Σεβασμιώτατοι αρχιερείς, τίμιο πρεσβυτέριο, εκλεκτό ακροατήριο, Χριστός Ανέστη!
1.- Η Εκκλησία από τις κατακόμβες μέσα στην Πολιτεία.
Η Εκκλησία ξεκίνησε με μαρτύριο, το Σταυρό του Χριστού, δυνάμωσε στις κατακόμβες εν διωγμώ και είναι προφητευμένο[1]ότι θα κλείσει την επί γης ιστορία της στην έρημο πάλι, με το μέγα διωγμό του Αντιχρίστου. Η πρώτη, επομένως, σχέση της με το αντίθεο κράτος ήταν σχέση διώκτη και διωκόμενου.
Ωστόσο, όταν επί Μεγάλου Κωνσταντίνου βγήκε από τις κατακόμβες, και όσο υπήρχαν φιλόχριστοι ή έστω ανεκτικοί άρχοντες, διαμορφώθηκε μία άλλη σχέση μεταξύ της Πολιτείας και της Εκκλησίας. Έτσι, στην Εκκλησιαστική μας Παράδοση, από το Βυζάντιο ακόμη, υπάρχει σχέση συνεργασίας. Σχέση συνεργασίας Ιερωσύνης και Βασιλείας, Εκκλησίας και Διοικούντων, Αρχόντων. Δύο ήταν οι εξουσίες μέσα στο κράτος, Ιερωσύνη και Βασιλεία, ισότιμες, ισοδύναμες και συνεργαζόμενες με τον αναγκαίο αλληλοσεβασμό. Η Πολιτεία προστάτευε την Εκκλησία και η Εκκλησία συνεργούσε ευεργετικά στις δραστηριότητες της Πολιτείας. Η οργανική ενότητα προέλευσης και αναφοράς των δύο αυτών εξουσιών αποτελεί καθολική συνείδηση του λαού της αυτοκρατορίας και η κοινωνική αυτή συνείδηση λαμβάνει με τη σειρά της τη μορφή νομικών διατάξεων.
2.- Εκκλησία και υπόδουλο Γένος.
Η τάξη αυτή διακόπηκε αναγκαστικά με την υποδούλωση του Γένους από τους Οθωμανούς. Εκ των πραγμάτων, κατά τους χρόνους της δουλείας, η Εκκλησία ανέλαβε την προστασία του Γένους, εθναρχούσε. Ο Ελληνισμός γνώρισε στους αιώνες της Τουρκοκρατίας την εκκλησιαστική γνησιότητα. Γνώρισε μία εκκλησία απαλλαγμένη από τον κρατικό εναγκαλισμό, αληθινά ελεύθερη. Δηλαδή, έζησε την Εκκλησία σε συνθήκες του επαχθέστερου δυνατού χωρισμού από το Κράτος. Η Εκκλησία, τους χαλεπούς εκείνους καιρούς, συντήρησε την ορθόδοξη πίστη, την ελληνική γλώσσα και συνείδηση, απέτρεψε τον ολοσχερή εξισλαμισμό, ανακούφιζε πνευματικά και υλικά τους αναγκεμένους υπόδουλους, έδωσε στη θυσία του Αγώνα στελέχη της και περιουσία. Ενέπνευσε και πρωτοστάτησε στον αγώνα της Απελευθέρωσης.
Τους αιώνες της σκλαβιάς, που δεν υπήρχε κράτος, το έθνος είχε φυσικό αρχηγό του την Εκκλησία. Η Εκκλησία ήταν εθναρχούσα. Πατέρας του έθνους ήταν ο Πατριάρχης. Και σε όλους τους αγώνες για ελευθερία, αρχηγός ήταν κάποιος κληρικός, συνήθως επίσκοπος.
3.- Η Εκκλησία μετά την Απελευθέρωση.
Το ελληνικό έθνος, λοιπόν, με τους θρησκευτικούς του ηγέτες, αγωνίστηκε και θυσιάστηκε, ώστε να δημιουργήσει ένα ελεύθερο ελληνικό κράτος. Γι’ αυτό ο εθνικός μας ποιητής λέει για την ελευθερία ότι είναι «βγαλμένη απ’ τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά». Επομένως, το ελληνικό κράτος υπάρχει χάρη στους Έλληνες. Δεν του χρωστάνε τίποτα οι Έλληνες. Αυτό χρωστάει στους Έλληνες την ύπαρξή του. Χωρίς τους αγώνες τους, δεν θα υπήρχε.
Η σύνδεση Έθνους και Εκκλησίας ήταν τότε προφανής. Δεν νοούνταν το ένα χωρίς το άλλο. Γι’ αυτό με το Σύνταγμα της Επιδαύρου έγινε η επανασύνδεση: Ορίσθηκε ότι το νέο Βασίλειο θα διοικείται με τους νόμους του Βυζαντίου. Μάλιστα, όλα τα συνταγματικά κείμενα, από την Επανάσταση του 1821 ως το σημερινό, πανηγυρικά καθιέρωναν τη Θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσα. Η έννοια και ο όρος της επικρατούσας θρησκείας υπάρχει ήδη πριν από την Απελευθέρωση. Υπάρχει πρώιμη περί αυτής αναφορά στο Σύνταγμα των Επτανήσων ήδη το 1801-1803.
Η προμετωπίδα του Συντάγματος, που επικαλείται την Αγία Τριάδα, είναι η αψευδέστερη απόδειξη της ιστορικής συνδέσεως του σημερινού Συντάγματος με την επαναστατική προέλευση του Ελληνικού Κράτους. Υπήρχε σε όλα τα επαναστατικά Συντάγματα. Δεν ήταν απλά μία ιστορική ή συναισθηματική αναφορά. Ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή των χριστιανών ιδρυτών του νέου Κράτους και η διατήρησή της μέχρι σήμερα εκδηλώνει σταθερά την πεποίθηση του συντακτικού νομοθέτη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία και το Ελληνικό έθνος είναι δύο μεγέθη αδιαχώριστα. Το Ελληνικό Κράτος δεν προέκυψε τεχνητά με συμφωνία των συμφωνιών των Μεγάλων Δυνάμεων. Η δημιουργία του στηρίζεται στη βάση ενός Έθνους που έχει, όχι οποιαδήποτε, αλλά μία πολύ συγκεκριμένη πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα: Ελληνική και Χριστιανική Ορθόδοξη. Η προμετωπίδα με την επίκληση Αγίας Τριάδος την υπενθυμίζει τόσο εμφαντικά, που και ο ανίδεος ακόμη αντιλαμβάνεται ότι το Σύνταγμα αυτό αναφέρεται σε κράτος με θρησκευτική ταυτότητα και μάλιστα ορθόδοξη χριστιανική. Όσο αυτή η ταυτότητα παραμένει σταθερή και δεν αλλάζει, δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος που να δικαιολογεί την επιχειρούμενη αναθεώρηση.
Με τους Βαυαρούς όμως εισάγεται όλη η Ευρώπη στο νεαρό ελληνικό κράτος. Αρχίζει η κρατικοποίηση της Εκκλησίας προς όφελος του Κράτους και εξ αυτής οι αμφίδρομες παθογένειες.
4.- Η ισχύουσα συνταγματική δικαιοταξία.
Με το ισχύον συνταγματικό καθεστώς, το θεμέλιο της νομικής οργανώσεως των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και της τελευταίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι το άρθρο 3 του Συντ. Είναι η έκφραση πάγιας συνταγματικής παραδόσεως και η ερμηνευτική επεξεργασία του από τα δικαστήρια,σ υνδυαστικά με το άρθρο 13 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας, έχει ξεκαθαρίσει με σαφήνεια τα διακριτά όρια κάθε θεσμού, έτσι ώστε να μην υπάρχουν πλέον προβλήματα στις σχέσεις τους. Η μόνιμη αναφορά της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «επικρατούσα θρησκεία» είναι απόλυτα δικαιολογημένη και ο όρος αυτός έχει περιεχόμενο όχι μόνο ιστορικό και πολιτισμικό και πληθυσμιακό, αλλά επιβεβαιώνει την ιστορική και ενεργό σχέση του ελληνικού έθνους με την ορθόδοξη παράδοση.
Η διάταξη όμως, ως έχει σήμερα, δεν αποτελεί μόνο μία απλή (άνευ εννόμων συνεπειών) διαπίστωση και αναγνώριση, ότι στην παρούσα συγκυρία η επικρατούσα -πληθυσμιακά- θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι θεσμικού και κανονιστικού περιεχομένου, αποβλέπουσα στη συνέχιση της καταστάσεως αυτής για το μέλλον. Εις το διηνεκές. Τουλάχιστον μέχρι να υπάρξει αλλαγή στην συνταγματική αυτή διάταξη. Πράγμα που επιχειρείται τώρα με την αναθεώρησή της. Η κανονιστική σημασία του όρου «επικρατούσα θρησκεία» προκύπτει από το νομικό statusτης Εκκλησίας, όπως αυτό διαμορφώθηκε εξελικτικά από την κοινή νομοθεσία, η οποία επιφυλάσσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ως προς ορισμένα θέματα, ειδική μεταχείριση, που δεν επεκτείνεται αυτοδικαίως στα άλλα δόγματα ή θρησκεύματα, χωρίς αυτό να είναι αντίθετο προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας.Αυτή η «ειδική μεταχείριση» είναι κυρίως που προσδίδει στην Ορθόδοξη Εκκλησία τον χαρακτήρα της «επίσημης θρησκείας» του Κράτους. Η κανονιστική της ιδιότητα (σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 16 παρ. 2) κρίθηκε και επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από τις αποφάσεις της ολομέλειας του ΣτΕ 660/2018 και 926/2018.[2] Παράγει δε αποτελέσματα κυρίως στο θέμα της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκευτικής παιδείας των Ελλήνων. Βεβαίως, παράγει και άλλες συνέπειες, όπως π.χ. στην καθιέρωση των χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (πρβλ Ολομ ΣτΕ 100/2017).
Το ισχύον άρθρο 3 ρυθμίζει άριστα τις σχέσεις της Ελληνικής Πολιτείας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σεβόμενο τη διαμορφωμένη (με βάση το κανονικό δίκαιο) σχέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος. Προστατεύει τη δογματική ενότητα, το καθεστώς των Νέων Χωρών, της Κρήτης, της Δωδεκανήσου, αλλά και του Αγίου Όρους, όπως ειδικότερα προβλέπεται στο άρθρο 105.Το άρθρο 3, ως έχει, λειτουργεί θετικά για το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τα εκκλησιαστικά καθεστώτα στον ελλαδικό χώρο που υπάγονται σ’ αυτό, προστατεύοντας τη διεθνή νομική και κανονική του θέση. Καθιερώνει σοφά δύο παράλληλα, αλλά διαφορετικά συστήματα σχέσεων Kράτους και Εκκλησίας: Ένα σύστημα συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων με την Εκκλησία της Ελλάδος (όπως οι σχέσεις αυτές εξειδικεύονται κάθε φορά με κοινούς νόμους) και ένα σύστημα ομοταξίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Πολλοί χαρακτηρίζουν το σύστημα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους με τον ένα ή τον άλλο όρο. Άλλοι το ορίζουν ως σύστημα «νόμω κρατούσας Πολιτείας», άλλοι ως σύστημα «συναλληλίας», άλλοι αλλιώς. Μόνον η ιστορία μπορεί να καταδείξει την ουσία της πραγματικής φύσης αυτής της σχέσης. Η Ελλάδα αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είναι κράτος «λαϊκό» (εκκοσμικευμένο με την ήπια ή την ακραία μορφή), ούτε βέβαια «θεοκρατικό». Ανήκει σε μία τρίτη κατηγορία κρατών που είναι «λαϊκά», με την έννοια ότι αποδέχεται την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά όχι εκκοσμικευμένο, θρησκευτικά ουδέτερο ή αθεϊστικό. Είναι κράτος ορθόδοξο χριστιανικό. Αυτό εκφράζεται με επισημότητα αφενός στην προμετωπίδα και αφετέρου στη διακήρυξη του άρθρου 3 για το ποια είναι η «επικρατούσα θρησκεία».[3] Να το ξεκαθαρίσουμε όμως: Ο χαρακτηρισμός της Εκκλησίας μας ως (επικρατούσας) θρησκείας νοείται στο Σύνταγμα υπό την κοινή (τη μη θεολογική) κοινωνιολογική έννοια της θρησκείας. Διότι η Εκκλησία μας δεν είναι θρησκεία. Είναι το Σώμα του Χριστού, η κανονική οδός της σωτηρίας των πιστών, το πνευματικό θεραπευτήριο των βαπτισμένων, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται και η αξία της θεσμικής της πλευράς.
Η «μείξη» αυτή λαϊκού και θρησκευτικού στοιχείου, που χαρακτηρίζει τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα, δεν είναι κάτι παράδοξο, αλλά είναι αποτέλεσμα ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών. Η ιδέα του «λαϊκού» κράτους με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας συνδέθηκε άλλοτε με ιδέες αντιθρησκευτικές που οδήγησαν στην απώθηση και περιθωριοποίηση της θρησκείας, και άλλοτε, αντιθέτως, με ιδέες θρησκευτικές, οι οποίες οδήγησαν στην αναγνώριση της θρησκείας ως στοιχείου ταυτότητας ενός έθνους. Το πρώτο συνέβη στην Γαλλία, το δεύτερο στην Ελλάδα (ομοίως στη Ρωσία και στο Ισραήλ). Στην Γαλλία το «λαϊκό» κράτος προσέλαβε αντιθρησκευτικό χαρακτήρα, υπό την επίδραση των αντικληρικαλιστικών ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, ως αντίδραση στις επεμβάσεις του Ρωμαιοκαθολικισμού και στους θρησκευτικούς πολέμους που είχαν προηγηθεί και είχαν διασπάσει τη συνοχή της κοσμικής κυριαρχίας στην κεντρική Ευρώπη. Στην Ελλάδα, η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας προσέλαβε αντίθετα θρησκευτικό χαρακτήρα, υπό την επίδραση του απελευθερωτικού εθνικού αγώνα εναντίον του αλλόθρησκου Οθωμανού δυνάστη, η οποία υποχρέωσε τους επαναστατημένους Έλληνες να αυτοπροσδιοριστούν μέσω της θρησκείας τους. Αυτό αποτυπώνεται έκτοτε σταθερά σε όλα τα Συντάγματα (πλην εκείνου του 1927 που είχε δυτικοευρωπαϊκές επιρροές) στην προμετωπίδα και στην αναγνώριση της επικρατούσας θρησκείας, που έκτοτε συνιστούν σταθερά στοιχεία του πολιτειακού μας δικαίου. Η Εκκλησία όχι μόνο συνέβαλε στην επιβίωση του υπόδουλου Ελληνισμού, αλλά και στον ελεύθερο βίο του συνδιαμόρφωσε τη νεοελληνική εθνική και πολιτισμική ταυτότητα.
Οι λόγοι αυτοί εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, γιατί η Ορθοδοξία δεν είναι νεκρή παράδοση, αλλά «ζωντανό σώμα» στη συνείδηση της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού. Το Σύνταγμα (όπως και η κοινή νομοθεσία), απηχώντας την ιστορική αλλά και σύγχρονη αυτή πραγματικότητα, περιέχει ευάριθμες διατάξεις που απονέμουν στην Εκκλησία μας ευμενή ειδική μεταχείριση, ενώ για όλα τα άλλα δόγματα και θρησκεύματα αναφέρεται συλλήβδην στο άρθρο 13 Συντ.Οι διατάξεις αυτές, που εξαίρουν τη θέση και το ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την καθιστούν και υπό το ισχύον Σύνταγμα επίσημη θρησκεία του Κράτους, παρόλο που η θέση και ο ρόλος που της αναγνωρίζεται σήμερα είναι σημαντικά περιορισμένος και υπάρχει τάση περαιτέρω περιορισμού, στην οποία, οφείλω να το πω, συμβάλλει ο ενδοτισμός και η χλιαρότητα της εκκλησιαστικής ηγεσίας, η οποία δυστυχώς αναζωπυρώνεται μόνο όταν θίγονται οικονομικά κεκτημένα (βλ. μισθολόγιο κληρικών).
5.– Η προτεινόμενη τροποποίηση.
Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 3 Συντ. στην ουσία καταργεί, αν και δεν τολμά να το αναφέρει ευθέως, αυτό το σύστημα σχέσεων. Βάζει το συνταγματικό θεμέλιο του χωρισμού, της διακοπής των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, που θα υλοποιηθεί σταδιακά με την πλήρη αποδόμηση των σχέσεων αυτών. Αυτό θα γίνει με την αλλαγή της κοινής νομοθεσίας που θα ακολουθήσει. Η εισαγωγή στο Σύνταγμα της ρήτρας ότι η Ελλάδα είναι «θρησκευτικά ουδέτερο κράτος» είναι η ταφόπλακα των μέχρι σήμερα σχέσεων των δύο θεσμών.
Με τη ρήτρα περί θρησκευτικά ουδέτερου κράτους, καταργείται ουσιαστικά, καίτοι παραμένει, η προμετωπίδα που φέρει την επίκληση της Αγίας Τριάδος. Δεν τολμούν να την καταργήσουν ευθέως, την αφήνουν, διότι έτσι καταργούν όλη τη συνταγματική ιστορία μας, αλλά την καθιστούν άνευ νοήματος (γράμμα κενό) με την ουδετερόθρησκη ρήτρα. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για μία απλή αναθεώρηση, αλλά για πλήρη ανατροπή της συνταγματικής τάξης στο ζήτημα των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας. Ανατρέπονται τα θεμέλια, ανατρέπεται η ιστορία μας.
Κατ’ αρχήν, η νέα διάταξη εισάγει στο ανωτέρω σύστημα ρυθμίσεως των σχέσεων ένα νέο παράγοντα, ο οποίος όμως, όπως επισήμανε και η Εκκλησία της Ελλάδος[4], είναι όρος νοηματικά αόριστος και είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα και παραδοχές επικίνδυνες στις σχέσεις των δύο θεσμών (Κράτους – Εκκλησίας της Ελλάδος). Προβλήματα επίσης θα προκαλέσει και στις σχέσεις αυτών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η ρήτρα ότι το ελληνικό κράτος είναι «θρησκευτικά ουδέτερο κράτος» χαρακτηρίζεται ως πολιτικά, νομικά και επιστημονικά αόριστη. Ποιό ακριβώς μοντέλο θρησκευτικής ουδετερότητας εννοεί; Υπάρχουν διεθνώς τόσα είδη θρησκευτικής ουδετερότητας, όσα και τα κράτη, που δηλώνουν θρησκευτικά ουδέτερα, είτε μέσω της καθιερώσεώς τους ρητά στα οικεία Συντάγματα, είτε μέσω της κοινής νομοθεσίας και της ιστορικής τους παραδόσεως. Πρόκειται για μία δυσμενή ουδετερότητα που συνεπάγεται θρησκευτικά αδιάφορο κράτος ή για μία ευμενή ουδετερότητα που οδηγεί σε ένα μη παρεμβατικό κράτος, το οποίο όμως ενισχύει τα θρησκεύματα και αναγνωρίζει ιδιαίτερο καθεστώς για τη διευκόλυνση της αποστολής τους; Έτσι αόριστα που διατυπώνεται η ρήτρα αυτή, γίνεται εξαιρετικά προβληματική και επικίνδυνη. Είναι επικίνδυνο για το μέλλον της Χώρας να υπάρχει στο Σύνταγμα μία τέτοια καθοριστική για την ιστορία του έθνους ρήτρα που, αν και διεθνώς έχει πολύσημο περιεχόμενο, παρά ταύτα διατυπώνεται απροσδιόριστα, με συντομία πολιτικού συνθήματος.
Πρέπει να παρατηρήσουμε και κάτι άλλο: Η ρήτρα περί θρησκευτικά ουδέτερου κράτους σκόπιμα τοποθετείται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 3, που αναγνωρίζει το ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θα μπορούσε ενδεχομένως να τεθεί στο άρθρο 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας, προσδιορίζοντας την ισότιμη στάση της Πολιτείας έναντι όλων των γνωστών θρησκευμάτων. Τοποθετούμενη όμως στο άρθρο 3, είναι φανερό ότι ανταγωνίζεται και στην πράξη ακυρώνει την από το ίδιο άρθρο αναγνώριση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας.
6.- Ερμηνευτικές δυσλειτουργίες και άλλες συνέπειες της αναθεωρήσεως.
Σε αντίθεση με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, με την προτεινόμενη αλλαγή, το Σύνταγμα, ως προς την «επικρατούσα σήμερα θρησκεία», απλά θα διαπιστώνει μία παρούσα κατάσταση και το ιστορικό της προηγούμενο, την οποία όμως επιχειρεί να αλλάξει από εδώ και στο εξής σε «θρησκευτική ουδετερότητα». Για να μην αφήνει και αμφιβολίες ως προς αυτό, συνοδεύεται και από ερμηνευτική δήλωση: «Ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα την απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας». Τέτοια όμως προστασία για τα άλλα θρησκεύματα που επικαλείται η ερμηνευτική αυτή δήλωση δεν ήταν καθόλου αναγκαία, αφού ήδη το άρθρο 13 (ενισχυμένο και με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ) καθιερώνει με πληρότητα την αρχή της ελευθερίας και ισότητας όλων των γνωστών θρησκειών, των οποίων οι οπαδοί είναι ελεύθεροι να εξασκούν την λατρεία τους στην Χώρα μας. Η ερμηνεία και η πρόθεση της προτεινόμενης αναθεωρητικής διάταξης ενισχύεται από την σχετική αιτιολογική έκθεση της Κυβέρνησης. Σε αυτήν αναφέρεται εμφατικά ότι η αναδιατύπωση του άρθρου 3 γίνεται «προκειμένου να κατοχυρωθεί ρητά η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους» και ότι η εν συνεχεία αναφορά αναγνώρισης της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας γίνεται «για ιστορικούς και πραγματολογικούς λόγους». Τα οποία σημαίνουν αναγνώριση μιας παρελθούσας, ιστορικής και μιας σημερινής πραγματικότητας με χρονική όμως λήξη, αφού θεσπίζει από δω και στο εξής «θρησκευτική ουδετερότητα» της Ελληνικής πολιτείας. Η δική μας γενιά και η επόμενη μπορεί να μην κινδυνεύει από την αλλαγή της διαπιστωμένης σήμερα επικρατούσας θρησκείας ως πραγματικότητας. Για τις μεθεπόμενες γενιές όμως, αυτή θα μπορούσε να είναι μια απλή ιστορική ανάμνηση.
7.- Βάσιμος ο κίνδυνος νεοφανών ερμηνευτικών προσεγγίσεων του όρου «επικρατούσα θρησκεία» σε βάρος της Ορθοδοξίας.
Η παραπάνω πρόταση περί θρησκευτικής ουδετερότητας, σε συνδυασμό με την ερμηνευτική δήλωση, δεν είναι επομένως άνευ σημασίας. Θα έχει πολλές και σοβαρές κανονιστικές και νομικές συνέπειες. Και τούτο γιατί θα αποτελέσει το εφαλτήριο για μια νέα ερμηνεία της φράσεως ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Η προσθήκη της θρησκευτικής ουδετερότητας θα επηρεάσει καθοριστικά, αλλά αρνητικά, την ερμηνεία του όρου «Επικρατούσα θρησκεία», ο οποίος θα επανεξετασθεί αυτή τη φορά με τη δυναμική της προτασσόμενης θρησκευτικής ουδετερότητας. Η ρήτρα περί θρησκευτικής ουδετερότητας θα γίνει εργαλείο και μέσο ερμηνείας του όρου. Η νέα ερμηνεία με τη σειρά της θα αποτελέσει τη δικαιολογία για την κατάργηση των μέχρι σήμερα υφισταμένων πατροπαραδότων σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας.
Με τη νέα αυτή ερμηνευτική θεώρηση, ο όρος «Επικρατούσα θρησκεία» θα χάσει κάθε κανονιστική ισχύ. Θα ερμηνεύεται απλώς ως μία διάταξη ιστορική και διαπιστωτική, επομένως χωρίς ουσιαστικές συνέπειες .Ήδη αυτό το υποστηρίζουν και σήμερα με την υπάρχουσα διατύπωση πολλοί συνταγματολόγοι, κάποιοι εχθρικοί, κάποιοι ουδέτεροι, ο καθένας για δικούς του λόγους, αδιάφοροι όμως όλοι για τη σχέση Έθνους και Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, με την προτεινόμενη αναθεώρηση, οι εκάστοτε κυβερνήσεις και οι πολιτικοί τους θα έχουν τη συνταγματική δικαιολογία του ουδετερόθρησκου κράτους και θα προχωρούν σταδιακά στην κατάργηση, με κοινούς νόμους, της θεσμικής παρουσία της Εκκλησίας σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου της Χώρας. Ή πάλι, ανάλογα με τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές, θα έχουν τη δικαιολογία για να θεσπίσουν την ίση συμμετοχή στον κοινωνικό θρησκευτικό βίο της Ελλάδος και όλων των άλλων θρησκειών, που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο (με αυξανόμενο το νεο-εισαγόμενο Ισλάμ), παρότι κάτι τέτοιο δεν έχει ούτε ιστορικό, ούτε λαϊκό, ούτε κάποιο άλλο έρεισμα. Η προβολή της πολυθρησκευτικότητας και της πολυπολιτισμικότητας ευνοεί στις ημέρες μας μία τέτοια εκδοχή.
Εξ αιτίας του περιορισμού ή της καταργήσεως της θεσμικής παρουσίας της Εκκλησίας, η οποία θα καταστεί δυνατή λόγω της συνταγματικής αλλαγής στο άρθρο 3, πρέπει με βεβαιότητα να αναμένεται με την ψήφιση κοινών νόμων:
α) Η απόσυρση των Ιερών Εικόνων και των άλλων χριστιανικών συμβόλων από τις Δημόσιες Υπηρεσίες. Οι Ιερές Εικόνες, ο τίμιος Σταυρός του Κυρίου μας και γενικά τα θρησκευτικά σύμβολα της πίστεώς μας, δεν θα έχουν πλέον θέση στα Δικαστήρια, στα δημόσια εκπαιδευτήρια, στα Νοσοκομεία και σε όλες τις Δημόσιες Υπηρεσίες. Ενδεχόμενα και η φανερή κατοχή θρησκευτικών συμβόλων από τους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα θα αποτελέσει αντικείμενο απαγορεύσεων ή περιορισμών με πρόσχημα την αποφυγή προκλήσεως της θρησκευτικής συνειδήσεως αλλόδοξων και αλλόπιστων.
β)Η αποεκκλησιαστικοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφάλειας. Το Θρησκευτικό Σώμα στις Ένοπλες Δυνάμεις, στην Αστυνομία και τα λοιπά Σώματα Ασφάλειας,με την πρώτη δικαιολογία, θα καταργηθούν ως μη συνάδοντα με τον ουδέτερο θρησκευτικό χαρακτήρα του Κράτους.
γ) Η κατάργηση Ιερών Ναών σε Δημόσια Νοσοκομεία.
δ) Η σταδιακή κατάργηση των προστατευτικών διατάξεων για την εκκλησιαστική περιουσία, όπως το ανεπίδεκτο χρησικτησίας ή το ακατάσχετο. Το ίδιο ισχύει και για τα δικονομικά ή άλλης φύσεως προνόμια της Εκκλησίας της Ελλάδος και των οργανωτικών της υποδιαιρέσεων.
ε) Κατά παρόμοιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους, το πρόσχημα της θρησκευτικής ουδετερότητας θα δικαιολογήσει τη νομοθετική κατάργηση του Αγιασμού στη Βουλή, στους ΟΤΑ, στα Σχολεία, στα Δικαστήρια, καθώς και την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, των θρησκευτικών εορτών, της αργίας της Κυριακής και άλλων πολλών δημόσιων θρησκευτικών εκδηλώσεων και δράσεων, από αιώνων συνυφασμένων με τη θρησκευτική ταυτότητα του Έλληνα.
Οι παραπάνω προβλέψεις δεν είναι απλές φοβίες ή ενδεχόμενα. Είναι βεβαιότητα. Το «θρησκευτικά ουδέτερο» κράτος συνεπάγεται έναν θεσμοθετημένο ριζικό διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας σε επίπεδο δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Από το δημόσιο βίο θα εξοβελιστεί κάθε θρησκευτική αναφορά, ακόμη και συμβολισμός, το θρησκευτικό φαινόμενο θα απωθηθεί στο περιθώριο και η θρησκεία δεν θα εκτιμάται ως ιστορικό, πολιτισμικό και μεταφυσικό μέγεθος.
8.- Ο αληθινός στόχος είναι ο χωρισμός Έθνους και Ορθοδοξίας.
Αυτοί είναι οι τελικοί σκοποί της συγκεκριμένης προτάσεως αναθεωρήσεως. Πάγια είναι η θέση της Αριστεράς, όπως εκφράζεται από τις διακηρύξεις της, τη διανόησή της και την επ’ αυτού αρθρογραφία, για να είμαι δίκαιος όχι μόνον της Αριστεράς αλλά και άλλων πολιτικών δυνάμεων, ότι η αναφορά για «επικρατούσα θρησκεία» στο άρθρο 3 έχει απλά διαπιστωτικό και όχι κανονιστικό περιεχόμενο. Αν αυτή η θέση επιβληθεί, μέσω της προτεινόμενης αναθεώρησης, οι δικαιοπολιτικές συνέπειες θα είναι αυτές που προαναφέρθηκαν.
Υπάρχει όμως κάτι βαθύτερο στις προθέσεις των υποστηρικτών της αναθεωρήσεως, που δεν ομολογείται ευθέως. Το φανερώνει η πρόταση αναθεωρήσεως των άρθρων 13 παρ. 5, 33 παρ. 2 και 59 παρ. 1 και 2 για την καθιέρωση του πολιτικού όρκου, όπως και η κατάργηση της προαιρετικότητας στην ορκοδοσία αιρετών και δημοσίων λειτουργών. Τα μέτρα αυτά, αν εκτιμηθούν συνολικά και συνδυαστικά, στοχεύουν ευθέως στην απομάκρυνση και αποσύνδεση της Εκκλησίας από το δημόσιο βίο. Βαθύτερα ακόμη σκοπεύουν στην αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων που από αρχαιοτάτων χρόνων προσδιόριζε το «ομόθρησκον».
Πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε: Το σκοπούμενο, με την επιδιωκόμενη αναθεώρηση, είναι ο χωρισμός Έθνους και Ορθοδοξίας.[5]
Ποιοί όμως είναι εκείνοι που θα συμφωνήσουν να αλλάξουν το Σύνταγμα, με μία αλλαγή που έρχεται να καταστρέψει την Ελληνορθόδοξη Παράδοση; Από πού αντλούν τις διαλυτικές προθέσεις τους; Πρέπει να καταστήσουμε γνωστό σε όλους ότι οδηγούμαστε σε μία αλλαγή που έχει συγκεκριμένο στόχο: Να χωρίσει την Ορθοδοξία από τον Ελληνισμό. Αυτός είναι ο στόχος. Διότι πραγματικός σκοπός δεν είναι η δήθεν προστασία των άλλων θρησκευμάτων κ.λπ. Είναι η αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από το Ελληνικό Έθνος.
Σταδιακά οδηγούμαστε προς ένα άθεο έθνος μέσα σε ένα πολυθρησκειακό κράτος. Σε ένα άθεο κράτος (οργανωμένη αθεΐα),η Ορθοδοξία επιβιώνει. Παράδειγμα η Σοβιετική Ένωση. Σε ένα «ουδέτερο» όμως πολυθρησκειακό κράτος, επέρχεται σύγχυση του ορθού εκκλησιαστικού φρονήματος. Προς τα εκεί οδηγούν σκοπίμως τα πράγματα : Να δημιουργηθεί ένα νέο «έθνος» πολύθρησκο και πολυφυλετικό, για να γίνει αυτή η σύγχυση. Είναι ένας από τους σκοπούς της Παγκοσμιοποίησης.
Πρέπει να γνωρίζουμε τούτο καλά: Το ουδετερόθρησκο κράτος είναι θεσμός άγνωστος στην ελληνική ιστορία. Ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας, ιερού και κοσμικού, θείου και ανθρωπίνου, ουδέποτε απασχόλησε την ελληνική Πολιτεία, προχριστιανικά και μεταχριστιανικά. Ουδέποτε οι Έλληνες έζησαν σε ένα άθρησκο κράτος. Ο Πλούταρχος το επιβεβαιώνει: Υπάρχουν, λέγει, πόλεις με ποικίλες διαφορές μεταξύ τους, διοικητικές κ.α., τις ενώνει όμως ένα κοινό γνώρισμα: η θεοσέβεια. «Εύροις δ’ αν επιών πόλεις ατειχίστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, αχρημάτους, νομίσματος με δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμναστηρίων. Ανιέρου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης ευχαίς, μη δ’ όρκοις, μηδέ μαντείαις, μηδέ θυσίαις επ’ αγαθοίς, μη δ’ αποτροπαίς κακών ουδείς έστι, ουδ’ έσται γεγονώς θεατής.» Σε σύντομη απόδοση: Μπορείς να βρεις πόλεις χωρίς άλλα πράγματα, αλλά όχι χωρίς θρησκεία και θεό.[6]
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας αγωνίζονταν υπέρ βωμών (δηλαδή των ναών) και των εστιών, όχι μόνον υπέρ των εστιών. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Ηρόδοτου:«το ελληνικόν εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα» (Ηρόδοτος, Ουρανία 144). Δηλαδή: «υπάρχει και το ελληνικό έθνος από το ίδιο αίμα και με την ίδια γλώσσα μ΄ εμάς, με το οποίο έχουμε κοινά ιερά των θεών και κοινές θυσίες και ήθη κοινά» (μετάφραση Άγγελου Βλάχου, «Γαλαξίας» 1971).
Ουδέποτε οι Έλληνες ως συντεταγμένη κοινότητα θέλησαν να κρατήσουν ουδετερότητα απέναντι στο Θεό και στα Θεία. Αυτό σήμερα επιχειρείται για πρώτη φορά.
Στην Ευρώπη, αντίθετα, έχουμε, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, εγκαθίδρυση κοσμικών κρατών, όπως στη Γαλλία, και αργότερα, στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, υποχρεωτική επιβολή της αθεΐας, ως κρατικής ιδεολογίας.
Η δική μας παράδοση όμως είναι διαφορετική. Μετά την έλευση του Χριστού και την ίδρυση της Εκκλησίας Του, οι Έλληνες ήταν πρώτοι εκείνοι που αξιώθηκαν, με την Θεόθεν κλήση ενός πολιτικού άρχοντος, του Βασιλέως Μεγάλου Κων/νου, του τότε κυριάρχου όλης της Οικουμένης, να δημιουργήσουν την πρώτη χριστιανική πολιτεία, τη βυζαντινή αυτοκρατορία, ισχνό κατάλοιπο της οποίας είναι το σημερινό Έλληνικό κράτος. Το «ψέμμα, το Βασίλειο» που λέει ο Κωστής Παλαμάς στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» στον 8ο λόγο τον Προφητικό. Το πρώτο χριστιανικό κράτος που εμφανίσθηκε στη γη ήταν το Βυζάντιο, η Ρωμανία.[7]
Το σύστημα αυτό, δηλαδή το ιερό χριστιανικό κράτος, επιβίωσε και στην Τουρκοκρατία, όχι βέβαια σε σχέση με την Οθωμανική εξουσία, που εδίωκε και καταπίεζε την Εκκλησία, αλλά στο επίπεδο των κοινοτήτων, στα τότε αυτοδιοικητικά όργανα του υπόδουλου ελληνισμού.
Κανένας δεν έχει το δικαίωμα, ιδιαίτερα οι εκκλησιαστικοί μας ηγέτες, οι θεολόγοι και γενικότερα οι πνευματικοί άνθρωποι, να εγκαταλείψουμε το θεόθεν εγκαθιδρυμένο μοντέλο της χριστιανικής πολιτείας του Βυζαντίου και να επιτρέψουμε σε άθεους πολιτικούς να προχωρήσουν σε μορφές χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας. Η συνέχεια της συμπόρευσης Κράτους και Εκκλησίας, με τη μορφή των συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων, είναι ιστορική απαίτηση.
Το αίτημα χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας είναι ξενόφερτο και προέρχεται από επιρροές του Διαφωτισμού και της ευρωπαϊκής αθεΐας, χωρίς να ανταποκρίνεται σε εσωτερική πολιτική αναγκαιότητα. Αλήθεια ποιός ζήτησε τον χωρισμό αυτό;
Το αίτημα αυτό αρχίζει να εμφανίζεται στο πολιτικό και συνταγματικό προσκήνιο μετά το 1974. Το επέτρεψε μία συγκυρία: Η αντίδραση του πολιτικού κόσμου, κυρίως του αριστερού, στο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» του δικτατορικού καθεστώτος.
Με την καθιέρωση του ουδετερόθρησκου κράτους, οι πολιτικοί προδίδουν την ιστορία μας, προδίδουν και την αρχαία Ελλάδα, όπου δεν υπήρχε άθρησκο κράτος, προδίδουν και τη Ρωμανία.
Η Εκκλησία, κληρικοί και λαός, πρέπει να μιλήσουν. Η Εκκλησία έχει δικαίωμα πολιτικού λόγου. Το πρόβλημα είναι ο κομματισμός της. Δεν δικαιούται να κομματίζεται. Κρατά ίσες αποστάσεις προς όλους. Ο κομματισμός θα είναι καταστροφικός.
Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας είναι ήδη ρυθμισμένες (ν. 590/1977). Δεν υπάρχει ανάγκη επανακαθορισμού. Οι ρόλοι είναι ήδη διακριτοί. Υπάρχει επομένως ένα είδος χωρισμού. Αυτό που τώρα επιχειρείται και επιζητείται είναι ο επαχθής χωρισμός. Ένας τέτοιος χωρισμός αλλάζει την ιστορία σου. Όλα αυτά που επιχειρούνται, εντάσσονται στο πνεύμα της Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Σκοπός, ο χωρισμός Έθνους και Ορθοδοξίας.
Αυτό είναι ο διπλός οικουμενισμός: Ο πολιτικός (ή διαθρησκειακός) και ο πνευματικός (ή διαχριστιανικός) οικουμενισμός. Το σκοπούμενο είναι ο χωρισμός Ορθοδοξίας και Έθνους. Το φοβερότερο όπλο στα χέρια του Κράτους είναι η Εκπαίδευση, όπως το περιεχόμενό της οργανώνεται τώρα. Αν περάσουν αυτά, μένει πλέον να αρχίσουμε να «ξεσκονίζουμε» τις κατακόμβες. Επιβάλλεται να συνειδητοποιήσουμε πού πηγαίνουν τα πράγματα. Να ενισχύσουμε την ενότητά μας στη βάση. Έτσι επιβιώνουμε. Να ξαναβρούμε την ενότητα μεταξύ μας.
9.- Δεν υπάρχει ουσιαστικά ανάγκη αναθεωρήσεως του άρθρου 3 Συντ.
Το άρθρο 3 Συντ. εγγυάται ότι το Κράτος αναγνωρίζει ως Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή ως τον αποκλειστικό φορέα της επικρατούσας θρησκείας των Ελλήνων, εκείνη την Εκκλησία που διοικείται με βάση τα Πατριαρχικά έγγραφα (: τον Τόμο 1850, την Πράξη 1928) και έχει «κοινωνία» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το άρθρο 3 Συντ. δεσμεύει το Κράτος αναφορικά με το ποιά Εκκλησία είναι αυτή, που εκπροσωπεί την πλειοψηφία των Ελλήνων. Αυτό νομικά κατοχυρώνει το εξής: Ότι δεν μπορούν να διεκδικήσουν την θρησκευτική εκπροσώπηση, έναντι του Κράτους, των ορθόδοξων χριστιανών της Ελλάδος άλλες θρησκευτικές κοινότητες και ομάδες, που δεν πληρούν τα παραπάνω κριτήρια.
Συνεπώς, υπό την ισχύ του άρθρου 3 Συντ. και των ορισμών, που αυτό εισάγει (ορίζει, όπως είπαμε, ποια Εκκλησία είναι ο φορέας της επικρατούσας θρησκείας της Χώρας), οι σχέσεις Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ξεκαθαρισμένες και οι ρόλοι διακριτοί. Οι περαιτέρω λεπτομέρειες μπορούν να τροποποιούνται με κοινούς νόμους, χωρίς να υπάρχει ανάγκη αναθεωρήσεως του άρθρου 3. Προς την κατεύθυνση αυτή η Εκκλησία της Ελλάδος έχει ζητήσει νομοθετικές αλλαγές, προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης αυτονομίας της από το Κράτος, που εκκρεμούν και δεν προϋποθέτουν καμία συνταγματική αναθεώρηση.
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί ότι στο παρελθόν (και υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1975) παρουσιάστηκαν προβλήματα στην άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας για κάποιους συμπολίτες μας. Είτε επρόκειτο για Καθολικούς, που δεν μπορούσαν να προσφύγουν στα δικαστήρια, είτε για Μάρτυρες του Ιεχωβά, που διώκονταν ποινικά με βάση τις διατάξεις περί προσηλυτισμού, είτε για μουσουλμάνους, που δεν μπορούσαν να ασκήσουν με αξιοπρέπεια τα λατρευτικά τους καθήκοντα, είτε τέλος για γονείς, που έπρεπε να αποκαλύψουν τα θρησκευτικά τους πιστεύω, για να απαλλάξουν τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών, τα προβλήματα αυτά ήταν υπαρκτά. Μόνο που τα περισσότερα από τα προβλήματα αυτά ξεπεράστηκαν στην πράξη, με διατάξεις της κοινής νομοθεσίας και χωρίς να χρειαστεί να τροποποιηθεί στο παραμικρό το άρθρο 3 του Συντάγματος περί επικρατούσας θρησκείας. Η επικρατούσα θρησκεία δεν στάθηκε εμπόδιο, ούτε για την ανέγερση του τζαμιού στο Βοτανικό με κρατική μέριμνα και χρηματοδότηση, ούτε για τη νομοθετική θεσμοθέτηση των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων που διευκόλυνε την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας από όλους. Πριν από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες, είχαν προηγηθεί σημαντικές αποφάσεις των δικαστηρίων και ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες δέχθηκαν την αντισυνταγματικότητα διατάξεων, όπως λ.χ. του αναγκαστικού νόμου του 1939 που επέβαλε την άδεια του επιχώριου Μητροπολίτη για την ανέγερση ναού ή ευκτήριου οίκου άλλης θρησκείας ή άλλου δόγματος.
Συμπέρασμα: Η θρησκευτική ελευθερία για όλους μπορεί κάλλιστα να υπάρξει και να ασκηθεί αποτελεσματικά και χωρίς πανηγυρικές συνταγματικές διακηρύξεις περί θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους.
10.- Σε κάθε περίπτωση, η Ορθοδοξία δεν μπαίνει στο περιθώριο της συνείδησης του ελληνικού λαού.
Αλλά και αν ακόμη βρεθούν οι αναγκαίες ψήφοι στην επόμενη Βουλή και αναθεωρηθεί η διάταξη αυτή, ακόμη και αν γίνει στη συνέχεια, μέσω της μεταβολής της κοινής νομοθεσίας, η επιδιωκόμενη περιθωριοποίηση της Εκκλησίας, και πάλι δεν πτοούμαστε. Η Εκκλησία, όσο και αν πολεμηθεί, δεν νικάται. Διότι δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Ούτε εξαρτά τη σύστασή της ή την διάρκειά της από την κοσμική εξουσία.
«Πόσοι επολέμησαν την Εκκλησία; Και όμως. Αυτοί που την πολέμησαν χάθηκαν. Κι η Εκκλησία υψώθηκε πιο πέρα κι απ’ τον ουρανό. Τέτοιο είναι το μέγεθος της Εκκλησίας. Πολεμάται με λύσσα; και αυτή νικά. Κλυδωνίζεται; αλλά δεν καταποντίζεται. Παλαίει κι αγωνίζεται, αλλά ποτέ δεν νικάται. Υβρίζεται; αλλά λαμπρότερη πάντοτε γίνεται. Δέχεται τραύματα; αλλά δεν θανατώνεται. Χειμάζεται; αλλά ποτέ δεν ναυαγεί… Ουδέν Εκκλησίας ισχυρότερον»( Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος). (Ε.Π.Ε. 33, 110.386).[8]
Η Εκκλησία θα συνεχίσει να λειτουργεί ως Σώμα Χριστού και ως πνευματικό θεραπευτήριο. Θα εξακολουθήσει να σώζει ψυχές, να «παράγει» αγίους. Να συνεορτάζει με το έθνος και να τελεί εόρτιες λειτουργικές συνάξεις και δοξολογίες σε επετείους του συλλογικού βίου, ζωντανές στη μνήμη του λαϊκού της σώματος. Αν οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες και οι κρατικοί αξιωματούχοι έχουν προσωπική ανάγκη να μετέχουν στο σώμα και άθλημα της εκκλησιαστικής κοινωνίας, θα παρευρίσκονται και στις «δοξολογίες». Όχι επειδή το επιτάσσει κάποιο πρωτόκολλο, αλλά επειδή οι ίδιοι το επιλέγουν.
Και αν στο τέλος επικρατήσουν αντίθεες κοσμικές δυνάμεις και προχωρήσουν σε διωγμούς, την καταφυγή στις κατακόμβες ήδη τη γνωρίζει.
Όπως και στην αρχή είπαμε, η Εκκλησία ξεκίνησε με μαρτύριο, το Σταυρό του Χριστού, δυνάμωσε στις κατακόμβες εν διωγμώ και είναι προφητευμένο ότι θα κλείσει την επί της γης ιστορία της στην έρημο πάλι, με το μέγα διωγμό του Αντιχρίστου. Το ξέρουμε και το περιμένουμε με όπλο το Σταυρό.
[1] Αποκ., κεφ. 12.
[2] Βλ. περί αυτών σε: Σωτηρίου Ρίζου, Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων ως μέρος της εκπαιδεύσεως (άρθρο 16 παρ. 2 Συντ.), Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου, 2018, σελ. 977-985.
[3] Περισσότερα σε: Μαριάνου Καράση, Δίκαιο και Ορθόδοξη Θεολογία- Σημεία επαφής, εκδόσεις Αρμός, 2010, ιδίως σελ. 15 -25.
[4]Οι θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη συνταγματική αναθεώρηση, https://www.protothema.gr/greece/article/864734/sudagmatiki-anatheorisi-anisuhia-kai-provlimatismos-sto-patriarheio-gia-tis-suzitoumenes-allages/
[5] Βλ. Ομιλία π. Γεωργίου Μεταλληνού, σε Ι. Ν. Αγίου Αντύπα, 10.11.2016, με θέμα: Χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, https://www.youtube.com/watch?v=Kg31UAfvcX4.
[6]Βλ. περισσότερα σε: Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση,ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, Χωρισμὸς ἢ συναλληλία; Θεσσαλονίκη, ιδίως σελ. 15 επ., 22 επ. , 35 επ.
[7] π. Γεωργ. Μεταλληνού: Εκκλησία και Πολιτεία στην ελληνορθόδοξη Παράδοση, Αρμός, 2000, ιδίου ομότιτλο άρθρο σε Περιοδικό Ρήξη, φ. 148.
[8]«Πόσοι επολέμησαν την Εκκλησίαν, και οι πολεμήσαντες απώλοντο. Αύτη δε υπέρ των ουρανων αναβέβηκεν.Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία• πολεμουμένη νικά• επιβουλευομένη περιγίνεται• υβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται• δέχεται τραύματα, και ου καταπίπτει υπό των ελκών• κλυδωνίζεται, αλλ’ ου καταποντίζεται• χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει • παλαίει, αλλ’ ουχ ηττάται• πυκτεύει, αλλ’ ου νικάται. Δια τι ουν συνεχώρησε το πόλεμον; Ίνα δείξη λαμπρότερον το τρόπαιον».(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος απεσπάσθη, και περί παραδείσου και Γραφών, και εις το «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου», PG 52,398, ln 8 – Ε.Π.Ε. Ἰω. Χρυσοστόμου Ἔργα, τόμος 33, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»).
Πηγή: (Πολυθεματική Ημερίδα που διοργάνωσε η «Εστία Πατερικών Μελετών» και «Σύναξη για την Ορθοδοξία», υπό την αιγίδα της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς στις 18 Μαΐου 2019 στην Αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη» του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας Πειραιώς με γενικό θέμα: «Η Ορθοδοξία μπροστά στη σύγχρονη άρνηση».), Ομοθυμαδόν