ΟΜΙΛΙΑ
τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν
καί Πάσης ¨Ἑλλάδος κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
στή Λαοσύναξη τῶν Ἀθηνῶν
Πιστέ καί εὐλογημένε λαέ τῆς Ἀθήνας καί ὅλης τῆς Ἑλλάδος.
Μέ νωπό ἀκόμη τόν ἀπόηχο ἀπό τή συγκλονιστική, εἰρηνική καί δυναμική Λαοσύναξη τῆς Θεσσαλονίκης, σήμερα ἡ Ἀθήνα δίνει τό δικό της παρόν καί ἀποστέλλει καί αὐτή τό δικό της μήνυμα. Ἡ Ἀθήνα, ἡ πόλη τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Παύλου, μᾶς ἔδωσε τό μήνυμα τοῦ ἀγώνα γιά τήν πίστη, διατρανώνει σήμερα μέ τόν πιό ἐπίσημο καί κατηγορηματικό τρόπο τήν ἀδιαπραγμάτευτη βούλησή της νά ἀγωνισθῆ γιά τήν πίστη καί τήν εὐσέβεια.
Σήμερα ἡ Ἀθήνα ξεπέρασε τή Θεσσαλονίκη. Χιλιάδες Λαός ἔχει κατακλύσει τήν πρωτεύουσα, εἰρηνικός, μειλίχιος, πρᾶος, ἀλλά καί ἀποφασισμένος νά βροντοφωνάξη πρός κάθε κατεύθυνση τή θέλησή του. Αὐτή ἡ Λαοσύναξη, πού ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπεφάσισε, δέν ἔχει τό προηγούμενό της. Ἡ Ἐκκλησία ἐδῶ τούτη τή στιγμή κάνει μυσταγωγία, κάνει προσευχή καί τίθεται καί πάλιν ἐπί κεφαλῆς τοῦ πιστοῦ Λαοῦ στήν ἀγωνιώδη προσπάθειά του νά ὑπερασπισθῆ τήν πνευματική αὐτοσυνειδησία του.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι –κατά τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας- «συνεχῶς θάλλουσα καί ἀνακαινιζομένη διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Γι’ αὐτό εἶναι πάντοτε ζωντανή καί χαρισματική κοινωνία προσώπων, πού ἀναλαμβάνουν δύσκολους καί ἱστορικούς ρόλους μέ συνέπεια καί τόλμη.
Ἡ σημερινή μας Λαοσύναξη γίνεται σέ τούτη ἐδῶ τήν ἱστορική πλατεῖα, μπροστά ἀπό τό Ἐθνικό Κοινοβούλιο, τό τέμενος τῆς Δημοκρατίας, πού ταυτόχρονα εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας. Τό χῶρο ὅπου τά ἰδανικά τοῦ ἔθνους καί οἱ ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ μας ἐνσαρκώνονται σέ ὑπερούσιες πράξεις διαχρονικῆς συνέπειας καί ἀδάμαστου ἤθους. Σέ αὐτό τόν τόπο κάποτε, τό 1843, δόθηκε τό πρῶτο Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, καί ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης, ὁ πρωταγωνιστής αὐτῆς τῆς ὑπόθεσης διηγεῖται: «Πιάνω καί φκειάνω μιάν Σημαία καί γράφω. ‘Ἐθνική συνέλεψη, Σύνταγμα’. Λέγω ‘Εἰς τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Βασιλείας Του σηκώνεται ἡ Σημαία τῆς Πατρίδος’». Καί αὐτή ἡ πλατεία εἶναι ὁ πιό κατάλληλος χῶρος γιά νά ἀκουσθῆ καί σήμερα ἡ φωνή τοῦ πιστοῦ Λαοῦ, γιά νά πέσουν τά τείχη τῆς προκατάληψης, γιά νά ἐγκαταλειφθοῦν τακτικές σφαλμάτων, γιά νά ἔλθη ἡ εἰρήνη καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ἡ ψυχική ἡρεμία στήν εὐλογημένη Πατρίδα μας.
Καί ὁ πιστός Λαός τῆς Ἐκκλησίας μας ἦλθε καί εἶναι ἐδῶ. Πιό πού καί ἀπό τό πλῆθος, μᾶς συνεπαίρνει τό σθένος, ἡ διαύγεια, ἡ λάμψη καί ἡ χαρά στά βλέμματά σας. Μᾶς φωτίζει τῶν ματιῶν σας τό φῶς. Καθώς τό φῶς τῆς ἡμέρας ρίχνει πάνω σας τίς ἡλιαχτίδες του, τά πρόσωπά σας παίρνουν μιά γλυκιά ὄψη πραότητας καί καλωσύνης. Ἔχει αὐτή ἡ παλλαϊκή κοσμοσυρροή καμία σχέση μέ τίς πολιτικές συγκεντρώσεις; Ἦρθε κανένας σας ἐδῶ μέ μίσος στήν καρδιά γιά τόν ὑποτιθέμενο ἀντίπαλο; Ὅλοι θαύμασαν στή Θεσσαλονίκη τό ἦθος σας, τήν γλυκύτητά σας, τήν ὀμορφιά σας. Κι’ ἐδῶ στήν Ἀθήνα τό ἴδιο συμβαίνει. Δέν ἤλθατε παρακινούμενοι μόνο ἀπό τό πύρωμα τῆς καρδιᾶς σας; Δέν ἀνήκετε ἐσεῖς σέ ὅλα τά κόμματα; Δέν ἀφήσατε στό σπίτι σας τίς κομματικές σας διαφορές ἤ καί διαφωνίες καί τώρα ἐδῶ δέν εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ; Ἡ Ἐκκλησία –τό ξέρετε- ἀνοίγει τήν ἀγκαλιά της καί κρύβει στόν κόλπο της ὅλους τους ἀνθρώπους. Ποῦ βλέπουν ὁμοιότητες αὐτῆς τῆς μεγάλης Σύναξης μέ τίς πολιτικές συγκεντρώσεις;
Θεοπροστάτευτε Λαέ, μή νοιώθεις προδομένος στά πιό ἱερά σου πιστεύματα. Ἡ Ἱεραρχία ὅλη ἑνωμένη εἶναι ἐδῶ, σᾶς εὐλογεῖ ὅλους καί σᾶς ἁπλώνει τά χέρια της. Εἶναι μαζί σας. Μή κάμπτεσθε στό ἀγωνιστικό καί χριστιανικό φρόνημά σας, ἐπειδή βλέπετε νά σᾶς εἰρωνεύονται καί νά σᾶς λοιδοροῦν κάποιοι ἐπαγγελματίες τῆς παραπληροφόρησης. Εἶναι ἐδῶ μαζί σας οἱ πνευματικοί σας Πατέρες, οἱ ἱεροῖς, οἱ τίμιοι καί ἀγωνιστές κληρικοί, πού μέ τό Σταυρό στό χέρι καί τήν προσευχή βαδίζουν μπροστά. Ξέρω ὅτι τούς ἀγαπᾶτε καί τούς σέβεσθε. Δέν ὑπάρχει στή χώρα μας διάσταση κλήρου καί Λαοῦ. Ὁ κλῆρος μας εἶναι κομμάτι τοῦ Λαοῦ μας, ζυμωμένο μέ τό Λαό, ἐργαζόμενος γιά τό Λαό, προερχόμενος ἀπ’ τό Λαό.
Μήν ἔχετε τήν αἴσθηση τοῦ περιφρονημένου, τοῦ ἀπωθημένου στό περιθώριο. Αὐτό ἐπιδιώκουν νά μᾶς τό ἐπιβάλουν οἱ θιασῶτες τῆς ἐκκοσμίκευσης καί τῆς ἄρνησης. Σεῖς ἀντίθετα εἶσθε, εἴμαστε, ἡ μεγάλη, ἡ περίσεμνη, ἡ σοβαρή, ἡ σώφρων, ἡ εὐγενική, ἡ χαμηλή τόνων παρεμβολή, πού σκορπίζει τό δέος σ’ ἐκείνους πού ἀγνόησαν τό Λαό καί ἀπεφάσισαν ἐνάντια στή θέλησή του. Κάθε μέρα τό ποτάμι μεγαλώνει καθώς χιλιάδες ἑκατομμύρια ρυάκια τό ἐνισχύουν μέ ζῆλο νεοπροσήλυτου. Εἶναι οἱ χριστιανοί αὐτοῦ τοῦ τόπου, πού τώρα ἀποδεικνύουν ὅτι μποροῦν - ὅταν τό ἀπαιτήσει ἡ περίσταση – νά διεκδικοῦν μέ ἔνθεο ζῆλο τό δικαίωμα στήν ἰδιοπροσωπεία τους, ὅπως αὐτή προέρχεται μέσα ἀπό τήν ἱστορία μας. Ὁ κόσμος δέν θέλει νά ἀλλοιωθῆ ἡ παράδοση του στό βωμό τῆς ὁποιασδήποτε ἐπιδίωξης. Ἔχουμε κατ’ ἐπανάληψη διακηρύξει ὅτι εἴμαστε σέ μόνιμο εὐρωπαϊκό προσανατολισμό. Ἡ Ἐκκλησία βοήθησε μέ ὅλες τίς δυνάμεις της ὅλους τούς Πρωθυπουργούς τῆς χώρας, ἀπό τόν Κων. Καραμανλῆ, τόν Γεώργιο Ράλλη, τόν Ἀνδρέα Παπανδρέου, τόν Κων. Μητσοτάκη μέχρι καί τόν Κων. Σημίτη, στήν ἐπίτευξη τῆς εὐρωπαϊκῆς προοπτικῆς τῆς χώρας. Συνομολογεῖ στά περισσότερα οἰκονομικά καί ἀναπτυξιακά μεγέθη τῆς παγκοσμιοποίησης, καί ἰδίως σ’ ἐκεῖνα πού μέσα τους περιέχουν τή φροντίδα γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνική δικαιοσύνη. Καί γι’ αὐτό χαιρέτησε μέ εἰλικρίνεια τή χθεσινή ἔνταξη τῆς χώρας μας στήν ΟΝΕ. Ἀλλά δέν ἀποδέχεται τό πολιτισμικό μέρος της, πού ἀποβλέπει στήν ὁμογενοποίηση τῶν Λαῶν, στήν ἰσοπέδωση τῶν παραδόσεων, στήν ἐκπόρθηση τῶν ἰδιαιτεροτήτων κάθε Λαοῦ, ὥστε νά ἐπικρατήση ἕνα καί μοναδικό μοντέλο ζωῆς μέ ἀνθρώπους κλωνοποιημένους, ἀπαρνητές τῆς ἱστορίας τους. Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας στήν παγκοσμιοποίηση δέν εἶναι μόνο ἡ ἄμυνα τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, ἀλλά κυρίως ἡ πρόταση τῆς οἰκουμενικότητας καί καθολικότητάς της στό πνευματικό ἐπίπεδο. Ὅποιος νομίζει ὅτι γίνεται εὐρωπαῖος μέσα ἀπό τήν ὁμοιομορφία καί τήν ἰσοπέδωση πρέπει νά γνωρίζει ὅτι εἶναι καταδικασμένος νά εἶναι εὐρωπαῖος δεύτερης κατηγορίας. Φτωχός συγγενής τῆς Εὐρώπης καί κακέκτυπο σύγχρονου εὐρωπαίου πολίτη. Γιατί οἱ εὐρωπαϊκοί Λαοί δέν ἔχουν σύμπλεγμα κατωτερότητας γιά τήν πολιτισμική, τή θρησκευτική καί τήν ἐθνική τους ταυτότητα, ὅπως δέν ἔχουν καί γιά τήν οἰκονομία τους. Δέν ἀνεχόμαστε νά γίνουμε ἁπλοί καταναλωτές ἀγαθῶν καί ἡ κοινωνία μας νά μεταβληθῆ ἁπλά σέ ἕνα ἀπέραντο χρηματιστήριο καί μία ἀτέλειωτη ἀγορά.
Καί αὐτό δέν θά γίνει ὅσο ἡ Ἐκκλησία μας ἐδῶ στήν μεγάλη πατρίδα μας μέ τίς ὑγιεῖς πνευματικές δυνάμεις τοῦ τόπου συνεχίζουν νά ἀναπτύσσουν τήν εὐεργετική της ἐπιρροή στό Λαό καί νά τόν προφυλάσσουν ἀπό κακοτοπιές καί ὀλισθήματα. Σ’ αὐτό τόν τόπο ἡ Ὀρθοδοξία ἐπί 2000 χρόνια εἶναι ἡ βαθύτερη πηγή ἀπό ὅπου ἀναδύονται ὅλες οἱ ἀκριβές σημασίες τῆς ζωῆς μας ἀλλά καί ἡ πλουσιώτερη ἀφετηρία ἀπ΄ ὅπου ξεδιπλώνονται ἔνσαρκες οἱ σαγηνευτικότερες πτυχώσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης θεωρεῖ τήν Ὀρθοδοξία θεμέλιο λίθο τῆς ἐθνικῆς καί πνευματικῆς ὑποστάσεως. «Ἄν σηκώσουν τήν πίστη μας», ἔγραφε, «ξένοι καί ‘γεδικοί’ μας χάνεται τό ἔθνος». Λαοί καί ἔθνη πού παραμερίζουν τή θρησκεία τους καταντοῦν περίγελως. «Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείψουν τόν Πλάστη τοῦ παντός- γράφει πάλι ὁ Μακρυγιάννης-, τότε γίνονται παιδιά τοῦ διαβόλου καί καταβασανίζουν τήν ἀνθρωπότητα καί χάνουν τή δικαιοσύνη, τή θέληση τῆς παντοδυναμίας του καί τῆς βασιλείας του καί τρῶνε αὐτεῖνοι καί οἱ ὀπαδοί τους ζωντανούς ἀνθρώπους». Ἐμεῖς, λοιπόν, θέλουμε καί τήν πρόοδο καί τήν παράδοσή μας, πού εἶναι «τζιβαϊρικόν πολυτίμητον». Ὡς Ἐκκλησία ἐπικροτοῦμε τήν Εὐρώπη τῶν Λαῶν καί τῶν πολιτισμῶν, ἀλλά καί τήν Εὐρώπη τοῦ σεβασμοῦ στήν παράδοση κάθε Λαοῦ καί ἔθνους. «Εὐρωπαϊκή Κοινότητα σημαίνει», παρατηροῦσε τό 1992 ὁ Γερμανός Πρόεδρος Βαϊστσέκερ, «σεβασμό τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας κάθε χώρας – μέλους». Καί συνεχίζει ὁ κ. Βαϊστσέκερ: «Ἄν αὐτό ἰσχύει χωρίς ἐξαίρεση, τί θά μποροῦσε κανείς νά πῆ γιά τήν Ἑλλάδα μέ τό πολιτιστικό παρελθόν τριῶν χιλιετιῶν;»(1992). Ἔτσι μᾶς βλέπουν οἱ σοβαροί ξένοι. Κι ἐμεῖς πᾶμε μέ ἀπίστευτη ἐλαφρότητα νά ἀχρηστεύσουμε τά ἐρείσματά μας;
Ἀναρωτιέμαι καί ρωτάω: Ποιοί εἶναι αὐτοί πού θέλουν νά διχάσουν τό Λαό καί τήν κοινωνία καί τόν διαχωρίζουν ἀνάμεσα σέ πολίτες τοῦ προοδευτικοῦ δῆθεν κράτους καί σέ πιστούς τῆς ὀπισθοδρομικῆς δῆθεν Ἐκκλησίας; Τί ἐξυπηρετεῖ αὐτή ἡ τεχνητή ρήξη τῆς συνοχῆς τοῦ Ἔθνους καί τῆς κοινωνίας, γιά τήν ὁποία κάποιοι δηλώνουν ἱκανοποιημένοι ἤ καί ὑπερήφανοι; Ποιοί εἶναι αὐτοί πού θέλουν νά μετρήσουν τίς «καθαρές» δυνάμεις τῆς «προόδου», ὅπου γι’ αὐτούς «πρόοδος» εἶναι ἡ ἀποκοπή ἀπό τήν παράδοση, τήν ἱστορία καί τήν ποικιλομορφία;
Φοβοῦμαι πώς κάποιοι, ἐμφανιζόμενοι σήμερα ὡς ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά παίξουν πολιτικό ρόλο, παρότι ποτέ δέν ἔπεισαν τόν ἑλληνικό Λαό νά τούς προσφέρει ρόλους. Καί χρησιμοποιοῦν ὡς πρόσχημα τό θέμα τῶν ταυτοτήτων. Εἶναι ὅμως αὐτό δημοκρατικά δεοντολογικό; Καί ἄλλοι πάλι προσδοκοῦν ἄλλα προσωπικά ὁφέλη, τήν ἀνάδειξή τους σέ θώκους καί θέσεις, πού περιμένουν νά πάρουν ὡς ἀμοιβή γιά τήν ἀπάρνηση τῶν ἀρχῶν τους. Φοβοῦμαι ὅτι κάποιοι βρῆκαν τήν εὐκαιρία τώρα νά καλύψουν τό ἰδεολογικό τους κενό καί μέ ἀφορμή τό θέμα τῶν ταυτοτήτων κατασκευάζουν ἕναν ἀντίπαλο στό πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναρωτιέμαι, ὅμως τί σημαίνει προοδευτική ἄποψη στίς ἡμέρες μας. Σημαίνει ἄρνηση τοῦ διαλόγου; Σημαίνει αὐταρχική καί ἄνευ συζητήσεως ἐπιβολή ἀποφάσεων; Σημαίνει ἄρνηση τῆς πολυφωνίας; Σημαίνει ἰσοπέδωση τῶν εὐαισθησιῶν, ἔστω κι ἄν αὐτές κρίνονται ἀπό κάποιους λανθασμένες; Σήμερα πού οἱ συνθῆκες ἐπιβάλλουν τήν ἐνίσχυση τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τοῦ λαοῦ, μπροστά στό χαλασμό πού ἔρχεται, ὁ Λαός ἀντιλαμβάνεται σαφέστερα, μέ μιά θαυμαστή διαίσθηση, καί στρέφεται ἐναγώνια πρός τήν Ἐκκλησία ὡς Κιβωτό της σωτηρίας. Ἐμεῖς βροντοφωνάζουμε τόν εὐρωπαϊκό προσανατολισμό τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί τήν προσήλωσής της στό τυραγνισμένο Γένος μας. Ἔτσι, ἀποδεχόμεθα τήν Εὐρώπη, ἀλλά λατρεύουμε καί τήν Ἑλλάδα. Γι΄ αὐτό λέμε ΝΑΙ στήν Εὐρώπη, ἀλλά ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΝΑΙ στήν Ἑλλάδα.
Κάθε πολίτης αὐτοῦ τοῦ τόπου ἀναγνωρίζει ὅτι ἔχει χρέος κι αὐτός καί οἱ ἄλλοι, ὅλοι μαζί νά διαφυλάξουμε, παράλληλα μέ τόν εὐρωπαϊκό, μαζί καί τόν παραδοσιακό χαρακτῆρα τῆς χώρας μας καί νά παραδώσουμε στά παιδιά μας μιάν Ἑλλάδα σύγχρονη, σεβαστή, ἀξιοπρεπῆ, καί ἀνεπτυγμένη, ἀλλά ταυτόχρονα μιάν Ἑλλάδα πνευματική, παραδοσιακή καί χριστιανική. Πρέπει ὅλοι νά καταλάβουν κάποτε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινότητα ψυχῶν καί σωμάτων καί πώς ὅλες οἱ ἠθικές ἀξίες τοῦ σημερινοῦ πολιτισμοῦ προέρχονται ἀπό τήν εὐλογημένη συνάντηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος μέ τόν Χριστιανισμό. Γιά μᾶς ἡ ζωηφόρα παράδοσή μας εἶναι ἕνα μέγεθος ὄχι στατικό ἀλλά δυναμικό, πού εἶναι πηγή προοδευτικῆς ἔμπνευσης καί κάθε φορά νέας πολιτισμικῆς δημιουργίας, μέ τήν διαφορά ὅτι τά βασικά του δομικά στοιχεῖα δέν παραλλάσσουν, εἶναι θεμελιώδη καί μή ἀναθεωρητέα. Εἶναι μόνιμα καί ἀναντικατάστατα. Οἱ μορφές της ἀλλάζουν. Ἡ οὐσία της παραμένει ἀκαινοτόμητη. Καί εἶναι κατά βάσιν Ἑλληνισμός καί Ὀρθοδοξία. Ἄν δέν εἶναι ἔτσι τότε δέν πρόκειται γιά παράδοση ἑλληνική.
Μέ πόνο καί ἔκπληξη ἀκοῦμε τίς ἡμέρες αὐτές ὁρισμένους πολιτικούς καί δημοσιογράφους νά συγχέουν –χωρίς ἐπίγνωση ἐλπίζουμε αὐτῶν πού λένε- τόν ὀρθολογισμό μέ τή μονοδιάστατη καί ἀνιστόρητη σκέψη. Νά συγχέουν τό κοσμικό κράτος μέ τήν ἄρνηση τοῦ πλουραλισμοῦ καί τοῦ δικαιώματος διαφωνίας. Νά συγχέουν τά κηρύγματα τοῦ διαφωτισμοῦ μέ τήν ὑποβάθμιση καί τό διασυρμό τῆς παράδοσης καί τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἔθνους.
Μέ θλίψη, ἐπίσης, βλέπουμε τήν εὐκολία μέ τήν ὁποία ὀρισμένοι διολισθαίνουν σέ ἀπόψεις βαθύτατα ἀντιδημοκρατικές. Στήν αὐγή τοῦ 21 ου αἰώνα ὑπάρχουν στή χώρα μας κάποιοι πολιτικοί ἐπιστήμονες καί σχολιαστές πού ἰσχυρίζονται ὅτι τά συνταγματικά δικαιώματα δέν ἰσχύουν γιά ἐκείνους πού διαφωνοῦν μέ μιά κυβερνητική πρωτοβουλία. Πού ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν διαθέτει τό δικαίωμα στήν ἐλευθερία τῆς γνώμης καί τοῦ λόγου. Ἔφτασαν κάποιοι στό ἀκραῖο σημεῖο αὐταρχισμοῦ νά ἰσχυρίζονται πώς διαπράττει ποινικό ἀδίκημα ἡ Ἱεραρχία, ἐπειδή ὀργανώνει μιά εἰρηνική διαμαρτυρία. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐδῶ συμβαίνει τό ἐξῆς παράδοξο. Θεωροῦν ὅλοι αὐτοί ὅτι ὁ πολίτης μέ δικαίωμα λόγου, μέ δικαίωμα τοῦ συνέρχεσθαι, μέ δικαίωμα συμμετοχῆς στά κοινά εἶναι μόνο ὅποιος ἔχει ἀντιεκκλησιαστικές καί ἀντικληρικαλιστικές ἀπόψεις. Ὅποιος εἶναι ὀπαδός τοῦ ἄθρησκου, τοῦ λαϊκοῦ κράτους. Οὔτε λίγο, οὔτε πού θεωροῦν ὀρισμένοι ὅτι ὅποιος εἶναι πιστός ἤ ἔστω ὅποιος δέχεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἔχει ἄποψη, δέν εἶναι πολίτης ἤ μᾶλλον εἶναι πολίτης δεύτερης κατηγορίας.
Τούς καλοῦμε καί τούς παρακαλοῦμε συνεπῶς νά καταλάβουν ὅτι ὅσοι συγκεντρώθησαν ἐδῶ σήμερα καί τήν προηγούμενη Τετάρτη στή Θεσσαλονίκη δέν εἶναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ὅτι ὅλος αὐτός ὁ Λαός εἶναι πολίτες μέ δικαίωμα στή πίστη, στή γνώση, στή γνώμη, στό παρόν καί στό μέλλον αὐτοῦ τοῦ τόπου.
Τό βασικό τους ἐπιχείρημα εἶναι πώς δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει «συγκυβέρνηση» ἀνάμεσα στήν Πολιτεία καί στήν Ἐκκλησία. Ἄς μή φοβοῦνται. Κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τήν ἐξουσία καί τήν ἁρμοδιότητα τῶν κρατικῶν ὀργάνων. Οἱ κίνδυνοι κατά τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας δέν προέρχονται σέ καμιά περίπτωση ἀπό τόν πνευματικό καί ἠθικό λόγο τῆς Ἐκκλησίας.
Παρακολουθοῦμε μέ ὀδύνη νά ἀνοίγη ἐκ τοῦ μή ὄντος ἕνα δῆθεν ἰδεολογικό μέτωπο μεταξύ «διαφωτιστῶν» καί «ἀντιδιαφωτιστῶν». στήν αὐγή τοῦ 21 ου αἰώνα κάποιοι δείχνουν νά ἀγνοοῦν παντελῶς τήν ἱστορία τοῦ 18 ου καί 19 ου αἰώνα στόν τόπο αὐτό. Γιατί ἄν ἤξεραν τήν ἱστορία, θά ἐγνώριζαν ὅτι σέ ὀρθόδοξους Ἕλληνες κληρικούς ὀφείλετο ἡ εἰσαγωγή καί ἡ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων καί τῶν προοδευτικῶν ἀρχῶν καί ἀπόψεων στήν Ἑλλάδα.
Δέν ἀρκοῦνται ὅμως σ’ αὐτό. Τώρα ἐπιτίθενται συλλήβδην κατά τῶν κληρικῶν καί ἰδίως κατά τοῦ σώματος τῶν ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων μέ ἀναξιοπρεπῆ γιά τούς ἰδίους καί εὐτελῆ τρόπο. Λυποῦμαι, γιατί δέν σέβονται τά ἀξιώματά τους καί μάλιστα ἀξιώματα πού εἶναι συνυφασμένα μέ ἕνα μεσολαβητικό ὑποτίθεται ρόλο καί ὄχι ἐμπρηστικό. Ἄς εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία ὅλους τούς συγχωρεῖ καί ὅλους τούς ἀγαπᾶ καί γιά ὅλους προσεύχεται.
Πράγματι. Ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες ἄνοιξαν οἱ πῦλες τοῦ Ἅδου καί ἐλέχθησαν ἀπό στόματα ἀνθρώπων πού καί αὐτοί εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ἐγράφησαν ἀπό γραφίδες ἀνθρώπων, πού καί αὐτοί δικαιοῦνται τή σωτηρία, ρήματα ἀπρεπῆ καί λόγια βαρειά, γεμάτα μίσος καί περιφρόνηση, γεμάτα προκατάληψη καί ἐμπάθεια πρωτοφανῆ, γεμάτα ἀπό ὑπεροψία καί κακότητα. Ἐπεστράτευσαν καί τίς ὕβρεις καί τίς ἀπειλές ἐναντίον μας καί ἐναντίον μας καί ἐναντίον σας. Γιά μένα ἔφθασαν στήν αἰχμή τοῦ παραληρήματος νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι πρέπει νά ἐξορισθῶ, καί ἄλλοι νά γράψουν ὅτι εἶμαι ἐπικίνδυνος. Ἀντιπαρέρχομαι μέ ἐσωτερική καθαρότητα καί χωρίς ἐμπάθεια τίς ὕβρεις καί συγχωρῶ μέ μακροθυμία αὐτούς πού τίς εἶπαν. Ἀλλά καί γιά σᾶς εἶπαν ὅτι εἶσθε τάχα οἱ φανατικοί. Καί ξέρετε γιατί; Διότι ἔχετε τήν τόλμη νά ὑψώνετε τή φωνή σας καί νά διεκδικῆτε τό δίκηο σας. Συκοφάντησαν τίς πολιτισμένες Λαοσυνάξεις μας ὡς δῆθεν «ὀχλοκρατικές ἐκδηλώσεις», χαρακτηρίζοντας τά εὐγενῆ παιδιά τῆς Ἐκκλησίας ἀσύντακτο χύδην ὄχλο. Μᾶς εἶπαν ἐμᾶς τούς Ποιμένες σας «κάπηλους τῆς θρησκείας». Ἐπειδή θεωρήσαμε χρέος μας νά τεθοῦμε ἐπί κεφαλῆς τῶν πιστῶν μας. Θεωροῦν ὅπως καί κατ’ ἀλήθειαν εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕνα πνευματικό καί ἠθικό ρόλο μέσα στήν κοινωνία, καί ἡ Λαοσύναξη αὐτή δέν συνάδει μέ τό ρόλο μέσα στήν κοινωνία, καί ὅτι ἡ Λαοσύναξη αὐτή δέν συνάδει μέ τό ρόλο τής αὐτό. Ἔχουν λάθος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μέν μιά μεγάλη πνευματική δύναμη πού ἔχει θεία προέλευση. Ἀλλ’ εἶναι μέν μία μεγάλη λαϊκή δύναμη πού προέρχεται ἀπό τόν πιστό Λαό της. Αὐτός ὁ Λαός ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους μέ παλμό, μέ ψυχή καί μέ ὀντότητα. Δέν εἶσθε σεῖς περιθωριακοί, εἶσθε ὑπεύθυνοι νοικοκυραῖοι, εἶσθε σοβαροί ἄνθρωποι, πού ἀνησυχεῖτε γιά τήν πορεία τοῦ τόπου. Εἶσθε εὐϋπόληπτοι πολίτες, πού πάντα εἶσθε πρόθυμοι νά ἀποδεικνύεσθε ὄχι μόνο καλοί πιστοί ἀλλά καί χρηστοί πολίτες.
Τά βέλη τους στρέφονται, ὅπως λένε, κατά τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί μιᾶς ὁμάδας Ἀρχιερέων πού ἔχουν τάχα «πολιτικές» φιλοδοξίες καί διατυπώνουν «πολιτικό» λόγο. Λυπᾶμαι, γιατί κάποιοι πολιτικοί καί ἀκαδημαϊκοί ταγοί δέν γνωρίζουν τί σημαίνει συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτά πού λένε δέν προσβάλλουν κάποια πρόσωπα. Προσβάλλουν τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ καί τήν ἱστορική της σχέση μέ τόν Ἑλληνισμό. Ὅποιος καί ἄν εὑρίσκετο στή θέση μας, ὅποιος καί ἄν ἦταν Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μέλος τῆς Ἱεραρχίας της θά εἶχε τήν ἴδια ἄποψη. Θά ἀντιδροῦσε καί θά ἐνεργοῦσε μέ τόν ἴδιο τρόπο. Αὐτό δέν ἔγινε καί τό 1987, γιά νά πάρω μόνο δύο πρόσφατα παραδείγματα. Εἰλικρινά δέν καταλαβαίνω τί εἶναι αὐτό πού φοβοῦνται ἤ πού τούς ἐνοχλεῖ. Γιατί τόση ἀνασφάλεια, γιατί τόσο ἐκνευρισμός; Γιατί τόση ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στό αἰσθητήριο καί στήν κρίση τοῦ Λαοῦ;
Ἐρωτῶ: Εἶναι ἀνεπίτρεπτος ὁ λόγος καί εἶναι «πολιτικός», μέ τήν ἔννοια του ὑπέρ τῆς ἀξιοπρέπειας καί τῆς ἱστορικῆς προοπτικῆς αὐτοῦ τοῦ τόπου, λόγος; Εἶναι ἀπηγορευμένος καί «πολιτικός» δῆθεν ὁ λόγος ὑπέρ τῶν πτωχῶν, ὑπέρ τῶν ἀδυνάτων, ὑπέρ τῶν ἀδικουμένων, ὑπέρ τῶν πασχόντων, τῶν ταπεινῶν, τῶν ἀσθενῶν; Ὀ λόγος ὑπέρ τῆς ἱστορικῆς μνήμης, ὑπέρ τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καί ἀλληλεγγύης, ὁ λόγος ὑπέρ τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς γενναιοδωρίας, ὁ λόγος ὑπέρ τῆς ἐλπίδας; Εἶναι «πολιτικός» ὁ λόγος γιά τήν οἰκογένεια καί γιά τήν νεολαία, γιά τό σχολεῖο καί γιά τά ναρκωτικά, γιά τά ἐθνικά μας θέματα; Τούς πληροφοροῦμε ὅτι αὐτός ὁ λόγος εἶναι βαθύτατα ἐκκλησιαστικός καί πατερικός, δηλ. ἀνθρώπινος καί ἁπλός. Ἄν ὅμως ἕνας τέτοιος λόγος δέν πρέπει νά ἀρθρώνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, τότε τί πρέπει νά λέει καί νά κάνει ἡ Ἐκκλησία; Νά διδάσκει τήν ἡττοπάθεια καί τήν ἀδράνεια; Νά κηρύττει τήν ἀνοχή ἀπέναντι στήν ἀδικία καί τήν ἀνισότητα;
Θά ἐβόλευε ἀφάνταστα ἄν ἤμασταν θιασῶτες τῆς ἀποστεωμένης καί ἀπονευρωμένης ποιμαντικῆς θεολογίας, πού εἶναι ξεκομμένη ἀπό τά φλέγοντα προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Θά ἐβόλευε ἀφάνταστα ἄν μέ τό λόγο μας δέν διεγείραμε συνειδήσεις καί ἄν ἀφήναμε τό δρόμο ἐλεύθερο σέ σχέδια πού βλάπτουν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τῆς κοινωνίας μας. Τώρα πού αὐτός ὁ λόγος ἀναρριπίζει ἐλπίδες καί στεριώνει ψυχές, τώρα πού αὐτός ὁ λόγος βρίσκει ἀντίκρυσμα στίς καρδιές καί ὄχι μόνο στό νοῦ, αὐτό ἐνοχλεῖ καί πρέπει νά διαβληθῆ. Στήν ἐποχή μας ἡ πολιτική ταυτίσθηκε αὐθαίρετα μέ τήν κομματικοποίηση. Ἐμεῖς δέν μιλᾶμε κομματικά, ἀσχολούμαστε ὅμως μέ τήν κοινωνία καί προσπαθοῦμε νά δώσουμε λύσεις ἀπό τόν ἀποκαλυπτικό λόγο, χωρίς νά μετατρεπόμεθα σέ κόμμα. Γι’ αὐτό καί δέν διχάζουμε τό Λαό. Μιλᾶμε τή γλώσσα τῆς ἀλήθειας καί τῆς εἰλικρίνειας.
Δέν ἐπιθυμοῦμε κοσμική δόξα, γι’ αὐτό καί δέν θέλουμε κανενός εἴδους συγκυβέρνηση, οὔτε κἄν μερίδιο κρατικῆς ἐξουσίας. Τό ράσο καί τοῦ πιό φτωχοῦ παπᾶ εἶναι ἀνώτερο καί ἀπό αὐτή τήν αὐτοκτρατορική ἀλουργίδα. Τή μεγαλύτερη δόξα καί τιμή νοιώθουμε, ὅταν ἀξιωνόμαστε νά κρατᾶμε στά χέρια μας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλά παράλληλα νοιώθουμε μιά βαρειά εὐθύνη γιά τό Γένος. Αὐτό δέν εἶναι διεκδίκηση ἐξουσίας, εἶναι εὐθύνη καί βάρος ἱστορικό, πού συνοδεύεται ἀπό θυσίες καί ἀπό μαρτύρια.
Ἄς μάθουν ὅσοι δέν μποροῦν ἤ δέν θέλουν νά κατανοήσουν καί ἰδίως νά βιώσουν τήν ὀρθόδοξη παράδοση αὐτοῦ τοῦ τόπου, ὅτι τίποτε δέν εἶναι πιό σύγχρονο ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ἐπιείκεια, τή συγχώρηση, τήν παρηγοριά, τήν προσδοκία καί τήν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως.
Ἐμεῖς πού μαζευτήκαμε σήμερα ἐδῶ γνωρίζουμε καί νοιώθουμε τί θά πῆ ἡ μικρή καί ἁπλή φράση «Εἰρήνη ὑμῖν». Ἐμεῖς πού μαζευτήκαμε σήμερα ἐδῶ γνωρίζουμε καί νιώθουμε τί θά πῆ ἡ προτροπή «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας».
Τό ζήτημα τῶν ταυτοτήτων καί τῆς ἀφαίρεσης τοῦ Θρησκεύματός μας τό θεωροῦμε σημαντικῆς σπουδαιότητας, γι’ αὐτό καί διαμαρτυρόμαστε. Δέν τρέφομε αὐταπάτες οὔτε διώκουμε χίμαιρες. Δέν προσδίδουμε στό θέμα αὐτό διαστάσεις πού τάχα δέν ἔχει, δέν τραγικοποιοῦμε τά πράγματα. Στόν ἀποκλεισμό ἀπό τίς νέες ταυτότητες τοῦ Θρησκεύματος, πού ὑπάρχει ἀπό 80 χρόνια, βλέπουμε μπροστά μας τήν ἐπιχείρηση νά ἐξοβελισθοῦν σιγά-σιγά ἀπό τή δημόσια ζωή ἕνα πρός ἕνα ὅλα τά στοιχεῖα τῆς θρησκευτικότητάς μας, ὥστε νά φθάσουμε σταδιακά στόν πλήρη θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τῆς κοινωνίας καί τοῦ κράτους. Σήμερα βγαίνει τό Θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες, αὔριο τά θρησκευτικά ἀπό τά σχολεῖα, τήν ἄλλη ὁ Σταυρός ἀπό τίς σημαῖες, τήν παράλλη οἱ ἱερές εἰκόνες ἀπό τά δημόσια καταστήματα. Θά ἐπιβληθῆ ὑποχρεωτικά ὁ πολιτικός γάμος θά ὑποβαθμισθῆ ἡ Ἐκκλησία στό ἐπίπεδο ἰδιωτικῆς φύσεως θεσμοῦ, θά ἀποχριστιανισθῆ ὁ δημόσιος βίος. Δέν εἶναι δύσκολο ἀπό ὅσα γράφονται, καί δέν διαψεύδονται, περί τῶν παραπάνω νά συναχθοῦν καί τά ἐπακόλουθά των. Ἀπ΄ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἡ μή ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος στίς ταυτότητες θίγει τήν πίστη μας. Μέχρι τώρα συνέβησαν καί ἀρκετά ἄλλα, γιά τά ὁποία ἄν καί ὑψώσαμε φωνή διαμαρτυρίας δέν εἰσακουσθήκαμε. Τώρα βγάζουν τό Θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες. Ὄχι. Φθάνει πιά.
Διερωτᾶται κάθε λογικός ἄνθρωπος, γιατί βγαίνει τό Θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες. Καί παίρνει ὡς ἀπάντηση νομικά ἐπιχειρήματα καί μόνον. Τό ὅλον θέμα δέν εἶναι μόνο νομικό. Ἔχει καί ἄλλες διαστάσεις πού δέν μπορεῖ νά ἀγνοηθοῦν. Εἴμαστε μιά μικρή θρησκευτική μειονότητα στήν Ε.Ε. καί θέλουμε στήν ἐθνική μας ταυτότητα νά δείχνουμε καί νά ὁμολογοῦμε αὐτή τή θρησκευτική ἰδιαιτερότητά μας. Καί δέν ὑπάρχει κανένας, μά κανένας λόγος νά μᾶς τό ἀρνοῦνται. Ἀλλά καί ἡ νομική πλευρά δέν εἶναι ὅπως μᾶς τή λένε.
1. Πρῶτα-πρῶτα ἔχουμε τόν ἰσχύοντα σήμερα γιά τίς ταυτότητες ν. 1988/91. Ὁ νόμος αὐτός προβλέπει ὅτι στίς ταυτότητες συμπεριλαμβάνεται ὑποχρεωτικά καί τό Θρήσκευμα. Νά θυμήσω ἐδῶ ὅτι τότε κατά τήν ψήφιση αὐτοῦ τοῦ νόμου σημερινοί κυβερνητικοί ἀξιωματούχοι, εἶχαν ταχθῆ ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῆς, τήν ὁποία σήμερα ἀρνοῦνται. Ἄρα ὅσοι λένε ὅτι ὁ νόμος προβλέπει τήν ἀπάλειψη τοῦ Θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, δέν λένε τήν ἀλήθεια. Ἀντίθετα ὁ νόμος αὐτός ἐπιβάλλει τήν ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος.
2. Τό ἐμπόδιο αὐτό βάλθηκε νά τό ὑπερπηδήσει μέ τήν ἀπόφασή της ἡ Ἀρχή προστασίας τοῦ πολίτη ἀπό τήν ἐπεξεργασία εὐαίσθητων προσωπικῶν δεδομένων. Ἦλθε λοιπόν ἡ Ἀρχή καί εἶπε ὅτι αὐτός ὁ νόμος εἶναι ἀντισυνταγματικός καί οὐσιαστικά τόν κατήργησε. Ἀλλ’ ἐρωτᾶται ποία εἶναι ἡ Ἀρχή αὐτή πού ἀναλαμβάνει νά ὑποκαταστήσει εἴτε τή Βουλή, εἴτε τά δικαστήρια, εἴτε καί αὐτόν τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας, πού κατά τό Σύνταγμα μόνον αὐτοί ἔχουν τό δικαίωμα νά κρίνουν τήν ἀντισυνταγματικότητα τῶν νόμων; Ἀφῆστε πού μέχρι σήμερα ἡ Ἀρχή αὐτή στερεῖται συνταγματικῆς νομιμοποίησης, ἀκόμη καί ὡς φορέας ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, μιά καί κατά τό Σύνταγμα ( ἄρθρο 1, παρ. 3 καί 26, παρ. 2) ἡ ἐξουσία αὐτή ἀσκεῖται ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καί τήν Κυβέρνηση. Ἄρα ὁ ἰσχύων νόμος περί ταυτοτήτων διατηρεῖ τήν πλήρη τυπική του ἰσχύ καί δέν μπορεῖ νά παραμερισθῆ ἀπό κανένα ὄργανο διοικήσεως. Ἔτσι ἡ Ἀρχή στήν προκειμένη περίπτωση ἀντιποιεῖται ἔργο τοῦ νομοθέτη ἤ τοῦ δικαστῆ.
3. Ἀλλ’ ἡ Ἀρχή ἀφοῦ ἔκρινε ὅλως ἀναρμοδίως ὥς ἀντισυνταγματικό τόν ἰσχύοντα ν. 1899/91, στηρίχθηκε στόν νεώτερο γιά νά ἐξοβελίσει τό Θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες. Καί ἐπεκαλέσθη τό ἄρθρο 2 τοῦ νόμου αὐτοῦ πού λέγει ὅτι τά εὐαίσθητα προσωπικά στοιχεῖα δέν δημοσιοποιοῦνται, ἀνάμεσα δέ σ’ αὐτά εἶναι καί τό Θρήσκευμα. Ὅμως ἔκανε πώς δέν ἀντελήφθη τήν ἀληθινή ἔννοια τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 5 τοῦ ἰδίου νόμου, τό ὁποῖο προβλέπει ἐξαιρέσεις στόν παραπάνω κανόνα. Καί ἀνάμεσα σ’ αὐτές εἶναι καί τό ζήτημα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ Θρησκεύματος πού ἐπιτρέπεται, ὅταν ὁ ἐνδιαφερόμενος δώσει τήν συγκατάθεσή του. Ἄρα ὁ ἴδιος ὁ νόμος θεωρεῖ τήν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος ὡς ἐπιτρεπόμενη.
4. Τήν λύση αὐτή τήν προτείνουμε ἐμεῖς, ἐγκαταλείψαντες τήν ἀρχική μας θέση γιά ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος. Καί τό ἐκάναμε ἐκ λόγων σεβασμοῦ πρός τήν συνείδηση ἐκείνων τῶν συμπολιτῶν μας, πού γιά διαφόρους λόγους δέν θά ἤθελαν νά ἐξαναγκασθοῦν νά δηλώσουν τό θρήσκευμά τους ἤ εἶναι ἄθεοι.
5. Ὅμως ἡ κυβέρνηση, ἐνῶ μᾶς ὑπεσχέθη ὅτι θά συζητήσει μαζί μας τό ζήτημα, τελικά μᾶς ἀγνόησε καί «υἱοθέτησε» τίς ἀπόψεις τῆς Ἀρχῆς. Δέν ἔπρεπε αὐτό νά γίνει. Ζητήσαμε εὐκαιρία νά συζητήσουμε τίς ἀπόψεις μας, νά ἀκούσουμε τίς ἀπόψεις τῆς ἄλλης πλευρᾶς. Καί ἀντ’ αὐτοῦ βρεθήκαμε μπροστά στήν ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς. Ἀλλ’ οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἀρχῆς δέν εἶναι θέσφατα. Γιατί ἡ Ἐκκλησία ἔχει γνώση τῶν ἀπόψεων πολλῶν ἄλλων ἐγκρίτων νομομαθῶν, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ἡ προαιρετική ἀναγραφή στίς ταυτότητες τοῦ Θρησκεύματος δέν παραβιάζει τό Σύνταγμα. Ἐδῶ τώρα τό ζήτημα ἐπικεντρώνεται στό ὕψος τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Στή μέθοδο, στή περιφρόνηση, ὄχι μόνο πρός τήν Ἐκκλησία καί πρός τήν Ἱεραρχία καί πρός τό Λαό τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται καί γιά τήν περιφρόνηση πρός τή γνώμη πολλῶν πολιτῶν, πρός τή ζῶσα καί βιωμένη παράδοση τοῦ τόπου, δήλ. Πρός τήν ἰδιοσυστασία του καί πρός τήν ἐνεργό ἱστορική του συνείδηση.
6. Ἐπικαλοῦνται καί τήν Ε.Ε γιά τήν ἀποβολή τοῦ Θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες. Τελοῦν σέ πλάνη. Ποτέ ἡ Ε.Ε. δέν ἔδωσε ὁδηγία νά βγῆ τό Θρήσκευμα. Μάλιστα τελευταία, καί κατ’ αὐτήν τήν ἡμέρα τῆς Λαοσύναξής μας στή Θεσσαλονίκη, μᾶς εἶπαν θριαμβευτικά ὅτι ἡ Ἐπιτροπή τῆς Ε.Ε. σέ ἀπάντηση ἐρωτήματος Ἕλληνα εὐρωβουλευτῆ ἀπεφάνθη ὅτι τό Θρήσκευμα εἶναι εὐαίσθητο στοιχεῖο καί τά εὐαίσθητα στοιχεῖα δέν ἀναγράφονται πουθενά. Ὅμως δέν εἶπαν στό Λαό ὅτι, στή συνέχεια, ἡ Ἐπιτροπή συμπλήρωσε, ὅτι ἡ ἀπαγόρευση αὐτή ἀνατρέπεται ἀπό μιά σειρά ἐξαιρέσεων, μία ἀπό τίς ὁποῖες θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ συγκατάθεση τοῦ ἐνδιαφερομένου. Ἄρα, ὅταν θέλει ὁ πολίτης νά γραφῆ τό Θρήσκευμά του στήν ταυτότητα, κανένας δέν μπορεῖ νά τοῦ τό ἀπαγορεύσει. Ἀλλά ἀκόμη δέν μᾶς εἶπαν ὅτι τό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο στίς 14-6-2000, δηλ. τήν ἴδια ἡμέρα, ἀπεφάνθη ὕστερα ἀπό αἴτηση τοῦ ἴδιου εὐρωβουλευτῆ ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος στίς ταυτότητες ἀνήκει στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῶν ἐθνικῶν κυβερνήσεων, ἡ δέ τυχόν ἀναγραφή του δέν ἀποτελεῖ παραβίαση τοῦ δικαιώματος προστασίας τῶν προσωπικῶν δεδομένων. Τί ἔχουν τώρα νά ποῦν οἱ νομομαθεῖς τῆς Ἀρχῆς πού παρέσυραν τήν κυβέρνηση;
7. μᾶς ἐρωτοῦν ἀκόμη, γιατί ἐνῶ στά διαβατήρια δέν ὑπάρχει τό Θρήσκευμα δέν ἀντιδράσατε, καί τώρα στίς ταυτότητες ἀντιδρᾶτε. Ἀπαντᾶμε: Στά διαβατήρια δέν ὑπῆρχε ποτέ τό Θρήσκευμα. Καί δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά ζητᾶμε νά μπῆ. Τοσούτῳ μάλλον γιατί τό διαβατήριο εἶναι ἕνα ταξιδιωτικό ἔγγραφο πού μπορεῖ νά περιλαμβάνει ὅ,τι θέλει, ἐνῶ ἡ ταυτότητα εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. Εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς προσωπικότητάς μου. Ὅμως στίς ταυτότητές μας, ἀντίθετα, ὑπῆρχε τό Θρήσκευμα καί τώρα μᾶς τό πετᾶνε ἔξω. Καί δέν εἶναι ἀληθές ὅτι τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος τήν ἐπέβαλαν οἱ Γερμανοί στήν Κατοχή. Ὑπάρχουν ἀπό τό 1914 ἑλληνικές ταυτότητες μέ τό Θρήσκευμα. Ἐπί 85 χρόνια τουλάχιστον ὑπάρχει τό Θρήσκευμα καί τώρα τό βγάζουν ἔξω. Φυσικά προβληματιζόμαστε. Κάτι κρύβεται ἀπό πίσω. Τί; Ἄς μᾶς τό ποῦν οἱ ἴδιοι.
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι μία χώρα δημοκρατική καί μέ μακρά ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Ποτέ στή χώρα μας δέν εὐδοκίμησε ὁ ρατσισμός, ἡ μισαλλοδοξία, οἱ διακρίσεις σέ βάρος τῶν ἀδυνάτων. Ἀναφέρονται διαρκῶς ὁρισμένοι σέ διάφορα ζητήματα πού ἀφοροῦν τή θρησκευτική ἐλευθερία τῶν ἑτεροδόξων καί τῶν ἀλλοθρήσκων. Ἐμεῖς τούς λέμε στήν Ἑλλάδα ἰσχύει ὄχι ἁπλῶς ἀνεξιθρησκεία ἀλλά πλήρης θρησκευτική ἐλευθερία, τῆς ὁποίας ἀπολαμβάνουμε οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ ἑτερόδοξοι καί οἱ πιστοί ὅλων τῶν ἄλλων θρησκειῶν.
Βασικός ἰσχυρισμός τῶν ἐπικριτῶν μας εἶναι πώς ὀφείλουμε οἱ πάντες ὑπακοή στούς νόμους τοῦ Κράτους. Ὄντως ὀφείλουμε ὑπακοή ὅλοι. Καί ἐμεῖς εἴμεθα νομοταγεῖς καί ἐκπληρώνουμε τίς ὑποχρεώσεις μας πρός τήν πολιτεία μέ ἀφοσίωση καί αὐταπάρνηση. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι οἱ νόμοι εἶναι ἀμετάβλητοι ἤ ὅτι μποροῦν νά παρερμηνεύονται. Γι’ αὐτό, ὅταν κάποτε ὑπῆρξε ἀνάγκη, οἱ ἀρχαῖοι Σπαρτιάτες (μετά τή μάχη τῆς Μαντινείας 362 π.Χ.) ἀπεφάσισαν νά ἀφήσουν τούς νόμους τους πού προέβλεπαν σκληρή τιμωρία γιά τούς ἀνυπάκουους στρατιῶτες ἐν ὥρᾳ μάχης, σέ ἀχρησία. «Ἐῶμεν τούς νόμους καθεύδειν», εἶπαν, ἀποβλέποντες στό γενικότερο συμφέρον.
Εἴμεθα ἀφιερωμένα πρόσωπα στό Θεό καί στό Λαό Του. Ἐδώσαμε φρικτούς ὅρκους κατά τή στιγμή τῆς ἀφιερώσεώς μας καί ἀπαρνηθήκαμε καί τόν ἑαυτό μας ἀκόμα, προκειμένου νά εἴμεθα στή διάθεση ὅλου τοῦ κόσμου πού προσέρχεται μέ ἐμπιστοσύνη σε μᾶς. Ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν ἄνδρες πού θυσιάσθηκαν γιά τήν πατρίδα, πού ἐσφάγησαν καί προσέφεραν τή ζωή τους γιά τήν ἐλευθερία. Τά στήθη τους τά κοσμοῦν ἀριστεῖα ἀνδρείας. Οἱ ἔγγαμοι παπάδες μας ἔχουν συγκροτημένες οἰκογένειες μέ δυναμική παρουσία στή κοινωνία. Θά σᾶς φανῆ ὑπερβολικό, ὅμως εἶναι ἀλήθεια. Οἱ μισοί τουλάχιστον Ἕλληνες προέρχονται ἀπό ἱερατικά σπίτια. Τό μαρτυροῦν τά ἱερατικά καί ἐκκλησιαστικά των ἐπώνυμα. Αὐτοί οἱ παπάδες μᾶς πρόσφεραν καί προσφέρουν στήν κοινωνία ἐπιστήμονες, πολιτικούς, ἀξιωματικούς, ἐπιχειρηματίες, ἐργαζόμενους, πού δίδουν πάντα τό παρόν στά ἐθνικά, ἐκκλησιαστικά καί κοινωνικά προσκλητήρια. Εἶναι ἀδικία νά συκοφαντεῖται ἀσύστολα ὁ ἐφημεριακός καί ὁ μοναστηριακός κλῆρος, οἱ Ἱεράρχες μας καί ὅλος ὁ κόσμος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός ὁ κόσμος βρίσκεται σέ συνεχῆ ἐπαφή μέ τό Λαό μέ τίς Ἀρχές τοῦ κράτους συνεισφέροντας στό κοινό καλό.
Ἀπό αὐτή τή συνάφεια προέρχεται καί ἡ ἀξίωση τῆς Ἐκκλησίας νά μή διασπασθῆ ἡ ἑνότητα καί συνεργασία της μέ τό κράτος, τήν κοινωνία καί τό ἔθνος μας, πού δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐθνοφυλετικῶν ἰδεολογιῶν, οὔτε ὀλιγοπιστίας ἤ ἀνασφάλειας τῶν ποιμένων της ἀλλά εἶναι φυσική ἀπόρροια τῆς θεολογίας της ἐνσαρκώσεως, ὅπως αὐτή ἐκφράσθηκε στήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, δηλ. τῆς ἕνωσης τῶν δύο φύσεων στό Χριστό καί στηρίζεται, ὅπως ἤδη εἴπαμε, στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος. Οἱ θιασῶτες τοῦ χωρισμοῦ ἐπισείουν τό φάσμα ὅτι τάχα ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἡ μοναδική χώρα τῆς Εὐρώπης πού ἔχει κρατική Ἐκκλησία. Καί πάλι δέν λένε τήν ἀλήθεια. Πρῶτα-πρῶτα στήν Ἑλλάδα ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κρατική. Εἶναι αὐτοδιοίκητος, ἐντός τοῦ κράτους, ὀργανισμός. Ὅμως στήν Εὐρώπη ὑπάρχουν κρατικές ἐκκλησίες στά ἑξῆς κράτη: Στήν Μ. Βρετανία, στήν Ἱσπανία, στή Δανία, στή Νορβηγία, στή Σουηδία, ἀκόμη καί στήν Ἰταλία. Ὅλες αὐτές οἱ χῶρες εἶναι θεοκρατικές; Στήν Εὐρώπη κάθε χώρα ἀκολουθεῖ τή δική της ἱστορική διαδρομή καί ὡς πρός τή σχέση της μέ τήν Ἐκκλησία. Αὐτό μάλιστα διασφαλίζεται ρητά ἀπό τή συνθήκη τοῦ Ἄμστερνταμ, πού κάποιο ἐπικαλοῦνται χωρίς νά τήν γνωρίζουν. Ἐμεῖς ἐδῶ ζητᾶμε νά παραμείνει ὡς ἔχει τό σχῆμα συνεργασίας μας μέ τήν Πολιτεία. Καί ἡ Ε.Ε. θεωρεῖ ὅτι «μέσα στά πλαίσια ἑνός δημοκρατικοῦ συστήματος δέν ὑφίσταται ἀσυμβατότης μεταξύ Ἐκκλησίας καί Κράτους. Πέρα ἀπό κάποια τραγικά παραδείγματα, ἡ ἱστορία μᾶς ἔχει δείξει ὅτι ὁ ἀπόλυτος διαχωρισμός πνευματικῆς καί ἐγκόσμιας ἐξουσίας δέν εἶναι ἐφικτός, ἀντιθέτως ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ὕπαρξη ἑνός δημοκρατικοῦ πολιτεύματος» (βλ. Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης, ἔκθεση 8270/27-11-98 σ. 9). Αὐτή τή συνεργασία τήν ἐπιδιώκει ἡ Ἐκκλησία γιά τό καλό τοῦ Λαοῦ καί τοῦ ἔθνους. Καί ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ἡ μεγάλη πλειοψηφία τοῦ Λαοῦ μας, πού ἕνα μόνο μικρό κομμάτι του εἶναι σήμερα ἐδῶ, ἀποδέχεται αὐτή τή συζυγία καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, πού ἐκφράζει τόν πιστό Λαό, ζητεῖ μέ ταπείνωση καί ἀγάπη ἡ ἑνότητα αὐτή νά μή διασπασθῆ.
Ἡ Ἐκκλησία δέν θέλει νά ἐπιβάλλει τίς ἀπόψεις της σέ κανένα. Τά ἁρμόδια κρατικά ὄργανα ἀποφασίζουν. Ἀλλά δέ μιά δημοκρατική πολιτεία ἀποφασίζουν, ἀφοῦ ἀκούσουν τούς ἐνδιαφερομένους ἤ αὐτούς πού θέλουν νά διατυπώσουν τή γνώμη τους. μᾶς λένε ὅτι τό θέμα τῶν ταυτοτήτων δέν ἀφορᾶ στήν Ἐκκλησία. Ἄς τό δεχθοῦμε καί αὐτό, ἀλλά ὑπάρχουν πολίτες πού θέλουν νά ποῦν τή γνώμη τους. Πού δέν καταλαβαίνουν ποιός καί πῶς ἀποφασίζει. Ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νά ζητᾶμε τόν διάλογο μέ τήν κυβέρνηση. Καί ὁ κ. Πρωθυπουργός δέν ἔπρεπε νά περιφρονήση τήν Ἐκκλησία καί νά ἀρνηθῆ νά συναντηθῆ ὁ ἴδιος μαζί της, ὅταν βλέπει καθημερινά πλῆθος κοινωνικῶν ἤ ἄλλων κοινωνικῶν φορέων, ὅπως ἔγινε καί τίς τελευταῖες ἡμέρες μέ ἀφορμή τήν ἔνταξη τῆς χώρας στήν ΟΝΕ. Ἄς στέρξει νά συζητήσει μαζί μας τό θέμα τῶν ταυτοτήτων. Αὐτό διαδηλώνει σήμερα ὁ πιστός Λαός μας προβάλλοντας τή θιγόμενη πίστη του.
Πιστέ καί εὐλογημένε Λαέ τοῦ Θεοῦ,
Ἕνα βαθύ κοινωνικό ρῆγμα ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ἐξ αἰτίας ὅλων αὐτῶν πού σᾶς ἀνέπτυξα καί τό ρῆγμα αὐτό πρέπει ἐπειγόντως νά κλείσει. Οἱ καιροί εἶναι δύσκολοι καί ἡ ἑνότητα τοῦ Λαοῦ ἀναγκαία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀγάπης, πού εἶναι τό βασικό στοιχεῖο τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, καί ὅλοι ἐμεῖς οἱ ποιμένες σας λυπούμεθα γιά τή δυσάρεστη αὐτή ἐξέλιξη.
Σήμερα ὁ λόγος εἶναι ἀγών ὑπέρ τῆς εὐσέβειας. Γι’ αὐτό ἤλθαμε ἐδῶ καί γι’ αὐτό μυριόστομη φωνή ἀφήνουμε νά βγῆ μέσα ἀπ’ τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας. Ἡ φωνή αὐτή ἔχει δύο ἀποδέκτες.
Ὁ ἕνας εἶναι ἡ ἐξουσία καί οἱ φορεῖς της. Πρός αὐτούς μέ ταπεινώση καί ὑπευθυνότητα λέμε: Μήν ἐπιμένετε σέ μιάν ἀπόφαση πού βλάπτει ὅλο τό ἔθνος καί μή σκέπτεσθε κακά γιά τήν Ἐκκλησία μας. Δέν ἐκθέτουμε τή χώρα σέ πικρά σχόλια, δέν ἀρνούμεθα τήν πρόοδο. Δέν εἴμαστε ὀπισθοδρομικοί, οὔτε φανατικοί, ἀλλά δέν δεχόμαστε νά παραιτηθοῦμε ἀπό τά ἱερώτερα πιστεύματά μας. Ὁ Λαός μας δέν ἔχει ἀνάγκη ἑνός «ἐκσυγχρονισμοῦ» πού περνάει μέσα ἀπό τήν ἀπάρνηση τῆς πνευματικῆς του ταυτότητας. Σᾶς παρακαλοῦμε νά ἀναθεωρήσετε τίς ἀποφάσεις σας, πού στοχεύουν στήν ἀπομάκρυνση τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας ἀπό τά παιδιά της. Καί νά παύσετε νά μᾶς βλέπετε ὡς ἀντιπάλους, πού πρέπει νά ἐξουδετερώσετε. Δέν μαχόμεθα γιά ἰδιοτελῆ συμφέροντα. Δέν ἔχουμε πολιτικές βλέψεις. Μέχρι σήμερα σέ ὅλα εἴμαστε μαζί μέ τήν Πολιτεία. Μέ διακριτούς ρόλους ὁ καθένας. Αὐτό, ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δούλη τοῦ Καίσαρα. Πορευόμαστε ἀντάμα ὡς δύο κουπιά στήν ἴδια βάρκα. Συμβάλλουμε, κατά τό ποιμαντικό μας μέρος, στήν πρόοδο καί τήν ἀνάπτυξη τοῦ Λαοῦ μας μέσα στήν ΟΝΕ. Καί σέ ὅλα αὐτά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἀπολύτως συμβατή ἡ πίστη καί ἡ παράδοσή μας.
Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι κατά βάθος καί σεῖς συμφωνεῖτε μαζί μας. Ἀλλά ἄλλου εἴδους αἰτίες δέν σᾶς ἐπιτρέπουν νά τό παραδεχθῆτε. Δέν θέλουμε νά σᾶς θίξουμε σέ τίποτε. Δέν εἴμαστε ἀντιμέτωποι μέ τήν Πολιτεία ἤ μέ τήν κυβέρνηση, ἀλλά μέ μία συγκεκριμένη κυβερνητική πράξη. Δέν ἐπιζητοῦμε τίς δάφνες τοῦ νικητή. Δέν ἀποδεχόμαστε τό ρόλο τοῦ Κήνσορα. Ὡς πνευματικοί Πατέρες καί δικοί σας σᾶς ἀπευθύνουμε τό λόγο τῆς δικαιοσύνης. Ἔχετε ἀσφαλῶς καί σεῖς τίς ἴδιες μέ μᾶς εὐαισθησίες. Ἄς τίς ἑνώσουμε, γιά νά βγοῦμε ἀπό τό ἀδιέξοδο. Ζητοῦμε νά ἀνοίξει ὁ δίαυλος τῆς ἐπικοινωνίας καί τοῦ διαλόγου. Γιά θέματα λίαν σοβαρά καί ὑπεύθυνα. Γιά τά ὁποῖα ὁ Λαός δείχνει ἕνα ζωηρό ἐνδιαφέρον. Μή παραθεωρεῖτε τή θέληση τοῦ Λαοῦ καί μή περιφρονεῖτε τούς χριστιανούς, κατατάσσοντάς τους στήν κατηγορία τῶν πολιτῶν δεύτερης ἤ τρίτης κατηγορίας. Ρίξτε ἀπόψε ἐδῶ μιά ματιά νά δῆτε ποιοί ἔχουν ἔλθει. Δέν εἶναι μόνο παποῦδες καί γιαγιάδες, τούς ὁποίους ἐμεῖς μέν τιμοῦμε, ἐνῶ ἐνδέχεται ἄλλοι νά τούς ἀπορρίπτουν. Εἶναι καί πολλοί ἄλλοι ὥριμοι ἄνθρωποι, καθώς πρέπει ἄνθρωποι, ἐπιστήμονες, μορφωμένοι, σημαντικοί. Εἶναι νέοι, μυριάδες νέοι, πού μέ τό σφρῖγος τους δίνουν ἕν ξεχωριστό τόνο στή Σύναξή μας. Εἶναι κι αὐτοί τῆς ἀπαρεσκείας; Μή ἐπιτρέπετε νά δηλητηριάζεται ἄλλο ἡ ἀτμόσφαιρα. Γιατί ἀπογοητεύετε ἕνα ὁλόκληρο Λαό θίγοντάς του ὅ,τι ἱερώτερο καί πολυτιμότερο ἔχει; Θελήσατε νά ἀκούσετε τίς φωνές τῶν φρονίμων πού σᾶς τό ζητοῦν καί ἀπό τόν περίγυρό σας. Ἄν δέν ἀμφιβάλλετε ὅτι ὁ Λαός ἀπαιτεῖ νά ἀναγράφεται προαιρετικά τό Θρήσκευμά του στίς ταυτότητες, ἡ Ἐκκλησία θά ἀναλάβη νά συγκεντρώση σέ κάθε ἐνορία μυριάδες ὑπογραφῶν τῶν πιστῶν της, ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῆς τοῦ Θρησκεύματος στίς ταυτότητες, τίς ὁποῖες ἡ Ἱεραρχία θά ἐπιδώση στόν κύριο Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καί στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων. Αὐτή τή φωνή τοῦ Λαοῦ ποιός μπορεῖ νά ἀγνοήση; Ἐμεῖς πάντως σεβόμαστε καί τή θέληση καί τήν ἐξουσία τοῦ Λαοῦ. Καί ὁ ἄλλος ἀποδέκτης του λόγου μας εἶσαι σύ, μεγάλε καί δυναμικέ, πιστέ Ἑλληνικέ Λαέ. Κράτα γερά μέσα σου τά ζώπυρα τῆς πίστεως, πού παρέλαβες ἀπό τούς γονεῖς σου. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι χώρα τῶν μεγάλων ἀγώνων γιά τήν κατίσχυση τῶν μεγάλων ἰδανικῶν. Μήν ἀφήσεις τή χώρα νά χάση τόν χαρακτήρα της, νά μετατραπῆ σέ μάζα ἀνθρώπων χωρίς θεμέλια, χωρίς συνείδηση, χωρίς ἐθνικότητα. Μέσα σ’ αὐτή τή μάζα κινδυνεύεις νά γίνης ἕνα νούμερο, ἕνας ἀριθμός, νά χάσης τήν ἐλευθερία τῆς προσωπικότητάς σου.
Ἀδελφοί! Μείνατε ἑδραῖοι σέ ὅσα μάθατε καί πιστωθήκατε. Μείνατε σταθεροί στή πίστη σας καί στά ἰδανικά τοῦ Γένους. Αὐτό εἶναι τό χρέος μας. Αὐτό μᾶς διδάσκουν οἱ ἅγιοί μας καί οἱ ἥρωες τῆς ἀπελευθέρωσής μας. Ἡ Ἱεραρχία ἀπέδειξε καί πρός τούς πλέον ὀλιγόπιστους ὅτι ποιμαίνει μέ ἱστορική εὐθύνη καί μέ πνευματική ἐνέργεια τό Λαό τοῦ Θεοῦ. Θά συνεχίση ἔτσι. Κλῆρος καί Λαός μαζί πορεύονται τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Ὅλοι μαζί θά παρακολουθοῦμε τίς ἐξελίξεις κι ἐμεῖς ὡς Ἱεραρχία θά σᾶς ἐνημερώσουμε τακτικά. Σᾶς καλῶ ὅλους νά εἴμαστε μέ πολλή προσευχή καί μέ περισσή ἀγάπη. «Στῶμεν καλῶς» ἀδελφοί. Ἡ Ἐκκλησία στά 2000 χρόνια τῆς ἱστορίας της ἔχει ἀντιμετωπίσει πολλές δοκιμασίες καί ἀπό ὅλες ἔχει βγῆ νικητής.
Εὐχαριστῶ θερμά τούς Πατριάρχες καί Προκαθημένους τῶν ἁγίων ἀνά τόν κόσμον Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού μᾶς ἐξέφρασαν γραπτῶς τήν συμπαράστασή τους στόν δίκαιο ἀγώνα μας καί προσεύχονται γιά τήν ἐπιτυχία τῆς προσπάθειάς μας. Εἶναι ἐδῶ μαζί μας ἐκπρόσωποι ἀπό τά Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, Σερβίας, ἀπό τήν Κρήτη. Ὅλοι ἑνωμένοι μαζί μας.
Εὐχαριστῶ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ, πού εἶχε τήν εὐθύνη τῆς ὀργάνωσης αὐτῆς τῆς Λαοσύναξης καί τούς συνεργάτες του, κληρικούς καί λαϊκούς, πού κουράσθηκαν, γιά νά μᾶς ἐξασφαλίσουν αὐτή τήν εἰρηνική Σύναξη.
Εὐχαριστῶ τούς Ἁγιορεῖτες μοναχούς καί ὅλους τούς μοναχούς καί μοναχές τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό ἀγωνιστικό παρόν πού ἔδωσαν στήν σημερινή μας Σύναξη.
21 Ἰουνίου 2000
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000