Νίκος Καρούζος: «Μὴν μὲ διαβάζετε ὅταν ἔχετε δίκιο»
«Ἄης Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία/ βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι/ – Βασίλη μ’ πούθε ἔρχεσαι καὶ πούθε κατεβαίνεις;/ Ἀπὸ τὴ μάνα μ’ ἔρχουμε καὶ στὸ σχολειὸ πηγαίνω/ πάω νὰ μάθω γράμματα, νὰ πῶ τὴν ἀλφαβῆτα…»
Καὶ «ζωγραφίζει» ὁ θεσπέσιος Παπαδιαμάντης: «Τὸ ᾆσμα τοῦτο μᾶς φαίνεται θαυμάσιον ἐν τὴ ἀφελεία αὐτοῦ. Ἡ ἔμφυτος φιλομάθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐν μέσῳ τοσούτων διωγμῶν καὶ θλίψεων ἐπιζήσασα, μετεχειρίσθη τὴν ἐπὶ παιδείαν φήμην τοῦ ἑλληνικωτάτου Ἁγίου, ὡς προτροπὴν πρὸς τοὺς νέους πρὸς τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν οὕτω δὲ καὶ μετὰ πολλοὺς αἰῶνας, ὁ μέγας της Καισαρείας φωστήρ, παρίσταται οἰονεῖ συγγράφων δευτέραν πρὸς νέους παραίνεσιν». (Ἀπάντα, τόμ. Ε’ ἔκδ. Γιοβάνης, σέλ. 330).
Ὁ στὸν ὑπερθετικὸ βαθμὸ Ἕλληνας, ἑλληνικότατος Μέγας Βασίλειος, δίδασκε, ἐν μέσῳ διωγμῶν καὶ θλίψεων, τοὺς νέους του αἰχμάλωτου Γένους. Ὅταν ὅμως «…λευτερωθήκαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ σκλαβωθήκαμε εἰς ἀνθρώπους κακορίζικους ὅπου ἦταν (σ.σ. καὶ εἶναι) ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης» (Μακρυγιάννης), διώξαμε τὸν ἅγιο ἀπὸ τὶς σχολικὲς αἴθουσες καὶ παρουσιάζουμε ἐνώπιον τῶν παιδιῶν τὸ.... παρδαλὸ ξωτικὸ τῆς κοκακόλας.
Λοιπόν. Θέλουμε, ὁραματιζόμαστε μίαν πατρίδα χωρὶς τὰ λέπια τῆς ἀσημαντοκρατίας, τῆς τιποτολογίας καὶ τιποτοπραξίας, μὲ ταυτότητα, καὶ ὄχι πολυπολιτισμικὸ ἀπολειφάδι. Ἡ λύση, ἀφοῦ ὀρνιθοειδῶς παρακολουθοῦμε τὴν διαπόμπευσή της καὶ δὲν ἐγειρόμαστε, εἶναι μία: ὅσοι Ἐπίσκοποι ἢ ἱερεῖς ἀκολουθοῦν τὸν κανόνα τῆς ἁγίας ἠμῶν πίστεως καὶ τῶν χριστοπρεπῶν ἠθῶν μας, νὰ ὀργανώσουν στὶς ἐνορίες, στὶς μητροπόλεις τους «Κρυφὰ Σχολειά». Τὰ ὀνομάζω «Κρυφὰ» γιὰ τὴν εὐνόητη παραπομπὴ στὴν ἐποχὴ ποὺ τὰ κατόρθωσε. Ζοῦμε σὲ καθεστὼς δουλείας καὶ …ἐθελοδουλίας.
Καὶ ἐφ’ ὅσον τώρα δὲν ὑπάρχουν «Κολοκοτρωναίοι», «ἱκανοὶ νὰ τὴν ἀποβάλουν μὲ σκέτο σαπουνόνερο» (Ἐλύτης), τὴν ὕπουλη αὐτὴ σκλαβιὰ – λόγω δειλίας καὶ τηλεκχαυνώσεως , ἡ μόνη ἀπαντοχὴ μᾶς εἶναι ἡ καθ’ ἠμᾶς Παιδεία. Δέκα χρόνια ἂν διδαχθοῦν ἀρκετὲς χιλιάδες Ἑλληνάκια «τὰ γράμματα ποὺ διαβάζουνε οἱ ἀγράμματοι καὶ ἁγιάζουνε», (καὶ πάλι ὁ τροπαιοφόρος νομπελίστας Ὀδυσσέας Ἐλύτης), ἡ πατρίδα θὰ σωθεῖ. Θὰ ἀναστηθεῖ μία γενιά, ποὺ θὰ ρέει στὸ αἷμα τῆς τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον, τὰ πνευματικὰ ἀντισώματα τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ἡρῴων, τῶν σοφῶν της ἀρχαιότητας. Ὁ ποιητής, ὁ λησμονημένος Κάλβος, ὁ διδάχος ποὺ καὶ σήμερα διδάσκει τὴν ὑπερηφάνεια, μᾶς κανοναρχεῖ: «Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι/βαρύ του φόβου αἰσθάνονται/Ζυγὸν δουλείαν ἂς ἔχωσι/Θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην/Ἡ ἐλευθερία» («Εἰς Σάμον»).
Καὶ ἄς μου συγχωρεθεῖ ἡ λεκτικὴ ἀκροβασία: Ἐδῶ ποὺ φτάσαμε θέλει μπόλικη τρέλλα, τρέλλα ρωμαίικη, Κολοκοτρωναίικη.
«Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἐμεῖς ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν ἐκάναμε τὴν Ἐπανάσταση», μᾶς ὁρμηνεύει ὁ γερὸ-καπετάνιος.
«Νοικοκυριοὶ καὶ φρόνιμοι
Δὲν ζοῦν στὸν Ψηλορείτη
Οἱ κουζουλοὶ τὴν κάνανε
Ἀθάνατη τὴν Κρήτη»,
διαλαλεῖ καὶ ἡ κρητικὴ λεβεντομαντινάδα.
Μονολογοῦσε, περίλυπος καὶ καταντροπιασμένος, ὁ Νικόλαος Ἰβανώφ, ἀρχιστράτηγος τῶν Βουλγάρων στὴν μάχη τοῦ Κιλκίς, μετὰ τὴν συντριβή του ἀπὸ τοὺς ἀθάνατους Κιλκισιομάχους: «Ὅλα τὰ εἶχα προβλέψει, τὰ εἶχα σκεφτεῖ ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τρέλλα τῶν Ἑλλήνων». Καὶ ὁ ἅγιος Γέροντάς μας, Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Γιὰ νὰ κάνει κανεὶς προκοπή, πρέπει νὰ ἔχει παλαβὴ φλέβα, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Ἀνάλογα πῶς θὰ ἀξιοποιήσει τὴν παλαβὴ φλέβα θὰ γίνει ἢ ἅγιος ἢ ἥρωας. Ἂν ὅμως δὲν βοηθηθεῖ καὶ παρασυρθεῖ, μπορεῖ νὰ γίνει ἐγκληματίας. Ἕνας ποὺ δὲν ἔχει παλαβὴ φλέβα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οὔτε ἅγιος οὔτε ἥρωας. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ πάρει μπρὸς μέσα μας ἡ μηχανή, νὰ δουλέψει ἡ καρδιά, ἡ παλληκαριά. Ἡ καρδιὰ πρέπει νὰ παλαβώσει». («Λόγοι Β’», ἔκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον « Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή, 1999, σέλ. 214).
Αυτή ἡ τρέλλα δὲν εἶναι τὸ μεθύσι «μὲ τ’ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα» τῆς γενιᾶς τοῦ ’40; Αὐτὴ τὴν τρέλλα δὲν ζοῦσαν καὶ οἱ ἀετοὶ τῆς ΕΟΚΑ, ποῦ κατεξεφτέλισαν τὴν ἀγγλοτουρκικὴ κτηνωδία;
Πολύ μᾶς κούρασε ἡ «φρονιμάδα», ἡ «ἄψογος στάσις» καὶ ἡ «εὐγενὴς» ἀφωνία τῶν Ποιμεναρχῶν στὶς διεφθαρμένες κομματικὲς συμμορίες, ποὺ μᾶς ἐξανδραποδίζουν. (Ἑξαιρῶ τοὺς χρυσοστομικοὺ ἤθους, Ἱεράρχες, – Πειραιῶς, Μεσολογγίου, Κυθήρων καὶ τινῶν ἐλαχίστων ἀκόμη, ποὺ ξεχνῶ τὰ ὀνόματά τους).
Ὁ σεβαστὸς καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Γ. Κρουσταλάκης, σὲ μία ὁμιλία του, τὸ 2000, στὴν Ράχη Πιερίας, στὰ θαυμάσια «Πάτρια», ὁμιλώντας γιὰ τὴν «παιδαγωγικὴ τῶν διδαχῶν τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ», ἀνέφερε τὰ ἑξῆς σπουδαία: «Θυμᾶμαι τὸν ἅγιο Γέροντα Πορφύριο. Τοῦ λέγαμε: «Παππούλη, πῶς θὰ διδάσκουμε στὸ πανεπιστήμιο; Πρέπει νὰ θεολογοῦμε; Τί νὰ λέμε; Τί νὰ κάνουμε; Καὶ ἔλεγε ἐκεῖνος: «Κοινωνᾶτε τὴν Κυριακή; Ε, τότε δὲν χρειάζονται λόγια. Μεταφέρετε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ στὸ ἀμφιθέατρο, στοὺς μαθητές σας». Εἶναι κάτι πολὺ σημαντικό, πού μου φέρνει στὸ νοῦ αὐτὴν τὴν μεγάλη φυσιογνωμία τῆς Ὀρθοδοξίας μας, τὸν π. Ἐφραὶμ τὸν Κατουνακιώτη, ποῦ ὅταν τοῦ λέγαμε: «Γέροντα, πῶς θὰ μιλᾶμε στὰ παιδιά;» Καὶ ἔλεγε ἐκεῖνος: «Θέλεις νὰ μιλήσεις; Πιάσε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν Ἅγιο Νεκτάριο καὶ κουβάλα τὸν μέσα στὰ θρανία, μέσα στὴν αἴθουσα μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο νὰ διδάξεις. Διδάσκει ἐκεῖνος καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ἐσὺ τὰ παιδιά». (Πρακτικά, «ΙΓ’ Πάτρια», σέλ. 35, Ράχη Πιερίας).
«Κρυφὰ Σχολειὰ» στὶς ἐνορίες καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας, ὅσοι πιστοί, ὅσοι φιλότιμοι δάσκαλοι καὶ καθηγητὲς νὰ πιάσουμε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν Ἅγιο Βασίλειο, τὸν Μέγα, καὶ αὐτὸς θὰ διδάξει σὲ δασκάλους ποιὰ εἶναι ἡ βασιλικὴ ὁδὸς τῆς ὀρθῆς Παιδείας: «Δεῖ τὸν προεστώτα τοῦ λόγου τύπον προκείσθαι τοῖς πάσιν παντὸς καλοῦ, κατορθοῦντα πρότερον ἃ διδάσκει». Δηλαδή, «ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει, πρέπει νὰ εἶναι ὑπόδειγμα κάθε καλοῦ σὲ ὅλους καὶ νὰ ἐφαρμόζει πρῶτος αὐτὸς ἐκεῖνα ποὺ διδάσκει» (Ἠθικά, ὅρος Ο’, ΒΕΠ 53,106).
Θὰ κλείσω μ’ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι πυξίδα μας, τὴν ἐποχὴ τούτη τὴν ἄστατη, ποὺ πολλὲς φορὲς τὸ ἔγραψα: «Ὅλα τὰ ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ Ἑλληνικοῦ, ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω».
Καὶ ὁ νοῶν νοείτω…
Καλὴ χρονιὰ καὶ εὐλογημένη….
ΠΗΓΗ: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2014/01/blog-post_2.html