ΠΡΟΛΟΓΟΣ [1]
Ἀνάγκη ἄκρως ἐπείγουσα, σοβαρά καί μεγάλη ἐπροκάλεσε τήν ὑπό τῆς ΔΙΣ ἔκτακτον σύγκλησιν τῆς Ἱεράς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας πρός μελέτην τοῦ ὡς μή ὤφελε δραματικῶς προκύψαντος μείζονος ζητήματος τῆς μή ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ὑπό ἔκδοσιν ἐθνικάς ταυτότητας, διακηρυχθείσης διά στόματος τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ ἐνώπιον τῆς Βουλῆς τήν 24-5-2000. Περιοριζόμεθα νά τονίσωμεν καί ὑπογραμμίσωμεν ἐνταῦθα ὡρισμένας, κατά τήν ἄποψιν ἡμῶν, σημαντικάς πτυχάς καί παραμέτρους τοῦ ὅλου ζητήματος, ἀπαραιτήτους διά την ἐκτίμησιν τῆς σοβαρότητος τῆς καταστάσεως καί διά τήν λῆψιν τῆς ἀποφάσεως ἡμῶν.
1. Καί κατά πρῶτον μέν ἐπαναλαμβάνομεν ὅτι ἡ Πολιτεία δέν ἐσεβάσθη τήν μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων κ. Πέτρου Εὐθυμία ἐπιτευχθεῖσαν, παρουσία καί τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Περιστερίου κ.κ Χρυσοστόμου, Συνοδικοῦ Συνέδρου, κατά τήν πρώτην μετά τόν διορισμόν του ἐθιμοτυπικήν ἐπίσκεψίν του παρ’ἡμῖν τήν 17-5-2000, κοινήν συμφωνίαν διά τῆς ἑκατέρωθεν δημιουργίας κλίματος εἰρήνης καί νηφαλιότητος διά τῆς ἑκατέρωθεν ὡσαύτως ἀποφυγῆς ὀξύνσεως αὐτοῦ, πρός ἔναρξιν ἀμοιβαίου διαλόγου καί κατάληξιν εἰς κοινῶς, εἰ δυνατόν, ἀποδεκτήν ἀπόφασιν ὡς πρός την προαιρετικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας. Τήν ἐν λόγῳ συμφωνίαν ἐπέβαλον αἱ προηγηθεῖσαι ἐμπρηστικαί εἰς τόν τύπον καί τήν τηλεόρασιν δηλώσεις τοῦ Ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης κ. Μιχ. Σταθοπούλου καί τοῦ Προέδρου τῆς Ἀρχῆς κ. Κων. Δαφέρμου, περί τῆς διαγραφῆς τοῦ στοιχείου τοῦ θρησκεύματος ἀπό τάς νέας ταυτότητας, καί περί σειρᾶς ὅλης μέτρων διά τήν μετατροπήν τῆς Ἑλλάδος εἰς κοσμικόν κράτος κατά τό πρότυπον τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν, ἡμῶν περιορισθέντων τότε εἰς τήν λιτήν δήλωσιν ὅτι ὑπάρχει καί ὁ λαός, ἐρήμην τοῦ ὁποίου δέν εἶναι δυνατόν νά λαμβάνωνται τόσον σημαντικαί ἀποφάσεις, καί ἀκολούθως εἰς τινας ἀναφοράς ἐπί τοῦ θέματος κατά τήν διάρκειαν ἐπ΄ Ἐκκλησίας ὁμιλιῶν ἡμῶν. Σημειωθήτω ἐνταῦθα ὅτι μερίς, τοῦ κυβερνητικοῦ κυρίως τύπου παρουσίασε την κατά τά ἄνω ἐπιτευχθεῖσαν συμφωνίαν ὡς νίκην τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῆς Κυβερνήσεως, τινές δέ τῶν δημοσιογραφούντων ἐκάλουν τόν κ. Πρωθυπουργόν νά ἐπιδείξῃ την πυγμήν αὐτοῦ κατά τῆς Ἐκκλησίας. Τό στοιχεῖον τοῦτο διεδραμάτισεν, ὡς δεικνύουν τά πράγματα, σοβαρόν ρόλον εἰς τήν ἐξέλιξιν τῶν πραγμάτων. Πρός πρόληψιν τῆς ἐξελίξεως ταύτης ἐτονίσαμεν εἰς τόν κ. Πρωθυπουργόν, κατά τήν τηλεφωνικήν ἡμῶν ἐκ Ρουμανίας συνομιλίαν, τήν 23ην Μαΐου 2000, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει πλήρη ἐπίγνωσιν τοῦ διακριτοῦ ἀπό τήν Πολιτείαν ἀλλά θεσμικοῦ ρόλου της ἐντός τοῦ Κράτους, ὅτι δέν ὑπεισέρχεται εἰς τά τῶν κυβερνητικῶν ἀποφάσεων καί ὅτι διατηρεῖ μόνον τό δικαίωμα νά διατυπώνῃ τάς ἀπόψεις της ἐπί θεμάτων, τά ὁποῖα τήν ἐνδιαφέρουν, ὡς τοῦτο ἄλλωστε συμβαίνει εἰς το δημοκρατικόν πολίτευμα τῆς Χώρας, ὁπού ἡ Κυβέρνησις πρό τῆς λήψεως παντός μέτρου διαλέγεται μετ’ἐκείνων τούς ὁποίους τό μέτρον τοῦτο ἐνδιαφέρει. Τό αὐτό ἐπανέλαβεν ἐμφαντικῶς καί κατηγορηματικῶς εἰς τό ἐπίσημον Ἀνακοινωθέν της καί ἡ ΔΙΣ.
2. Ἐμοῦ εὑρισκομένου ἐπί ἀποστολῇ εἰς Ρουμανίαν, ἡ ἐφημερίς << ΤΑ ΝΕΑ>> (23-5-2000) μέ πρωτοσέλιδον κεντρικόν τίτλον προανήγγειλε τήν εἰς τήν Βουλήν δήλωσιν τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ κατά τήν ἑπομένην ἡμέραν τῆς ἀποφάσεως περί διαγραφῆς ἐφεξῆς τοῦ στοιχείου τούτου ἐκ τῶν ταυτοτήτων. Ἡ εἴδησις δέν κατέστη δυνατόν νά διασταυρωθῇ καί ἐπιβεβαιωθῇ ὑπό τῆς ἡμετέρας Πρωτοσυγκελλίας, καθότι ἀναζητηθείς ἐπιμόνως τῇ τηλεφωνικῇ ὁδηγίᾳ μου, καθ’ὃλην τήν πρωΐαν τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ κ. Ὑπουργός Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων, δέν ἀνευρίσκετο. Κατόπιν τούτου καί περί τήν μεσημβρίαν τῆς ἰδίας ἡμέρας ἐζήτησα τηλεφωνικήν μου σύνδεσιν μέ τόν ἴδιον τόν Πρωθυπουργόν, ἡ ὁποία καί ἐπραγματοποιήθη, διαρκέσασα περί τήν ἡμισείαν ὣραν. Κατ΄αὐτήν ἐζήτησα νά πληροφορηθῶ τά περί τῆς δημοσιευθείσης εἰδήσεως, ὑπομνήσας τήν συμφωνίαν. Ὁ κ. Πρωθυπουργός μοί ἀνεκοίνωσεν ὅτι δύο νεώτερα στοιχεῖα ἐπέβαλον εἰς αὐτόν την ἀπόφασιν νά ἀναγγείλῃ εἰς την Βουλήν τά περί τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας. Ταῦτα ἦσαν ἡ γραπτή ἐρώτησις τῆς βουλευτοῦ κας Μαρίας Δαμανάκη πρός τόν Πρωθυπουργόν, καλούμενον νά ἀπαντήσῃ ἐπί του ζητήματος τῆς ἀπαλείψεως τοῦ θρησκεύματος ἐκ τῶν νέων ταυτοτήτων, βάσει τῆς Ἀποφάσεως τῆς Ἐπιτροπῆς Δαφέρμου, καί ἡ Ἀπόφασις τῆς ὑπό τον κ. Κ. Δαφἐρμον Ἀρχῆς, καθεαυτήν, ὁποία εἶχεν ἀποσταλῆ εἰς το Πρωθυπουργικόν Γραφεῖον, καί ἡ ὁποία εἶχε δι΄αὐτόν ὑποχρεωτικόν χαρακτῆρα. Καί ἐν συνεχείᾳ μοί ἀνέπτυξε την ἐπιχειρηματολογίαν, τήν ὁποίαν ἐπανέλαβε καί ἐντός τῆς Βουλῆς κατά τήν ἐπιοῦσαν, διά νά καταλήξῃ ὅτι ἡ ἀπόφασίς του περί διαγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἶναι ἤδη εἰλημμένη καί θά ἀνακοινωθῇ. Παρά δέ την ἐκ μέρους ἡμῶν ἀναπτυχθεῖσαν λεπτομερῆ ἐπιχειρηματολογίαν πρός ἀντίκρουσιν τῶν πρωθυπουργικῶν ἀπόψεων, τελικῶς ὡλοκληρώσαμεν τήν συνομιλίαν χωρίς νά διαφανῇ ποῦ διάθεσις ἀναβολῆς τῆς ἐξαγγελίας. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἐτονίσαμεν εἰς τόν κ. Πρωθυπουργόν ὅτι ὁ λαός δέν εἶναι δυνατόν νά δεχθῇ χάριν τῶν θρησκευτικῶν μειονοτήτων νά στερηθῇ τοῦ δικαιώματος νά δηλώνῃ τό θρήσκευμά του, ὅτι το μέτρον τοῦτο εἶναι μόνον ἡ ἀπαρχή καί ἄλλων με στόχον την ἀποξήλωσιν τοῦ Σταυροῦ καί τῶν ἱερῶν Εἰκόνων ἀπό τά δημόσια καταστήματα (σχολεῖα, δικαστήρια, στρατόν κλπ.), ἀπό τόν ἱστό τῶν Σημαιῶν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μάχεται ὑπέρ τῶν ἀξιῶν τοῦ ἔθνους καί τοῦ πολιτισμοῦ, ὅτι ὁ ἑλληνικός λαός εἶναι στενότατα συνδεδεμένος μέ τήν Ὀρθοδοξίαν καί ὅτι εἰς τήν Ἑλλάδα ἡ πίστις δέν εἶναι ἁπλῆ προσωπική ὑπόθεσις τῶν πολιτῶν μόνον, ἀλλά διαποτίζει καί ὅλην τήν ἐθνικήν καί κοινωνικήν ζωήν καί τέλος, ὅτι πᾶσα ἀπόπειρα διαχωρισμοῦ μεταξύ θρησκείας καί κοινωνίας θά συναντήσῃ τήν ζωηράν ἀντίδρασιν τοῦ πιστεύοντος λαοῦ. Ἐκ τῆς μέχρι τώρα πλουσίας ἐμπειρίας ἡμῶν ἐπιβεβαιοῦμεν ὅτι μόνον μύωπες δέν κατανοοῦν ὅτι εὑρισκόμεθα ἐνώπιον μιᾶς νέας εἰκονομαχίας ἐπιδιωκούσης τήν κατάλυσιν προαιωνίων πλαισίων ἐθνικῆς καί κοινωνικῆς παρουσίας τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τό προσκήνιον τῶν συνειδήσεων τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, καί δή τῶν νεωτέρων γενεῶν.
3. Ἐπηκολούθησεν ὁ γνωστός κονιορτός καί ἡ λάσπη, τήν ὁποίαν μετά μανίας ἤρχισε νά ρίπτῃ πρός τήν πλευράν τῆς Ἐκκλησίας ἡ γνωστή μερίς τοῦ τύπου, γραπτοῦ, προφορικοῦ καί ἠλεκτρονικοῦ, λάσπη ἡ ὁποία κατευθύνεται κυρίως κατά τοῦ προσώπου ἡμῶν, ἐνῷ ἤρχισαν ἤδη νά ἀκούωνται καί τινες φωναί ὑπέρ τῶν ἀπόψεων τῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους Ἱεραρχῶν, τῶν Θεολογικῶν ἡμῶν Σχολῶν, πολιτικῶν προσώπων κλπ., τούς ὁποίους ἅπαντας ἀπό βάθους καρδίας εὐχαριστοῦμεν. Ὁ πολύς μάλιστα λαός κατακλύζει καί ἡμᾶς εἰς τό κέντρον καί ἀσφαλῶς καί ὑμᾶς εἰς τήν Ἐπαρχίαν δι’ὑπομνημάτων, ἐπιστολῶν καί προφορικῶν διαβημάτων ἀξιῶν δυναμικήν ἀντιμετώπισιν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἀνακύψαντος ζητήματος. Τῆς πολεμικῆς κλιμακουμένης καθ’ἑκάστην ἡμέραν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ἐπιστρατεύσεως ἀπιθάνων συκοφαντιῶν, ὡς λ.χ. ὅτι διαπραγματευόμεθα δῆθεν τό πακέττο Πρόντι ἢ ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐτοποθετήθη διά δηλώσεών του ὑπέρ τῆς νομιμοφροσύνης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἢ ὅτι τούς τῆς Ἐκκλησίας Ποιμενάρχας χαρακτηρίζει μόνον ὁ τύφος τῆς ἐξουσίας, ἢ ὅτι ἡ Ἐπιστημονική Νομική Ἐπιτροπή ἀπεφάνθη ὁμοφώνως ὑπέρ τῆς κυβερνήσεως κλπ., ἀνελάβομεν ἐκστρατείαν διά τήν ἐνημέρωσιν τῆς Κοινῆς Γνώμης, δι’ἐκδόσεως ἀνακοινώσεων, δι’ἀποστολῆς εἰς τηλεοπτικάς συζητήσεις ἱκανῶν συνομιλητῶν πρός προβολήν τῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας καί διά δηλώσεων τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἱ. Συνόδου Σεβ. Μητροπολίτου Θεσσαλικός καί Φαναριοφαρσάλων κ.κ Θεοκλήτου, ἐνῷ ἀξιοποιήσαμεν καί τήν ἀπό ἀνυπόπτου χρόνου προγραμματισθεῖσαν συνέντευξιν ἡμῶν πρός τούς ἀνταποκριτάς τοῦ ξένου τύπου τήν 31ην Μαΐου 2000, διά νά δώσωμεν τό στίγμα τῶν καιρῶν καί νά ἀπαντήσωμεν εἰς πληθώραν ἐρωτήσεων, κυρίως ἐπί τοῦ ζητήματος τούτου. Ἐπίσης, ἀξιοποιοῦμεν πᾶσαν προσφερομένην εὐκαιρίαν διά νά ἀπευθυνθῶμεν πρός λαόν καί ὑψώσωμεν τό λάβαρον τῆς ὑπερασπίσεως τῶν πατρογονικῶν ἡμῶν ἀξιῶν, εἰσπράττοντες κατά τρόπον προφανῶς ἐνθουσιώδη, καί δή καί μόλις 1 μῆνα μετά τήν ἐκλογικήν νίκην τῆς κυβερνήσεως, τήν λαϊκήν ὀργήν ἐνάντιον τῶν ληφθέντων μέτρων καί τήν συμπαράταξιν τῶν δυνάμεων τοῦ ἔθνους εἰς τήν γραμμήν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνταῦθα ἐπιθυμοῦμεν νά τονίσωμεν πόσην ζημίαν προξενοῦν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀδόκιμοι ἢ πρόχειροι δηλώσεις κληρικῶν τινων παντός βαθμοῦ, ὅταν διΐστανται πρός ἐκείνας τῆς Ἱ. Συνόδου. Διό καί ἡ ΔΙΣ κατά τάς κανονικάς Συνεδρίας αὐτῆς τοῦ μηνός Μαΐου καί πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς κρίσεως, εἶχεν ἀποφασίσει νά συστήσῃ τοῖς Ἱεράρχαις νά μή προβαίνωσιν εἰς δηλώσεις διά τοῦ τύπου ἐπί σοβαρῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας, πρίν ἢ διατυπώσῃ τήν ἑαυτῆς γνώμην ἡ ΔΙΣ, ἡ ὑπευθύνως διαχειριζομένη τά μεγάλα ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἐμφανίζεται διαφωνοῦσα ἡ Ἱεραρχία, πρός χαράν τῶν πολεμίων αὐτῆς. Καί εἶναι αὐτονόητον ὅτι μόνον μέ ἀρραγῆ ἑνότητα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τοῦ Πρώτου αὐτῆς μέχρι καί τοῦ τελευταίου πιστοῦ καί τώρα θά ὑπάρξῃ αἰσία ἔκβασις τῆς σοβούσης κρίσεως καί μόνον, ἐάν ὑπάρξῃ ἑνιαία καί κρυσταλλίνη τοποθέτησις ἐφ’ὃλων τῶν πτυχῶν τοῦ ζητήματος θά ὁδηγηθῶμεν εἰς τήν νίκην. Τήν ἱστορικήν ἐξ ἄλλου διαδρομήν, ἣν διήνυσεν ἡ προκειμένη ὑπόθεσις τῶν ταυτοτήτων θά εἰσηγηθῇ ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, Πρόεδρος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς μελέτης τοῦ ζητήματος τῶν νέων ταυτοτήτων, μέ τό ὁποῖον, ὡς γνωστόν, συναρτῶνται καί πλεῖστα ἓτερα πέραν τῆς μή ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος, θέματα ὡς εἶναι το ἠλεκτρονικόν φακέλλωμα, ἡ ἠλεκτρονική λωρίς κλπ., θέματα ὑψίστης σημασίας διά τήν ἐλευθερίαν τοῦ πολίτου καί τήν προστασίαν αὐτοῦ ἀπό τοῦ φακελλώματος, δι’ἃτινα οὐδέ ἡ ἐλαχίστη μέχρι στιγμῆς ἔχει ἐπιδειχθῆ εὐαισθησία ἐκ μέρους τῆς πολυπραγμονούσης Ἀρχῆς.
4. Τό ἀνακῦψαν ζήτημα ἔχει, ὡς εἱκὸς διαφόρους πτυχάς. Καί οἱ Σεβ. Εἰσηγηταί θά ἀναπτύξουν τάς ἐπί των διαφόρων πτυχῶν ἀπόψεις αὐτῶν. Μεταξύ τῶν πτυχῶν τούτων εἶναι ἡ νομική, ἡ ἱστορική, ἡ πολιτική, ἡ ἐκκλησιαστική. Η Ἱεραρχία, μετά καί τήν εἰσήγησιν του Σεβ. Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου, ἐκλήθη καί ἔλαβε τήν πρέπουσαν θέσιν ἐπί τοῦ προβλήματος. Τό πρόβλημα ἐρευνᾶται ἀπό πάσης ἐπόψεως. Καί ἐπιτραπήτω εἰς ἡμᾶς νά τονίσωμεν ὅτι ἡ νομική δέν εἶναι ἡ σημαντικοτέρα. Τό πρόβλημα ἔχει πνευματικάς καί πολιτικάς διαστάσεις, ἀναφέρεται εἰς τήν ἰδιοπροσωπείαν τῶν Ἑλλήνων καί εἰς την διαφύλαξιν ἀπαραμειώτων τῶν θρησκευτικῶν στοιχείων εἰς τήν κοινωνικήν ζωήν. Οἱ Ἱεράρχαι, μακράν ἱστάμενοι, σκοπιμοτήτων καί ἄλλων προσωπικῶν κινήτρων, ἄγονται εἰς τό ὕψος τῶν περιστάσεων καί θά ἀποτρέψουν ἀπό τοῦδε τήν ἐκδήλωσιν μέτρων ἀντιεκκλησιαστικῶν καί ἀντιθρησκευτικῶν, ἀποβλεπόντων εἰς τήν σταδιακήν ἀπώθησιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τό περιθώριον τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς ζωῆς. Εὑρισκόμεθα, ἐνώπιον μίας συνδεδυασμένης προσπάθειας κύκλων τοῦ Διαφωτισμοῦ, τινῶν ἐκ τῶν θρησκευτικῶν μειονοτήτων καί ξένων παραγόντων, ἀποβλεπόντων εἰς τήν διά νομοθετικῶν διατάξεων καί ἀνεξαρτήτως τῆς ἀποφασισθείσης ἤδη διά τῆς συμπτώσεως τῶν δύο μεγάλων κομμάτων τῆς
Βουλῆς μή ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, καθιέρωσιν συνθηκῶν περιορισμοῦ ἤ καί πλήρους ἀνατροπῆς τοῦ σήμερον ἰσχύοντος θεσμικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους. Τά σχετικάς πρός τοῦτο προτάσεις ἔχει συμπεριλάβει ἀπό τοῦ ἔτους 1993 εἰς μονογραφίαν τοῦ ὑπό τόν τίτλον « Σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας» ὁ νῦν Ὑπουργός Δικαιοσύνης καθηγητής κ. Μιχ. Σταθόπουλος. Εἰς τήν μελέτην του ἐκείνην προτείνει μεταξύ ἄλλων τήν ἀπάλειψιν τοῦ Προοιμίου τοῦ Συντάγματος « Εἰς τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος», τήν καθιέρωσιν ὑποχρεωτικοῦ τοῦ πολίτικού γάμου, προαιρετικοῦ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τά σχολεῖα, πολιτικῆς κηδείας κλπ. Καί αὐτήν τήν ἀντικατάστασιν τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου μέ τό λατινικόν ἐγράφη εἰς τόν τύπον («Καθημερινή» 2-6-2000) ὅτι ἐπώνυμοι βουλευταί τοῦ κυβερνῶντος κόμματος, οἱ κ.κ Παν. Κρητικός καί Ἠλίας Παπαηλίας φοβοῦνται ὡς ἐπικειμένην, βάσει ἀπολύτως ἀσφαλῶν πληροφοριῶν τεχνοκρατικῶν κύκλων, λόγῳ τῆς δυσχερείας προσαρμογῆς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων εἰς τάς ἀνάγκας τοῦ διαδικτύου. Ἔχει ἤδη καταστῆ σαφές, παρά τάς περί τοῦ ἀντιθέτου διαβεβαιώσεις κυβερνητικῶν κύκλων, ἀλλά καί τοῦ ἰδίου πρός ἡμᾶς τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ, ὅτι τό μέτρον τῆς ἀπαλείψεως ἐκ τῶν ταυτοτήτων τοῦ θρησκεύματος ἀποτελεῖ ἁπλῶς τήν ἀπαρχήν σειρά ὅλης ἄλλων μέτρων, διά τῶν ὁποίων θά ἐπιδιωχθῆ ἡ μετατροπή τῆς χώρας εἰς κράτους λαϊκοῦ τύπου, καί ἡ ἀνατροπή μιᾶς μακραίωνος ἑλληνοχριστιανικῆς παραδόσεως ἡ ὁποία σφραγίζει ἤδη τήν ἱστορικήν πορείαν τοῦ ἔθνους ἐπί 2.000 χρόνια. Εἰς τοῦτο ἄλλωστε στοχεύουν καί αἱ συνεχῶς πυκνούμεναι ἐκδηλώσεις διανοουμένων τινων συζητούντων τό θέμα τοῦ χωρισμοῦ, ἄλλων οἱ ὁποῖοι ὑπεραμύνονται τῶν θρησκευτικῶν μειονοτήτων εἰς βάρος τῶν δικαιωμάτων τῆς πλειονότητος, καί ἄλλων ἐπιζητούντων ἀλλά τείνοντα εἰς τήν διαμόρφωσιν νέου νομικοῦ πλαισίου διά τήν ζωήν καί δραστηριότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐντός τοῦ κράτους. Ὁδηγός κατά ταῦτα εἰς τήν ἐπιζητουμένην τοποθέτησιν ἡμῶν δύναται νά εἶναι ἡ ληφθεῖσα ὑπό τῆς ΔΙΣ ἀπόφασις, κατά τήν ἔκτακτον συνεδρίαν αὐτῆς τῆς 30ης Μαΐου 2000, ὅπου διεκηρύχθη ἡ θέλησις τῆς Ἐκκλησίας νά προστατεύση τό Γένος ἀπό τῆς ἐπιχειρουμένης ἀλλοτριώσεως. Η ἀνάγκη διασώσεως τῆς πνευματικῆς καί ἐθνικῆς ἡμῶν αὐτοσυνειδησίας εὑρίσκεται εἰς τό ἐπίκεντρον τῶν σκέψεων ἡμῶν. Τόν προσηκόντως πολιτικόν χαρακτῆρα τοῦ προβλήματος ἔχουν ἀναγνωρίσει καί πολιτικοί τοῦ κυβερνῶντος κόμματος, ὡς οἱ κ.κ Ευ. Γιαννόπουλος, Κων. Λαλιώτης, Ευαγ. Βενιζέλος, Ἂκης Τσοχατζόπουλος, Στ. Παπαθεμελής, Χ. Καστανίδης, Ἐλ. Βερυβάκης, Θ. Πάγκαλος, Χρ. Οἰκονόμου καί πολιτικοί ἄλλων χώρων, ὡς λ.χ. οἱ Κων. Καραμανλής, Κων. Μητσοτάκης, Δημ. Τσοβόλας,Ἀντ. Σαμαρᾶς κ.ἂ., δικαστικοί, οἱ ὁποῖοι μάλιστα διερωτῶνται ποῖος ἄραγε κακός δαίμων ἀνεκίνησε τοιοῦτον ζήτημα εἰς καιρούς κρισίμους, ὅτε ἡ κοινωνική συνοχή καί ἡ πανεθνική ἑνότης ἐπιβάλλονται πρός ἀντιμετώπισιν των ὀξέων προβλημάτων τῆς χώρας. Καί ὡς τοιοῦτον πρέπει νά μελετηθῇ καί ἐρευνηθῇ.
5. Ὑπάρχει βεβαίως καί τό νομικόν μέρος. Ἡ Ἐπιστημονική Ἐπιτροπή τῆς παρ’ ἡμῖν Νομικῆς Ὑπηρεσίας συνελθοῦσα δίς, ὑπό τήν προεδρίαν ἡμῶν, ἐπελήφθη τῆς ἐξετάσεως αὐτοῦ. Διετυπώθησαν αἱ προσωπικαί γνῶμαι τῶν μελῶν αὐτῆς, ἐγκρίτων νομομαθῶν, ἀλλά δέν ὑπῆρξεν ὁμοφωνία, πλήν δύο σημείων. α) ὅτι ἰσχύει σήμερον ὁ ν. 1988/91 περί ταυτοτήτων, ὁ ὁποῖος ὁρίζει ὡς ὑποχρεωτικήν τήν καταχώρισιν τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας καί β) τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἀποφάσεως Δαφέρμου ὡς συστάσεως μή ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρος. Τό συνταγματικῶς ἐπιτρεπτόν τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ἀπετέλεσεν ἴδιον ζήτημα, ἐπί τοῦ ὁποίου διετυπώθησαν ἀλληλοσυγκρουόμεναι γνῶμαι. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, περί τούτου κυρίως, ἀλλά καί περί ἄλλων νομικῶν πτυχῶν τοῦ ζητήματος, εἰσηγήθη ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου κ. Προκόπιος. Εἰς τήν νομικήν ἐπιστήμην τά ζητήματα δέν εἶναι πάντοτε κρυσταλλίνης διαυγείας. Ὑπάρχουν ἀπόψεις αἱ ὁποῖαι διίστανται, ἀλλά εἶναι περισσότερον ἰσχυραί ἤ καί κρατοῦσαι καί ἄλλαι ὀλιγότερον. Εἰς πᾶσαν ὅμως περίπτωσιν δι’ ἕν ζήτημα τόσον ὑψηλοῦ κοινωνικοῦ καί θρησκευτικοῦ ἐνδιαφέροντος, καμμίας Κυβέρνησις δέν θά ἤθελε νά περιορισθῇ εἰς τό γράμμα μόνον τοῦ νόμου καί νά ἀγνοήση τήν γνώμην τοῦ λαοῦ. Διό καί πιστεύω ὅτι εἰς τό πολιτικόν ἐπίπεδον θά πρέπει νά κινηθῇ ἡ ἀντίδρασις τῆς Ἐκκλησίας, πείθουσα μέ πᾶν μέσον τήν Κυβέρνησιν ὅτι ἡ συντριπτική πλειονοψηφία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ δέν εἶναι διατεθειμένη νά ἀνεχθῇ τήν λῆψιν μέτρων διά τόν θρησκευτικόν ἀποχρωματισμόν της ἑλληνικῆς κοινωνίας. Εἰς τήν φαρέτραν τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν ἱκανά καί ἰσχυρά νομικά ἐπιχειρήματα ὑπέρ τῆς συνταγματικότητος τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος, τά ὁποία καί πρέπει νά ἀξιοποιηθοῦν. Ὅμως τό ζήτημα εἶναι ἡ ἐπιχειρούμενη ἀνατροπή τοῦ ἰσχύοντος καθεστῶτος, γενικῶς εἰς τάς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους. Καί πρός ἀποτροπήν του ἡ μετά τόν Θεόν δύναμις τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι τόσον οἱ νόμοι, ὅσον ὁ λαός. Καί δέν πρέπει νά διαψεύσωμεν τό λαόν, οὔτε νά τόν παραθεωρήσωμεν. Τοσούτῳ μᾶλλον διότι εἶναι ψυχολογικῶς ἕτοιμος νά συμπαρασταθῇ εἰς τήν προσπάθειαν ἡμῶν νά διασώσωμεν τήν ἰδιοπροσωπείαν μας καί νά συμπαραταχθῇ μεθ’ ἡμῶν εἰς τόν ἀγῶνα ὑπέρ τῆς πνευματικῆς καί ἐθνικῆς ἡμῶν ταυτότητος. Τό μέγα τοῦτο ζήτημα πρέπει νά ἀξιοποιήσωμεν κατά τόν πρέποντα τρόπον. Καταθέτομεν ἧς ἐπίρρωσιν τῶν ἀνωτέρω τάς ἐκδηλώσεις εἰς ἄς προέβη αὐθορμήτως ὁ λαός κατά τήν πρόσφατον ἐπίσκεψιν ἡμῶν εἰς Βέροιαν καί Νάουσαν διά τάς ἐκδηλώσεις τοῦ Ιωβηλαίου, ἔνθα τό ἐνθουσιῶδες πλῆθος, συγκείμενον κυρίως ἐκ νέων ἀνθρώπων, διετράνωσεν κατά τρόπον κατηγορηματικόν καί εὔγλωττον τήν ἀπόφασίν του νά ἀκολουθήση τούς ποιμένας του εἰς τήν ὁδόν τῆς διασώσεως τῆς πνευματικῆς ἰδιοπροσωπείας, ἀποκροῦον διαρρήδην πᾶσαν σκέψιν κοινωνικῆς περιθωριοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί δή πρός ἱκανοποίησιν τῶν ἐλαχίστων θρησκευτικῶν μειονοτήτων τῆς χώρας.
6. Ὅμως ἡ Κυβέρνησις, δι’ ἀλλεπαλλήλων δηλώσεων τοῦ ἐκπροσώπου της κ. Δημ. Ρέππα, φέρεται ἀποκόπτουσα τάς γέφυρας διαλόγου καί συνεννοήσεως, ἔστω καί κατ’ αὐτήν τήν στιγμήν, μετά τῆς Ἐκκλησίας. Θεωρεῖ τό ὅλον θέμα τῶν ταυτοτήτων ὡς μή ἐπιδεχόμενον συζήτησιν καί ὡς διεκφεῦγον δῆθεν τῶν ἐνδιαφερόντων τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν κατά δήλωσιν τοῦ κ. Ρέππα τῆς 1ης Ἰουνίου 2000, δέν ἐπιθυμεῖ νά ἀναγορεύση εἰς ἐπίσημον συνομιλητήν τῆς Κυβερνήσεως διά τό προκείμενον ζήτημα. Ἡ δήλωσις αὐτή εἶναι πρωτοφανής καί προκλητική. Ἀγνοεῖ ὄχι μόνον τό λογικόν, φρόνιμον, ζωηρόν καί ἀναπόφευκτον ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας διά τήν διάσωσιν τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀλλά καί τήν συστράτευσιν ἑκατομμυρίων πιστῶν καί πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι βέβαιοι ὅτι εἰς τό νεῦμα τῆς Ἐκκλησίας θά καταστήσουν σαφές ὅτι ὁ λαός δέν θά ἀνεχθῆ παραχάραξιν καί νόθευσιν τῆς παραδοσιακῆς τοῦ ταυτότητος. Εἰς τήν ΙΣΙ ἐναπόκειται νά ἐκτιμήση την θέσιν της Κυβερνήσεως καί νά ἀποφασίση διά τό ἐπίπεδον εἰς τό ὁποῖον θά πρέπει νά διεξαχθῇ ὁ ἀγών τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι φανερόν ὅτι, ὅταν ἐκλείψῃ ἡ ψυχραιμία καί ἡ νηφαλιότης, ἐκεῖ τά πράγματα ὁδηγοῦνται εἰς ἀδιέξοδον. Η Ἐκκλησία εἶναι φιλόστοργος Μήτηρ ἁπάντων καί ἀσφαλῶς θά ὁμιλήση συνετῶς καί νηφαλίως. Ἀλλ’ ἐάν ἀπευθύνεται εἰς ὦτα μή ἀκουόντων, τότε τόν λόγον θά ἔχῃ, θά πρέπει νά ἔχῃ, ὁ λαός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕτοιμος νά διαδηλώση τήν ἐπιθυμίαν τοῦ νά υἱοθετηθῇ ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας καί ἡ ἀποτροπή ἄλλων μέτρων, μέ τά ὁποία ἐπιδιώκεται τό ἠλεκτρονικόν φακέλλωμα τοῦ λαοῦ καί ὁ ἀσφυκτικός περιορισμός τῶν ἐλευθεριῶν του.
7. Δέν ἐπιθυμοῦμεν νά προκαταλάβωμεν τάς ἀποφάσεις τῆς ΙΣΙ. Ἐκείνη εἶναι τό κυρίαρχον ὄργανον διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί διαθέτει τήν ἀναγκαίαν ἑτοιμότητα, διά νά βλέπη διά ὀφθαλμοῦ, χωρίς τήν χρῆσιν παραμορφωτικῶν κατόπτρων, τήν ἀλήθειαν, ὡς αὐτή διαμορφοῦται εἰς τό περιβάλλον. Διαθέτει νοῦν καί καί σύνεσιν, διά νά ἀναμετρήση τάς εὐθύνας τῆς, διά νά πείση τούς κυβερνῶντας ὅτι σφάλλουν, διά νά συναγείρῃ τόν λαόν εἰς ἀγῶνα. Δέν ἀσκεῖ πολιτικήν ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά δύναται νά σκέπτεται καί πολιτικά. Δύναται νά ἐκτιμᾶ ἑκάστοτε, ἐάν καί τι εἶναι προτιμότερον τοῦ ἄλλου. Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει ποτέ νά θυσιάση εἰς τό βωμόν τῆς οἱασδήποτε σκοπιμότητος τόν θησαυρόν τῆς Πίστεώς της, τῆς Παραδόσεώς της, τοῦ ἤθους της καί τῆς πνευματικότητός της. Χωρίς νά ἀποστῇ τῆς ἀληθείας, δύναται νά ἐπιδιώξη εἰρηνικάς μέν πλήν ἀποφασιστικάς διαδικασίας. Ἡμεῖς ἤδη, κατά τήν συνέντευξιν ἡμῶν πρός τούς ἀνταποκριτάς τοῦ ξένου τύπου (31ην Μαΐου 2000), διετυπώσαμεν τήν ἀρχήν αὐτήν διά τῆς συνθηματικῆς φράσεως «Ναί εἰς τόν διάλογον- ὄχι εἰς τόν συμβιβασμόν», προετοιμάζοντες τρόπον τινα τό ἔδαφος διά τήν λῆψιν τῶν ἀναγκαίων ἀποφάσεων τῆς ΙΣΙ. Πέραν τούτων, ὅμως ἡ Ἐκκλησία ὡς πνευματικόν καί θεῖον καθίδρυμα διαθέτει καί τήν ἀπροσμάχητον δύναμιν τῆς προσευχῆς. Διαθέτει τήν πανοπλίαν τοῦ Πνεύματος καί τόν πλοῦτον τῆς Παραδόσεως τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων τῆς. Διαθέτει τήν ἱεράν παρακαταθήκην τῶν ἀγώνων τῆς ὑπέρ τῆς εὐσεβείας καί ὑπέρ τοῦ λαοῦ της. Ἐάν παραμείνωμεν μακράν τοῦ προβληματισμοῦ ἐπιλέγοντες την ἀδράνειαν, θά ἐπέλθουν δεινά ἀνυπολόγιστα εἰς τάς ψυχάς τοῦ κόσμου. Χρέος καί καθῆκον ἡμῶν, μακράν σκοπιμοτήτων, μετά παρρησίας καί θαρραλέας τοποθετήσεως, ἐπισημαίνοντες τούς κινδύνους. Ἐάν τώρα ἡ Ἐκκλησία ὑποκύψη, ἡ σταδιακή συντριβή τῆς εἶναι βεβαία. Τήν εὐθύνην ἐνάρξεως τῆς διαμάχης φέρει ἀκεραίαν ἡ Πολιτεία. Ἐκείνη ἐνήργησεν, ὡς ἀνοίξασα τούς ἀσκούς τοῦ Αἰόλου καί δημιουργήσασα ζήτημα ἄκαιρον καί ἀψυχολόγητον. Οὐδείς ὑπῆρχε λόγος νά τεθῇ ἐπί τάπητος τώρα τοιοῦτον ζήτημα. Ἦσαν παλαιόθεν γνωσταί αἱ ἀπόψεις ἐνίων διανοουμένων, ὀπαδῶν τοῦ ἀθέου Διαφωτισμοῦ, περί τῆς Ἐκκλησίας καί περί θέσεώς της εἰς τό ἔθνος. Ποῖος λόγος ὑπῆρχε νά δημιουργηθῇ τώρα ἕν τόσον σοβαρό πρόβλημα; Ἡ ἀρχική, πρό δεκαετίας περίπου, θέσις τῆς Ἐκκλησίας ἦτο ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος. Τοῦτο ἄλλωστε προέβλεψε καί ὁ ν. 1899/91. Ἡ Ἐκκλησία ἔκαμε ἤδη τήν πρώτην ὑποχώρησιν. Ἀπό τῆς ἀρχικῆς τοποθετήσεως τῆς ὑπέρ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας, μετεκινήθη εἰς τήν προαιρετικήν. Καί τοῦτο διά νά συμπορευθῇ μέ τήν ἐπιταγήν τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἐφ’ ὅσον τινές τῶν θρησκευτικῶν μειονοτήτων τῆς χώρας (Ρωμαιοκαθολικοί, Ἰσραηλῖται) καί τῶν αἱρετικῶν καί παραθρησκευτικῶν κινημάτων (σαηεντολόγοι, χιλιασταί κλπ.) θεωροῦν ὅτι ἐκτίθενται εἰς διακρίσεις εἰς βάρος τῶν μέ τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος τῶν εἰς τήν ταυτότητά των. Καί ἀνέμενε τήν κατανόησιν ἐκ μέρους τῶν κρατούντων. Ἀντ’ αὐτῆς ἐνεπαίχθη καί ἐμπαίζεται. Ὑβρίζεται σκαιῶς καί συστηματικῶς ἀπό τά τέκνα τῆς. Ἀπειλεῖται μέ οἰκονομικόν ἀποκλεισμόν καί ποινικάς κυρώσεις. Δέν γνωρίζουν ὅμως οἱ οὕτω πώς συμπεριφερόμενοι πρός τήν Μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν ὅτι μόνον τό ὁποῖον ἐπιτυγχάνουν εἶναι νά χαλυβδώνουν τήν θέλησιν καί νά ἐξωθοῦν τούς πληττομένους ἀδίκως πρός τά ἄκρα. Ἀλλ’ ἡμεῖς χωρίς νά ὑποκύψωμεν εἰς τόν πειρασμόν, ἀφείλομεν μετά παρρησίας καί ἀποφασιστικότητος νά ἐγκύψωμεν εἰς τό πρόβλημα, νά συσκεφθῶμεν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί νά ἀποφασίσωμεν τά τῷ Θεῷ ἀρέσκοντα καί τά τῷ λαῷ συμφέροντα. Δέν κρίνομεν ἄσκοπον νά ὑπογραμμίσωμεν ἐνταῦθα ὅτι ἐπιβάλλεται νά ζυγίσωμεν καί τάς δυνάμεις ἡμῶν καί τάς ἀντοχάς καί τήν δοκιμασίαν ἐκ ἀντιπαραθέσεως πρός τό πανίσχυρον κράτος. Ἤδη δοκιμάζομεν τόν οἶστρον τῆς παραπληροφορήσεως, τήν καταιγιστικήν μανίαν τῆς ἀπειλῆς, τόν φόβον δεινῶν διά τήν Ἐκκλησίαν διά τῆς λήψεως κατ’ αὐτῆς δυσμενῶν μέτρων, τήν ἀνακίνησιν θεμάτων μείζονος σημασίας διά τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀποκλεισμόν της ἀπό τήν οἰκονομικήν στήριξιν, μέ ἀποτέλεσμα τήν τελμάτωσιν τῶν ἔργων της, τόν διασυρμόν τῶν στελεχῶν της. Εἴμεθα ἕτοιμοι δι’ ὅλα αὐτά; Εἴμεθα διατεθειμένοι νά ἄρωμεν τόν Σταυρόν μιᾶς τοιαύτης διαρκοῦς δοκιμασίας; Ἀλλά τί δέον γενέσθαι; Θά γίνωμεν ἀμνήμονες τῶν παραδόσεων ἡμῶν καί τῆς ὁμολογιακός παρρησίας τῶν ἁγίων; Θά παραδώσωμεν εἰς τόν Καιάδα τῶν ὑλικῶν συμφερόντων τά ἅγιά, εἰς τά ὁποία πιστεύομεν καί ὑπέρ τῆς ὑπερασπίσεως τῶν ὁποίων ὡρκίσθημεν νά ἀγωνιζώμεθα μέχρις ἐσχάτων; Τινές ἴσως μειδιάσουν ἐπί τῷ ἀκούσματι τῶν φράσεων τούτων. Μή παραλογιζώμεθα, θά εἴπουν. Μή καί ὑπερεκτιμῶμεν τάς καταστάσεις;μή καί δέν εὑρισκώμεθα ἐνώπιον τόσον τραγικῶν καταστάσεων; Ὅπως καί ἄν ἔχωσι τά πράγματα, ἐν εἶναι βέβαιον, ὅτι κρινόμεθα σήμερον ὄχι μόνον ἀπό τήν συνείδησιν ἡμῶν καί τήν ἱστορίαν, ἀλλά καί ἀπό τόν λαόν. Ἐνώπιον ἡμῶν πρόκειται ὑπόθεσις λίαν σοβαρά καί ἐπικίνδυνος. Δέν πρόκειται περί παρωνυχίδος, διό καί ἐπιβάλλεται ἄμεσος, ἄνευ ἀναβολῶν ἀντίδρασις. Τάς ἐπιπτώσεις τῆς ὑποθέσεως ταύτης ἐπί τῆς γαλήνης τῶν καρδιῶν πᾶς τις διακρίνει, καί τάς ἑκατέρωθεν ζημίας, τάς ὁποίας μία κακή ἐξέλιξις προοιωνίζεται εὐκόλως τις κατανοεῖ. Νά σιωπήσωμεν δέν δυνάμεθα καί νά προχωρήσωμεν διστάζομεν. Εἴμεθα ὑπεύθυνοι Ποιμένες τοῦ λαοῦ καί ὀφείλομεν νά τόν διδάξωμεν ὅτι χάριν τῆς πίστεως ἡμῶν εἴμεθα ἕτοιμοι καί εἰς πῦρ καί εἰς θάνατον νά χωρήσωμεν. Ἡ Ἐκκλησία οὔτε ἡττᾶται, ἀλλ΄ οὔτε καί συμβιβάζεται. Δέν πρέπει νά ἀπεμπολήσωμεν τόν διάλογον, ἀλλά καί δέν πρέπει νά ἐγκαταλείψωμεν τὀν ἀγῶνα. Μακράν ἀφ’ ἡμῶν σκέψεις ἡττοπαθείας καί ἀκροτήτων. Σύνεσιν καί σοφίαν, διάκρισιν καί ἀποφασιστικότητα συνιστῶμεν. Καί ὁ Κύριος εἴη ἡμῖν βοηθός καί ἀντιλήπτωρ.
[1] ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ.κ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ἐνώπιον τῆς ἐκτάκτου Ι.Σ.Ι τῆς 6-6-2000.
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000