Εκθεση του Κέντρου για την Ακεραιότητα του Κλίματος αποκαλύπτει πως εδώ και δεκαετίες η βιομηχανία πλαστικού προωθεί την ανακύκλωση των προϊόντων της, χωρίς όμως αυτή να είναι πρακτικά εφικτή
Από το 1950 έως το 2015, περισσότερα από το 90% των πλαστικών αποβλήθηκαν σε χωματερές, αποτεφρώθηκαν ή διέρρευσαν στο περιβάλλον. Σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου για την Ακεραιότητα του Κλίματος που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, τα πλαστικά απόβλητα βρίσκονται πλέον «στον αέρα που αναπνέουμε, στην τροφή που τρώμε και στο νερό που πίνουμε». Κάθε εβδομάδα καταναλώνουμε έως και πέντε γραμμάρια πλαστικού ή το ισοδύναμο μιας πιστωτικής κάρτας. Η βιομηχανία πλαστικού προωθεί τα τελευταία χρόνια ως λύση στο πρόβλημα την «προηγμένη ανακύκλωση», η οποία όμως φαντάζει πολύ δύσκολο να βοηθήσει στην ουσιαστική μείωση των περιβαλλοντικών αποβλήτων. Κι αυτό είναι κάτι, που βάσει της έκθεσης, η βιομηχανία το γνωρίζει εδώ και δεκαετίες.
«Δεν ανακυκλώνονται στην πράξη»
Οι πετροχημικές εταιρείες έχουν εμπλακεί εδώ και δεκαετίες σε εκστρατείες ενημέρωσης, προκειμένου, βάσει της έκθεσης, «να παραπλανήσουν το κοινό σχετικά με τη βιωσιμότητα της ανακύκλωσης πλαστικού ως λύσης για τα πλαστικά απόβλητα». Αυτές οι προσπάθειες, σύμφωνα με την έκθεση, «εμποδίζουν τη νομοθετική ή κανονιστική δράση που θα αντιμετώπιζε ουσιαστικά τα πλαστικά απόβλητα και τη ρύπανση».
Ποσοστό μεγαλύτερο από το 99% των χιλιάδων πλαστικών που υπάρχουν, παράγονται από ορυκτά καύσιμα. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών, σύμφωνα με την έκθεση, δεν μπορεί να ανακυκλωθεί, δηλαδή να ανακατασκευαστεί σε νέα προϊόντα. Παράλληλα, σύμφωνα με την έκθεση, δεν υπάρχουν οι επιχειρήσεις που θα αγοράσουν και θα χρησιμοποιήσουν ανακυκλώσιμα υλικά για την κατασκευή νέων προϊόντων. Είναι ενδεικτικό ότι από το 2021 το ποσοστό ανακύκλωσης πλαστικών στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι θα είναι μόλις 5-6%.
Ποσοστό μεγαλύτερο από το 99% των χιλιάδων πλαστικών που υπάρχουν, παράγονται από ορυκτά καύσιμα. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών, σύμφωνα με την έκθεση, δεν μπορεί να ανακυκλωθεί, δηλαδή να ανακατασκευαστεί σε νέα προϊόντα.
Αλλοι τύποι πλαστικού μπορεί σύμφωνα με την έκθεση να είναι τεχνικά ανακυκλώσιμοι, «αλλά δεν ανακυκλώνονται στην πράξη. Για παράδειγμα, πολλά πλαστικά μιας χρήσης αποτελούνται από διαφορετικούς τύπους πλαστικών πολυμερών καθώς και από άλλα υλικά, όπως χαρτί, μέταλλα ή κόλλες. Είναι πρακτικά ανέφικτο –αν όχι αδύνατο– να διαχωριστούν αυτά τα διαφορετικά συστατικά για ανακύκλωση». Ακόμη όμως και προϊόντα που κατασκευάζονται από έναν μόνο τύπο πλαστικού, συχνά δεν μπορούν να ανακυκλωθούν, επειδή περιλαμβάνουν διαφορετικά χημικά πρόσθετα ή χρωστικές ουσίες.
«Αναπόφευκτο ταξίδι προς τις χωματερές»
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ακόμη και τα ανακυκλώσιμα πλαστικά, μπορούν να ανακυκλωθούν, μόλις για μία και σπάνια για δύο φορές. Σύμφωνα με την έκθεση, η ανακύκλωση των πλαστικών «παρέχει μόνο μια σύντομη καθυστέρηση στο αναπόφευκτο ταξίδι τους προς τις χωματερές, τους αποτεφρωτήρες ή το περιβάλλον».
Επιπλέον, το οικονομικό κόστος παραγωγής ανακυκλωμένου πλαστικού είναι πολύ υψηλότερο από την παραγωγή παρθένου πλαστικού. Σύμφωνα με μελέτη του 2023, την οποία επικαλείται η έκθεση, οι ρητίνες που ανακτώνται από τη μετατροπή του πλαστικού σε πλαστικό μέσω της «προηγμένης ανακύκλωσης», είναι 1,6 φορές ακριβότερες από τις παρθένες ρητίνες. Παράλληλα, μόλις το 1-14% του πλαστικού που επεξεργάζεται μέσω της «προηγμένης ανακύκλωσης» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή ενός νέου πλαστικού προϊόντος. Το υπόλοιπο ποσοστό χρησιμοποιείται «για να τροφοδοτήσει το σύστημα προηγμένης ανακύκλωσης ή μετατρέπεται σε πετρέλαιο ή σε προϊόντα αποβλήτων».
Μόλις το 1-14% του πλαστικού που επεξεργάζεται μέσω της «προηγμένης ανακύκλωσης» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή ενός νέου πλαστικού προϊόντος
Ολοι αυτοί οι τεχνικοί και οικονομικοί περιορισμοί ήταν, σύμφωνα με την έκθεση, εις γνώση της βιομηχανίας πλαστικών «για δεκαετίες». Αλλωστε, ο μεγαλύτερος πολέμιος της δημιουργίας αγοράς ανακυκλωμένων πλαστικών ήταν η βιομηχανία πλαστικού, καθώς, σύμφωνα με την έκθεση, οι εταιρείες «είχαν συμφέρον να μην πετύχει, αφού θα μπορούσε να υποβαθμίσει τη ζήτηση για την κερδοφορία των παρθένων ρητινών τους». Είναι ενδεικτικό ότι το 1963, ο Λόιντ Στούφερ, εκδότης του περιοδικού «Μοντέρνα Πλαστικά», σημείωσε πως η βιομηχανία «γέμισε τους κάδους απορριμμάτων, τις χωματερές και τους αποτεφρωτήρες» με πλαστικά μιας χρήσης.
«Απλά κάθονται εκεί»
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των πλαστικών, που οδήγησαν τη βιομηχανία στην εξεύρεση δύο λύσεων: η πρώτη ήταν η υγειονομική ταφή, καθώς όπως υποστηρίχθηκε τότε, τα πλαστικά δεν βιοδιασπώνται, αλλά «απλά κάθονται εκεί». Η βιομηχανία όμως προτίμησε τη δεύτερη λύση, που ήταν η παραγωγή ενέργειας από απόβλητα μέσω της αποτέφρωσης.
Καμία από αυτές τις λύσεις δεν κατόρθωσε να καταπραΰνει τη δημόσια ανησυχία. Κι έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η βιομηχανία υιοθέτησε μια νέα λύση που γνώριζε ότι ήταν ήδη δημοφιλής: την ανακύκλωση. Σε αυτό το πλαίσιο, ιδρύθηκε το Ιδρυμα Ανακύκλωσης Πλαστικών (PRF), που προέβη σε επικοινωνιακή εκστρατεία υπέρ της μηχανικής ανακύκλωσης, για την οποία όμως, σύμφωνα με την έκθεση, έπρεπε να κατασκευαστούν εγκαταστάσεις ανακύκλωσης, «χωρίς καμία εγγύηση ότι θα είχαν ποτέ απόδοση». Το κόστος θα το επωμίζονταν οι φορολογούμενοι.
Οι αυξανόμενες αντιδράσεις εξαιτίας της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης σύντομα οδήγησαν στην ίδρυση πολυάριθμων εμπορικών ενώσεων πλαστικών. Ο στόχος τους, σύμφωνα με την έκθεση, ήταν κοινός: «να υπερασπιστούν τη βιομηχανία πλαστικού από περιοριστική νομοθεσία, προωθώντας την ανακύκλωση ως βιώσιμη λύση για τα πλαστικά απόβλητα».
«Το κοινό είχε πειστεί»
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η βιομηχανία, προκειμένου να μετριάσει την αποτυχία από τους μειωμένους δείκτες ανακύκλωσης πλαστικού, προχώρησε σε διαφημιστικές καμπάνιες, όπου μεταξύ άλλων προβάλλονταν προϊόντα που δήθεν μπορούσαν να ανακυκλωθούν, ενώ αυτό ήταν ανέφικτο.
Παράλληλα, η βιομηχανία ανακοίνωσε τότε απευθείας επενδύσεις σε πληθώρα πρωτοβουλιών και εγκαταστάσεων ανακύκλωσης. Τα συγκεκριμένα έργα όμως, σύμφωνα με την έκθεση, «είτε δεν χτίστηκαν ποτέ είτε οι εγκαταστάσεις έκλεισαν ήσυχα, όταν ο κίνδυνος νομοθέτησης είχε περάσει».
Την ίδια περίοδο, έρευνες έδειξαν ότι ένα μεμονωμένο μόλις ποσοστό των πλαστικών ενός νοικοκυριού, μικρότερο του 20%, μπορεί να ανακυκλωθεί μηχανικά με περιβαλλοντικό κέρδος. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την έκθεση, η επικοινωνιακή εκστρατεία της βιομηχανίας είχε λειτουργήσει καθώς «το κοινό είχε πειστεί ότι τα πλαστικά μπορούσαν να ανακυκλωθούν».
Μια παλιά, «νέα» λύση
Η κατάσταση διατηρήθηκε έτσι έως το 2015, όταν προέκυψε η ευαισθητοποίηση του κοινού για τα μικροπλαστικά και η αυξανόμενη προβολή των πλαστικών στους ωκεανούς. Προκειμένου να ξεπεράσει τη νέα κρίση, η βιομηχανία πλαστικού προώθησε ως νέα λύση την «προηγμένη ανακύκλωση».
Ερευνα που δημοσιεύθηκε το 2020 εντόπισε 37 εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν τεχνολογίες χημικής ανακύκλωσης, οι οποίες κατασκευάστηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Μόλις τρεις ήταν σε λειτουργία και καμία δεν παρήγαγε νέο πλαστικό.
Η «προηγμένη ανακύκλωση», γνωστή και ως «χημική ανακύκλωση», προβαίνει στη διάσπαση του πλαστικού στα βασικά χημικά του στοιχεία, μέσω μιας ποικιλίας διεργασιών. Οι τεχνολογίες αυτές όμως, βάσει της έκθεσης, δεν είναι προηγμένες καθώς χρησιμοποιούνται εδώ και δεκαετίες. Ακόμη χειρότερα, δεν είναι ανακυκλώσιμες, αφού δεν οδηγούν στην κατασκευή νέων πλαστικών προϊόντων.
Η Παγκόσμια Συμμαχία για Εναλλακτικές Λύσεις στους Αποτεφρωτήρες δημοσίευσε έρευνα το 2020, βάσει της οποίας εντοπίστηκαν 37 εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν τεχνολογίες χημικής ανακύκλωσης, οι οποίες κατασκευάστηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Από αυτές, μόλις οι τρεις ήταν σε λειτουργία και καμία δεν παρήγαγε νέο πλαστικό. Αυτή και άλλες παρόμοιες αποδείξεις δεν απέτρεψαν τη βιομηχανία από το να υπερασπίζεται την «προηγμένη ανακύκλωση», ως τη λύση για τα πλαστικά απόβλητα.
Κάποιες από τις σημαντικότερες εταιρείες έχουν ανακοινώσει ότι στο προσεχές χρονικό διάστημα θα επεξεργαστούν τεράστιες ποσότητες πλαστικού στις εγκαταστάσεις χημικής ανακύκλωσης που έχουν κατασκευάσει. Σύμφωνα όμως με την έκθεση, «αυτοί οι στόχοι, όπως οι φιλοδοξίες ανακύκλωσης του παρελθόντος, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα επιτευχθούν».
Πηγή: Καθημερινή