἔχω χρέος σάν χριστιανός νά τόν συγχωρήσω. Τό νά βρίζει δέ τόν Χριστό μου καί τήν Παναγία μου δέ θέλω νά τόν βλέπω.» Ἡ Ἐκκλησία δέχεται μέ ἀγάπη ὅλους τους ἁμαρτωλούς, ἀλλά ὅταν ἕνας βλάσφημος μένει ἀμετανόητος καί συνεχίζει τίς βλασφημίες δημόσια τόν θεωρεῖ αἱρετικό καί τόν ἀποκόπτει μέ δημόσιο ἀφορισμό. Ἀπαγορεύει σ’ αὐτόν νά γίνει ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία.

Στούς συγγενεῖς, φίλους καί γνωστούς πού δέν σταματοῦν τή βλασφημία μέ τό καλό, ἤ διδαχή, τήν πειθώ καί τήν ἔμπρακτη ἀγάπη, ἐπιβάλλεται αὐστηρότερη συμπεριφορά ἀπέναντί τους. Ὅσο συμφεροντολογική καί ἀναγκαία ἄν εἶναι ἡ συναναστροφή καί ἡ φιλία μας μέ τά πρόσωπα αὐτά, εἶναι προτιμότερο μετά ἀπό πολλές προσπάθειες διορθώσεών τους νά τίς διακόψουμε, διότι θεωρούμεθα συνένοχοί της βλασφημίας τους. Θά εἴμεθα ὑπόλογοι ἀπέναντί του Θεοῦ.

Οἱ προϊστάμενοι ὁποιασδήποτε δημόσιας καί ἰδιωτικῆς ὑπηρεσίας ἐπιβάλλεται νά ἐλέγχουν τούς ὑφισταμένους τους πού βλασφημοῦν στά γραφεῖα. Νά τούς πείσουν μέ τό καλό νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τή συνήθεια τῆς βλασφημίας. Νά τούς δηλώσουν ἐπίσημα ὅτι ἄν συνεχίσουν νά βλασφημοῦν, θά τούς καταγγείλουν μέ σχετικό ἔγγραφο στήν ὑπηρεσία καί θά τοποθετήσουν τό ἔγγραφο αὐτό στόν ὑπηρεσιακό τους φάκελο. Ἄν καί πάλι συνεχίσουν νά βρίζουν, καλό θά εἶναι νά ἐπακολουθήσουν αὐστηρές τιμωρίες, προστίμου, δυσμενοῦς μεταθέσεως μέχρι καί ἀπόλυσης κατόπιν παραπομπῆς στό εἰδικό συμβούλιο τῆς ἀνώτερης διοίκησης τῆς ὑπηρεσίας τους. Μιά μέρα βρισκόμουν σέ ἕνα Ὑποκατάστημα τοῦ Ι.Κ.Α καί ἄκουσα κάποιον ὑπάλληλο νά βλασφημά τα θεία. Τόν πλησίασα καί τοῦ εἶπα: Θά σέ καταγγείλλω στόν προϊσταμενό τοῦ Ὑποκαταστήματός σου γιά τό λάβει ὑπόψη του στήν ἐτήσια ἔκθεση τῆς ὑπαλληλικῆς σου συμπεριφορᾶς. Δέν τόν κατήγγειλλα, ἀλλά φοβήθηκε ἀπό τήν ἀπειλή.

Ὅσο ἀφορᾶ τούς προϊσταμένους τῶν ὑπηρεσιῶν καί τούς ἀξιωματικούς του στρατοῦ, πού βλασφημοῦν τά θεία καί δίδουν τό κακό παράδειγμα στήν ὑπηρεσία τους καί στήν κοινωνία, ἐπιβάλλεται νά καταγγέλλονται στούς ἀνώτερούς τους καί νά τιμωροῦνται δημόσια, πρός σωφρονισμόν καί τῶν ὑφισταμένων. Τό κακό παράδειγμα τῶν προϊσταμένων συντελεῖ πάρα πολύ στή διάδοση τῆς βλασφημίας. Ἐπιβάλλεται νά θεσπισθοῦν εἰδικές διατάξεις στόν ὑπαλληλικό κώδικα γιά τό θέμα τῆς βλασφημίας καί νά ἐφαρμόζονται κατά γράμμα ἀμερόληπτα σέ ὅλους.

Θά ἀντέλεγε ἴσως κανείς ὅτι ἔτσι θά προσκρούαμε στίς ἀτομικές ἐλευθερίες τῶν πολιτῶν. Ἀλίμονο ὅμως ἄν οἱ ἀτομικές ἐλευθερίες εἶχαν μεγαλύτερη σημασία ἀπό τό σεβασμό στόν Θεό. Ἄν κάποιος πολίτης βλασφημήσει δημόσια τόν πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας θά παραπεμφθεῖ στό δικαστήριο καί θά τιμωρηθεῖ σύμφωνα μέ τό σχετικό νόμο. Ὅταν βλασφημεῖ τόν Θεό, τόν βασιλέα τῶν πάντων, ὑφίσταται πρόβλημα ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν;

Ἡ πολιτεία, ἐνῶ φροντίζει γιά τήν πλατιά ἐγκυκλοπαιδική μόρφωση τῶν πολιτῶν της σέ ὅλους τους τομεῖς τῆς ἐπιστήμης, δέν ἀσχολεῖται καί πολύ μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς εὐσέβειας τῶν Ἑλλήνων καί τήν ὁριστική κατάπαυση τῆς βλασφημίας ἀπό τή χώρα μας. Ἐάν οἱ νέοι μας γίνουν εὐσεβεῖς θά γίνουν καί ὠφέλιμοι στήν κοινωνία. Ἐάν ὅμως γίνουν ἄπιστοι καί βλάσφημοι, θά γίνουν ἐπιζήμιοι στήν κοινωνία. Γνωστό εἶναι ἐκ τῆς μακρᾶς πείρας ὅτι ὅποιος δέ φοβᾶται τόν Θεό, εἶναι ἱκανός γιά ὅλα τα ἐγκλήματα. Ο Μ. Βασίλειος γράφει: «Ἄμεινον καί συμφερότερον ἰδιώτας καί ὀλιγομαθεῖς ὑπάρχειν καί διά τῆς ἀγάπης πλησίον γενέσθαι τοῦ Θεοῦ ἤ καί πολυμαθεῖς καί ἐμπείρους δοκούντας εἶναι βλασφήμους εἰς τόν ἐαυτόν εὐρίσκεσθαι Δεσπότην».

 

19. Ἡ καταπολέμηση τῆς βλασφημίας εἶναι ἐθνικοθρησκευτικό ζήτημα

 

Γιά λόγους ἀξιοπρεπείας τοῦ ἔθνους μας πρέπει νά βοηθήσουμε τούς βλάσφημους νά κόψουν τή βλασφημία. Νά κηρύξουμε ἀμείλικτο πόλεμο κατά τῆς βλασφημίας, διότι ὑποβιβάζει καί ὑποτιμᾶ τό ἔθνος μας στήν κατηγορία τῶν ὑπανάπτυκτων λαῶν.

Εἶναι ἀνάγκη νά γίνει ἐθνική σταυροφορία κατά τοῦ μιάσματος τῆς πατρίδας μας, τῆς βλασφημίας. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἅς ἀναλάβει στόν κύκλο τοῦ περιβάλλοντός του νά διαφωτίσει ὅσους μπορεῖ σχετικά μέ τό πόσο φοβερό ἁμάρτημα εἶναι ἡ βλασφημία.

Νά χρησιμοποιήσουμε ὅλα τα νόμιμα μέσα γιά τήν καταπολέμηση τῆς βλασφημίας, τό κήρυγμα, τίς συχνές ὁμιλίες, τίς διαλέξεις, τίς ἀφισοκολλήσεις εἰκόνων καί συνθημάτων, τή συγγραφή ἐμπεριστατωμένων ἄρθρων στά περιοδικά καί στίς ἐφημερίδες καί τή σύνταξη αὐτοτελῶν φυλλαδίων καί βιβλίων. Νά ἐνημερώσουμε τό λαό μέ ὅλα τα Μ.Μ.Ε., μέ τό ραδιόφωνο, τήν τηλεόραση, τίς ἐφημερίδες, τά περιοδικά, γιά τό μεγάλο αὐτό ἁμάρτημα πού προσβάλλει τό ἔθνος μας στή διεθνῆ κοινή γνώμη.

Νά γίνουν γνωστές οἱ τιμωρίες πολλῶν βλάσφημων ἀπό ἀσθένειες, θανάτους, ἀτυχήματα καί καταστροφές ἀπό φυσικά φαινόμενα. Νά παρουσιασθεῖ τό κακό της βλασφημίας μέ ἐντυπωσιακές εἰκόνες, μέ ἀδιάσειστα ἐπιχειρήματα τῆς διεθνοῦς δυσφημήσεως τοῦ ἔθνους μας. Νά γίνει γενική ἐκστρατεία κατά τῆς βλασφημίας σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα.

Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί Ἕλληνες, χωρίς καμιά ἐξαίρεση, ἔχουμε καθῆκον καί ὑποχρέωση νά ἀγωνισθοῦμε μέ ὅλες τίς δυνάμεις μας, σύσσωμοι μέ μία ψυχή, μέ μία καρδιά, μέ ἕνα σύνθημα, στόν ἀγώνα τῆς πατρίδας μας κατά τῆς βλασφημίας. Ὅπως τήν 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 σύσσωμος καί ἐγκαρδιωμένος ὁ Ἑλληνικός λαός, μέ θάρρος, ζῆλο, προθυμία καί πίστη στά ἰδανικά της πατρίδας ἀγωνίσθηκε κατά τοῦ ἐχθροῦ αὐτῆς, μέ τόν ἴδιο τρόπο νά ἀγωνιστοῦμε γιά νά ἐξαλείψουμε ἀπό τήν Ἑλλάδα τό κακό της βλασφημίας, πού ἀποτελεῖ προσβολή γιά τήν πατρίδα μας. Ἡ βλασφημία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία γιά τόν Θεό καί γιά τό Ἑλληνικό ἔθνος. Ἔθνος τό ὁποῖο βλασφημεῖ τά θεία δέ μπορεῖ νά ὀνομάζεται πολιτισμένο ἔθνος καί νά ἐλπίζει στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Πρέπει νά κατανοήσουμε ὡς Ἕλληνες ὅτι ἡ βλασφημία εἶναι στίγμα γιά τήν πατρίδα μας, ἡ ὁποία ὡς γνωστό, ἦταν ἡ πιό εὐσεβής χώρα τοῦ κόσμου ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων. Τό ἀποδεικνύουν ὁ Παρθενώνας στήν ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν 5ο αἱ. π.Χ., ἡ Ἁγία Σοφία στήν Κωνσταντινούπολη τόν 5ο αἱ. μ.Χ. καί πολλοί ἄλλοι μεγαλοπρεπεῖς ναοί τῆς ἀρχαιότητας καί τοῦ Βυζαντίου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Ἄρειο Πάγο, τό 51 μ.Χ. χαρακτήρισε τούς Ἕλληνες ὡς τόν εὐσεβέστερο λαό τῆς ἐποχῆς του, διότι συνάντησε πολλούς ναούς καί ἀγάλματα τῶν θεῶν στήν Ἀθήνα. Εἶναι ἡ χώρα τῶν μαρτύρων τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Γιά τήν Ἑλλάδα, πατρίδα καί θρησκεία εἶναι ἀλληλένδετα σέ βαθμό πού δέν μπορεῖ νά ἐννοηθεῖ τό ἕνα χωρίς τό ἄλλο.

Ἡ ὀρθόδοξη πίστη διατήρησε τό ἑλληνικό ἔθνος στά 400 χρόνια της τουρκοκρατίας. Δέν ἐνοεῖτο Ἕλληνας χωρίς νά εἶναι ὀρθόδοξος.

Ὅποιος βρίζει τά θεία, βρίζει καί τήν πατρίδα του, διότι ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδας οἱ Ἕλληνες κήρυξαν τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 κατά τῶν Τούρκων καί συνέταξαν ἀργότερα τό Σύνταγμα. Πίστευαν ἀκράδαντα στήν Ἁγία Τριάδα καί ἀγωνίσθηκαν μέ τή βοήθεια αὐτῆς. Ὁ βλάσφημος γίνεται συνοδοιπόρος τῶν Χιλιαστῶν, πού βλαστημοῦν ὅλα τα δόγματα καί τίς ἀρχές τῆς Ὀρθόδοξης πίστης.

Νά ἀποδειχθοῦμε ἐφάμιλλοι των πρώτων χριστιανῶν, πού ἐξάλειψαν τήν εἰδωλολατρεία ἀπό τήν Ἑλλάδα. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός». Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τοῦ 21ου αἱ. ἔχουμε καθῆκον νά φράξουμε τά στόματα τῶν βλάσφημων καί νά σβήσουμε τή δαιμονιώδη φλόγα τῆς βλασφημίας ἀπό τή χώρα μας.

Βρισκόμαστε σέ μία κοινωνία πού ἀγνοεῖ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν ὀρθόδοξη πίστη. Εἶναι ἀνάγκη νά διδαχθεῖ αὐτή ἡ κοινωνία τό Εὐαγγέλιο, γιά νά γνωρίσει καί νά πιστέψει στό Χριστό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Πῶς οὔν ἐπικαλέσονται εἰς ὅν οὐκ ἐπίστευσαν; Πῶς δέ πιστεύσουσι οὗ οὐκ ἤκουσαν; Πῶς δέ ἀκούσονται χωρίς κηρύσσοντος;» Ἡ ἀδιαφορία τῶν πιστῶν καί γενικά των ὑπευθύνων της Ἐκκλησίας συντελεῖ πολλές φορές στήν ἄγνοια τῆς πίστεως πολλῶν ἀνθρώπων. Ὡς χριστιανοί εἴμαστε διστακτικοί νά μεταδώσουμε τό πιστεύω μας στούς ἄλλους. Ὅταν βρισκόμαστε σέ συντροφιά κοσμικῶν, καί μᾶς δίνεται εὐκαιρία νά ὁμολογήσουμε τήν πίστη μας, ἅς ἔχουμε τό θάρρος νά ποῦμε μερικές σκέψεις τῆς πίστεώς μας μέ διακριτικότητα, χωρίς νά τούς προκαλέσουμε καί νά φανεῖ ὅτι τούς κάνουμε κατηχητικό.

Ὅταν ἀκούσουμε στή συντροφιά μας κάποιον νά βλασφημεῖ, νά στρέψουμε ἀμέσως τή συζήτηση στό θέμα τῆς βλασφημίας. Νά καυτηριάσουμε τήν αἰσχρή αὐτή συνήθεια καί νά ἀποδείξουμε πόσο παράλογο εἶναι ἕνας σύγχρονος πολιτισμένος ἄνθρωπος νά βρίζει τά θεία.

Μερικοί διστάζουν νά μιλήσουν στό βλάσφημο ἐπειδή δέν ἔχουν τήν ἱκανότητα τοῦ λέγειν καί τίς κατάλληλες γνώσεις. Τολμῆστε, ὁμολογεῖστε τήν πίστη σας καί νά εἶστε βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός θά σᾶς βοηθήσει, ὅπως βοήθησε τούς Ἀποστόλους ἐνώπιόν των συνένδρων τοῦ Ἰσραήλ. «Ὁ Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός».

Δέν ἔχεις τήν κλίση τοῦ ἱεραποστόλου τῶν ἀγρίων καί βαρβάρων λαῶν, ἔχεις ὅμως τήν δυνατότητα νά ἐπαναφέρεις στό σωστό δρόμο καί στήν ἀληθινή πίστη ἕνα συμπατριώτη σου πού βλασφημεῖ τά θεία. Αὐτό μπορεῖς νά τό ἐπιτύχεις μέ τήν ἀγάπη, τήν εὐγένεια καί τήν καλή σου συμπεριφορά.

Νά δείξουμε τήν πίστη μας μέ τίς ἀρετές μας, μέ τά ἔργα μας. «Δεῖξον μοί τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου», λέει ὁ Ἰάκωβος στήν ἐπιστολή τοῦ (2, 18). Τότε μόνο θά πείσουμε τό βλάσφημο ὅτι πιστεύουμε εἰλικρινά καί ἐφαρμόζουμε ἐμπράκτως τό Εὐαγγέλιο. Θά βεβαιωθεῖ γιά τή γνησιότητα τῶν προθέσεών μας ἀπό τά ἔργα καί τίς ἀρετές μας. Ἄν δέν ἔχεις τήν ἱκανότητα νά πείσεις τόν βλάσφημο νά κόψει τή κακή συνήθεια, μπορεῖς νά τόν προμηθεύσει μέ ἀντιβλασφημικά βιβλία γιά νά τά διαβάσει. Μπορεῖς νά τόν συμβουλεύσεις μέ ἀγάπη καί νά συζητήσεις τίς ἀπορίες του.

 

20. Ἐπίλογος τῆς βλασφημίας

Τώρα πού διάβασες τίς παραπάνω σκέψεις, ἄν εἶσαι ἀπό ἐκείνους πού κάποτε βλασφήμησαν στή ζωή τους, ἀσφαλῶς θά ἀγανάκτησες ἐναντίον τοῦ συγγραφέα ἤ ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ σου. Ἐάν ἀγανάκτησες ἔναντιόν του συγγραφέα πού παραθέτει ὠμά τίς σκέψεις του, συγχωρεῖσαι ἐκ τῶν προτέρων, ἄν ὅμως ἀγανάκτησες ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ σου καί λυπήθηκες εἰλικρινά πού ἔφτασες κάποτε στό σημεῖο νά βλασφημήσεις τόν Θεό, εἶναι καλό σημάδι, ὑπάρχουν πολλές ἐλπίδες νά μετανοήσεις καί διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως νά σωθεῖς.

Νά συνειδητοποιήσεις ὅτι ἔπεσες σέ πολύ μεγάλο ἁμάρτημα, ἀλλά ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός θά σέ συγχωρήσει, ὅπως συγχώρησε καί θά συγχωρεῖ μυριάδες ἁμαρτωλούς πού μετανόησαν. Θυμήσου τόν συσταυρωθέντα ληστή πού μετανόησε ἐπάνω στό σταυρό καί εἶπε: «Μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ βασιλεία Σου». Μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια ὁ ληστής ἔγινε ὁ πρῶτος κάτοικος τοῦ παραδείσου. Ἐπίσης θυμήσου τόν Ἀπόστολο Παῦλο πού ἦταν διώκτης τῶν Χριστιανῶν πρίν γίνει χριστιανός. Συνελάμβανε τούς χριστιανούς καί τούς ὑπέβαλε σέ μαρτύρια γιά νά ἀρνηθοῦν τό Χριστό. Ὅταν ὅμως μετανόησε, τόν ἐλέησε ὁ Θεός καί τόν ἔκανε σκεῦος ἐκλογῆς Του, τόν πιό μεγάλο ἀπόστολο τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο μπορεῖ νά κάνει καί γιά σένα ὁ Θεός.

Πρόσεξε χριστιανέ μου, ὅσο βλάσφημος καί ἄν ὑπῆρξες, ἄν μετανοήσεις εἰλικρινά μέ δάκρυα καί συντριβεῖς γιά τίς ἁμαρτίες σου, ὑπάρχει ἐλπίδα καί γιά σένα νά σωθεῖς καί νά εἰσέλθεις στόν Παράδεισο. Λάβε μόνο τήν ὁριστική καί ἀμετάκλητη ἀπόφαση νά κόψεις μέ τό μαχαίρι τή βλασφημία. Καί ἄν μή γένοιτο ξαναβλασφημήσεις κάτω ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ διαβόλου καί τῆς συνήθειας, καί πάλι μήν ἀπογοητευτεῖς, χτύπα τό στῆθος σου καί ἀναστέναξε ἀπό βάθους καρδιᾶς σάν τόν τελώνη, χτύπα τό κεφάλι σου μέ τά δυό σου χέρια, δάγκασε τή γλώσσα σου, σπάραξε καί πάλι ἀπό τό κλάμα τῆς μετάνοιας καί πάλι θά ἐξιλεωθεῖς. Ὁ Θεός θά σέ συγχωρήσει, ἀρκεῖ νά προσπαθήσεις,νά παλέψεις μέ τήν κακή σου συνήθεια, νά ματώσεις τήν ψυχή σου στήν πάλη μέ τό διάβολο, πού θέλει νά σ’ ἔχει δικό του. Ὁ Θεός θά σβήσει τίς ἁμαρτίες σου καί θά σέ συγχωρήσει καί πάλι κατόπιν τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, δεῖξε καί σύ τήν ἀγάπη σου μέ τήν ὑπακοή στό θέλημά Του. Εὐχαρίστησε τόν Θεό πού σέ φώτισε καί σέ βοήθησε νά ἀπαλλαγεῖς.

Ἄν πάλι ἐκ παραλλήλου βλασφημεῖς μέ διαφόρους ἐσωτερικούς λογισμούς ἀπιστίας, παραθέτω μερικά ἐρωτήματα γιά νά ἐλέγξεις τόν ἑαυτό σου:

(1) Μήπως, ἐνῶ βλέπεις καθημερινά μέ χειροπιαστά θαύματα τίς ἐκδηλώσεις τῆς ἄπειρης ἀγάπης καί πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στή ζωή σου, καί πάλι ἀμφισβητεῖς τήν ἀγάπη καί τή θεία πρόνοια τοῦ Θεοῦ;

(2) Μήπως δέν παραδέχεσαι τίς ἀναμφισβήτητες ὀφθαλμοφανεῖς ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης καί τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στή ζωή σου καί γκρινιάζεις συνεχῶς κατά τοῦ Θεοῦ χωρίς νά μετανοεῖς ποτέ γιά αὐτό;

(3) Μήπως δέν ἀναγνωρίζεις τiς καθημερινές ἄπειρες δωρεές τοῦ Θεοῦ πρός τό πρόσωπό σου, καί τίς ἀποδίδεις στήν τύχη, στίς συμπτώσεις καί σέ ἄλλες αἰτίες καί δυνάμεις, ὅπως οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ἀπέδιδαν τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ στόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων (Μάτθ. 9, 34);

(4) Μήπως δέχεσαι αἱρετικές διδασκαλίες γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί καταφέρεσαι κατά τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας, ὅπως ὁ Ἄρειος καί οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά καί ἄλλοι;

Ἐξέτασε τόν ἑαυτό σου μήπως βλασφημεῖς κατά τοῦ Θεοῦ ἐσωτερικά γιά τίς ἀσθένειες, τίς χρεωκοπίες, τίς συκοφαντίες, τίς ἀδικίες, τήν πτωχεία, καί τούς ἄλλους πειρασμούς τῆς ζωῆς, πού συνήθως προέρχονται ἀπό τούς συνανθρώπους μας καί ἀπό δικές σου ἀπερισκεψίες καί, παράλογα σκεπτόμενος, τίς ἐπιρρίπτεις ὅλες στόν Θεό καί καταφέρεσαι κατ’ Αὐτοῦ; Θεωρεῖς τόν Θεό ὑπεύθυνο γιά τίς δικές σου ἀπερισκεψίες καί ἀτυχίες; Ἔχεις παράλογη καί ἀναιδῆ ἀπαίτηση νά πραγματοποιοῦνται ἀπό τόν Θεό ὅλα στή ζωή σου σύμφωνα μέ τίς ἁμαρτωλές σου ἐπιθυμίες;

Στρέψε τήν προσοχή σου στό βάθος τοῦ ἐαυτοῦ σου καί προσπάθησε μέ ὅλες σου τίς πνευματικές δυνάμεις νά κόψεις καί τήν ἐσωτερική βλασφημία, ἡ ὁποία, ἐπειδή προέρχεται ἀπό τούς πειρασμούς καί τούς λογισμούς πού μᾶς βάζει ὁ διάβολος στή σκέψη μας, θέλει μεγαλύτερο πνευματικό ἀγώνα γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτή.

 

Βιβλιογραφία

 

 

Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη.

Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Ε.Π.Ε. τόμοι 1- 10.

Ἀνδρούτσου Χ., Δογματική της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ε. Π.Ε. τόμοι 1-10.

Βορέα, Ἠθική.

Γαζή Ἀνθίμου, Λεξικό τῆς ἀρχάιας Ἑλληνικῆς γλώσσης, τόμοι Α - Γ.

Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ε. Π.Ε. τόμοι 1-10.

Ζερβάκου Φιλοθ., Ἱερός πόλεμος κατά τῆς βλασφημίας, Ἀθήνα 1957.

Ἠθική καί Θρησκευτική Ἐγκυκλοπαίδεια.

Θεοδωρήτου, Ἐκκλησιαστική ἱστορία.

Ἰσοκράτους, Λόγοι πρός Δημονίκον καί ὑπέρ ἀδυνάτου.

Ἰουστίνου μάρτυρος, Μίγνι τόμος 97.

Ἰωακείμ Ἐπισκόπου Δημητριαδος, Ἀπομνημονεύματα.

Ἰωαννικίου ἀρχιμανδρίτου, Γεροντικό.

Ἰωάννου τοῦ Σιναίου, Κλίμαξ.

Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ε. Π.Ε. 1-40.

Καλλινίκου Κωσταντίνου, 52 ὁμιλίες, 1958.

Καντιώτη Αὐγουστίνου, μητροπολίτη Φλωρίνης, Τό κακό της βλασφημίας.

Κλημεντος, ἐπιστολή.

Κολιτσάρα Ἰωάννου, Ἕνα ἀσυγκράτητο κακό.

Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.

Λουκιανοῦ, Δέν πρέπει εὔκολα νά πιστεύουμε τήν διαβολήν, Τόμος Δ΄.

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής.

Ὀξυρίγχιοι πάπυροι.

Παναγιωτίδου Ἰωάννου, Ἀντίλαλοι ἀπό τόν ἄμβωνα, τόμοι Α- Γ΄.

Παπανούτσου, Πρακτική φιλοσοφία.

Πλάτωνος, Νόμοι.

Χαμπάκη Θεοδώρας, Σταλλαγματιές ἀπό τήν πατερική σοφία, Θέσ/νίκη 1993.

Χονδροπούλου Σώτου, Ὁ Ἅγιος του αἰώνα μας (Ὁ ὅσιος Νεκτέριος Κεφαλάς).

Ὑακίνθου ἐπισκόπου, Θησαυρός γνώσεως καί εὐσεβείας.

 

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα Του Συγγραφέα

 

Ὁ Κυριάκος Παπακυριάκου γεννήθηκε στό Ἅγιο Πνεῦμα Σερρῶν. Ἀποφοίτησε ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Σχολή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας Χαλκιδικῆς καί ἀπό τή Θεολογική Σχολή Χάλκης Κωνσταντινουπόλεως, στήν ὁποία καί ὑπέβαλε ἐναίσιμο διατριβή μέ τίτλο «Τό Ἐκκλησιαστικό κήρυγμα κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο». Ὑπηρέτησε στό στρατό ὡς ἔφεδρος ἀξιωματικός πυροβολικοῦ καί προσέφερε πολλές ὑπηρεσίες ἐπί δέκα χρόνια ὡς γραμματέας τοῦ Συνδέσμου Ἐφέδρων Ἀξιωματικῶν του Νομοῦ Σερρῶν. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀνεγέρθη ὁ ἀνδριάντας τοῦ Μακεδονομάχου Καπετάν Δούκα στή πλατεία τοῦ Ι.Κ.Α. Σερρῶν καί στήθηκε τό μνημεῖο τῶν 310 φονευθέντων ἀξιωματικῶν ὁπλιτῶν στό 3ο χιλιόμετρο τῆς ὁδοῦ Σέρρες-Βροντοῦ.

Ἐργάστηκε γιά τριανταπέντε χρόνια ὡς καθηγητής καί διευθυντής σέ σχολεῖα τῆς δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης. Συνέβαλε ἰδιαίτερα στήν ὀργάνωση καί λειτουργία τῆς πρώτης Τεχνικῆς Σχολῆς Ἑργοδηγῶν καί Τεχνικῶν Βοηθῶν Σερρῶν καί τοῦ Νυκτερινοῦ Γυμνασίου καί Λυκείου Σερρῶν. Συνταξιοδοτήθηκε τό 1994.

Διετέλεσε ἔκτακτος ἐπιμελητής ἀρχαιοτήτων τοῦ Νομοῦ Σερρῶν. Μέ τίς μακροχρόνιες ἀνιδιοτελεῖς ἐνέργειές του βοήθησε στή συλλογή τῶν ἀρχαιοτήτων τοῦ Νομοῦ Σερρῶν, στήν ὀργάνωση τοῦ ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου καί στήν ἵδρυση Ἐφορείας Κλασσικῶν Ἀρχαιοτήτων στίς Σέρρες.

Πραγματοποίησε πλῆθος ὁμιλιῶν καί διαλέξεων. Συνέγραψε πολλές μελέτες γιά ζητήματα θεολογικά, φιλοσοφικά, ἱστορικά καί ἀρχαιολογικά. Γιά τήν πολύτιμη μέχρι σήμερα προσφορά του, τό Ὑπουργεῖο Μακεδονίας & Θράκης τοῦ ἀπένειμε δίπλωμα τιμῆς μέ χρυσό μετάλλιο.

Ἔργα τοῦ ἰδίου:

1) Τό Ἐκκλησιαστικό κήρυγμα κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο (ἐναίσιμος διατριβή), Ἱερά Θεολογική Σχολή Χάλκης 1959 (δημοσιεύτηκε τό 2006).

2) Ἱστορικά γεγονότα τῆς πόλεως Σερρῶν καί τῆς περιοχῆς τῶν ἐτῶν 1912-1913, Σέρρες 1973.

3) Σύντομος ὁδηγός τοῦ ἀρχαιολογικοῦ μουσείου Σερρῶν, Σέρρες 1978.

4) Συνοπτική ἱστορία τοῦ Νομοῦ Σερρῶν καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Σέρρες 1995.

5) Ἡ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Σερρῶν & Προσφορά καί ἱστορική ταυτότητα τῆς Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1997.

6) Ἱερά μονή Ἁγίας Τριάδας Τούμπας, Σέρρες 2001.

7) Νεότερη καί σύγχρονη ἱστορία τῆς Κοινότητας Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς ὁμωνύμου ἱερᾶς Μονῆς (στά πλαίσια τῆς γενικῆς ἱστορίας τῆς Ἑλλάδας), Σέρρες 2003.

8) Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος καί ἡ Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, Σέρρες 2004.

9) Ἱστορία τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τῆς Κοινότητας Ἁγίου Πνεύματος, Σέρρες 2005.

10) Ναοί τῆς πόλεως Σερρῶν καταστραφέντες καί μή ἐπανεγερθέντες, Σέρρες 2006.

11) Ἡ ἱστορική ταυτότητα τῆς Μακεδονίας καί τό ψευδεπίγραφο κράτος τῶν Σκοπίων, Θεσσαλονίκη 2007.

12) Ἱστορία τῆς Κοινότητας Νεοχωρίου Σερρῶν καί τῶν ἱερῶν ναῶν αὐτῆς, Σέρρες 2007.

13)Βαθειές πληγές ταῆς σημςρινῆς κοινωνίας 2011.

14)Ἱστορία τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Τούμπας Σερρῶν (Β΄ἔκδοση βελτιωμένη).

 


[1]Εις τον Αγ. Παυλον ομιλ.Δ 'ΕΠΕ.36,474.

[1](Τίτ. ομιλ. Β΄,2, ΕΠΕ.24,42 στ.8-10 Περί ιερωσ. λόγ Δ΄, ΄5, ΕΠΕ. 28,220-222

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...