Κατά καιρούς γίνονται διάφορες συζητήσεις καί άνταλλαγή άπόψεων γιά τόν λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας». Τήν άφορμή τήν δίνουν οι πολιτικοί, οι όποιοι με τόν τρόπο αυτόν θέλουν νά εφαρμόσουν τίς ιδεολογικές τους άρχές η άκόμη θέλουν νά δικαιολογήσουν τήν άβελτηρία τους σέ άλλα κοινωνικά καί πολιτικά ζητήματα, καί οι εκκλησιαστικοί παράγοντες άντιδρούν σπασμωδικά η άρνούνται κάθε σκέψη γιά περαιτέρω συζήτηση.
Στό παρελθόν άσχολήθηκα μέ τό θέμα αυτό κυρίως ώς έκπρόσωπος τής Διαρκούς Ίεράς Συνόδου, άλλά καί τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας, καί έγραψα διάφορα κείμενα η άπάντησα σέ ερωτήσεις μέ σκοπό τήν ενημέρωση όσων ένδιαφέρονται γιά τό θέμα.
Φυσικά, έχουν γραφή άξιόλογα έπιστημονικά κείμενα γύρω άπό τό θέμα αυτό, μέ ισχυρή νομική καί θεολογική βιβλιογραφία, άλλά μέ τά οσα άκολουθήσουν θά ηθελα νά κωδικοποιήσω μερικές άπόψεις μου μέ τρόπο απλό καί κατανοητό, άποφεύγονας νομικούς ορους καί επιστημονική άνάλυση.
1. «Κράτος καί Εκκλησία»
Όταν γίνεται λόγος γιά «χωρισμό Κράτους καί Εκκλησίας», πολλοί εννοούν δύο θεσμούς πού είναι μεταξύ τους ενωμένοι καί πρέπει νά χωρίσουν. Θά πρέπει νά δούμε ποιοί είναι αύτοί οι θεσμοί γιά τούς όποίους επιδιώκεται ό χωρισμός.
Όταν λέμε Κράτος-Πολιτεία, εννοούμε ολη τήν συντεταγμένη Πολιτεία μέ τά όργανά της, εννοούμε τούς πολίτες μιάς χώρας μαζί μέ τούς εκλεγμένους άρχοντες, άλλά καί τούς νόμους επί τή βάσει των όποίων λειτουργεί ή Πολιτεία αύτή. Καί οταν λέμε Εκκλησία, εννοούμε ολα τά μέλη της πού είναι βαπτισμένα καί κατά ποικίλους τρόπους καί βαθμούς ζούν μέσα στήν Εκκλησία, καθώς επίσης καί τά όργανά της, ητοι τήν Ίερά Σύνοδο, τίς Μητροπόλεις, τίς Ενορίες, τίς Μονές, πού έχουν ρυθμισθή νά λειτουργούν σύμφωνα μέ τό κανονικό καί εκκλησιαστικό δίκαιο.
Έχοντες αυτά ύπ’ οψη, τουλάχιστον ώς πρός την Εκκλησία που πρέπει, κατά την γνώμη μερικών, νά χωρίση άπό τό Κράτος, εννοούνται τρεις πραγματικότητες. Ή μία είναι τά μέλη της, ή δεύτερη είναι ή παράδοση της καί ή τρίτη είναι ή διοίκηση της.
Τά μέλη τής Εκκλησίας προφανώς δέν μπορούν νά χωρίσουν άπό τό Κράτος, γιατί είναι ταυτοχρόνως πολίτες του συγκεκριμένου Κράτους, άκόμη καί σχεδόν ολοι οι πολιτικοί Ήγέτες είναι μέλη της μέ τό Βάπτισμα.
Ή παράδοση τής ελληνικής κοινωνίας που έχει εμποτισθη άπό την ’Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δύσκολο νά χωρισθη άπό τό Κράτος, άφού αυτη ή παράδοση έχει άποτυπωθη έν πολλοΐς καί στά ήθη καί έθιμα τών κατοίκων της Πολιτείας καί δέν μπορεί εύκολα ή Πολιτεία νά άποδεσμευθη άπό αυτην, διότι οι πολίτες επιθυμούν νά τηρούν αύτές τίς παραδόσεις που έχουν σχέση μέ τίς εορτές καί τόν τρόπο ζωης. Έτσι, οταν μερικοί μέ τόν λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας» εννοούν τόν χωρισμό μεταξυ Έθνους καί Πολιτείας, δηλαδη επιθυμούν την άποδόμηση τού πολιτισμού της Χώρας μας καί την πληρη έκδυτικοποίηση της, δείχνουν οτι τό πρόβλημα είναι βαθυτερο.
Οπότε, άπομένει νά εννοείται ώς χωρισμός της Εκκλησίας άπό τό Κράτος, ό χωρισμός τής διοίκησης τής Εκκλησίας άπό την διοίκηση του Κράτους. Αύτό εν πολλοίς ύπάρχει σημερα, άλλωστε γι’ αύτό γίνεται λόγος γιά «διακριτότητα τών ρόλων», άρκεί νά τηρούνται καλά τά νενομισμένα καί ίσως άκόμη χρειασθη νά γίνουν μερικές επί πλέον άλλαγές καί οριοθετήσεις γιά τήν καλύτερη λειτουργία τών σχέσεων μεταξυ τους.
2. Χωρισμός η άναθεώρηση-όριοθέτηση των σχέσεων;
Έπειδη στίς συζητησεις γιά τό θέμα αύτό γίνεται λόγος γιά χωρισμό μεταξυ Εκκλησίας καί Πολιτείας, πρέπει νά σημειωθη οτι ή φράση «χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας» είναι άδόκιμος, ενώ πιό δόκιμος ορος είναι ή φράση «όριοθέτηση των σχέσεων μεταξυ εκκλησιαστικης καί κρατικης διοίκησης». Δέν πρόκειται γιά χωρισμό, άλλά γιά σχέσεις.
Η έννοια τού χωρισμού εννοείται μέ τόν άποχωρισμό καί αυτό ερμηνεύεται μέ την έννοια τού διαζυγίου, δηλαδη τελεία διακοπη τών σχέσεων. Συμφωνα μέ την άποψη αυτη, θά πρέπει τό Κράτος νά άποσπασθη άπό την σχέση του μέ την Εκκλησία ή ή Εκκλησία νά χωρισθη άπό τό Κράτος. Αυτό, ομως, δέν μπορεί νά γίνη, άπόλυτα καί διαλεκτικά, σέ μιά συντεταγμένη Πολιτεία.
Αυτό λεγεται από την άποψη οτι ούτως η άλλως η Εκκλησία ως ένας οργανισμός σε ένα Κράτος θά πρεπη νά εχη κάποια σχεση μαζί του, αφού δεν μπορεί νά είναι απολύτως ανεξάρτητη από αυτό. Τίποτε μέσα σέ ένα Κράτος δέν μπορεί νά είναι τελείως άνεξάρτητο, γιατί τότε αυτό θά ήταν ένα κράτος εν κράτει. Κάθε οργανισμός, ακόμη καί ένα σωματείο εχει μιά νομικη προσωπικότητα, δημοσίου η ιδιωτικού δικαίου, εχει κάποια σχεση με τό Κράτος.
Αυτη η σχεση κρατικής καί εκκλησιαστικής διοίκησης καθορίζεται με τόν Καταστατικό Χάρτη τής Εκκλησίας, που είναι νόμος τής Πολιτείας, οπως υφίσταται καί ο καταστατικός νόμος γιά την Εκκλησία τής Κρητης καί ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους. Οί Καταστατικοί αυτοί Χάρτες καθορίζουν την σχεση των Εκκλησιών, στίς οποίες αναφερονται, πρός την Πολιτεία.
Επανειλημμενως εχω γράψει οτι η λεξη «χωρισμός» -είτε απόλυτος είτε χαλαρός- είναι λάθος καί πρεπει τό γρηγορότερο νά αντικατασταθή. Καί αυτό γιατί η Εκκλησία δεν είναι μόνον η εκκλησιαστικη διοίκηση, η Πολιτεία δεν είναι μόνον η κρατικη διοίκηση, καί ο «χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας» δεν νοείται σε μιά δημοκρατικη Πολιτεία.
Με άλλα λόγια, η λεξη χωρισμός φερει στην μνημη μας τά διαζύγια του γάμου -τελικά η συναισθηματικά- με τά οποία διαλύονται οί σχεσεις μεταξύ τών συζυγων, με ολες τίς συνεπειες τους. Αυτό, ομως, δεν μπορεί νά εφαρμοσθή στό θεμα τής κρατικής καί τής εκκλησιαστικής διοίκησης. Σε κάθε ευνομούμενη Πολιτεία οποιοσδηποτε οργανισμός, σωματείο, κλπ., εχει κάποια σχεση με τό Κράτος, κανενας δεν είναι άσχετος καί ανεξάρτητος.
'Οπότε, οποιαδηποτε αλλαγη στό θεμα αυτό δεν θά ονομάζεται χωρισμός, αφου θά υπάρχη μιά σχεση, εστω καί χαλαρη. Άλλωστε, τό φαινόμενο του θρησκεύεσθαι η του μη θρησκεύεσθαι από τούς πολίτες πάντοτε θά ρυθμίζεται Συνταγματικά, κατά την άποψη εγκρίτων συνταγματολόγων. Δεν μπορεί ποτε η Εκκλησία η μιά θρησκευτικη Οργάνωση νά είναι κράτος εν κράτει.
Ακόμη καί τό Βατικανό, πού είναι ανεξάρτητο Κράτος, εχει σχεση με τό Ιταλικό Κράτος με τό κονκορδάτο (συμφωνία). Συγκεκριμενα, στό άρθρο 7 του Ιταλικού Συντάγματος του 1948 γίνεται λόγος γιά τό οτι «η Πολιτεία καί η Καθολικη Εκκλησία, καθεμία στόν δικό της χώρο, είναι ανεξάρτητες καί κυρίαρχες. Οί σχέσεις μεταξύ τους ρυθμίζονται από τίς συνθήκες του Λατε- ρανοΰ...». Επίσης στό άρθρο 137 του θεμελιώδους νόμου τής Βόννης του 1949 γράφεται ότι στην Γερμανία «οι θρησκευτικές κοινότητες παραμένουν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου».
Ακριβώς γι’ αυτόν τόν λόγο αισθάνομαι ικανοποίηση, έπειδή πολλοί ειδήμονες δέν κάνουν πλέον λόγο γιά «χωρισμό Εκκλησίας- Πολιτείας», άλλά γιά «όριοθέτηση τών σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας», τό καλύτερο δε είναι νά ονομάζεται «όριοθέτηση τών σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης». Άλλωστε, άκόμη καί στό Βυζάντιο δέν γινόταν λόγος γιά σχέσεις Εκκλησίας καί Πολιτείας, άλλά γιά σχέση καί διαφορά μεταξύ «Ίερωσύνης καί Βασιλείας», που άποδίδει καλύτερα τήν σχέση καί διαφορά μεταξύ έκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης.
3. Τό Σύνταγμα γιά την σχέση μεταξύ εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης
Άναφερόμενος στό άρθρο 3 τού Συντάγματος πρέπει νά σημειωθή οτι αυτό είναι σαφέστατο καί καθορίζει τίς σχέσεις μεταξύ έκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης. Όταν τό άρθρο αυτό ερμηνευθή μέ νηφαλιότητα, τότε θά διαπιστωθή οτι περιγράφει τήν διακριτότητα τών ρόλων μεταξύ έκκλησια- στικής καί κρατικής διοίκησης.
Άκόμη, όπως έχει γράψει ό Ευάγγελος Βενιζέλος, τό άρθρο 3 τού Συντάγματος, πού καθορίζει τό αυτοδιοίκητο τής Εκκλησίας, ουσιαστικά είναι «ενα άπό τά υποκείμενα τής θρησκευτικής έλευθερίας», τήν όποία καθορίζει τό Ι3ο άρθρο τού Συντάγματος, «καί όχι κάμψη τής θρησκευτικής έλευθερίας». Επομένως, βαρύνουσα άξία έχει τό άρθρο 13.
Καί έπειδή ζούμε σέ μιά έποχή στήν όποία γίνεται πολύς λόγος γιά τήν έλευθερία τού άνθρώπου καί έπειδή ή ’Ορθόδοξη Εκκλησία σέβεται τήν έλευθερία τού κάθε άνθρώπου -τών μελών της καί τών έκτός αυτής- γι’ αυτόν τόν λόγο οι όποιες νομοθετήσεις γίνουν έκ μέρους τής Πολιτείας, ώς πρός τόν σεβασμό τής έλευθερίας τών θρησκευτικών πεποιθήσεων ή καί τής έλευθερίας τού κάθε άνθρώπου-πολίτη (γάμος, άποτέφρωση, κηδεία κλπ.), μπορούν νά γίνουν μέ νόμους, βάσει τού άρθρου 13 τού Συντάγματος. Καί, φυσικά, αυτό είναι αρμοδιότητα τής Πολιτείας καί δέν μπορεί νά φέρη άντίρρηση όποιοσδήποτε Κληρικός σέ θέματα πού άφορούν τά «πιστεύω» καί τίς έλευθερίες κάθε πολίτη, διαφυλάσσοντας όμως τίς θεολογικές άρχές.
'Οπότε, δέν μπορούμε νά κάνουμε λόγο γιά χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας, άλλά γιά όριοθέτηση τών σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής καί κρατικής διοικησεως.
Καί αυτή ή αναθεώρηση η όριοθέτηση των σχέσων μεταξύ εκκλησία- στικης καί κρατικής διοίκησης πρέπει να γίνη, κατα τήν γνώμη μου, μονον σε δυο σημεία, ητοι στον Καταστατικό Χαρτη της Εκκλησίας της 'Ελλαδος καί στον Νόμο περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Αυτα τα δυο θέματα δημουργοΰν τήν εμπλοκή μεταξυ της εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης. Φυσικα αυτό αν γίνη για τήν Εκκλησία της Ελλαδος, θα πρέπει να γίνη καί για τήν Εκκλησία της Κρήτης καί για το 'Άγιον Όρος, τών όποίων οί σχέσεις μέ τήν Πολιτεία καθορίζονται μέ Καταστατικούς Χαρτες, που είναι νόμοι της Πολιτείας. Αυτό δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα, γιατί όπως θα τονισθη πιο κατω, αυτό το θέμα άφορα καί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το όποίο δέν μπορεί να παραμείνη έξω άπό τήν συζήτηση αυτή.
Παντως, αυτό πρέπει να γίνη μέσα άπό έναν ηρεμο καί είλικρινη διαλογο, χωρίς ίδεολογικές άντιπαλότητες για τό καλό καί της Εκκλησίας καί της Πολιτείας καί γενικα τοΰ λαοΰ, όπως θα γραφη πιο κατω.
4. Προσπάθειες για τόν «χωρισμό» η όριοθέτηση τών σχέσεων
'Ο λεγόμενος «χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας» χρησιμοποιείται πολλές φορές για διαφόρους λόγους, άλλα τελικα όσες φορές χρειασθηκε να προχωρήση, κατι έγινε καί άποσοβήθηκε. Νομίζω, λοιπόν, οτι ύπαρχουν υποσχέσεις καί προγραμματα τών Κομματων για τόν «χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας», άλλα ούτε καθορίζεται τί σημαίνει χωρισμός, κι αν μπορεί να γίνη νομικα σέ ένα ευνομουμενο Κρατος, ούτε ύπαρχει πολιτική βούληση για ένα τέτοιο έργο. Ή ίστορία τοΰ θέματος αυτοΰ τό άποδεικνυει περίτρανα.
Είναι χαρακτηριστικό οτι τό έτος 1987-88 συγκροτήθηκε μια Μικτή Επιτροπή άπό μέλη της Εκκλησίας καί της Πολιτείας για να μελετήση τίς σχέσεις μεταξυ τών δυο αυτών «θεσμών», ή όποία Επιτροπή, ύστερα άπό πολλές (36) πολύωρες Συνεδριασεις, κατήρτισε ένα «προσχέδιο συμφωνίας Πολιτείας καί Εκκλησίας», καθώς επίσης κατήρτισε ένα «προσχέδιο Νόμου περί τοΰ Καταστατικοΰ Χαρτου της Εκκλησίας της Ελλαδος», στο όποίο καθορίστηκαν οί σχέσεις μεταξυ εκκλησιαστικης καί κρατικης διοίκησης, για τό καλό καί τών δυο αυτών «θεσμών» της Χώρας μας.
Μεταξυ τών προτασεων ήταν να καταρτισθη νέος Καταστατικός Χαρτης που να έχη λίγα αρθρα καί πολλές εξουσιοδοτήσεις κανονιστικοΰ περιεχομένου καί να χαρακτηρισθη ή Εκκλησία καί ολοι οί οργανισμοί της ώς Νομικα Πρόσωπα Είδικοΰ Χαρακτήρα (Έκκλησιαστικα Νομικα Πρόσωπα) καί συγχρόνως να ρυθμισθοΰν ολα τα αλλα θέματα, τα όποία απτονται τών σχέσεων μεταξύ της κρατικής καί τής εκκλησιαστικής διοίκησης για τό καλό τής κοινωνίας καί του λαού.
Αίσθάνθηκα δέ βαθειά έκπληξη, όταν πρίν άπό χρόνια διάβασα τα κείμενα αυτά, καί πολλές φορές διερωτήθηκα: Γιατί δέν ετέθησαν αυτά τά προσχέδια τότε σέ εφαρμογή καί δέν έγιναν νόμοι του Κράτους, άφού είχαν τήν σύμφωνη γνώμη τής Εκκλησίας καί τής Πολιτείας καί είχαν ευεργετικές διατάξεις γιά τόν τρόπο τής συνεργασίας μεταξύ τους;
Θεωρώ ότι, αν τότε γινόταν αυτό, τά πράγματα θά οδηγούνταν σέ έναν καλό δρόμο καί θά άποφεύγαμε όλο αύτό τό διάστημα τίς άτέρμονες καί ζημιογόνες συζητήσεις γιά τόν λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας».
Βέβαια, γνωρίζω ότι υπήρξαν διάφοροι άνασχετικοί παράγοντες πού συνετέλεσαν στό νά μήν εφαρμοσθή αύτή ή κατ’ άρχήν συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας, μεταξύ τών οποίων συγκαταλέγονται τό λεγόμενο πολιτικό κόστος, λόγψ τών επικείμενων τότε εκλογών, ο ενδεχόμενος φόβος τής Πολιτείας γιά μιά Εκκλησία πού θά ήταν πιό ελεύθερη καί άπαλλαγμένη άπό τόν άσφυκτικό έλεγχό της, ή στάση πού θά τηρούσαν τά αλλα θρησκεύματα κλπ. Αλλά οι ίδιοι αύτοί παράγοντες ίσχύουν καί σήμερα καί δέν γνωρίζω πώς μπορούν νά ξεπερασθούν.
Πάντως, ή δυσπραγία αύτή γίνεται φανερή άπό έναν σημαντικό λόγο. Νομίζω ότι ή Πολιτεία δέν θά ήθελε ποτέ μιά άνεξέλεγκτη καί ελεύθερη Εκκλησία, γιατί δέν γνωρίζει πού θά μπορούσε νά οδηγήση αύτή ή ελευθερία, μέ τήν διατάραξη τής ένότητος τού κοινωνικού ιστού, άφού ενδεχομένως θά μπορούσε νά εύνοήση τήν «ελευθερία» μερικών Μητροπολιτών ή τήν άνταρσία μερικών Πρεσβυτέρων καί μοναχών.
Άλλωστε, όπως έχει παρατηρηθή, ο χαρακτηρισμός τής Εκκλησίας τής Ελλάδος μέ όλες τίς επί μέρους κοινότητες ώς Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου έγινε ώστε τό Κράτος νά ελέγχη τήν Εκκλησία, όπως επιβεβαιώνει ή πικρή εμπειρία τόσων χρόνων.
5. Θέματα πού κακώς τίθενται γιά τόν «χωρισμό»
Προηγουμένως, άνέφερα ότι κατά τήν γνώμη μου ή ενδεχόμενη σαφέστερη οριοθέτηση μεταξύ τής εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης πρέπει νά γίνη μόνον σέ δύο σημεία, ήτοι στήν κατάρτιση νέου Καταστατικού Χάρτου πού νά έχη μερικά βασικά αρθρα πού νά καθορίζουν τήν νομική προσωπικότητα τής Εκκλησίας καί νά δίνη πολλές εξουσιοδοτήσεις στήν
Εκκλησία για την διοίκηση της, σύμφωνα με τό Κανονικό της δίκαιο, καί στόν Νόμο περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων.
Όμως, κάθε φορά που γίνεται λόγος για τόν «χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας» που ούτως η άλλως είναι άδόκιμος όρος, όπως προαναφερθηκε, τίθενται διάφορα ζητήματα, όπως ή μισθοδοσία του κλήρου, τό μάθημα τών θρησκευτικών στά Σχολεία, ή επιλογή τών πολιτών σε διάφορα προσωπικά ζητήματα, ητοι ό πολιτικός γάμος, ή πολιτική κηδεία, ή άποτεφρωση τών σωμάτων, οι εθνικές εορτές κλπ.
Θεωρώ ότι όλα αυτά τά θέματα δεν μπορούν νά τεθούν στήν συζήτηση γιά τήν όριοθετηση τών σχεσεων μεταξυ τής εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης, γιά τους εξής άπλους λόγους.
Ή μισθοδοσία τών Κληρικών γίνεται ύστερα άπό τίς κατά καιρούς συμβάσεις που ύπογράφηκαν μεταξυ τής Εκκλησίας καί τής Πολιτείας, με τίς όποίες συμβάσεις παραχωρήθηκαν σταδιακά τά 96% τής εκκλησιαστικής περιουσίας προκειμενου νά μισθοδοτούνται οι Κληρικοί, παντός βαθμού, άκόμη καί γιά τήν καλή λειτουργία τής εκκλησιαστικής καί γενικής εκπαίδευσης, συμφωνα με συντριπτικά στοιχεία τά όποία εφερε στό φώς ό Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος. Τό Κράτος είναι ύποχρεωμενο νά εφαρμόζη τίς Συμβάσεις που αύτό ύπεγραψε.
’Εάν, όμως, παρ’ ελπίδα ή Πολιτεία θελήση νά διακόψη τήν μισθοδοσία τών Κληρικών, τότε θά πρεπει νά καταργηθούν όλες οι συμβάσεις με τίς όποίες τό Κράτος άπαλλοτρίωσε τήν περιουσία τής Εκκλησίας, με σκοπό νά μισθοδοτή τους Κληρικους, καί νά επιστραφούν οι περιουσίες αύτες στήν Εκκλησία η νά άποτιμηθή ή άξία τους με τά σημερινά δεδομενα καί νά δοθούν τά χρηματικά ποσά στήν Εκκλησία γιά τήν μισθοδοσία τού Κλήρου.
Πρεπει, όπωσδήποτε νά εξετασθή αύτή ή σημαντική παράμετρος τού θεματος, γιατί, άν δεν λυθή, τότε τό Κράτος θά είναι άσυνεπες καί όπωσδήποτε ύπευθυνο γιά τήν κατάσταση στήν όποία θά περιελθουν οι Κληρικοί με τίς οίκογενειες τους, με φοβερες συνεπειες γιά τήν ίδια τήν Πολιτεία, δεδομενου ότι οι Κληρικοί με τό ποιμαντικό καί πολιτιστικό τους εργο συντελούν στήν καλή λειτουργία τής κοινωνίας.
Τό μάθημα τών Θρησκευτικών είναι ύποχρεωση μιάς εύνομουμενης Πολιτείας, όπως γίνεται σε όλες τίς Χώρες τής Εύρώπης, άφού συμφωνα με τίς Εύρωπαϊκες συνθήκες, ή παιδεία προσφερεται στους μαθητες, άνάλογα με τίς θρησκευτικες καί φιλοσοφικες πεποιθήσεις τών γονεων τους, όπως τό καταγράφει ή Συμβαση τής Ρώμης. Ακόμη, ή ύπευθυνη Πολιτεία είναι ύποχρεωμενη, συμφωνα με άποφάσεις τού Εύρωπαϊκού Κοινοβουλίου, νά προστατευση την ψυχική υγεία των Πολιτών της, άπό εγκληματικές θρησκευτικές σέκτες, παραθρησκευτικές ομάδες μέ τίς καταστροφικές λατρείες τους, που στρέφονται έναντίον τής άκεραιότητος καί αυτών τών ιδίων τών Πολιτών της.
Ή επιλογή τών Πολιτών σέ διάφορα έπί μέρους θέματα, όπως τόν γάμο, τήν κηδεία, τήν άποτέφρωση τών σωμάτων κλπ. είναι βασικά αρμοδιότητες τής Πολιτείας νά τά ρυθμίζη μέ βάση τό 13ο άρθρο του Συντάγματος, τό οποίο υπέρκειται του 3 άρθρου του Συντάγματος. Φυσικά, ή Εκκλησία δέν μπορεί νά συνευδοκήση σέ πράξεις που είναι άντίθετες μέ τήν δογματική διδασκαλία της, άλλά αυτό άφορά μόνον τά μέλη της καί βεβαίως καί αυτά τά μέλη της έχουν τήν δυνατότητα τών έπιλογών τους, μέ όλες τίς συνέπειες που προέρχονται άπό τίς έπιλογές αυτές.
'Ο εορτασμός τών εθνικών επετείων δέν έμπλέκεται στά θέματα τών σχέσεων Εκκλησίας καί Πολιτείας που πρέπει νά τεθουν στήν διαπραγμάτευση του λεγομένου χωρισμού. Τά έθνικά γεγονότα άνταποκρίνονται στήν κοινή προσπάθεια ολου του έλληνικοΰ λαου, που θρησκεύει καί έκκλησιάζεται, καθώς έπίσης άποτελουν φανέρωση τής ένότητος καί τής ομοψυχίας του λαου καί τών πολιτικών καί θρησκευτικών ήγετών του. Επομένως, ο έορτασμός τών έθνικών έπετείων δείχνει τήν ένότητα του έθνους μας καί οτι ή ’Ορθόδοξη Εκκλησία έπαιξε σημαντικό ρόλο γι' αυτήν τήν ένότητα.
Απόδειξη αυτου του γεγονότος είναι οτι οι Έλληνες-Ρωμηοί σέ οποιοδήποτε μέρος τής γής κι άν βρίσκονται έορτάζουν τίς έθνικές έπετείους μέ έκκλησιαστικές καί πολιτικές έκδηλώσεις, χωρίς οι έλληνικές κοινότητες του έξωτερικου νά είναι ταυτισμένες μέ τό Κράτος στό οποίο ευρίσκονται.
Επομένως, ο έορτασμός τών έθνικών έπετείων δέν υπάγεται στόν λεγόμενο χωρισμό ή στόν τρόπο σχέσεως μέ τήν Εκκλησία, γιατί αυτό είναι έθνικό θέμα καί κανείς δέν μπορεί νά διανοηθή νά χωρίση τό Έθνος άπό τήν Εκκλησία. Καί άν τό θελήση, δέν θά μπορέση νά τό πραγματοποιήση, γιατί ολος ο ρωμαίϊκος-έλληνικός πολιτισμός είναι έμποτισμένος άπό τήν Ορθόδοξη Εκκλησία καί τήν λατρεία της, συμφωνα άλλωστε μέ τήν βασική άρχή, οπως τήν έξέφρασε ο Max Weber, οτι ή θρησκεία ένός λαου είναι τό κέντρο καί ή βάση του πολιτισμου του.
Φυσικά, μπορεί νά βρεθή ένας ιδιαίτερος τρόπος, κατάλληλος πρός τόν έορτασμό, που νά άνταποκρίνεται στήν συγχρονη πραγματικότητα, άλλά δέν μπορεί νά προσβληθή ή ιστορική μνήμη καί ή παράδοση τών πρωτεργατών τών έθνικών έπετείων, γιατί αυτό θά άποτελουσε ισχυρή ένδειξη τής άναδομήσεως του πολιτισμού μας, καί αυτό θά συνεπάγετο άπώλεια της εθνικής μνήμης.
’Άλλα ζητήματα που άναφέρονται στην καταγραφή των θρησκευτικών δεδομένων σε επίσημα κρατικά έγγραφα μπορούν νά ρυθμισθοΰν με έναν σοβαρό καί υπεύθυνο διάλογο μεταξύ τών ’Οργάνων τής Πολιτείας καί τής Ίερας Συνόδου καί τών Οργάνων της. Πράγματι εμείς οι Κληρικοί δέν μπορούμε νά άσκοΰμε κρατική διοίκηση.
Επίσης, χρειάζεται καί ειδική συζήτηση γιά τήν νομική προσωπικότητα των εκκλησιαστικών νομικών Προσώπων, αν θά είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ή Νομικά Πρόσωπα Είδικοΰ-Έκκλησιαστικοΰ Χαρακτήρα. Είναι ένα θέμα πού χρήζει ιδιαίτερης συζήτησης, άφοΰ ληφθή υπ’ όψη ή Ευρωπαϊκή πρακτική.
Επόμενο, όμως, είναι ότι θά πρέπει νά ρυθμισθοΰν άνάλογα καί οι σχεσεις της Ελληνικής Πολιτείας με τους Μουσουλμάνους τής Θράκης καί νά μελετηθή τό θέμα αυτό σέ σχέση μέ τήν συνθήκη τής Λωζάνης, σύμφωνα μέ τήν οποία οι θρησκευτικοί άρχηγοί (Μουφτής) θεωροΰνται ώς «δημόσιοι λειτουργοί». Ακόμη αυτό πρέπει νά γίνη καί μέ τίς ’Ισραηλιτικες Κοινότητες πού είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Καί αυτό είναι άπαραίτητο νά γίνη, γιατί δέν είναι ορθό νά υποβιβασθή ή Εκκλησία τής Ελλάδος, χωρίς νά εξετασθοΰν οι σχέσεις τής Ελληνικής Πολιτείας μέ τίς Μουφτείες καί τίς Ίσραηλιτικές Κοινότητες, γιατί θά προκαλέση σοβαρά προβλήματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι ή νομική προσωπικότητα πρέπει νά εξετασθή μέ τήν άρχή τής ίσονομίας πού επικρατεί σέ μιά ευνομούμενη Πολιτεία, πού είναι βασική συνταγματική επιταγή.
6. Οι σχεσεις τής Ελληνικής Πολιτείας με τό Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κάνοντας λόγο γιά άναθεώρηση-οριοθέτηση τών σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης πρέπει, οπωσδήποτε, νά γίνη συζήτηση μεταξύ τής Ελληνικής Πολιτείας καί τοΰ Οίκουμενικοΰ Πατριαρχείου, διότι πρέπει νά παραμείνουν σέ ίσχύ ο Συνοδικός καί Πατριαρχικός Τόμος τοΰ 1850 καί ή Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοΰ 1928, όπως επίσης καί οι κανονικές σχέσεις τοΰ Οίκουμενικοΰ Πατριαρχείου μέ τό 'Άγιον Ορος, τά Δωδεκάνησα καί τήν Εκκλησία τής Κρήτης. Δέν είναι δυνατόν νά γίνονται μονομερείς άναθεωρήσεις.
Κατ’ αρχήν θέλω νά τονίσω οτι δεν θεωρώ οτι ή Ελληνική Πολιτεία πρέπει νά προχωρήση σέ συζήτηση γιά αναθεώρηση τών σχέσεών της μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, γιατί αυτό θά είναι «έγκλημα» έναντίον του Ελληνισμού γενικότερα. Αλλά τό χρησιμοποιώ μόνον ώς έπιχείρημα, άπό τήν άποψη οτι δέν είναι εύκολο νά ζητά ή Ελληνική Πολιτεία τήν άναθεώρηση τών σχέσεών της μέ τήν Εκκλησία τής Ελλάδος καί νά μή συζητά τό θέμα αυτό μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, στό οποίο υπάγονται κανονικά καί πνευματικά πολλές Μητροπόλεις που εύρίσκονται στό Ελληνικό Κράτος.
Γενικά, νομίζω οτι δέν είναι δυνατόν νά άναθεωρηθουν καί νά ύποβιβασθουν οι σχέσεις του Κράτους μέ τήν Εκκλησία τής Ελλάδος καί νά άγνοήται τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, άφου σέ αυτό άνήκουν κανονικώς καί πνευματικώς οι Μητροπόλεις τών λεγομένων «Νέων Χωρών», που χαρακτηρίζονται ώς Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου έν 'Ελλάδι καί συναπο- τελουν μαζί μέ τήν Αύτοκέφαλη Εκκλησία τής Ελλάδος τήν Εκκλησία τής Ελλάδος.
Έπειτα, στό Οικουμενικό Πατριαρχείο άνήκουν κανονικά, πνευματικά καί διοικητικά τό 'Άγιον Όρος καί οι Μητροπόλεις τής Δωδεκανήσου καί σέ αύτό ύπάγεται κανονικώς ή ήμιαυτόνομη Εκκλησία τής Κρήτης. Καί είναι γνωστόν οτι οι σχέσεις τής Ελληνικής Πολιτείας μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι σχέσεις ομοταξίας καί καθορίζονται άπό τό Σύνταγμα τής Ελλάδος.
Καί τό έρώτημα που τίθεται είναι έάν είναι εύκολη ή άναθεώρηση τών σχέσεων τής Ελληνικής Πολιτείας μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Νομίζω ότι ούτε καν πρέπει νά γίνεται μια τέτοια συζήτηση. Αρκετά τό Οικουμενικό Πατριαρχείο αιμορράγησε άπό άστοχες ένέργειες τών διαφόρων πολιτικών ήγετών τής Ελλάδος.
Εν πάση περιπτώσει, έπειδή τό Οικουμενικό Πατριαρχείο άσκεί μιά «συνδιοίκηση» μέ τήν Εκκλησία τής Ελλάδος, λόγψ τών Μητροπόλεών του έν Ελλάδι, που έχουν παραχωρηθή «ύπό τυπον προσωρινότητος» στήν διοίκηση τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, διερωτώμαι πώς μπορεί νά γίνη οποιαδήποτε άναθεώρηση τής σχέσεως σέ βάρος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, χωρίς τήν σύμφωνη γνώμη του Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου; Νομίζω οτι τό Οικουμενικό Πατριαρχείο δέν θά παραμείνη άδρανές σέ τέτοιες ένέργειες.
Γι' αύτό, άν ή Κυβέρνηση θελήση νά άνοίξη μιά συζήτηση γιά τήν άναθεώρηση τών σχέσεων μεταξυ κρατικής καί έκκλησιαστικής διοίκησης, πρέπει νά άρχίση νά συζητά τό θέμα πρωτίστως μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο.
7. Βασικές αρχές
Ή συζήτηση μεταξύ τής Ίερας Συνόδου καί τής Κυβέρνησης για τήν ενδεχόμενη αναθεώρηση ή όριοθέτηση τής μεταξύ τους σχέσεως, θα πρέπει να γίνη μέ νηφαλιότητα, σεβασμό καί δικαιοσύνη. Κατα τήν γνώμη μου, ή συζήτηση πρέπει να γίνη μέσα άπό δυο σημαντικές αρχές.
Πρώτον, πρέπει να γίνη κατανοητό άπό όλους τους Κληρικούς ότι είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε τήν ελευθερία τών πολιτών, άκόμη καί τών μελών τής Εκκλησίας που έχουν τίς δικές τους άπόψεις για διάφορα ζητήματα που απτονται τής ζωής τους. Ή ορθόδοξη θεολογία παντοτε σεβασθηκε τήν ελευθερία καθε άνθρώπου, τήν όποία σέβεται καί αυτός ό ίδιος ό Θεός, άλλα διαφοροποιείται ή ποιμαντική άντιμετώπιση. Δηλαδή, τό έργο τής Εκκλησίας είναι να όμολογή τήν πίστη της καί να άσκή ποιμαντική.
Δεύτερον, πρέπει να γίνη σαφές ότι δέν επιτρέπεται να ελέγχεται καί να καθορίζεται άπό νόμους τής Πολιτείας ή εσωτερική δομή τής λειτουργίας τής Εκκλησίας. 'Οπότε, ό τρόπος διοικήσεως τής Εκκλησίας καί ό τρόπος άπονομής τής δικαιοσύνης τών Κληρικών είναι εσωτερική υπόθεση τής Εκκλησίας καί δέν πρέπει να ρυθμίζεται άπό κρατικές παρεμβασεις, όπως δυστυχώς γίνεται άπό διαφόρους λειτουργούς τής Δικαιοσύνης. Εννοείται, βέβαια, ότι καί ή νομοθετική εξουσία για κοινωνικα ζητήματα άνήκει στήν Πολιτεία, ή όποία είναι υποχρεωμένη να λαμβανη υπ’ όψη της τήν βούληση τού λαού καί τής Ίερας Συνόδου.
Στα δυο αυτα σημεία μπορεί να άρχίση ένας ουσιαστικός καί γόνιμος διαλογος, όταν οί συνθήκες τό άπαιτήσουν, σέ σχέση, βέβαια, μέ όσα προαναφέρθηκαν. Που σημαίνει, να μήν άναμειγνυεται ή κρατική διοίκηση μέσα στήν Εκκλησία ούτε ή εκκλησιαστική διοίκηση να εισέρχεται στίς αρμοδιότητες τής Πολιτείας.
Τό συμπέρασμα τών βασικών αυτών σκέψεων είναι ότι επειδή άσκώ εκκκλησιαστική διοίκηση ώς Μητροπολίτης περίπου είκοσιδυο (22) χρόνια έχω δαπιστώσει διαφορα τρωτα σημεία στίς σχέσεις μεταξυ τής εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης, στα όποία χρειαζονται διακριτικές άναθεωρήσεις καί άλλαγές.
Καθημερινα άντιμετωπίζω σοβαρα προβλήματα μέ τα όποία άλλοιώνεται τό εκκλησιαστικό πολίτευμα, ή, να τό πώ καλυτερα, ή διοίκηση τής Εκκλησίας είναι δέσμια τού Κρατους καί υπόκειται στήν κρατική εξουσία καί στα όργανα τής Πολιτείας. Δυστυχώς, έστω κι αν δέν γραφεται, εν τουτοις Ισχυει για τήν
Εκκλησία τό «νόμω κρατούσα Πολιτεία». Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν τά πολιτικά Διοικητικά Δικαστήρια σε κανονικά εκκλησιαστικά ζητήματα νά θεωρούνται καί νά ενεργούν ώς τριτοβάθμια διοικητικά όργανα, όπως επίσης δεν είναι δυνατόν ή Εκκλησία νά μή μπορή νά εφαρμόζη τό κανονικό της δίκαιο, γιατί δέχεται εξωτερικές πιέσεις άπό Κρατικές Υπηρεσίες.
Τελικά, θεωρώ ότι δεν πρέπει νά γίνεται λόγος γιά χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας, άλλά γιά σαφέστερη όριοθέτηση μεταξύ της εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης, ώστε ή Εκκλησία νά είναι ελεύθερη νά διοική τά κατ’ αυτήν, σύμφωνα μέ τό κανονικό της δίκαιο. Έτσι, μπορεί νά γίνουν μερικές άλλαγές γιά τό καλό τής Εκκλησίας, όπωσδήποτε σέ συνεργασία μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Όμως, αυτές οι άλλαγές νά γίνουν μέ σοβαρότητα, υπευθυνότητα καί όχι μέσα άπό ιδεολογικά συνθήματα, άφελή επιχειρήματα, εκθέσεις ιδεών καί εφηβικές εκρήξεις καί άπό τίς δυο πλευρές. Δέν είναι δυνατόν «νά κρυβουμε κάτω άπό τό χαλί» τίς σοβαρές άγκυλώσεις που παρατηρούνται στίς σχέσεις μεταξυ κρατικής καί εκκλησιαστικής διοίκησης.
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση, Ακτίνες