Σεβάσμιοι Πατέρες, Ἀξιότιμοι κυρίες καὶ κύριοι,
«Διεθνὴς Πόλεμος ἐνάντια στὰ Μετρητά»: Σὲ αὐτὴ τὴ φράση, τὴν ὁποία δανείζομαι ἀπὸ τὸν τίτλο ἑνὸς ἄρθρου τοῦ Joseph Salerno Ἀντιπροέδρου τοῦ ἀμερικανικοῦ Οἰκονομικοῦ Ἰνστιτούτου Mises, θὰ μποροῦσε νὰ συνοψιστεῖ ἡ κίνηση, σὲ παγκόσμια κλίμακα μὲ τὴν ὁποία ἐπιχειρεῖται μεθοδικά, ἡ μετάβαση σὲ μία οἰκονομία χωρὶς μετρητά.
Εἶναι πράγματι ἀλήθεια, ὅτι στὶς χῶρες τοῦ Δυτικοῦ Κόσμου ἡ χρήση τοῦ πλαστικοῦ χρήματος ἔχει ἐπιβληθεῖ μὲ τὴ δύναμη τῆς συνήθειας. Σὲ ὅσες χῶρες ὅμως ἀντιστέκονται σὲ αὐτὴ τὴν ἐξέλιξη, υἱοθετοῦνται ἕνα σωρὸ προσχηματικὰ ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ πεισθοῦν οἱ κοινωνίες σὲ μία οἰκειοθελῆ μετάβαση στὸ νέο οἰκονομικὸ μοντέλο. Τέτοια ἐπιχειρήματα ἀναφέρθηκαν σὲ προηγούμενες τοποθετήσεις.
Φοβοῦμαι ὅμως, ὅτι, ὅπου δὲν τύπτει λόγος, πίπτει ράβδος. Στὶς χῶρες ποὺ δὲν ὑπάρχει οἰκειοθελὴς προσχώρηση στὴν ἀχρήματη οἰκονομία, ἡ χρήση τοῦ πλαστικοῦ χρήματος ἐπιβάλλεται μὲ τὸν ἄμεσο ἢ τὸν ἔμμεσο ἐξαναγκασμό. Ἐλπίζω νὰ μὴν εἶναι τέτοια καὶ ἡ περίπτωση τῆς Ἑλλάδας, ἰδίως αὐτὲς τὶς κρίσιμες ὧρες ποὺ βρίσκεται στὸ τραπέζι τῆς συζήτησης ὁ τρόπος λειτουργίας τῶν τραπεζῶν τὶς ἑπόμενες ἡμέρες.
Θὰ προβῶ στὴν τολμηρὴ ἐκτίμηση, ὅτι ἡ οἰκονομικὴ κρίση στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸν Εὐρωπαϊκὸ Νότο, χρησιμοποιεῖται πρῶτα καὶ κύρια ὡς μέσο ἢ ὡς ἀφετηρία γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἀχρήματης οἰκονομίας καὶ δευτερευόντως γιὰ τὴν ἐπιβολὴ ὅλων τῶν ἄλλων «μεταρρυθμίσεων» ποὺ ἀκοῦμε στὰ δελτία τῶν Εἰδήσεων. Εὔχομαι δέ, οἱ τελευταῖες ἐξελίξεις, τῆς χρηματοπιστωτικῆς ἀσφυξίας, τοῦ φόβου γιὰ τὴν ἐπιβολὴ ἐλέγχων στὴ διακίνηση κεφαλαίων καὶ στὶς τραπεζικὲς ἀναλήψεις, νὰ μὴν ἀποτελέσουν τὸ ὄχημα ἑνὸς «δικαίου τῆς ἀνάγκης» γιὰ τὴν ἐπιβολὴ στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία –ποὺ ἀκόμα ἀνθίσταται- τῆς ἀχρήματης οἰκονομίας. Φοβοῦμαι ὅμως, ὅτι ὅλα ὅσα βιώνουμε τὰ τελευταῖα χρόνια ἀλλὰ καὶ τὶς τελευταῖες ἡμέρες περιστρέφονται γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ διακύβευμα:
Τὴν ἀνατροπὴ τῶν καθιερωμένων –μακραίωνων- συναλλακτικῶν πρακτικῶν ὑπὲρ ἑνὸς ἀπόλυτα συγκεντρωτικοῦ καὶ αὐταρχικοῦ οἰκονομικοῦ μοντέλου.
Ἐπιτρέψτε μου νὰ παραθέσω ὁρισμένες ἐνδείξεις ποὺ ἐνισχύουν αὐτὴ τὴν ἐκτίμηση:
Ἀπὸ τὰ πρῶτα μέτρα ποὺ ἔλαβε ἡ Κυβέρνηση Παπανδρέου, πρὶν ἀκόμη ἡ χώρα μας ἐνταχθεῖ στοὺς Μηχανισμοὺς τῶν Μνημονίων, ἦταν ἡ ἀπαγόρευση τῆς χρήσης τῶν μετρητῶν στὴν πώληση ἀγαθῶν ἢ τὴν παροχὴ ὑπηρεσιῶν σὲ ἰδιῶτες, ἀξίας ἄνω τῶν 1.500 εὐρώ. Ὁ σχετικὸς Νόμος 3842, κατατέθηκε τὸ Μάρτιο τοῦ 2010 καὶ ψηφίστηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Βουλὴ τὸν ἑπόμενο μήνα. Εἶχαν προηγηθεῖ –ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2010- δηλώσεις ἐπιφανῶν πολιτικῶν παραγόντων τῆς τότε κυβέρνησης γιὰ τὴν ἀνάγκη «ἀπόσυρσης τῶν μετρητῶν».
Ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πλευρά μας, ἕνας ἀξιόλογος συνάδελφος ὁ Χρῆστος Κλειώσης πρόεδρος τοῦ Σωματείου τῶν Ἑλλήνων Φορολογουμένων καὶ συντελεστής στὴ διαδικτυακὴ ὁμάδα νέων νομικῶν «ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ» καὶ ὁ ὑποφαινόμενος, ἀποφασίσαμε νὰ προσφύγουμε στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας κατὰ τῆς ρύθμισης αὐτῆς. Δυστυχῶς ἢ εὐτυχῶς -ἐὰν λάβουμε ὑπόψη μας τὶς μέχρι σήμερα δυσμενεῖς ἀποφάσεις τοῦ ΣτῈ σὲ κυβερνητικὰ μέτρα ἐκείνης τῆς περιόδου- ἡ αἴτησή μας ἀπορρίφθηκε γιὰ τὸν τυπικὸ λόγο ὅτι ἡ ρύθμιση τῆς ἀπαγόρευσης τῶν μετρητῶν προβλεπόταν εὐθέως στὸ νόμο καὶ ὄχι στὴν ἐφαρμοστικὴ Ὑπουργικὴ Ἀπόφαση καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει ἀντικείμενο ἐλέγχου ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας. Ἀπὸ τὴν ἀπόφαση αὐτή, κρατᾶμε ἀφενὸς μὲν τὴν ἰσχυρὴ μειοψηφία καὶ τὴν ἀντίθετη ἄποψη τοῦ εἰσηγητῆ δικαστῆ, ἀφετέρου δὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ νομικῆς ἀπόψεως ἡ ὑπόθεση δὲν ἐξετάστηκε στὴν οὐσία της καὶ παραμένει γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀνοικτή. Καὶ θὰ μένει ἀνοικτὴ ὅσο ἐκεῖνοι ποὺ μεθοδεύουν τὴν ἀπαγόρευση τῶν μετρητῶν ἀνοίγουν σιγὰ σιγὰ τὰ χαρτιά τους καὶ ἀποκαλύπτουν τὶς πραγματικές τους προθέσεις:
Δυὸ χρόνια ἀργότερα ἀπὸ τὴν ψήφιση τοῦ Νόμου 3842, τὸ Φεβρουάριο τοῦ 2012 εἴκοσι περίπου βουλευτὲς τοῦ τότε κυβερνῶντος κόμματος ζήτησαν τὴν παράταση τῆς θητείας τῆς κυβέρνησης Παπαδήμου γιὰ ἕνα χρόνο, προκειμένου νὰ ληφθοῦν ἔκτακτα μέτρα γιὰ τὴν οἰκονομία. Τὸ πρῶτο νομοθετικὸ μέτρο ποὺ ἔθεσαν ὡς προτεραιότητα γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς κυβέρνησης Παπαδήμου, ἦταν ὁ περιορισμὸς τῆς χρήσης τῶν μετρητῶν τουλάχιστον στὸ ποσὸ τῶν 100 εὐρώ.
Ἕνα μήνα ἀργότερα, ἑβδομήντα δυὸ (72) βουλευτὲς τοῦ τότε κυβερνῶντος κόμματος, ἐπανῆλθαν μὲ πρόταση νόμου ζητώντας τὴ μείωση τοῦ ἐπιτρεπτοῦ ὁρίου συναλλαγῶν μὲ μετρητὰ ἀπὸ τὰ 1.500 στὰ 300 εὐρώ. Τελικῶς, οἱ διπλὲς ἐκλογὲς τοῦ 2012 μετέθεσαν τὴ συζήτηση, ἡ ὁποία σποραδικὰ ἐπανερχόταν στὸ προσκήνιο εἴτε μὲ ἐρωτήσεις βουλευτῶν ποὺ ζητοῦσαν τὴν ὁλοσχερῆ κατάργηση τῶν μετρητῶν εἴτε μὲ διάσπαρτα δημοσιεύματα, στὸν οἰκονομικὸ κυρίως τύπο.
Αὐτὸ τὸ σχέδιο τῶν 72 βουλευτῶν, ἀποτελεῖ τὸ τελευταῖο κείμενο ποὺ ἔχουμε στὰ χέρια μας καὶ εἶναι ἀποκαλυπτικὸ τῶν διαθέσεων τῶν εἰσηγητῶν του:
Γίνεται διαρκῶς ἐπίκληση μίας μελέτης τοῦ Αὐστριακοῦ Καθηγητῆ Dr. Friedrich Schneider «Ἡ Σκιώδης Οἰκονομία στὴ Εὐρώπη», ποὺ συντάχθηκε μὲ τὴ χορηγία τῆς VISA, στὴν ὁποία γίνεται λόγος γιὰ τὴν φοροδιαφυγὴ σὲ μικροποσὰ ὅπως στὰ ταξί, τὰ καθημερινὰ ψώνια, στὸ κομμωτήριο κ.ο.κ. καὶ ἡ ὁποία θὰ παταχθεῖ μὲ τὴ χρήση τῶν καρτῶν. Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ὅτι ὁ ἀπώτερος στόχος δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ περιορισμὸς στὴ χρήση τῶν μετρητῶν ἀλλὰ ἡ ἀντικατάστασή τους μὲ τὶς τραπεζικὲς κάρτες ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς πιὸ μικρές μας συναλλαγές.
Τί καθιστᾶ τελικῶς αὐτὸ τὸ ζήτημα τόσο κεντρικὸ ὥστε νὰ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ὡς βάση γιὰ τὴν παραμονὴ μίας κυβέρνησης, τῆς Κυβέρνησης Παπαδήμου; Τόσο σημαντικὸ ὥστε νὰ ἐπανέρχεται μὲ ἐπιμονὴ καὶ μεθοδικότητα στὸ προσκήνιο, ἐσχάτως δὲ μὲ τὴν ἐξωφρενικὴ πρόταση γιὰ τὴν ἐπιβολὴ ὁρίου 70 εὐρὼ στὶς συναλλαγὲς μὲ μετρητὰ στὰ Νησιά; Γιατί, μὲ τόση ταχύτητα τὴν τελευταία πενταετία, εὐρωπαϊκὲς χῶρες ὅπως τὸ Βέλγιο, ἡ Ἰταλία, ἡ Ἱσπανία, ἡ Γαλλία, ἡ Λιθουανία, ἡ Ρουμανία, ἡ Δανία, ἡ Φιλανδία προωθοῦν μέτρα ποὺ περιορίζουν καὶ δυσχεραίνουν τὴ χρήση τῶν χαρτονομισμάτων;
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴ σημασία τῶν πραγμάτων πρέπει νὰ προχωρήσουμε στὴν οὐσία τῶν νομικῶν ζητημάτων:
Τὰ τραπεζογραμμάτια καὶ τὰ κέρματα σὲ εὐρώ, εἶναι τὰ μόνα τραπεζογραμμάτια ποὺ ἀποτελοῦν νόμιμο χρῆμα μέσα στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Αὐτὸ προβλέπεται ρητὰ στὸ ἄρθρο 128 τῆς Συνθήκης γιὰ τὴ Λειτουργία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἡ ἴδια ἡ Εὐρωπαϊκὴ Κεντρικὴ Τράπεζα μὲ Σύστασή της περιγράφει τὶς νομικὲς ἰδιότητες τῶν χαρτονομισμάτων καὶ τῶν κερμάτων ὡς ἑξῆς:
«Στὶς περιπτώσεις ποὺ ὑπάρχει ὑποχρέωση πληρωμῆς ἡ ἰδιότητα τῶν τραπεζογραμματίων καὶ κερμάτων σὲ εὐρὼ ὡς νομίμου χρήματος θὰ πρέπει νὰ συνεπάγεται τὰ ἑξῆς:
Πρῶτον. Ὑποχρεωτικὴ Ἀποδοχή. Ἐπὶ ὑποχρεώσεως πληρωμῆς, ὁ δανειστὴς δὲν δύναται νὰ ἀρνηθεῖ τὴν καταβολὴ τραπεζογραμματίων καὶ κερμάτων σὲ εὐρώ, ἐκτὸς ἐὰν τὰ μέρη ἔχουν συμφωνήσει ἄλλα μέσα πληρωμῆς.
Δεύτερον. Ἀποδοχὴ στὴν ὀνομαστικὴ ἀξία. Δηλαδή, δὲν ἐπιτρέπεται ἕνα τραπεζογραμμάτιο τῶν 50 εὐρώ, νὰ ἀποτιμᾶται σὲ ἄλλη ἀξία, χαμηλότερη ἢ ὑψηλότερη κατὰ τὴ διενέργεια τῆς συναλλαγῆς.
Τρίτον καὶ σημαντικότερο θὰ ἔλεγα: Ἐξοφλητικὴ ἐνέργεια. Δηλαδή, ὁ ὀφειλέτης χρηματικῆς ὀφειλῆς, μπορεῖ νὰ ἐξοφλήσει τὴν ὀφειλή του, προσφέροντας στὸν δανειστὴ του τραπεζογραμμάτια ἢ κέρματα σὲ εὐρώ».
Ἀντίστοιχα δικαιώματα προβλέπονται στὴν ἐθνικὴ νομοθεσία καὶ τὸ καταστατικό τῆς Τράπεζας τῆς Ἑλλάδος. Ἐπίσης, ρητῶς προβλέπεται στὸ ἄρθρο 452 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα ὅτι ἡ ἄρνηση ἀποδοχῆς τοῦ νομίσματος τιμωρεῖται μὲ πρόστιμο.
Ὑπάρχει πλούσια νομολογία καὶ πολλὲς ἀποφάσεις τοῦ Ἀρείου Πάγου ποὺ ἐπικυρώνουν τὴν πρωτοκαθεδρία τῶν μετρητῶν ὡς τοῦ γενικοῦ μέσου ἐξόφλησης τῶν ὀφειλῶν. Διαβάζω ἀπόσπασμα μίας τέτοιας Ἀρεοπαγιτικῆς ἀπόφασης:
«Ἡ ἐνοχὴ [δηλαδὴ ἡ ὑποχρέωση], ἀποσβήνεται μὲ καταβολή, ἡ ὁποία, ἐφόσον τὸ ἀντικείμενο τῆς παροχῆς εἶναι χρηματικὸ ποσό, γίνεται [...] μὲ τὴν παράδοση στὸν δανειστὴ τῆς ὀφειλόμενης ποσότητας τῶν χρημάτων ἀπὸ τὸν κύριο τούτων καὶ μὲ τὴ συμφωνία τῶν δυὸ ὅτι μετατίθεται ἡ κυριότητά τους».
Τί ἀποτυπώνει ἡ παραπάνω ἀπόφαση:
Τὴν μακραίωνη συνήθεια τῶν ἀνθρώπων, νὰ συναλλάσσονται «χέρι μὲ χέρι» παραδίδοντας ὁ πωλητὴς τὴν κυριότητα τοῦ προϊόντος στὸν ἀγοραστὴ καὶ ὁ ἀγοραστὴς τὴν κυριότητα τοῦ χρηματικοῦ ἀντιτίμου στὸν πωλητή. Ἔτσι ἐκκαθαρίζονται οἱ συναλλαγὲς ἀμέσως καὶ διασφαλίζεται ἡ κοινωνικὴ εἰρήνη.
Στὸ ἰδιωτικὸ δίκαιο, οἱ συναλλαγὲς αὐτὲς ἀναφέρονται συνήθως ὡς «Συμβάσεις Ἀπόλυτα Ἀκριβόχρονης Ἐκπλήρωσης».
Μποροῦν οἱ συναλλαγὲς μὲ πλαστικὸ χρῆμα νὰ ὑποκαταστήσουν αὐτὴ τὴν ἐξοφλητικὴ λειτουργία τοῦ πραγματικοῦ χρήματος –ἰδίως στὶς συμβάσεις πού προαναφέραμε; Τὴν ἀπάντηση δίνει ἀπόφαση ἑνὸς ἄλλου ἑλληνικοῦ δικαστηρίου:
«Πληρωμὴ ἢ ἔμβασμα ἀπὸ τὸν ὀφειλέτη σὲ τράπεζα ὅπου ἔχει λογαριασμὸ ὁ δανειστής, μὲ καταχώρηση τοῦ ποσοῦ στὸ λογαριασμό του δὲν ἀποτελεῖ καταβολὴ [ἀλλὰ δόση ἀντὶ καταβολῆς –δηλαδὴ δὲν ἐπιφέρει ἐξόφληση], ἐκτὸς ἐὰν εἶναι σύμφωνος ὡς πρὸς τὸν τρόπο αὐτὸ καταβολῆς καὶ ὁ δανειστής, γιατί μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει συμφέρον νὰ γίνει ἡ κατάθεση τοῦ ὀφειλομένου ποσοῦ στὸν τραπεζικὸ λογαριασμό του, (παραδείγματος χάριν κίνδυνος νὰ προβεῖ ἡ τράπεζα σὲ συμψηφισμὸ μὲ δικές της ἀπαιτήσεις κατὰ τοῦ δανειστῆ, οἰκονομικὲς δυσχέρειες τῆς τράπεζας κ.λ.π)».
Ἂς σταθοῦμε λίγο στὰ σημεῖα τοῦ σκεπτικοῦ τῆς ἀπόφασης αὐτῆς:
Πρῶτον, μὲ τὴν ὑποχρεωτικὴ διαμεσολάβηση τῶν τραπεζῶν στὶς συναλλαγὲς μεταξὺ τῶν ἰδιωτῶν, ποὺ θὰ ἐπέλθει μὲ τὴν ἀπαγόρευση τῆς χρήσης τῶν μετρητῶν, οἱ Τράπεζες ἀποκτοῦν ἕνα προκλητικὸ προνόμιο στὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν τους ἀπαιτήσεων καὶ προτεραιότητα ἔναντι τῶν ὑπολοίπων δανειστῶν.
Γιὰ παράδειγμα, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι πρόκειται νὰ εἰσπράξω μία ἀμοιβὴ γιὰ τὴν παροχὴ νομικῶν ὑπηρεσιῶν, προκειμένου ἐν συνέχειᾳ νὰ πληρώσω τὶς ὀφειλές μου πρὸς τὴν ἐφορία, ἢ πρὸς τὰ ἀσφαλιστικά μου ταμεῖα γιὰ τὴν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν ἰατροφαρμακευτικῆς μου περίθαλψης. Ἐνῶ μέχρι σήμερα, εἶχα τὴν εὐχέρεια νὰ ἐπιλέξω τὴ σειρὰ ἐξυπηρέτησης τῶν ὀφειλῶν μου, αὐτή μου ἡ εὐχέρεια χάνεται μέσα ἀπὸ τὴν ὑποχρεωτικὴ διαμεσολάβηση τῶν τραπεζῶν.
Οἱ ἀπαιτήσεις τῶν Τραπεζῶν μπαίνουν πάνω ἀπὸ τὸ ταμειακὸ συμφέρον τοῦ κράτους καὶ πρωτίστως πάνω ἀπὸ τὶς ζωτικὲς προτεραιότητες τοῦ προσώπου, νὰ ἔχει περίθαλψη καὶ νὰ μὴν διώκεται ποινικὰ γιὰ ὀφειλὲς πρὸς τὴν ἐφορία ἢ πρὸς τὰ ἀσφαλιστικὰ ταμεῖα. Ἔχει μάλιστα κριθεῖ νομολογιακὰ ὅτι τὸ δικαίωμα τῶν τραπεζῶν νὰ συμψηφίζουν ἀπαιτήσεις τους πρὸς τὶς ὑποχρεώσεις τους πρὸς τοὺς καταθέτες, δὲν συνιστᾶ παραβίαση τοῦ τραπεζικοῦ ἀπορρήτου τῶν καταθέσεων. Συνεπῶς εἶναι νόμιμος ὁ συμψηφισμός.
Δεύτερον, μπορεῖ οἱ συναλλασσόμενοι νὰ μὴν ἔχουν συμφέρον νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ τραπεζικὸ σύστημα, λόγω τῆς ἔλλειψης ἐμπιστοσύνης στὴ φερεγγυότητα τῶν τραπεζῶν.
Αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς ποὺ φάνταζε ἀκραῖος στὴν ἐποχὴ τῶν παχιῶν ἀγελάδων, σήμερα ἀποτελεῖ σχεδὸν κοινὸ τόπο.
Στὶς περισσότερες τῶν καθημερινῶν συναλλαγῶν, ὁ καταναλωτὴς παίρνει τὸ ἀγαθὸ στὰ χέρια του τὴν ὥρα τῆς ἀγορᾶς. Ἐὰν χρησιμοποιήσει μετρητά, ἡ ἀγοραπωλησία ὁλοκληρώνεται ἐκείνη τὴ στιγμὴ μὲ ἀπόσβεση τῶν ἑκατέρωθεν ὑποχρεώσεων. Ἐὰν χρησιμοποιηθεῖ ὅμως πιστωτικὴ ἢ χρεωστικὴ κάρτα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος σὲ κάποιο σημεῖο τῆς διαδρομῆς τοῦ χρήματος, ἰδίως ἐὰν οἱ λογαριασμοὶ τῶν συναλλασσομένων τηροῦνται σὲ διαφορετικὲς τράπεζες, νὰ προκύψει ἀδυναμία ἐκτέλεσης τῆς πληρωμῆς. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἐὰν πιστωθεῖ ὁ λογαριασμὸς τοῦ πωλητῆ, ὁ τελευταῖος θὰ ἔχει τὸν κίνδυνο μέχρις ὅτου προβεῖ σὲ ἀνάληψη, ἡ τράπεζά του νὰ βρεθεῖ σὲ ἀδυναμία πληρωμῆς.
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς προφανεῖς σήμερα λόγους, τὰ ἑλληνικὰ δικαστήρια –θέτουν ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴ χρήση τοῦ τραπεζικοῦ συστήματος στὴν ἐκπλήρωση τῶν χρηματικῶν ὑποχρεώσεων, τὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν συναλλασσομένων. Μὲ τὴν ἀπαγόρευση τῆς χρήσης τῶν μετρητῶν, ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ συμφωνία ὡς θεμέλιο τῶν ἰδιωτικῶν συναλλαγῶν, ἀντικαθίστανται ἀπὸ τὸν καταναγκασμό.
Αὐτὸ ποὺ ἀποδεικνύεται μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖ τὸ λογιστικὸ χρῆμα τῶν τραπεζῶν νὰ ἐπιτελέσει τὸ ρόλο τοῦ νομίμου χρήματος, διότι δὲν μπορεῖ νὰ συγκεντρώσει τὶς νομικὲς ἐγγυήσεις ποὺ ἔχουν τὰ χαρτονομίσματα καὶ τὰ κέρματα.
Σύμφωνα μὲ τὴν κείμενη νομοθεσία (ἐθνικὴ καὶ εὐρωπαϊκή) ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ἐμφανίσω τὰ τραπεζογραμμάτια ποὺ διαθέτω στὴν Κεντρικὴ Τράπεζα καὶ νὰ ζητήσω τὴν ἀντικατάστασή τους μὲ τραπεζογραμμάτια ἴσης ἀξίας. Ὑπάρχει γιὰ τὸ κάθε χαρτονόμισμα ποὺ κρατῶ στὰ χέρια μου, μία ὑποχρέωση τῆς Κεντρικῆς Τράπεζας ποὺ εἶναι βέβαιη καὶ ἐκκαθαρισμένη. Τὸ μοναδικὸ οἰκονομικὸ ρίσκο σὲ αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση εἶναι ἡ μᾶλλον ἀπίθανη περίπτωση στὴν ὁποία μία Κεντρικὴ Τράπεζα δὲ θὰ μπορεῖ νὰ καλύψει τὸ κόστος ἐκτύπωσης νέου χαρτονομίσματος.
Εἰδικὰ γιὰ τὸ εὐρώ, ὑπάρχουν νομικὲς ρυθμίσεις ποὺ ὑποχρεώνουν κάθε κεντρικὴ τράπεζα τῆς εὐρωζώνης νὰ ἀποδέχεται τὰ τραπεζογραμμάτια ποὺ ἐκδίδονται ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Κεντρικὴ Τράπεζα καὶ τὶς ὑπόλοιπες Ἐθνικὲς Κεντρικὲς Τράπεζες τῆς ζώνης τοῦ εὐρώ.
Ὑπάρχει ἐπίσης νομικὴ ὑποχρέωση ἀντικατάστασης τοῦ φθαρμένου ἢ κατεστραμμένου τραπεζογραμματίου, ἐφόσον ὁ κάτοχός του ἔχει στὴν κατοχὴ του πάνω ἀπὸ τὸ μισὸ τεμάχιο τοῦ χαρτονομίσματος. Ἡ τελευταία αὐτὴ ὑποχρέωση, ἐπιτρέπει τὴ διαφύλαξη τῆς ἀξίας τοῦ νομίσματος καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς φυσικῆς διάρκειας τοῦ τραπεζογραμματίου καὶ ἑπομένως τὴ χρήση του ὡς μέσου ἀποθησαύρισης –ἀποθήκευσης πλούτου- στὸ διηνεκές.
Θὰ προσέθετα, ὅτι ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση ἀπόσυρσης ἀπὸ τὴν κυκλοφορία ἢ ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση κατάργησης τοῦ χρήματος – τῆς «ἀπονομισματοποίησής» - του, ἡ πολιτεία ὑποχρεοῦται νὰ ἐπιτρέψει τὴν παράλληλη χρήση καὶ τὴν ἀντικατάσταση ἐντὸς εὔλογης προθεσμίας τοῦ παλαιοῦ νομίσματος μὲ τὸ νέο. Λόγου χάρη, αὐτὸ συνέβη σὲ παλαιότερες περιόδους τὸ 1944 καὶ τὸ 1954 καὶ τελευταῖα μὲ τὸν νόμο 2842/2000 γιὰ τὴν υἱοθέτηση τοῦ εὐρώ.
Ἔχει σημασία στὴν παροῦσα συγκυρία, νὰ τονίσουμε τὸ ἑξῆς:
Ἡ ἔκδοση καὶ ἡ κοπὴ νομίσματος, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τουλάχιστον ποὺ τὸ χρῆμα ἔπαψε νὰ ἔχει ἐσωτερικὴ ἀξία –δηλαδὴ ἀντίκρισμα σὲ πολύτιμα μέταλλα- τελεῖ ὑπὸ τὴν θεσμικὴ ἐγγύηση τοῦ κράτους καὶ ἡ ἔκδοσή του ἀνήκει στὸν πυρήνα τῆς ἄσκησης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας.
Ἡ «κρατικὴ νομισματικὴ κυριαρχία», ἡ ὁποία ἑδραιώθηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα στὴν Εὐρώπη, βρίσκει τὴν ἔκφρασή της καὶ στὸ ἄρθρο 80 τοῦ Συντάγματος, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἡ κοπὴ καὶ ἡ ἔκδοση νομίσματος ρυθμίζεται μὲ Νόμο. Μετὰ τὴ συνταγματικὴ ἀναθεώρηση τοῦ 2001, καλύφθηκε νομικὰ ἡ ἐκχώρηση μέρους αὐτῆς τῆς κυριαρχίας στὰ ὄργανα τῆς νομισματικῆς ἕνωσης. Τὸ Σύνταγμα τῆς χώρας μας, δὲν ἐπιτρέπει ὅμως τὴν ἐκχώρηση τῆς νομισματικῆς κυριαρχίας στὶς ἰδιωτικὲς τράπεζες. Τέτοια μὴ ἐπιτρεπόμενη ἐκχώρηση ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοση στὶς τραπεζικὲς κάρτες καὶ λογαριασμοὺς τῶν ἰδιοτήτων τοῦ γενικοῦ μέσου ἐξόφλησης τῶν ὑποχρεώσεων –κατ' ἀποκλεισμὸ μάλιστα τοῦ νομίμου χρήματος. Οἱ θεσμικὲς ἐγγυήσεις ποὺ ἰσχύουν γιὰ τὸ νόμισμα τῆς χώρας, δὲν ἐκτείνονται καὶ στὶς τραπεζικὲς καταθέσεις, στὸ λογιστικὸ χρῆμα τῶν Τραπεζῶν:
Αὐτὸ ἀποδείχθηκε περίτρανα στὴν περίπτωση τῆς Ἰσλανδίας ἢ τῆς Κύπρου, ὅπου οἱ τραπεζικὲς καταθέσεις ἀντιμετωπίστηκαν ὡς τοποθετήσεις μὲ ἐπενδυτικὸ ρίσκο.
Γίνεται προσπάθεια νὰ πειστεῖ ὁ κόσμος ὅτι τὸ «πλαστικό» χρῆμα ἀποτελεῖ τὴ μοντέρνα ἐναλλακτικὴ ἐμφάνιση τοῦ νομίσματος ἔναντι τοῦ «ἀπαρχαιωμένου» χάρτινου καὶ μεταλλικοῦ χρήματος. Νομικὰ ὅμως, δὲν μποροῦν νὰ ταυτιστοῦν τὸ λογιστικὸ χρῆμα μὲ τὰ μετρητά:
Μὲ τὴν κατάθεση τῶν μετρητῶν χρημάτων σὲ ἕναν συνήθη τραπεζικὸ λογαριασμὸ συντελεῖται ἡ μεταβίβαση τῆς κυριότητας τῶν χρημάτων στὴν Τράπεζα. Ἡ Τράπεζα ποὺ παίρνει τὴν κυριότητα τῶν χρημάτων δικαιοῦται νὰ τὰ διαθέσει σά νὰ ἦταν δικά της καὶ ὑποχρεοῦται νὰ ἀποδώσει «ἐν καιρῷ» στὸν καταθέτη, ἄλλα χρήματα ἴσης ἀξίας μαζὶ μὲ τοὺς τυχὸν ὀφειλόμενους τόκους. Δηλαδή, ἡ τραπεζικὴ κατάθεση λογίζεται ὡς δάνειο τοῦ καταθέτη πρὸς τὴν τράπεζα καὶ ὄχι σὰν μία σύμβαση φύλαξης - ἁπλῆς παρακατάθεσης τῶν χρημάτων.
Ὁ τραπεζικὸς λογαριασμὸς εἶναι μία ἔγγραφη καταχώρηση στὰ λογιστικὰ βιβλία τῶν τραπεζῶν καὶ ταυτόχρονα μία ὑπόσχεση στὸν καταθέτη γιὰ ἐπιστροφὴ τῶν χρημάτων του, μόλις αὐτὸς τὰ ζητήσει.
Πῶς μπορεῖ λοιπὸν ἡ Πολιτεία νὰ ὑποχρεώνει τοὺς συναλλασσόμενους νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ νόμιμο χρῆμα ποὺ ἀποτελεῖ σύμφωνα μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Σύνταγμα καὶ τὴν Νομοθεσία, γενικὸ μέσο ἐξόφλησης τῶν συναλλαγῶν, μὲ τὸ λογιστικὸ χρῆμα τῶν τραπεζῶν, δηλαδὴ μὲ τὶς ὑποσχέσεις πού δίνουν οἱ τράπεζες πρὸς τοὺς καταθέτες;
Τὰ πράγματα γίνονται ἀκόμη χειρότερα, ἂν συνειδητοποιήσουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο λειτουργοῦν οἱ τράπεζες:
Πολὺς κόσμος πιστεύει ὅτι οἱ τράπεζες παίρνουν τὰ μετρητὰ ποὺ καταθέτουν οἱ πολῖτες καὶ μὲ αὐτὰ προβαίνουν στὶς χορηγήσεις δανείων. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ὁ κύριος ὄγκος τῶν καταθέσεών μας στὶς τράπεζες εἶναι ἕνα δημιούργημα τῆς πιστωτικῆς ἐπέκτασης, δηλαδὴ τοῦ τραπεζικοῦ δανεισμοῦ.
Ἀρκεῖ νὰ σᾶς παραθέσω ἕνα μέγεθος ἀπὸ τελευταῖο Στατιστικὸ Δελτίο Οἰκονομικῆς Συγκυρίας τῆς Τράπεζας τῆς Ἑλλάδος:
Στὸ σύνολο τῆς Εὐρωζώνης κυκλοφοροῦν περίπου 994 δισεκατομμύρια εὐρὼ σὲ χαρτονόμισμα καὶ κέρματα. Τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ τραπεζικὲς καταθέσεις ἀνέρχονται στὸ σχεδὸν δεκαπλάσιο ποσὸ τῶν 8,836 τρὶς εὐρώ. Καὶ ἂν προσθέσουμε καὶ ἄλλες πιὸ μακροπρόθεσμες ὑποχρεώσεις, ξεπερνοῦμε τὰ 17 τρισεκατομμύρια εὐρώ. Στὴν Ἑλλάδα, μέσα στὴν πενταετία 2003 – 2008 ἐκτινάχθηκαν οἱ δανειακὲς ὑποχρεώσεις τῶν νοικοκυριῶν καὶ τῶν ἐπιχειρήσεων ἀπὸ τὰ 120 περίπου δὶς σὲ 280. Ἀνάλογη αὐξητικὴ πορεία ἀκολούθησαν καὶ οἱ καταθέσεις. Ὁ λογιστικὸς ἀέρας, ὁ ὁποῖος κατευθύνθηκε κυρίως στὴν οἰκοδομὴ καὶ τὴν κατανάλωση, κυκλοφόρησε μέσα στὴν οἰκονομία καὶ δημιούργησε στὴν κοινωνία μία ψευδαίσθηση τῆς αὐξημένης ρευστότητας καὶ τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης.
Καθὼς ὅμως οἱ πολῖτες ἄρχισαν νὰ μεταφέρουν τὰ χρήματά τους στὸ ἐξωτερικὸ ἢ νὰ κάνουν ἀναλήψεις φάνηκε ὅτι «ὁ βασιλιὰς εἶναι γυμνός».
Ἔχουμε λοιπὸν μία ἀντεστραμμένη καὶ ἀσταθῆ χρηματοπιστωτικὴ πυραμίδα, στὴ βάση τῆς ὁποίας βρίσκεται ἐλάχιστο πραγματικὸ χρῆμα σὲ μετρητά. Ἡ διατήρηση τοῦ συστήματος αὐτοῦ, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ ἄυλο λογιστικὸ χρῆμα τοῦ τραπεζικοῦ συστήματος, προϋποθέτει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν πολιτῶν στὴν φερεγγυότητά του. Σὲ ὅσες περιπτώσεις αἴρεται αὐτὴ ἡ ἐμπιστοσύνη, δημιουργοῦνται φαινόμενα φυγῆς καταθέσεων καὶ κλεισίματα τραπεζῶν. Ἂς μὴν ἔχετε ἀμφιβολίες:
Αὐτὰ θὰ μποροῦσαν – καὶ μποροῦν – νὰ συμβοῦν σὲ ὁποιαδήποτε χώρα τοῦ προηγμένου κόσμου.
Κατὰ συνέπεια, ἡ Πολιτεία, δὲν μπορεῖ νὰ ὑποχρεώσει τοὺς πολῖτες νὰ χρησιμοποιοῦν ἀποκλειστικῶς ὡς ἐξοφλητικὸ μέσο ἢ ὡς μέσο ἀποθήκευσης πλούτου τὸ λογιστικὸ χρῆμα τῶν τραπεζῶν. Ἕνας τέτοιος ἐξαναγκασμὸς συνιστᾶ βάναυση παραβίαση τῆς ἐλευθερίας ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας καὶ ἰδίως τῆς οἰκονομικῆς ἐλευθερίας, τῶν περιουσιακῶν δικαιωμάτων τοῦ προσώπου, τῶν δικαιωμάτων τοῦ καταναλωτῆ.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχουν κίνδυνοι στὴν κατοχὴ τῶν μετρητῶν, κίνδυνοι κλοπῆς, ἀπώλειας, καταστροφῆς ἢ μείωσης τῆς ἀγοραστικῆς τους δύναμης. Ἄλλης φύσεως κίνδυνοι ὑπάρχουν στὴ χρήση τοῦ πλαστικοῦ χρήματος. Ἀπόκειται ὅμως στοὺς συναλλασσόμενους νὰ διαχειριστοῦν τοὺς κινδύνους στὴν περιουσία τους κατανέμοντας τὸν χρηματικό τους πλοῦτο μεταξὺ μετρητῶν χρημάτων καὶ ἀποταμίευσης.
Ἄλλωστε, οἱ μεταβολὲς στὴ ζήτηση μετρητῶν ἢ ἀποταμίευσης ἀποτελοῦν ἐν τέλει καθοριστικὸ παράγοντα γιὰ τὴ διαμόρφωση τῶν τραπεζικῶν ἐπιτοκίων. Ἂν ἀπαγορευθεῖ ἡ χρήση τῶν μετρητῶν, τίποτε δὲν ἐμποδίζει τὴν υἱοθέτηση ἀρνητικῶν ἐπιτοκίων ἀπὸ τὶς Τράπεζες καὶ τὴ δήμευση μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τῶν καταθέσεων, ὅπως εὔστοχα εἰπώθηκε ἀπὸ προηγούμενους ὁμιλητές.
Καὶ ὅλα τὰ παραπάνω μέτρα ἀπαγόρευσης τῶν μετρητῶν υἱοθετοῦνται ὑποτίθεται γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς φοροδιαφυγῆς καὶ τῆς διακίνησης τοῦ μαύρου χρήματος. Προκειμένου νὰ συλληφθεῖ ἕνα μικρὸ κομμάτι τῆς φοροδιαφυγῆς, μπροστὰ στὰ τεράστια μεγέθη τοῦ οἰκονομικοῦ ἐγκλήματος καὶ τῆς φοροαποφυγῆς ποὺ γίνονται μὲ τὴ χρήση τοῦ Τραπεζικοῦ Συστήματος, υἱοθετεῖται ἕνα μέτρο στὴ λογική τοῦ «πονάει κεφάλι – κόψει κεφάλι».
Ὅλες οἱ συναλλαγὲς τῶν πολιτῶν καθίστανται ὕποπτες καὶ καταγράφονται ἐκ τῶν προτέρων. Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ θὰ ἔπρεπε ἐκ τῶν προτέρων νὰ καταγράφονται ὅλες οἱ τηλεφωνικὲς συνομιλίες καὶ ἡ ἀλληλογραφία μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι μέσῳ αὐτῶν μπορεῖ ἀπὸ κάποιους νὰ ὀργανωθεῖ ἢ νὰ ἐκτελεστεῖ μία παράνομη πράξη. Δὲν θὰ ἐπεκταθῶ ὅμως στὸ ζήτημα τοῦ ἠλεκτρονικοῦ φακελώματος ποὺ ἀναπτύχθηκε ἐξαίσια ἀπὸ προηγούμενους συνομιλητές.
Κλείνοντας τὴν τοποθέτησή μου, θὰ προχωρήσω λίγο τὸν προβληματισμό μου σὲ μία ἄλλη παράμετρο ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν κατάργηση τῶν μετρητῶν:
Ὅταν παίρνουμε ἕνα δάνειο γιὰ νὰ ἀγοράσουμε ἕνα διαμέρισμα ἢ τὸν ἐξοπλισμὸ τῆς ἐπιχείρησής μας, ἀναλαμβάνουμε ἀπέναντι στὴν τράπεζα συγκεκριμένες ὑποχρεώσεις:
Νὰ δεσμεύσουμε στὴ διάρκεια τοῦ δανείου –γιὰ εἴκοσι ἢ καὶ τριάντα χρόνια – ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ οἰκονομικὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐργασίας μας, τοῦ μόχθου μας, τῆς παραγωγῆς μας, προκειμένου νὰ ἐξυπηρετοῦμε τὸ τραπεζικό μας δάνειο. Νὰ ὑποθηκεύσουμε τὸ διαμέρισμα, τὸν ἐξοπλισμὸ ἢ ἄλλα περιουσιακά μας στοιχεῖα.
Ποιὰ εἶναι ἡ ὑποχρέωση πού ἀναλαμβάνει ἡ Τράπεζα ἀπέναντί μας;
Ἔχοντας τὸ δικαίωμα νὰ δημιουργεῖ λογιστικὸ χρῆμα ἀπὸ τὸ μηδέν, ἡ τράπεζα δίνει στὸν δανειολήπτη καὶ σὲ αὐτὸν ποὺ θὰ καταλήξει τελικὰ τὸ προϊόν τοῦ δανείου, μέσα ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν συναλλαγῶν, μία ὑπόσχεση: Ὅτι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ μπορεῖ ὁ τελικὸς δικαιοῦχος τοῦ ποσοῦ νὰ ἐμφανιστεῖ στὸ ταμεῖο καὶ νὰ ζητήσει τὰ χρήματά του.
Τὸ σύστημα τῶν ἰδιωτικῶν τραπεζῶν, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ μετρητὰ χρήματα, ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Τράπεζα ποὺ τὰ ἐκδίδει, θὰ πρέπει καὶ αὐτὸ νὰ δανειστεῖ, δίνοντας ἐνδεχομένως ὡς ἐνέχυρο στὴν Κεντρικὴ Τράπεζα τὰ δάνεια ποὺ χορηγεῖ μὲ ὅλες τὶς ἐγγυήσεις του. Ἐξασφαλίζεται ἑπομένως μία στοιχειώδης ἠθικὴ βάση στὴ σχέση μεταξὺ τραπεζικοῦ συστήματος καὶ τῶν δανειοληπτῶν. Τὸ ἰδιωτικὸ τραπεζικὸ σύστημα γιὰ νὰ ὑλοποιήσει τὴν ὑπόσχεσή του, θὰ ἀναλάβει μὲ τὴ σειρὰ του μία ὑποχρέωση ἀπέναντι στὸν ἐκδότη τοῦ νομίμου χρήματος, τὴν Κεντρικὴ Τράπεζα τῆς χώρας.
Τί θὰ συμβεῖ ἐὰν ἀπαγορευθοῦν οἱ ἀναλήψεις ἀπὸ τὶς τράπεζες;
Μπορεῖ στὶς συνήθειες τῶν πολιτῶν ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸ πλαστικὸ χρῆμα ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ νὰ μὴ σημαίνει τίποτε τὸ ἰδιαίτερο. Στὸ νομικὸ κόσμο τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν ὑποχρεώσεων, ἐπέρχεται μία στιγμιαία ἀλλὰ κολοσσιαίων διαστάσεων μεταβολή:
Μετατρέπονται –μέσα σὲ μία στιγμή- οἱ ὑποχρεώσεις τοῦ Τραπεζικοῦ Συστήματος πρὸς τὰ ἑκατομμύρια τῶν καταθετῶν σὲ ἐσωτερικὴ ὑπόθεση λογιστικῶν διευθετήσεων μεταξὺ τῶν μετρημένων στὰ δάχτυλα Τραπεζῶν.
Ἔτσι ἐκλείπει οἱαδήποτε δικαιοπολιτικὴ βάση στὴ συναλλακτικὴ σχέση μεταξὺ τραπεζικοῦ συστήματος καὶ πολιτῶν. Οἱ Τράπεζες δίνουν δάνεια μὲ μία ἁπλὴ ἐγγραφὴ στὰ λογιστικά τους βιβλία καὶ ὑποθηκεύουν ὡς ἀντάλλαγμα τὴν ἀκίνητη περιουσία καὶ τὰ μέσα παραγωγῆς καὶ δεσμεύουν γιὰ δεκαετίες τὸ μόχθο τῶν δανειοληπτῶν, χωρὶς νὰ δίνουν ὁποιαδήποτε πραγματικὸ ἀντάλλαγμα.
Ποιὰ εἶναι ἡ ἠθικὴ βάση σὲ μία τέτοια λεόντιο συμφωνία, ὅπου ὁ ἕνας ἔχει μόνο δικαιώματα καὶ ὁ ἄλλος ἔχει μόνο ὑποχρεώσεις;
Καὶ τί θὰ ἀπογίνει αὐτὸς ὁ πραγματικὸς πλοῦτος, ποὺ ὑποθηκεύεται καὶ ἀνακυκλώνεται μέσα στὸ Σύστημα τῶν Τραπεζῶν, ἐάν κάποια στιγμὴ αὐτὸ τὸ Σύστημα ἀποφασίσει νὰ στερήσει ἀπὸ τοὺς ὀφειλέτες τὸ μέσο γιὰ τὴν ἐξόφληση τῶν ὑποχρεώσεών τους;
Ἐὰν σταματήσει νὰ χορηγεῖ νέα δάνεια καὶ ρευστότητα στὴν πραγματικὴ οἰκονομία; Ἐὰν ἀποσύρει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ λογιστικὸ χρῆμα ἀπὸ τὴν ἀγορά;
Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ ἐπιτρέψουμε σὲ μία ἀφανῆ ἐξουσία νὰ ἀποκτήσει ἐπάνω μας τέτοια ἐξουσία ζωῆς καὶ θανάτου. Μία ἐξουσία πάνω στοὺς λαούς, μία ἐξουσία εἰς «πάσας τάς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν».
Πηγή: Εστία Πατερικών Μελετών