Οι εκπρόσωποι της ηγεσίας της σημερινής κυβέρνησης, εισηγούμενοι την πρότασή τους για αναθεώρηση του Συντάγματος, απέδειξαν ότι η κύρια αλλαγή που θέλουν να επιβάλουν στο Σύνταγμα είναι να προσδιοριστεί «ότι δεν είναι κρατική η θρησκεία», ότι δηλαδή στην Ελλάδα «υπάρχει η ουδετερότητα της θρησκείας» και εκεί να εστιάσουν τον χωρισμό Εκκλησίας - Πολιτείας.
Πώς, όμως, είναι δυνατό σε ένα λαό, με τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών του να είναι Ορθόδοξοι, να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχει αντικειμενική ανάγκη λειτουργίας του κράτους που πρέπει να αντιμετωπισθεί με αναθεώρηση του Συντάγματος;
Αποδεικνύεται επομένως ότι ο λαός δεν έχει πρόβλημα με το ισχύον Σύνταγμα, αλλά ότι η κυβερνούσα παράταξη έχει το πρόβλημα με το Σύνταγμα, το οποίο, μάλιστα, είναι υπαρξιακοϊδεολογικό.
Ο Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ομολόγησε μάλιστα ότι: Εάν αλλάξει το άρθρο (3), τότε «παύει να υπάρχει οποιοσδήποτε συσχετισμός ανάμεσα στο άρθρο (13) και στο άρθρο (16), που να δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στο μάθημα των Θρησκευτικών. Παύει να υπάρχει η σύγχυση, που δίνει τη δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας αλλά και σε πολλούς άλλους να ερμηνεύουν τη θρησκευτική συνείδηση στο άρθρο (16) με όρους ομολογιακούς».
Το μέλημα και το όραμά τους, επομένως, είναι ο αποχρωματισμός της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, με άλλα λόγια, η συνταγματική κατάργηση της ορθόδοξης διδασκαλίας και η συνταγματική κατοχύρωση ενός ουδετερόθρησκου στην ουσία του πολυθρησκειακού κοκτέϊλ, ως θρησκευτικού μαθήματος στα σχολεία.
Μέσα από αυτή την αλλαγή, όπως αναφέρουν κάποιοι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, ελπίζουν οι ριζοσπάστες των ελληνικών αξιών ότι θα αλλοιωθεί σταδιακά η συνταγματική ιστορία της Χώρας με την εισαγωγή θεσμών ξένων και αντίθετων «προς την ιδιοσυστασία των Ελλήνων και την εμπεδωθείσα συνταγματική μας παράδοση, με ό, τι αυτό συνεπάγεται στην περαιτέρω πορεία μας στην εθνική μας ταυτότητα, στην παιδεία μας και τον πολιτισμό μας».
Η έτερη εισηγήτρια της ίδιας παράταξης ισχυρίστηκε ότι «το κράτος πρέπει να είναι ουδετερόθρησκο», το ίδιο αφήγημα, δηλαδή, που χρησιμοποιούσε και ο κ. Φίλης, ως Υπουργός Παιδείας, όταν επέβαλε το πολυθρησκειακό και ουδετερόθρησκο στη δομή του συνονθύλευμα στους ορθόδοξους μαθητές.
Στην ουσία, οι κυβερνώντες παρέλαβαν μια Ελλάδα ένθεη, δεμένη ιστορικά με την ορθόδοξη Εκκλησία της και βάλθηκαν να παραδώσουν, με τις νομοθετικές τους ρυθμίσεις, εν μέσω μάλιστα τόσων αντίξοων εθνικών δυσχερειών, μια Ελλάδα πνευματικά πτωχευμένη, ακρωτηριασμένη, τραυματισμένη, αποκομμένη από τα πιστεύματα, που μέσω μαρτυρίων διατήρησε, ως κόρη οφθαλμού, διά μέσου των αιώνων.
Μια Ελλάδα αγνώριστη, σε σχέση με τη θρησκευτική, ηθικοκοινωνική και πολιτισμική της κληρονομιά, με μια διαστερβλωμένη, αποκομμένη από τις πνευματικές της ρίζες, αλλοτριωμένη και εκκοσμικευμένη σχολική θρησκευτικότητα, που απομακρύνει και αποσυνδέει τους ορθόδοξους μαθητές από την πίστη των γονέων τους.
Ουσιαστικά, αυτά που παρατηρεί ο εχέφρων ελληνικός λαός να επιτελούνται τον τελευταίο καιρό, μέσα από τη διαρκή περιφρόνηση του λόγου του Ευαγγελίου και με το αλλεπάλληλο νομοθετικό γκρέμισμα των δομών που στήριζε πάντοτε η Ορθόδοξη Εκκλησία (πίστη, οικογένεια, ορθόδοξη παιδεία, ιεροσύνη, μυστηριακή και λειτουργική ζωή), αποδεικνύουν τον σκοπό που θέλουν να πετύχουν με τη συνταγματική αναθεώρηση των συγκεκριμένων σχετικών άρθρων που θα οδηγήσει στον χωρισμό Εκκλησίας - Πολιτείας.
Ο ιδεολογικός στόχος τους, ως ριζοσπάστες που αυτοονομάζονται, είναι να αποδεικνύουν διαρκώς ότι μπορούν και θέλουν να εφαρμόζουν τις άθεες ιδεοληψίες τους για να σπάνε τις ρίζες και τις ιερές αρχές και αξίες του τόπου. Ο χωρισμός Πολιτείας Εκκλησίας είναι ένα ιδεολογικό όραμά τους, που σημαίνει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη απομάκρυνση όλων των χριστιανικών αρχών της χώρας κυρίως από το σχολείο, την κοινωνία, την οικογένεια και τον πολιτισμό.
Η συνταγματική αλλαγή τους ενδιαφέρει, διότι το ελληνικό Σύνταγμα στάθηκε έως τώρα εμπόδιο στην πραγμάτωση των ακραίων αντιδημοκρατικών και ιδεοληπτικών τους σχεδίων. Έτσι, μεθοδεύουν την μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος θρησκευτική ουδετεροποίηση του κράτους, για να μην μπορεί, πλέον, να στηρίζεται συνταγματικά η ανάπτυξη της χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων, αλλά μόνον η ανάπτυξη μιας ουδέτερης ή «άθεης», δηλαδή μηδενικής στην πραγματικότητα θρησκευτικότητας.
Όμως, τέτοιας μορφής αναθεώρηση, που επιδιώκει να περάσει η σημερινή πολιτειακή ηγεσία, άνευ αποχρώντος λόγου, αποτελεί ένα παραταξιακό της ιδεολόγημα. Η μέσω ενός μη λαϊκού αιτήματος συνταγματική επιβολή της ουδετεροθρησκείας στην Ελλάδα σημαίνει, στην ουσία, ότι οι πολίτες της χώρας, που στη μεγάλη τους πλειονότητα είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, θα αναγκάζονται, πλέον βιαίως, μέσω ενός νομικού συστήματος που δεν υιοθετούν, να ζουν σε ένα άθεο κράτος με ό, τι αυτό συνεπάγεται στην καθημερινότητά τους.
Αυτό, όσο και αν προσπαθεί, με «έξυπνα», αλλά ύπουλα αφηγήματα, η παράταξη των κυβερνώντων να το χρυσώσει, γνωρίζει πλέον ο ελληνικός λαός ότι δεν σημαίνει απλώς κατάργηση της χριστιανικής ταυτότητας και συνειδήσεως των Ελλήνων, αλλά, πρωτίστως, περιφρόνηση και απαξίωση της πνευματικής και ψυχικής τους ζωής.
Συνεπώς, είναι σαφές για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, ότι, σε μια δημοκρατική χώρα, αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι δυνατόν να γίνεται με πραξικοπήματα, σε αντίθεση με τα πιστεύματα, τα αισθήματα και τη θέληση του λαού
Έτσι, όλο αυτό το σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης είναι αντιλαϊκό και, επομένως, δεν πρόκειται για συνταγματική αναθεώρηση, αλλά για συνταγματική ανατροπή, που μόνον συντακτική και όχι αναθεωρητική βουλή μπορεί να πράξει.
Πολύ ενδιαφέρον έχουν όλα όσα είπε στην Πάτρα, κατά τον εορτασμό του Απ. Ανδρέα (30-11-2018), ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για το θέμα του χωρισμού Πολιτείας – Εκκλησίας που επιχειρείται διά της συνταγματικής αναθεώρησης:
«Όλοι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το τι θετικά έχει συνεισφέρει για το λαό μας και το έθνος μας η αγαστή συμπόρευση Εκκλησίας-Πολιτείας και λαού όλα αυτά τα χρόνια. Μπορείς να αλλάζεις κατά το δοκούν και σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος τις διατάξεις εκείνες, οι οποίες έχουν κανονιστικό περιεχόμενο.
Όμως, δεν μπορείς να αλλάζεις διατάξεις, οι οποίες αποτυπώνουν μία ιστορική αλήθεια, η οποία παραμένει πάντοτε χωρίς να έχει τίποτε αλλάξει. Και κατά τούτο -και ακριβώς επειδή αυτή η αλήθεια ισχύει και σήμερα- δεν δικαιολογείται η αναθεώρησή τους.
Και το λέω αυτό, γιατί η αναγνώριση αυτού του ρόλου της Εκκλησίας στην πορεία του λαού μας και του έθνους μας, δεν αφορά μόνον εκείνους που πιστεύουν, αλλά επειδή συνιστά ιστορική αλήθεια, αφορά τους πάντες, για αυτό -το τονίζω- σε όλες τις αναθεωρήσεις των Συνταγμάτων, αλλά ακόμη και σε συντακτικές συνελεύσεις, το ζήτημα αυτό έχει ομολογηθεί από όλους εκείνους που θέσπισαν αναθεωρήσεις, ανεξάρτητα από το αν πίστευαν ή όχι.
Έχω χρέος να αναδείξω τι είναι εκείνο, το οποίο δεν μπορεί, με βάση τις διατάξεις των Συνταγμάτων και του ισχύοντος Συντάγματος, να αμφισβητήσει κανείς σήμερα. Το πρώτο είναι γνωστό, ποιος υπήρξε ο ρόλος της Εκκλησίας, σε ό, τι αφορά και την έκρηξη της εθνεγερσίας και την περαιτέρω πορεία, γιατί ο ρόλος αυτός υπήρξε ενεργός, καθοριστικός και πριν από την έκρηξη εθνεγερσίας και κατά τη διάρκεια της εθνεγερσίας και κατά τη δημιουργία και την πορεία του νεότερου ελληνικού κράτους.
Η Εκκλησία υπήρξε πάντοτε παρούσα σε όλους τους μεγάλους εθνικούς αγώνες, υπό την ευρεία έννοια του ρόλου, που δεν περιλαμβάνουν μόνον την υπεράσπιση πατρίδας αλλά και την υπεράσπιση της κοινωνίας μας».
Με βάση όλα τα παραπάνω, αλλά, ιδιαιτέρως, με όσα αναφέρει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ως Καθηγητής συνταγματικού δικαίου, είναι σαφές ότι ο βίαιος χωρισμός –διαζύγιο- της πολιτείας από την Εκκλησία, που επιδιώκεται από την παρούσα πολιτειακή εξουσία, αποτελεί ένα ιδεοληπτικό αφήγημα, που είναι αντίθετο με το παρόν Σύνταγμα, αλλά, προπαντός, δεν εκφράζει κανένα εθνικό ή θρησκευτικό σκοπό.
Μάλιστα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, «κανείς συνταγματικός νομοθέτης, όχι μόνο ο “αναθεωρητικός”, αλλά και αυτός ακόμη ο “συντακτικός”, δεν διανοήθηκε να καταργήσει τη θρησκευτική ταυτότητα της Ελληνικής Πολιτείας».
Επομένως, η ουδετεροθρησκεία που προτείνεται αποτελεί κατ΄ ουσία χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, είναι εκ του πονηρού και, σαφώς, αντιτίθεται στο ισχύον Σύνταγμα αλλά και στην ιστορική και θρησκευτική συνείδηση και κληρονομιά του ελληνικού λαού.