23/5/2002
Χαίρω ἰδιαιτέρως διότι χάρη στήν πρόσκληση ἡ ὁποία μοῦ ἀπεστάλη, μοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νά παραστῶ εἰς τήν ἔναρξη τοῦ τόσον ἐνδιαφέροντος Συνεδρίου σας. Χαιρετίζω δέ τήν ἐπιλογή τοῦ θέματος τοῦ Συνεδρίου, τό ὁποῖο ἐνδιαφέρει καί τήν Ἐκκλησία καί τήν Πολιτεία. Εἶναι δέ βέβαιο ὅτι ἡ παρουσία σ' αὐτό πλειάδος ἑλλήνων καί ξένων Συνταγματολόγων θά συμβάλει στήν οὐσιαστική ἐμβάθυνση στό θέμα μέ βάση τήν ἀλήθεια καί τήν νηφάλια σκέψη μακράν, ὑπόπτων σκοπιμοτήτων ἤ ἰδεολογικῶν τοποθετήσεων.
Δυστυχῶς οἱ πολλές ὑποχρεώσεις μου δέν θά μοῦ ἐπιτρέψουν νά παρακολουθήσω καί τίς τρεῖς συνεδριάσεις. Τά θέματα τά ὁποῖα θά διαπραγματευθοῦν οἱ διακεκριμένοι εἰσηγηταί ἔχουν δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα δηλαδή:
Πρῶτον, εἶναι ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέροντα τόσον ἀπό ἐπιστημονική ὅσο καί ἀπό γενικότερη κοινωνική ἄποψη.
Δεύτερον, λόγῳ τῆς γενικότητος, ὅσον ἀφορᾶ τήν διατύπωσή τους, προσφέρουν τήν δυνατότητα ὄχι μόνον στόν εἰσηγητή, ἀλλά καί στούς ἀκροατές νά ἐπεκταθοῦν καί νά θίξουν, μετά ἀπό κάθε εἰσήγηση, καί ἄλλα θέματα πού δέν συνάπτονται μέν ἀμέσως μέ τό συγκεκριμένο θέμα κάθε εἰσηγητοῦ, πλήν ὅμως εὑρίσκονται ἐντός τοῦ θέματος τοῦ Συνεδρίου "Σύνταγμα καί Θρησκεία".
Καί ἐπειδή δέν μπορεῖ νά γνωρίζει κανείς ἐκ τῶν προτέρων ποία θά εἶναι ἡ θέση κάθε εἰσηγητοῦ, δίδεται πλέον ἡ δυνατότητα, τῆς ὁποίας σκέπτομαι νά κάνω χρήση ἐφ' ὅσον μοῦ ἐδόθη ὁ λόγος, νά διατυπωθοῦν μερικές σύντομες σκέψεις οἱ ὁποῖες, λόγῳ τῆς γενικότητος τοῦ θέματος, ἐμπίπτουν ὁπωσδήποτε ἄν ὄχι σέ ὅλες, πάντως στίς περισσότερες ἐπιστημονικές ἑνότητες τοῦ Συνεδρίου σας.
Καί θά ἀρχίσω ἀπό τόν ὅρον "ἐπικρατοῦσα θρησκεία" ὁ ὁποῖος ἀπαντᾶ σέ ὅλα τά Συντάγματα τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος καί ἀναφέρεται στήν Ὀρθοδοξία.
Ὁ ὅρος αὐτός δέν σημαίνει πλέον ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική θρησκεία ἐπέχει θέσιν ἐπισήμου κρατικῆς θρησκείας, οὕτε ὅτι ἀπολαμβάνει προνομίων, ἀλλά ὅτι εἶναι ἡ θρησκεία τῆς συντριπτικῆς πλειονότητος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐννοίας τοῦ ὅρου "ἐπικρατοῦσα θρησκεία" εἶναι τό ὅτι ἔχουν καθιερωθεῖ ὁρισμένες ρυθμίσεις, πρακτικές καί παραδόσεις, οἱ ὁποῖες ἀνταποκρίνονται στίς ἀπαιτήσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Στίς ρυθμίσεις ἀνήκει π.χ. ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν κατά τό ὀρθόδοξο δόγμα, στούς ὀρθόδοξους κατά τό θρήσκευμα μαθητές, ἤ ἡ ἀργία τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν καί τῶν καταστημάτων κατά τίς μεγάλες ἑορτές τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως Χριστούγεννα, Πάσχα, τῆς Παναγίας, τῶν Θεοφανείων κ.λπ.
Ἡ ρύθμιση αὐτή δέν εἶναι προνόμιο ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά προνόμιον ὑπέρ τῆς πλειονότητος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἡ ὁποία πρέπει νά ἔχει τήν δυνατότητα νά παρέχεται στά παιδιά της διδασκαλία κατά τό ὀρθόδοξο δόγμα ἤ νά ἔχει τήν δυνατότητα νά μή ἐργασθεῖ τήν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων ἤ τῆς Παναγίας. Ἄλλωστε ἡ ρύθμιση αὐτή ἀποβαίνει εἰς ὄφελος καί τῶν ὀπαδῶν τῶν ἄλλων θρησκειῶν καί δή ὅλων ὅσων ἀφορᾶ ἡ ἀργία, μεγάλων δέ ὁμάδων ἑτεροδόξων ὅσον ἀφορᾶ στήν διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν ὅπως π.χ. στίς Κυκλάδες ὅπου διορίζονται ρωμαιοκαθολικοί δάσκαλοι.
Ἕνα ἄλλο ζήτημα τό ὁποῖον θά ἤθελα νά θίξω εἶναι τό ζήτημα τοῦ προσηλυτισμοῦ, τό ὁποῖον ἀπαγορεύει τό Σύνταγμά μας. Συντηρεῖται μεθοδικά μία παραπληροφόρηση ὡς πρός τό ζήτημα αὐτό μέ σκοπό νά παραπλανηθεῖ ὁ λαός. Λέγουν δηλαδή ὅτι τό Σύνταγμά μας καί ἡ σχετική νομοθεσία πού ἀπαγορεύει τόν προσηλυτισμό, παραβιάζει τήν θρησκευτική ἐλευθερία διότι δέν ἐπιτρέπει στόν πολίτη νά διαδηλώνει τίς θρησκευτικές του ἀπόψεις καί νά προσεταιρισθεῖ στίς ἀπόψεις του αὐτές καί ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὅμως, ὅπως ἔχει δεχθεῖ παγίως καί τό Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας καί ὁ Ἄρειος Πάγος καί τό Δικαστήριον Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἀπαγορεύει ἡ ἑλληνική νομοθεσία καί τό Σύνταγμα δέν εἶναι ἡ ἁπλή διαδήλωση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, ἀλλά ἡ ἐκμετάλλευση τῆς ἀγνοίας, τῆς ἀνάγκης, τῆς κουφότητας ἤ τῆς ἀπειρίας τοῦ ἄλλου μέ σκοπό νά ἐξαναγκασθεῖ σέ μεταβολή τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων. Δηλαδή ἀπαγορεύεται ὁ κακόπιστος προσηλυτισμός ἀνεξαρτήτως ὑπέρ ποίας θρησκείας ἀσκεῖται καί ἡ ἀπαγόρευση αὐτή δέν προσβάλλει τήν θρησκευτική συνείδηση τοῦ ἄλλου, ἀλλά τουναντίον τήν προστατεύει ἀπό ἀνέντιμες ἤ ἀνήθικες ἐνέργειες. Ἄλλωστε ἡ ἀπαγόρευση τοῦ προσηλυτισμοῦ ἰσχύει καί γιά τήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία. Ἡ διάταξη περί προσηλυτισμοῦ εἶναι ὅμοια μέ τήν διάταξη τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα πού κηρύσει ἄκυρες τίς αἰσχροκερδεῖς δικαιοπραξίες. Πρέπει δέ νά διευκρινίσω ὅτι οἱ καταδίκες σέ βάρος τῆς Ἑλλάδος στίς ὁποῖες ἔχει προέλθει τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, δέν ὀφείλονται στήν ἀντισυνταγματικότητα τῶν κατά τοῦ προσηλυτισμοῦ ἑλληνικῶν νόμων, ἀλλά στήν ἀνεπαρκῆ αἰτιολογίαν τῶν σχετικῶν δικαστικῶν ἀποφάσεων. Ἀντιθέτως τό Ε.Δ.Α.Δ. ἔκρινε πώς οἱ ἑλληνικοί νόμοι περί προσηλυτισμοῦ εἶναι σύμφωνοι μέ τό ἄρθρο 9 τῆς συνθήκης τῆς Ρώμης.
Θόρυβος πολύς γίνεται γιά τή νομοθεσία τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τήν ὁποίαν ὁρίζεται ὅτι ὁ Ὑπουργός Ἐθνικῆς Παιδείας χορηγεῖ ἄδειαν γιά τήν ἵδρυση ναῶν καί εὐκτηρίων οἴκων, ἑτεροδόξων καί ἀλλοθρήσκων. Θεωροῦν δηλαδή ὅτι ἡ ἄδεια αὐτή ἀποτελεῖ ἀνεπίτρεπτον προληπτικόν ἔλεγχον. Καί ἐδῶ συντηρεῖται ἐντέχνως παραπληροφόρηση. Ὁ Ὑπουργός δέν ἔχει διακριτική εὐχέρεια νά χορηγήσει ἤ νά μή χορηγήσει τήν ἄδεια, ἀλλά ὑποχρεοῦται νά τήν χορηγήσει ἐφ' ὅσον διαπιστώσει ὅτι συντρέχουν οἱ νόμιμες προϋποθέσεις ἀσκήσεως τῆς λατρείας π.χ. ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι γνωστή καί ὄχι κρύφια, ὅτι δέν ἀσκεῖται προσηλυτισμός, ὅτι ὑπάρχουν πράγματι ὀπαδοί τῆς συγκεκριμένης θρησκείας, ὅτι δέν προσβάλλονται διά τῆς λατρείας ἡ δημόσια τάξη ἤ τά χρηστά ἤθη κ.λπ. Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι τώρα τελευταία ἔχουν ἐμφανισθεῖ ἀρκετές σέκτες ἐπικίνδυνες στή νεότητα, τήν δράση τῶν ὁποίων πρέπει νά γνωρίζει καί νά ἐλέγχει ἡ Πολιτεία, σύμφωνα ἄλλωστε καί μέ ἐπανειλημμένες συστάσεις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου.
Τόσο τά Ἀνώτατα Δικαστήρια τῆς χώρας ὅσο καί τό Δικαστήριον τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης ἔχουν δεχθεῖ ὅτι ἡ νομοθεσία αὐτή δέν παραβιάζει τό δικαίωμα θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, δοθέντος μάλιστα ὅτι βάσει αὐτῆς δέν ἀπαιτεῖται "ἄδεια" τοῦ ὀρθοδόξου μητροπολίτη, ὅπως ψευδῶς ἰσχυρίζονται πολλοί, ἀλλά ἁπλῆ γνώμη αὐτοῦ.
Τέλος πολύς λόγος γίνεται ἐδῶ καί μερικά χρόνια γιά χωρισμό Κράτους καί Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ἰσχύει ἐν τοῖς πράγμασι τέτοιος χωρισμός ἀπό τό 1975 καί μετά, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει πλέον ἡ διάταξη τοῦ Συντάγματος πού ὥριζεν ὅτι ὁ Ἀνώτατος Ἄρχων ὑποχρεοῦται νά προστατεύει τήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία ἤ ὅτι οἱ βουλευταί ὁρκίζονται ὑποχρεωτικά παρουσία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ὁ γάμος ἔπαυσε πρό πολλοῦ νά εἶναι ὑποχρεωτικά θρησκευτικός ὅπως καί ὁ ὅρκος. Δέν μποροῦμε ὅμως νά ὑποχρεώσουμε τούς ἕλληνες νά παντρεύονται μέ πολιτικό γάμο ὅταν οἱ ἴδιοι δέν τό θέλουν, ἐφ' ὅσον ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς "ἐπικρατούσης" θρησκείας δέν εἶναι προνόμιο ὑπέρ τῆς θρησκείας αὐτῆς, ἀλλά προνόμιο ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ πού ἀποτελεῖ τήν συντριπτική πλειονότητα.
Ἐκεῖνο πάντως πού θέλω νά τονίσω εἶναι ὅτι, ἀνεξάρτητα τοῦ ποίαν στάσιν τηρεῖ στό θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἡ Πολιτεία, ἡ Ἐκκλησία καί ὅταν λέγω Ἐκκλησία δέν ἐννοῶ μόνον τήν Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀλλά καί τό πλήρωμα αὐτῆς πού ἀποτελεῖ τήν συντριπτική πλειονότητα τοῦ λαοῦ μας, τάσσεται ὑπέρ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὅλων τῶν ἀτόμων, πολιτῶν καί μή, διότι αὑτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία "οὐκ ἔνι ἕλλην ἤ ἰουδαῖος, δοῦλος ἤ ἐλεύθερος....". Ὑπό τήν ἐπιφύλαξιν βεβαίως τῆς δημοσίας τάξεως ἤ τῶν χρηστῶν ἠθῶν.
Κατά συνέπειαν δέν μπορῶ νά ἐξηγήσω τήν ἀπροκάλυπτη, μονομερῆ, ἐχθρική πρός τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοποθέτηση ἐνίων εἰδικῶν ἐπιστημόνων, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νά ἐμφανίσουν τήν Ἐκκλησία αὐτή, πού ἐθυσιάσθη καί ἀγωνίζεται γιά τίς πνευματικές ἐλευθερίες καί κατακτήσεις τοῦ λαοῦ, ὡς δῆθεν καταπιέζουσαν τίς θρησκευτικές μειονότητες ἤ κρυπτομένων τάχα πίσω ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, τῆς ὁποίας ὑπαγορεύει τίς ἀποφάσεις. Ἡ ἀνεξήγητη ἐκ πρώτης ὄψεως αὐτή στάση, προφανῶς ὁρμᾶται ἀπό ἀπωθημένες σκέψεις γιά κοινωνική ἤ δημόσια περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, γι' αὐτό καί συναντᾶ τήν ὁμόθυμη ἀντίδραση κλήρου καί λαοῦ, πού θέλουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Ἔθνους νά τιμᾶται ὡς Μητέρα καί Τροφός του.
Κλείνοντας, θά ἤθελα νά σᾶς εὐχηθῶ ἐπιτυχίαν στό Συνέδριό σας καί νά σᾶς παρακαλέσω νά μοῦ στείλετε ἕνα ἀντίτυπο τῶν πρακτικῶν τά ὁποῖα ἀσφαλῶς θά κυκλοφορήσουν καί τά ὁποῖα θά εἶναι χρήσιμα στήν Ἐκκλησία.
Μετ' εὐχῶν διαπύρων