Στην Ελλάδα –στις δομές του κράτους, στις δομές και τους φορείς της ενημέρωσης, αλλά και στην ίδια την κοινωνία– υπάρχει εμπεδωμένη μια προκατάληψη, την οποία την βρίσκει κανείς μπροστά του νομοτελειακά, όποτε επιχειρεί να θίξει δημοσίως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το Κουρδικό.
Η προκατάληψη αυτή δεν προβάλλει μόνο τον ισχυρισμό ότι «οι Κούρδοι μάς έσφαξαν, άρα δεν επιτρέπεται να συζητάμε για ενδεχόμενο συνεργασίας και συμμαχίας μαζί τους», αλλά προχωρά ακόμα πιο πέρα, δίνοντας «γραμμή» να είμαστε υπέρ της ενότητας και της ακεραιότητας της Τουρκίας, γιατί «ό,τι χάσει η Τουρκία στα ανατολικά της, θα το κερδίσει στα δυτικά της».
Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, είναι ιστορικά ανακριβές αφού οι Κούρδοι δεν ήταν σύνοικοι ούτε καν γειτονικοί πληθυσμοί με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, με εξαίρεση ορισμένους ελληνικούς οικισμούς του Πόντου, που γειτνίαζαν με κουρδικούς.
Το σωστό είναι ότι ορισμένες φατρίες των Κούρδων, από την εποχή του Αβδούλ Χαμίτ και των Συνταγμάτων Χαμιδιέ, συνεργάστηκαν με το οθωμανικό κράτος και σε ορισμένες περιπτώσεις στράφηκαν εναντίον Αρμενίων, Ασσυρίων και φυλών Κούρδων που δεν συνεργάζονταν με το οθωμανικό κράτος.
Το πώς, το βλέπουμε παρακάτω.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, αφού αποβιβάστηκε στην Αμισό τις 19 Μαΐου 1919, διοργάνωσε δυο συνέδρια – ένα στη Θεοδοσιούπολη (Erzurum) από 23 Ιουλίου μέχρι 7 Αυγούστου, και ένα στη Σεβάστεια (Sivas), από τις 4 μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους.
Στα συνέδρια αυτά ο Κεμάλ προσπάθησε να κερδίσει την υποστήριξη των τοπικών αρχόντων της Ανατολίας –μεταξύ αυτών και οι Κούρδοι– για να οργανώσει την λεγόμενη Τουρκική Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα και τον νέο τακτικό στρατό, με σκοπό να εκδιώξει από τα εδάφη της Μικράς Ασίας τα ξένα στρατεύματα «κατοχής», όπως τα ονόμαζε (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ελληνικά).
Εκείνοι που ήταν δύσπιστοι ήταν οι Κούρδοι αλεβίτες των νομών Ντέρσιμ, Μαλάτειας, Ερζινγκιάν και Σεβάστειας – νομοί που γειτνιάζουν με τον Πόντο. Οι ηγέτες των φυλών αυτών από τον Μάρτιο του 1918 είχαν αρχίσει να οργανώνονται για να απαιτήσουν αυτονομία και έβλεπαν με καχυποψία τις κινήσεις του Κεμάλ.
Στις 6 Μαρτίου 1921, και ενώ ήταν σε εξέλιξη η προέλαση του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο –στις 27 Μαρτίου έγινε η ατυχής μάχη του Ινονού με τον κεμαλικό στρατό–, επαναστάτησε η φατρία των Κότσγκιρι (Κούρδοι αλεβίτες που αποτελούνταν από 16 μεγάλες πατριαρχικές οικογένειες, συνολικού πληθυσμού 40.000 ανθρώπων, που κατοικούσαν σε 135 χωριά και κωμοπόλεις, σε επαρχίες των νομών Σεβάστειας, Ερζινγιάν και Ντέρσιμ).
Οι επαναστάτες, που διέθεταν μια δύναμη ενόπλων που ξεπερνούσε τους 6.000 έφιππους άνδρες, πολιόρκησαν και συνέλαβαν τη δύναμη ενός συντάγματος που κινήθηκε εναντίον τους, κρέμασαν τον συνταγματάρχη και είτε συνέλαβαν είτε εκδίωξαν οποιονδήποτε εκπρόσωπο του υπό δημιουργία τότε νέου τουρκικού κράτους από τις περιοχές τους.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, που ήταν απασχολημένος με την αντιμετώπιση του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο, έστειλε εκπροσώπους του στους επαναστατημένους Κούρδους για να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, και όταν εκείνοι απέρριψαν τις συμβιβαστικές προτάσεις του, έστειλε ένα σώμα στρατού δυνάμεως 6.000 ανδρών εναντίον τους.
Στα τέλη Απριλίου ο Τοπάλ Οσμάν κατάφερε να κάμψει την αντίσταση των επαναστατών, οι οποίοι διασκορπίστηκαν σε μικρές ομάδες στα βουνά, για να ακολουθήσουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που ολοκληρώθηκαν στις 17 Ιουνίου 1921.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Τοπάλ Οσμάν, σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Vakit στις 19/2/1922, είχε δηλώσει: «Κινηθήκαμε εναντίον των επαναστατών του Κότσγκιρι με 2.700 άνδρες».
Και πρέπει να ξέρουμε την πραγματική ιστορία, να διδασκόμαστε απ’ αυτήν και όχι να αποπροσανατολιζόμαστε, «αλείφοντας βούτυρο στο ψωμί των Τούρκων», όπως λέει και η παροιμία!
Πηγή: Pontos-News