Από την παραμονή των Φουλατζικιωτών στο Βόλο
Το χωριό Φούλατζικ («Φωλίτσα») της Βιθυνίας ήταν μια ακμάζουσα Ελληνορθόδοξη, πλην τουρκόφωνη, κοινότητα στο μέσο της αποστάσεως μεταξύ της παραθαλάσσιας πολίχνης Καραμουσάλ (που είναι κτισμένη στη νότια ακτή του Αστακηνού Κόλπου, στη θέση της αρχαίας Ελληνικής πόλεως Πραίνετον) και της Νίκαιας.
Διοικητικώς υπαγόταν στην υποδιοίκηση του Καραμουσάλ του Νομού Νικομηδείας, που τη διοικούσε Καϊμακάμης (Έπαρχος). Ο οικισμός, αποτελούμενος από 400 λιθόκτιστα σπίτια, τα πιο πολλά διώροφα, ήταν κτισμένος σε υψόμετρο 350 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας σε ένα κατάφυτο και με πολλές πηγές οροπέδιο και η κύρια ασχολία των 1.800 κατοίκων του ήταν η γεωργία και σηροτροφία.
Απείχε περί τα 12 χλμ. από τη νότια ακτή του Αστακινού Κόλπου, 10 χλμ. βόρεια από τη λίμνη της Νίκαιας, 20 χλμ. Β.Δ. της Νίκαιας και τέλος 70 χλμ. Ν.Α. της Κωνσταντινουπόλεως. Το χωριό απαρτιζόταν από τρεις μαχαλάδες: Χαμηλά ήταν ο Ασαγη Μαχαλέ (Asagi = κάτω), ψηλά ήταν ο Γιοκαρέ Μαχαλέ (Yukari = απάνω), και στο μέσο απέναντι των δύο ήταν ο τρίτος μαχαλάς, ο Καρσί Μαχαλέ (Karsi = απέναντι). Περιβαλλόταν δε από τουρκοχώρια, με απολύτως εχθρικό πληθυσμό.
Τα πλησιέστερα προς το Φούλατζικ τουρκοχώρια, αλλά και το ίδιο το Καραμουσάλ είχαν πληθυσμό προερχόμενο κυρίως από τη Βοσνία, που είχε αποκατασταθεί εκεί ως προσφυγικός με τη μέριμνα της Σουλτανικής Κυβερνήσεως, μετά την κατάληψη της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης από την Αυστρο – Ουγγαρία το 1878 και μετά την οριστική της προσάρτηση το 1908. Γι’ αυτό οι Φουλατζικλήδες τους αποκαλούσαν «Μποσνάκηδες». Οι κάτοικοι του Φούλατζικ, σύμφωνα με την παράδοση, κατ’ αρχήν ελληνόφωνες, στα σκληρά χρόνια της Σουλτανικής καταπιέσεως και περιβαλλόμενοι από συμπαγή τουρκικό πληθυσμό, παρά τις προσπάθειες των Τούρκων, όχι μόνο δεν εξισλαμίσθηκαν, αλλά αντίθετα αντιστάθηκαν και υπέστησαν παντός είδους διώξεις. Ως πρώτο βήμα του εξισλαμισμού τους ήταν η απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας με βάρβαρες τιμωρίες (κοπή γλώσσας κ.λ.π.) για την περίπτωση που δεν συμμορφωνόταν.
Από την παραμονή των Φουλατζικιωτών στην Καλαμάτα
Το μέτρο αυτό επέτυχε, όμως οι κάτοικοι του χωριού διατήρησαν και την θρησκεία τους και τα αρχαιοπρεπή βαφτιστικά τους ονόματα (λ.χ. Οδυσσέας, Ξενοφών, Πατρίκιος, Αντίκλεια, Εριφύλη, Ευλαμπία, Ευθαλία, Θάλεια, Καλλιόπη, Καλλιθέα κ.λ.π.). Μάλιστα στην πρώτη ευκαιρία που τους δόθηκε (όταν δηλ. τα μέτρα εναντίον τους χαλάρωσαν) μετέφεραν τον αρχικό οικισμό στο οροπέδιο, για να μην είναι υπό την άμεση επιτήρηση των Τούρκων. Με σκοπό την εκμάθηση της πάτριας γλώσσας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ίδρυσε Αστική Σχολή και Παρθεναγωγείο, το οποίο στη συνέχεια διατηρούσε η Κοινότητα με εισφορές των κατοίκων, όπου «…λίαν φιλοτίμως καλλιεργείται η θρησκεία, η πάτριος γλώσσα και τα γράμματα…», όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Μαρκουϊζος στο βιβλίο του «Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν Βιθυνίας» (Έκδ. 1909). Επίσης το Πατριαρχείο, για τις άμεσες λατρευτικές ανάγκες, μετέφρασε το Ευαγγέλιο και τα λειτουργικά βιβλία στην τουρκική (με ελληνικούς χαρακτήρες, διότι οι Φουλατζικιώτες δεν γνώριζαν την, ισχύουσα τότε, αραβική γραφή παρά μόνο το ελληνικό αλφάβητο) και εξόπλισε με τουφέκια μια ομάδα είκοσι (20) ανδρών, υπό τον καπετάνιο του χωριού Ηλία Ντεληγιάννη του για την προστασία του πληθυσμού.
Η Κοινότητα ήταν οικονομικώς αυτάρκης. Εκτός από την εκτροφή του μεταξοσκώληκα, που ήταν η κύρια ασχολία των κατοίκων και στους οποίους απέφερε – περί τα τέλη του 19ου αιώνα – εισόδημα 15 χρυσών λιρών Αγγλίας ετησίως κατά οικογένεια, παρήγαγε δημητριακά, σταφύλια, κρασί, καπνό, ξυλοκάρβουνα και είχε πολλά ποίμνια. Μάλιστα, επειδή η καπνοπαραγωγή ήταν ελεγχόμενη από το κράτος, πολλοί από τους κατοίκους, αρνούμενοι να συμμορφωθούν, είχαν προμηθευτεί καπνοκοπτικές μηχανές («χαβάνια») και ασχολούνταν με το λαθρεμπόριο καπνού. Γι’ αυτό και ονομαζόταν «κοντραπατζήδες».
Λόγω της οικονομικής ευρωστίας της η Κοινότητα προσήλκυε τα ζηλόφθονα βλέμματα των Βοσνίων εποίκων, οι οποίοι, με την υποστήριξη των τουρκικών αρχών, επιχείρησαν πολλές φορές να καταλάβουν τα αγροκτήματα των Φουλατζικλήδων, όμως αποκρούσθηκαν, άλλοτε με τα όπλα και άλλοτε με «μπαξίς». Σε μια τέτοια εισβολή εποίκων, ο επικεφαλής τους ονόματι Erkek (= άνδρας και μεταφορικώς παλικαράς) δολοφόνησε εν ψυχρώ έναν Φουλατζικλή, ονόματι Γιαννακό, που αρνήθηκε να τους παραδώσει το κτήμα του, αμέσως όμως μετά τον εξόντωσε μετά από μάχη σώμα με σώμα ο ιδιοκτήτης του γειτονικού κτήματος, Κων/νος Σισμάνης, ο επί τιμή ονομασθείς από τους συγχωριανούς του «Ερκέκογλου» (=Παλικαρόπουλο). Πρόκειται για τον αδελφό του, εκ πατρός, πάππου μου και πατέρα του μοναδικού, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, ιατρού – καρδιολόγου της Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, Γεωργίου Σισμάνη – Ερκέκογλου. Μετά το επεισόδιο αυτό οι Βόσνιοι τρομοκρατήθηκαν και δεν ξαναενόχλησαν το Φούλατζικ, όμως το μίσος τους εκδηλώθηκε αργότερα με τραγικές συνέπειες για την Κοινότητα.
Η κήρυξη του 1ου Βαλκανικού πολέμου είχε σαν συνέπεια την ομαδική φυγή του ανδρικού πληθυσμού της Κοινότητας στα βουνά του Κραν και πιο μακριά στον Όλυμπο της Βιθυνίας για να μην επιστρατευθεί. Ήταν οι λεγόμενοι «κατσάκηδες» τους οποίους καταδίωκαν με μανία οι Τζαντιρμάδες (χωροφύλακες) χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με την πάροδο του χρόνου οι, εκτός νόμου, πλησίασαν βαθμηδόν στο Φούλατζικ και έσμιξαν με τις οικογένειές τους, όμως για λόγους ασφαλείας διανυκτέρευαν στο πλησιέστερο βουνό, όπου κατασκεύασαν καλύβες. Το καταφύγιό τους προδόθηκε από έναν ομόδοξο αγροφύλακα, που τα είχε καλά με τις τουρκικές αρχές, και δέχθηκαν επίθεση από μεγάλη δύναμη Τζαντιρμάδων και Ρεντίφηδων (εφέδρων). Αντιστάθηκαν ηρωικά και το μεγαλύτερο μέρος τους διέφυγε, εκτός από λίγους, που εκτελέσθηκαν μαζί με τις γυναίκες τους και τα πτώματά τους σύρθηκαν στην αγορά του χωριού για παραδειγματισμό.
Η Χορόζ Βασιλική με την κόρη της πάνω στο πλοίο της προσφυγιάς
Η κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο συνακόλουθος έλεγχος της Τουρκίας από την Καϊζερική Γερμανία επιδείνωσε τη θέση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Η γενοκτονική πρόθεση των Νεοτούρκων Ταλαάτ, Εμβέρ & Νιαζήμ ενισχύθηκε από τους Γερμανούς και, με το πρόσχημα της επιστρατεύσεως και της εντάξεώς τους στα «αμελέ ταμπουρού» (τάγματα εργασίας), οι Έλληνες οδηγούνταν σε βέβαιο θάνατο, είτε από χολέρα στο μέτωπο της Καλλιπόλεως, όπου τους χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή ορυγμάτων και ομαδικών τάφων στους οποίους ενταφιαζόταν τούρκοι χολερόπληκτοι στρατιώτες, είτε από αφυδάτωση στην αραβική έρημο, όπου τους χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της πολυδιαφημισμένης από τον Κάϊζερ σιδηροδρομικής γραμμής «τα 3 Β» (Βερολίνο-Βυζάντιο-Βαγδάτη). Η κατάσταση αυτή είχε άμεσες επιπτώσεις και στο Φούλατζικ, ο ανδρικός πληθυσμός του οποίου βγήκε και πάλι στα βουνά για να μην επιστρατευθεί. Οι λίγοι, που δεν πρόλαβαν να λιποτακτήσουν και επιστρατεύθηκαν (περί τα 50 άτομα), εξοντώθηκαν από τις ασθένειες και τις κακουχίες μέχρις ενός, ενώ μία μικρή ομάδα δέκα (10) ατόμων, δραπέτευσε από το τραίνο καθώς μεταφερόταν στην Καλλίπολη και διεκπεραιώθηκε στην απέναντι (Μικρασιατική) ακτή από τη Ραιδεστό.
Η κατάληψη της Σμύρνης (2 Μαΐου 1919) από την 1η Μ.Π. προκάλεσε φρενίτιδα ενθουσιασμού στον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, που πίστευε ότι σύντομα θα ελευθερωνόταν.
Στο Φούλατζικ τα καλά νέα ήλθαν από τον καπετάνιο του χωριού Ηλία Ντεληγιάννη και στήθηκε πανηγύρι. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με τους Τούρκους. Επειγόμενοι να προλάβουν την άφιξη του Ελληνικού στρατού, που τον Ιούνιο του 1920 προήλαυνε προς τη Βιθυνία, οργάνωσαν εκστρατεία για να κάψουν το Φούλατζικ, που το αποκαλούσαν «Κιουτσούκ Γιουνανιστάν» (=Μικρή Ελλάδα), να σφαγιάσουν τους κατοίκους του και να ληστέψουν τις περιουσίες τους. Για τον σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν περίπου εξακόσιοι (600) άτακτοι οπλοφόροι (τσέτες) με επικεφαλής τους Εμίν Μπέη, Ισμίν Εϊλί Χασάν Αγά και Νταούτ Τσαούς από το γειτονικό τουρκοχώρι Τσιφλίκ Κίο, αλλά και τακτικός στρατός με διοικητή τον οπλαρχηγό Χατζή Μεχμέτ, διοικητή χωροφυλακής του Καραμουσάλ.
Γενικός διοικητής όλης αυτής της συμμορίας ήταν ο Τζεμάλ μπέης, στρατιωτικός διοικητής τού Καραμουρσάλ, ο ίδιος πού, μετά λίγες ημέρες, κατακρεούργησε και τούς Έλληνες της Νίκαιας.
Η δύναμη αυτή, ακολουθούμενη από πλήθος τούρκων χωρικών, πολιόρκησε το Φούλατζικ από τα χαράματα της Κυριακής 21 Ιουνίου 1920. Αφού ασφάλισε όλα τα περάσματα, ώστε οι πολιορκημένοι να μην μπορούν ναι διαφύγουν, την Τρίτη 23 Ιουνίου 1920, μπήκαν πάνοπλα τμήματα στο χωριό και κάθισαν στα καφενεία της αγοράς. Εκεί ο αρχηγός τους Τζεμάλ – μπέης κάλεσε τον πρόεδρο του χωριού Γεώργιο Χατζηχρήστου, τον ιερέα παπα-Φίλιππο Καλοκίδη και τους άλλους προκρίτους και τους διέταξε να παραδώσουν τα όπλα του χωριού, με την απειλή ότι θα επακολουθήσει έρευνα και αν σε κάποιο σπίτι βρεθούν όπλα, οι μεν ένοικοι θα σφαγιασθούν, το δε σπίτι θα πυρποληθεί.
Όταν παραδόθηκαν τα τουφέκια του χωριού, διέταξαν τον πρόεδρο και τον παπα-Φίλιππο να συγκεντρώσουν τα χρήματα και τα κοσμήματα του κόσμου, όπως και έγινε. Μέσα σε τρεις ώρες παραδόθηκαν στον δήμιο 1.800 λίρες της εκκλησίας σε χαρτονομίσματα, όλα τα κοσμήματα των γυναικών, καθώς και άλλες 3.000 λίρες χάρτινες που μαζεύτηκαν από τον κόσμο.
Το μεσημέρι οι Τούρκοι πείνασαν και παρήγγειλαν στον κόσμο να συγκεντρώσει στα επτά (7) καφενεία της αγοράς τροφή για εξακόσια (600) άτομα. Ο κόσμος τρομαγμένος ανταποκρίθηκε και έφερε μέσα σε σάκους και κοφίνια άφθονα τρόφιμα ψωμί, τυρί, κρέας και γλυκά. Σε κάθε καφενείο καθόταν 30 – 40 τούρκοι, ενώ οι υπόλοιπο ήταν έξω και είχαν κυκλωμένο το χωριό. Στους κατοίκους του χωριού επικρατούσε σιγή θανάτου. Τελικά δόθηκε η εντολή στον παπα-Φίλιππο: Όλοι οι άντρες του χωριού από 14 ετών και άνω να συγκεντρωθούν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου δήθεν θα τους μιλούσε ο Τζεμάλ – μπέης. Όλοι τότε κατάλαβαν τι επρόκειτο να συμβεί και προσπάθησαν να κρυφτούν. Βλέποντας αυτό οι τούρκοι έβγαλαν «τελάλη» και απείλησαν ότι όποιος βρεθεί στο σπίτι του ή στον δρόμο θα τουφεκιστεί. Τελικά, γύρω στις 15.00 μ.μ., μετά από έρευνες και υπό την απειλή των όπλων οδηγήθηκαν στην εκκλησία περίπου 300 άτομα και κλείσθηκαν μέσα. Πορευόμενοι προς τον τόπο του μαρτυρίου έβλεπαν τις περιουσίες τους να λεηλατούνται από τους τούρκους. Εκατοντάδες μουλάρια και άλογα ήταν φορτωμένα με το βιός τους και οδηγούνταν έξω από το χωριό.
Όταν οι μελλοθάνατοι συγκεντρώθηκαν στο Ναό, μπήκε μέσα ο σαδιστής Τζεμάλ – μπέης και, μπροστά στα μάτια των άλλων εγκλείστων, βασάνισε με απερίγραπτη βαρβαρότητα τον εβδομηντάχρονο ιερέα και εθνομάρτυρα παπά – Φίλιππο. Τού πέρασε καπίστρι στο λαιμό και χαλινάρι στο στόμα, του έβγαλε με μαχαίρι το ένα του μάτι, τον έσυρε στο Ιερό, κι εκεί τον έσφαξε σαν αρνί, επάνω στην Αγία Τράπεζα. Έπειτα έσυραν το σώμα του έξω, με το κεφάλι να κρέμεται, τον έδεσαν πίσω από ένα άλογο, το έσυραν στους δρόμους του χωριού και το πέταξαν σε μια χαράδρα.
Στη συνέχεια έδεσαν απ’ έξω την πόρτα της εκκλησίας και έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς τους κλεισμένους. Οι τελευταίοι προκειμένου ν’ αποφύγουν τον φρικτό θάνατο αποφάσισαν να σπάσουν την πόρτα και να ξεχυθούν έξω από το Ναό, γνωρίζοντας οτι τους περίμεναν τα τουφέκια και τα μαχαίρια των τούρκων. Πολλοί τουφεκίστηκαν βγαίνοντας, ενώ οι τραυματίες σφάχτηκαν στον περίβολο της εκκλησίας, μεταξύ αυτών και ο πατέρας του αείμνηστου μετέπειτα φιλόλογου καθηγητή και γυμνασιάρχη Έδεσσας Ν. Τσαϊλακόπουλου. Ο ίδιος ο Ν. Τσαϊλακόπουλος, 15 ετών τότε, κατά την έξοδό του από το Ναό κατάφερε να διαφύγει, όμως οι τούρκοι τον κυνήγησαν και τον πυροβόλησαν. Η εκρηκτική σφαίρα («ντουμ – ντουμ») τον πέτυχε στον ώμο και του έκοψε το χέρι. Οι τούρκοι όμως δεν αρκέσθηκαν στους 300 της εκκλησίας. Γνώριζαν ότι ο ανδρικός πληθυσμός του χωριού ήταν μεγαλύτερος και για το λόγο αυτό συνέχισαν τις έρευνες στα σπίτια, πριν τα πυρπολήσουν.
ΔΙΗΓΗΣΗ της, εκ μητρός, γιαγιάς μου Ευαγγελίας, θυγατέρας Γεωργίου & Καλλιόπης Μαρίγγα ή Κετσεκιουλάφη, 12 ετών τότε: «…Στο σπίτι μας, που ήταν πέτρινο και διώροφο, είχαμε κρυφτεί 27 άτομα, 11 άνδρες και 16 γυναικόπαιδα. Μεταξύ τους ο πατέρας μου, η μητέρα μου, εγώ και οι τρεις μικρές αδελφές μου, Μαγδαληνή, Αντίκλεια και Σοφία. Ξαφνικά οι τούρκοι έσπασαν την πόρτα και μπήκαν μέσα. Ένας απ’ αυτούς στάθηκε στην εξώπορτα άπλωσε το χέρι του στην κάσα της και από κάτω περνούσαν έξω μόνο τα γυναικόπαιδα. Τους άντρες τους κράτησαν μέσα. Βγαίνοντας άκουσα τον αρχηγό τους να φωνάζει: «κασάπ γκελ» (σφαγέα έλα). Αμέσως μετά ο «κασάπ» με το γιαταγάνι του αποκεφάλισε τους 10 από τους 11 άντρες, μεταξύ αυτών και τον πατέρα μου, έβαλαν φωτιά και τα πτώματά τους κάηκαν μαζί με το σπίτι. Ο 11ος άντρας πρόλαβε και φόρεσε το σαλβάρι, τη ζακέτα και την μαντίλα της μάνας μου και διέφυγε μαζί μας, σκυφτός, παριστάνοντας τη γυναίκα, κρατώντας όμως κρυμμένο κάτω από τη μασχάλη του ένα τσεκούρι, αποφασισμένος να μακελέψει όσους τούρκους μπορούσε αν αποκαλύπτονταν. Ήταν ο γείτονάς μας Σισμάν Κωνστάντης – Ερκέκογλου. Όλοι σωθήκαμε. Αργότερα οι μικρότερες αδελφές μου Αντίκλεια και Σοφία, αρρώστησαν πέθαναν στην προσφυγιά. Εγώ με την μητέρα μου και την αδελφή μου Μαγδαληνή εγκατασταθήκαμε ως πρόσφυγες στην Κορμίστα…».
Με τον τρόπο αυτό γινόταν διάσπαρτοι φόνοι σε όλο το χωριό, που στη συνέχεια πυρπολήθηκε.
Οι τούρκοι οδήγησαν έξω από το χωριό περί τα δέκα (10) κορίτσια, που τα υποχρέωσαν να γδυθούν και να χορεύουν υπό τους ήχους ζουρνάδων και νταουλιών, πάνω από τα πτώματα των χωριανών. Πολλές γυναίκες ατιμάσθηκαν από τον ξεχαλίνωτο τουρκικό όχλο. Ακολούθησε ένα νέο Ζάλογγο, καθώς περί τις είκοσι (20) μικρομάνες έπεσαν μαζί με τα παιδιά τους στον γκρεμό για να γλιτώσουν από την ατίμωση. Τελικά, όσοι διασώθηκαν, κατευθύνθηκαν νύκτα προς τα κατάφυτα βουνά του Κραν για να ξεφύγουν από τους διώκτες τους. Εκεί εκτυλίχθηκε ένα νέο δράμα. Συγκεντρώθηκαν σε μια μεγάλη ομάδα, όμως τα βρέφη πεινούσαν και έκλαιγαν. Υπήρχε κίνδυνος ν’ ακουστούν τα κλάματα και να τους ανακαλύψουν οι τούρκοι, που τους έψαχναν. Αποφασίσθηκε να τα πνίξουν. Τότε πνίγηκαν πολλά βρέφη, ενώ άλλα εγκαταλείφθηκαν στα τσαλιά και έγιναν βορά των θηρίων.
Σύμφωνα με τη ΔΙΗΓΗΣΗ της Τριανταφυλλιάς θυγατέρας Νικολάου & Αικατερίνης Ερκέκογλου, συζύγου Γεωργίου Ματραπάζη, κατοίκου Κορμίστας (αδελφής του πατέρα μου): Γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1920 και επομένως όταν έγινε η σφαγή ήταν έξη (6) μηνών. Οι γονείς της και τα αδέλφια της γλίτωσαν και πορεύτηκαν στο βουνό, μαζί με τους άλλους χωριανούς, για να σωθούν. Αυτή βρέφος έκλαιγε. Ζητήθηκε επιτακτικά από τους γονείς της να την πνίξουν για να μην προδοθούν. Ο πατέρας της (Καρανικόλας) αρνήθηκε να την πνίξει και, αφού απομακρύνθηκε την ακούμπησε επάνω σε ένα θάμνο, έβαλε στο χεράκι της ένα μικρό κομμάτι ψωμί και την εγκατέλειψε. Μετά τρεις (3) ημέρες, με κίνδυνο της ζωής του γύρισε πίσω για να θάψει το παιδί του, όμως το βρήκε ζωντανό να βυζαίνει το δάκτυλό του, ενώ ολόκληρη η πλάτη του είχε καταφαγωθεί από τα μυρμήγκια. Πήρε το παιδί και γύρισε στο βουνό. Η θεία μου έζησε, έκανε οικογένεια και πέθανε στην Κορμίστα το 2005 σε ηλικία 85 ετών. Στην ωμοπλάτη της ήταν εμφανή τα σημάδια από τα μυρμήγκια.
Το σύνολο των νεκρών της σφαγής, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και βρέφη (λ.χ. η 2ετής Σοφία Δουλκερίδου) δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί. Μέχρι σήμερα εντοπίσθηκαν 182 ονόματα, ενώ οι συνέπειες της φυγής στο βουνό, οι στερήσεις, οι ασθένειες και η πείνα προκάλεσαν ανεξακρίβωτο αριθμό επί πλέον θυμάτων.
Στο βουνό οι χωριανοί παρέμειναν περί τις 40 ημέρες τρώγοντας αγριόχορτα και όσα δημητριακά κατόρθωναν να συλλέγουν από τον κάμπο οι ένοπλοι χωριανοί του Χατζή-Μπαρής που ήταν κρυμμένοι στο βουνό ήδη πριν από τη σφαγή.
Το τραγικό είναι ότι, όταν αποφασίσθηκε και πραγματοποιήθηκε από τους τούρκους η σφαγή του ελληνικού πληθυσμού της Βιθυνίας, ο Ελληνικός Στρατός είχε ήδη καταλάβει το Μπαλίκεσερ (19 Ιουνίου 1920) και προχωρούσε νικηφόρος προς την Βιθυνία, η πρωτεύουσα της οποίας, Προύσα, απελευθερώθηκε στις αρχές Ιουλίου. Εκεί έφτασαν στο επιτελείο της προελαύνουσας μεραρχίας Αρχιπελάγους φήμες για τις σφαγές και εστάλησαν περίπολοι για επιβεβαίωση. Τελικά την 40η ημέρα από τη σφαγή (2 Αυγούστου 1920) και ενώ είχε απελευθερωθεί η περιοχή από το Καραμουσάλ μέχρι τη Νικομήδεια, ο Ελληνικός Στρατός περιέθαλψε τους Φουλατζικλήδες και στη συνέχεια με πλοία τους διεκπεραίωσε, αρχικά από το Καραμουσάλ στη Νικομήδεια και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου, με τη μέριμνα του Πατριαρχείου, εγκαταστάθηκαν στο βυζαντινό Διπλοκιόνιον (Μπεσίκτας), τελούντες πλέον υπό την προστασία της διασυμμαχικής αρχής κατοχής.
Από την Κωνσταντινούπολη με πλοία μεταφέρθηκαν στην Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Ερεσό. Κάποιες οικογένειες τακτοποιήθηκαν στην Λήμνο (οικογένεια Σαββάογλου) και στην Σάμο (οικογένεια Βουλγαρίδη) και παρέμειναν εκεί. Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν αρχικά στο Βόλο, μετά στην Καλαμάτα και τέλος στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης. Ο Φουλατζικλής Στέφανος Λαϊδόγλου, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, έψαξε στην Μακεδονία και επέλεξε ως καταλληλότερο τόπο για την εγκατάσταση και αποκατάσταση των συγχωριανών του το χωριό Ασικλάρ της Επαρχίας τότε Γιαννιτσών, που κατοικούνταν μέχρι τότε από τούρκους.
Στη συνέχεια αναζήτησε στους προσφυγικούς καταυλισμούς τους συγχωριανούς του και όσους από αυτούς κατάφερε να εντοπίσει τους μετέφερε στο Ασικλάρ. Το Ασικλάρ ήταν χτισμένο επάνω στα ερείπια της αρχαίας Μακεδονικής πόλεως «Ευρωπού» και μετονομάσθηκε σε «Ευρωπό» το 1925. Στον Ευρωπό εγκαταστάθηκαν από το Φούλατζικ συνολικά 277 οικογένειες. Περί τις 50 οικογένειες Φουλατζικλήδων εγκαταστάθηκαν στην Κορμίστα και περί τις 15 στην Βιτάστα (τώρα Κρηνίδα) – Ν. Σερρών. Επίσης Φουλατζικλήδες κατοικούν στη Βέροια, στον Βόλο, στην Αθήνα και κυρίως στην Θεσσαλονίκη.
Αυτούς τους νεκρούς, τους νέους Εθνομάρτυρες, τιμούμε σήμερα και ανήκει έπαινος στους απογόνους των Φουλατζικλήδων της Κρηνίδας για την πρωτοβουλία τους αυτή, που αποδίδει φόρο τιμής στην αλησμόνητη, σ’ εμάς, θυσία τους.
Ας είναι αιωνία τους η μνήμη.
Πηγή: Μικρασιάτης