του Αναστάσιου Μαρίνου
πρώην Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας
Παραθέτω αποσπάσματα από το βιβλίο του πρώην Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας κ. Αναστάσιου Μαρίνου “τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας”, έκδοση 2004. Η παράγραφος τιτλοφορείται, “η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης” [σελίδες 30-36].
“1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι η μία από τις δυο ελευθερίες που περιέχονται στην έννοια θρησκευτική ελευθερία. Εκδηλώνεται δε με πολλές και διάφορες μορφές οι οποίες δεν είναι δυνατόν πάντοτε να προβλεφθούν από το νομοθέτη, και τούτο διότι η θρησκεία επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή του ανθρώπου ώστε ο τρόπος ζωής του καθενός, που εκδηλώνεται με διάφορες μορφές, να καθορίζεται πολλές φορές από τις θρησκευτικές ή αθρησκευτικές πεποιθήσεις του. Από την άποψη αυτή δε, το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, επειδή ακριβώς συνάπτεται με τον τρόπο της καθημερινής ζωής του ατόμου είναι, σε τελική ανάλυση, δικαίωμα καθορισμού τρόπου ζωής, και είναι το πρώτο ατομικό δικαίωμα ο σεβασμός του οποίου αποτέλεσε αντικείμενο διεκδίκησης στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τα κυριότερα, αλλά όχι και τα μόνα, ειδικότερα δικαιώματα τα οποία περιέχει η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, είναι τα δικαιώματα: α) εκλογής θρησκείας ή αθείας ή αθρησκείας, β) μεταβολής θρησκείας, γ) μη αποκαλύψεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων, δ) διακηρύξεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων προφορικώς ή εγγράφως ακόμα και με τη διανομή φυλλαδίων, ε) του συνεταιρίζεσθαι για θρησκευτικούς σκοπούς, ζ) της θρησκευτικής εκπαίδευσης που εκδηλώνεται, κυρίως, με το δικαίωμα του γονέα να καθορίζει το θρήσκευμα του παιδιού του, η) τήρηση θρησκευτικού διαιτολογίου, θ) ίδρυση θρησκευτικών εκπαιδευτηρίων, ι) προσωπικής ελευθερίας ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ια) θρησκευτικής ισότητας. Ειδικότερη εκδήλωση της θρησκευτικής ισότητας είναι και το δικαίωμα του πολίτη να έχει ελεύθερη, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, δυνατότητα να καταλάβει δημόσιο αξίωμα, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, πλην της περιπτώσεως εκείνης κατά την οποία οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν πραγματικό κώλυμα ασκήσεως του δημοσίου αξιώματος, π.χ. ένας ιουδαίος δεν μπορεί να διορισθεί διδάσκαλος των θρησκευτικών σε ελληνικό δημόσιο σχολείο, όπου διδάσκεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, ιβ) να φέρει τα υπό της θρησκείας οριζόμενα εμβλήματα, ενδύματα, καπέλα κλπ., ιγ) να ενταφιάζεται σύμφωνα με τις αρχές της θρησκείας του, να ενταφιάζεσαι σύμφωνα με τις αρχές της θρησκείας σου, να διενεργείς έρανο ή λαχειοφόρο αγορά για θρησκευτικούς σκοπούς ή για σκοπούς που σου επιβάλλει η θρησκεία σου, π.χ. φιλανθρωπικούς, ιε) δικαίωμα να ενεργείς όπως σου επιβάλλει η θρησκευτική σου συνείδηση ή να απέχεις από ορισμένη ενέργεια, διότι την αποχή αυτή σου την επιβάλλει η θρησκευτική σου συνείδηση.
3. Όλες λοιπόν οι πιο πάνω ειδικότερες ελευθερίες αποτελούν περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης του ατόμου η οποία, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 13 πργφ 1 του Συντάγματος είναι απαραβίαστη. Ανακύπτει το ζήτημα τι σημαίνει ο όρος απαραβίαστη. Στην περίπτωση του άρθρου 31 πργφ. 1, ο συντακτικός νομοθέτης θέλει να προστατεύσει ένα αγαθό από κάθε μορφή επέμβασης εκ μέρους της κρατικής εξουσίας και, ειδικότερα, με το άρθρο 13 πργφ. 1 προστατεύει τη θρησκευτική συνείδηση και με το άρθρο 9 πργφ. 2 προστατεύει την ιδιωτική ζωή. Συνεπώς, κάθε μορφής πράξη ή παράλειψη της κρατικής εξουσίας η οποία περιορίζει, δυσχεραίνει και γενικότερα, προσβάλλει μια από τις πιο πάνω ειδικότερες ελευθερίες αποκρούεται από το συντακτικό νομοθέτη, όπως αποκρούει κάθε πράξη ή παράλειψη που προσβάλλει την ιδιωτική ζωή του ατόμου. Υπό την έννοια αυτή, με τον όρο απαραβίαστη, δηλούται ότι θεσπίζεται με το Σύνταγμα δημόσιο εξ υποκειμένου δίκαιο του ατόμου κατά της Πολιτείας, να σεβασθεί το περιεχόμενο της θρησκευτικής του συνείδησης αφ΄ ενός μεν με το να απέχει από κάθε ενέργεια η οποία θα προσέβαλλε, είτε αμέσως είτε εμμέσως, τη θρησκευτική του συνείδηση, αφ΄ ετέρου δε με το να επεμβαίνει προς περιφρούρηση αυτής, την οποία έτσι αναγνωρίζει, προστατεύει και εγγυάται. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, επειδή το περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης είναι ένα από τα στοιχεία της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής του ατόμου, που πρέπει να είναι και αυτή, κατά το άρθρο 9 πργφ 1 Συντάγματος, απαραβίαστη, κάθε προσβολή της θρησκευτικής συνείδησης είναι συγχρόνως και προσβολή της ιδιωτικής ζωής, και μάλιστα, του τομέα εκείνου που αποτελεί τον εσώτερο χώρο της και, αντιστοίχως, προσβολή της ιδιωτικής ζωής, όσο αφορά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου, αποτελεί παραβίαση και του άρθρου 13 του Συντάγματος. Η συνείδηση εξαναγκάζει τον άνθρωπο να σκέπτεται και, συνεπώς, η σκέψη είναι αποτέλεσμα λειτουργίας της συνείδησης του. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα: ποια σχέση υπάρχει μεταξύ της ελευθερίας της συνείδησης και της ελευθερίας της σκέψης; Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης ερμηνεύοντας το άρθρο 9 της Σύμβασης της Ρώμης δέχθηκε με την από 22-2-1994 απόφαση του επί της υποθέσεως Otto Preminger Indtitut c. Autriche τα εξής: “Η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 9 της Συμβάσεως αντιπροσωπεύει ένα από τα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και υπό τη θρησκευτική της διάσταση αποτελεί ένα από τα πλέον ζωτικά στοιχεία που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ταυτότητας των πιστών και της αντιλήψεως που αυτοί έχουν για τη ζωή”. Από τη σκέψη αυτή της αποφάσεως συνάγεται ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και η ελευθερία της θρησκείας γενικότερα, αποτελεί ειδική ελευθερία παράλληλη μεν αλλά σχετική προς την ελευθερία της σκέψης. Η ελευθερία της σκέψης δηλαδή, μπορεί να αναφέρεται είτε σε θρησκευτικά ζητήματα, οπότε ταυτίζεται με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, είτε και σε μη θρησκευτικά ζητήματα, οπότε κατοχυρώνεται από το άρθρο 9 της Σύμβασης αυτοτελώς ως ελευθερία της σκέψης”.
πηγή: http://exagorefsis.blogspot.com/
Τελευταία ανανέωση ( 26.11.09 )