«Για να πιάσει ο ορός του καινούργιου επάνω στο σώμα του δύστροπου και δύσπιστου Νεοέλληνα ένας τρόπος υπάρχει μονάχα: να γίνεται σιγά-σιγά και με δόσεις»
Το κείμενο που ακολουθεί αφιερώνεται σε όλους τους δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόρους, διδάκτορες και μεταπτυχιακούς Ποινικού Δικαίου, καθώς και πτυχιούχους νομικής, οι οποίοι δίδουν την εντύπωση ότι ξέχασαν εν μια νυκτί τι διδάσκονταν κατά την Παλαιά Εποχή.
Μεταφέροντας τα λόγια του Γιώργου Κατσίμπαλη, ο Οδυσσέας Ελύτης σημειώνει στα Ανοιχτά Χαρτιά (σελ. 357):
«Για να πιάσει ο ορός του καινούργιου επάνω στο σώμα του δύστροπου και δύσπιστου Νεοέλληνα […] ένας τρόπος υπήρχε μονάχα: να γίνεται σιγά-σιγά και με δόσεις».
Στην εποχή του κορωνοϊού, η κυβέρνηση της Νέας Δικτατορίας (όπως άλλωστε και οι περισσότερες ιατροφασιστικές κυβερνήσεις της Δύσης), για να εδραιώσει τις ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές που απαιτούσε δήθεν η αναχαίτιση του ιού, εφήρμοσε την δοκιμασμένη μέθοδο των δόσεων. Έτσι, στην αρχή λάνσαρε τις μάσκες, μετά εισήγαγε τα αυτοδιαγνωστικά τεστ και τώρα επιβάλλει την σύριγγα: ευθέως υποχρεωτικώς στους υγειονομικούς, εμμέσως υποχρεωτικώς σε όλους τους άλλους.
Η λογική της σταδιακής κοινωνικής μεταρρύθμισης αποτυπώνεται επίσης στο βελούδινο πέρασμα από την απλή σύσταση στην ισχυρή σύσταση (sic) και τέλος στην έμμεση και άμεση υποχρεωτικότητα του ε μ β ο λ ι α σ μ ο ύ. Επομένως, η ως άνω φράση του Κατσίμπαλη για τον «ορό του καινούργιου επάνω στο σώμα του δύστροπου και δύσπιστου Νεοέλληνα» έχει σήμερα όχι μόνο μεταφορική αλλά και κυριολεκτική σημασία.
Είναι δε εντυπωσιακό ότι η μέθοδος των δόσεων εφαρμόσθηκε προπαρασκευαστικά ήδη επί μνημονίων, όταν οι Έλληνες περίμεναν διακαώς να ακούσουν ότι η Τρόικα ή οι θεσμοί (από τότε παίζανε με τις λέξεις, δηλ. μας εμπαίζανε) ενέκριναν την εκταμίευση της επόμενης δόσης. Επί μία σχεδόν δεκαετία, λοιπόν, θυμίζαμε ναρκομανείς που περιμέναμε την δόση μας.
Στον Θαυμαστό Ανάποδο Κόσμο του κορωνοϊού περιμένουμε πάλι την δόση μας, αλλά μοιάζουμε ακόμη περισσότερο με ναρκομανείς, ακριβέστερα: με “υγειονομικά πρεζόνια”, αφού το κράτος μάς χορηγεί μέσω σύριγγας την πειραματική ουσία που περιέχουν τα ε μ β ό λ ι α κατά του κορωνοϊού!
Αν λοιπόν ισχύει ότι ο κόσμος μας είναι ανάποδος, τότε η ουσία που θέλουν εμμονικά και πάση θυσία να εγχύσουν μέσα στο σώμα μας είναι φονική και όχι σωστική.
Κι όπως επί μνημονίων δεν γνωρίζαμε πόσες δόσεις θα χρειάζονταν για την διάσωση (διάβαζε ανάποδα: για την καταστροφή) της Ελλάδας, αντιστοίχως επί κορωνοϊού είναι άγνωστο πόσες δόσεις θα (μας πουν ότι θα) μας χρειαστούν για να χτίσουμε το “υγειονομικό γιοφύρι της Άρτας”, δηλ. το τείχος της ανο(η)σίας, ώστε να σωθεί (διάβαζε ανάποδα: να καταστραφεί) ο ελληνικός πληθυσμός από τον κορωνοϊό.
Το σύγχρονο κράτος, λοιπόν, έχει μέχρι στιγμής τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι μ π α μ π ο ύ λ α ς, είναι ε κ β ι α σ τ ή ς, είναι και δ ο σ α τ ζ ή ς.
Ο παραλληλισμός των σύγχρονων Ελλήνων με “υγειονομικά πρεζόνια” έχει ιδιαίτερη αξία από πλευράς Ποινικού Δικαίου: Ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών ή θα “χτυπήσει την ένεση” με τα ίδια του τα χέρια ή θα δώσει το χέρι του για να του καρφώσει κάποιος άλλος την βελόνα. Με βάση το κριτήριο της κυριαρχίας επί της κινδυνογόνου πράξεως, στην μεν πρώτη περίπτωση γίνεται λόγος για αυτοδιακινδύνευση, δεδομένου ότι την κυριαρχία έχει ο ίδιος ο χρήστης, στην δε δεύτερη για ετεροδιακινδύνευση, δεδομένου ότι την κυριαρχία έχει έτερο πρόσωπο (σχετικά με την οριοθέτηση της αυτοδιακινδυνεύσεως έναντι της ετεροδιακινδυνεύσεως με βάση το κριτήριο της κυριαρχίας επί του κινδυνογόνου συμβάντος βλ. την απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού BGHSt 53, 55, δημοσιευμένη εις: ΠοινΔικ 2011, σελ. 1113, με σχόλιο Μαρίας Ρηγοπούλου).
Μολονότι στην ετεροδιακινδύνευση ο παθών βρίσκεται σε περισσότερο ευάλωτη θέση απ’ ό,τι στην αυτοδιακινδύνευση, αφού εκείνος που ορίζει το υποψήφιο για τρύπημα χέρι (και άρα εκείνος που “έχει το πάνω χέρι”) είναι ο χειριστής της σύριγγας, αποφασιστικής σημασίας για την αξιολόγηση των βλαπτικών συνεπειών της ετεροδιακινδυνεύσεως είναι η ικανότητα του παθόντος να εκχωρεί αυτεξουσίως στους τρίτους την διαχείριση του σώματός του, έχοντας αφ’ ενός ε π ί γ ν ω σ η των κινδύνων που εγκυμονεί η χρήση της σύριγγας και αφ’ ετέρου ν η φ α λ ι ό τ η τ α για την στάθμισή τους (βλ. και Ρηγοπούλου, Ποινική Δικαιοσύνη 2011, σελ. 1117· της ιδίας, Ποινική Δικαιοσύνη 2009, σελ. 1078· της ιδίας, Grenzen des Paternalismus im Strafrecht, 2013, σελ. 257, με περαιτέρω παραπομπές στην υποσ. 395). Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει, βεβαίως, να πληρούνται και στο πεδίο της αυτοδιακινδυνεύσεως.
Επομένως, όταν διαπιστώνεται ότι η συναίνεση του παθόντος είναι προϊόν ελεύθερης, υπεύθυνης και συνειδητής αποτίμησης της επικινδυνότητας που εγκυμονεί η χρήση της σύριγγας για την υγεία και την ζωή του, τότε οι βλαπτικές συνέπειες της κινδυνογόνου πράξεως δεν θα χρεωθούν στον κυρίαρχο του “επικίνδυνου παιχνιδιού”, δηλ. στον χειριστή της σύριγγας, αλλά σε εκείνον που του εμπιστεύθηκε το χέρι του, ενεργώντας στο πλαίσιο της περίφημης πλέον α τ ο μ ι κ ή ς ευθύνης (μέχρι την έλευση του κορωνοϊού, ιδιαιτέρως δημοφιλής ήταν ο όρος “αρχή της ιδίας υπευθυνότητας”· πρβλ. τον γερμανικό όρο “Eigenverantwortlichkeitsprinzip”).
Υπό αυτό το πρίσμα, η έγκυρη συναίνεση σε ετεροδιακινδύνευση έχει απαλλακτική δράση για τον χειριστή της σύριγγας και αντιμετωπίζεται όπως η μη αξιόποινη συμμετοχή του τρίτου στην αυτοδιακινδύνευση του παθόντος, ως προς την οποία ισχύει ότι: Στο πεδίο των εγκλημάτων κατά της υγείας και της ζωής ενδέχεται να μην μπορεί να καταλογισθεί το εγκληματικό αποτέλεσμα, ιδίως δε ο θάνατος ανθρώπου, σε έναν τρίτο που έθεσε μια αιτία για την επέλευσή του, όταν το εν λόγω αποτέλεσμα είναι συνέπεια της συνειδητής και ηθελημένης αυτοδιακινδυνεύσεως του θύματος που ενήργησε με δική του ευθύνη, η δε σύμπραξη του τρίτου εξαντλείται στην απλή παρακίνηση ή ενίσχυση του θύματος για την αυτοδιακινδύνευσή του.
Η θέση αυτή διατυπώθηκε το 1984 στην απόφαση-σταθμό του γερμανικού Ακυρωτικού BGHSt 32, 262. Η κριθείσα υπόθεση αφορούσε δύο χρήστες ηρωίνης, εκ των οποίων ο κατηγορούμενος, όταν το θύμα τού απεκάλυψε ότι κανείς δεν του πωλούσε πλέον σύριγγες, αποφάσισε να τις εξασφαλίσει ο ίδιος με προσωπικές του ενέργειες, εν συνεχεία δε κατευθύνθηκαν στην τουαλέτα ενός τοπικού κέντρου ψυχαγωγίας, όπου το θύμα, αφού ετοίμασε την ναρκωτική ουσία –μείγμα ηρωίνης και καφεΐνης–, την έβαλε σε δύο σύριγγες, μία για δική του χρήση και μία για τον κατηγορούμενο, με το εξής αποτέλεσμα: μετά την δι’ ενέσεως έγχυση του μείγματος, έχασαν και οι δύο τις αισθήσεις τους, κι όταν ακολούθως έφθασε ιατρική βοήθεια, διαπιστώθηκε ο θάνατος του θύματος.
Αντιθέτως, όταν η συναίνεση του παθόντος πάσχει από γνωστικά ή/και βουλητικά ελαττώματα, τότε οι βλαπτικές συνέπειες της κινδυνογόνου πράξεως θα χρεωθούν σε όποιους προκάλεσαν ή εκμεταλλεύθηκαν αυτά τα ελαττώματα.
Όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις διέπουν και το κινδυνώδες εγχείρημα του ε μ β ο λ ι α σ μ ο ύ, ο οποίος, με βάση το κριτήριο της κυριαρχίας επί της πράξεως, συνιστά πράξη ετεροδιακινδυνεύσεως, αφού ο πολίτης προσφέρει το μπράτσο του για τρύπημα, επομένως εκχωρεί την διαχείριση του σώματός του στον υπάλληλο του ε μ β ο λ ι α σ τ ι κ ο ύ κέντρου.
Εν τούτοις, το κρίσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση του επίμαχου εγχειρήματος ως περίπτωση ετερο- ή αυτοδιακινδυνεύσεως δεν είναι η κυριαρχία που έχει ο υπάλληλος επί της σύριγγας και της βελόνας της, αλλά η απαλλαγμένη από γνωστικά και βουλητικά ελαττώματα ικανότητα του πολίτη να σχηματίσει και να πραγματώσει την απόφαση υποβολής του σε ε μ β ο λ ι α σ μ ό. Υπό αυτήν την έννοια, το κέντρο βάρους της ε μ β ο λ ι α σ τ ι κ ή ς διαδικασίας βρίσκεται στην λ ή ψ η αυτεξούσιας α π ό φ α σ η ς εκ μέρους του πολίτη και όχι στον χειρισμό της σύριγγας εκ μέρους του υπαλλήλου του ε μ β ο λ ι α σ τ ι κ ο ύ κέντρου, ο οποίος βρίσκεται ούτως ή άλλως σε μόνιμη ετοιμότητα να χειριστεί την σύριγγα μόλις προσέλθει ο υποψήφιος για ε μ β ο λ ι α σ μ ό.
Η συνειδητοποίηση αυτής της ιδιαιτερότητας (γνωστής και από το άρ. 315 νέου ΠΚ, όπου προβλέπεται ότι «Όποιος καταπείθει γυναίκα να υποβληθεί σε ακρωτηριασμό των γεννητικών της οργάνων τιμωρείται με φυλάκιση») έχει μεγάλη αξία για την ορθή αξιολόγηση της συμμετοχικής δράσης όλων εκείνων των προσώπων που οργάνωσαν, προώθησαν και υλοποίησαν την ε μ β ο λ ι α σ τ ι κ ή διαδικασία σε βάρος των πολιτών, χωρίς να έχουν ανταποκριθεί στο αίτημα της πλήρωσης όλων εκείνων των γνωστικών και βουλητικών προϋποθέσεων που θα διασφάλιζαν την λήψη αυτοπροαίρετης απόφασης για ε μ β ο λ ι α σ μ ό.
Οι ποινικές ευθύνες των συμμετόχων της ε μ β ο λ ι α σ τ ι κ ή ς εκστρατείας απορρέουν από το γεγονός ότι οι υποψήφιοι για ε μ β ο λ ι α σ μ ό προσέρχονται στην ε μ β ο λ ι α σ τ ι κ ή καρέκλα αφ’ ενός χωρίς επίγνωση των κινδύνων που εγκυμονούν για την υγεία και την ζωή τους τα πειραματικά εμβόλια κατά του κορωνοϊού (καθώς και των συνολικών δόσεων που θα απαιτηθούν δήθεν για την αντιμετώπισή του), αφ’ ετέρου χωρίς νηφαλιότητα για την αποτίμηση της επικινδυνότητας του εγχειρήματος. Έτσι, τίθεται εκποδών η αρχή της ατομικής ευθύνης, η οποία θα μπορούσε να δράσει απαλλακτικά για τους οργανωτές και υλοποιητές της ε μ β ο λ ι α σ τ ι κ ή ς εκστρατείας στις περιπτώσεις εμφάνισης παρενεργειών.
Η εξουδετέρωση της ατομικής ευθύνης ισχύει σήμερα κατά μείζονα λόγο εξαιτίας του κραυγαλέα α ν τ ι σ υ ν τ α γ μ α τ ι κ ο ύ νομοθετικού πλαισίου που διαμορφώθηκε για την υλοποίηση του κινδυνώδους ε μ β ο λ ι α σ μ ο ύ, δηλ. της άμεσης μεν υποχρεωτικότητάς του ως προς τους υγειονομικούς (με την απάνθρωπη και ναζιστικού χαρακτήρα απειλή της αναστολής καθηκόντων/εργασίας επί μη ε μ β ο λ ι α σ μ ο ύ), έμμεσης δε ως προς τους λοιπούς πολίτες που εφεξής δεν θα μπορούν να ασκήσουν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους (π.χ. την ελεύθερη πρόσβαση σε κλειστούς χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας), αν δεν διαθέτουν την επιβαλλόμενη υγειονομική πιστοποίηση.
Ως εκ τούτου, όσοι ενεπλάκησαν στην ε μ β ο λ ι α σ τ ι κ ή διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των διοικητών νοσοκομείων ή εργοδοτών, που εκτελούν χωρίς κανέναν ανασχετικό φραγμό –αν όχι με χαιρεκακία– την ναζιστική κρατική εντολή της αναστολής καθηκόντων/εργασίας σε βάρος των ανεμβολίαστων υγειονομικών, θα είναι υπόλογοι για την εξαναγκασμένη περιαγωγή των πολιτών σε ανασφαλή για την υγεία και την ζωή τους θέση.
Σε σχέση με την ευθύνη πλοιάρχου που παραπέμφθηκε να δικαστεί για θανατηφόρα έκθεση κατ’ έμμεσην αυτουργία επειδή διά της απειλής απολύσεως εξανάγκασε μηχανοδηγό να προσδέσει τους κάβους του πλοίου παρά τους ισχυρούς ανέμους και την σφοδρή θαλασσοταραχή, με συνέπεια αυτός να παρασυρθεί από τα κύματα και να πνιγεί βλ. το υπ’ αριθμ. 99/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χίου, Εισαγγελική Πρόταση Δ. Φερεντίνου, εις Ποινική Δικαιοσύνη 2008, σελ. 152, καθώς και την υπ’ αριθμ. 1222/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένη εις Ποινικά Χρονικά 2011, σελ. 360.
Επί της ποινικής αξιολόγησης του κινδυνώδους εγχειρήματος του ε μ β ο λ ι α σ μ ο ύ κατά του κορωνοϊού βλ. αναλυτικότερα Βαθιώτη, Από την τρομοκρατία στην πανδημία. Υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις στον πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021, σελ. 68 επ., 161 επ.
Πηγή: Κωνσταντίνος Βαθιώτης