Η επιλογή της αμυντικής τοποθεσίας του Αφιόν ως βασικός λόγος της ήττας
«Ο Έλλην στρατιώτης επολέμησεν. Η μομφή ήν του προσάπτουν τινές, ότι απορρίψας τον οπλισμόν του, άμα τη ενάρξει της Τουρκικής επιθέσεως, ετράπη εις φυγήν, δεν είναι αληθής. …. Με τη ποσότητα ηθικού ήν ενέκλειεν έτι η ψυχή του ημύνθη γενναίως των οχυρωμένων του θέσεων. Εάν εκάμφθη προ πενταπλασίου εχθρού εν τη αμύνη μιας ελαττωματικής γραμμής, εάν εν τη υποχωρήσει του επανικοβλήθη, οδηγηθείς ως οδηγήθη, αποκοπείς των συγκοινωνιών του, κυκλωθείς επανειλημμένως, μαχόμενος επί ημέρας προς όλα τα σημεία, εις μίαν άχαρι και ματαίαν προσπάθειαν, άνευ πυρομαχικών και άνευ τροφίμων, τούτο ούτε εκπληκτικόν, ούτε πρωτοφανές είναι. … Συνέβη εις στρατούς κάλλιον συγκροτημένους ή ο Ελληνικός και καλύτερους θεωρουμένους τούτου. Τα στρατηγικά σφάλματα άτινα διεπράχθησαν, εβάρυνον καταπληκτικώς επί της πλάστιγγος. Το μειωμένον ηθικόν συνέτεινεν, αλλά δεν έκρινεν … Κύρια αίτια της όλης ήττης ήσαν:
1. Η εσφαλμένη εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας εις την περιοχήν Αφιόν.
2. Η έλλειψις σοβαράς στρατηγικής εφεδρείας εις την εξέχουσαν του Αφιόν.
3. Η εσφαλμένη διεύθυνσις του υποχωρητικού αγώνος, από Αφιόν προς Τουμλού Μπουνάρ, το και σπουδαιότερον».«Η Μικρασιατική Ήττα»
Αντισυνταγματάρχης Κ.Δ. Κανελλόπουλος,
Γενικά
Στις 13 Αυγούστου 1922 (π.ημ.) και ύστερα από πολύμηνη προπαρασκευή, άρχισε η μεγάλη Τουρκική επίθεση εναντίον των δυνάμεων της Στρατιάς Μικράς Ασίας που βρίσκονταν εγκατεστημένες στην αμυντική τοποθεσία που κάλυπτε τη πόλη του Αφιόν Καραχισάρ και η οποία ήταν γνωστή (και έτσι έμεινε στην ιστορία) με το όνομα «εξέχουσα του Αφιόν». Στρατηγικός σκοπός της Τουρκικής διοίκησης ήταν η διεξαγωγή μιας μάχης για τη συντριβή της Ελληνικής Στρατιάς, που θα επιτυγχάνονταν με την συγκεντρωτική επίθεση των κύριων Τουρκικών δυνάμεων εναντίον του πλέον ασθενούς σημείου της Ελληνικής αμυντικής διάταξης, ώστε να επιτύχουν σε σύντομο χρόνο τη διάρρηξη της Ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας, στη συνέχεια το διαχωρισμό των Ελληνικών δυνάμεων με απόρριψη μέρους ή και του συνόλου τους προς βορρά και εκτός των γραμμών συγκοινωνιών τους και τελικά τη καταστροφή τους. Η επίθεση αποφασίστηκε να διεξαχθεί εναντίον της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν, δηλαδή στη περιοχή που περιλαμβανόταν μεταξύ του ποταμού Τσάϊ (Ακάρ) στα νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ και του Τουμλού Μπουνάρ στα δυτικά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ιδέα Ενεργείας της ανώτατης Τουρκικής διοίκησης για το ΠΟΥ, το ΠΩΣ και με ΠΟΙΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ θα διεξαγόταν η ΜΕΓΑΛΗ επίθεση, καθώς και το ΓΙΑΤΙ επιλέχθηκε η δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας για την εκτόξευση της επίθεσης:
«Η ιδέα μας ήταν να δώσουμε μία μάχη συντριβής, συγκεντρώνοντας τις κύριες δυνάμεις μας επί μιας πτέρυγας, εάν ήτο δυνατό, έναντι της εξωτερικής πτέρυγας του εχθρού. Βρήκαμε ως λύση ορθή να συγκεντρώσουμε τις κύριες δυνάμεις μας νότια της δεξιάς πτέρυγας του εχθρού, η οποία βρισκόταν στη περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και μεταξύ του ποταμού Τσάϊ και του Τουμλού Μπουνάρ. Εκεί βρισκόταν η σπουδαιότερη και η μάλλον εύτρωτος τοποθεσία του εχθρού. Υπήρχε η αντίληψη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ταχύ και αποφασιστικό εάν επιτιθέμεθα εκ της πλευράς αυτής»
(Απόσπασμα από ομιλία του Κεμάλ προς τη Τουρκική Εθνοσυνέλευση)
Αλλά και στην οδηγία επιχειρήσεων την οποία εξέδωσε στις 25 Ιουλίου 1922 ο διοικητής του Δυτικού Μετώπου Ισμέτ πασάς προς τους διοικητές των 1ης και 2ης Τουρκικών Στρατιών, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Αντικειμενικός σκοπός της επιθέσεως είναι να ριφθεί το κύριο εχθρικό σώμα προς βορρά, ηττώμενο σε γενική μάχη που θα αρχίσει και θα εξελιχθεί στο Αφιόν, στα όρη Ακάρ και τη προέκτασή τους».
Ποια ήταν όμως εκείνα τα χαρακτηριστικά της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν που τη καθιστούσαν αφ’ ενός τη σπουδαιότερη του όλου αμυντικού μετώπου της Στρατιάς Μικράς Ασίας και αφ’ ετέρου ιδιαίτερα ευάλωτη σε ένα ισχυρό και μεθοδευμένο κτύπημα, ώστε η Τουρκική ηγεσία να εκτοξεύσει εναντίον της τη μεγάλη επίθεση που από καιρό μελετούσε και προετοίμαζε; Αλλά και γιατί ο Κ. Κανελλόπουλος θεωρεί ότι η εσφαλμένη επιλογή της αμυντικής τοποθεσίας στη περιοχή του Αφιόν, ήταν ένας από τους τρεις βασικούς λόγους της ήττας της Ελληνικής Στρατιάς στη μεγάλη μάχη που διεξήχθη στα κράσπεδα του Αφιόν Καραχισάρ στις 13 και 14 Αυγούστου 1922;
Το παρόν κείμενο, τη σημερινή μαύρη και ξεχασμένη επέτειο της 13ης Αυγούστου 1922, αυτό το σκοπό έρχεται να εκπληρώσει. Να φέρει σε γνώση κάθε Έλληνα που ενδιαφέρεται για τα τραγικά γεγονότα εκείνης της περιόδου, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας του Αφιόν, καθώς και το πώς και το γιατί επιλέχθηκε από την ηγεσία της Μικρασιατικής Στρατιάς και τους επί τόπου διοικητές των μεγάλων μονάδων, εκείνη η άκρως προβληματική και ευάλωτη τοποθεσία που έκρυβε το θάνατο μέσα της και που κάτω από τα ερείπια των προμαχώνων της παραμένουν άταφα και ατίμητα τα οστά εκατοντάδων Ελλήνων μαχητών που έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Ακόμη θα αναφερθούν και ορισμένα – ελάχιστα – στοιχεία για την Ελληνική αμυντική διάταξη στην εξέχουσα του Αφιόν, καθώς και για την απουσία ισχυρής εφεδρείας στη περιοχή που επιχειρήθηκε τη διάρρηξη της τοποθεσίας. Απουσία που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη τελική έκβαση της μάχης σε βάρος των Ελληνικών όπλων.
Δεν θα υπάρξει αναφορά στα της διεξαγωγής του αμυντικού αγώνα, στη ποιότητα των διοικήσεων και στο ηθικό των δυνάμεων, επειδή αυτά τα πολύ σημαντικά και τεράστια κεφάλαια, θα αναλυθούν «εν καιρώ».
Μολονότι έχουν περάσει 91 χρόνια από τη 13η Αυγούστου 1922, η Μικρασιατική Καταστροφή θα συνεχίζει να στοιχειώνει το έθνος. Στην προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις για τα αίτια που προκάλεσαν τη καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού έχουν χυθεί χιλιάδες τόνοι μελάνης. Και ενώ σχεδόν όλοι όσοι καταπιάστηκαν με το τεράστιο αυτό ζήτημα αναφέρουν ότι η πραγματική αιτία της καταστροφής ήταν η ήττα του Ελληνικού Στρατού στο πεδίο της μάχης, αποφεύγουν να μιλήσουν διεξοδικά για τις αιτίες και τους λόγους που οδήγησαν στην ταπεινωτική συντριβή μιας πανίσχυρης στρατιάς και που δυστυχώς, είναι οι ίδιοι λόγοι που επαναλαμβάνονται επί 200 χρόνια ελεύθερου εθνικού βίου και μας οδήγησαν (και θα μας οδηγήσουν πάλι στο μέλλον) σε τραγικές εθνικές περιπέτειες.
Έχει σημασία και επιβάλλεται να τονιστεί ότι στη Μικρά Ασία συγκρούστηκε ο Ελληνικός με τον Τουρκικό στρατό και ότι ο Ελληνικός στρατός ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης του Αφιόν Καραχισάρ. Ο Ελληνικός στρατός, αφού έγραψε σελίδες δόξας στα πεδία της μαχών, στην τελική αναμέτρηση στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ ηττήθηκε, συντρίφτηκε, αποσυντέθηκε, κατέστη ανίκανος για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων και έστρεψε τα νώτα στον εχθρό αναζητώντας τη σωτηρία στη θάλασσα. Το μέγεθος της καταστροφής που ακολούθησε τη στρατιωτική ήττα ήταν ανάλογο της ασύλληπτης ταχύτητας με την οποία διαλύθηκε η περήφανη Μικρασιατική Στρατιά που ένα χρόνο πριν από το σάλπισμα της αποχώρησης έκρουε τις πύλες της Άγκυρας από το Ντουά Τεπέ του Πολατλί μέχρι τα βράχια του Καλέ Γκρότο.Και οι ευθύνες για τη μεγάλη στρατιωτική ήττα και τη συντριβή του στρατού είναι καθαρά Ελληνικές και θα πρέπει να αναζητηθούν. Βαρύνουν αποκλειστικά τις πολιτικές ηγεσίες της εποχής, τους διοικητές του Στρατού, αλλά και το μέρος εκείνου του πνευματικού και δημοσιογραφικού κόσμου που δεν συμπαραστάθηκε στο μεγάλο εγχείρημα, ή ενδεχομένως και το έβλαψε.
Και αυτός είναι ο σκοπός του παρόντος κειμένου. Η αναζήτηση των λόγων που οδήγησαν στη στρατιωτική ήττα. Επειδή πέρα από τους «θρήνους» που εκπέμπονται κάθε χρόνο τέτοια εποχή για τις χαμένες πατρίδες – με το αζημίωτο πάντοτε – οφείλουμε να αναλογιστούμε αν η μεγάλη καταστροφή μας έκανε – ως έθνος – σοφότερους.
Η δημιουργία της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1 – παρουσιάζει ακόμη το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο στη περιοχή της εξέχουσας του Αφιόν)
Αμέσως μετά τις επιχειρήσεις του Σαγγάριου και κατά το πρώτο μισό του Σεπτεμβρίου, η Στρατιά Μικράς Ασίας επανήλθε στις θέσεις από τις οποίες εξόρμησε την 1η Αυγούστου προς την Άγκυρα και εγκαταστάθηκε στη γενική γραμμή Μποζ Νταγ – Εσκή Σεχήρ – Σεϊντί Γαζή.
Στη περιοχή του Αφιόν και ανατολικότερα βρισκόταν το Νότιο Συγκρότημα (Ν.Σ.), αποτελούμενο κυρίως από τη IV Μεραρχία. Είχε παραμείνει στην περιοχή του Αφιόν καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα με αποστολή τη σταθερή κάλυψη του δεξιού πλευρού της Στρατιάς.
Από τις 12 Σεπτεμβρίου και για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης που εκδηλώθηκε προς το Αφιόν Καραχισάρ από το ΙΙ Τουρκικό Σώμα Στρατού και το V Σώμα Ιππικού (6 μεραρχίες πεζικού και 3 ιππικού), η Στρατιά μετέφερε διαδοχικά στην περιοχή του Αφιόν τα Α’ και Β’ Σώματα Στρατού με τις Μεραρχίες Ι, ΙΙ, ΧΙΙ και V κ’ XIII αντίστοιχα. Μετά από σφοδρές μάχες που διάρκεσαν από τις 17 έως και τις 29 Σεπτεμβρίου, οι Τουρκικές δυνάμεις ηττήθηκαν και αποχώρησαν νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ.
Από το πρώτο δεκαήμερο όμως του Σεπτεμβρίου 1921, αλλά και κατά τη διάρκεια των αγώνων περί το Αφιόν για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης, η Σ.Μ.Α. προβληματίστηκε με το ζήτημα του καθορισμού της αμυντικής γραμμής που θα καταλάμβανε στο νότιο πλευρό της και ειδικά στη περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Η πόλη του Αφιόν ήταν το τέρμα της σιδηροδρομικής γραμμής «Σμύρνης – Αφιόν» και σημαντικός σταθμός της σιδηροδρομικής γραμμής της Βαγδάτης (Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν – Ικόνιο), αποτελώντας έτσι σημαντικότατο κόμβο συγκοινωνιών και επικοινωνιών. Από τη στιγμή που σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο αποφασίστηκε η διατήρηση των όσων ύστερα από σκληρούς αγώνες κερδήθηκαν – και ως εκ τούτου η αμυντική εγκατάσταση στη γενική γραμμή Προποντίδα – Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ – Μαίανδρος – Αιγαίο – το μέτωπο της Στρατιάς στη περιοχή του Αφιόν θα σχημάτιζε υποχρεωτικά ορθή γωνία, με το ένα σκέλος να εκτείνεται προς βορρά προκειμένου να καλύψει από ανατολικά το Εσκή Σεχήρ, καθώς και τη γραμμή της Βαγδάτης και το άλλο σκέλος θα εκτεινόταν προς τα δυτικά, προκειμένου να καλύψει από νότο τη περιοχή του Αφιόν και τη σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνη – Ουσάκ – Τουμλού Μπουνάρ – Αφιόν Καραχισάρ, που θα αποτελούσε στο εξής τη κύρια οδό συγκοινωνιών με τη βάση της Σμύρνης. Η αναφερόμενη περί το Αφιόν ορθή γωνία του μετώπου της Στρατιάς, αποτέλεσε τη γνωστή «εξέχουσα του Αφιόν».
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1: Η διάταξη της Στρατιάς Μικράς Ασίας στις 14 Σεπτεμβρίου 1921.
Η πόλη του Αφιόν και οι σιδηροδρομικές γραμμές Σμύρνης και Βαγδάτης εκτιμήθηκαν ως ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Στρατιάς και ως εκ τούτου επιβαλλόταν η ευρεία και ισχυρή κάλυψη τους από ανατολικά και νότο. Αντί όμως της ευρείας κάλυψης, τελικά και για λόγους που θα αναφερθούν παρακάτω, επιλέχθηκε η πολύ στενή και αβαθής κάλυψη. Ιδιαίτερα δε αβαθής και προβληματική (και καταστροφική όπως απεδείχθη στο τέλος) ήταν η κάλυψη της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνης – Αφιόν στη περιοχή μεταξύ του Τουμλού Μπουνάρ και του Αφιόν Καραχισάρ.
Πριν αναφερθούμε στο ιστορικό της εκλογής της αμυντικής τοποθεσίας στο προς τα δυτικά εκτεινόμενο σκέλος της εξέχουσας, που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως «η Αχίλλειος πτέρνα» της όλης Ελληνικής αμυντικής διάταξης, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένα γεωγραφικά στοιχεία για τη περιοχή της εξέχουσας για τη καλύτερη παρακολούθηση των όσων θα αναφερθούν.
Γεωγραφία της περιοχής του Αφιόν Καραχισάρ
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 1-5)
Η γεωγραφική περιοχή επί της οποίας σχηματίστηκε η εξέχουσα του Αφιόν αποτελεί τμήμα του Μικρασιατικού υψιπέδου του οποίου τα ύψη κυμαίνονται από 1200 μέτρα μέχρι 2.500 μέτρα, πλην δύο μικρών πεδινών τμημάτων δυτικά και νοτιοανατολικά του Αφιόν που διαρρέονται από το ποταμό Ακάρ και των οποίων το ύψος δεν υπερβαίνει τα 1000 μέτρα. Ο ποταμός Ακάρ πηγάζει από το Ρεσίλ Τεπέ (Ιλμπουλάκ Νταγ) και χύνεται στη λίμνη Εμπέρ. Κατά τη διαδρομή του μετέτρεπε τη πεδιάδα του Αφιόν το μεν χειμώνα σε ένα απέραντο έλος, το δε καλοκαίρι σε άνυδρη στέπα.
Βορειοανατολικά του Αφιόν δεσπόζει το Καρατζά Νταγ. Επί του προς τα δυτικά κατερχόμενου αντερείσματος του Καρατζά Νταγ με το όνομα Καραϊσάρ Τσαλισλάρ, καθώς και των προς βορρά υψωμάτων Ιν Τεπέ, Καρά Ασλάν και Σιβιρλί Τεπέ, στηρίχθηκε το προς τα ανατολικά στραμμένο σκέλος της εξέχουσας.
Νότια του Αφιόν και μεταξύ των μικρών πεδιάδων του Σαντουκλή και του Τσιφούτ Κασαμπά υψώνεται και κυριαρχεί ο όγκος του Καμελάρ Νταγ [(Kumalar) υψ. 2220 μ.]. Από το Καμελάρ αποσπάται προς βορρά το Μπουγιούκ (Μεγάλο) Καλετζίκ (Buyukkalecik) ή Κοτσά Τεπέ με υψ. 1900 μ., το οποίο διαχωρίζεται από το Καμελάρ με βαθύ αυχένα 1540 μέτρων 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του χωριού Dadak και δια του οποίου επικοινωνεί η μικρή πεδιάδα του Τσιφούτ Κασαμπά με τη περιοχή του χωριού Σαβράν. Από το Μεγάλο Καλετζίκ το έδαφος κατέρχεται προς βορρά προς τον όγκο του Μικρού Καλετζίκ με υψόμετρο 1800 μέτρα από το οποίο και διαχωρίζεται με αυχένα ύψους 1580 μέτρων. Το Μπουγιούκ Καλετζίκ κυριαρχεί απόλυτα του Μικρού Καλετζίκ καθώς και σε όλο το πλάτος της προς βορρά εκτεινόμενης περιοχής.
Από το Κιουτσούκ Καλετζίκ εκτείνεται προς τα δυτικά μία σειρά υψωμάτων που φέρουν τα ονόματα Τιλκί Κιρί Μπελ (Tinaztepe), Κιλίτς Αρσλάν Μπελ και Χασάν Μπελ (Cigiltepe), δια των οποίων διαχωρίζεται η κοιλάδα του «Ντουζ Αγάτς – Μπαλ Μαχμούτ» στα βόρεια, από αυτή του Σαντουκλή στα νότια. Από χαμηλό αυχένα επί του υψώματος Κιλίτς Αρσλάν Μπελ διερχόταν η σκυρόστρωτη οδός Αφιόν Καραχισάρ – Μπαλ Μαχμούτ – Σαντουκλή.
Δυτικά του Χασάν Μπελ και σε ύψος 1900 μέτρων υψώνεται ο επιβλητικός όγκος του Ακάρ Νταγ. Η κορυφογραμμή του Ακάρ Νταγ είναι τελείως γυμνή από βλάστηση και περιλαμβάνει τρεις κορυφές. Δυτικά το Τουκλού Τεπέ με ύψος 1870 μ. και ανατολικότερα δύο με το όνομα Τραπεζοειδής και ύψος 1980 μ.. Ανατολικά του Ακάρ Νταγ εκτείνεται το Αχούρ Νταγ. Μεταξύ των προς βορειοανατολικά εκτεινόμενων αντερεισμάτων των δύο ορέων, σχηματίζεται η στενωπός του Τσάι Χισάρ. Το Αχούρ Νταγ είναι δύσβατο, με απότομες κλίσεις, πυκνά δασωμένο και στερείται παντελώς δρομολογίων. Αντέρεισμα του Αχούρ Νταγ κατέρχεται προς το Χασάν Μπελ.
Βόρεια της πεδιάδας του Μπαλ Μαχμούτ δεσπόζει το χαμηλό και άδενδρο Ρεσίλ Τεπέ ή Ιλμπουλάκ Νταγ, ο σπόνδυλος του οποίου ακολουθεί κατεύθυνση από βορειοδυτικά προς νοτιοδυτικά.
Δυτικά του Ρεσίλ Τεπέ κυριαρχεί το πυκνά δασωμένο Μουράτ Νταγ (ο Δίδυμος των αρχαίων). Μεταξύ του προς τα ανατολικά εκτεινόμενου αντερείσματος του Μουράτ Νταγ με το όνομα Χασάν Ντετέ Τεπέ και του Ακάρ Νταγ βρίσκονται τα υψώματα της διάβασης του Τουμλού Μπουνάρ (Dumlupinar) που όριζαν και τη ομώνυμη αμυντική τοποθεσία η οποία είχε οχυρωθεί το Μάρτιο του 1921 από τη ΙΙ Μεραρχία. Η υπόψη τοποθεσία ήταν οικονομική και στήριζε ισχυρά τα πλευρά της επί του Χασάν Ντετέ Τεπέ βόρεια και του Τουκλού Τεπέ νότια.
Κατόπιν των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, συνάγεται ότι τα δεσπόζοντα σημεία της περιοχής επί της οποίας σχηματίστηκε η εξέχουσα του Αφιόν ήσαν το Καρατζά Νταγ, το Μπουγιούκ Καλετζίκ ή Κοτσά Τεπέ και το Ακάρ Νταγ. Εξ αυτών, μόνο το Ακάρ Νταγ κατεχόταν από τις Ελληνικές δυνάμεις.
Το οδικό δίκτυο της περιοχής της εισέχουσας
Από το Αφιόν Καραχισάρ και προς τα δυτικά δεν υπήρχε καμιά σκυρόστρωτη οδός που να συνδέει το Αφιόν με το Ουσάκ. Υπήρχε μόνο ένας καροποίητος δρόμος που ακολουθούσε τη κατεύθυνση της σιδηροδρομικής γραμμής και ήταν βατός σε τροχό μόνο σε περίοδο ανομβρίας. Οι μόνοι σκυρόστρωτοι οδοί στη περιοχή ήσαν οι εξής:
1. Από Αφιόν προς Κιουτάχεια
2. Από Κιουτάχεια δια Τζεντίζ προς Ουσάκ
3. Από Τουμλού Μπουνάρ προς Κιουτάχεια
Το ιστορικό της εκλογής της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 2, 3 κ’ 4)
Το ιστορικό της εκλογής της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας προέρχεται κατά βάση από δύο πηγές:
1η Πηγή: ΔΙΣ/ΓΕΣ
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2: Τοποθεσίες λιμνών και Τσάι – Τσιβρίλ
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1921 και κατά το χρόνο που οι δυνάμεις της Μικρασιατικής Στρατιάς συμπτύσσονταν από το Σαγγάριο προς το Εσκή Σεχήρ, η Στρατιά ζήτησε από το Νότιο Συγκρότημα (Ν.Σ.) να γνωματεύσει σχετικά με τη κάλυψη της από νότο, είτε στη γραμμή των λιμνών Εμπέρ – Εγκερντίρ – Ασκανία – Άντζι Τουζ, είτε στη γραμμή Τσάι – Τσιφούτ Κασαμπά – Σαντουκλή – Τσιβρίλ. Το Ν.Σ. απάντησε ότι με τις μικρές δυνάμεις που διέθετε (IV Μεραρχία και 49 Σύνταγμα Πεζικού), ήταν αδύνατο να καταλάβει και να καλύψει ισχυρά τις προτεινόμενες γραμμές. Οι προσπάθειες που αναλήφθηκαν στη συνέχεια για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης, οι μικρές δυνάμεις που διέθετε το Νότιο Συγκρότημα καθώς και η κόπωση του στρατεύματος δεν έδωσαν συνέχεια στη σκέψη για κάλυψη στη γραμμή των λιμνών. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι στον υπόψη πρώιμο χρόνο η Στρατιά είχε διαμορφώσει μια εξαιρετική – στρατηγικά – άποψη, για ευρεία, ισχυρή και οικονομική κάλυψη του Κόμβου του Αφιόν και είναι ενδιαφέρον να συγκριθεί με αυτή που τελικά επιλέχθηκε.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1921 τη διοίκηση όλων των περί το Αφιόν δυνάμεων που αντιμετώπιζαν τη Τουρκική αντεπίθεση, την ανέλαβε με διαταγή της Στρατιάς το Α’ Σώμα Στρατού. Στις 20 Σεπτεμβρίου η Στρατιά Μικράς Ασίας απέστειλε στο Α’ Σώμα Στρατού την ακόλουθη διαταγή αναφορικά με τη γραμμή που έπρεπε να καταληφθεί στο νότιο πλευρό της:
«… Αι υπό του Νοτίου Συγκροτήματος Μεραρχιών ληφθείσαι διατάξεις, βασιζόμεναι επί δυνάμεως μιας μόνον Μεραρχίας,δέον να τροποποιηθώσιν επί το ευρύτερον κατόπιν της αφίξεως αύτοθι του Α’ Σώματος Στρατού. Η Στρατιά θεωρεί επιβαλλομένην την κατάληψιν και οργάνωσιν αμυντικής τοποθεσίας, είτε της Καμελάρ Νταγ – Καλετζίκ Νταγ – Μουτατίμπ Νταγ – υψώματα Τσαλτιλάρ –υψώματα Καραϊσάρ, είτε της Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Καλετζίκ Νταγ και είτα ως η άνω, με απεσπασμένον κέντρον αντιστάσεως προς Μπορντί, επαφιεμένη δια την οριστικήν εκλογήν υμίν. Πάντως τοποθεσία δέον να καλύπτει επαρκώς κόμβον συγκοινωνιών Αφιόν».
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3: Αμυντικές τοποθεσίες που υποδείχθηκε ή διατάχθηκε η κατάληψή τους
Από την υπόψη διαταγή είναι φανερό ότι η Στρατιά αναθεωρούσε τις αρχικές της απόψεις για ευρεία κάλυψη του Αφιόν, αλλά άφησε τη πρωτοβουλία για την οριστική εκλογή της τοποθεσίας στο Α’ Σ.Σ., με βασική όμως προϋπόθεση την επαρκή (δηλαδή την ευρεία και ισχυρή) κάλυψη του Αφιόν, αλλά σε γραμμές εγγύτερα προς το Αφιόν από αυτή των λιμνών.
Και οι δύο ως άνω τοποθεσίες παρείχαν μερική κάλυψη στον κόμβο του Αφιόν, επειδή κάμπτονταν βόρεια στο Μουτατίμπ Νταγ, σε πολύ μικρή απόσταση από τη πόλη του Αφιόν. Η γραμμή η διερχόμενη από το Καμελάρ Νταγ ήταν στρατηγικά και τακτικά προτιμότερη, επειδή αφ’ ενός κάλυπτε ευρέως το Αφιόν από τη παρατήρηση και τα πυρά των Τούρκων και αφ’ ετέρου επικρατούσε πλήρως στις πεδιάδες του Σαντουκλή και του Τσιφούτ Κασαμπά, παρέχοντας ευρεία παρατήρηση επ’ αυτών. Η δεύτερη γραμμή, η του Καλετζίκ, θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική μόνο στη περίπτωση που θα στοιχιζόταν στο Μπουγιούκ Καλετζίκ (Κοτσά Τεπέ) και όχι στο Κιουτσούκ Καλετζίκ. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Στρατιά σχεδίαζε σε χάρτες 1:250.000 και 1:100.000, οι οποίοι, όσον αφορά κάποιες ονομασίες υψωμάτων και κατοικημένων τόπων, ήσαν εσφαλμένοι, με αποτέλεσμα και τα καθοριζόμενα στις διαταγές να μην ανταποκρίνονται πολλές φορές στη πραγματικότητα του εδάφους και ως εκ τούτου να απαιτούνται λεπτομερείς αναγνωρίσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, η πρωτοβουλία για την εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας είχε αφεθεί στο Α’ Σ.Σ., που ευρισκόμενο επί τόπου μπορούσε να έχει σαφή άποψη του εδάφους και να στοιχίσει την αμυντική γραμμή είτε στο Καμελάρ Νταγ, είτε στο Μεγάλο Καλετζίκ και να την κάμψει βόρεια όχι στο Μουτατίμπ, αλλά ανατολικότερα, στα υψώματα των χωριών Ισικλάρ και Τσομπανλάρ προκειμένου ο κόμβος του Αφιόν να καλυφθεί ευρέως και ισχυρά.
Σε εκτέλεση της διαταγής της Στρατιάς, το Α’ ΣΣ διέταξε τη IV Μεραρχία να καταλάβει στις 21 Σεπτεμβρίου το Καλετζίκ και να οργανωθεί αμυντικά επ’ αυτού. Πράγματι, η IV Μεραρχία, δια του 49 Συντάγματος Πεζικού κατέλαβε στις 21 Σεπτεμβρίου το Καλετζίκ. Στη πραγματικότητα και όπως θα φανεί στη συνέχεια, το 49 Σύνταγμα κατέλαβε το βόρειο και χαμηλότερο τμήμα του Κιουτσούκ Καλετζίκ (υψώματα Μαύρος Βράχος και 1710) και δεν προωθήθηκε στη κορυφογραμμή του Κιουτσούκ Καλετζίκ (ύψωμα 1800). Την ίδια ημέρα (21/9), το Α’ Σ.Σ. διέταξε τη IV Μεραρχία να καταλάβει τα υψώματα Μιχαήλ – Χαλιμορού προς αμυντική εγκατάσταση επί της γενικής γραμμής υψώματα Μιχαήλ – υψώματα Χαλιμορού – Καλετζίκ Νταγ. Με βάση τη διαταγή αυτή, διευκρινιζόταν κατά τον πλέον σαφή και αναμφισβήτητο τρόπο ότι η IV Μεραρχία είχε διαταχθεί να καταλάβει το Μεγάλο Καλετζίκ. Διότι μόνο δια της καταλήψεως του Μεγάλου Καλετζίκ θα ευθυγραμμιζόταν το πεδινό τμήμα της τοποθεσίας με το ορεινό, θα καλυπτόταν η γραμμή Μιχαήλ – Χαλιμορού (αφού θα κατεχόταν το ορεινό) και θα εξασφαλιζόταν ο κόμβος του Αφιόν ευρέως και ισχυρά.
Στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου η IV Μεραρχία κατέλαβε με το 35ο Σύνταγμα, το Ντεπέρ και τα αμέσως βόρεια του χωριού Σεϋλέν υψώματα. Στη συνέχεια η IV Μεραρχία ανέφερε στο Α’ Σ.Σ. ότι «το προ της κατεχομένης γραμμής έδαφος διακόπτεται δι’ αποτόμων χαραδρών και διατελεί υπό τη διαρκή ημών απειλή» και πρότεινε στο Α’ Σ.Σ. «τη σταθεροποίηση επί της γραμμής που καταλήφθηκε, διότι δεν θα ήταν δυνατός ο σύνδεσμος των επί του Καλετζίκ Νταγ δυνάμεων μετά των τυχόν προωθούμενων εις τα περί τη Χαλιμορού υψώματα». Επί πλέον ανέφερε, ότι «αι υποδεικνυόμεναι θέσεις θα εμειονέκτουν κατά πολύ των Τουρκικών τοιούτων, λόγω της φύσεως του εδάφους». Ο Διοικητής του Α’ Σ.Σ. ενέκρινε την πρόταση της IV Μεραρχίας.
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4: Η κατάληψη από την IV Μεραρχία της γραμμής Χασάν Μπελ – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Τιλκί Κιρί Μπελ – Μικρό Καλετζίκ – Σεϋλέν
Ύστερα από τα παραπάνω «μπορεί να γίνει η εξής υπόθεση»: Όταν το 35 Σύνταγμα κατέλαβε στις 23/9 τα υψώματα παρά το χωριό Σεϋλέν και ευθυγραμμίστηκε η διάταξή με αυτή στο Καλετζίκ που είχε καταληφθεί από τις 21/9, η IV Μεραρχία ανέφερε στο Α’ Σ.Σ. ότι αν καταλάμβανε τη γραμμή «Μιχαήλ» (που τους υποδείχθηκε !!!), τότε η αμυντική διάταξη αριστερά στο χαμηλό τμήμα της τοποθεσίας, θα ήταν πολύ προωθημένη από τη διάταξη στο ορεινό τμήμα στο Καλετζίκ και αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα μεταξύ των δυνάμεων στο πεδινό και ορεινό τμήμα να μην υφίσταται ο απαιτούμενος σύνδεσμος και η αμοιβαία υποστήριξη. Και συνέχιζαν ότι οι θέσεις που τους είχε υποδειχθεί να καταλάβουν στη γραμμή «Μιχαήλ» θα μειονεκτούσαν των Τουρκικών (στο δεξιό πλευρό τους).
Είναι φανερό ότι:
1) είτε απέκρυψαν από το Α’ Σώμα το τι ακριβώς είχε καταληφθεί στο Καλετζίκ,
2) είτε ότι ούτε οι ίδιοι γνώριζαν το τι είχε καταλάβει το 49 Σύνταγμα.
Αν ισχύει η πρώτη σκέψη, τότε κάποιοι από τη διοίκηση και το επιτελείο της IV Μεραρχίας ανέβηκαν στα υψώματα που κατέλαβε το 49 Σύνταγμα, είδαν ότι μπροστά τους και σε απόσταση 900 μέτρων υπήρχαν υψώματα που δέσποζαν των Ελληνικών θέσεων, είδαν ότι σε απόσταση μόλις 5 χιλιομέτρων δέσποζε ο όγκος του Μεγάλου Καλετζίκ και ευσχήμως βρήκαν μια δικαιολογία για να αποφύγουν να εκτελέσουν την αποστολή που τους ανέθεσε το Α’ ΣΣ. Δεν θέλησαν να μπουν στην αγωνία μιας μάχης σε ένα έδαφος πράγματι δύσκολο.
Αν ισχύει η δεύτερη σκέψη, σημαίνει ότι η διοίκηση και το επιτελείο της IV Μεραρχίας σχεδίασαν με βάση το χάρτη, δεν εκτέλεσαν αναγνώριση εδάφους, δεν ανέβηκαν στο Καλετζίκ, δεν είδαν ότι αμέσως μπροστά από το έδαφος που καταλήφθηκε υπήρχε άλλο δεσπόζον, δεν αντελήφθησαν ότι υπήρχε το Μεγάλο Καλετζίκ που κυριαρχούσε απόλυτα επί του Μικρού Καλετζίκ αλλά και της γύρω περιοχής και γενικά δεν γνώριζαν το τι κατέλαβε το 49 Σύνταγμα και το τι έπρεπε να καταληφθεί. Τείνω προς αυτή την άποψη, που υποστηρίζεται – εμμέσως πλην σαφώς – και από το Κ. Κανελλόπουλο (βλέπε παρακάτω 2η πηγή).
[Και τελικά από πότε η αποστολή έγινε υπόδειξη; Δυστυχώς όμως, σε όλη τη διάρκεια των μεγάλων αγώνων της Μικρασιατικής εκστρατείας, είναι πάρα πολλά τα περιστατικά της μη εκτέλεσης της αποστολής – ακόμη και από πολλούς και σημαντικούς διοικητές]
Στη συνέχεια, το Α’ Σ.Σ. διέταξε τη IV Μεραρχία να καταλάβει στις 27 Σεπτεμβρίου τη γραμμή ποταμός Ακάρ – υψώματα δυτικά Σεϋλέν – Καλετζίκ Νταγ – αυχένας Τιλκί Κιρί Μπελ – αυχένας Χασάν Μπελ – Ακάρ Νταγ – Μπαλτζί. Το 8ο Σύνταγμα της IV Μεραρχίας, ύστερα από τριήμερο αγώνα με τις Τουρκικές δυνάμεις της 6ης Μεραρχίας που υπεράσπιζαν τη παραπάνω γραμμή, κατέλαβε στις 29 Σεπτεμβρίου 1921 τα υψώματα Τιλκί Κιρί Μπελ, Κιλίτς Αρσλάν Μπελ και Χασάν Μπελ, καθώς και τους εκατέρωθεν αυτών αυχένες. Το 49ο Σύνταγμα αντικαταστάθηκε στο Καλετζίκ Νταγ, μεταφέρθηκε σιδηροδρομικά στη περιοχή του Τουμλού Μπουνάρ και κατέλαβε τη γραμμή Ακάρ Νταγ – Μπαλτζί. Με τη κατάληψη της παραπάνω γραμμής βελτιώθηκε σημαντικά η κάλυψη της κοιλάδας του Μπαλ Μαχμούτ και της περιοχής του Τουμλού Μπουνάρ από νότο. Όμως αμέσως ανατολικά του Τιλκί Κιρί Μπελ, η κάλυψη του Αφιόν συνέχιζε να παραμένει μειονεκτική λόγω του μικρού βάθους της καλύψεως, εξ αιτίας της μη προώθησης της IV Μεραρχίας νοτιότερα επί της γραμμής Μιχαήλ – Μπουγιούκ Καλετζίκ.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αμυντική εγκατάσταση στο νότιο σκέλος της εξέχουσας παγιώθηκε στη γραμμή: υψώματα βόρεια χωριού Σεϋλέν – Κιουτσούκ Καλετζίκ Νταγ – Τιλκί Κιρί Μπελ – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Χασάν Μπελ – Ακάρ Νταγ. Η γραμμή Μιχαήλ – Χαλιμορού – Μπουγιούκ Καλετζίκ δεν καταλήφθηκε και παρέμεινε στους Τούρκους.
2η Πηγή: Αντισυνταγματάρχου, Κ.Δ. Κανελλόπουλου, «Η Μικρασιατική Ήττα»
«… Η Ελληνική Στρατιά αφού νίκησε και απέκρουσε τις Τουρκικές δυνάμεις που αντεπιτέθηκαν προς το Αφιόν, δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία, θεωρώντας ότι αυτό θα ήταν παρακινδυνευμένο να αναληφθεί με στρατεύματα εξαιρετικά καταπονημένα και απομειωμένα από τις μεγάλες απώλειες. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι δυνάμεις των Α’ και Β’ Σωμάτων Στρατού αρκέστηκαν στη κατοχή των καταληφθέντων περί το Αφιόν υψωμάτων. Μετά την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης και την υποχώρηση των Τουρκικών δυνάμεων προς νότο, γεννήθηκε το ζήτημα της αμυντικής γραμμής που έπρεπε να καταληφθεί. Νότια του Αφιόν η Στρατιά υπέδειξε τη κατάληψη της γραμμής «Μιχαήλ», η οποία είναι η γραμμή του Μεγάλου Καλετζίκ. Το Α’ Σ.Σ. (Υποστράτηγος Κοντούλης, Επιτελάρχης Γονατάς) συμφώνησε με τη Στρατιά και διέταξε την IV Μεραρχία (Υποστράτηγος Δημαράς, Επιτελάρχης Τσολάκογλου) της οποίας τα τμήματα ενεργούσαν επί του Καλετζίκ να καταλάβει τη γραμμή Μιχαήλ. H IV Μεραρχία αφού κατέλαβε τη κορυφογραμμή του Μικρού Καλετζίκ (Kucukkalecik), έκρινε περιττό να προωθήσει νοτιότερα τα συντάγματά της, θεωρώντας ως αμυντικώς ισχυρότατη τη γραμμή που κατέλαβε και ότι η μέχρι τη γραμμή Μιχαήλ προώθηση της, θα προκαλούσε δυσχέρειες στους ανεφοδιασμούς και θα επιμήκυνε το μέτωπο. Το Α’ Σ.Σ. ενέκρινε την ενέργεια της IV Μεραρχίας, περιορισθέν απλά στο να αποδεχθή τα αναφερόμενα από αυτή. Όταν στις αρχές του 1922 ανέλαβε τη διοίκηση του Α’ Σ.Σ. ο Υποστράτηγος Τρικούπης, ανήλθε στο Μικρό Καλετζίκ, αντιλήφθηκε το «εξόχως μειονεκτικό των εκεί Ελληνικών θέσεων», πλην όμως ήταν πλέον αδύνατη η κατάληψη του Μεγάλου Καλετζίκ. Παρά ταύτα το μέτωπον εθεωρείτο ισχυρότατον δυνάμενον να αντιστή εις οιανδήποτε επίθεσιν».
Αλλά πόση αλήθεια κρύβουν όμως τα αναφερόμενα από το Κανελλόπουλο;
Έχω την άποψη ότι ο Κανελλόπουλος προσπαθεί σε κάποιο μέτρο να φανεί επιεικής προς τις ανώτατες διοικήσεις αναφορικά με τις αποφάσεις που έλαβαν για την επιλογή της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας, αποδίδοντας στην κόπωση των στρατευμάτων τη μη εκμετάλλευση της Ελληνικής νίκης κατά τη «Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ» και τη μη προώθηση τους σε ισχυρότερες τοποθεσίες. Πράγματι η καταπόνηση, η εξάντληση και η απομείωση της μαχητικής ικανότητας των μονάδων που διάβηκαν την Αλμυρά Έρημο και το Σαγγάριο και επί τρεις συνεχείς εβδομάδες τον Αύγουστο του 1921 καταπελτούσαν τα τείχη και τις πύλες της Άγκυρας για την εκπόρθηση των οχυρών θέσεων των Τούρκων, υπό συνθήκες αφόρητου καύσωνα, πείνας και δίψας, και χύνοντας ποταμούς αίματος, ήταν αναμφισβήτητη. Στο Σαγγάριο η Στρατιά έχασε περισσότερο από το 1/3 της μάχιμης δύναμής της και κυρίως έχασε τους καλύτερους μαχητές της. Τα «γκεσέμια» της. Και τελικά, επιστρέφοντας τα παλαίμαχα εκείνα Συντάγματα στις περί το Εσκή Σεχήρ θέσεις από τις οποίες εξόρμησαν την 1η Αυγούστου 1921 για το όνειρο, κλήθηκαν και πάλι σε νέους αγώνες. Ύστερα από μακρές σύντονες πορείες κάτω από αδιάκοπη βροχή, οι λαμπρές εκείνες μονάδες ρίχτηκαν σε νέες μάχες και νέες θυσίες στα υψώματα ανατολικά του Αφιόν. Οι αντοχές τους στέρεψαν. Και τα πρώτα κρούσματα «άρνησης» φάνηκαν στο 4ο Σύνταγμα πεζικού και στο 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων της Ιης Μεραρχίας. Δύο από τα πλέον λαμπρά συντάγματα της Στρατιάς. Αλλά και αλλού τα πράγματα δεν ήταν ευχάριστα. Γράφει σχετικά ο στρατηγός Φεσόπουλος, ότι το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων της ΙΙΙ Μεραρχίας, του οποίου ανέλαβε τη διοίκηση, επέστρεψε από το Σαγγάριο ημιστασιασμένο!
Ο υποστράτηγος Δημήτριος Δημαράς, διοικητής της IVης Μεραρχίας, αιχμάλωτος των Τούρκων. Αξιοσημείωτη η λεπτομέρεια στο αριστερό του χέρι.
Μία όμως Μεραρχία – από τις 11 της Στρατιάς – δεν βρισκόταν σε κατάσταση κόπωσης και εξάντλησης. Και αυτή ήταν η IVη Μεραρχία. Είχε έρθει στη Μικρά Ασία πολύ αργά, τον Απρίλιο του 1921. Η μόνη μάχη στην οποία έλαβε μέρος ήταν μια μικρή αψιμαχία που διεξήχθη γύρω από τα υψώματα του Αφιόν Καραχισάρ τον Ιούλιο του 1921 κατά τη προέλαση του Ελληνικού στρατού από το Τουμλού Μπουνάρ προς τα ανατολικά. Μετά την κατάληψη του Αφιόν η IVη Μεραρχία παρέμεινε στην περιοχή ως σταθερή πλαγιοφυλακή και ως εκ τούτου δεν έλαβε μέρος στην ανθρωποσφαγή του Σαγγάριου. Στη πραγματικότητα ήταν μια ξεκούραστη και «απόλεμη» Μεραρχία που δεν είχε δοκιμαστεί μέχρι τότε σε κρίσιμους αγώνες, δεν είχε ματώσει και δεν είχε καταπονηθεί. Ως εκ τούτου η IVη Μεραρχία μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη νίκη και να καταλάβει το Μπουγιούκ Καλετζίκ. Όμως μολονότι διατάχθηκε να το πράξει, «ευσχήμως» αρνήθηκε. Και όχι απλά δεν κατέλαβε η γραμμή «Μιχαήλ», αλλά παρέμεινε και σε μια γραμμή υψωμάτων στο Μικρό Καλετζίκ που ήταν μικρότερου ύψους από αυτά που βρίσκονταν σε απόσταση 900 μέτρων προ του μετώπου της, όπως θα περιγραφεί διεξοδικά στη συνέχεια.
Τελικά οι δυνάμεις της Ελληνικής Στρατιάς στη περιοχή νότια και νοτιοδυτικά του Αφιόν εγκαταστάθηκαν αμυντικά σε μια τοποθεσία απόλυτα μειονεκτική για τη διεξαγωγή αμυντικής μάχης. Το πόσο λάθος ήταν η «εκτίμηση» του διοικητού της IV Μεραρχίας ο οποίος έκρινε «ως περιττή την προώθηση της Μεραρχίας του νοτιότερα, στη γραμμή Μιχαήλ» θα φανεί στις 13 και 14 Αυγούστου 1922.
Η χάραξη της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 1 κ’ 5)
Για τη κάλυψη του κόμβου συγκοινωνιών και επικοινωνιών του Αφιόν Καραχισάρ – του τόσου ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Στρατιάς – επιλέχθηκε τελικά μια αμυντική γραμμή που προσέφερε πολύ αβαθή κάλυψη στις γραμμές συγκοινωνιών των περί το Αφιόν δυνάμεων με τη βάση της Σμύρνης και το Εσκή Σεχήρ και οι οποίες εξ αιτίας της απουσίας σκυρόστρωτων οδών, εξυπηρετούνταν αποκλειστικά από τις σιδηροδρομικές γραμμές «Σμύρνης – Ουσάκ – Αφιόν» και «Καράκιοϊ – Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν». Οι υπόψη σιδηροδρομικές γραμμές ακολουθούσαν γενική πορεία παράλληλη προς αυτή των αμυντικών γραμμών, όπισθεν και σε μικρή απόσταση των οποίων ελίσσονταν.
Η αμυντική τοποθεσία δυτικά του Καρατζά Νταγ και βόρεια του Μπουγιούκ Καλετζίκ κυριαρχούνταν από τους υπόψη ορεινούς όγκους που κατέχονταν από τους Τούρκους, οι οποίοι και τους παρείχαν:
1. Εξαιρετική και σε μεγάλο βάθος παρατήρηση επί των Ελληνικών τοποθεσιών
2. Άριστο προκάλυμμα και ασφαλείς χώρους για καταυλισμό ή για συγκέντρωση των δυνάμεών τους για ενέργεια εναντίον της Ελληνικής παράταξης.
3.Τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν υπό τη κάλυψη των δύο αυτών ορεινών όγκων και μακριά από την Ελληνική παρατήρηση ισχυρές δυνάμεις για επίθεση εναντίον ενός ή και των δύο σκελών της εξέχουσας.
Το σοβαρότερο όμως στοιχείο που καθιστούσε την κατάσταση κρίσιμη και επισφαλή ήταν ότι μεταξύ των αμυντικών τοποθεσιών στις οποίες εγκαταστάθηκε ο στρατός και των σιδηροδρομικών γραμμών δεν υπήρχε καμιά απολύτως τοποθεσία στην οποία να μπορούσε να στηριχθεί η άμυνα σε περίπτωση διάρρηξης της κύριας τοποθεσίας αντιστάσεως. Αυτό έδινε τη δυνατότητα στους Τούρκους να διαρρήξουν με ένα ισχυρό κτύπημα την αμυντική τοποθεσία σε κάποιο σημείο, να φθάσουν με ένα άλμα στις σιδηροδρομικές γραμμές και να αποκόψουν τις Ελληνικές δυνάμεις από τις βάσεις από τις οποίες εφοδιάζονταν και συντηρούνταν.
Τελικά, διαπιστουμένων των αμυντικών προβλημάτων και της ευπάθειας που παρουσίαζε η εξέχουσα, χρησιμοποιήθηκαν για την άμυνα της τέσσερις Μεραρχίες, εγκατεστημένες και οι 4 επί της αμυντικής τοποθεσίας σε πρώτο κλιμάκιο.
Το προς τα ανατολικά στραμμένο σκέλος της εξέχουσας
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5)
Το υπόψη τμήμα είχε χαραχθεί – από νότο προς βορρά – στα χαμηλά υψώματα του χωριού Τσαβνταρλί, στο Γκιουζελίμ Νταγ, στο προς τα δυτικά εκτεινόμενο αντέρεισμα του Καρατζά Νταγ, στο οποίο είχαν δώσει το όνομα Καραϊσάρ Τσαλισλάρ, και στα υψώματα Ιν Τεπέ, Καρά Ασλάν Τεπέ και Σιβιρλί Τεπέ. Το σύνολο της κύριας γραμμής αντιστάσεως είχε χαραχθεί σε δεσπόζοντα υψώματα από τα οποία εκτείνονταν προς τα ανατολικά αναπεπταμένα, ομαλά και γυμνά πρανή, που παρείχαν στον αμυνόμενο άριστα πεδία βολής και άνετη και σε μεγάλο βάθος παρατήρηση όλης της προς τα ανατολικά περιοχής, πλην αυτής πίσω από το Καρατζά Νταγ. Ακόμη όμως και στο κεντρικό τμήμα της τοποθεσίας, στα υψώματα Τσαλισλάρ που κυριαρχούνταν από το Καρατζά Νταγ, η αμυντική γραμμή είχε χαραχθεί σε έδαφος που υπερείχε αυτού προς τα ανατολικά μέχρι την απόσταση των 5,5 και πλέον χιλιομέτρων.
Κατόπιν των παραπάνω, το προς τα ανατολικά στραμμένο τμήμα της εξέχουσας διέθετε φυσική αμυντική ισχύ που επαυξήθηκε με σημαντικά έργα οχυρώσεως, ιδιαίτερα πυκνά στο αντέρεισμα Καραϊσάρ Τσαλισλάρ, το ίχνος των οποίων διασώζεται σε μεγάλη έκταση και «εν καιρώ» θα παρουσιάσω ως ζωντανό στοιχείο της Μικρασιατικής εκστρατείας και της μεγάλης οχυρωτικής προσπάθειας που ανέλαβαν οι εκεί δυνάμεις της V Μεραρχίας. (Βλ. Παράρτ. Α’, Φωτ. 1)
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5: Η περί το Αφιόν Καραχισάρ εξέχουσα της Ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας
Το προς το νότο στραμμένο σκέλος της εξέχουσας
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5)
Το υπόψη τμήμα της αμυντικής τοποθεσίας βρισκόταν μεταξύ του ποταμού Ακάρ νοτιοανατολικά του Αφιόν και του Τουκλού Τεπέ επί του Ακάρ Νταγ. Ακολουθούσε τη γενική γραμμή των υψωμάτων στο νότιο όριο της πεδιάδας του Μπαλ Μαχμούτ (Τιλκί Κιρί Μπελ – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ και Χασάν Μπελ) όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα 4, και κάλυπτε τη σιδηροδρομική γραμμή (Σμύρνης – Αφιόν Καραχισάρ) που διερχόταν από το βόρειο όριο της πεδιάδας και αποτελούσε τη βασική αρτηρία συγκοινωνιών, επικοινωνιών και συντήρησης των περί το Αφιόν δυνάμεων με τις βάσεις του Ουσάκ και της Σμύρνης.
Το έδαφος επί του οποίου είχε χαραχθεί η κύρια γραμμή αντιστάσεως παρουσίαζε τα εξής χαρακτηριστικά:
1. Στερούταν βάθους. Ιδιαίτερα αβαθής ήταν η τοποθεσία νότια του Αφιόν. Πίσω από τη κύρια γραμμή αντιστάσεως δεν υπήρχε άλλη τοποθεσία που να καλύπτει τη σιδηροδρομική γραμμή «Σμύρνης – Αφιόν».
2. Ήταν ορεινό, βαθειά διακεκομμένο και υποκείμενο στο σύνολό του στη παρατήρηση αυτού που κατείχε ο αντίπαλος.
3. Παρείχε στον αμυνόμενο πολύ περιορισμένα πεδία βολής εξ αιτίας της υπεροχής του προ της αμυντικής τοποθεσίας εδάφους. Στη περιοχή νότια του Αφιόν λόγω του έντονου εδαφικού ανάγλυφου, παρουσίαζε μεγάλες ζώνες απυρόβλητες από το Ελληνικό πυροβολικό, σε συνδυασμό βεβαίως και με τις πολύ περιορισμένες δυνατότητες αυτού στην εκτέλεση επισκηπτικής βολής.
4. Παρείχε ελάχιστες δυνατότητες παρατήρησης στη προ του μετώπου της Ελληνικής τοποθεσίας περιοχή, ενώ επί του Κιουτσούκ Καλετζίκ η δυνατότητα παρατήρησης προς νότο ήταν περιορισμένη έως ανύπαρκτη.
Από την άλλη πλευρά:
Η κατοχή από τους Τούρκους του υπερκείμενου προς νότο εδάφους, τους επέτρεπε να παρατηρούν και να αναγνωρίζουν το σύνολο σχεδόν της Ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας. (βλ. Παράρτημα Α’, Φωτ.2 και Φωτ. 3)
Ο όγκος του Μπουγιούκ Καλετζίκ που κυριαρχούσε στη προς βορρά περιοχή, τους προσέφερε την απαραίτητη κάλυψη ώστε να μπορούν – αθέατοι από την Ελληνική παρατήρηση – να μετακινήσουν τις δυνάμεις τους και να τις συγκεντρώσουν εγγύς της Ελληνικής τοποθεσίας και στην περιοχή που επεδίωκαν να ενεργήσουν για την επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση δε που κατόρθωναν να επιτύχουν διάρρηξη της τοποθεσίας σε κάποιο σημείο, θα μπορούσαν να φθάσουν με ένα άλμα στη σιδηροδρομική γραμμή, να διακόψουν τις συγκοινωνίες και επικοινωνίες των περί το Αφιόν δυνάμεων με τη βάση της Σμύρνης, να διαχωρίσουν τις Ελληνικές δυνάμεις, να ωθήσουν ένα τμήμα τους ή και το σύνολό τους προς βορρά και εκτός των γραμμών συγκοινωνιών τους και στη συνέχεια να το καταστρέψουν, επιτυγχάνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο και με μία μόνο προσπάθεια, συντριπτικό αποφασιστικό αποτέλεσμα σε βάρος της Ελληνικής Στρατιάς.
Το τμήμα της εξέχουσας νότια του Αφιόν Καραχισάρ
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6)
Η αμυντική τοποθεσία στο νότιο σκέλος της εξέχουσας, διέθετε στο αριστερό της ένα μικρό πεδινό τμήμα στη κοιλάδα του ποταμού Ακάρ (νοτιοανατολικά του Αφιόν), πλάτους 4 χλμ περίπου, που εκτεινόταν κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού και ένα πολύ μεγάλο ορεινό τμήμα στο δεξιό της, επί του Κιουτσούκ (Μικρό) Καλετζίκ [Kucukkalecik – υψ 1710 μ. και όχι 1310 μ. όπως αναφέρεται λανθασμένα σε όλα τα κείμενα – Ελληνικά και Τουρκικά].
Τα βασικά υψώματα επί των οποίων στηρίχθηκε η κύρια γραμμή αντιστάσεως επί του Μικρού Καλετζίκ ήσαν ο Διχαλωτός Βράχος, ο Πριονοειδής Βράχος, ο Μαύρος Βράχος και το ύψωμα 1710. Από το σχεδιάγραμμα 6 γίνεται φανερό ότι τα υπόψη υψώματα δεν ήταν τα ισχυρότερα του Μικρού Καλετζίκ. Ήταν όλα υποκείμενα στη παρατήρηση και στα πυρά, ακόμη και όπλων ευθυτενούς τροχιάς, από τα υψώματα που βρίσκονταν αμέσως μπροστά και σε πολύ μικρή απόσταση από τη κύρια γραμμή αντιστάσεως των Ελληνικών δυνάμεων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα πεδία βολής της τοποθεσίας να είναι πολύ περιορισμένα και η δυνατότητα παρατήρησης του προ του μετώπου της εδάφους, ουσιαστικά ανύπαρκτη. (βλ. Παράρτημα Α’, Φωτ. 4 και Φωτ. 5)
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6: Η Αμυντική τοποθεσία της εξέχουσας νότια του Αφιόν Καραχισάρ
Από το Μικρό Καλετζίκ αποσπώνται τα ακόλουθα αντερείσματα: 1) προς τα ανατολικά το αντέρεισμα του Σεϋλέν που κατέρχεται στη πεδιάδα του Ακάρ και αποτελούσε μέρος της αμυντικής τοποθεσίας, 2) προς τα δυτικά το αντέρεισμα του Μπελέν Τεπέ που καταπίπτει στη χαράδρα του Σινίρ Κιόϊ και βρισκόταν εκτός της αμυντικής τοποθεσίας και 3) βορειοανατολικά το βραχώδες Μουτατίμπ που κυριαρχεί στη πόλη του Αφιόν. Προς βορρά το Καλετζίκ γίνεται ομαλότερο και καταλήγει στη στενωπό του Κιουπρουλού, από την οποία διέρχονταν (και διέρχεται) η σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνης-Αφιόν και ο ποταμός Ακάρ.
Η ακραία προς βορρά κορυφή του Μπουγιούκ Καλετζίκ με το όνομα Κοτσά Τεπέ (Kocatepe) και υψόμετρο 1860 μ., κυριαρχεί επί του Κιουτσούκ Καλετζίκ και παρέχει εξαιρετική παρατήρηση και σε μεγάλο βάθος όλης της προς βορρά εδαφικής ζώνης, στην οποία περιλαμβανόταν το σύνολο σχεδόν του προς το νότο στραμμένου σκέλους της εξέχουσας.
«Παρατηρητήριο θαυμάσιο και προπέτασμα ασφαλέστατο το Μπουγιούκ Καλετζίκ, έδωσε στη Τουρκική Διοίκηση την ασφαλή βάση για την επιτυχία της μεγάλης επίθεσής της».
Από το επί του Κοτσά Τεπέ εγκατεστημένου παρατηρητηρίου και από το Σεπτέμβριο του 1921 μέχρι και τη 13η Αυγούστου 1922, οι Τούρκοι κατόπτευαν ανενόχλητοι την Ελληνική Αμυντική Τοποθεσία, μελετούσαν την Ελληνική αμυντική διάταξη, αναγνώριζαν τις Ελληνικές οχυρώσεις και κατέγραφαν όλες τις δραστηριότητες των Ελληνικών δυνάμεων.
Στις 13 Αυγούστου 1922, στο παρατηρητήριο του Κοτσά Τεπέ εγκαταστάθηκε ο Σταθμός Διοικήσεως της Ανώτατης Τουρκικής ηγεσίας [Κεμάλ – Φεβζή – Ινονού – Νουρεντίν] για τη διεύθυνση της μεγάλης και τελικής επίθεσης εναντίον της Ελληνικής Στρατιάς.
O Μουσταφά Κεμάλ το πρωί της 13ης Αυγούστου, ενώ παρακολουθεί την εξέλιξη της επίθεσης από το παρατηρητήριο στην κορυφή του Κοτσά Τεπέ
Το δυτικά του Κιουτσούκ Καλετζίκ σκέλος της εξέχουσας
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5)
Αμέσως δυτικά του Μικρού Καλετζίκ η αμυντική τοποθεσία είχε χαραχθεί επί των υψωμάτων Τιλκί Κιρί Μπέλ (Tinaztepe) – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Χασάν Μπελ (Cigiltepe) – υψώματα χωριού Κίρκα – κορυφογραμμή Ακάρ Νταγ. Το ύψωμα Τιλκί Κιρί Μπελ είναι δυσπρόσιτο και με απότομες καταπτώσεις προς νότο στην κατεύθυνση του Σαβράν. Τα υπόλοιπα υψώματα είναι σχετικά εύκολα προσπελάσιμα από νότο. Επί του Κιλίτς Αρσλάν Μπελ δημιουργείται αυχένας από τον οποίο διερχόταν ο σκυρόστρωτος δρόμος που συνέδεε το Μπαλ Μαχμούτ με το Σαντουκλή.
Ιδιαίτερης σημασίας σημεία στο υπόψη τμήμα της εξέχουσας ήσαν τα εξής:
1. Η βαθειά γραμμή του Σινίρ Κιόϊ που σχηματιζόταν μεταξύ του Τιλκί Κιρί Μπελ και του Μπελέν Τεπέ, δια της οποίας ήταν δυνατή η αθέατη διείσδυση εχθρικών δυνάμεων στη πεδιάδα του Μπαλ Μαχμούτ. (βλ. Παράρτημα Α’, Φωτ. 6)
2. Η μεταξύ των χωριών Κίρκα και Ταζλέρ περιοχή, πλάτους 10 χιλιομέτρων περίπου, στην οποία απέληγε η χαράδρα του Τσάϊ Χισάρ και η οποία θεωρούνταν απόλυτα παθητική. Παρά ταύτα, από τη χαράδρα του Τσάι Χισάρ και από το υπόψη ακάλυπτο κενό, στις 13 και 14 Αυγούστου 1922 διείσδυσε στα νώτα των εκεί αμυνόμενων Ελληνικών δυνάμεων το V Τουρκικό Σώμα Ιππικού, αποτελούμενο από τρεις Μεραρχίες Ιππικού.
Η αμυντική τοποθεσία μεταξύ του Διχαλωτού Βράχου και του Τιλκί Κιρί Μπελ.
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 7)
Το επί του Κιουτσούκ Καλετζίκ τμήμα της τοποθεσίας, ανάμεσα στο Διχαλωτό Βράχο και το Τιλκί Κιρί Μπελ, χαρακτηριζόταν από ανύπαρκτη φυσική αμυντική ισχύ, διέθετε ελάχιστο βάθος και παρουσίαζε τη μεγαλύτερη ευπάθεια από το σύνολο της εξέχουσας. Τούτο οφειλόταν, όπως ήδη αναφέρθηκε, στο ότι η IV Μεραρχία όχι μόνο δεν κατέλαβε το Μεγάλο Καλετζίκ (ως είχε διαταχθεί), αλλά παρέμεινε [για τελείως ανεξήγητους στρατιωτικά λόγους] στο Μικρό Καλετζίκ και μάλιστα σε έδαφος χαμηλότερο από τη κορυφογραμμή του υπόψη υψώματος, που οριζόταν κατά την κατεύθυνση ανατολή-δύση από τη γραμμή Διχαλωτός Βράχος – ύψ. 1580 – ύψ. 1730 – ύψ. 1800 – Μπελέν Τεπέ. Αν η IV Μεραρχία καταλάμβανε την υπόψη γραμμή, που είναι και η «φύσει» ισχυρότερη του Μικρού Καλετζίκ, η αμυντική τοποθεσία θα ευθυγραμμιζόταν με το Τιλκί Κιρί Μπελ και σε κάποιο μέτρο θα αμβλύνονταν τα προβλήματα από τη μη κατάληψη του Μπουγιούκ Καλετζίκ. Αντί αυτής της ορθής τακτικά χάραξης επιλέχθηκε η γραμμή Διχαλωτός Βράχος – Πριονοειδής Βράχος – Μαύρος Βράχος – ύψ. 1710 – ύψ. 1535 που απέκλινε προς τα βορειοδυτικά και απομακρυνόταν από το Τιλκί Κιρί Μπελ και το Σ.Σ. Καγιαντιμπί. Κατά αυτόν τον τρόπο δημιουργείτο ένα ευρύ κενό 3,6 χιλιομέτρων περίπου, μεταξύ του υψώματος 1535 και του Σ.Σ. Καγιαντιμπί. Αλλά και το Σ.Σ. Καγιαντιμπί που θεωρητικά κάλυπτε το κενό ήταν ένα ευάλωτο σημείο της τοποθεσίας επειδή βρισκόταν σε έδαφος υποκείμενο του Μπελέν Τεπέ. Η αποστολή του ήταν κατ’ ουσίαν η επιτήρηση της πρόσβασης που κατερχόταν από το Μπελέν Τεπέ και τη χαράδρα του Σινίρ Κιόϊ στη πεδιάδα του Μπαλ Μαχμούτ και θεωρούνταν ως κατ’ εξοχή παθητική για την ενέργεια μεγάλης μονάδας. Στη πραγματικότητα το άνοιγμα στην αμυντική τοποθεσία μεταξύ των υψωμάτων 1535 και Τιλκί Κιρί Μπελ ήταν πλάτους 6,5 χλμ περίπου.
Κατά την Τουρκική επίθεση της 13ης Αυγούστου, στο κενό μεταξύ των υψωμάτων 1535 και Τιλκί Κιρί Μπελ, προωθήθηκε η 23 Τουρκική Μεραρχία προς τη πεδιάδα του Μπαλ Μαχμούτ.
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 7: Η αμυντική τοποθεσία επί του Κιουτσούκ (Μικρού) Καλετζίκ Νταγ
Κατόπιν των παραπάνω, στην υπόψη περιοχή και με υπαιτιότητα των Ελληνικών διοικήσεων, είχε δημιουργηθεί μια εισέχουσα στην Ελληνική αμυντική τοποθεσία, σε έδαφος με έντονο ανάγλυφο που κατερχόταν προς τη πεδιάδα του Μπαλ Μαχμούτ και τα νώτα των δυνάμεων που αμύνονταν στο Κιουτσούκ Καλετζίκ και στο Τιλκί Κιρί Μπελ. Μπορούμε ακόμη να χαρακτηρίσουμε την υπόψη εισέχουσα ως «ρήγμα» στην αμυντική τοποθεσία που για να το επιτύγχανε ο αντίπαλος υπό συνθήκες μάχης, θα έπρεπε να επιχειρήσει διάρρηξη της τοποθεσίας και να καταβάλει μεγάλο φόρος αίματος. Του παραχωρήθηκε όμως χωρίς αγώνα, αναίμακτα. Το άνοιγμα του υπόψη «ρήγματος», από το Διχαλωτό Βράχο μέχρι και το Τιλκί Κιρί Μπελ ανερχόταν σε ευθεία γραμμή στα 12 χλμ και το βάθος στα 3,5 χλμ. Το και σημαντικότερο, το μεγαλύτερο μέρος του «ρήγματος» ήταν αθέατο στην Ελληνική παρατήρηση και τα πυρά από τη κατεχόμενη γραμμή επί του Καλετζίκ.
Το δεξιό πλευρό του «ρήγματος» στη γραμμή Τιλκί Κιρί Μπελ – ύψ. 1535 ήταν κατ’ ουσία ακάλυπτο από δυνάμεις, το δε αριστερό, δηλαδή η αμυντική γραμμή Διχαλωτός Βράχος – Πριονοειδής Βράχος –Μαύρος βράχος – Ύψωμα 1710 – Ύψωμα 1535, ήταν ευάλωτο σε πλήρη κατάρρευση σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης, επειδή το αμέσως μπροστά από το Ελληνικό μέτωπό έδαφος που κατεχόταν από τον εχθρό, κυριαρχούσε εδαφικά σε όλο το μήκος της Ελληνικής τοποθεσίας. Στην υπόψη περιοχή το έδαφος επέτρεπε την άνετη και εκ του σύνεγγυς παρατήρηση των Ελληνικών θέσεων και την καλυμμένη συγκέντρωση εγγύτατα της Ελληνικής τοποθεσίας μεγάλων δυνάμεων, για την εκτόξευση επιθετικής ενέργειας προς βορρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι επί του υψώματος Bey Tepesi (ύψ. 1790) υπήρχε Τουρκικό παρατηρητήριο. (βλ Παράρτημα Α’, Φωτ. 7 και 8)
Από όσα ήδη αναφέρθηκαν γίνεται πλέον φανερό ότι στην Ελληνική αμυντική τοποθεσία είχε δημιουργηθεί – με Ελληνική ευθύνη και χωρίς την παρέμβαση του εχθρού – ένα μεγάλου πλάτους «ρήγμα» και ο αντίπαλος δεν είχε να κάνει τίποτε περισσότερο από το να προσπαθήσει να το διευρύνει, καταλαμβάνοντας τα δύο άκρα του. Δηλαδή τα Κέντρα Αντιστάσεως του Καμελάρ και του Τιλκί Κιρί Μπελ. Και αυτό έπραξε.
Ακόμη, η Ελληνική διοίκηση δεν άφησε μόνο τη πύλη ανοικτή αλλά έδωσε στον αντίπαλο και τον αναγκαίο χώρο για να τοποθετήσει τους πολιορκητικούς του κριούς και καταπέλτες:
1. Το Μεγάλο Καλετζίκ ή Κοτσά Τεπέ, που αποτέλεσε το άγρυπνο μάτι της Τουρκικής διοίκησης επί της Ελληνικής τοποθεσίας και το άριστο προκάλυμμα για την απόκρυψη των μετακινήσεων, συγκεντρώσεων και ενεργειών των Τουρκικών δυνάμεων.
2. Τη περιοχή μεταξύ της Ελληνικής τοποθεσίας και του αυχένα των 1.580 μέτρων που διαχωρίζει το Μικρό από το Μεγάλο Καλετζίκ, που ευρισκόμενη εκτός της Ελληνικής παρατήρησης, αποτέλεσε το χώρο εξορμήσεως των Τουρκικών μεραρχιών της Κυρίας Προσπάθειας (23ης, 11ης, 5ης και 8ης). (βλ. Παράρτημα Α’, Φωτ. 9)
3. Την εμπρός και σε απόσταση 900 μέτρων από την Ελληνική τοποθεσία κυριαρχούσα γραμμή των υψωμάτων 1440 – 1580 – 1650 – 1710 – 1730 – 1650, που κάλυψε τις προωθήσεις των Τουρκικών δυνάμεων και αποτέλεσε τη γραμμή εξορμήσεως των Τουρκικών συνταγμάτων το πρωί της 13ης Αυγούστου 1922.
Τι επιβαλλόταν να γίνει και δεν έγινε
Από τη στιγμή που το Μεγάλο Καλετζίκ δεν καταλήφθηκε όταν ακόμη μπορούσε να καταληφθεί και παρέμεινε στους Τούρκους, επιβαλλόταν η Ελληνική αμυντική τοποθεσία να χαραχθεί επί της κυριαρχούσας κορυφογραμμής του Κιουτσούκ Καλετζίκ (Διχαλωτός Βράχος – ύψ. 1800– Μπελέν Τεπέ). Βεβαίως και αυτή η τοποθεσία κυριαρχούνταν από το Μεγάλο Καλετζίκ, αλλά παρείχε σημαντικότερα πλεονεκτήματα για την εγκατάσταση επ’ αυτής της αμυντικής γραμμής από αυτή του υψώματος 1710, όπως:
1. Ευθυγράμμιζε τη διάταξη με το Τιλκί Κιρί Μπελ, εξάλειφε τα προβλήματα από το κενό του Καγιαντιμπί, παρουσίαζε μικρότερο μέτωπο προς τον εχθρό και ήταν ως εκ τούτου οικονομικότερη από αυτή του υψ. 1710.
2. Στηριζόταν σε εδάφη σημαντικότερα και ισχυρότερα αμυντικά.
3. Το προ του μετώπου της έδαφος στη περιοχή του υψώματος 1800, κατέρχεται προς τον αυχένα των 1580 μέτρων και προς τα εκατέρωθεν υψώματα, παρέχοντας αρκετά ευρέα πεδία βολής και ικανοποιητική παρατήρηση στη προ του μετώπου της εδαφική ζώνη.
4. Εξαφάνιζε το εδαφικό – υψομετρικό πλεονέκτημα του Κοτσά Τεπέ.
5. Διέθετε αρκετό βάθος και επέτρεπε τη συνέχιση της άμυνας σε περίπτωση απώλειας της κύριας γραμμής αντιστάσεως.
6. Αφαιρούσε από τους Τούρκους τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως της περιοχής βόρεια του αυχένα των 1580 μ. ως χώρου εξορμήσεως ισχυρών δυνάμεων.
Ήταν γνωστή η παραπάνω μορφολογία του εδάφους στις διοικήσεις;
Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Ή, δεν ήταν γνωστή σε όλες της τις λεπτομέρειες. Ο Κανελλόπουλος γράφει ότι έγινε αντιληπτή από το στρατηγό Τρικούπη όταν αυτός ανέλαβε τη διοίκηση του Α’ Σώματος Στρατού και ανέβηκε στο Καλετζίκ.
Μια παράγραφος ακόμη στο βιβλίο του Κ. Κανελλόπουλου [Λοχαγός στο επιτελείο του Α’ Σώματος Στρατού στη Μικρά Ασία, Αντισυνταγματάρχης όταν έγραψε το σύγγραμμα του και Αντιστράτηγος Διευθυντής της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού που επιμελήθηκε του μνημειώδους έργου της συγγραφής της ιστορίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με βαθειά γνώση της τραγικής αυτής ιστορίας], αποδεικνύει ότι μάλλον υπήρχε άγνοια στα επιτελεία των σχηματισμών για τη πολύπλοκη μορφολογία του εδάφους στη περιοχή του Κιουτσούκ Καλετζίκ και ότι ίσως, πλην των διοικητών των Ταγμάτων και των Λόχων που βίωναν τη κατάσταση, αλλά δεν μας άφησαν κάποιο γραπτό έργο, κανένας δεν διέθετε τη πραγματική εικόνα του εδάφους. Γράφει σχετικά:
«Από το Μικρό Καλετζίκ (εννοεί το ύψωμα 1710) το έδαφος ανυψώνεται προς νότο σχηματίζοντας σε μικρή απόσταση (6-8 χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή) την κορυφογραμμή του Μεγάλου Καλετζίκ, της οποίας η σχετική διαφορά ύψους από τη κορυφογραμμή του Μικρού Καλετζίκ είναι περίπου 600 μέτρα. Η εδαφική υπεροχή του Μεγάλου επί του Μικρού Καλετζίκ είναι όπως βλέπει κάποιος απόλυτη. Παρατηρητήριο θαυμάσιο και προπέτασμα ασφαλέστατο το Μεγάλο Καλετζίκ, έδωσε στη Τουρκική Διοίκηση την ασφαλή βάση δια την επιτυχία της μεγάλης αυτής επιθέσεως. Αύτη ορθώς εκτιμήσασα το τρωτό τούτο σημείο της Ελληνικής παρατάξεως, επιχείρησε προς τα εκεί την κυρία επιθετική αυτής προσπάθεια …»
Η ΔΙΣ και ο Κανελλόπουλος αναφερόμενοι στο Μικρό Καλετζίκ εννοούν το «ύψωμα 1310». Στο σχεδιάγραμμα 12 του τόμου της ΔΙΣ «Υποχωρητικοί αγώνες των Α’ και Β’ Σωμάτων Στρατού», στο χώρο που τοποθετείται το ύψωμα Καλετζίκ, ή και «ύψωμα 1310», με βάση τους χάρτες του Google, υπάρχει το ύψωμα 1710.
Είναι φανερό ότι – μάλλον – ούτε ο Κανελλόπουλος, είχε ανέβει στο Καλετζίκ. Διαφορετικά θα αντιλαμβανόταν ότι η υψομετρική διαφορά μεταξύ του Κοτσά Τεπέ και του υψώματος 1710 δεν μπορεί να είναι 600 μέτρα αλλά 100-200 μέτρα, το μέγιστο. Αναφέρει ότι μετρά την υψομετρική διαφορά από τη κορυφογραμμή του μικρού Καλετζίκ. Αγνοεί προφανώς ότι η κορυφογραμμή του Μικρού Καλετζίκ δεν είναι το ύψ. 1710 που κατέχεται από τον Ελληνικό στρατό, αλλά το ύψωμα 1800 που βρίσκεται 2 χλμ μπροστά. Ακόμη – ο Κανελλόπουλος – ενώ αναφέρει ότι το Κοτσά Τεπέ υπερέχει του Μικρού Καλετζίκ, δεν αναφέρει τίποτε σχετικά για το ότι τα υψώματα που βρίσκονται αμέσως μπροστά – και σε απόσταση μικρότερη των 900 μέτρων – από το Μαύρο Βράχο και το «ύψωμα 1310», υπερέχουν υψομετρικά των Ελληνικών θέσεων, έχουν εγκαταληφθή στον έλεγχο των Τούρκων, στους οποίους και επιτρέπουν να παρατηρούν εκ τους σύνεγγυς την Ελληνική τοποθεσία και σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας να ορίσουν τους χώρους εξορμήσεως των συνταγμάτων τους σε απόσταση αναπνοής από τις Ελληνικές οχυρώσεις. Θα το αντιληφθούν όμως πικρά το πρωί της 13ης Αυγούστου όταν:
«Από τις 0500 της 13ης Αυγούστου 1922 το καταιγιστικό πυρ του Τουρκικού πυροβολικού υπολογισθέντος σε 30 βαρέα πυροβόλα και 40 ορειβατικά συγκεντρώθηκε επί του Μαύρου Βράχου, του Σ.Σ. Μπέλμα και της θέσεως Μάτι. Τοιαύτη ήταν η σφοδρότητα και η ακρίβεια της βολής ώστε εντός ελάχιστου χρόνου τα χαρακώματα της θέσεως Μάτι ανασκάφηκαν τελείως και ο κατέχων αυτά 1/35 Λόχος αποδεκατίστηκε. Την 0530 το Τουρκικό βαρύ πυροβολικό εκάλυπτε δια των βλημάτων του το Μαύρο Βράχο καταστρέφοντας τα επ’ αυτού πολυβολεία και θέτοντας εκτός μάχης άπαντες τους αξιωματικούς και το πλείστο των οπλιτών. Περί την 0600 εμφανίστηκαν προελαύνοντα μπροστά από το Σ.Σ. Μπέλμα αλλεπάλληλα κύματα Τουρκικού πεζικού δυνάμεως δισχιλίων περίπου ανδρών καλυπτόμενα υπό πυκνού νέφους καπνού εκ των διαρρήξεων των εχθρικών βλημάτων. Την 0645 οι Τούρκοι κατέλαβαν το Μαύρο Βράχο και τη θέση Μάτι».
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Η Ελληνική αμυντική διάταξη
Επί της τοποθεσίας της εξέχουσας είχαν εγκατασταθεί αμυντικά και οι τέσσερις Μεραρχίες του Α’ Δώματος Στρατού (I, IV, V, XII) , έχοντας σε πρώτο κλιμάκιο 2 ή 3 Συντάγματα πεζικού. Ειδικά στη δεξιά πτέρυγα που επιτέθηκαν οι κύριες δυνάμεις των Τούρκων, είχαν εγκατασταθεί από το ποταμό Ακάρ στα ανατολικά μέχρι το Ακάρ Νταγ στα δυτικά, οι IV και Ι Μεραρχίες. Η πρώτη είχε στη τοποθεσία τα 8ο και 35ο Συντάγματα και τηρούσε σε εφεδρεία το 11ο. Η Ι Μεραρχία είχε στη τοποθεσία τα 49ο, 5ο και 1/38 Συντάγματα και τηρούσε σε εφεδρεία το 4ο. Λοιπές λεπτομέρειες όπως στο σχεδιάγραμμα 8.
Ως αποτέλεσμα της παραπάνω – εξαιρετικά κακής – κατανομής των δυνάμεων, το Α’ Σ.Σ. στερούταν άμεσα διαθέσιμης εφεδρείας, δυνάμεως ανάλογης της σπουδαιότητας, των προβλημάτων και της τρωτότητας που παρουσίαζε η εξέχουσα. Η μόνη εφεδρεία που διέθετε το Α’ Σ.Σ. ήταν το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων της ΧΙΙΙ Μεραρχίας, το οποίο βρισκόταν εγκατεστημένο στο χωριό Έρικμαν και είχε διαθέσει ένα εκ των Ταγμάτων του ως φρουρά της πόλης του Αφιόν Καραχισάρ. Ως εκ τούτου, η άμεσα διαθέσιμη εφεδρεία του Α’ Σ.Σ. αποτελούνταν από δύο Ευζωνικά Τάγματα.
Αλλά και στο υπόλοιπο της αμυντικής τοποθεσίας επί της οποίας είχε εγκατασταθεί η Μικρασιατική Στρατιά, η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Οι 11 από τις 12 Μεραρχίες της Στρατιάς ήταν εγκατεστημένες επί της τοποθεσίας. Γενική (στρατηγική) εφεδρεία αποτελούσε το Β’ Σώμα Στρατού με τις Μεραρχίες VII, ΙΧ και ΧΙΙΙ, εκ των οποίων η ΙΧ και η ΧΙΙΙ βρίσκονταν στη περιοχή του χωριού Ντουγκέρ (βλ. Σχεδιάγραμμα 1) και είχαν διαθέσει τμήματα επί της αμυντικής τοποθεσίας, με αποτέλεσμα να μη δύνανται να αναλάβουν άμεσα αποστολή αντεπιθέσεως. Η ΙΙ Μεραρχία που ανήκε στο Β’ Σ.Σ., ήταν εγκατεστημένη δυτικά του Α’ Σ.Σ. και κάλυπτε ένα τεράστιο μέτωπο μήκους 170 χλμ, από το δεξιό όριο του Α’ Σ.Σ. μέχρι την Ορτάντζα στο ποταμό Μαίανδρο. Τελικά η μόνη Μεραρχία που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί άμεσα ήταν η VII, αλλά και αυτή βρισκόταν παρά το χωριό Εϋρέτ, 25 χλμ μακριά από τη περιοχή που θα δινόταν η μεγάλη μάχη.
Ο συνταγματάρχης Πάσσαρης, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντα του Υπαρχηγού του Επιτελείου της Στρατιάς τον Ιούνιο του 1922, εξέτασε εκ νέου τις μελέτες επί των οποίων βασίστηκε η αμυντική διάταξη της Στρατιάς και κατέληξε σε άλλα συμπεράσματα. Πρότεινε ριζικές λύσεις για την αναδιάταξη της Στρατιάς επί της αμυντικής τοποθεσίας και την ενίσχυση της γενικής εφεδρείας με τις ΙΙ, Χ και Ανεξάρτητη Μεραρχίες, οι οποίες θα αποσύρονταν από τη πρώτη γραμμή και θα συγκεντρώνονταν σε καθορισμένους χώρους, ώστε να μπορούν να αναλάβουν αμέσως αποστολές αντεπιθέσεων. Εξ αυτών, πρότεινε η ΙΙ Μεραρχία να μεταφερθεί στη περιοχή του Μπαλ Μαχμούτ, αμέσως πίσω από τη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας. Ο αρχηγός του επιτελείου της Στρατιάς υποστράτηγος Βαλέτας είπε ότι ο Πάσσαρης αγνοεί τις νέες μεθόδους άμυνας (!), ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης διαφώνησε ριζικά προς τα προτεινόμενα και αντί να ενισχύσει τη γενική εφεδρεία της Στρατιάς και να συγκροτήσει εφεδρεία για το Α’ Σ.Σ., αφαίρεσε δυνάμεις δύο περίπου Μεραρχιών από τη Μικρά Ασία και τις μετέφερε στην Ανατολική Θράκη για να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη που τη κατείχαν οι «σύμμαχοι» της Ελλάδας!!! Άλλωστε το μέτωπο κατά τις διαβεβαιώσεις των διοικητών των Μεγάλων Μονάδων ήταν ακλόνητο.
Κατόπιν των παραπάνω, το Α’ Σ.Σ. το πρωί της 13ης Αυγούστου 1922, διέθετε ως εφεδρεία που θα μπορούσε να επέμβει «άμεσα» στη μάχη, τα Ι και ΙΙ Ευζωνικά Τάγματα του 5/42 Σ.Ε., εκ των οποίων το μεν ΙΙ Τάγμα έφθασε στο Καμελάρ στις 1030 ώρα της 13ης Αυγούστου, δηλαδή 5,5 ώρες μετά την έναρξη της Τουρκικής επίθεσης και όταν το Ι/35 Τάγμα (που είχε την ευθύνη του Κ.Α.) είχε πλέον εξαερωθεί, το δε Ι Τάγμα έφθασε στο Καμελάρ στις 1230 ώρα. Το ΙΙΙ Ευζωνικό Τάγμα εδέησε να το αποδεσμεύσει το Α’ Σ.Σ. από τη φρουρά του Αφιόν το βράδυ της 13ης Αυγούστου – ύστερα από συνεχείς πιέσεις του Πλαστήρα – και έφθασε στο Καμελάρ το πρωί της 14ης Αυγούστου, όταν τα πάντα είχαν ήδη κριθεί. Η VII Μεραρχία ύστερα από μια κοπιώδη πορεία κάτω από το καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο του Μικρασιατικού υψιπέδου, έφθασε στο Τομέα της Ι Μεραρχίας τις μεταμεσημβρινές ώρες της 13ης Αυγούστου και οδηγήθηκε στη μάχη κατά το πλέον απαράδεκτο τρόπο.
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 8: Η διάταξη των αντιπάλων το βράδυ της 12ης Αυγούστου 1922.
Τέσσερα στοιχεία με ιδιαίτερη σημασία:
1. Στην IVη Μεραρχία έχουμε ήδη αναφερθεί. Αδοκίμαστη σε μεγάλες επιχειρήσεις, παρέμεινε συνεχώς στη περιοχή του Αφιόν, από τον Ιούλιο του 1921 μέχρι και την αποχώρηση. Ευθύνεται για τη μη κατάληψη της γραμμής «Μιχαήλ» και τη χάραξη της αμυντικής γραμμής στα μάλλον υποδεέστερα υψώματα του Μικρού Καλετζίκ. Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα (μέχρι και το Μάιο του ‘22) ο τομέας της επεκτεινόταν και δυτικά του Καλετζίκ. Τον Αύγουστο του 1922 τηρούσε το αριστερό χείλος του «ρήγματος» του Καγιαντιμπί, δηλαδή το Κέντρο Αντιστάσεως Καμελάρ, δια του Ι/35 Τάγματος. Παρά το «αδοκίμαστο» της μονάδας, παρά το βομβαρδισμό που δέχθηκαν οι θέσεις της από 30 και πλέον βαριά πυροβόλα και 40 ελαφρά, παρά τη πίεση που δεχόταν από την ώθηση 2 Τουρκικών Μεραρχιών (11ης και 5ης) και παρά το γεγονός ότι εντός ολίγων ωρών 4 αξιωματικοί παρέλαβαν διαδοχικά τη διοίκηση – εξ αιτίας της απώλειας των προηγουμένων – και 17 αξιωματικοί και 346 οπλίτες τέθηκαν εκτός μάχης, το Ι/35 Τάγμα κλονίστηκε μεν, αλλά κράτησε και δεν έστρεψε τα νώτα. Απώλεσε όμως πολύ σύντομα από την έναρξη της επίθεσης κύρια και ζωτικά σημεία της τοποθεσίας του λόγω της απώλειας των υπερασπιστών τους. (βλ. Παράρτημα Α’, Φωτ. 10)
2. Το Κέντρο Αντιστάσεως Τιλκί Κιρί Μπελ – το δεξιό χείλος του «ρήγματος» – το υπεράσπιζε το Ι/49 Τάγμα. Για τη μαχητική αξία του 49ου Συντάγματος και της διαγωγής που υπέδειξε στην υπεράσπιση του Τιλκί Κιρί Μπελ ας αφήσουμε να μιλήσει ο Κ. Κανελλόπουλος:
«Βραχύς και άδοξος υπήρξε ο αγώνας επί του Τιλκί Κιρί Μπελ, ισχυρότατου σημείου φύσει και τέχνη οχυρού. Το υπερασπίζον το Τιλκί Κιρί Μπελ 49ο Σύνταγμα, μικρής μαχητικής αξίας, αποτελούμενο από άνδρες παλαιών κλάσεων, Σύνταγμα Μετόπισθεν προηγουμένως, που είχε στασιάσει δύο φορές προ μηνών, εγκατέλειψε άνευ αγώνος, άνευ βολής τυφεκίου σχεδόν, εν επονειδίστω φυγή, από την 0700 ώρα την οχυρή αυτή θέση. Καμφθέν υπό μόνης της βολής του Τουρκικού πυροβολικού, μη θέλοντας να πολεμήσει, διαλύθηκε πριν ακόμη πλησιάσει το Τουρκικό πεζικό. Το Τιλκί Κιρί Μπελ περιήλθε έτσι χωρίς κόπο στα χέρια του εχθρού».
Ο στρατηγός Μπουλαλάς – λοχαγός διευθυντής του 3ου Γραφείου της Ι Μεραρχίας στη Μ.Α. – γράφει ότι στο Ι/49 Τάγμα επικρατούσε αντιπολεμικό κλίμα και το ηθικό ήταν διαβρωμένο από τη προπαγάνδα … . (βλ. Παράρτημα Α΄, Φωτ. 10)
3. Μήπως όμως πρέπει να είμαστε επιεικείς προς το 49ο Σύνταγμα που θεωρήθηκε ο αποδιοπομπαίος τράγος, του φόρτωσαν τη κάθε νόσο και εναντίον του οποίου εκσφενδονίζονται λίθοι αναθέματος επί 90 χρόνια; Βεβαίως υπήρχαν πολύ σοβαρά προβλήματα επάρκειας της διοικήσεως, πειθαρχίας και συνοχής στο υπόψη Σύνταγμα. Ακόμη – όπως απέδειξε και η μάχη – απουσίαζε η θέληση από τους άνδρες του να πολεμήσουν. Όχι βεβαίως απ’ όλους. Δεν είναι δυνατό. Αρκούν όμως και λίγες σταγόνες ξύδι για να χαλάσει το κρασί. Αλλά αφού οι διοικήσεις της Ι Μεραρχίας και του Α’ Σ.Σ. γνώριζαν τα προβλήματα που υπήρχαν στο 49 Σύνταγμα, για ποιο λόγο του ανέθεσαν την ευθύνη του πλέον κρίσιμου (ίσως) για τη συνοχή της όλης τοποθεσίας Κέντρου Αντιστάσεως; Τις Θερμοπύλες τις εμπιστεύονται σε «λέοντες». Γράφει ο Κανελλόπουλος ότι το 49ο Σύνταγμα κάμφθηκε και μόνο από τη βολή του Τουρκικού πυροβολικού. Αλλά και η πιο αξιόμαχη Μονάδα δεν μπορεί να μείνει ακλόνητη, να μη καμφθεί και να συνεχίσει να αμύνεται σε μια τοποθεσία που δέχεται τα πυρά 30 βαρέων πυροβόλων και πολλών άλλων μικρότερου διαμετρήματος. Μπορεί να κρατήσει τις θέσεις της μόνο αν αυτές είναι καλά οχυρωμένες και κυρίως αν υπάρχουν ισχυρά προστατευμένα σκέπαστρα βομβαρδισμού για το σύνολο του προσωπικού. Σε διαφορετική περίπτωση και ο πιο γενναίος και αποφασισμένος μαχητής θα «λαλήσει» και θα φύγει. Εκτός και αν έχει φονευθεί. Το Ι/35 Τάγμα που παρέμεινε στη θέση του μέχρι και την επέμβαση του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, έχασε εντός ολίγων ωρών το ήμισυ της δυνάμεως του και τα σημαντικότερα στηρίγματα του Κ.Α. Καμελάρ. Το Ι/49 Τάγμα που δεν διέθετε συνοχή και θέληση να πολεμήσει, τράπηκε σε «επονείδιστη φυγή». Όμως οι ελάχιστες υπάρχουσες και τεκμηριωμένες φωτογραφίες, αλλά και οι δορυφορικές λήψεις του Google Earth, δείχνουν ότι η οχύρωση του Τιλκί Κιρί Μπελ είχε γίνει με μεθόδους του 1821. (Βλ. Παράρτημα Α’, Φωτ. 11). Αντί χαρακωμάτων είχαν ανεγερθεί προτειχίσματα από ξερολιθιά, τα οποία καμιά απολύτως προστασία δεν μπορούσαν να προσφέρουν στους αμυνόμενους στην επισκηπτική βολή του πυροβολικού. Ειδικά του βαρέως. Φαίνεται ότι η οχύρωση με προτειχίσματα ξερολιθιάς, επικρατούσε στο Τιλκί Κιρί Μπελ και στο τομέα της IV Μεραρχίας. Είναι εξεταστέο αν αυτός ο τύπος οχύρωσης αποτελούσε κεντρική κατεύθυνση της IV Μεραρχίας, της οποίας ο διοικητής προερχόταν από το όπλο του μηχανικού. Αλλά και στα σκέπαστρα βομβαρδισμού οι επιδόσεις της Ελληνικής Στρατιάς υπήρξαν φτωχές. Όλες οι υπάρχουσες φωτογραφίες δείχνουν σκέπαστρα μηδενικής έως πολύ μέτριας αντοχής. (Βλ. Παράρτημα Β’, Φωτ. 1-7)
4. Η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ που σε συνέχειες παρουσίασε τις απόψεις ενός στρατιωτικού για τα πολεμικά γεγονότα εκείνης της τραγικής περιόδου, έγραφε στις 9 Απριλίου 1925 τα ακόλουθα:
«Άμα τη ενάρξει του βομβαρδισμού εφάνη η μεγάλη υπεροχή του εχθρικού πυροβολικού έναντι του ημετέρου, το οποίον ουδαμού κατόρθωσεν, όχι να σιγάση το εχθρικόν αλλ’ ουδέ να ανακουφίση καν το σκληρώς δοκιμαζόμενον πεζικόν εντός των ακάλυπτων χαρακωμάτων του. Και συγχρόνως κατεδείχθη η ανεπάρκεια των εν λόγω χαρακωμάτων όπως προστατεύσωσι τους αμυνόμενους κατά του πυρός του πυροβολικού, αφού εστερούντο σκεπάστρων αντοχής ίνα καταφύγωσιν εν αυτοίς οι άνδρες κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού»
Και τελικά, ύστερα από αυτή τη τραγική ιστορία, τι έμαθε και πόσο σοφότερος και ικανότερος είναι σήμερα ο Ελληνικός Στρατός αναφορικά με την οργάνωση του εδάφους;
Το «εύτρωτο» της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας
Η δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας διέθετε όλα εκείνα τα στοιχεία για να χαρακτηριστεί ως διαθέτουσα ελάχιστη φυσική αμυντική ισχύ και μη παρέχουσα ισχυρά εχέγγυα στον αμυνόμενο για τη διατήρησής της σε περίπτωση ισχυρής εχθρικής κρούσης.
Επιλέχθηκε με άγνωστα κριτήρια που ουδόλως εξυπηρετούσαν το στρατηγικό σκοπό της κάλυψης με επάρκεια του κόμβου συγκοινωνιών και επικοινωνιών του Αφιόν Καραχισάρ. Δεν εξυπηρετούσε όμως και τα αμυντικά σχέδια των περί το Αφιόν δυνάμεων. Ήταν μεγάλου αναπτύγματος, αντιοικονομική, στερούμενη βάθους, υποκείμενη στη παρατήρηση και τα πυρά του εχθρού από υψηλότερα εδάφη που βρίσκονταν εγγύτατα της τοποθεσίας. Είχε χαραχθεί κατά τρόπο που δεν υπάκουε σε καμιά τακτική σκέψη, σε έδαφος ορεινό, βαθειά διακεκομμένο, που διέθετε μικρού εύρους και βάθους πεδία βολής και μεγάλες περιοχές απυρόβλητες από το Ελληνικό πυροβολικό και ακόμη παρείχε μη ικανοποιητική έως ανύπαρκτη παρατήρηση στις αμυνόμενες επ’ αυτής δυνάμεις. Όλα τα παραπάνω δυσμενή χαρακτηριστικά της τοποθεσίας ήταν ιδιαίτερα έντονα και συνάμα απελπιστικά για τη διεξαγωγή του αμυντικού αγώνα στη περιοχή του Μικρού Καλετζίκ. (Βλ. Παράρτημα Α’, Φωτ. 12) Δύο περιοχές της τοποθεσίας είχαν χαρακτηριστεί ως παθητικές για την ενέργεια μεγάλου σχηματισμού και δεν καλύπτονταν επαρκώς. Αλλά από τις περιοχές αυτές εισέδυσαν στα πλευρά και τα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων 1 Μεραρχία πεζικού και 3 Ιππικού.
Και αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης στις στρατιωτικές σχολές και στα επιτελεία του Ε.Σ.. Στις μέχρι σήμερα Ε-Τ συγκρούσεις οι Τούρκοι διεισδύουν πάντοτε στα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων. Πολλάκις στο παρελθόν, αλλά και πρόσφατα.
Κρίσιμο σημείο για το αρραγές της όλης αμυντικής τοποθεσίας αποτέλεσε ο ευρύς χώρος επί του Μικρού Καλετζίκ, μεταξύ της αμυντικής γραμμής και του αυχένα των 1580 μέτρων και το μεγάλο «ρήγμα» στη περιοχή μεταξύ του Διχαλωτού Βράχου και του Τιλκί Κιρί Μπελ. Η μεν πρώτη περιοχή αποτέλεσε το χώρο εξόρμησης τεσσάρων Τουρκικών Μεραρχιών, το δε ρήγμα και τα εκατέρωθεν αυτού Κέντρα Αντιστάσεως αποτέλεσε το σημείο που εφαρμόστηκε η Κυρία Προσπάθεια των Τούρκων. Η εγκατάλειψη αυτών των χώρων εκτός της Ελληνικής γραμμής αποτελεί ψόγο για τις τότε Ελληνικές διοικήσεις.
Πίσω από τη τοποθεσία της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας και σε μικρή απόσταση από αυτή ελισσόταν η σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνης – Αφιόν, που αποτελούσε τη βασική αρτηρία εφοδιασμού και συντήρησης των Ελληνικών δυνάμεων της εξέχουσας με τη βάση της Σμύρνης. Διάρρηξη της τοποθεσίας σε κάποιο σημείο ύστερα από Τουρκική επίθεση, σήμαινε και τη βεβαία διακοπή των συγκοινωνιών και επικοινωνιών με τη Σμύρνη. Δύο λύσεις υπήρχαν στη περίπτωση αυτή για την Ελληνική δύναμη του Αφιόν:
1η Λύση:
Να συμπτυχθεί αμέσως και με τάξη προς βορρά προκειμένου να αποκαταστήσει όσο το δυνατόν ταχύτερα τη συνέχεια του μετώπου της και εγκαθιστάμενη σε τοποθεσίες στις οποίες να στηρίζει ισχυρά τα πλευρά της, να ανασυγκροτήσει της δυνάμεις της και δια της γενικής εφεδρείας του Β’ Σ.Σ. και άλλων δυνάμεων που θα εξοικονομούνταν από το Γ’ Σ.Σ., να αντεπιτεθεί επιδιώκοντας την επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος εναντίον του αντιπάλου. Η συντήρηση και ο εφοδιασμός της δύναμης θα διεξαγόταν δια του Εσκή Σεχήρ και της γραμμής της Βαγδάτης. Το μειονέκτημα αυτού του ελιγμού, ήταν ότι ο δρόμος προς τη Σμύρνη θα ήταν ελεύθερος στο Τουρκικό Ιππικό. Η τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ δεν ήταν επανδρωμένη από κάποια δύναμη. Και αυτό το γνώριζαν οι Τούρκοι.
2η Λύση:
Να διακόψει την επαφή με τον εχθρό και να συμπτυχθεί όσο το δυνατό πιο σύντομα – με ένα άλμα – στη διάρκεια μιας νύκτας – στην οχυρωμένη, οικονομική και φύσει ισχυρή τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ. Και αυτό όμως το εκτίμησαν ως πιθανότητα οι Τούρκοι και θα έκαναν το μέγιστο δυνατό για να μη συμβεί (τελικά το πέτυχαν με τη βοήθεια των Χατζανέστη και Τρικούπη).
Είχε μελετηθεί η πιθανότητα εφαρμογής της Κυρίας Προσπάθειας του εχθρού στη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας;
Στις 23 Δεκεμβρίου 1921 συντάχθηκε μελέτη από το Νότιο Συγκρότημα – Α’ και Β’ Σ.Σ., διοικητής ο υποστράτηγος Τρικούπης – επί των πιθανών επιθετικών ενεργειών των Τούρκων. Κύριο συμπέρασμα της μελέτης ήταν ότι οι περιοχές που συγκέντρωναν τις μεγαλύτερες πιθανότητες για την εκδήλωση της Κυρίας Προσπάθειας του εχθρού, ήταν η του Πασάκιοϊ (νότια του Μπαλ Μαχμούτ – βλ. Σχεδιάγραμμα 1), και της Μπανάζ. Δηλαδή κατά της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας. Και κατά τη γνώμη του Νοτίου Συγκροτήματος εάν οι επιθέσεις επετύγχαναν, θα έφερναν τους επιτιθέμενους στα νώτα της διατάξεως και θα διέκοπταν τη σιδηροδρομική συγκοινωνία προς η Σμύρνη κλπ…
Ως απάντηση στην υπόψη πιθανότητα, υπεδείχθη η ενεργητική άμυνα στο επίπεδο των Μεραρχιών και η ανάληψη ευρέων αντεπιθέσεων στο επίπεδο του Νοτίου Συγκροτήματος. Όταν όμως συντάχθηκε η μελέτη, πίσω από τις Ι και IV Μεραρχίες που ήσαν εγκατεστημένες επί της δεξιάς πτέρυγας, υπήρχαν ως εφεδρεία δύο ακόμη Μεραρχίες. Η VII στο Μπαλ Μαχμούτ και η IX στη Μπανάζ. Ακόμη από τα 4 Συντάγματα της Ι Μεραρχίας, μόνο τα 2 ήταν επί της τοποθεσίας. Δηλαδή εκείνη την αρκετά πρώιμη περίοδο, υπήρχε ακόμη αρκετή σοφία στις σκέψεις της ανωτάτης Ελληνικής διοίκησης και η διεξαγωγή ενεργητικής άμυνας είχε ακόμη ισχυρό νόημα.
Στη πραγματικότητα όμως, η διάρρηξη της τοποθεσίας δεν αντιμετωπιζόταν ως πιθανότητα, αφού δεν αναφέρεται κάτι σχετικά με τη στάση των δυνάμεων σε περίπτωση διαρρήξεως. Η τελευταία και μοιραία διαταγή του Χατζανέστη – τη 14η Αυγούστου – προς το Τρικούπη, για διεκδίκηση του εδάφους μέχρι τη Σμύρνη «βήμα – βήμα», δείχνει ότι το ενδεχόμενο της διάρρηξης δεν είχε μελετηθεί.
Σαν γενική διαπίστωση; Όταν μια δύναμη παραμένει συνεχώς ακίνητη επί μιας αμυντικής τοποθεσίας, η στρατηγική και τακτική σκέψη παγώνει, οι ιδέες στερεύουν και η τοποθεσία καταπίνει ότι διαθέσιμες δυνάμεις υπάρχουν. Στο τέλος τρώει και τις εφεδρείες.
Υπήρχαν όμως και πολλά άλλα που καθιστούσαν την όλη κατάσταση αφόρητη, δύσκολη, προβληματική και μη εμπνέουσα καμιά εμπιστοσύνη. Θα εμφανιστούν κατά τη Τουρκική επίθεση αλλά και στη συνέχεια. Δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν, πλην ενός που δείχνει την απαράδεκτη ελαφρότητα των Ελληνικών διοικήσεων. Το στρατηγείο της Στρατιάς βρισκόταν εγκατεστημένο στη Σμύρνη, 400 χιλιόμετρα μακριά από τη γραμμή της κρίσης, των προβλημάτων και των αναγκών και απολάμβανε τα θέλγητρα και τις χάρες της λαμπρής εκείνης πόλης των Ελλήνων. Τα στρατηγεία του Α’ Σώματος Στρατού και της IV Μεραρχίας ήταν εγκατεστημένα στο Αφιόν Καραχισάρ. Σε μια πόλη που δεν υπήρχε κανένας Έλληνας. Και κατά τη 13η Αυγούστου τα δύο στρατηγεία δεν αποκατέστησαν πραγματικό σύνδεσμο μεταξύ τους. Τα όσα συνέβησαν ήταν τραγικά. Αλλά και μέσα στο Αφιόν «την τόσο εγγύς του μετώπου πόλη» υπήρχε πλήθος δυσκίνητων σχηματισμών (μη μάχιμοι μονάδες) και μη μεραρχιακές μονάδες της Στρατιάς του Α’ Σ.Σ. και της IV Μεραρχίας, σημαντικός αριθμός φορτηγών και υγειονομικών αυτοκινήτων, εφοδιοπομπές καμηλών και διτρόχων, μεγάλες αποθήκες τροφίμων και πυρομαχικών, νοσοκομεία και αναρρωτήρια κλπ. Αυτά όλα κατά την εσπευσμένη σύμπτυξη της 14ης Αυγούστου, μαζί με τους 5.000 Αρμένιους του Αφιόν, ακολούθησαν τις Ελληνικές δυνάμεις και προκάλεσαν τεράστια προβλήματα στη συνοχή των μάχιμων μονάδων.
Αν πιστεύει κάποιος ότι αυτά συνέβησαν στο παρελθόν, μελετήθηκαν και δεν πρόκειται να επαναληφθούν, σφάλλει. Πολύ πρόσφατα είχε μελετηθεί η εγκατάσταση του Στρατηγείου ενός Σώματος Στρατού μερικά μέτρα από το ποτάμι.
Το Τουρκικό σχέδιο
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 8)
Στα τέλη Ιουλίου 1922 απέναντι από τη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας, βρίσκονταν μόνο οι 6η και 8η Τουρκικές Μεραρχίες.
Το Ι Σ.Σ με τις μεραρχίες 15η, 23η και 57η καθώς και η ανεξάρτητη 14η Μεραρχία βρισκόταν στη περιοχή μεταξύ Τσιφούτ Κασαμπά και Τσάι.
Τα ΙΙ και IV Σ.Σ. με τις μεραρχίες 3η, 4η, 7η και 5η, 11η, 12η αντίστοιχα, βρίσκονταν βόρεια του Τσομπανλάρ απέναντι από την αριστερή πτέρυγα της εξέχουσας.
Το V Τουρκικό Σώμα Ιππικού βρισκόταν στη περιοχή Τσάι.
Το πρώτο 10 ήμερο του Αυγούστου, τα Ι, ΙΙ, IV και V Τουρκικά Σ.Σ. και οι μεραρχίες τους, κατόπιν νυκτερινών πορειών και αθέατα από την Ελληνική παρατήρηση μετακινήθηκαν-διολίσθησαν νότια της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας. Κατ’ αυτό τον τρόπο απέναντι από τις Ι και IV Ελληνικές Μεραρχίες συγκεντρώθηκαν 12 Τουρκικές μεραρχίες πεζικού και 3 Μεραρχίες Ιππικό από τις 18 και 5 που διέθεταν αντίστοιχα.
Επίσης τα 18ο, 19ο και 25ο Συντάγματα Βαρέως Πυροβολικού των Ι, ΙΙ, και IV Σ.Σ. με ένα σύνολο βαρέων πυροβόλων των 120 και 150 χιλ εκ των οποίων 8 Ρωσικοί όλμοι των 150 χιλ, κατάλληλοι για τη καταστροφή οχυρώσεων, τάχθηκαν ακριβώς απέναντι από τα Κέντρα Αντιστάσεως Τιλκί Κιρί Μπελ, Καμελάρ και το Σ.Σ. Καγιαντιμπί.
Η μάζα Τουρκικής ισχύος που κατ’ αυτό τον τρόπο συγκεντρώθηκε απέναντι από τη δεξιά Ελληνική πτέρυγα ήταν πέραν κάθε σύγκρισης με ό,τι «ανάλογο» είχε παρουσιαστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή στο πεδίο μάχης της Μικράς Ασίας.
Για τα υπόλοιπα έβαλαν το χέρι τους οι Έλληνες.
———————————————————————————————————————–
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΗΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ ΑΦΙΟΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ
Φωτ. Α1: Υποτομέας Μποστανλί – V Μεραρχία. Σημειώνονται οι θέσεις των οχυρώσεων που διακρίνεται το ίχνος τους.
Φωτ. Α2. Το Τιλκί Κιρί Μπελ από το Κοτσά Τεπέ
Φωτ. Α3. Το Μπελέν Τεπέ από το Κοτσά Τεπέ
Φωτ. Α4. Η αμυντική τοποθεσία στον Πριονοειδή Βράχο
Φωτ. Α5. Η Τοποθεσία Πριονοειδούς και Διχαλωτού Βράχου
Φωτ. Α6. Η χαράδρα του Σινίρ Κιόι
Φωτ. Α7. Το ύψωμα Μαύρος Βράχος από το Bey Tepesi
Φωτ. Α8: Η Ελληνική αμυντική τοποθεσία στο Κ.Α. Καμελάρ όπως φαίνεται από το ύψωμα Bey Tepesi
Φωτ. Α9. Το Μικρό Καλετζίκ από το Κοτσά Τεπέ
Φωτ. Α10. Υπολείμματα αμυντικών έργων στο Κέντρο Αντιστάσεως Καμελάρ
Φωτ. Α11. Το Μπουγιούκ Καλετζίκ από το Τιλκί Κιρί Μπελ
Φωτ. Α12: Η φωτογραφία έχει ληφθεί από το ύψωμα Μαύρος Βράχος με κατεύθυνση την πόλη του Αφιόν Καραχισάρ και καταδεικνύει την ευπάθεια της ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας επί του Μ. Καλετζίκ. Ο Μαύρος Βράχος αποτελούσε τμήμα της κύριας γραμμής αντιστάσεως (ΠΟΤ) και ζωτικό έδαφος του Κ.Α. Καμελάρ αλλά και όλου του τομέα της IV Μεραρχίας. Πιθανή απώλειά του θα έθετε σε κίνδυνο άμεσης κατάρρευσης το Κ.Α. Καμελάρ και θα προκαλούσε ρωγμή στην αμυντική γραμμή της IV Μεραρχίας. Η αμυντική γραμμή από το Μαύρο Βράχο συνέχιζε στα υψώματα βόρεια του χωριού Κιουτσούκ Καλετζίκ μέχρι το ύψωμα 1400 και στη συνέχεια, ακολουθώντας προς νότο τη συνεχόμενη μπλε γραμμή, διερχόταν από τον Πριονοειδή Βράχο.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’: ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ ΑΦΙΟΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ
Φωτ. Β1: Η λεζάντα του αρχείου της Ε.Ρ.Τ. αναφέρει ότι προέρχεται από την τοποθεσία της IV Μεραρχίας. Με βάση το γεγονός ότι το κωνικό ύψωμα δεξιά είναι το Αφιόν και συγκρίνοντας τη μορφή του βράχου με άλλη φωτογραφία, το εικονιζόμενο ύψωμα είναι ο Μαύρος Βράχος
(Πηγή: Αρχείο Ε.Ρ.Τ.)
Φωτ. Β2: Η λεζάντα του αρχείου της ΕΡΤ αναφέρει ότι η φωτογραφία προέρχεται από την τοποθεσία της IVης Μεραρχίας. Αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να είναι το ύψωμα 1710. Χρησιμοποιούνται τούρκοι για την κατασκευή των «οχυρώσεων».
(Πηγή: Αρχείο Ε.Ρ.Τ.)
Φωτ. Β3: Η λεζάντα του αρχείου της ΕΡΤ αναφέρει ότι η τοποθεσία ανήκει στην IVη Μεραρχία, το οποίο είναι και το πιθανότερο. Στην περίπτωση αυτή θα πρόκειται για τμήμα του Υποτομέα Μιχαήλ, στην πεδιάδα του ποταμού Άκαρ. Η ξερολιθιά επικρατεί…
(Πηγή: Αρχείο Ε.Ρ.Τ.)
Φωτ. Β4: Οχυρώσεις από ξερολιθιά σε έδαφος υποκείμενο του κατεχομένου από τον αντίπαλο. Η χρησιμοποίηση τούρκων αιχμαλώτων ή εργατών στην κατασκευή των αμυντικών έργων ήταν γενικευμένη. Οι Έλληνες στρατιώτες επέβλεπαν.
(Πηγή: Αρχείο Ε.Ρ.Τ.)
Φωτ. Β5: Γυμνάσια οπλιτών στην «Εξέχουσα του Αφιόν».
Άνευ σχολίων.
(Πηγή: Αρχείο Ε.Ρ.Τ.)
Φωτ. Β6: Οχυρώσεις από ξερολιθιά σε έδαφος υποκείμενο του αντιπάλου. Η τοποθεσία είναι άγνωστη. Η αμυντική εγκατάσταση όμως σε έδαφος υποκείμενο του κατεχομένου από τον εχθρό επικρατούσε κυρίως στο Κιουτσούκ Καλετζίκ.
(Πηγή: Αρχείο Ε.Ρ.Τ.)
Φωτ. Β7: Μία συχνά συναντώμενη μορφή αμυντικής οργάνωσης στους τομείς των I και IV Μεραρχιών. Γινόταν εκσκαφή χαρακωμάτων γονυπετώς βάλλοντος και στη συνέχεια κατασκευαζόταν στο εμπρός χείλος του χαρακώματος ένας προτείχισμα από ξερολιθιά. Η υπόψη οχύρωση δεν παρέχει προστασία στο προσωπικό από τον βομβαρδισμό εχθρικού πυροβολικού, ειδικά δε βαρέως πυροβολικού.
(Πηγή: Αρχείο Ε.Ρ.Τ.)
Πνευματικά Περιεχόμενα – Όροι Χρήσης
H παρούσα εργασία αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του συντάκτη της, με την εξαίρεση του ιστορικού ή δημοσίου φωτογραφικού υλικού.
Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευσή της υπό τον όρο της ρητής αναφοράς στην πηγή προέλευσης της και στον συντάκτη της.
Απαγορεύεται αυστηρά η έγγραφη αναδημοσίευσή του περιεχομένου, εν όλω η εν μέρει, καθώς και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο οικονομική του εκμετάλλευση χωρίς την έγγραφη άδεια του συντάκτη.
Με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος.
Πηγή: Βελισάριος