Η Μητρόπολη Σμύρνης ανήκει στις 7 αρχαιότερες Εκκλησίες της Ασίας. Έμβλημά της είναι ο λόγος του Ιωάννη από την Αποκάλυψιη: «Πιστός άχρι θανάτου». Πρώτος ετήρησε τη ρήση αυτή ο Μητροπολίτης Σμύρνης, ο Άγιος Πολύκαρπος που κάηκε επί της πυράς κατά τους διωγμούς του 2ου αιώνος. Ο Χρυσόστομος, ως τελευταίος Μητροπολίτης Σμύρνης, επέπρωτο να την επισφραγίσει με το δικό του μαρτυρικό θάνατο.
Στην πρωτεύουσα της Ιωνίας ο Χρυσόστομος έφθασε στίς 10 Μαΐου 1910. Ήταν 43 ετών. Στην ακμή της πνευματικής και σωματικής ηλικίας του.
Ο ακμαίος Ελληνισμός της περιοχής δεν αναζητούσε έναν απλό δεσπότη; αναζητούσε ηγέτη. Στο πρόσωπο του υψηλόκορμου, υψηλόφρονος, μεγαλόφρονος Χρυσοστόμου τον βρήκε. Ο νέος Ιεράρχης είναι μια σύνθεση αγαθών αντιθέσεων. Βαθύτατα Έλλην αλλά και Χριστιανός που γοητεύεται από την ιδέα του διεθνισμού για την πραγμάτωση του οικουμενικού ιδεώδους. Είναι οραματιστής και πραγματιστής. Πιστεύει πως ήλθε η ώρα της πραγματώσεως των προφητειών της Αποκαλύψεως, αλλά δεν τις αναμένει παθητικώς. Αυστηρός προς τους απαθείς και αδρανείς, είναι πράος και γλυκύς σαν μικρό παιδί προς τους αδυνάτους και ασθενείς. Παρορμητικός σαν τον Παπαφλέσσα, με πολιτικό στοχασμό Γρηγορίου Ε'. Μαχητής και ανακαινιστής. Κράμα προοδευτισμού και συντηρητισμού. «Χαλαστής και κτίστης», όπως θα έλεγε ο ποιητής. Ηταν μία φλεγόμενη από χριστιανικό και ελληνικό πάθος προσωπικότητα. Γράφει ο βιογράφος του: «Αποστρέφεται την ονειροπόλησιν, αποστέργει την παθητικήν ενατένισιν, αποκρούει την εν απραξία ηροσδοκίαν. Κίνησις είναι το κύριον χαρακτηριστικόν της ιδιοσυγκρασίας του, αφού η πάλη είναι ο κλήρος του ανθρώπου επί της γης». (Ένθ. αν. σ. 137).
Αλλ' ο Χρυσόστομος δεν ήταν μέγας ως Ιεράρχης, ως πολιτικός και ως άνθρωπος. Ήταν μέγας και ως παιδαγωγός. Επίστευε στην ανάσταση του Γένους, στο ζωντάνεμα του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, αλλά αυτά δεν θα έρχονταν ως μάννα εξ ουρανού αλλά διά της παιδείας που, πέρα από γνώσεις, πρέπει να καλλιεργεί τον έρωτα για δράση, τον ενθουσιασμό για τα υψηλά έργα, που θα διώχνει τη δειλία και το ραγιαδισμό και θα έμφυσά στα παιδιά φρόνημα πατριωτικής γενναιότητος και χριστιανικής αλληλεγγύης. Με την αγάπη θέλει να θανατώσει τον εγωισμό, με τη γυμναστική θέλει να δημιουργήσει μια εύρωστη νεολαία, ικανή και για τα έργα του πολέμου και για τα έργα της ειρήνης. Ο Χρυσόστομος βλέπει την άθληση ως άθληση ήθους και παράλληλα ως στοιχείο αναβιώσεως των αρετών του Γένους. Αποστρέφεται την κακομοιριά. Σιχαίνεται τη ζητιανιά. Ο δυνάμενος πρέπει να εργάζεται. Ο ανήμπορος να περιθάλπεται, χωρίς ν' απλώνει το χέρι για ελεημοσύνη. «Το παλαιόν σύστημα της απλουμένης χειρός είναι έωλος και εσκωριασμένη συνήθεια, η οποία μόνο την επαγγελματικήν επαιτείαν ευνοεί και αναπτύσσει», λέγει σ' ένα κήρυγμά του.
Η πολιτική του Χρυσοστόμου στηρίζεται στο διώνυμο: από τα λόγια στα έργα. Πρώτη ενέργειά του η κατεδάφιση του σαθρού και χαμηλού οικίσκου, ο οποίος στέγαζε τα γραφεία της Μητροπόλεως. Στη θέση του έκτισε επιβλητικό μητροπολιτικό μέγαρο, όχι για να προβάλει τον εαυτό του αλλά το ποίμνιό του, μια και το Μέγαρο αυτό θα γίνει από εδώ και μπρος η καρδιά και ο νους του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Αποκαθαίρει τον κλήρο από ανάξια στοιχεία και εισάγει στα κατώτερα σχολεία το Φρεβελιανό σύστημα. Στις 16 Μαΐου καλεί στο στάδιο τους αθλητές του «Πανιωνίου», του αρχαιοτέρου ελληνικού αθλητικού σωματείου, και με έκπληξη είδε να παρελαύνει μπροστά του μια εκατοντάδα νυσταλέων και μαλθακών μαθητών. Αμέσως καθιερώνει στα σχολεία τη γυμναστική ως μάθημα υποχρεωτικό και το επόμενο έτος είδε στις γυμναστικές επιδείξεις 1.500 καλογυμνασμένους μαθητές. Έκτοτε οι γυμναστικοί αγώνες του Πανιωνίου έγιναν η μεγαλύτερη γιορτή της Σμύρνης. Ακολούθως ανεμόρφωσε και τον άλλο γυμναστικό σύλλογο, τον «Απόλλωνα».
Ακολουθούν η ανακαίνιση του Ομηρείου Κεντρικού Παρθεναγωγείου, του Βρεφοκομείου, του Γηροκομείου, του Ταμείου Πτωχών. Συνιστά συσσίτιο μαθητών, άσυλα αστέγων, ενοριακά συσσίτια πτωχών και Πολιτιστικό Κέντρο για μορφωτικές εκδηλώσεις. Ανεγείρει το μέγαρο της «Αδελφότητος Ευσεβείας» και ακόμη ανασυγκρότησε την γεραρά «Ευαγγελική Σχολή» που είχε κτισθεί επί πατριαρχείας Γαβριήλ Γ’ ** (1702-1707) -και περνούσε μια περίοδο κρίσεως- και της έδωσε την παλιά αίγλη της. Κατά τα ειωθότα, καθιέρωσε ως υποχρεωτικό μάθημα τη γυμναστική. Οι ανακαινιστικές πρωτοβουλίες του εμψύχωναν το ποίμνιό του, από την άλλη όμως εξόργιζαν την τουρκική διοίκηση. Την οργή τους υπεδαύλιζαν οι Λαζαριστές, που μετέφεραν στις τουρκικές αρχές πληροφορίες ότι στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου ο Χρυσόστομος ύψωσε στους ναούς ελληνικές σημαίες, ότι διορίζει στα σχολεία Έλληνες δασκάλους, ότι δεν επέτρεψε στους Έλληνες μαθητές να μετάσχουν στην εορτή της αναρρήσεως του σουλτάνου κ.λπ.
Παράλληλα παραπονιέται και το Πατριαρχείο, γιατί ο Χρυσόστομος βάζει στα έγγραφα της μητροπόλεώς του το πατριαρχικό έμβλημα του δικεφάλου αετού. Ιδού η απάντηση του «αετού της Ρωμηοσύνης» προς τον Πατριάρχη:
«Αλλά και εις τον ομφαλόν της πλακός του ναού τής Αγίας Φωτεινής, όπως και σχεδόν όλων των παλαιών εκκλησιών, επί πλακός μαρμαρίνης φέρεται ανάγλυφον το σεπτόν και πλήρες και μεγάλων αναμνήσεων έμβλημα τούτο, όπερ άποτελεί τον εξωτερικόν συνεκτικόν δεσμόν, τον συνενούντα τας μητροπόλεις και τας καθ' έκαστον εκκλησίας προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και τούτο προς τον αρχαιότερον βυζαντινόν κόσμον».
Και επιλέγει ότι μόνο αν με το πλήρωμα του χρόνου αναβιώσει η Χριστιανική Αυτοκρατορία της Ελληνικής Ανατολής και αναφανεί ο διάδοχος των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, τότε και μόνο τότε ο πατριάρχης, που είναι σήμερα Εθνάρχης, θα αφαιρέσει από τη δική του κεφαλή τον Δικέφαλο και θα τον επιθέσει επί της κεφαλής του βασιλέως. Ο Χρυσόστομος εύχεται, και προσεύχεται και εργάζεται ακαταπονήτως, για να έλθει η ευλογημένη ώρα της Αναστάσεως του Γένους. Πιστεύει στους θρύλους και στις παραδόσεις, αρκεί ο λαός να 'ναι άξιος να τους σαρκώσει. Η ανάσταση έρχεται, όταν το Γένος προετοιμάζεται να τη δεχθεί, γαλουχημένο πνευματικά και ηθικά με τις αξίες της ελληνοχριστιανικής παραδόσεως. Γι' αυτό το 1911 εκδίδει το εβδομαδιαίο περιοδικό «Ιερός Πολύκαρπος», με ποικίλη ύλη, θρησκευτική, ιστορική, φιλοσοφική, με τιλήρη ενημέρωση για τα τρέχοντα γεγονότα της εποχής. Το περιοδικό «Ιερός Πολύκαρπος» αποτελεί σταθμό για τη νεώτερη ελληνική γραμματεία. Και όταν την 1η Όκτωβρίου 1911 ο εθνομάρτυς Μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός εσφαγιάσθη από τους κομιτατζήδες (όργανα του νεοτουρκικού κομιτάτου) στο χωριό Σνίχοβο (νυν Δεσπότης), ο Χρυσόστομος ετόλμησε να του αφιερώσει ειδικό τεύχος στο οποίο ο ίδιος ευτόλμως έγραψε:
«Όταν αρχιερείς καίιωσιν εαυτούς ως λαμπάδας ενώπιον του ειδώλου της πατρίδος, ο δε μαρτυρικός θάνατός των γίνεται ζωής και δόξης υπόθεσις και θεμέλιον αγιωτέρου βίου, το μνημόσυνόν των δεν εναρμονίζεται με δάκρνα και θλίψιν, αλλά με υπερηφάνειαν και αγαλλίασιν. Ημίν εξ όλων εχαρίσθη όχι μόνον το εις Χριστόν ορθώς πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού αγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρείν και ενδόξως θρήσκειν».
Την γενναιότητά του απέδειξε για μιαν ακόμη φορά ο Χρυσόστομος, όταν η τουρκική βουλή, εξ αιτίας της κρητικής εμπλοκής εψήφισε νόμο, διά του οποίου παραχωρούνταν πολλές ελληνικές εκκλησίες της Μακεδονίας στους Βουλγάρους. Ο Χρυσόστομος εξεγέρθηκε και συγκάλεσε το λαό της Σμύρνης σε συλλαλητήριο. Ο Βαλής (νομάρχης) έστειλε τον αρχιαστυνόμο και ζήτησε από τον Μητροπολίτη να ματαιώσει την εκδήλωση. Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε και το συλλαλητήριο έγινε. Αλλ' ο κύριος ομιλητής, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, που ήταν μέλος της τουρκικής βουλής, μίλησε υποτονικά. Το πλήθος ζητούσε επιτακτικά τον Χρυσόστομο. Και ο ηγέτης-ιεράρχης πήρε το λόγο και στιγμάτισε τις ενέργειες του τουρκικού κοινοβουλίου. «Πρέπει να βροντοφωνήσωμεν ότι τα οστά των πατέρων μας, τα οποία αναπαύονται εις τους παραδοθέντας ναούς, δεν θα τα αφήσωμεν εις χείρας των εχθρών μας». Η εφημερίδα «Πατρίς» των Αθηνών την επαύριο του συλλαλητηρίου έγραφε: «Συνεπής προς τας πατροπαραδότους αυτής έξεις υπήρξεν η Μητρόπολις του Ιωνικού Ελληνισμού υψώσασα χθες πρώτη την ισχυράν φωνήν της κατά της αδικίας και της επιβουλής του Μακεδονικού Ελληνισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αν παραστή ανάγκη μεταπτώσεως από των λόγων εις έργα, η Σμύρνη, η Γκιαούρ Σμύρνη, θα είναι η πρώτη πόλις του αλύτρωτου Ελληνισμού η οποία θα επιτελέση ευόρκως το καθήκον της προς την Μητέρα Εκκλησίαν...». (Βλ. Κ. Πολίτη: Ένθ. αν. σσ. 93-94 και 100).
Δεν τα έγραψε απλώς αλλά και τα υπέγραψε με το αίμα του. Ο Χρυσόστομος διά του βίου, των λόγων, των έργων και διά του μαρτυρικού θανάτου του υπήρξεν άγιος. Θέλησε ν' ανέβει ψηλά. Όχι σε αξιώματα, αλλά στο Σταυρό. Ο δικός του δρόμος ήταν ο δρόμος Εκείνου: ο Γολγοθάς. Γράφει στον «Ιερό Πολύκαρπο»: «Έκαστος τόπος και εκάστη σπιθαμή γης, όπου εκηρύχθη η χριστιανική θρησκεία, έχει και τον εαυτής Γολγοθάν». Και για τη χριστιανική Σμύρνη Κρανίου τόπος «είναι το Στάδιον, όπου εμαρτύρησε ο έσχατος και μέγιστος των αποστολικών ανδρών ιερός Πολύκαρπος».
Προσωπικά, την αγιότητα του Χρυσοστόμου δεν την βρίσκω στα όσα υπέρ των Ελλήνων έπραξε. Παρ' όλο που ήταν εθνικόφρων, με την άρτια του όρου σημασία, παρ' όλο που είχε γνωρίσει από κοντά την τουρκική θηριωδία, εν τούτοις όταν κηρύχθηκε ο Βαλκανικός πόλεμος και πλήθη Μουσουλμάνων συνέρρεαν στην Μ. Ασία και δη στην Ιωνία, ο φωτισμένος ιεράρχης εφώτισε και μερίμνησε και για τη δική τους περίθαλψη, παρ' όλο που προ ενός έτους και πλέον οι Τούρκοι της Ιωνίας είχαν κηρύξει μποϋκοτάζ κατά του ελληνικού εμπορίου.
Τη χαρά του Χρυσοστόμου για τις νίκες του Ελληνικού Στρατού, που επαλήθευαν τις παλαιές προφητείες και έκαναν τις ελπίδες του ένσαρκο όραμα, εσκίασε ο θάνατος του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' στις 13 Νοεμβρίου 1912. Κατά την γενόμενη πρώτη εκλογή ο Χρυσόστομος πήρε 13 ψήφους. Θα έπαιρνε περισσότερες, αν οι εκλέκτορες δεν ήξεραν την αποστροφή των Τούρκων προς το πρόσωπό του. Άλλωστε τον διέγραψαν ως ανεπιθύμητο από τον πρώτο κατάλογο. Έτσι στις 5 Φεβρουαρίου εξελέγη Πατριάρχης ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Γερμανός (Γερμανός Ε'). Αλλ' ο Χρυσόστομος δεν είχε καιρό για πικρίες. Στίφη Τούρκων της Βαλκανικής κατακλύζουν την Ιωνία. Συμμορίες τσετών υπό την καθοδήγηση του Ραχμή Βέη κάνουν επιδρομές σε ελληνικά χωριά της Ερυθραίας και του Αδραμυτικού κόλπου και διώχνουν τον πληθυσμό, για να εγκατασταθεί μουσουλμανικός. Τότε κατεστράφησαν ακμαία ελληνικά κέντρα, όπως η Παλαιά Φώκαια, η Πέργαμος, η Κρήνη, η Μαινεμένη. Απτόητος ο Χρυσόστομος οργανώνει σταυροφορία διασώσεως, περιθάλψεως και καταγγελίας της τουρκικής θηριωδίας. Καταλύματα, συσσίτια, ιατρική βοήθεια για τους πρόσφυγες. Ειδικά πλοιάρια να τους περισυλλέγουν από τις βραχώδεις ακτές που είχαν καταφύγει. Ο «στρατός της σωτηρίας», όπως ονομάστηκε, αποτελούμενος από κληρικούς και λαϊκούς, στέλλεται στους χώρους επιδρομής. Ειδικό συνεργείο φωτογραφίζει και καταγράφει όλα τα στοιχεία της καταστροφής, για να ενημερωθεί η κοινή γνώμη της Ευρώπης. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος περιφέρεται από διοικητηρίου εις προξενεία, στους αρχηγούς των ξένων εκκλησιών και ιεραποστολών; ενημερώνει και ζητεί επικουρία και συνδρομή. Καλεί στη Σμύρνη τους διερμηνείς των ξένων πρεσβειών και θέτει υπόψη τους όλα τα στοιχεία για το διωγμό των 10.000 Ελλήνων του εσωτερικού που είχαν καταφύγει στη Σμύρνη και των 80.000 που είχαν ζητήσει προστασία στις παραλιακές περιοχές. Μέχρι και αιμόστικτα ρόπαλα τους επέδειξε. Οι διερμηνείς έμειναν άφωνοι.
Αλλά δεν αρκείται σ' αυτό. Γράφει επιστολές και υποβάλλει υπομνήματα παντού. Επειδή κουράζεται το δεξί του χέρι μαθαίνει να γράφει και με το αριστερό. Τρείς δακτυλογράφοι μόλις επαρκούν για τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας του. Και δεν λησμονεί να ευχαριστήσει τον Οθωμανό Νταμάτ Φερήδ πασά και την Οθωμανίδα λογία Χαλιδέ Εδίπ Χανούμ, που τόλμησαν να υψώσουν τη φωνή τους και να καταγγείλουν τις τουρκικές αρχές για τη βάναυση συμπεριφορά τους έναντι των Ελλήνων. Συγκινητική είναι η επιστολή του προς τον δήμο Μασσαλίας, όταν καταστράφηκε η Φώκαια, η αρχαία Μητρόπολη της Μασσαλίας: «Δεν είναι δυνατόν, γράφει, να ανεχθή τοιαύτην κηλίδωσιν του γενεαλογικού δένδρου της η ένδοξος θυγάτηρ Μασσαλία και να ίδη διαγραφομένην από προσώπου της γης την τριών χιλιετηρίδων ιστορικόν βίον αριθμούσαν μητρόπολιν Φώκαιαν και τους ευσεβείς Φωκαείς, απογόνους των παλαιών οικιστών της, αντικαθισταμένους από αγρίους γιουρούκους, πομάκους, βασιβουζούκους και ζεϊμπέκας». Και κλείνει με τον ξακουστό στίχο του Ουγκώ από την «Καταστροφή της Χίου»: «Les Turcs out passe la, tout est ruine et deuil», που ο Παλαμάς το απέδωσε έξοχα: «Τούρκοι περάσαν απ' εδώ, θάνατος πέρα ως πέρα». Και ο Δήμος Μασσαλίας ανταποκρίνεται στην έκκληση και στέλνει παντοδαπή βοήθεια.
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς στον Ιεράρχη αυτόν; Το ακατάβλητο σθένος του, την ανεξάντλητη εργατικότητά του, την απέραντη μόρφωση και την πολυσχιδή δραστηριότητά του; Θα σταθώ σε μια κατ' εξοχήν χριστιανική ιδιότητα: την πίστη. Γράφει προς τον Πατριάρχη: «Εάν επέτρεψεν ο Θεός τοιαύτας ερημώσεις; τας επέτρεψε, διότι θέλει εκ των ερειπείων των κατεστραμμένων τούτων ελληνικών πόλεων να αναθάλη καθαρώτερος, υψηλότερος, νέος ελληνικός κόσμος». Εδώ ας δώσουμε τον λόγο στον Γερμανό πρεσβευτή Βόλφ Μέττερνιχ που στ' απομνημονεύματά του έγραψε ότι ο Χρυσόστομος ύψωσε τον ελληνικό κλήρο υπεράνω του αγγλικανικού (που τον θεωρούσε σαν τον καλύτερο του κόσμου) και ότι είχε το θάρρος να εξαπολύσει τις φλογερές διαμαρτυρίες του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος, «ενώ εγνώριζε ότι ίστατο επί ηφαιστείου».
Οι διαμαρτυρίες, οι καταγγελίες είναι αυτές που έκαναν τον διοικητή Σμύρνης Ραχμή Βέη να ζητήσει την εκουσία αποχώρηση του Χρυσοστόμου, για να μην μεταχειρισθεί βία. Του υποσχόταν μάλιστα καλύτερη Μητρόπολη! Αλλά ο Χρυσόστομος με Λεωνίδειον γλώσσα αποκρίνεται: «Η εκουσία αναχώρησις είναι λιποταξία, η δε αποδοχή της υττοσχέσεως ποταπότης αναξία Έλληνος κληρικού.Ας με διώξη βιαίως διά των οργάνων του». Και ο νομάρχης τον έδιωξε, επιστρατεύοντας στίφη αστυνομικών οργάνων. Και ο Χρυσόστομος έφυγε για το Φανάρι στις 20 Αυγούστου, προπεμπόμενος από χιλιάδες πιστούς, υποσχόμενος ταχείαν επάνοδον. Αυτή είναι η τρίτη εξορία του.
Η τρiτη εξορiα του Χρισοστόμου
Εν τω μεταξύ η Ελλάς υπό την ηγεσία του Ελευθ. Βενιζέλου έχει εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Βούλγαροι και Τούρκοι βρίσκονται στο αντίπαλο στρατόπεδο. Μία νίκη των Συμμάχων προοιωνίζεται την σάρκωση των προαιώνιων εθνικών πόθων. Ο Χρυσόστομος και επτά άλλοι συνοδικοί θεωρούν χαλαρή την πολιτική του Πατριάρχη Γερμανού. Αλλ' όταν αυτός πραξικοπηματικά τους απέλυσε από συνοδικούς, οι μητροπολίτες περιορίστηκαν σε μία συγκρατημένη διαμαρτυρία, αναμετρώντας τις κρίσιμες εθνικές στιγμές. Κι εδώ μπορούμε να διαγνώσουμε την ευεργετική επίνοια του Χρυσοστόμου που θέλει, κατά τη μεγάλη στιγμή, τις κορυφαίες δυνάμεις του έθνους ενωμένες.
Αλλ' ο Χρυσόστομος πίστευε πως ελάχιστα από τα εθνικά αιτήματά μας θα δικαιωθούν, εάν δεν έχεις με το μέρος σου την διεθνή κοινή γνώμη. Δεν αρκεί να έχεις δίκαιο, πρέπει να το αποδεικνύεις. Να πείθεις για το δίκαιό σου. Γι' αυτό εκ νέου επιδίδεται στη συγγραφή. Συγγράφει τα έργα του στη γαλλική και τα εκδίδει σε χιλιάδες αντίτυπα, για να γνωρίσουν οι Ευρωπαίοι τις ωμότητες των Τούρκων εις βάρος των χριστιανών. Το πρώτο βιβλίο έχει τον ενδεικτικό τίτλο «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και η Νέα Τουρκία». Μετά την ιστορική εισαγωγή και την ψυχογράφηση των δύο λαών, εκθέτει με λεπτομερή ακρίβεια όλους τους διωγμούς που υπέστη το ελληνικό στοιχείο από της συστάσεως του νεοτουρκικού κομιτάτου μέχρι του 1914. Το δεύτερο βιβλίο κι αυτό στη γαλλική έχει τίτλο: «Οι διωγμοί των Χριστιανών. Αυθεντική έκθεσις και στατιστικοί πίνακες υπό του αρχιεπισκόπου μητροπολίτου Σμύρνης σεβασμιωτάτου Χρυσοστόμου. Τόμος Πρώτος. Εισαγωγή».Αποτελείται από 270 σελίδες και περιλαμβάνει όλα τα εγκλήματα
των Τούρκων μετά την είσοδό τους στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, όταν υπό την καθοδήγηση και τον τεχνοκρατικό σχεδιασμό του Γερμανού στρατηγού Λίμαν φον Σάντερς, με τα διαβόητα «αμελέ ταμπουρού» (=τάγματα έργασίας) εφάρμοσαν τη πολιτική της γενοκτονίας (Αυτό άλλωστε ήταν μέσα στο πρόγραμμα των Νεοτούρκων. Σε συνέδριο που έγινε το 1911 στη Θεσσαλονίκη αποφασίστηκε: «Πρέπει να εμποδίσουμε την ανάταξη των χριστιανικών πληθυσμών και γενικά όλων των μειονοτήτων. Πρέπει να φροντίσουμε να τους ελαττώσουμε αριθμητικά και τελικά να τους εξοντώσουμε»).
Το τρίτο βιβλίο εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 1918 και επιγράφεται «Εκκλησιαστικόν Πρόγραμμα». Με αυτό επιδιώκει την αναμόρφωση της Εκκλησίας όχι με την εισαγωγή άσκοπων και άστοχων καινοτομιών αλλά με την αποκατάσταση του αρχαίου τυπικού που εναρμονίζεται περισσότερο προς τις ανάγκες του νέου αιώνος. Ζητεί την αποκατάσταση της αρχαίας δημοκρατικής παραδόσεως στη διοίκηση της Εκκλησίας. Απαιτούνται, λέγει, μεταρρυθμίσεις, γιατί, κατά τον Ιερό Φώτιο, «τα εκκλησιαστικά είωθε συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς». Ζητεί ν' αποκατασταθεί η παλαιά βυζαντινή μελωδία που είχε κατακαλυφθεί από μια νεωτερίζουσα
ευρωπαϊκότροπη νοθογενή σχοινοτενή υμνωδία. Να ανυψωθεί το κήρυγμα, να μελετηθεί το εύρος των νηστειών και ο αριθμός των εορτών-αργιών, η αμφίεση των κληρικών (επάνοδος στην προσουλτανική αμφίεση) και η κόμωση των κληρικών, στηριζόμενοςσ' αυτό που λέγει ο Παύλος: «Το κομάν άνδρα αισχρότερον ή το μη κομάν γυναίκα». Και, τέλος, γράφει για την ανάγκη της ανασυγκροτήσεως της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ώστε να γινει φυτώριο των μεγάλων κληρικών και θεολόγων που έχει ανάγκη ένα μεγάλο έθνος». Γιατί τον Νοέμβριο του 1918 όλα έδειχναν πως η Ελλάς έμπαινε στη χορεία των μεγάλων εθνών και κρατών.
Η νίκη των Συμμάχων και η επάνοδοs στη Σμύρνη
Ο Χρυσόστομος, ανεξάρτητα από συμπάθειες προς ορισμένα πολιτικά πρόσωπα, δεν είχε κομματική αλλ' εθνική ιδεολογία. Πίστευε σε μια πολιτική εθνικής συνοχής που θα συσπείρωνε όλες τις δυνάμεις του Ελληνισμού, ώστε να καταστεί εφικτή η εκμετάλλευση όλων των ευκαιριών που προσέφερε η εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Όπως και ο Βενιζέλος, πιστεύει κι αυτός στη νίκη των δυνάμεων της Αντάντ και επιθυμεί να δει την Ελλάδα να μάχεται στο πλευρό τους. Το 1915 συντάσσει υπόμνημα προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο, κάνοντας έκκληση προς αυτόν να εξέλθει από την ουδετερότητα. Στο υπόμνημα γράφει:
«Συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν; Απευθύνομεν το τεταραγμένον τούτο ερώτημα προς Σε, τον προσδοκώμενον από τόσων αιώνων, ως τον Μεσσίαν του στενάζοντος υπό σκληροτάτην δουλείαν Γένους ή μών...»
Δυστυχώς, η έκκληση του Χρυσοστόμου δεν εισακούσθηκε. Επακολούθησε ό Διχασμός και η Ελλάς μπήκε στον πόλεμο διαιρεμένη. Έτσι τα πολιτικά και στρατιωτικά τρόπαια που δρέψαμε είχαν μέσα τους το σπέρμα της ανατροπής τους: τον διχασμό. Όμως εκείνη τη στιγμή των μεγάλων εθνικών θριάμβων, των πιο μεγάλων του Ελληνισμού από την εποχή του Αλεξάνδρου, ελάχιστοι έβλεπαν τα πυκνούμενα νέφη στα βάθη της Ανατολής.
Μετά την ήττα των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου (17/30 Οκτωβρίου, η ανακωχή αφορούσε στη συνθηκολόγηση της Τουρκίας με ταπεινωτικούς όρους, τους οποίους υπαγόρευσε ο Άγγλος ναύαρχος Άρθουρ Κάλθορπ) πάνω στο αγγλικό πλοίο «Αγαμέμνων», τα ελληνικά πολεμικά με επικεφαλής τον θρυλικό «Αβέρωφ» εισπλέουν στον Κεράτιο. Έλλην αρμοστής εγκαθίσταται στην ΚΠολη, ελληνικά αγήματα μαζί με συμμαχικά αποβιβάζονται στις κυριώτερες τουρκικές πόλεις. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει και από την τέφρα της νέα δύναμη πέπρωται ν' αναγεννηθεί: ο χριστιανικός Ελληνισμός της Ανατολής. Οι προφητείες -στις οποίες πίστευε ακράδαντα ο Χρυσόστομος- παίρνουν σάρκα και οστά. «Τα όνειρα παίρνουνε εκδίκηση», όπως λέει ο ποιητής. Ο βαλής Σμύρνης Ραχμή βέης εκδιώκεται ως οργανωτής των σφαγών της Ερυθραίας και στην Σμύρνη φθάνει θριαμβευτής ο Χρυσόστομος. Γεύεται την πιο γλυκειά ώρα της ζωής του. Κι όμως ο μεγάθυμος αρχιερέας δεν ζητεί εκδίκηση, ζητεί ομόνοια, συναδέλφωση με τους σύνοικους πληθυσμούς. Αλλ' οι Τούρκοι απέστεργαν μίαν τέτοια πολιτική. Στο κήρυγμα της αγάπης απάντησαν με το κήρυγμα του φυλετικού μίσους. Ο νέος βαλής Σμύρνης, ο εθνικιστής και υπερφίαλος Νουρεντίν, λόγω της στρατιωτικής επιτυχίας που είχε σημειώσει κατά των Άγγλων στο Κοντ-έλ-'Αμάρ, συνεργάζεται με μυστικές εθνικιστικές οργανώσεις, διενεργεί στρατολογία, μοιράζει όπλα και εισπράττει πιεστικά βαρείς πολεμικούς φόρους. Ο Χρυσόστομος διαμαρτύρεται για τις παρανομίες του βαλή και με εκτενή έκθεση των παρανομιών του πρός τους αρμοστές των Δυνάμεων Κατοχής πέτυχε την ανάκλησή του. Ο Νουρεντίν δεν λησμόνησε την προσβολή αυτή. Την ανταπέδωσε στο Χρυσόστομο με τη συνήθη τουρκική θηριωδία.
Η μεγάλη μέρα
Την 1η Μαΐου ο κυβερνήτης του ελλιμενισμένου στο λιμάνι της Σμύρνης θωρηκτού «Αβέρωφ» Ηλ. Μαυρουδής έπαιρνε το τηλεγράφημα του πρωθυπουργού Βενιζέλου, το οποίο επί αιώνες; ως ευαγγελισμό, περίμεναν οι Πανέλληνες: ελληνικός στρατός κατοχής αποβιβάζεται την επαύριο στην Σμύρνη. Με άλλο τηλεγράφημα ο Βενιζέλος ειδοποιούσε τον Χρυσόστομο. Ο Μητροπολίτης εκάλεσε στις 4 μ.μ. δημογέροντες, εφόρους και προκρίτους για να τελέσει μεγάλον εσπερινό και ν' αναγγελθεί το χαρμόσυνο γεγονός. Αλλά αφήνουμε την Ιστορία του Γενικού Επιτελείου Στρατού να εκθέσει με την ψυχρή στρατιωτική γλώσσα τον κραδασμό και τον παλμό της μεγάλης εκείνης ώρας.
«Η είδησις της επικειμένης καταλήψεως της Σμύρνης εκ μέρους του ελληνικού στρατού ανεκοινώθη μόλις την 16.00 υπό του Αρχηγού της ελληνικής αποστολής εις την αίθουσαν της Μητροπόλεως. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και οι λοιποί ιεράρχαι της Μικράς Ασlας εφαίνοντο βαθύτατα συγκεκινημένοι. Έξω εις τον περίβολον της Αγίας Φωτεινής, ο ελληνικός πληθυσμός αγωνιωδώς ανέμενεν ν' ακούση ειδήσεις (...) Η συγκίνησις και ο ενθουσιασμός, άτινα επεκράτησαν μετά το πέρας του διαγγέλματος, είναι ανώτερα πάσηςπεριγραφής»(7)
Το μήνυμα του πρωθυπουργού άρχιζε με τη φράση: «Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν». Ο Χρυσόστομος το εξέλαβε ως ευαγγελισμόν. Δακρυσμένος σηκώθηκε
και ανέπεμψε προσευχή κι ύστερα μίλησε στο εκκλησίασμα με τον τρόπο που εκείνος ήξερε να ομιλεί, να συγκινεί, να ενθουσιάζει, χωρίς όμως να φανατίζει και να οχλοποιεί. Απεναντίας έδωσε στην αποστολή του Ελληνισμού άλλη ιστορική διάσταση, λέγοντας ότι το ιστορικό έργο και χρέος του Ελληνισμού «μας καλεί να αρθώμεν ημείς εδώ οι κατ' ανατολάς Έλληνες υπέρ το πνεύμα του αιώνος, το οποίον είναι ακόμη εθνικιστικόν, να αρθώμεν εις το πνεύμα των αιώνων, το όποίον είναι αιώνιον και όπου καταργούνται αι διαιρέσεις και αι διαφοραί ανθρώπου από άνθρωπον και έθνους από έθνος.»
Η αποβίβαση του ελληνικού στρατού έγινε στην αποβάθρα της Πούντας την 7η πρωινή της 2ας Μαΐου 1919. Πρώτα το ευζωνικό του ταγματάρχη Σταυριανόπουλου και μετά το πεζικό του ταγματάρχη Κ. Τζαβέλα. Ακολούθησε ο Διοικητής συνταγματάρχης Ν. Ζαφειρίου με τους επιτελείς του. Ο Χρυσόστομος έπεσε γονυπετής και ευλόγησε με λυγμούς τις σημαίες. Το χαρμόσυνο γεγονός αμαύρωσε το γνωστό περιστατικό: ο στρατός εβάδιζε προς στρατωνισμό στή λεγόμενη Καραντίνα. Ένα τάγμα ευζώνων άλλαξε κατεύθυνση και προχώρησε προς τους τουρκικούς στρατώνες. Εναντίον του έπεσαν αρκετοί πυροβολισμοί, από πολλές κατευθύνσεις. Οι εύζωνοι με εφ' όπλου λόγχη εξουδετέρωσαν τους κρυπτομένους. Ποιοι όμως κρύπτονταν πίσω από αυτούς; Η επίσημη ιστορία του Γ.Ε.Σ. λέγει ότι την παραμονή ο ιταλικός στρατός κατοχής άνοιξε τις φυλακές των ποινικών, άφησε ελεύθερους τους εγκληματίες και τους μοίρασε οπλισμό. Την Σμύρνη για κακή μας τύχη διεκδικούσαν και οι Ιταλοί, που είχαν κάθε λόγο να σκηνοθετήσουν τα «έκτροπα» και να μας εκθέσουν στις άλλες δυνάμεις ως δήθεν ανικάνους να εμπεδώσουμε την τάξη.
Ο Χρυσόστομος, για να κατευνάσει τα πνεύματα και να επιβάλει ειρήνη, περιέτρεξε όλα τα κρατητήρια και πέτυχε την απόλυση εκατοντάδων Τούρκων που είχαν συλληφθεί σαν ύποπτοι και ενδεχομένως ήσαν. Πολλοί μάλιστα έντρομοι Τούρκοι, που κατέφυγαν στη Μητρόπολη, βρήκαν κοντά του προστασία και περίθαλψη. Κι ακόμη μέσα στην έξαψη των παθών επισκέφθηκε την τουρκική συνοικία, προσφέροντας φάρμακα, τρόφιμα, ενδύματα στους αναξιοπαθούντες. Ακόμη, ως εκπρόσωπος του μικρασιατικού Ελληνισμού, στέλνει επιστολές προς τους κορυφαίους πολιτικούς, θρησκευτικούς και πνευματικούς ταγούς της εποχής και ζητεί συνδρομή, για να περιληφθεί και η μικρασιατική παραλία στα εδάφη, που πρόκειται να επιδικασθούν στην Ελλάδα. Στο διάσημο συγγραφέα Ανατόλ Φράνς (Anatole France) που είχε δημοσιεύσει θερμό φιλελληνικό άρθρο, ο Χρυσόστομος γράφει: «Με δάκρυα πόνου διά προσφάτους συμφοράς δουλείας και ανεκλαλήτου
χαράς διά την παλινοστήσασαν Ελευθερίαν ευχαριστουσι πάντες οι λυτρούμενοι χριστιανοί Μικρασιάται τον μέγαν συγγραφέα, ανάστημα και θρέμμα της πάλαι Ιωνίας».
Στις 28 Ιουλίου (π.η.) 1920 υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών που εκχωρεί την Αν. Θράκη, τα Δωδεκάνησα και ουσιαστικά την παραλία της Μ. Ασίας στην Ελλάδα. Το απίστευτο γίνεται πραγματικότητα: δημιουργείται η Ελλάς των δύο ηπείρων και των 5 θαλασσών. Ο Τούρκος βαλής της Σμύρνης Μπασήμ βέης υπογράφει πρωτόκολλο και παραδίδει την διοίκηση της πόλεως στους Έλληνες. Ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης 1861-1950) εγκαθιστά πλήρες σύστημα ελληνικής διοικήσεως. Οι σχέσεις Χρυσοστόμου-Στεργιάδη δεν υπήρξαν αρμονικές. Από πολλούς ο Στεργιάδης χαρακτηρίζεται «αινιγματικός» άνθρωπος. Θα αρκεσθώ σ' αυτό που γράφει ο γνωστός μαρξιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, που έζησε από κοντά τα γεγονότα:
«Ο Στεργιάδης ήταν Κρητικός και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου. Είχε τον τίτλο "Ύπατος Αρμοστής" και από την πρώτη μέρα έδειξε πως είχε σκοπό να παίξει το ρόλο Τούρκου πασά».
Οι εκλογές του 1920
Την 1η Νοεμβρίου (π.ή.) 1920 έγιναν εκλογές. Ο Βενιζέλος, παρά πάσαν προσδοκία, ηττήθηκε. Οι αντιβενιζελικοί ηγέτες (Δημ. Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Δημ. Ράλλης) επανέφεραν με δημοψήφισμα τον βασιλιά Κωνσταντίνο και παρ' όλο που είχαν υποσχεθεί προεκλογικά κατάπαυση του πολέμου και ειρήνευση, απεναντίας συνέχισαν σε ευρύτερη έκταση τον πόλεμο. Ο Νικόλαος Στράτος βρήκε και μία θαυμάσια λεκτική «φόρμουλα» για να δικαιολογήσει την παλινωδία: «Εκπεράτωσις και επαύξησις του έργου»!
Το δυσάρεστο είναι ότι ο κομματισμός έπληξε κυρίως και καιρίως το μαχόμενο τμήμα του έθνους. Οι Βενιζελικοί αξιωματικοί των ανωτάτων βαθμίδων αντικαταστάθηκαν από τους βασιλικούς. Ο Χρυσόστομος νοιώθει πως αυτό αποτελεί τη ρωγμή που θα φέρει την κατάρρευση του όλου οικοδομήματος. Θέλοντας να διατηρήσει την εθνική ομοψυχία, κάλεσε στη Μητρόπολη όλους τους ανώτερους αξιωματικούς, και των δύο πολιτικών μερίδων, και τους μίλησε πατρικά και πατριωτικά σαν νεώτερος Νέστωρ: «Τέκνα ευλογημένα, οι μεν από υμάς ηρχίσατε έργον μέγα, πατριωτικόν και ένδοξον, υμείς δε οι νεωστί ελθόντες αδελφοί έχετε να το συμπληρώσετε διά να είναι κοινή η υπερηφάνεια και η δόξα και κοινή εφ' όλων η ευλογία του Θεού και αι ευχαί τόσων μαρτύρων αδελφών μας. Δοξάζω τον Θεόν ότι με ηξίωσε να επιζήσω εν μέσω υμών τας ιστορικάς αυτάς ημέρας, ότε τέκνα της μεγαλυνθείσης Ελλάδος ανάπτουσι με την πυρίτιδα την σβεσθείσαν δάδα εις την ιεράν αυτήν κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού και της χριστιανικής διδασκαλίας» (Λοβέρδος: "Ενθ' αν. σσ. 88-89).
Ο πόλεμος γενικεύθηκε. Ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει με σκληρούς αγώνες τη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Κιουτάχεια- Αφιόν Καραχισάρ. Στη σύσκεψη της Κιουτάχειας (Μάρτιος 1921) αποφασίζεται η μοιραία προέλαση κατά της Αγκύρας, για να δοθεί το οριστικό πλήγμα στον Κεμάλ. Ο ελληνικός στρατός περνά το Σαγγάριο, προελαύνει ως τις παρυφές της Αγκύρας; αλλά εδώ φθάνει στα όρια της εξαντλήσεως. Η Ελλάς εγκαταλείπεται οικονομικά και διπλωματικά από τους συμμάχους της. Πάντες εκδηλώνονται υπέρ του Κεμάλ, που αναδιοργανώνεται και προετοιμάζει τη δική του επίθεση. Ο Χρυσόστομος διαβλέπει τον κίνδυνο. Αρνείται να εμπλακεί στις ενδοθρησκευτικές διαμάχες για την εκλογή νέου Πατριάρχη και αγωνίζεται με σθένος κατά των αυθαιρέτων ενεργειών του Στεργιάδη. Παρ' όλο που θεωρεί την εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη αντικανονική, την αποδέχεται για να διατηρηθεί η ενότητα της Εκκλησίας. Γράφει σχετικά προς τους επτά συνοδικούς που συνήλθαν στη Θεσσαλονίκη για ν' αντιδράσουν κατά της εκλογής του Μελετίου Μεταξάκη: «Τώρα αντί να αρχίση αγών προσωπικής κατισχύσεως ταύτης ή εκείνης της μερίδος του Παύλου ή του Κηφά ή του Απολλώ ωσεί να εμερίσθη ο Χριστός και η Εκκλησία του, άρχεται δι' ημάς νέα περίοδος μελέτης και περισυλλογής και σοφής και κανονικής διαρρυθμίσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων ανοίγονται προ ημών νέοι ορίζοντες και κόσμοι νέας εποχής και πάντες καλούμεθα να συνεισφέρωμεν ει τι έκαστος έχει πολύτιμον εις μάθησιν, εις κανονικήν άκρίβειαν, είς εκκλησιαστικόν ζήλον, εις αυταπάρνησιν και αυτοθυσίαν να το προσφέρωμεν ως οφειλετικήν σπονδήν και θυσίαν επί του ιερού βωμού και θυσιαστηρίου της πίστεως ημών και της πατρίδος». (Επιστολή 1ης Δεκεμβρίου 1921. Από το βιβλίο του Κ. Πολίτη: «Χρυσόστομος ο Σμύρνης» σσ. 252-253).
Από την άλλη βλέποντας την ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων και της αρμοστείας να κυβερνήσουν σωστά την Μικρασία, εργάζεται για τη σύσταση «Παμμικρασιατικής Αμύνης». Ο Ξενοφών Στρατηγός, ένας από αυτούς που δικάσθηκαν ως υπεύθυνοι της καταστροφής, γράφει ότι στις 6/19 Φεβρουαρίου 1922 το «Ανατολικόν Πρακτορείον» τηλεγραφούσε από την Άγκυρα:
«Επαναστατικόν κίνημα οργανούται εν Σμύρνη κατ' ενδεχομένης εκκενώσεως Μ.Ασίας. Μητροπολίτης Χρυσόστομος αντίθετος αρχικώς προς κίνημα, συνετάχθη κατόπιν προς τους οργανωτάς αυτού...». Ο Στεργιάδης αντέδρασε στο κίνημα κι έτσι η Σμύρνη, στην έσχατη ώρα, δεν είχε καμμιά οχυρωματική οργάνωση ούτε ένα σχέδιο άμυνας. Το μοναδικό σχέδιο της οργανώσεως του Μικρασιατικού Ελληνισμού συντεταγμένο από το Χρυσόστομο στις 16 Φεβρουαρίου 1922 δημοσιεύεται στο βιβλίο του Κ. Πολίτη (ένθ. αν. σσ. 259-267).
Στις κρίσιμες για τον Ελληνισμό στιγμές ο ακαταπόνητος Μητροπολίτης δεν ενδιαφέρεται μόνο για τις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις, ενδιαφέρεται και για τα βαθύτερα προβλήματα του Ελληνισμού. Τ0ν Μάρτιο του 1921 καλείται από τον καθηγητή Νεοκλή Καζάζη να τιμήσει με την παρουσία του το συνέδριο της Εταιρείας «Ελληνισμός». Στην απαντητική επιστολή αποδέχεται το κεντρικό σύνθημα του Συνεδρίου ότι η Ελλάς ελευθερώθηκε, αλλ' ο Έλλην δεν ελευθερώθηκε ούτε ως πολίτης, ούτε ως κοινωνία, ούτε ως πολιτεία. Και αποδίδει την ιδιότυπη αυτή δουλεία στην υποδούλωση του Έλληνος στον κακό εαυτό του, στα πάθη και στις αδυναμίες του, στον αχαλίνωτο εγωισμό του.
Όταν το Μάρτιο του 1922 οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων συνήλθαν στο Παρίσι και πρότειναν ανακωχή με όρους δυσμενείς για τον μικρασιατικό Ελληνισμό, ο Χρυσόστομος διαμαρτύρεται ως πνευματικός εκπρόσωπος των χριστιανών της Μικράς Ασίας: «Δια την Σμύρνην δε η σκληρά απόφασις των Δυνάμεων ως μόνην συνέπειαν θα είχε να προστεθή νέον ερυθρόν έτος εις τα αιματηρά έτη 1770,1797 και 1821, ότε τα κύματα της θαλάσσης μας επορφυρώθησαν από το ρεύσαν εις χειμάρρους χριστιανικόν αίμα». Αλλά δεν αρκείται σε εκκλήσεις και διαμαρτυρίες. Κινητοποιείται και κινητοποιεί. Συγκαλεί σύνοδο επισκόπων, προκρίτων, δημογερόντων και εφόρων. Ζητεί καθολική επιστράτευση, βαρειά φορολογία για την αμυντική θωράκιση των ερεισμάτων του Ελληνισμού. Ο κλήρος προσφέρει και τον τελευταίο του οβολό. Τάματα και κανδήλια και άλλα τιμαλφή των εκκλησιών προσφέρονται για να γίνουν το πρώτο κεφάλαιο του κοινού για την άμυνα ταμείου.
Αλλ' η δραστηριότητα ενός Ιεράρχη δεν μπορεί ν' αποτρέψει ή να καλύψει τα λάθη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας μας ή ν' αναχαιτίσει τη δύναμη ενός μαινόμενου και καλά διευθυνόμενου στρατού. Ο Κεμάλ Ατατούρκ εξαπολύει την επίθεσή του στις 13 Αυγούστου 1922. Το μέτωπο σπάει στο Αφιόν Καραχισάρ. Ο μέχρι τότε νικητής στρατός μας διαλύεται. Ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης αντικαθίσταται, ο νέος αρχιστράτηγος Ν. Τρικούπης παραδίδεται με 10.000 αξιωματικούς και στρατιώτες, ο διάδοχός του, ο «πλωτός στρατηγός» Πολυμινάκος, διευθύνει τις επιχειρήσεις από το ατμόπλοιο «Κύκνος» που είναι ελλιμενισμένο στο λιμάνι της Σμύρνης. Χιλιάδες πρόσφυγες και στίφη στρατού συρρέουν στα παράλια. Ο Στεργιάδης εξαπατά τον πληθυσμό, καλλιεργώντας την ψευδή εντύπωση ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Ο Χρυσόστομος όμως προβλέπει τη συμφορά, αλλ' έλπίζει.
Στο υπ' αριθμ. 737 τεύχος του περιοδικού «Πολιτικά Θέματα» (2-9 Ιουνίου 1989, σελ. 37), ο Λ. Πολενάκης δημοσίευσε ανέκδοτη επιστολή την οποία έστειλε στις 20 Αυγούστον (7 ημέρες πριν από το μαρτυρικό θάνατό του) ο Χρυσόστομος προς τον δημογέροντα Σμύρνης Δημήτριον Δουρουδόγλου. Στις λίγες γραμμές της επιστολής αποτυπώνονται: α) Η αγωνία για την επικείμενη καταστροφή. β) Η εμμονή στην ιδέα μιας αποφασιστικής αντιστάσεως. γ) Η ελπίδα πως ο Θεός θα έλθει ττάλιν αρωγός στο χειμαζόμενο Γένος. Ιδού εκτενές απόσπασμα:
«...Σας γράφω υπό το κράτος μεγάλης ταραχής. Τα μέχρι τούδε αήττητα αναδειχθέντα Ελληνικά όπλα εκάμφθησαν προ των υπερτέρων και κολοσσιαίων ιδίως εις υλικόν πυροβολικού και αεροπλάνων και αυτοκινήτων αλλά και ανδρών προμηθειών του εχθρού.
Διερχόμεθα ημέρας κρισιμωτάτας, μία και μόνη ελπίς υπάρχει: να τηρήσωμεν άμυναν προ των υψωμάτων της Φιλαδελφείας. Εάν τούτο κατορθωθή, η κατάστασις οπωσούν σώζεται, άλλως τα πράγματα θα ακολουθήσωσι σκοτεινήν και ολεθρίαν οδόν. Είθε ο δυνατός εν πολέμω Θεός των Χριστιανών και δη των Ελλήνων Ορθοδόξων να επιφανή ημίν ίλεως την τελευταίαν ώραν, ίνα ούτω το όλον κατόρθωμα θεωρηθή καθαρόν έργον του αγαπώντος το Γένος μας Θεού...»
Στις 21 Αυγούστου 1922 κάνει έκκληση στον Κωνσταντίνο ν' αναθέσει σχηματισμό κυβερνήσεως στο Βενιζέλο και την ανασυγκρότηση του στρατού στους εκδιωχθέντες αξιωματικούς της «Αμύνης» (Βενιζελικούς), αφού φυσικά διώξει τον Χατζανέστη και τον Στεργιάδη, ο οποίος φρόντισε με αγγλικό πολεμικό πλοίο να εγκαταλείψει τη Σμύρνη τρεις μέρες νωρίτερα προ της εισόδου των Τούρκων.
Συγκλονιστική είναι η επιστολή που ο Εθνάρχης έστειλε στις 25 Αυγούστου (δύο ημέρες προ του θανάτου του) στο Βενιζέλο με τον κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Λήμνος». Αντιγράφουμε μερικές ενδεικτικές φράσεις που μοιάζουν με έκρηξη ηφαιστείου:
«Ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας, το Ελληνικόν κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος, διά δύο πράξεις σας.
Πρώτον, διότι απεστείλατε εις Μ. Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν ένα τουτ' αυτό παράφρονα και εγωιστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία του τόπου, διότι εν τω φρενοκομείω του βεβαίως δεν είχον τόπον, και εις το τέλος αποδώσαντα αυτούς τους αγλαούς καρπούς της τελείας του Μικρασιαστικού λαού καταστροφής, τους οποίους νυν θερίζομεν.
Καιί δεύτερον, διότι πριν αποπερατώσητε το έργον Σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του αναγερθέντος αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματός Σας, της καταθέσεως των θεμελίων της περικλεεστάτης ποτέ Βυζαντινης μας Αυτοκρατορίας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπνευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ' αυτάς ακριβώς τας παραμονάς της εισόδου Σας εις Κωνσταντινούπολιν και της καταλήψεως αυτής υπό του Ελληνικού Στρατού προς εκτέλεσιν των όρων της -οίμοι- δια παντός καταστραφείσης συνθήκης των Σεβρών».
Ο Χρυσόστομος με λόγους συγκινητικούς καλεί τον Βενιζέλο ν' αναδραστηριοποιηθεί και να σώσει ό,τι είναι δυνατόν νά σωθεί. Όσο για τον εαυτό του προβλέπει:
«Ζήτημα είναι εάν, όταν το παρόν γράμμα αναγιγνώσκεται υφ' Υμών, ημείς πλέον υπάρχωμεν εν ζωή, προοριζόμενοι -τις οίδε- εις θυσίαν και μαρτύριον».
Όντως, όταν η επιστολή έφθασε εις τον Βενιζέλο, ο Χρυσόστομος είχε οδηγηθεί στη θυσία και στο μαρτύριο.
Ο Αμερικανός πρόξενος Τζώρτζ Χόρτον στο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας» γράφει εν είδει requiem για τον Χρυσόστομο:
«Πέθανε σαν μάρτυρας και αξίζει να του απονεμηθούν ύψιστες τιμές από την Ελληνική Εκκλησία και την Ελληνική Κυβέρνηση...»
Την ώρα που τα νέφη ποικίλων απειλών πυκνώνουν πάνω από τον ελληνικό ουρανό, οι Έλληνες εμφανιζόμαστε βαθειά διχασμένοι, έτοιμοι για νέο εμφύλιο σπαραγμό. Είναι η στιγμή που όλοι βάλλουν εναντίον μας. Ελπίδα και δύναμη μπορούμε να βρούμε στον εαυτό μας, αν τον υψώσουμε πάνω από τις διαφορές μας. Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος. Πέρα από το πνεύμα της θυσίας, της εθνικής ομοψυχίας, μπορεί να προσφέρει και στη χειμαζόμενη από την έξαψη του εθνικισμού Ευρώπη ένα μήνυμα χριστιανικής ενότητος. Αυτός ο βαθύτατος Έλλην σ' ένα κείμενό του έγραφε ότι πρέπει να ξεφύγουμε από το πνεύμα των καιρών, «το οποίον είναι ακόμη εθνικιστικόν, να αρθώμεν εις το πνεύμα των αιώνων το οποίον είναι αιώνιον και όπου καταργούνται αι διαιρέσεις και αι διαφοραί ανθρώπου από άνθρωπον και έθνους από έθνος». Ο Χρυσόστομος δεν ήταν απλώς ένας απόστολος του χριστιανικού Ελληνισμού, ήταν αληθής Απόστολος των Εθνών.
Σαράντος Καργάκος
Ιστορικός - συγγραφέας