Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
Έχουμε εκφράσει, αρκετές φορές, την πλήρη αντίθεσή μας στις λανθασμένες επιλογές όσων έχουν την ευθύνη να αποφασίζουν και να εφαρμόζουν, σταδιακά, τον υποχρεωτικό και αναγκαστικό εμβολιασμό για τον Κορωναϊό, μη λαμβάνοντας υπόψη τις αρνητικές παιδευτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν την επιβολή τόσο για τους νέους όσο και για τους ενήλικες.
Είναι γεγονός ότι η πολιτεία στηλιτεύεται, με δική της υπαιτιότητα, επειδή διαχωρίζει και διακρίνει τους πολίτες σε «πρόβατα και ερίφια», σε καλούς και κακούς, σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, πυροδοτώντας, μάλιστα, ανάμεσά τους εστίες αλληλοσυγκρούσεων, διχασμού και διχόνοιας.
Όμως, η επιβολή του υποχρεωτικού εμβολιασμού αποτελεί, για ολόκληρη την κοινωνία και ιδιαίτερα για τους νέους μας, ένα πολύ αρνητικό ηθικοκοινωνικό πρότυπο.
Οι ειδικοί επιστήμονες θεωρούν την ανθρώπινη συμπεριφορά, ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους ανθρώπους και στο περιβάλλον τους, επισημαίνοντας ότι οι συνθήκες του περιβάλλοντος, η διδασκαλία και η κοινωνική πειθώ, επηρεάζουν τους νέους ανθρώπους κι αυτοί με τη σειρά τους αντιδρούν ανάλογα, έναντι του κοινωνικού τους περίγυρου.
Σύμφωνα με πορίσματα ερευνών, τα ηθικοκοινωνικά κριτήρια των νέων μας μπορούν να τροποποιηθούν τόσο προς το καλύτερο όσο και προς το χειρότερο μέσω: α) της εκπαιδευτικής διαδικασίας, β) της κοινωνικής ενίσχυσης και γ) της παρατήρησης προτύπων.
Οι γνώσεις, οι πληροφορίες και οι αξιολογήσεις που τους προτείνονται, από διαφορετικές πηγές, συνενώνονται σε ένα σύνολο και έτσι δημιουργούνται στη συνείδησή τους οι κανόνες και οι αρχές, που τους βοηθούν να επιλέγουν και να εκφράζουν τη συμπεριφορά τους.
Η εκ μέρους των παιδιών μίμηση στάσεων, προτύπων και τρόπων ζωής, κάποιων προσώπων ή φορέων, που σχετίζονται τόσο με τη σχολική όσο και με την κοινωνική τους αγωγή, θεωρείται μέρος της διαδικασίας κοινωνικοποίησής τους.
Η σχολική αγωγή βοηθά τα παιδιά να εμπλουτίζουν και να βελτιώνουν τον εσωτερικό τους κόσμο, ώστε να είναι σε θέση να επιλέγουν τα σωστά και ωφέλιμα πρότυπα.
Η κοινωνική μάθηση, επίσης, βασίζεται στα ερεθίσματα που λαμβάνουν τα παιδιά από το περιβάλλον και στις αντιδράσεις τους έναντι αυτών των ερεθισμάτων.
Είναι ανάγκη, όμως, να τονιστεί ότι οι νέοι -ιδιαίτερα στην εφηβική ηλικία- δεν δέχονται οποιαδήποτε νέα γνωστική ή ηθικοκοινωνική παρέμβαση και αντιδρούν αρνητικά, όταν αισθάνονται ότι καταστρατηγείται η ελευθερία τους, όταν, δηλαδή, διαπιστώνουν πως τα πρότυπα ζωής τους προσφέρονται με ελλειπτικό ή ακόμη με αυταρχικό τρόπο.
Αυτός είναι ένας βασικός λόγος, που δεν μπορεί να συμφωνήσει ένας παιδαγωγός με την καθυπόταξη της ελευθερίας των πολιτών και την εφαρμογή του υποχρεωτικού εμβολιασμού.
Η πολιτεία, όσο δεν είναι αργά για την ίδια, θα πρέπει να αλλάξει πρύμνη, καθώς είναι ανάγκη να κατανοήσει ότι οι βίαιες συμμορφώσεις που απαιτεί αναβιώνουν ή επαναφέρουν στο προσκήνιο πρακτικές εκφυλισμού της ελευθερίας και διαστρέβλωσης της αντίληψης της δημοκρατίας.
Δεν είναι δυνατό να πιστεύει ότι, μέσω εφαρμογών, μεθοδεύσεων και χρήσεως απειλών, βίας, τρομοκρατίας, θανατολογίας και εκφοβισμού, μπορεί να πετύχει το, κατά τη γνώμη της, συλλογικό καλό, μέσω του συλλογικού εμβολιασμού, όταν γνωρίζει ότι ο εμβολιασμός δεν αντιμετωπίζει ριζικά το πρόβλημα της ιώσεως.
Η θέση του Piaget και άλλων ερευνητών είναι ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται αυταρχικά, κατεξουσιαστικά και εξαναγκαστικά μέσα και συστήματα για την επίτευξη οποιασδήποτε μάθησης ή συμμόρφωσης.
Θεωρεί, μάλιστα ότι όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός στόχου, εάν δεν λειτουργήσουν σε πλαίσια πειθούς, ελευθερίας, διαλόγου, συνεργασίας και συναίνεσης, έχουν ως συνέπεια τη δημιουργία αρνητικών αντιδράσεων, που καταλήγουν στην καλλιέργεια του εγωκεντρισμού, της αυταρχικότητας, της αυθαιρεσίας και της εξουσιαστικότητας.
Στάσεις και ενέργειες, που σχετίζονται με την κοινωνική συμμόρφωση –και σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι αποφάσεις της πολιτείας για προσωπικά θέματα των πολιτών, όπως είναι η υγεία τους- δεν είναι ορθό να επιβάλλονται αυταρχικά, με τη μορφή άτεγκτων εντολών ή προσταγών.
Αυτό που είναι θεμιτό για οποιαδήποτε διοικούσα αρχή είναι να προσφέρει, σε πλαίσιο ελευθερίας και δημοκρατίας, πηγές πληροφόρησης και προβληματισμού, να θέτει διλήμματα και ερωτήματα, προκειμένου να προκαλεί στους πολίτες -και ιδιαίτερα στους νέους- την ανάγκη να αναζητούν, να ανακαλύπτουν, να πείθονται, να βρίσκουν λύσεις και να αποφασίζουν υπεύθυνα από μόνοι τους.
Οι ηθικοκοινωνικοί κανόνες, σύμφωνα με τους παιδαγωγούς και τους ψυχολόγους, δεν επιβάλλονται και δεν προσφέρονται με εντολές και απειλές, διότι έτσι συνδέονται, υποσυνείδητα, με εξουσιαστικές ή αυταρχικές πρακτικές και προκαλούν δυσμενή αντιδραστικά, αντίθετα από τα αναμενόμενα.
Ό, τι επιδιώκεται, μέσα από δυναστικές πρακτικές και περιορίζει την ανθρώπινη ελευθερία, εμποδίζει την ελεύθερη σκέψη και δεν έχει θέση σε μια χώρα, που έχει ως στόχο τη καλλιέργεια ελεύθερων πολιτών, με δημοκρατική συνείδηση.
Από θεολογικής πλευράς, ο Απ. Παύλος, αφενός, υπενθυμίζει ότι ο Χριστός καλεί τους ανθρώπους να γίνουν και να μείνουν ελεύθεροι και, αφετέρου, θεωρεί την ύπαρξη της ελευθερίας αυτονόητη, εκεί, όπου υπάρχει το Πνεύμα του Κυρίου.
Ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, επίσης, αναφέρει ότι η γνώση της αλήθειας ελευθερώνει τον άνθρωπο, απαλλάσσοντάς τον από κάθε μορφή δουλείας και καταδυνάστευσης.
Η πολιτεία, είναι ανάγκη να φροντίζει, έτσι ώστε κάθε απόφαση και ενέργειά της να είναι αληθινή και κατάλληλη για διδακτικό και παιδαγωγικό υλικό της διά βίου μαθήσεως των πολιτών.
Γι αυτό η καλύτερη επιλογή γι΄αυτήν είναι να διαλέγεται, απορρίπτοντας την υποχρεωτικότητα, τον εξαναγκασμό, την επιβολή και τις τιμωρίες, που εξοργίζουν και διχάζουν τους Έλληνες, και, πέραν όλων, καλλιεργούν ανάμεσά τους, εστίες αντεκκλήσεων, διενέξεων και οργής.
Αυτό που οφείλει να πράττει η πολιτεία είναι να στηρίζει την πολύπλευρη κατάρτιση των πολιτών, προκειμένου, υποβοηθούμενοι και στηριζόμενοι, μέσω ισχυρής αιτιολόγησης και πειθούς, να ανεβάζουν το επίπεδο των κριτηρίων τους και να ενισχύουν την αρετή της ελευθερίας της βουλήσεώς τους.
Η υποτίμηση ή ο παραμερισμός της λογικής, του διαλόγου και της πειθούς έχει ως αποτέλεσμα την αναγκαστική και από φόβο αποδοχή εντολών ή αποφάσεων, γεγονός, που, από πλευράς παιδαγωγικής, είναι βέβαιο ότι καλλιεργεί ανθρώπους με στενό ορίζοντα σκέψης.
Αντίθετα, η συνεργασία, ο διάλογος, η συναίνεση και η χορήγηση ελευθερίας στους πολίτες, συμβάλλει στη ενδυνάμωση ελεύθερων και ολοκληρωμένων ανθρώπων με φιλελεύθερο και κριτικό πνεύμα.
Χρέος της πολιτείας, επομένως, είναι, εκτός των άλλων, η ενίσχυση του ηθικοπνευματικού επιπέδου των πολιτών, μικρών και μεγάλων και η καλλιέργεια και ενδυνάμωση της ικανότητάς τους να επιλέγουν με ελευθερία και όχι με απειλές και εκφοβισμούς.
Η επιβολή κανόνων, μέσα από την άσκηση οποιασδήποτε μορφής εξαναγκασμού, οδηγεί σε μια νομιμόφρονη, επιφανειακή και φαρισαϊκή ηθική και κοινωνικότητα.
Έτσι, στο πλαίσιο της περίπτωσης του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η, μέσω της οποιασδήποτε επιβολής της πολιτείας, συμμόρφωση των πολιτών μπορεί να καταλήξει στη νομιμοποίηση και αποδοχή της χρήσεως μη παιδαγωγικών μέσων και μεθόδων, για την επίτευξη μιας εξωτερικής και νομιμοφανούς υποταγής και νομιμοφροσύνης, που αδυνατεί να συμβάλει στην ανάπτυξη μιας εσωτερικής ηθικής και ελευθερίας, με κοινωνική αξία και προοπτική.
Αν οι ηθικοκοινωνικοί κανόνες καταντήσουν να είναι προϊόντα και μέσα εξαναγκασμού, και όχι πράξεις ελευθερίας, συνείδησης και αμοιβαίας συναίνεσης, δεν προάγεται η διά βίου ανάπτυξη των πολιτών, η ελευθερία και η δημοκρατικότητά τους.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η πολιτεία έχει χρέος να συμβάλλει στην καλλιέργεια και στην ανάπτυξη και όχι στη συρρίκνωση των κριτηρίων τόσο των νέων όσο και των ενηλίκων Ελλήνων, βοηθώντας τους να αναπτύσσουν μια ενεργητική νοημοσύνη, για να μπορούν να σκέπτονται και να αποφασίζουν για προσωπικά τους θέματα, όπως είναι τα θέματα της υγείας, από μόνοι τους, ελεύθερα, με ορθά κριτήρια και ευθύνη και όχι να κατευθύνονται ως να είναι άβουλα όντα.
Πεποίθησή μας είναι ότι οι οποιεσδήποτε πράξεις επιβολής της πολιτείας, αφενός, δείχνουν έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους της πολιτείας έναντι των πολιτών και, αφετέρου, είναι προφανές ότι δεν έχουν παιδαγωγικά χαρακτηριστικά και ότι, μακροπρόθεσμα, δεν πρόκειται να έχουν υγιείς και καρποφόρες παιδαγωγικές συνέπειες για μικρούς και μεγάλους.
Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)