Η Σπιναλόγκα είναι μια βραχονησίδα, στην είσοδο του κόλπου της Ελούντας στον νομό Λασιθίου. Πάνω στα κακοτράχαλα εδάφη της, γράφτηκαν μερικές από τις πιο μαύρες σελίδες ανθρώπινου πόνου και δυστυχίας στην νεότερη ιστορία της Ελλάδος! Η έκταση του μικρού αυτού νησιού είναι μόλις 85 στρέμματα, ενώ το ψηλότερο βουνό της δεν ξεπερνά σε ύψος τα 53 μέτρα. Το 1715 κατελήφθη από τους Τούρκους, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα υπολογίζεται ότι κατοικούνταν από περισσότερες των 200 οικογενειών.
Το νέο λεπροκομείο
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα που λειτούργησε το λεπροκομείο στην Σπιναλόγκα, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε φυσική ανοσία απέναντι στην ασθένεια και ο κίνδυνος μετάδοσης της λέπρας ήταν πολύ μικρός, εφόσον τηρούνταν οι βασικές συνθήκες υγιεινής. Έτσι, ένα νησάκι κοντά στην ξηρά, για την εύκολη μεταφορά τροφίμων και εφοδίων, ήταν η ιδανική λύση απομόνωσης των ασθενών και υποτιθέμενης προστασίας του υγιούς πληθυσμού. Επιπλέον, η στέγαση των ασθενών ήταν εύκολη και ανέξοδη, αφού υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια, μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων της.
Λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή του, στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας άρχισαν να στέλνονται λεπροί απ’ όλη τη χώρα και ιδίως οι πιο "ανυπάκουοι" και "αντιδραστικοί". Απέναντι, δε, από την Σπιναλόγκα, αναπτύχθηκε ένας μικρός συνοικισμός, η Πλάκα, όπου δημιουργήθηκε ένα πανδοχείο για τους επισκέπτες, αλλά και λίγα, υπαίθρια κυρίως, καταστήματα με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τους λεπρούς και για όσους τους επισκέπτονταν. Επιπλέον, στην δεκαετία του 1930 χτίστηκαν και νέες κατοικίες στο νησί, που προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες, ενώ για την διάνοιξη περιμετρικών δρόμων χρειάστηκε να γκρεμιστούν τμήματα του παλιού ενετικού φρουρίου.
Το θλιβερό παρελθόν
Μέχρι την μεταφορά τους στην Σπιναλόγκα, οι λεπροί ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες, σε ασβεστωμένα σπίτια, που λέγονταν "μεσκινιές", ενώ αποκαλούνταν από τους υπόλοιπους υγιείς συνανθρώπους τους "λουβιάρηδες", "μεσκίνηδες" ή "κομμένοι". Ο αμαθής πληθυσμός της εποχής εκείνης τρόμαζε στην θέα των παραμορφωμένων ασθενών και τους ανάγκαζε να φορούν κουδουνάκια, ώστε να γίνεται αντιληπτή η παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα ο κόσμος. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν παραβιάζονταν οι όροι της "μεσκινιάς", ήταν δυνατόν ο λεπρός να λιθοβοληθεί ή και να πυροβοληθεί! Επίσης, η λέπρα προξενούσε πρόσθετο φόβο και δέος, επειδή θεωρούνταν και θρησκευτική ασθένεια, εξαιτίας των αναφορών στη ζωή του Χριστού σε θεραπεία λεπρών.
Ο τραγικός αποχωρισμός
Σε μια άλλη περίπτωση, μια γυναίκα κρύφτηκε την νύχτα στο καΐκι που θα μετέφερε το πρωί τους ασθενείς από τα Χανιά στην Σπιναλόγκα και έτσι κατάφερε να καταλήξει στο νησί μαζί με τον σύζυγό της, προκειμένου να βρίσκεται μαζί του και να τον φροντίζει.
Στην Σπιναλόγκα, επίσης, υπήρχαν και μερικοί κάτοικοι που δεν είχαν προσβληθεί από την νόσο, συνήθως σύζυγοι ή γονείς λεπρών που δεν ήθελαν να αποχωριστούν και να αφήσουν, αβοήθητα στην μοίρα τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η μεταφορά στο νησί
Πολύ συχνά οι λεπροί μεταφέρονταν στο νησί με την βία, πολλές φορές και με χειροπέδες, ενώ όσοι πήγαιναν εκεί γνώριζαν ότι δεν θα γυρίσουν ποτέ ξανά στα σπίτια τους και στην προηγούμενη ζωή τους. Στο λιμάνι, μάλιστα, όπου έφταναν οι βάρκες με τους ασθενείς, υπήρχε μια επιγραφή που έγραφε: "Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα". Επιπλέον, επί σειρά ετών οι νεοφερμένοι ασθενείς οδηγούνταν σε κλειστούς χώρους, σαν φυλακές, ενώ πίσω τους έκλεινε και τους απομόνωνε για πάντα από τον κόσμο μια βαριά καγκελόπορτα.
Η δραματική διαβίωση
Αναφερόταν, ακόμη, σε δημοσιευμένα κείμενα της δεκαετίας του 1930, ότι οι ασθενείς στην Σπιναλόγκα, μην έχοντας καμία εργασία, "διασκέδαζαν" κοιτάζοντας την θάλασσα, παίζοντας μερικά απλά παιχνίδια ή μερικά όργανα μουσικής. Άλλες φορές γλεντούσαν, έπιναν και μεθούσαν, καταριούνταν μεγαλόφωνα την τύχη τους, μισούσαν ή αγαπούσαν τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους τους. Μέσα στην πολυετή λειτουργία του λεπροκομείου, μερικοί λεπροί έπεσαν στην θάλασσα να πνιγούν ή αυτοκτόνησαν με άλλους τρόπους για να ξεφύγουν από την φρικτή ζωή τους, ενώ λιγοστοί κατάφεραν να δραπετεύσουν κολυμπώντας και να ξεφύγουν για πάντα από το νησί. Πολλοί, πάντως, από τους ασθενείς στο νησί πέθαιναν τελείως αβοήθητοι, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ή ακρωτηριασμένοι, μέσα σε φρικτούς πόνους!
Μια ζωή χωρίς μέλλον
Μια λαμπερή ακτίνα φωτός
Η ζωή των λεπρών άλλαξε το 1936, όταν μεταφέρθηκε στην Σπιναλόγκα ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, τριτοετής φοιτητής της Νομικής, χτυπημένος, μετά την αδελφή του που ήταν ήδη στο νησί, από την νόσο. Ο Ρεμουνδάκης, ένας από τους λίγους μορφωμένους ασθενείς, δεν αφέθηκε μοιρολατρικά στην αθλιότητα της ζωής στο νησί, αλλά αγωνίστηκε με πάθος να καλυτερεύσει τις συνθήκες ζωής των χανσενικών, απαιτώντας από την πολιτεία καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και νοσηλείας.
Μερικές από τις πρωτοβουλίες που πήρε ήταν: ίδρυσε την "Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας", οργάνωσε υπηρεσία καθαριότητας κοινόχρηστων χώρων, δημιούργησε θέατρο, κινηματογράφο, καφενεία και κουρείο (που εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι οι ασθενείς), έφερε ασβέστη για την απολύμανση των σπιτιών και την εξαφάνιση της ενοχλητικής δυσοσμίας, φύτεψε δέντρα, έφερε ηλεκτρογεννήτρια για ρεύμα στο νησί, πριν ακόμη αποκτήσει ακόμη και η Πλάκα, το απέναντι χωριό και τοποθέτησε μεγάφωνα στους δρόμους που έπαιζαν κλασική μουσική!
Μια νέα ζωή…
Με τις παρεμβάσεις του φοιτητή της Νομικής, η ποιότητα ζωής των λεπρών βελτιώθηκε σημαντικά, όπως αναφέρει και ένας θεραπευμένος χανσενικός, ο Μανώλης Φουντουλάκης*: "Από μια στιγμή και μετά το νησί δεν ήταν κολαστήριο. Ήταν ένα χωριό εγκλείστων, με τους καλούς, τους τζαναμπέτηδες και τους ζαμανφουτίστες". Ο ίδιος ο Φουντουλάκης, που παντρεύτηκε την αγαπημένη του Λενιώ (η οποία αψήφισε την ασθένειά του) και έκανε μαζί της μία υγιή κόρη που έγινε γιατρός, είχε πει ακόμη σε μια συνέντευξή του: "Έμεινα χρόνια φυλακισμένος, χωρίς να έχω κάνει έγκλημα, βιώνοντας είτε την απέχθεια, είτε τη συμπόνοια των επισκεπτών του νησιού, που αρέσκονταν να φωτογραφίζουν ψυχρά τα ανθρώπινα ράκη και στην συνέχεια να φεύγουν δήθεν συγκλονισμένοι από το αποκρουστικό θέαμα…".
Η περίοδος της Κατοχής
Η Σπιναλόγκα ήταν το μόνο, ίσως, μέρος της Ελλάδας που δεν κατέλαβαν οι Γερμανοί στην διάρκεια της Κατοχής, φοβούμενοι την μετάδοση τη νόσου. Έτσι, αφού εκκένωσαν και οχύρωσαν το απέναντι χωριό, την Πλάκα, φοβούμενοι απόβαση των συμμάχων, αναγκάστηκαν να στέλνουν οι ίδιοι τρόφιμα στους ασθενείς του νησιού, για να μην φτάσουν στην ξηρά και μολύνουν τα στρατεύματά τους.
Οι πρώτες αντιδράσεις
Με το πέρασμα των χρόνων, πολλοί από τους επισκέπτες του νησιού εξοργίστηκαν από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εξέφρασαν τη διαμαρτυρία τους στέλνοντας επιστολές στην Ελληνική κυβέρνηση. Ένας από αυτούς, ο νομάρχης Λασιθίου, έστειλε το 1925 μια επιστολή στον Ελ. Βενιζέλο, στηλιτεύοντας την ακαταλληλότητα του νησιού για λεπροκομείο:
"Και ως ειρκτή καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. Επισκεφθείς αυτό απεκόμισα τας χειρίστας εντυπώσεις και ίσως μόνη η μεγάλη φαντασία ενός Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψει. Υπέρ τα διακόσια ανθρώπινα άθλια πλάσματα, πάσης ηλικίας, κοινωνικής θέσης, φύλου και σωματικής παραμορφώσεως, έχουν εκεί εγκαθειρχθεί εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσεως ηθικών ή και γραπτών νόμων...".
Η αρχή του τέλους…
Μετά από πολλά χρόνια ερευνών, το 1948 ανακαλύφθηκε στην Αμερική το πρώτο φάρμακο για την αντιμετώπιση της λέπρας. Έτσι, οι ασθενείς άρχισαν να θεραπεύονται και η Σπιναλόγκα άδειασε σταδιακά από τους ασθενείς, μέχρι και το 1957, οπότε αποχώρησαν και οι τελευταίοι και το λεπροκομείο έκλεισε οριστικά. Οι λίγοι λεπροί που είχαν, βρίσκονταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, μεταξύ αυτών και ο Ρεμουνδάκης, μεταφέρθηκαν στο λεπροκομείο της "Αγίας Βαρβάρας" στο Αιγάλεω που λεγόταν νοσοκομείο "Λοιμωδών Νόσων".
Πολλοί πάντως ασθενείς, αρχικά αρνούνταν να εγκαταλείψουν το νησί, πιστεύοντας ότι το "στίγμα" της νόσου δεν είχε φύγει ακόμη από πάνω τους και από τα βλέμματα των συνανθρώπων τους και ότι ποτέ πια δεν θα τους δεχτούν ως ισότιμα μέλη στις "καθαρές" κοινωνίες τους.
Αναφέρεται, επίσης, ότι ο μόνος που δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει το νησί ήταν ένας ιδιόρρυθμος Κρητικός λυράρης, που δεν ήταν και λεπρός, ο Αντώνης Παπαδάκης ή "Καρεκλάς", ο οποίος επέλεξε να ζει με τους λεπρούς. Μετά το κλείσιμο του λεπροκομείου και την διακοπή του εφοδιασμού, πάσχοντας από σοβαρή πλέον ψυχική διαταραχή, παρέμεινε στο νησί τρώγοντας αγριόχορτα και σαύρες, ενώ χρειάστηκε να απομακρυνθεί και να γυρίσει με την βία στο σπίτι του στην Κρήτη.
Από το κολαστήριο ψυχών, στο τουριστικό αξιοθέατο…
Ζωές άδικα πεταμένες στα σκουπίδια…
Παρά την προαιώνια προκατάληψη του κόσμου και τις διαχρονικές κραυγές ρατσισμού και ανθρωποφοβίας, η πραγματικότητα λέει ότι η λέπρα είναι μια νόσος που μεταδίδεται πολύ δύσκολα και θεραπεύεται πλήρως από την σύγχρονη ιατρική. Οι άμοιροι ασθενείς, μεταφέρονταν στο παρελθόν στο νησί με την βία σε ένα κολαστήριο σωμάτων και ψυχών, από το οποίο, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν κατάφερναν ποτέ να ξεφύγουν και να επανέλθουν στην φυσιολογική τους ζωή.
Η Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών, αποτελεί αναμφίβολα μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, ενώ τα απομεινάρια της ντροπής, ακόμη και σήμερα, στέκουν αγέρωχα και μαρτυρούν τον ανείπωτο πόνο χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι θανατώθηκαν ψυχικά και σωματικά, όχι μόνο από την ίδια τη νόσο, αλλά κυρίως από την σκληρή και άδικη συμπεριφορά των συνανθρώπων τους…
Η λέπρα, η οποία ονομάζεται αλλιώς και νόσος του Χάνσεν, προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας (Mycobacterium leprae) και ανακαλύφθηκε από το Νορβηγό γιατρό Αρμ. Χάνσεν το 1873. Η νόσος ήταν γνωστή στην αρχαία Αίγυπτο και στις Ινδίες εδώ και 4.000 χρόνια. Μέχρι σήμερα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τον τρόπο μετάδοσης της ασθένειας. Πιθανότατα, η λέπρα μεταδίδεται με την στενή και συχνή επαφή με ανθρώπους που είναι ήδη μολυσμένοι με το μυκοβακτηρίδιο που την προκαλεί. Το βακτηρίδιο μπορεί να εισέλθει στο σώμα διαμέσου της μύτης ή του προσβεβλημένου δέρματος. Το 95%, πάντως, του πληθυσμού διαθέτει φυσική ανοσία και δεν μπορεί να προσβληθεί από την λέπρα. Ο καλύτερος τρόπος προστασίας από την νόσο είναι η αποφυγή επαφής με τα σωματικά υγρά και το δέρμα των ασθενών.
Στις μέρες μας, η ασθένεια θεραπεύεται, με λήψη αντιβίωσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για τους ασθενείς που λαμβάνουν την κατάλληλη θεραπεία, πλέον, δεν υπάρχουν περιορισμοί στην εργασία, στο σχολείο ή σε άλλες κοινωνικές δραστηριότητες και συναναστροφές. Εφόσον ξεκινήσει η θεραπεία, η νόσος παύει να είναι μεταδοτική και ο ασθενής μπορεί να συνεχίζει κανονικά τις καθημερινές του ασχολίες...