Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
Είναι πασιφανές ότι η επιβολή του υποχρεωτικού εμβολιασμού από κάποιες ευρωπαϊκές χώρες σε ευρωπαίους πολίτες, δημιουργεί έντονη την ανησυχία για μια ενδεχόμενη οπισθοδρόμηση της πολιτικής ζωής της Ευρώπης -και όχι μόνον- προς τον φεουδαρχικό αυταρχισμό της εποχής του 18ου αι., όπου κυριάρχησε το κίνημα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Η απόφαση κάποιων ευρωπαϊκών κρατών να επιβάλουν, εξαναγκαστικά, σε κάποιες κατηγορίες πολιτών να δεχθούν, υποχρεωτικά, στο σώμα τους, ουσίες που οι ίδιοι δεν επιθυμούν, με το πρόσχημα της προστασίας της υγείας του κοινωνικού συνόλου, θυμίζει τα πρότυπα σχέσεως ανάμεσα στην πολιτεία και στον πολίτη, που κυριάρχησαν στη Ευρώπη, κατά τον 18ο αιώνα, έτσι όπως ορίστηκαν τόσο στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ, όσο και σε άλλα έργα του ιδίου ή άλλων φιλοσόφων του διαφωτισμού.
Μελετώντας κάποιος το ως άνω «Κοινωνικό Συμβόλαιο», διαπιστώνει ότι οι πολίτες υποχρεώνονται να παραιτούνται από την προσωπική τους ελευθερία και διαφορετικότητα και να την παραδίδουν πλέον στην πολιτεία, καθιστάμενοι, έτσι, μέλη της κοινής θελήσεως και ολότητας.
Στην πραγματικότητα, ο πολίτης, με βάση τις περίεργες φιλοσοφικές ιδέες και αρχές του «Κοινωνικού Συμβολαίου», δεχόταν να παραιτηθεί ο ίδιος από όλα όσα τον ξεχώριζαν, ως πρόσωπο, από τους άλλους και να γίνει ένα ομογενοποιημένο άτομο, ενταγμένο σε μια γενική κρατική αρχή, που, στην ουσία, είχε επικεφαλής τον εκάστοτε Ηγεμόνα ή Φεουδάρχη, ο οποίος, ως ο έχων εκ προοιμίου, το προνόμιο του ρυθμιστή του περιεχομένου του «κοινού νου», αποφάσιζε για όλους και για όλα.
Με στόχο, πάντοτε, την ολοκληρωτική παράδοση του πολίτη στο κράτος, οι διαφωτιστές φιλόσοφοι «χρησιμοποίησαν» τη φιλοσοφική τους ιδιότητα, ως αναγνωρισμένοι φωτιστές της ενημέρωσης, της προόδου και της δημοκρατίας, προκειμένου να τον πείσουν, με τα υψηλού επιπέδου ορθολογικά τους επιχειρήματα ότι η καλύτερη λύση πολιτικής διακυβέρνησης είναι να παραιτείται ο πολίτης από τις ελευθερίες του και να αφομοιώνεται στο χωνευτήρι μιας μαζικής και γενικής θέλησης, που, στην ουσία, ήταν η θέληση του Φεουδάρχη ή Ηγεμόνα.
Ωστόσο, διαπιστώνει κανείς ότι και στην εποχή μας το «κοινό καλό», που εννοείται ότι αναλάμβαναν να διαχειρίζονται, με βάση τις αρχές του διαφωτισμού, οι τότε Φεουδάρχες ή Ηγεμόνες, χάριν του οποίου έπρεπε να παραιτείται ο πολίτης από το προσωπικό του θέλημα και να ασπάζεται το θέλημα της γενικής βουλήσεως, είναι επίσης και στην εποχή μας αυτό που απαιτείται εκ μέρους της ευρωπαϊκής ηγεμονίας, από τους ευρωπαίους πολίτες.
Με αυτήν τη μεθόδευση, όμως, οι ιδέες των φιλοσόφων του διαφωτισμού (18ος αι.), που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν της Ευρώπης, για την επικράτηση μιας φεουδαρχικής ηγεμονίας, κυριαρχούν και σήμερα, ως δημοκρατικές και προοδευτικές αρχές διακυβέρνησης, δημιουργώντας την αίσθηση της ύπαρξης μιας εξουσιαστικής θελήσεως για σταδιακή μετατροπή της δημοκρατικής σε φεουδαρχική πολιτική ηγεμονία.
Βέβαια, ενώ δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς τη συμβολή του διαφωτισμού στο χώρο της οικονομίας, της έρευνας, του ελεύθερου εμπορίου κ. ά., ταυτόχρονα δεν μπορεί να μη διαπιστώνει συνεχώς ότι δημιουργούνται προβλήματα σε άλλες περιοχές, όπως στον χώρο της ευρωπαϊκής πολιτικής διακυβέρνησης, της κοινωνίας, της παιδείας και του πολιτισμού, καθώς ο διαφωτισμός λειτουργεί, ως ένα κίνημα με προβληματικές «δημοκρατικές και προοδευτικές ιδέες» για την μελλοντική ζωή της Ευρώπης και ίσως ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Και τούτο διότι λειτουργεί ως ένα κίνημα, οι αρχές, οι αξίες και οι ιδέες του οποίου, ενώ δεν έχουν μελετηθεί σε βάθος, χρησιμοποιούνται, όμως, κατά κόρον άκριτα στην πολιτική ζωή της Ευρώπης, ως δημοκρατικές και προοδευτικές.
Όπως αποδεικνύεται, ωστόσο, σε ένα πλήθος αντικειμενικών νεώτερων ερευνών, φαίνεται ότι, στα έργα των φιλοσόφων του διαφωτισμού, γίνεται προσπάθεια να παρουσιάζεται, με μεθοδευμένη φιλοσοφική δεξιότητα, η επιδιωκόμενη υποδούλωση του ανθρώπου ως απελευθέρωσή του.
Αυτό διαπιστώνεται και στη σύγχρονη πραγματικότητα, όπου, με βάση την αρχή του «κοινού νου» ή του «κοινού καλού» ή του «κοινού αγαθού της υγείας» ή της «κοινής ευημερίας», ο πολίτης θεωρείται ως σωστός πολίτης, μόνον όταν υπακούει και παραιτείται από τις προσωπικές του ελευθερίες και υποτάσσεται σε μια «ρυθμιζόμενη ελευθερία» που του προσφέρει η κοινή γενική θέληση των εκάστοτε ηγεμόνων, με ρυθμιστή, όπως ορίζεται από τους διαφωτιστές, τον εκάστοτε πολιτικό Ηγεμόνα.
Γι’ αυτό τον λόγο, έχει περιληφθεί στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» ως ρυθμιστικός όρος της ελευθερίας του πολίτη, η ταύτιση της ελευθερίας με την υποταγή, με βάση στη λογική του «κοινού καλού», καθώς αναφέρεται ότι, «όποιος θ’ αρνηθεί να υπακούσει στη γενική θέληση, θα εξαναγκαστεί σ’ αυτό, απ’ ολάκερο το σώμα, πράγμα που σημαίνει πως θα τον βιάσουν να είν’ ελεύθερος» (Ρουσσώ, Κοινωνικό Συμβόλαιο, σ. 61).
Έτσι, με βάση τον ορθολογισμό του «κοινού καλού» ή του «κοινού αγαθού της υγείας» ή της «κοινής ευημερίας», αμφισβητούνται τα δικαιώματα και η ηθική κρίση του πολίτη και ζητείται από αυτόν να ασπαστεί μια άλλη λογική, εκείνη της πολιτείας, όπου ο πολίτης γίνεται αποδεκτός και αναγνωρίζεται, ως ισότιμος με τους άλλους πολίτες, μόνον όταν και αν υπακούει, όπως εκείνοι, στη γενική βούληση και παραιτείται από τις προσωπικές του ελευθερίες και διαφορές, υποτάσσοντας την οντολογική του αξιοπρέπεια στη «ρυθμιζόμενη ελευθερία» που του προσφέρεται μέσω της γενικής θέλησης του πολιτικού Ηγεμόνα.
Ωστόσο, είναι φανερό ότι, η ορθολογική ακολουθία της φιλοσοφίας των διαφωτιστών έχει ως θεμελιακό στόχο τη συγκέντρωση της εξουσίας σε μια ισχυρή γενική βούληση, τη βούληση του Ηγεμόνα. Εκείνη, όταν θέλει και αν και όπως θέλει αποφασίζει, να χορηγεί στον πολίτη, ως αντιστάθμισμα στην παραχωρηθείσα, από τον ίδιο προσωπική του ελευθερία, μια λεκτική ελπίδα για ελευθερία, η οποία, όμως, όπως διαπιστώνεται, αποτελεί συνήθως στην πράξη μια απογοητευτική ψευδαίσθηση.
Όλες οι προσωπικές παραχωρήσεις του πολίτη στη κοινή γενική λογική του «κοινού καλού» έχουν προβλεφθεί από τους κανόνες του «Κοινωνικού Συμβολαίου». Τους κανόνες αυτούς και τον τρόπο λειτουργίας τους, όμως, τους ρυθμίζει μόνον ο κυρίαρχος, ο οποίος «κρίνει τι είν᾿ αυτό που του χρειάζεται». Ωστόσο, όπως ρητά αναφέρεται στο «Συμβόλαιο», «όλες τις υπηρεσίες, που μπορεί ένας πολίτης να προσφέρει στο κράτος, έχει χρέος να του τις προσφέρει, μόλις το ζητήσει ο κυρίαρχος» (Ρουσσώ, Κοινωνικό Συμβόλαιο, σ. 71).
Όλα όσα περιλαμβάνονται στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο»» έχουν ως στόχο την υποχρεωτικότητα, τον εξαναγκασμό, την επιβολή, την εξουσιαστική κυριαρχικότητα, την υποτακτικότητα και, φυσικά, την εκδικητική και παραδειγματική τιμωρία στις περιπτώσεις ανυπακοής των πολιτών στους επιβαλλόμενους όρους.
Μάλιστα, αυτή η αυταρχική κοινωνική οργάνωση περιλαμβάνει και μια ενδιαφέρουσα «ορθολογική» και άκρως «προοδευτική» αιτιολογία, που αποτελεί πρότυπο υποτίμησης και περιθωριοποίησης του λαού, που χρησιμοποιείται, υπογείως, από την πλευρά των φαρισαίων όλων των εποχών που εκμεταλλεύονται τον τίτλο του προοδευτισμού: «το πλήθος είναι τυφλό και, πολλές φορές, δεν ξέρει τι θέλει, γιατί σπάνια ξέρει ποιο είναι το καλό του».
Με βάση αυτή την αρχή, ο εκάστοτε κυρίαρχος ηγεμόνας, από τότε έως σήμερα, σπεύδει να αναλάβει τον ρόλο του σωτήρα, που έρχεται να σώσει όσους δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να σωθούν από μόνοι τους!
Προσπαθήσαμε να κάνουμε κατανοητό το δίλημμα που τίθεται σήμερα από κάποιες πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης, ανάμεσα στο «κοινό καλό», έτσι όπως ορίζεται και χρησιμοποιείται από εκείνες και στο «προσωπικό καλό», έτσι όπως το αντιλαμβάνονται οι συνειδητοποιημένοι πολίτες.
Έτσι, ενώ οι ηγέτες, συνήθως, υπόσχονται ότι θα ακολουθούν τη συνύπαρξη των δύο καλών, δηλαδή, την ισορροπία ανάμεσα στο κοινό και στο προσωπικό καλό, κατά την άσκηση της εξουσίας τους, θέτουν στο περιθώριο το καλό του πολίτη, ως προσώπου και επιχειρούν να επιβάλουν, υποχρεωτικά, τις όποιες αποφάσεις τους, στο όνομα της λογικής της γενικής θελήσεως και της συλλογικότητας.
Γιατί όμως γίνονται όλα αυτά; Ο κεντρικός στόχος είναι η επικράτηση της αρχής της κατίσχυσης και του κατεξουσιασμού του δυνατού έναντι του αδυνάτου και η επιβολή και επικράτηση του συλλογικού καλού, με ταυτόχρονη περιθωριοποίηση του καλού του προσώπου και της ελευθερίας της βουλήσεώς του, ως πολίτη.
Όμως, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι παρήγορο το γεγονός ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη ο διαφωτισμός βιώνει τριγμούς, καθώς έχει δεχθεί και δέχεται αυστηρή κριτική, ως κίνημα, από ανένταχτους, σε πολιτικοϊδεολογικούς και οικονομικούς μηχανισμούς, ερευνητές πολλών επιστημονικών κλάδων, έργο των οποίων είναι η εμβάθυνση στην έρευνα του φιλοσοφικού, ανθρωπιστικού, παιδαγωγικού και κοινωνικού τομέα, αναζητώντας την αλήθεια για τον άνθρωπο, τη αληθινή ζωή και την αληθινή πρόοδο.
Έτσι, μένει κανείς έκπληκτος με τις αποκαλύψεις των συγκεκριμένων ερευνητών καθώς και με τις ανατροπές που επέρχονται σε γνωστές και κατεστημένες θέσεις που κυριαρχούσαν σχετικά με την ταυτότητα του διαφωτισμού και τον ρόλο του στις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις της ανθρωπότητας. Η εμβριθής μελέτη και κριτική των κειμένων και των ιδεών των διαφωτιστών αποδεικνύει ότι ανάμεσα στις ιδέες του διαφωτισμού, που αφορούν στη διάρθρωση και τη λειτουργία της κοινωνίας και στις σχέσεις πολιτείας - πολιτών, υπάρχει μια πλειάδα, που δεν ευνοούν τη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας και των λαών ούτε στοχεύουν στην καλλιέργεια ελεύθερων ανθρώπων με δημοκρατικό και ανθρωπιστικό ήθος.
Έτσι, αρχίζει, πλέον, αργά αλλά σταθερά, να γίνεται γνωστή στην Ευρώπη η κριτική των κειμένων που περιλαμβάνουν, την προσδοκία του «κοινού καλού» και να αποκαλύπτονται τα δομικά προβλήματα ως προς την αντίληψη και τον ορισμό της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η κριτική που ασκείται σε αρχές και ιδέες κάποιων φιλοσόφων, που αποκαλύπτουν τις αγωνιώδεις προσπάθειές τους να εφεύρουν και να προτείνουν τρόπους, προκειμένου να εξαπατηθούν οι πολίτες και να πειστούν ή και να υποχρεωθούν ακόμη, με συγκεκριμένες απειλές και τιμωρίες, έτσι ώστε να παραιτούνται από την προσωπική τους ελευθερία και διαφορετικότητα της σκέψης ή της βούλησης και να ακολουθούν μια άλλη λογική, εκείνη του πολιτικού τους ηγεμόνα.
Το επικίνδυνο είναι ότι η ιδεολογική βάση του διαφωτισμού χρησιμοποιείται και σήμερα σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, για να στοιχειοθετείται πάνω σε αυτήν, η επικράτηση του «κοινού καλού» και η απαίτηση από τον πολίτη να αρνηθεί το δικό του προσωπικό καλό και να το ακολουθήσει.
Ταυτόχρονα, λόγω της ταχύτητας που τρέχει η κοινωνία της πληροφορίας, συντομεύει το διάστημα, εντός του οποίου αποκαλύπτονται τα πάντα και, φυσικά, όλα όσα σχετίζονται με το υποσχόμενο στους ευρωπαίους πολίτες «κοινό καλό», από τους σύγχρονους διαφωτιστές ευρωπαίους πολιτικούς ηγεμόνες.
Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
Πηγή: Ακτίνες