Πρόταση για τη ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας της ΕΕΔΑ
http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=429&Itemid=1
28.11.08
Πρόταση για τη ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας της
Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Νεοφύτου Βάμβα 6 (3ος όρ), 10674 Αθήνα, τηλ: 210 7233221-2; φαξ: 210 7233217;
e-mail: info@nchr.gr
website: www.nchr.gr
Πρόταση για τη ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας
Την Τετάρτη 19.10.2005, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη, δια του αναπληρωτή εκπροσώπου της στην ΕΕΔΑ κ. Γιάννη Κτιστάκι, έθεσε υπ’ όψιν της Επιτροπής ολοκληρωμένο νομοσχέδιο, συνοδευόμενο από αιτιολογική έκθεση, για τη ρύθμιση των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας, το οποίο συνέταξε ο ίδιος και ζήτησε την εγγραφή του ζητήματος στην ημερήσια διάταξη επόμενης Ολομέλειας της ΕΕΔΑ. Πράγματι, η Ολομέλεια, στην συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005 συζήτησε το θέμα και αποφάσισε να εγκρίνει επί της αρχής την πρόταση νόμου. Κατά την συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, η Ολομέλεια της ΕΕΔΑ επεξεργάστηκε την πρόταση νόμου κατ’ άρθρο, και την ενέκρινε κατά πλειοψηφία με μερικές αλλαγές.
Ακολουθεί η πρόταση νόμου με την αιτιολογική έκθεση, οι δε αλλαγές σημειώνονται μετά από τα άρθρα στα οποία αναφέρονται.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
«Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας».
Άρθρο 1
Θρησκευτική ελευθερία και ισότητα
1. Η θρησκευτική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να εκδηλώνει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ατομικά ή συλλογικά, δημόσια ή κατ’ ιδίαν, με τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές. Έχει επίσης το δικαίωμα να αποσιωπά τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και να τις μεταβάλλει ελεύθερα και χωρίς τύπους.
2. Το Κράτος διασφαλίζει την ακώλυτη άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας και σέβεται όλα τα θρησκεύματα. Οι θρησκευτικές ενώσεις και οι λειτουργοί τους έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η απόλαυση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.
Άρθρο 2
Θρησκευτικές ενώσεις
1. Οι αυτοτελείς θρησκευτικές κοινότητες αποκτούν νομική προσωπικότητα με εγγραφή σε ειδικό δημόσιο βιβλίο, που τηρείται στo Εφετείο Αθηνών. Η εγγραφή γίνεται με απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδίδεται με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ύστερα από αίτηση είκοσι (20) τουλάχιστον φυσικών προσώπων, στην οποία επισυνάπτεται η συστατική πράξη και το καταστατικό της ένωσης, υπογεγραμμένα από τους ιδρυτές.
2. Για την διάγνωση του θρησκευτικού χαρακτήρα και της αυτοτέλειας, λαμβάνονται ιδίως υπ’ όψη η διάρκεια και η ύπαρξη συγκροτημένου θρησκευτικού δόγματος, προσιτού σε κάθε ενδιαφερόμενο. Αποκλείεται η εγγραφή ενώσεων που διακηρύττουν ή ακολουθούν μισαλλόδοξες πρακτικές.
3. Η κατά την παράγραφο 1 αίτηση εγγραφής κοινοποιείται υποχρεωτικά στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος παρίσταται κατά την συζήτηση. Κατά της απόφασης του Εφετείου μπορούν να ασκήσουν αναίρεση οι αιτούντες και ο Εισαγγελεύς Εφετών, μέσα σε προθεσμία τριών(3) μηνών.
4. Οι θρησκευτικές ενώσεις αποφασίζουν ελεύθερα για την εσωτερική οργάνωσή τους. Το καταστατικό τους και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή του κατατίθενται στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών και είναι προσιτά στον καθένα. Ρυθμίσεις μη κατατεθειμένες ουδέποτε κατισχύουν των προσιτών. Οι σχετικές διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων των Αθηνών.
5. Οι χώροι λατρείας των θρησκευτικών ενώσεων είναι πράγματα εκτός συναλλαγής, με την έννοια του άρθρου 966 ΑΚ. Οι συναθροίσεις τους προστατεύονται κατ’ άρθρο 200 ΠΚ.
6. Με αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών, το Εφετείο Αθηνών μπορεί να διατάξει την διαγραφή θρησκευτικής ένωσης από το ειδικό δημόσιο βιβλίο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, είτε διότι εξέλιπαν οι προϋποθέσεις για την εγγραφή της, είτε διότι η ένωση δεν συμμορφώθηκε με την κατά την παράγραφο 4 του παρόντος υποχρέωσή της. Κατά της απόφασης του Εφετείου μπορούν να ασκήσουν αναίρεση η ένωση και ο Εισαγγελεύς Εφετών, μέσα σε προθεσμία τριών(3) μηνών.
7. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 3
Φορολογική μεταχείριση θρησκευτικών ενώσεων
1. Οι κάθε είδους δωρεές, εν ζωή ή αιτία θανάτου, καθώς και οι κληροδοσίες προς θρησκευτικές ενώσεις, απαλλάσσονται από κάθε φόρο.
2. Οι θρησκευτικές ενώσεις απαλλάσσονται από κάθε φόρο για τα εισοδήματα και τα κάθε είδους έσοδα που πραγματοποιούν κατά την επιδίωξη των θρησκευτικών σκοπών τους. Δεν υπάγονται στην απαλλαγή αυτή εισοδήματα από εμπορικές δραστηριότητες, από χρεόγραφα και από εκμετάλλευση ακινήτων.
3. Οι θρησκευτικές ενώσεις δημοσιεύουν κάθε χρόνο τον ισολογισμό τους. Για την οικονομική διαχείρισή τους συντάσσεται κάθε χρόνο έκθεση από μέλη του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται με τον ισολογισμό.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται το λογιστικό πρότυπο που θα πρέπει να ακολουθούν οι θρησκευτικές ενώσεις και ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 4
Εκκλησία της Ελλάδος και λοιπά εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ.
1. Η Εκκλησία της Ελλάδος, και τα κάθε είδους νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου που εξαρτώνται από αυτήν, μετατρέπονται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Έως ότου υπαχθεί στο καθεστώς των θρησκευτικών ενώσεων των άρθρων 2 και 3, η οργάνωσή της διέπεται από τις ρυθμίσεις που ήταν σε ισχύ κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου. Οι ρυθμίσεις αυτές, με εξαίρεση εκείνες που αναγνωρίζουν αρμοδιότητα σε όργανα της ελληνικής Πολιτείας και οι οποίες καταργούνται, επέχουν θέση καταστατικού και εξακολουθούν να εφαρμόζονται για την εσωτερική λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και των κάθε είδους νομικών προσώπων που εξαρτώνται από αυτήν.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν επίσης για την Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο και τις ισραηλιτικές κοινότητες, που μετατρέπονται επίσης σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.
3. Οι Μουφτείες μετατρέπονται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και περιορίζονται στο αμιγώς πνευματικό έργο τους. Έως ότου υπαχθούν στο καθεστώς των θρησκευτικών ενώσεων των άρθρων 2 και 3, η οργάνωσή της διέπεται από τις ρυθμίσεις που ήταν σε ισχύ κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.
4. Η εγγραφή της Εκκλησίας της Ελλάδος και των λοιπών νομικών προσώπων του παρόντος άρθρου στο ειδικό δημόσιο βιβλίο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, καθώς και η εν γένει υπαγωγή τους στο καθεστώς των θρησκευτικών ενώσεων του ίδιου άρθρου, θα γίνει με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου μέσα σε εύλογο χρόνο και πάντως, την 31η Δεκεμβρίου 2010 αυτοδικαίως.
Σημ.: Ως προς την παρ. 1 του άρθρου 4, η Επιτροπή προτείνει την προσθήκη της φράσης «μέχρις ότου κατατεθεί καταστατικό», στο τέλος της παραγράφου, ως εξής:
1. Η Εκκλησία της Ελλάδος, και τα κάθε είδους νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου που εξαρτώνται από αυτήν, μετατρέπονται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Έως ότου υπαχθεί στο καθεστώς των θρησκευτικών ενώσεων των άρθρων 2 και 3, η οργάνωσή της διέπεται από τις ρυθμίσεις που ήταν σε ισχύ κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου. Οι ρυθμίσεις αυτές, με εξαίρεση εκείνες που αναγνωρίζουν αρμοδιότητα σε όργανα της ελληνικής Πολιτείας και οι οποίες καταργούνται, επέχουν θέση καταστατικού και εξακολουθούν να εφαρμόζονται για την εσωτερική λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και των κάθε είδους νομικών προσώπων που εξαρτώνται από αυτήν, μέχρις ότου κατατεθεί καταστατικό.
Ως προς την παρ. 3 του άρθρου 4, η Πρόεδρος της ΕΕΔΑ σημείωσε ότι δεν είναι δυνατός ο περιορισμός του έργου των Μουφτειών, λόγω ισχύος της Συνθήκης της Λωζάνης.
Η Πρόεδρος παρατήρησε, ότι δε θεωρεί ούτε νομικά ορθό ούτε σκόπιμο να καταργηθεί ολόκληρη κατηγορία αρμοδιοτήτων (όλες οι μη καθαρώς θρησκευτικές) του Μουφτή που του αναγνωρίζει η Συνθήκη της Λωζάνης. Κατ’αρχήν, συμβάσεις τροποποιούνται με νεότερη συμβατική διάταξη και όχι μονομερή πράξη ενός εκ των συμβληθέντων. Δεύτερον, τέτοια τυχόν μονομερής αλλαγή θα μπορούσε να δημιουργήσει ζητήματα με τους αντισυμβαλλόμενους. Η γνώμη της είναι ότι ορθή ήταν η ως τώρα τακτική της ΕΕΔΑ, δηλαδή να θεωρεί ανίσχυρες νομικά τις συγκεκριμένες πράξεις του Μουφτή που συγκρούονται με διατάξεις νεότερων διεθνών συμβάσεων και το καθιερωμένο σήμερα διεθνές δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου (π.χ. γάμος ανηλίκων, αντιφάσκων με τις διατάξεις της CEDAW και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, με τις οποίες μάλιστα εναρμονίζεται το ισχύον οικογενειακό μας δίκαιο).
Ειδικά για το σημείο αυτό διεξήχθη ψηφοφορία, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν το ακόλουθο: οκτώ ψήφοι, υπέρ της διατήρησης της διατύπωσης του άρθρου 4 παρ. 3 της πρότασης νόμου (περί περιορισμού αρμοδιοτήτων των Μουφτειών στο αμιγώς πνευματικό τους έργο) και έξι ψήφοι κατά.
Άρθρο 5
Ναοί και χώροι λατρείας
1. Για την ανέγερση ναού και κάθε είδους χώρου λατρείας κάθε θρησκευτικής ένωσης, η αρμόδια πολεοδομική αρχή εκδίδει σχετική άδεια οικοδομής, ύστερα από γνώμη της οικείας ΕΠ.Α.Ε. Η άδεια εκδίδεται ή αναθεωρείται ύστερα από αίτηση του ιδιοκτήτη και του νόμιμου εκπροσώπου της θρησκευτικής ένωσης και διέπεται από τις γενικές πολεοδομικές διατάξεις και τις τυχόν ειδικές που ισχύουν σε κάθε περιοχή. Ίδια άδεια απαιτείται και για κάθε εργασία, κατασκευή ή σχετική εγκατάσταση σε υφιστάμενους ναούς και χώρους λατρείας, ανεξάρτητα από τον χρόνο που εκδόθηκε η αρχική άδεια και από την υπηρεσία που την εξέδωσε. Προκειμένου περί ναών που έχουν χαρακτηρισθεί θρησκευτικά μνημεία, απαιτείται επί πλέον γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων.
2. Προκειμένου περί ναών και χώρων λατρείας κάθε θρησκευτικής ένωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις του κτιριοδομικού κανονισμού που αφορούν κτίρια της κατηγορίας συνάθροισης κοινού (άρθρο 346 ΠΔ 14.7-27.7.1999). Οι σχετικές αρμοδιότητες του Γραφείου Ναοδομίας (Κανονισμός 66/1993, Α’ 47) καταργούνται.
Άρθρο 6
Διδασκαλία των θρησκευτικών
1. Στον ν. 1566/1985 «Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» (Α’ 167) επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α. Από το εδ. α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 διαγράφονται οι λέξεις «και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης».
β. Από το εδ. β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 διαγράφονται οι λέξεις «του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους».
2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Παιδείας επανακαθορίζεται το αναλυτικό πρόγραμμα του μαθήματος των θρησκευτικών, έτσι όπως αυτό διδάσκεται στην στοιχειώδη και την μέση εκπαίδευση, ώστε η διδασκαλία του να παύσει να έχει ομολογιακό χαρακτήρα και η ύλη του να περιλάβει εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και την δογματική όλων των θρησκειών. Ειδικά στο λύκειο, το μάθημα των θρησκευτικών μετονομάζεται σε θρησκειολογία.
Σημ.: Ως προς την παρ. 2 του άρθρου 6, στην οποία αναφέρεται ότι «…επανακαθορίζεται το αναλυτικό πρόγραμμα του μαθήματος των θρησκευτικών, έτσι όπως αυτό διδάσκεται στην στοιχειώδη και την μέση εκπαίδευση, ώστε η διδασκαλία του να παύσει να έχει ομολογιακό χαρακτήρα και η ύλη του να περιλάβει εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και την δογματική όλων των θρησκειών…».
Η Πρόεδρος πρότεινε την αφαίρεση της λέξης «όλων», και την προσθήκη της λέξης «κυριοτέρων» (θρησκειών), δεδομένου ότι υφίσταται πίνακας φερόμενων ως θρησκειών που περιλαμβάνει μερικές εκατοντάδες.
Η Επιτροπή εξέφρασε την σύμφωνη γνώμη της.
Άρθρο 7
Εκκλησιαστική εκπαίδευση
1. Οι Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές, η Αθωνιάς Εκκλησιαστική Ακαδημία, τα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια, τα Μέσα Εκκλησιαστικά Φροντιστήρια και τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια περιέρχονται στην ευθύνη, εποπτεία και οικονομική στήριξη της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ιερής Κοινότητας του Αγίου Όρους, ανάλογα με τον τόπο όπου τα εκπαιδευτήρια αυτά είναι εγκατεστημένα.
2. Τα εκπαιδευτήρια της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου λειτουργούν εφεξής ως ιδιωτικά, υπαγόμενα στις οικείες διατάξεις για την ιδιωτική εκπαίδευση. Έως ότου οι εποπτεύοντες φορείς αναμορφώσουν καταλλήλως το θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας τους, εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε αυτά οι ρυθμίσεις που ήταν σε ισχύ κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, με εξαίρεση εκείνες που αναγνωρίζουν σε όργανα της ελληνικής Πολιτείας αρμοδιότητες ευρύτερες της συνήθους εποπτείας, που ασκείται στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.
3. Όσοι από τους φοιτούντες στα εκπαιδευτήρια της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν επιλέξουν να παραμείνουν σε αυτά υπό το νέο νομικό καθεστώς τους, μπορούν να μετεγγραφούν σε δημόσιους εκπαιδευτικούς φορείς αντίστοιχης βαθμίδας της επιλογής τους.
4. Όσοι από το προσωπικό των εκπαιδευτηρίων της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν επιλέξουν να παραμείνουν σε αυτά υπό το νέο νομικό καθεστώς τους, τοποθετούνται σε ειδικώς συνιστώμενες προσωπικές οργανικές θέσεις του Υπουργείου Παιδείας του ίδιου βαθμού.
5. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Παιδείας ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 8
Κατάργηση θρησκευτικού όρκου
1. Το άρθρο 408 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
Όρκος μάρτυρα
« Πριν εξετασθεί, ο μάρτυρας οφείλει να δώσει τον ακόλουθο όρκο: ‘Δηλώνω στην τιμή και στη συνείδησή μου ότι θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να κρύψω τίποτε’ ».
2. Το άρθρο 218 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
Όρκος των μαρτύρων στο ακροατήριο
«1. Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξετασθεί στο ακροατήριο, να δώσει δημόσια τον ακόλουθο όρκο: ‘Δηλώνω στην τιμή και τη συνείδησή μου ότι θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να κρύψω τίποτε’.
2. Ο άλαλος μάρτυρας που γνωρίζει να γράφει ορκίζεται, γράφοντας και υπογράφοντας τον όρκο. Αν δεν ξέρει να γράφει, ορκίζεται ή με την βοήθεια του διερμηνέα.
3. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, η διαδικασία είναι άκυρη».
3. Το άρθρο 220 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καταργείται.
4. Το άρθρο 194 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
Όρκος πραγματογνώμονα
«1. Σε αυτόν που έχει ήδη δώσει όρκο ως πραγματογνώμονας υπενθυμίζεται ο όρκος που έχει δώσει. Οι υπόλοιποι ορκίζονται ως εξής: ‘Δηλώνω στην τιμή και τη συνείδησή μου ότι θα διενεργήσω με πλήρη αμεροληψία και επιμέλεια και με κάθε μυστικότητα την πραγματογνωμοσύνη που μου ανατέθηκε, έχοντας μοναδικό σκοπό την εξακρίβωση της αλήθειας’.
2. Αν ο πραγματογνώμονας δεν ορκισθεί, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η πραγματογνωμοσύνη είναι άκυρη».
5. Το άρθρο 236 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
Όρκος διερμηνέα
«Ο διερμηνέας, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, οφείλει να δηλώσει στην τιμή και τη συνείδησή του, ενώπιον εκείνου που τον διόρισε, ότι θα μεταφράσει με ακρίβεια και πιστότητα όλα όσα θα ειπωθούν κατά τη συζήτηση ή, αν πρόκειται για την περίπτωση του άρθρου 237, τα έγγραφα».
6. Οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 398 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
Όρκος ενόρκων
«3. Ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου διαβάζει στους ενόρκους τον ακόλουθο όρκο: ‘Δηλώστε στην τιμή και τη συνείδησή σας και υποσχεθείτε ότι θα θεωρήσετε με προσοχή και θα εξετάσετε με ευσυνειδησία, στη διάρκεια της δικαστικής συζήτησης, την κατηγορία εναντίον του…., καθώς και την υπεράσπισή του, ότι δεν θα συνεννοηθείτε με κανέναν σχετικά με την απόφαση που θα εκδοθεί και ότι, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που σας επιβάλλονται, δεν θα ενεργήσετε επηρεασμένοι από φιλία, έχθρα ή χάρη, ούτε για κάποια ιδιαίτερη ωφέλεια ή για άλλη παρόμοια αιτία, αλλά θα έχετε στο νου σας μόνο τη δικαιοσύνη και την αλήθεια και ότι θα ψηφίσετε κατά συνείδηση και κατά την ελεύθερη πεποίθηση που θα σχηματίσετε απ’ τη συζήτηση, προσφερόμενοι εντελώς πιστά και άδολα’.
4. Αφού διαβάσει τον όρκο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου καλεί ονομαστικά κάθε ένορκο να σηκώσει το δεξί του χέρι και να προφέρει τη λέξη ‘υπόσχομαι’.
5. Αν, για συνειδησιακούς λόγους, ένας ένορκος κωλύεται να δώσει όρκο, δίνει αντίστοιχη διαβεβαίωση στην τιμή και τη συνείδησή του».
7. Η παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 1558/1985 «Κυβέρνηση και κυβερνητικά όργανα» (Α’ 137) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης, οι υπουργοί και οι υφυπουργοί διορίζονται και παύονται σύμφωνα με τα άρθρα 37 παρ. 1 και 81 παρ. 1 του Συντάγματος, με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από πρόταση του Πρωθυπουργού, και δίνουν ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας τον ακόλουθο όρκο: ‘Δηλώνω στην τιμή και τη συνείδησή μου ότι θα τηρώ το Σύνταγμα και τους νόμους και θα υπηρετώ το γενικό συμφέρον του ελληνικού λαού’».
8. Στις περιπτώσεις α΄ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Κώδικα Κατάστασης Δημόσιων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 2683/1999, Α’ 19), οι λέξεις «Ορκίζομαι να φυλάττω…και να εκπληρώνω» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Δηλώνω, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή μου, ότι θα φυλάττω…. και θα εκπληρώνω». Η περίπτωση γ’ της ίδιας παραγράφου καταργείται.
9. Από την παρ. 1 του άρθρου 3 του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στον Στρατό (π.δ. 130/1984, Α’ 42) διαγράφονται οι λέξεις «και το Ιερό Ευαγγέλιο ή στα Ιερά Σύμβολα που πιστεύει ο καθένας» και οι λέξεις «ορκίζομαι να φυλάττω» αντικαθίστανται με τις λέξεις «δηλώνω στην τιμή και τη συνείδησή μου ότι θα φυλάττω». Από την παρ. 2 του ιδίου άρθρου διαγράφονται οι λέξεις «και θρησκευτικά σύμβολα».
10. Σε ορκωμοσίες που διεξάγονται σε δημόσιες Αρχές και υπηρεσίες, δεν συμμετέχουν θρησκευτικοί λειτουργοί.
Άρθρο 9
Πολιτικός γάμος
1. Το άρθρο 1367 ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής:
« Άρθρο 1367
Τέλεση του γάμου
Ο γάμος τελείται με την ταυτόχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν σε αυτόν. Η δήλωση γίνεται δημόσια, κατά πανηγυρικό τρόπο, ενώπιον δύο μαρτύρων, προς τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας του τόπου όπου τελείται ο γάμος, ή προς τον νόμιμο αναπληρωτή τους, που είναι υποχρεωμένοι να συντάξουν αμέσως σχετική πράξη».
2. Από το άρθρο 1368 ΑΚ διαγράφονται οι λέξεις «είτε ως πολιτικός είτε με ιερολογία της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας».
3. Από το άρθρο 1369 ΑΚ διαγράφονται οι λέξεις «με όποιον τύπο και αν αυτός πρόκειται να τελεσθεί».
4. Το άρθρο 1371 ΑΚ καταργείται.
5. Στο άρθρο 1372 ΑΚ, οι λέξεις «ένας από τους τύπους που προβλέπονται στο άρθρο 1367 ΑΚ» αντικαθίστανται με τις λέξεις «ο τύπος που προβλέπεται στο άρθρο 1367 ΑΚ».
Άρθρο 10
Ληξιαρχικές πράξεις
1. Το άρθρο 16 του ν. 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» (Α’ 143) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας που δέχθηκε τη δήλωση για την τέλεση του γάμου υποχρεούται να συντάξει και να υπογράψει επί τόπου δήλωση περιέχουσα όλα τα στοιχεία της οικείας ληξιαρχικής πράξης.
2. Τη δήλωση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο υπογράφουν επίσης οι σύζυγοι και οι μάρτυρες. Αν αυτοί είναι αναλφάβητοι, υπογράφουν ως μάρτυρες δύο από αυτούς που παρέστησαν».
2. Στο άρθρο 22 παρ. 1 στοιχ. ε’ του ν. 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» (Α’ 143), μετά τις λέξεις «τα δημοτολόγια των γονέων», προστίθενται οι λέξεις: «Το θρήσκευμα καταγράφεται εφ’ όσον δηλωθεί».
3. Τα άρθρα 26, 27 και 28 του ν. 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» (Α’ 143) καταργούνται.
4. Από το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» (Α’ 143) διαγράφονται οι λέξεις «ή ο θρησκευτικός λειτουργός που ευλόγησε τον γάμο» και οι λέξεις «ή ο θρησκευτικός λειτουργός που την συνέταξε».
5. Από το άρθρο 31 στοιχ. α’ του ν. 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» (Α’ 143) διαγράφονται οι λέξεις «το θρήσκευμα και δόγμα».
6. Το στοιχ. δ’ του άρθρου 31 του ν. 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» (Α’ 143) καταργείται.
7. Από το στοιχείο ζ’ του άρθρου 31 του ν. 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» (Α’ 143) διαγράφονται οι λέξεις «ή ο θρησκευτικός λειτουργός».
Άρθρο 11
Κατάργηση ειδικής νομικής μεταχείρισης θρησκευτικών λειτουργών
1. Το στοιχείο γ’ του άρθρου 6 του ν. 1763/1988 «Στρατολογία των Ελλήνων» (Α’ 57) καταργείται.
2. Το άρθρο 99 του Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα καταργείται. Η κληρονομία κληρικών και μοναχών διέπεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
3. Από την παράγραφο 7 του άρθρου 111 και από την παράγραφο 2 του άρθρου 112 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαγράφονται οι λέξεις «των Αρχιερέων».
4. Από τον τίτλο του άρθρου 215 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαγράφεται η λέξη «Αρχιερέων». Από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου διαγράφονται οι λέξεις «και οι Αρχιερείς».
5. Το στοιχείο δ΄ του άρθρου 1048 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργείται.
Άρθρο 12
Απαγόρευση αναγραφής του θρησκεύματος
Απαγορεύεται η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσιο έγγραφο, τίτλο σπουδών ή βεβαίωση δημόσιας αρχής, εκτός από τις βεβαιώσεις που εκδίδουν τα ληξιαρχεία ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου, εφόσον με την αίτηση αυτή ζητείται ρητά η αναγραφή του στοιχείου αυτού για συγκεκριμένη κάθε φορά νόμιμη χρήση.
Άρθρο 13
Απαγόρευση προσηλυτισμού
Μετά το άρθρο 335 ΠΚ προστίθεται νέο άρθρο 335Α , το οποίο έχει ως εξής:
«Άρθρο 335Α
Προσηλυτισμός
1. Όποιος πιέζει πρόσωπο σε βαθμό καταναγκασμού, με σκοπό να μεταβάλει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις (προσηλυτισμός) τιμωρείται με πρόστιμο. Η ίδια πράξη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις έξη μηνών όταν επιχειρείται σε βάρος ανηλίκων.
2. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση».
Άρθρο 14
Διαρρύθμιση κοιμητηρίων
1. Σε κάθε κοιμητήριο διαμορφώνεται, μερίμνη του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, διακεκριμένος χώρος, με προορισμό τον αποχαιρετισμό των νεκρών, που είχαν εκφράσει την επιθυμία να ενταφιασθούν χωρίς τη διεξαγωγή θρησκευτικής κηδείας.
2. Στον ίδιο χώρο θα μπορεί να διεξάγεται θρησκευτική κηδεία, εφ’ όσον η θρησκευτική ένωση στην οποία ανήκε ο νεκρός δεν διαθέτει χώρο λατρείας σε εύλογη απόσταση.
Άρθρο 15
Αποτέφρωση νεκρών
1. Για την αποτέφρωση νεκρού χρειάζεται δήλωση του ιδίου του προσώπου όσο ζούσε. Αν τέτοια δήλωση δεν υπάρχει, αρκεί δήλωση των πλησιέστερων συγγενών, ότι ο νεκρός, όσο ζούσε, δεν είχε εκφράσει ρητά σχετική αντίρρηση. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ συγγενών του ίδιου βαθμού, αποφαίνεται ο εισαγγελέας.
2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Περιβάλλοντος και Υγείας, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία αποτεφρωτηρίων από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίoυ.
Άρθρο 16
Μισθοδοσία θρησκευτικών λειτουργών
1. Το ελληνικό Δημόσιο θα καλύπτει τις δαπάνες μισθοδοσίας των λειτουργών της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, για διάστημα δύο (2) ετών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος. Προς τούτο θα καταβάλει το απαιτούμενο ποσό στον καθένα από τους ανωτέρω φορείς εφ’ άπαξ στην αρχή κάθε ημερολογιακού έτους.
2. Κατά το χρονικό διάστημα της προηγούμενης παραγράφου, το ελληνικό Δημόσιο θα μισθοδοτεί τους Μουφτήδες.
3. Με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, το χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να παραταθεί εφ’ άπαξ, για δύο (2) το πολύ ακόμη έτη, εφ’ όσον, μετά την παρέλευση διετίας από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία επιστροφής ακινήτων που προβλέπεται από το επόμενο άρθρο.
Άρθρο 17
Επιστροφή ακινήτων
1. Το ελληνικό Δημόσιο θα επιστρέψει στην Εκκλησία της Ελλάδος, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ετών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, όσα ακίνητα αυτή του είχε παραχωρήσει από την 1.1.1945 και εφεξής, προκειμένου να αναλάβει την μισθοδοσία των λειτουργών όλων των βαθμών. Με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί εφ’ άπαξ για πέντε το πολύ ακόμη έτη.
2. Για τον επακριβή προσδιορισμό των ακινήτων της προηγούμενης παραγράφου, η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να καταθέσει στις κατά τόπους Κτηματικές Υπηρεσίες του Δημοσίου τίτλους και άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Άρθρο 18
Ασφάλιση κληρικών
1. Μετά την απώλεια της ιδιότητας του δημόσιου υπαλλήλου συνεπεία του παρόντος νόμου, οι λειτουργοί της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου υπάγονται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.).
2. Όσοι εκ των ανωτέρω ήταν ασφαλισμένοι στο Δημόσιο λόγω της κατάργησης των κλάδων σύνταξης και ασθένειας του πρώην Ταμείου Ασφαλίσεως Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 21 ν. 2084/1992 «Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 165), διατηρούν τα κεκτημένα ασφαλιστικά τους δικαιώματα υπό την νέα υπηρεσιακή τους κατάσταση, εφαρμοζομένων των διατάξεων περί διαδοχικής ασφάλισης.
3. Όσοι από τους ανωτέρω ήταν ασφαλισμένοι στο Ταμείο Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος δυνάμει της παραγράφου 7 του άρθρου 21 ν. 2084/1992 «Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 165), διατηρούν τα κεκτημένα ασφαλιστικά τους δικαιώματα υπό την νέα υπηρεσιακή τους κατάσταση, εφαρμοζομένων των διατάξεων περί διαδοχικής ασφάλισης.
4. Λειτουργοί της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, εφόσον συνταξιοδοτηθούν πριν από την λήξη της μεταβατικής περιόδου μισθοδοσίας τους από το Δημόσιο ή της τυχόν ορισθησόμενης παράτασης δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 16 του παρόντος νόμου, καθίστανται συνταξιούχοι του Δημοσίου και απολαύουν των αυτών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων με όσους είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
5. Οι ρυθμίσεις των τεσσάρων πρώτων παραγράφων του παρόντος άρθρου ισχύουν αναλόγως και για τους Μουφτήδες.
6. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Σημ.: Η κα Βαρχαλαμά, αν. εκπρόσωπος της ΓΣΕΕ στην ΕΕΔΑ, δήλωσε ότι η ΓΣΕΕ είναι σύμφωνη επί της αρχής της πρότασης νόμου, αλλά επιφυλάσσεται για την διάταξη σχετικά με την μεταβολή του ασφαλιστικού καθεστώτος των κληρικών και ιδιαίτερα για τα θέματα ασφάλισης που αφορούν τόσο την διαδοχική ασφάλιση, όσο, και πολύ περισσότερο την αλλαγή ασφαλιστικού φορέα δεδομένης της ύπαρξης ώριμων ασφαλιστικών δικαιωμάτων και προσδοκιών. Η παρατήρηση έγινε κατ’ αρχήν δεκτή.
Άρθρο 19
Υπουργείο Παιδείας
1. Στο άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 1558/1985 «Κυβέρνηση και κυβερνητικά όργανα»(Α’ 137), το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ) μετονομάζεται σε Υπουργείο Παιδείας.
2. Η Γενική Γραμματεία και η Γενική Διεύθυνση Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας καταργούνται. Το προσωπικό τους τοποθετείται σε ειδικώς συνιστώμενες προσωπικές οργανικές θέσεις του Υπουργείου Παιδείας του ίδιου βαθμού.
Άρθρο 20
Θρησκευτικές υπηρεσίες Υπουργείων
1. Το Θρησκευτικό Σώμα Ενόπλων Δυνάμεων και η Διεύθυνση Θρησκευτικού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας καταργούνται.
2. Οι κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 23 του ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α’ 152) οργανικές θέσεις ιερέων της Ελληνικής Αστυνομίας καταργούνται.
3. Οι κατά τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 24 του π.δ. 36/2000 «Οργανισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης» (Α’ 29) οργανικές θέσεις κλάδου ΠΕ ιερέων του προσωπικού των Καταστημάτων Κράτησης και ΚΑΥΦ, των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων Δικαστηρίων Ανηλίκων και του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου καταργούνται.
4. Το προσωπικό των υπηρεσιών και οργανικών θέσεων, οι οποίες καταργούνται με τις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου, τοποθετείται σε ειδικώς συνιστώμενες προσωπικές οργανικές θέσεις του ίδιου βαθμού των αντιστοίχων Υπουργείων.
5. Οι στρατιωτικές μονάδες, οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και τα Καταστήματα Κράτησης αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, υποχρεούνται να παρέχουν στους υπηρετούντες και στους κρατουμένους, αντιστοίχως, δυνατότητα απρόσκοπτης ατομικής πρόσβασης σε ναούς και χώρους λατρείας κατόπιν αιτήματος. Σε περιπτώσεις αδυναμίας μετακίνησης ή κατάστασης ανάγκης, οι ανωτέρω υπηρεσίες υποχρεούνται να επιτρέπουν την είσοδο θρησκευτικών λειτουργών στους χώρους τους, προκειμένου να παράσχουν υπηρεσίες σε ατομικό επίπεδο και υπό συνθήκες πλήρους διακριτικότητας.
6. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης αντιστοίχως, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 21
Κατάργηση διατάξεων
1. Τα άρθρα 1, 3, 4, 5 και 6 του α.ν. 1363/1938 «περί κατοχυρώσεως διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύϊ Συντάγματος» (Α΄ 305), όπως σήμερα ισχύουν, καταργούνται. Ωσαύτως καταργούνται το άρθρο 41 του α.ν. 1369/1938 «περί ιερών ναών και εφημερίων» (Α΄ 317), καθώς και το β.δ. της 20.5/2.6.1939 «περί εκτελέσεως διατάξεων του α.ν. 1672/1939 «περί τροποποιήσεως του α.ν. υπ’ αριθμ. 1363/1938 ‘περί κατοχυρώσεως των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύϊ Συντάγματος’ »» (Α΄ 220).
2. Τα άρθρα 196 ΠΚ (: «Κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος»), 198 Π.Κ. (: «Κακόβουλη βλασφημία») και 199 ΠΚ (: «Καθύβριση θρησκευμάτων») καταργούνται. Από την παράγραφο 2 του άρθρου 175 ΠΚ (: «Αντιποίηση») διαγράφονται οι λέξεις «καθώς επίσης και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα»), και από το άρθρο 176 ΠΚ οι λέξεις «ή θρησκευτικού» και «από εκείνους που αναφέρει η παρ. 2 του άρθρου 175».
3. Ο ν. 590/1977 «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 146), όπως ισχύει σήμερα, καταργείται.
4. Ο ν. 5383/1932 «περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» (Α΄ 110), όπως ισχύει σήμερα, καταργείται.
5. Ο ν. 4149/1961 «περί καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων τινών διατάξεων» (Α΄ 41), όπως ισχύει σήμερα, καταργείται.
6. Ο ν. 476/76 «περί Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως» (Α΄ 308), όπως ισχύει σήμερα, καταργείται, με την επιφύλαξη της προσωρινής εφαρμογής διατάξεών του σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου.
7. Το ν.δ. 90/1973 «περί του Θρησκευτικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων» (Α΄ 168), όπως ισχύει σήμερα, καταργείται.
8. Το άρθρο 4 του νόμου 147/1914 «Περί της εν ταις προσαρτωμένοις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως» (Α΄ 25) καταργείται.
9. Ο ν. 1920/1991 «Περί κυρώσεως της από 24ης Δεκεμβρίου 1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου “περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών”» (Α΄ 11), όπως ισχύει σήμερα, καταργείται.
10. Ο ν. 2456/1920 «περί ισραηλιτικών κοινοτήτων» (Α΄ 173) και ο α.ν. 367/1945 «περί ανασυγκροτήσεως ισραηλιτικών κοινοτήτων» (Α΄ 143) όπως ισχύουν σήμερα, καταργούνται.
11. Κάθε διάταξη, γενική ή ειδική, αντίθετη προς τον παρόντα νόμο καταργείται.
Άρθρο 22
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.