Στο Ακρωτήρι ανατολικά της πόλης των Χανίων στην ιστορική τοποθεσία του Προφήτη Ηλία, υπήρξε το επίκεντρο της τελευταίας απελευθερωτικής επανάστασης της Κρήτης εναντίον των Τούρκων.
Ο κρητικός λαός κατά το διάστημα 1890 έως 1895 βρίσκεται σε δεινή κατάσταση καθώς πρέπει να αντιμετωπίσει τη βαριά φορολογία, την καταπίεση, τις βιαιοπραγίες και τις δολοφονίες από μέρος των Τούρκων. Το νησί βρίσκεται και πάλι σε επαναστατικό αναβρασμό. Η Μεταπολιτευτική Επιτροπή η οποία συγκροτήθηκε το Σεπτέμβριο του 1895 με αρχηγό το Μανούσο Κούνδουρο, πρωτοδίκη στο Βάμο, είχε ως σκοπό της να ανακηρυχθεί η Κρήτη σε αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στο Σουλτάνο και να επανέλθουν τα προνόμια της Σύμβασης της Χαλέπας, που είχαν καταργηθεί μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1889. Η Μεταπολιτευτική Επιτροπή σημείωσε σημαντικές πολεμικές επιτυχίες, με κυριότερη την πολιορκία του Βάμου (4-18 Μαΐου 1896). Η ήττα αυτή προκάλεσε την οργή του τουρκικού όχλου, ο οποίος επιτέθηκε εναντίον των Χριστιανών. Οι βαρβαρότητες και οι σφαγές των Τούρκων δεν περιορίστηκαν μόνο στα Χανιά, αλλά επεκτάθηκαν και σε χωριά της Κυδωνίας, της Κισάμου και της Πεδιάδας του Ηρακλείου. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, γι' αυτό και κατέπλευσαν στο λιμάνι των Χανίων ένα αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό, ιταλικό και αυστριακό πλοίο. Υπό την πίεση των Ευρωπαίων ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ αναγκάστηκε να δεχτεί τα αιτήματα των Κρητικών, δηλαδή να διοριστεί χριστιανός διοικητής στην Κρήτη για πέντε χρόνια με την έγκριση των Δυνάμεων, να συγκαλείται κάθε δύο χρόνια συνέλευση αντιπροσώπων των κατοίκων, οι Κρητικοί να έχουν δικαίωμα να ψηφίζουν τους νόμους και τον προϋπολογισμό, να διοριστούν υπάλληλοι Χριστιανοί σε αναλογία 2/3, να υπάρχει δικαστική ανεξαρτησία και να αναδιοργανωθεί η χωροφυλακή από Ευρωπαίους αξιωματικούς.
Όμως η Τουρκία άρχισε με πολύ αργούς ρυθμούς να εφαρμόζει τις συμφωνίες, στις οποίες οι Τούρκοι αντέδρασαν με εμπρησμούς και δολοφονίες στο Ηράκλειο, Ρέθυμνο και Χανιά. Η κατάσταση έγινε δραματική στις 23 και 24 Ιανουαρίου 1897, όταν ξέσπασαν άγριες σφαγές στα Χανιά και πυρπολήθηκαν η Επισκοπή και η χριστιανική συνοικία στο κέντρο της πόλης. Τότε εκατό περίπου επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι αποφασισμένοι να διεκδικήσουν με κάθε μέσο την Ένωση. Το ψήφισμα των πληρεξουσίων στις 25 Ιανουαρίου στο Ακρωτήρι κήρυσσε την κατάλυση της τουρκικής κατοχής και καλούσε τον Έλληνα βασιλιά να καταλάβει το νησί. Τις επόμενες μέρες έφτασαν στο Ακρωτήρι και άλλοι ένοπλοι σχηματίζοντας έτσι ένα επαναστατικό στρατόπεδο. Οι λόγοι της επιλογής του Ακρωτηρίου ήταν ότι βρισκόταν κοντά στα Χανιά και ότι οι κατέχοντες τη θέση αυτή μπορούσαν να παρακολουθούν κάθε κίνηση από την πόλη και προς αυτήν. Το στρατόπεδο οργανώθηκε από τους Αντώνιο Σήφακα, Ελευθέριο Βενιζέλο, Νικόλαο Πιστολάκη, Κωστή Φούμη και Γεώργιο Μυλωνογιάννη.
Ο κίνδυνος περιπλοκής του κρητικού ζητήματος έκανε τις δυνάμεις να αποφασίσουν τη διεθνή κατοχή των πόλεων Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Η νέα αυτή εξέλιξη οδήγησε το βασιλιά Γεώργιο Α΄ και την κυβέρνηση Δηλιγιάννη να επέμβουν άμεσα. Εκστρατευτικό σώμα 1500 ανδρών μ' επικεφαλής τον συνταγματάρχη και υπασπιστή του βασιλιά Τιμολέοντα Βάσσο, αποβιβάστηκε την 3η Φεβρουαρίου 1897 στο Κολυμπάρι. Στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο στάλθηκαν εθελοντές και πολεμοφόδια. Ο Βάσσος ανακοινώνει την εντολή που έχει να καταλάβει το νησί στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις τον ειδοποιούν να μην πλησιάσει την πόλη σε ακτίνα μικρότερη των έξι χιλιομέτρων. Η απόβαση του ελληνικού στρατού προκάλεσε την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα του Κάιζερ της Γερμανίας. Μετά από τις μεταξύ τους διαβουλεύσεις έγιναν δεκτές οι ρωσικές προτάσεις, δηλαδή να κηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη με την επικυριαρχία του Σουλτάνου και να αποσυρθούν οι ελληνικές δυνάμεις από το νησί.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις για να αποτρέψουν τη σύγκρουση των δύο αντιπάλων δημιούργησαν ουδέτερη ζώνη στο Ακρωτήρι μεταξύ Κρητικών και Τούρκων. Ο Ιμπραήμ πασάς προκάλεσε έντεχνα συμπλοκή με τους επαναστάτες, τους οποίους παρέσυραν υποχωρώντας οι Τούρκοι στην ουδέτερη ζώνη. Οι ναύαρχοι του στόλου των Δυνάμεων απαίτησαν να αποσυρθούν οι επαναστάτες στις προηγούμενες θέσεις τους, πράγμα που εκείνοι αρνήθηκαν. Στις 9 Φεβρουαρίου 1897 ο Ιταλός Κανεβάρο, επικεφαλής των ναυάρχων, άρχισε το βομβαρδισμό του επαναστατικού στρατοπέδου. Τότε μία οβίδα σπάει τον ιστό της ελληνικής σημαίας και ο αγωνιστής Σπύρος Καγιαλεδάκης την υψώνει ξανά κάνοντας το σώμα του κοντάρι. Το γεγονός του βομβαρδισμού προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις και το επεισόδιο της σημαίας έγινε θρύλος. Σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις φοιτητές έκαναν διαδηλώσεις, ενώ διανοούμενοι και πολιτικοί κατέκριναν τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος συνέταξε έντονη διαμαρτυρία προς τους ναυάρχους, όπου διακήρυττε την αποφασιστικότητα των Κρητικών. Η επανάσταση πλέον είχε ξεσηκώσει όλη την Κρήτη.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν αναπτύξει μεγάλη διπλωματική δραστηριότητα για να βρουν ένα σχέδιο κοινά αποδεκτό για τη λύση του κρητικού ζητήματος. Στις 6 Μαρτίου 1897 οι ναύαρχοι πήραν εντολή από τις κυβερνήσεις των χωρών τους να κηρύξουν την αυτονομία της Κρήτης υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Οι Κρητικοί απάντησαν ότι δεν δέχονται την αυτονομία αλλά μόνο την Ένωση, ενώ η Πύλη δήλωσε ότι θα ενέκρινε ως διοικητή της Κρήτης Τούρκο υπήκοο. Στο μεταξύ τα πνεύματα στην Ελλάδα είχαν οξυνθεί και πολλοί ζητούσαν την κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου, δηλαδή η ήττα της Ελλάδας, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του κρητικού ζητήματος. Η κυβέρνηση Ράλλη αναγκάστηκε να ανακαλέσει στις 21 Απριλίου τον Τιμολέοντα Βάσσο και το εκστρατευτικό σώμα από την Κρήτη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Κρητικοί, μετά από συνελεύσεις των ηγετών τους στους Αρμένους, στις Αρχάνες και στο Μελιδόνι, αναγκάστηκαν να δεχτούν την αυτονομία. Τα γεγονότα του Ηρακλείου, δηλαδή οι σφαγές και οι λεηλασίες τον Αύγουστο του 1898, έπεισαν τις Μεγάλες Δυνάμεις να λάβουν δραστικά μέτρα. Μετά από τη σύγκλιση στρατοδικείου, 17 Τουρκοκρητικοί απαγχονίστηκαν, πολλοί φυλακίστηκαν και άλλοι εξορίστηκαν. Ο τουρκικός στρατός διατάχθηκε να εγκαταλείψει το νησί το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Μαζί του έφυγε και ο μισός μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης, περίπου 40 χιλιάδες. Έπειτα οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν τον τρόπο διοίκησης του νησιού, δηλαδή οι Ιταλοί θα είχαν υπό την κατοχή τους το νομό Χανίων, οι Ρώσοι το Ρέθυμνο, οι Άγγλοι το Ηράκλειο και οι Γάλλοι το Λασίθι. Επίσης αποφάσισαν να διορισθεί ως Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης ο πρίγκιπας Γεώργιος Β΄, ο γιος του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου Α΄. Στις 8 Δεκεμβρίου ο Αβδούλ Χαμίτ αποδέχθηκε τη διεθνή απόφαση και στις 9 Δεκεμβρίου 1898 ο πρίγκιπας έφτασε στη Σούδα, όπου τον υποδέχτηκαν οι ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων και ο κρητικός λαός με μεγάλο ενθουσιασμό. Στις 25 Δεκεμβρίου ορίζεται η επιτροπή για την κατάρτιση του Συντάγματος της Κρήτης, της οποίας μέλος και βασικός συντάκτης είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έτσι αρχίζει μια νέα περίοδος για την ιστορία της Κρήτης, η περίοδος της Κρητικής Πολιτείας, ενώ η διεκδίκηση της Ένωσης θα αφεθεί για ευνοϊκότερες εθνικές και διεθνείς συγκυρίες.
Το Ακρωτήρι των Χανίων (Κύαμον στην αρχαιότητα, Μελέχα στην Ενετοκρατία) είναι χερσόνησος σε σχήμα κεφαλιού, που υψώνεται βορειο-ανατολικά της πόλης των Χανίων με μορφολογία οροπεδίου. Με τα Χανιά συνδέεται με στενό λαιμό (3,5 χιλιομέτρων πλάτους) και ανυψούμενο, δημιουργεί στα νότια το θαυμάσιο φυσικό λιμάνι της Σούδας, «μήλον της έριδος» από αρχαίων χρόνων για τους κατά καιρούς επίδοξους κυριάρχους της Μεσογείου. Το Ακρωτήρι παλιότερα εθεωρείτο το «Άγιο Όρος» της Κρήτης με το πλήθος των ιερών κτισμάτων του, τα μοναστήρια και τα ταπεινά εξωκλήσια, που η ευλάβεια των χριστιανών σκόρπισε παντού.
Το Ακρωτήρι με τη διάφανη ατμόσφαιρα, τη γλυκύτητα του κλίματος, τη μοναδική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις και τη φιλόξενη διάθεση των κατοίκων του, αποτελούσε το ιδεώδες θέρετρο των Χανιωτών. Σήμερα, λόγω της θέσης του, δέχτηκε τις επιδράσεις του πολιτισμού: το διεθνές αεροδρόμιο «Δασκαλογιάννης», το Πολυτεχνείο Κρήτης, τη Ναυτική Ακαδημία, καθώς και το Πεδίο Βολής της Κρήτης.
Εδώ κάθε χρόνο οι ομιλητές ζωντανεύουν τους θρύλους της Κρήτης και τ' Ακρωτηριού στους λόγους τους. Τη δραματική επανάσταση του ΄97 με τα παράτολμα γεγονότα, που έφεραν την Κρήτη κοντά στην απελευθέρωση. Τον αποτρόπαιο βομβαρδισμό των επαναστατών του Ακρωτηριού από τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων. Τον θρύλο του Καγιαλέ, του ηρωικού επαναστάτη, που περιφρονώντας ζωή και θάνατο έστησε το κορμί του απέναντι στα βόλια των ισχυρών της γης. Μια πράξη άκρως ηρωική, μια απίστευτη αντίσταση στην επιβαλλόμενη βία, που προκάλεσε την κατάπληξη και τον ενθουσιασμό των πληρωμάτων των ναυλοχούντων περί το Ακρωτήρι πλοίων, αλλά που εγείρει ακόμη τον θαυμασμό και την περίσκεψη στους επισκέπτες. Το γεγονός αυτής της αντίστασης του Κρητικού σε υπέρμετρες δυνάμεις έχει αποθανατίσει στο χαλκό ο χανιώτης γλύπτης Ιωάννης Μαρκαντωνάκης με το θαυμάσιο ανδριάντα του επαναστάτη του Ακρωτηρίου Σπύρου Καγιαλέ.