Στο πλαίσιο της προσπάθειας που έχει ξεκινήσει για την παρουσίαση των βασικών πρωταγωνιστών της Μικρασιατικής Εκστρατείας, παρουσιάζονται σύντομα βιογραφικά των βασικών επιτελών της Στρατιάς Μικράς Ασίας που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση για την προέλαση της Στρατιάς προς την Άγκυρα, τον Ιούλιο του 1921, καθώς και του Ξενοφώντος Στρατηγού.
Πάλλης Κωνσταντίνος
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 1871 και αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων στις 31 Ιουλίου 1893 ως Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού.
Κατά τον Ελληνο-τουρκικό Πόλεμο του 1897 συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα που απεστάλη στην Κρήτη υπό τον Τιμολέοντα Βάσο.
Προήχθη σε Υπολοχαγό το 1904 και σε Λοχαγό το 1910. Ως Υπολοχαγός, φοίτησε στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου από το 1905 μέχρι το 1908. Μαζί με την τριάδα Μεταξά-Στρατηγού-Παπαβασιλείου, είναι οι μόνοι γνωστοί απόφοιτοι της Ακαδημίας αυτής στον Ελληνικό Στρατό. Εντάχθηκε στο Σώμα Γενικών Επιτελών της εποχής, αλλά μετά την κατάργησή του Σώματος -συνεπεία του Κινήματος στο Γουδή- επανήλθε στο Όπλο του.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε στο Γενικό Στρατηγείο ως επιτελής του Τμήματος Επιχειρήσεων.
Μετά τους Βαλκανικούς δίδαξε Στρατιωτική Ιστορία στο νεοσύστατο «Σχολείο Λοχαγών». Προήχθη σε Ταγματάρχη το 1913, σε Αντισυνταγματάρχη το 1915 και σε Συνταγματάρχη το 1917. Το 1917 απομακρύνθηκε από το στράτευμα ως βασιλόφρων και στη συνέχεια εξορίστηκε σε διάφορα νησιά λόγω του Διχασμού.
Επανήλθε με τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 ως Επιτελάρχης της Στρατιάς Μικράς Ασίας, θέση στην οποία υπηρέτησε όσο Διοικητής της Στρατιάς ήταν ο Αντιστράτηγος Παπούλας. Όσο υπηρετούσε ως Επιτελάρχης στη Σ.Μ.Α. ήταν, μαζί με τον Υπαρχηγό του Επιτελείου Συνταγματάρχη Π. Σαρρηγιάννη -με τον οποίον φαίνεται να είχε ανταγωνιστική σχέση- οι βασικοί επιτελικοί ιθύνοντες στη Στρατιά, και δεδομένης της παντελούς έλλειψης επιτελικής καταρτίσεως του Διοικητή της Στρατιάς, οι βασικοί επιχειρησιακοί νόες της Στρατιάς. Το 1921 προήχθη σε Υποστράτηγο. Μετά την αποστρατεία Παπούλα στις 23 Μαΐου 1922 απομακρύνθηκε κι αυτός από τη Στρατιά κατόπιν δικού του αιτήματος.
Αποστρατεύτηκε στις 28 Νοεμβρίου 1923. Επί της Οικουμενικής Κυβερνήσεως του 1927 το Ειδικό Στρατιωτικό Συμβούλιο πρότεινε την επαναφορά του στο στράτευμα και τον προήγαγε σε Αντιστράτηγο, πλην όμως ο ίδιος δεν δέχθηκε την επαναφορά οπότε αποστρατεύθηκε και πάλι.
Με την κήρυξη του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και τοποθετήθηκε Αρχηγός του (Εμπέδου) Γενικού Επιτελείου Στρατού -που δεν ασχολούταν με τις επιχειρήσεις- όπου υπηρέτησε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1941.
Πέθανε το ίδιο έτος.
Σαρρηγιάννης Πτολεμαίος
Γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1882 στον Πειραιά. Εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων το 1900 και αποφοίτησε ως Ανθυπολοχαγός Μηχανικού στις 19 Ιουλίου του 1903. Αργότερα φοίτησε στη γαλλική Ανωτέρα Σχολή Πολέμου.
Έλαβε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα από το 1906 έως το 1908 με οργανωτικό ρόλο, υπηρετώντας ως υπάλληλος του Προξενείου της Ελλάδας στο Μοναστήρι υπό το ψευδώνυμο «Παύλος Σάρρος» (στρατιωτικό ψευδώνυμο «Καλαμίδης»). Το 1909 προήχθη σε Υπολοχαγό και έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, αρχικά στο Επιτελείο του Στρατού Ηπείρου και εν συνεχεία ως διοικητής Μηχανικού της ΙΙΙης Μεραρχίας Πεζικού. Το 1913 προήχθη σε Λοχαγό και το 1915 σε Ταγματάρχη. Στο Μακεδονικό Μέτωπο υπηρέτησε ως επιτελάρχης της Μεραρχίας Κρήτης. Το 1917 προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη και το 1919 σε Συνταγματάρχη, ως αναγνώριση των διακεκριμένων υπηρεσιών του κατά τη Μάχη Σκρά ντι Λέγκεν τον Μάιο του 1918.
Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, υπηρέτησε αρχικά ως Επιτελάρχης του Στρατού Κατοχής της Ζώνης Σμύρνης και εν συνεχεία ως Υπαρχηγός Επιτελείου και Διευθυντής Επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς Ασίας, με επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Θεόδωρο Πάγκαλο. Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και την αλλαγή της ηγεσίας της Στρατιάς, ο Σαρρηγιάννης παρέμεινε, σχεδόν ο μόνος από το προηγούμενο επιτελείο, με νέον Επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Πάλλη, με τον οποίον φαίνεται ότι η σχέση τους ήταν ανταγωνιστική. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τις 21 Μαΐου του 1922. Τον Φεβρουάριο του 1921 ορίστηκε στρατιωτικός σύμβουλος της ελληνικής αποστολής στην Διάσκεψη του Λονδίνου υπό τον πρωθυπουργό Νικόλαο Καλογερόπουλο. Ήταν ο κύριος μοχλός κινήσεως των επιχειρήσεων του έτους 1921. Όλες οι διαταγές επιχειρήσεων του Ιουνίου-Ιουλίου και Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1921 συντάχθηκαν ιδιοχείρως από αυτόν. Στις 24 Αυγούστου 1922 ανέλαβε και πάλι επιτελάρχης της Σ.Μ.Α., μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους.
Το Σεπτέμβριο του 1922 συμμετείχε στην ελληνική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη των Μουδανιών, στις διαπραγματεύσεις που έγιναν για την επίτευξη ανακωχής, υπό την διεύθυνση του υποστρατήγου Αλέξανδρου Μαζαράκη-Αινιάνος.
Υπήρξε μάρτυρας κατά τη δίκη των Εξ, όπου πάντως δεν κατέθεσε αυτοπροσώπως αλλά υπέβαλε γραπτό υπόμνημα.
Λίγο αργότερα απομακρύνθηκε από το στράτευμα αλλά ανακλήθηκε στην υπηρεσία από τον Θεόδωρο Πάγκαλο όταν αυτός κατέλαβε την εξουσία το 1925. Προήχθη σε υποστράτηγο και τοποθετήθηκε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, αντικαθιστώντας τον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάνα. Με την πτώση του Πάγκαλου, ο Σαρρηγιάννης απομακρύνθηκε, στις 31 Αυγούστου 1926 και αντικαταστάθηκε από τον Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάνα.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής προσχώρησε στον Ε.Λ.Α.Σ. και με το ψευδώνυμο Αίας, χάρις και στις σχέσεις του με τον Σιάντο, με τον οποίο γνωρίζονταν από τη Μικρά Ασία, όπου ο Σιάντος υπηρετούσε ως λοχίας υπό τις διαταγές του Σαρρηγιάννη. Στις 24 Νοεμβρίου 1944 διορίστηκε Υφυπουργός Στρατιωτικών της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, θέση από την οποία παραιτήθηκε (ή αντικαταστάθηκε) στις 4 Δεκεμβρίου 1944.
Πέθανε στην Αθήνα το 1958.
Σπυρίδωνος Γεώργιος
Γεννήθηκε στο Κιάτο την 1η Ιανουαρίου 1879. Αποφοίτησε από το Σχολείο Υπαξιωματικών, πρώτος της Τάξεώς του, το 1906 ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε αρχικά ως διοικητής λόχου πολυβόλων, εν συνεχεία ως διοικητής λόχου του 20ου Συντάγματος και εν συνεχεία ως διοικητής του 3ου Τάγματος του ιδίου Συντάγματος, λαμβάνοντας μέρος σε όλες τις μάχες του Συντάγματος. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στις μάχες στο Καρά Ασμάκι Νευροκοπίου, στο Ύψωμα 1378 και στο Πρέντελ Χαν. Κατά τη διάρκεια της ανακωχής του 1913, επί κεφαλής αποσπάσματος έξι λόχων, έδωσε την τελευταία μάχη του πολέμου στο Μελένικο, εναντίον ισχυρών βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο διετέλεσε επιτελής του Α’ Σώματος Στρατού.
Στη Μικρασιατική Εκστρατεία, με τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, υπηρέτησε ως Διευθυντής του 4ου Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς τόσο επί Βενιζέλου, υπό τον Αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, όσο και επί Μετανοεμβριανού καθεστώτος, αρχικά υπό τον αντιστράτηγο Παπούλα κι εν συνεχεία υπό τον αντιστράτηγο Χατζανέστη, εξασφαλίζοντας, μαζί με τον Συνταγματάρχη Σαρρηγιάννη, τη βασική συνέχεια του Επιτελείου της Στρατιάς. Ήταν ο βασικός υπεύθυνος για τον σχεδιασμό της Διοικητικής Μερίμνης της Στρατιάς τη Μικρά Ασία, η οποία θεωρείται κατόρθωμα επιμελητείας. Παρ’ όλα αυτά, η εισήγησή του κατά την προετοιμασία της εισηγήσεως της Στρατιάς προς το Συμβούλιο της Κιουτάχειας, τον Ιούλιο του 1921, παραμένει αμφιλεγόμενη.
Κατά τις επιχειρήσεις της Άγκυρας τον Αύγουστο του 1921, όταν μετά από έκκληση του Διοικητή του Α’ ΣΣ για άμεσο εφοδιασμό των μονάδων του με πυρομαχικά, ο Διοικητής της Στρατιάς διέταξε τον Σπυρίδωνος να εξασφαλίσει οπωσδήποτε τη μεταφορά των πυρομαχικών, ο τελευταίος μετέβη ο ίδιος με τρία εξοπλισμένα αυτοκίνητα στον Σταθμό Εφοδιασμού στη γέφυρα Μπαλικνταμί, παρέλαβε 120 αυτοκίνητα με πυρομαχικά που αδρανούσαν εξ αιτίας του φόβου του τουρκικού ιππικού και τα οδήγησε προσωπικά στο Ινλάρ Κατραντζί. Κατά την πορεία η φάλαγγα προσβλήθηκε, με αποτέλεσμα μόνον τα 90 φορτηγά να φτάσουν τελικά στο Ινλάρ Κατραντζί, τα 20 να επιστρέψουν στο Μπαλίκνταμί και τα δέκα να πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Στον στρατό του Έβρου, το 1923, ήταν επιτελάρχης του Γ’ ΣΣ. Το 1925 τοποθετήθηκε Υπαρχηγός του ΓΕΣ.
Το 1926 διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Ευταξία -που αποτελούσε μια προσπάθεια «πολιτικοποίησης» του καθεστώτος Πάγκαλου- αλλά παραιτήθηκε την επομένη ημέρα.
Αποστρατεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1926. Επί κυβερνήσεως Μεταξά διετέλεσε Υπουργός Σιδηροδρόμων αρχικά (και Σιδηροδρόμων και Αυτοκινήτων, εν συνεχεία), από τις 14 Αυγούστου 1936 έως τις 12 Δεκεμβρίου 1938, οπότε παραιτήθηκε.
Πηγή: Βελισάριος